Επτά


Νυ­χτε­ρι­νό

στου κή­που το τρα­πέ­ζι ένα μπου­κά­λι
και πλάι μια ζωή             που δια­νύ­θη­κε,
τ΄ άντε­ξε όλα για κεί­νες τις φο­ρές που κά­τι…

πνοή από σε­λη­νό­φως σαν με­τά­λη­ψη από­ψε

ξο­δε­μέ­νο τώ­ρα σώ­μα, πε­τα­μέ­νο, μ ακό­μη μ’ ένα ρί­γος
για δυο τρεις καί­ριες νό­τες         που ανά­με­σά τους
το μι­νό­ρε του σύ­μπα­ντος κό­σμου



Επτά



Στο κου­ρείο

ο κου­ρέ­ας δι­η­γιό­ταν, έκα­νε ατμό­σφαι­ρα
με ιστο­ρί­ες του αδελ­φού του απ τα λι­μά­νια
τί­να­ζε τις πο­διές     όπως ν' ανέ­μι­ζαν πα­νιά

η τζα­μα­ρία έβλε­πε απέ­να­ντι
δέ­ντρα, πε­ζού­λια ασβε­στω­μέ­να
—από­ψε θα­’μα­στε μιά εύ­θυ­μη πα­ρέα με λι­νά
σε κή­πο, τα πο­τή­ρια υψω­μέ­να...

τί­πο­τε ιδιαί­τε­ρο να ει­πω­θεί…
έξω τα φύλ­λα νε­ραν­τζιάς στο απα­λό αε­ρά­κι
μέ­σα οι συ­γκρί­σεις στα­τι­κών και ναυ­τι­κών μι­λί­ων
στιγ­μές ει­ρή­νης στο κου­ρείο ένα πρω­ι­νό

κά­πως μα­κριά φα­ντά­ζου­νε τα δύ­σκο­λα
σα να τα κρύ­βουν τ' άρ­με­να των πλοί­ων.



Συ­γκο­μι­δή

μα­ζεύ­ει, απο­θη­κεύ­ει να χει,
βι­βλία, μου­σι­κές, φω­το­γρα­φί­ες, πα­ρά­ξε­να αντι­κεί­με­να,
με­ταμ­φιέ­σεις, μι­κρο­σκό­πια, σκή­πτρα και κρου­στά,
από το Λαύ­ριο ένα ξε­χα­σμέ­νο πα­λα­μά­ρι ανα­κό­ντα,
ζω­γρα­φι­κές και υλι­κά για πι­θα­νές δη­μιουρ­γί­ες κι ερ­γα­λεία
μο­ντά­ρει φιλμ νουάρ σκη­νές —το κλου για dinner party —
σή­με­ρα έφε­ρε στο σπί­τι ένα γκονγκ,
έφτα­σαν τα γε­ρά­μα­τα,

πί­νει ένα τσάι,                 κοι­τά­ζει γύ­ρω του αυ­τά τα μα­ζε­μέ­να.



Κά­ποια δει­λι­νά της

ολό­γυ­ρα ο Αύ­γου­στος, βαθ­μοί σα­ρά­ντα, σκο­τει­νός,
ο όρ­μος κε­ντη­τός με πι­νε­λιές Σε­λή­νης

του φί­κου η λύ­πη στίλ­βω­σε τα φύλ­λα στη βε­ρά­ντα
το κου­ρα­σμέ­νο σώ­μα της                  γυρ­τό στην κου­πα­στή

συ­νή­θεια να υπάρ­χεις… συ­νή­θεια της σα­γή­νης
νο­ή­μα­τα, αι­σθή­μα­τα                  σαν κή­ποι κρε­μα­στοί
                                                                         ήσυ­χη εί­ναι η λύ­πη.


Εν ω

Το πά­λε­μα της ηδο­νής εί­χε τε­λειώ­σει
κι ο ύπνος εί­χε πα­ρα­δώ­σει το γυ­μνό κορ­μί
στη γλυ­πτι­κή που όρι­ζαν το ημί­φως κι η σιω­πή.
Η ακι­νη­σία έγρα­φε το αιώ­νιο
με τις γραμ­μές υπε­ρο­χής της νε­ό­τη­τας, του σφρί­γους.

Η αξία της αί­σθη­σης έγι­νε, μοι­ραία, κε­ντρί
κι άνοι­ξε η μνή­μη κι ήρ­θα­νε ανά­με­σά μας
στο κρε­βά­τι, νο­σο­κο­μεία που έζη­σα, κορ­μιά
που δο­κι­μά­ζο­νταν, μέ­λη γυ­μνά και ητ­τη­μέ­να,
δι­κοί μου άν­θρω­ποι και ξέ­νοι,                 τα βλέμ­μα­τα
που πή­ρα,                  οι αρ­γές κι­νή­σεις, η πέν­θι­μη ησυ­χία

το σού­ρου­πο με­τά το επι­σκε­πτή­ριο·
τό­ση σο­βα­ρό­τη­τα, τό­ση επι­ση­μό­τη­τα της θλί­ψης.

Κοι­μά­ται ακό­μη μες στην αμε­ρι­μνη­σία …
—αλ­λό­κο­τη μοιά­ζει η προη­γού­με­νη πα­ρα­φο­ρά—
κορ­μί δα­νει­σμέ­νο πρό­σκαι­ρα στο Ιδε­ώ­δες,
κα­τέ­χει τώ­ρα με­ρί­διο λα­τρεί­ας
ενώ άδη­λα, με θεϊ­κή υπο­μο­νή ο Χρό­νος
                                                κα­τερ­γά­ζε­ται ισό­τι­μη φθο­ρά.

Μά­χη

«Ξά­πλω­σε αν θες εκεί στο πλάι· κι εδώ νε­ρό να πιεις».

Πλά­τη το σώ­μα το γυ­μνό, τώ­ρα έβλε­πε στο πε­ρι­βό­λι
απ τη με­γά­λη τζα­μα­ρία, στου απο­γεύ­μα­τος το φως.
Μπρο­στά στο κα­βα­λέ­το, δά­χτυ­λα σαν ξε­ρό­κλα­δα από τα χρό­νια
κρα­τού­σα­νε κά­πως αβέ­βαια το πι­νέ­λο απέ­να­ντι σ' αυ­τό το ποί­η­μα
που απλω­νό­ταν στο ανά­κλι­ντρο.
                                                                                Μπο­ρού­σε βέ­βαια να το πα­λέ­ψει
μα μό­νο έστε­κε την ει­κο­σά­χρο­νη αν­θο­φο­ρία να κοι­τά.
Χρυ­σά μαλ­λιά, γλου­τοί με­λέ­νιοι, πέ­ρα τα πορ­το­κά­λια, τα λε­μό­νια
και τα κί­τρα. Στά­θη­κε λί­γο ακό­μη, έκα­νε πί­σω
πή­ρε μια συλ­λο­γή με αντά­τζιο,                 τα ελευ­θέ­ρω­σε πά­νω στο πι­κάπ.

Ονει­ρι­κά απλώ­θη­καν τα έγ­χορ­δα και ανα­ζή­τη­σαν το τέ­λειο σώ­μα
οι δυο ομορ­φιές στο πε­ρι­βό­λι —χά­θη­κε το δω­μά­τιο—
οι δυο ομορ­φιές ενώ­θη­καν σ’ άχρο­νες σφαί­ρες της ψυ­χής
—χο­ρεύ­α­νε, σπα­θί­ζαν τώ­ρα οι πι­νε­λιές
                        σπα­ράγ­μα­τα ηδο­νής,
                                                ο μά­στο­ρας.



Κον­τσέρ­το dhrupad
                σε δω­μά­τιο μου­σι­κής
                                για έναν δυ­τι­κό κα­λε­σμέ­νο

αυ­τό το βρά­δυ γιόρ­τα­ζε κι η πό­λη
από τους λό­φους φαί­νο­νταν
κα­ρά­βια φω­τι­σμέ­να στο λι­μά­νι.

Ήρ­θαν και ταί­ρια­ξαν ει­κό­να κι ήχος
ανα­πά­ντε­χα, που χρό­νια ανα­ζη­τού­σε·
αρ­χαί­οι κα­νό­νες                  τώ­ρα ηχού­σα­νε
στη σο­βα­ρή αρ­μο­νία                 σάρ­κας αφιε­ρω­μέ­νης
νέ­ας και άψο­γης· δύο ταν­πού­ρα έντυ­ναν
το μέ­λος, τα χεί­λη προ­σευ­χό­ντου­σαν
έδι­νε η τά­μπλα καί­ρια ση­μεία στί­ξης
άπλω­νε τη μέ­θη το σα­ράν­γκι
τα μά­τια έδει­χναν το μέ­σα τα ου­ρα­νού
θω­πεύ­α­νε οι κα­τι­φέ­δες χά­μω τ' ακρο­δά­χτυ­λα.
Άνοι­ξε ο νους, ανέ­βη­κε πορ­φύ­ρες
και χρυ­σό­λευ­κα, κα­τέ­βη­κε βυ­θούς, έγι­νε ο ίδιος,
πό­νος της χα­ράς και πο­τα­μός δα­κρύ­ων.

Το ξη­μέ­ρω­μα τον βρή­κε στη βε­ρά­ντα
άγρυ­πνο                 πλα­σμέ­νο                 ώρι­μο
στο πιο ψη­λό ση­μείο, στον αγια­σμό των αρω­μά­των·
…μες στις αρ­γές κα­τε­βα­σιές από το πού­σι
σα να ΄νιω­σε εκεί μα­κριά και το βαρ­κά­ρη
να έχει αλ­λά­ξει στά­ση, πε­ρι­μέ­νο­ντάς τον
                                                πλέ­ον με σε­βα­σμό.







 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: