Πάρε με πίσω (ή … Call me back)

Πάρε με πίσω (ή … Call me back)



Παράπλευρες σκέψεις διαβάζοντας μια φωτογραφία


Η φω­το­γρα­φία εί­ναι του 1957. Ση­μα­δια­κή χρο­νιά για ’μέ­να, αλ­λά δεν εί­ναι του πα­ρό­ντος. Τρα­βηγ­μέ­νη στο γε­νέ­θλιο σπί­τι, Αρι­στο­τέ­λους 16, Θεσ­σα­λο­νί­κη.
Τη γά­τα μας ( για να κυ­ριο­λε­κτώ: τη γά­τα της μη­τέ­ρας ) τη φω­νά­ζα­με Μπι­μπί­τσα. Θα μπο­ρού­σα­με να τη λέ­γα­με και Παρ­θέ­να αν ξέ­ρα­με από τό­τε που τη «βα­πτί­σα­με» ότι θα πα­ρέ­με­νε ανέ­ρα­στη μέ­χρι το τέ­λος της ζω­ής της, σε βα­θειά γα­τί­σια γε­ρά­μα­τα, 18 χρο­νώ.
Το τη­λέ­φω­νο εί­χε το τε­τρα­ψή­φιο νού­με­ρο 36-58. Αρ­γό­τε­ρα έγι­νε πε­ντα­ψή­φιο 76058. Ήτα­νε νο­μί­ζω από βα­κε­λί­τη, αλ­λά εγώ το έλε­γα κο­κά­λι­νο. Τα σπί­τια τό­τε εί­χα­νε μό­νο μία πρί­ζα τη­λε­φω­νι­κής σύν­δε­σης, νό­μι­μη (!) από τον Ορ­γα­νι­σμό Τη­λε­πι­κοι­νω­νιών Ελ­λά­δος ( ΟΤΕ ). Συ­νή­θως την εγκα­θι­στού­σαν στο χολ, ή – με υπό­δει­ξη του συν­δρο­μη­τή στο γρα­φείο. Ωστό­σο με­ρι­κοί, όπως εμείς, βά­ζα­με κά­πως ... πα­ρά­νο­μα και άλ­λες 3-4 πρί­ζες με ισά­ριθ­μες συ­σκευ­ές. Ας πού­με στις κρε­βα­το­κά­μα­ρες και στην κου­ζί­να, νο­μί­ζω και μία στο μπαλ­κό­νι, που την χρη­σι­μο­ποιού­σα­με τα κα­λο­καί­ρια. Τό­τε η τε­χνο­λο­γία μιας ασύρ­μα­της συ­σκευ­ής ήταν ανύ­παρ­κτη, ακό­μα και σαν ιδέα, ή πι­θα­νό­τη­τα. Ωστό­σο, με αυ­τές τις βο­λι­κές πρό­σθε­τες πρί­ζες και συ­σκευ­ές εί­χα­με και τη δυ­να­τό­τη­τα να πα­ρα­κο­λου­θού­με – αν κρί­νο­νταν απα­ραί­τη­το, τις συ­νο­μι­λί­ες όλων των με­λών της οι­κο­γέ­νειας. Ας πού­με η μη­τέ­ρα τον πα­τέ­ρα μή­πως – ό μη γέ­νοι­το, εί­χε κα­μιά ερω­μέ­νη. Ο πα­τέ­ρας δεν εί­χε τέ­τοιες ανη­συ­χί­ες, ού­τε για ’μέ­να... πα­ρά μό­νο όταν τη­λε­φω­νιό­μου­να με τον Αλέ­ξη, για τον οποίο εί­χε ακού­σει «φρι­χτά» πρά­μα­τα. Τέ­λος πά­ντων, αυ­τά τα ξε­κα­θα­ρί­σα­με κά­πο­τε. Του υπεν­θύ­μι­σα τα αυ­το­νό­η­τα. Ότι εκτός από τους έρω­τες, υπάρ­χουν και φι­λί­ες.

Επα­νέρ­χο­μαι στη φω­το­γρα­φία αφού προσ­διο­ρί­στη­κε ο χω­ρο­χρό­νος και όχι μό­νο

Εκεί­νη την ημέ­ρα η Μπι­μπί­τσα εί­χε βρει ανοι­χτή την πόρ­τα της γυά­λι­νης ετα­ζέ­ρας του μπου­φέ, όπου η μη­τέ­ρα εί­χε αρα­δια­σμέ­νες 3 δω­δε­κά­δες κρυ­στάλ­λι­να πο­τή­ρια «Baccarat» κα­μπά­να. Για νε­ρό, κρα­σί, λι­κέρ. Τα λέ­γα­νε έτσι για­τί αν σά­λιω­νες λί­γο το δά­κτυ­λο και το έτρι­βες κυ­κλι­κά στο χεί­λος τους ακου­γό­τα­νε ένας συ­νε­χής-δια­πε­ρα­στι­κός μου­σι­κός τό­νος σαν βου­η­τό από κα­μπά­να που δο­νή­θη­κε. Αυ­τό ήταν, ας πού­με, το test γνη­σιό­τη­τας. Το ίδιο βέ­βαια ακού­γο­νταν και στα «ελα­φρά» τσου­γκρί­σμα­τα, με τον ήχο να πα­ρα­μέ­νει διά­χυ­τος για κά­ποια δευ­τε­ρό­λε­πτα μες στο χώ­ρο.

Μπή­κε λοι­πόν η γά­τα μες στη βι­τρί­να και εί­χε προ­χω­ρή­σει αρ­κε­τά, ση­κώ­νο­ντας κά­θε φο­ρά ένα-ένα από τα τέσ­σε­ρα πό­δια της και πα­τώ­ντας τα ανά­με­σα στα πο­τή­ρια, χω­ρίς να ρί­ξει κα­νέ­να. Το εκ­πλη­κτι­κό όσο και αξιο­θαύ­μα­στο ήταν που – όταν μπή­κα ξαφ­νι­κά μες στην τρα­πε­ζα­ρία, και της φώ­να­ξα δυ­να­τά «τι θέ­λεις εκεί!», δεν τα έκα­νε όλα λί­μπα αλ­λά αρ­γά και με­θο­δι­κά, χω­ρίς να γυ­ρί­σει το κε­φά­λι, άρ­χι­σε να οπι­σθο­χω­ρεί και έβα­ζε «στα τυ­φλά» κά­θε πό­δι της στα κε­νά ανά­με­σα στα πο­τή­ρια, επα­να­λαμ­βά­νο­ντας τα ίδια βή­μα­τα στο ίδιο ακρι­βώς ση­μείο που εί­χε πα­τή­σει μπαί­νο­ντας.

Μό­λις βγή­κε εντε­λώς έτρε­ξε-αστρα­πή στο δω­μά­τιό μου, πή­δη­ξε πά­νω στο γρα­φείο και έκα­τσε πλάι στο τη­λέ­φω­νο. Πα­ρ’ όλη την απέ­χθεια που έχω στις γά­τες έμει­να να κοι­τά­ζω εκ­στα­τι­κός, με «θυ­μω­μέ­νο» θαυ­μα­σμό, αυ­τό το υπέ­ρο­χο αι­λου­ροει­δές άγριων προ­γό­νων. Το βλέμ­μα της στα­θε­ρά ψυ­χρό έμοια­ζε στο­χα­στι­κό – για να μην πω προ­φη­τι­κό.

Από­ψε ανα­κά­λυ­ψα και ξα­να­βλέ­πω με­τά από τό­σα χρό­νια, μιας ολό­κλη­ρης ζω­ής, αυ­τήν τη φω­το­γρα­φία. Έβα­λα πά­λι το πο­τό μου σ’ ένα από αυ­τά τα πο­τή­ρια. Ελά­χι­στα δια­σώ­θη­καν από πα­λιό­τε­ρες χρή­σεις σε ση­μα­ντι­κές στιγ­μές, σε γά­μους, γιορ­τές, επε­τεί­ους... Όταν εί­μαι στρι­μωγ­μέ­νος από διά­φο­ρα και αγ­χω­μέ­νος, το συ­νη­θί­ζω. Να πί­νω σ’ ένα πα­νά­κρι­βο πο­τή­ρι. Μια μα­ταιό­δο­ξη ψευ­δαί­σθη­ση, κά­τι σαν ξόρ­κι στο Κα­κό. Θυ­μά­μαι τον Διευ­θυ­ντή μας στο Πει­ρα­μα­τι­κό Σχο­λείο Θεσ­σα­λο­νί­κης, που έκα­μνε κά­τι ανά­λο­γο. Στα τε­λευ­ταία χρό­νια του, έμε­νε στο Ωραιό­κα­στρο. «Από κα­νέ­να βρά­δυ, όταν εί­μαι στε­να­χω­ρη­μέ­νος, τρα­γου­δάω. Δυ­να­τά, μες στη νύ­χτα. Οι λι­γο­στοί πε­ρί­οι­κοι απο­ρούν: πού­θε βγαί­νει, μω­ρέ, τού­τη η φω­νή;...»

Με τέ­τοια διά­θε­ση, διά­βα­σα μες στο ψυ­χρό βλέμ­μα αυ­τής της μι­κρής τί­γρης το έν­στι­κτο του ζώ­ου, το ρί­γος για τα επερ­χό­με­να. Τα δε­κα­ψή­φια τη­λέ­φω­να, την προ­έ­λα­ση ενός άκρα­του νε­ο­πλου­τι­σμού και κα­τα­να­λω­τι­σμού, την πα­ρα­πλη­ρο­φό­ρη­ση, την απα­ξί­ω­ση των ιδε­ών, τον αφα­νι­σμό κά­θε πα­τρί­δας μες στη χο­ά­νη μιας αμ­φί­ση­μης πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης, τον ευ­τε­λι­σμό της γλώσ­σας μας, μιας γλώσ­σας που μι­λά­με, στον ίδιο τό­πο εμείς, τρεις χι­λιε­τί­ες. Και τό­τε ... εκεί που άρ­χι­σε μέ­σα μου η αυ­το­κρι­τι­κή για την υπερ­βο­λι­κή απαι­σιο­δο­ξία μου, χτύ­πη­σε το τη­λέ­φω­νο. Η γά­τα πή­δη­ξε έξω απ’ τη φω­το­γρα­φία. Το σή­κω­σα αμή­χα­νος προ­σπα­θώ­ντας να χω­ρέ­σω στη συ­νεί­δη­ση το λή­θαρ­γό μου. Ήταν, αλί­μο­νο, ένας συ­νά­δελ­φος, πο­λυ­γρα­φό­τα­τος και επαρ­κώς προ­βαλ­λό­με­νος, άρι­στος χει­ρι­στής της γλώσ­σας. Μου έλε­γε για μια πα­ρου­σί­α­ση που ανα­βλή­θη­κε, πως θα με ενη­με­ρώ­σει για τη νέα χρο­νο­λο­γία και πού θα γί­νει :

Θα σε πά­ρω πί­σω ... εί­πε και έκλει­σε.

Ξε­ντύ­θη­κα το ναυ­τι­κό μου κο­στου­μά­κι με τα χρυ­σά κου­μπιά και πλά­για­σα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: