Η πηγή στο Χενγκχνάρ
Mkrtich Armen Մկրտիչ Արմեն, φιλολογικό ψευδώνυμο του Αρμένιου συγγραφέα και μεταφραστή Μκρτιτς Γκριγκόρεβιτς Αρουτιουνιάν (1906-1972) που έζησε στην τότε ΕΣΣΔ. Το κείμενο που ακολουθεί μεταφράστηκε από τα γαλλικά από το βιβλίο (Mkrtich Armen, La fontaine d'Héghnar, εκδ. Actes Sud, 1987, σ. 123
Όταν λοιπόν έστεκαν μπροστά μου, αναρωτιόμουν: είναι δικά μου; Θυμόμουν πως είχαμε συγκατοικήσει, πως είχα φροντίσει την ανατροφή, την υγεία, την σωματική και ψυχική ανάπτυξή τους. Με τον καιρό, πέρασε από το μυαλό μου πως το ύφος, οι κουβέντες, η σημασία τους με ξένιζαν. Ακούγονταν σαν λέξεις, σαν έννοιες, σαν ιστορίες που ανήκαν σε κάποιον άλλο. Ακούγονταν σαν θύμισες που κάποιος είχε διηγηθεί και δεν είχαν ξεχαστεί ολότελα. Σαν από παρέες και συναναστροφές, που είχαν επιδείξει μακροζωία. Δεν ήμουν βέβαιος για την ακρίβεια των περαστικών, των περιγραφών. Έλεγα πως, με το πέρασμα του χρόνου, με το γύρισμα των καιρών, επρόκειτο για απόμακρους ήχους, που έδεναν σε επιλεγμένες και επαναλαμβανόμενες, διαρκώς ίδιες και διαρκώς επίμονες εκδοχές ενός βίου στη γένηση και άνδρωση του οποίου είχα βάλει όλες τις δυνάμεις μου, εκδοχές όμως που είχαν αποκτήσει υπόσταση σε βάρος, σε αντίθεση και αντίδραση, σε σταδιακή, αργή, διαρκώς παρούσα συρρίκνωση της δικής μου υπόστασης. Αισθανόμουν την ενόχληση ότι εκείνες οι εκδοχές, δίχως καμία εξαίρεση, ήταν περασμένες σε γράμματα, σε λέξεις, σε φράσεις, χειρόγραφες, δακτυλογραφημένες, πληκτρολογημένες σε σελίδες και φύλλα χαρτιού, σε ντοσιέ με κορδονάκια, μαζί με φωτογραφίες, αποκόμματα, επιστολές, δελτάρια, ένας περίγυρος που επιβεβαίωνε την ύπαρξή τους, ας είχαν πεθάνει και ξεχαστεί συχνά οι φωτογραφημένοι, οι επιστολογράφοι, οι υπογραφές στα δελτάρια, που είχαν χαραγμένες ευχές, εντυπώσεις ταξιδιών, υποσχέσεις αγάπης. Όλα αυτά είχαν μία γεύση ζωής, μιαν οσμή φθοράς, μιαν αφή ωραιότητας, μια στιγμιαία εξασθένιση της ματαιότητας. Θέλω να πω πως για πολλά χρόνια όλα αυτά ήταν το έργο. Θέλω να πω πως για πολλά χρόνια ίσχυε η αυταπάτη του έργου, πάει να πει του οικοδομηθέντος, του ορατού.
Τώρα πια, στον στενό ορίζοντα του τέλους της ζωής και στον αργό βηματισμό στην στενωπό προς την έξοδο του βίου, ο χρόνος έχει δύο διαστάσεις: του παρόντος που μικραίνει και λήγει, του παρελθόντος που επαναλαμβάνεται, ξεπετάγεται, σε ακολουθεί ως παρηγοριά, αλλά και ως άχθος, ως αμαρτία που δεν διορθώνεται. Είτε το παρόν είτε το παρελθόν, πρόκειται για το ίδιο ποτήρι, που πίνεις ευχόμενος να μην πνιγείς, γνωρίζοντας βέβαια πως όταν θα διψάσεις, δεν θα υπάρχει στάλα να βρέξει τα χείλη σου, εκεί το τέλος του τέλους. Ωστόσο, δεν μπορείς να αρνηθείς την πατρότητα, την συνάφεια, την συγκατοίκηση με όλα αυτά. Δεν μπορείς κιόλας να αρνηθείς αυτή την σταδιακή αποξένωση, που μεγεθύνεται και που νομίζεις ότι θα σου αδειάσει τον τόπο αν απωλεσθεί. Α, η ματαιότητα του έργου είναι η αυταπάτη της αλήθειας του. Πράγματι, όσο συνέχιζες την οικοδόμησή του, τόσο περισσότερο πίστευες στην αλήθεια του. Ποτέ το έργο δεν υπερασπίζεται την αλήθεια του, υφίσταται την βάσανο μιας εκπλήρωσης που δεν επέλεξε. Έτσι, η απώλειά του δεν σημαίνει κάθαρση: το ίχνος μένει. Με το ίχνος θα φτάσεις στο τέλος του τέλους.