A l’ improviste: ένα προφορικό δρώμενο (performance) για τον Βύρωνα Λεοντάρη

Ο Βύρων Λεοντάρης
Ο Βύρων Λεοντάρης


Μια προ­κα­ταρ­κτι­κή ει­δο­ποί­η­ση για το λό­γο που απέ­φυ­γα την «Ει­σή­γη­ση» στο Συ­νέ­δριο, προ­τεί­νο­ντας για να δι­καιο­λο­γή­σω τα αδι­καιο­λό­γη­τα μια «επι­τέ­λε­ση» (μια performance, όπως ανα­φέ­ρε­ται στον τί­τλο της Ει­σή­γη­σης), εφό­σον η επι­τέ­λε­ση ευ­νο­εί τις επι­τε­λε­στι­κές μου αντι­φά­σεις και το a l’ improviste στα ελ­λη­νι­κά μου εί­ναι ένας «εαυ­το­σχε­δια­σμός».
Απέ­φυ­γα την Ει­σή­γη­ση διό­τι «το να φύ­γεις ισο­δυ­να­μεί με το να χα­ρά­ξεις μια γραμ­μή φυ­γής.» Το ποί­η­μα εί­ναι μια τέ­τοια χά­ρα­ξη φυ­γής, το θε­ω­ρη­τι­κό κεί­με­νο δεν εί­ναι. Εάν «φεύ­γει» κα­νείς με ένα θε­ω­ρη­τι­κό κεί­με­νο, δεν με­τα­το­πί­ζε­ται αλ­λά βη­μα­τί­ζει επι­τό­που. Σκέ­φτο­μαι τον Ιω­σήφ Μπρόν­σκι: «η σύν­θε­ση στί­χων εί­ναι μια με­λέ­τη θα­νά­του». Όμως, από την άλ­λη πι­στεύω, ότι η σύν­θε­ση κει­μέ­νων εί­ναι ένας τρό­πος επι­βί­ω­σης. Γι' αυ­τό πα­ρέ­καμ­ψα το ει­ση­γη­τι­κό κεί­με­νο το οποίο όφει­λα απο­δε­χό­με­νος την πρό­σκλη­ση, επι­βε­βαιώ­νο­ντας στο Πα­νε­πι­στή­μιο την πε­ποί­θη­σή μου ότι υπάρ­χει το εί­δος εκεί­νο της γρα­φής που δεν μπο­ρεί να πά­ψει να γρά­φει (και να αντι­γρά­φει). Διό­τι το Πα­νε­πι­στή­μιο —ο θε­σμός— εί­ναι εδώ για να μας προ­τρέ­πει να γρά­φου­με και να μας προ­στα­τεύ­ει, για­τί «στα δά­χτυ­λα κολ­λή­σα­νε τα πλή­κτρα», όπως γρά­φει ο Λε­ο­ντά­ρης στο «Μα­ντείο».
Το αδιέ­ξο­δό μου όμως -διό­τι δεν μι­λώ από στή­θους όπως θα ήθε­λα- πα­ρα­μέ­νει πα­ρά το τε­χνούρ­γη­μα του τί­τλου που θα μου επέ­τρε­πε, μι­λώ­ντας για τον Λε­ο­ντά­ρη, να μι­λή­σω πά­λι για τον εαυ­τό μου με τον μό­νο τρό­πο που συμ­φω­νεί με αυ­τό που εί­μαι: το ευ­φυο­λό­γη­μα. Το ευ­φυο­λό­γη­μα ανα­γνω­ρί­ζει συγ­χρό­νως πως όταν αυ­τό μι­λά­ει για τον εαυ­τό μου, μι­λά για τον Λε­ο­ντά­ρη, εφό­σον ού­τε αυ­τός ού­τε εγώ εί­μα­στε ίδιοι με εκεί­νο για το οποίο μι­λά­με όταν γρά­φου­με ποί­η­ση. Στη γλώσ­σα του Λα­κάν, αυ­τό το calambour, κα­τα­τί­θε­ται με το εξής ερώ­τη­μα: «η θέ­ση που κα­τα­λαμ­βά­νω ως υπο­κεί­με­νο του ση­μαί­νο­ντος εί­ναι ομό­κε­ντρη ή έκ­κε­ντρη σε σχέ­ση με τη θέ­ση που κα­τα­λαμ­βά­νω ως υπο­κεί­με­νο του ση­μαι­νό­με­νου;» (Έστω της ποί­η­σης;) Στη δι­κή μου γλώσ­σα, την θε­ω­ρη­τι­κή, το κεί­με­νο που αντι­κα­θι­στά την προ­φο­ρι­κό­τη­τα, λει­τουρ­γεί, θέ­λω να πι­στεύω προ­φο­ρι­κά – θε­α­τρι­κά, χω­ρίς πά­ντως να πα­ρα­βιά­ζει το πρω­τό­κολ­λο του γρα­πτού, σε­βό­με­νο δη­λα­δή την κει­με­νι­κή δο­μή ώστε να μην ταυ­τί­ζε­ται με τον εαυ­τό του, αλ­λά αντί­θε­τα να σπρώ­χνει τον εαυ­τό του σε εκεί­νο το όριο που η γρα­φή θα ολο­κλη­ρώ­νο­νταν με την εξα­φά­νι­σή της, τον συ­νε­χή αυ­το­σαρ­κα­σμό της, ώστε το κεί­με­νο (texte) να γί­νει κυ­ριο­λε­κτι­κά pretexte (πρό­σχη­μα) του εαυ­τού του. Τό­τε και η πε­ρι­λά­λη­τη και εν πολ­λαίς αμαρ­τί­αις πε­ρι­πε­σού­σα (από τον Νά­σο Βα­γε­νά) ρή­ση του Ντε­ρι­ντά «δεν υπάρ­χει το εκτός κει­μέ­νου», δεν θα μπο­ρού­σε να αμ­φι­σβη­τη­θεί, διό­τι εκτός κει­μέ­νου υπάρ­χει και πα­ρα­μο­νεύ­ει ο μί­μος. Και τό­τε, το θε­ω­ρη­τι­κό κεί­με­νο ίσως ανα­βαθ­μι­στεί σε ποί­η­μα ή σε χει­ρο­νο­μία, κί­νη­ση ή χο­ρό. Οπό­τε και το θε­ω­ρη­τι­κό εν­δια­φέ­ρον προς το ποί­η­μα θα εί­χε νό­η­μα όχι μό­νον αι­σθη­τι­κής αλ­λά και επι­στη­μο­λο­γι­κής τά­ξης. Διό­τι οι αι­σθα­ντι­κές απο­φάν­σεις των κρι­τι­κών μας για το ποί­η­μα (πε­ρί­πτω­ση Ν. Λά­ζα­ρη) δεν θα εί­χαν λό­γο, και οι αι­σθα­ντι­κοί ποι­η­τές θα ανα­γκά­ζο­νταν να ανοί­ξουν κα­νέ­να βί­βλιο. Θα μας έδει­χναν, ότι εκτός από τα ευαί­σθη­τα βιώ­μα­τά τους, το κα­λό ή το κα­κό τους γού­στο, υπάρ­χει διά­ο­λε και αυ­τό που ο Ντε­λέζ ονο­μά­ζει «δη­μιουρ­γία των εν­νοιών», κα­λώ­ντας κά­θε αι­σθη­μα­τία να σκε­φτεί σο­βα­ρά. Διό­τι «η έν­νοια, (concept)», γρά­φει ο Ντε­λέζ, «δεν έχει λο­γι­κή αλ­λη­λου­χία και η φι­λο­σο­φία δεν εί­ναι μά­θη­ση με λο­γι­κή αλ­λη­λου­χία, αφού δεν συ­ναρ­μό­ζει προ­τά­σεις. Η σύγ­χυ­ση έν­νοιας και πρό­τα­σης εί­ναι που μας κά­νει να πι­στεύ­ου­με στην ύπαρ­ξη επι­στη­μο­νι­κών εν­νοιών». Και αν ενο­χλεί­ται από την απο­δό­μη­ση του Ντε­ρι­ντά, εάν δεν προ­σφεύ­γει στην αρ­νη­τι­κή δια­λε­κτι­κή του Αντόρ­νο, εάν θε­ω­ρεί ψι­λά γράμ­μα­τα τις έν­νοιες της τυ­φλό­τη­τας και της ενό­ρα­σης στον Πoλ ντε Μαν, αν τον κου­ρά­ζουν τα θε­ω­ρη­τι­κά κεί­με­να του Λε­ο­ντά­ρη, ας κα­τα­φύ­γει εκών άκων στο μυ­στι­κι­σμό του Μπλαν­σό, δη­λα­δή ας σω­πά­σει επι­τέ­λους. Στον Μπλαν­σό, στο κεί­με­νό του «Τι συμ­βαί­νει με την κρι­τι­κή» (Λό­γου χά­ριν, 3), όταν αυ­το­προ­βάλ­λε­ται η κρι­τι­κή ως εκ­πρό­σω­πος του μέ­σου ανα­γνώ­στη ή ως φύ­λα­κας του κοι­νού γού­στου και όταν μα­ζί με τη δη­μο­σιο­γρα­φία και το Πα­νε­πι­στή­μιο χτί­ζει τον τοί­χο της γύ­ρω από το ποί­η­μα, τό­τε «η κρι­τι­κή εί­ναι ο συμ­βι­βα­σμός ανά­με­σα σ’ αυ­τές τις δύο θε­σμι­κές μορ­φές» Ση­μειω­τέ­ον ότι ο Μπλαν­σό απο­κα­λεί δι­κτά­το­ρα όποιον απα­γο­ρεύ­ει την αυ­ταρ­χι­κή επα­νά­λη­ψη όταν επι­κρέ­μα­ται μπρο­στά του ο κίν­δυ­νος της πα­ρά­ξε­νης ομι­λί­ας την οποία για πα­τριω­τι­κούς λό­γους θέ­λει να εξα­λεί­ψει.
Αλ­λά προς τι όλα αυ­τά; Ο Λε­ο­ντά­ρης διε­ρω­τά­ται στο Μό­νον δια της λύ­πης: «ξέ­ρεις τί κά­νω μέ­σα μου;» Ε, λοι­πόν μέ­σα μου ξέ­ρω τι κά­νω. Εάν προ­κα­τα­βο­λι­κά ομο­λο­γού­σα ότι απέ­τυ­χα, θα έπρε­πε η performance να τερ­μα­τί­ζε­ται εδώ. Θα έπρε­πε, το βή­μα από το οποίο σας απευ­θύ­νο­μαι —πα­γί­δα για όλους— να εί­ναι η κα­τα­πα­κτή στην οποία με το που θα πά­τα­γα στο σα­νί­δι, θα άνοι­γε και θα έπε­φτα μέ­σα. Θα συ­νέ­χι­ζα ωστό­σο και από το υπό­γειο να ομι­λώ εις ευ­ή­κοα ώτα, πι­στεύ­ο­ντας ότι έτσι συ­νει­σφέ­ρω, όταν στιγ­μα­τί­ζω με νό­μο το νό­μο του νό­μου (του Πα­νε­πι­στη­μί­ου). Θα συ­νέ­χι­ζα όχι ως κομ­μέ­νη κε­φα­λή ex cathedra, αλ­λά σαν τα­λαι­πω­ρη­μέ­νο σώ­μα στα σκο­τά­δια του εαυ­τού του από τα υπό­γεια του κτι­ρί­ου που μας φι­λο­ξε­νεί να ενερ­γο­ποιώ το ζή­τη­μα της επι­τε­λε­στι­κής ισχύ­ος για όσο διαρ­κεί η χρο­νο­χρέ­ω­σή μου εδώ, προ­χω­ρώ­ντας στην κα­τά­φα­ση, σ' εκεί­νο “το ελα­φρύ αθώο Ναι της ανά­γνω­σης” του Μπλαν­σό, ανα­γνω­ρί­ζο­ντας ότι η ποί­η­ση το­πο­θε­τεί­ται διαρ­κώς εντεύ­θεν και εκεί­θεν της κα­τα­νό­η­σης. Θα ανα­ρω­τιό­μουν μά­λι­στα, αν το “Ναι” της ανά­γνω­σης των ποι­η­μά­των του Λε­ο­ντά­ρη γί­νε­ται αυ­τό­μα­τα το “Όχι” της γρα­φής για όποιον ει­ση­γεί­ται για τον Λε­ο­ντά­ρη. Διό­τι, το έμα­θα, ο απο­συ­νά­γω­γος (και συγ­χρό­νως αρ­χιε­ρέ­ας) που δη­μιουρ­γή­σα­τε εσείς (το Πα­νε­πι­στή­μιο, ο Τύ­πος), ομι­λη­τής για τον πα­τέ­ρα όχι μό­νο του Γιάν­νη Λε­ο­ντά­ρη αλ­λά και για τον Πα­τέ­ρα - Νό­μο των Πα­νε­πι­στη­μί­ων, ο ηθο­ποιός στο θέ­α­τρο του ετε­ρο­πα­τριαρ­χι­κού κα­θε­στώ­τος της Γνώ­σης, όπου οι κυ­ρί­ες ανταλ­λάσ­σουν εναλ­λάξ με τους κυ­ρί­ους την ιδιό­τη­τα του φύ­λα­κα κα­τά την μί­ξη των ει­δών του λό­γου, δεν μπο­ρεί να αφή­σει «εκτός κει­μέ­νου» το σώ­μα του, την εμπει­ρία του σώ­μα­τός του, κα­τά την πο­λύ­χρο­νη με­τά­βα­σή του στον ποι­η­τή. Πώς, όταν ένα σώ­μα του οποί­ου η σκέ­ψη εί­ναι συ­νε­χώς υπό εξέ­λι­ξη και πα­ρά την ηλι­κία του μέ­νει παι­δα­ριώ­δης σύμ­φω­να με την υπό­δει­ξη του Μπο­ντλέρ για τον καλ­λι­τέ­χνη ως «ένα παι­δί κα­τά βού­λη­ση»; Η απά­ντη­ση εί­ναι η πα­ρέν­θε­ση. Η πα­ρέν­θε­ση για να φυ­λα­κί­σει τη γρα­φή ώστε να μην οδη­γη­θεί στην ανοη­σία. Και η πα­ρέν­θε­ση για να προ­κα­λέ­σει τον γρα­φιά να μην εκ­μη­δε­νί­σει αυ­τό το παι­χνί­δι των υπο­ταγ­μέ­νων λει­τουρ­γιών για το οποίο μι­λά­ει ο Μπα­τάιγ στη «μέ­θο­δο δια­λο­γι­σμού».

…κι έμει­νε μό­νο του
και σε πα­ρέν­θε­ση το (σαν)
Το ποί­η­μα έκα­νε φτε­ρά
Ποιος θα κρα­τή­σει την καρ­διά εν πα­ρεν­θέ­σει;
Τι η πα­ρέν­θε­ση φυ­λά;
Λάρ­να­κα που κα­τα­τρώ­ει τον μυι­κό ιστό;
Μή­τρα που κυο­φο­ρεί νε­κρό παι­δί;
Φιά­λη όπου ο Κλαύ­διος βά­ζει το δη­λη­τή­ριο;
Αλ­λά ό,τι κλεί­νει δια­φεύ­γει συ­νε­χώς

(Από τη συλλογή μου «(σαν) ποίημα», εκδ. Περισπωμένη 2022 )

Έχουν άρα­γε νό­η­μα όλα αυ­τά για την αν­θού­σα λο­γο­τε­χνι­κή θε­ω­ρία όταν, όπως γρά­φει ο Πoλ ντε Μαν, «εί­ναι αδύ­να­το να απο­φα­σί­σου­με εάν η άν­θι­ση αυ­τή απο­τε­λεί θρί­αμ­βο ή πτώ­ση της»; Και ανα­φέ­ρο­μαι επί­τη­δες στην απο­ρη­τι­κή αυ­τή πρό­τα­ση του ντε Μαν ανα­γνω­ρί­ζο­ντας εξ ιδί­ων ως κα­θη­γη­τής ότι «η αντί­στα­ση στη λο­γο­τε­χνι­κή θε­ω­ρία εί­ναι αντί­στα­ση στην πε­ρί της γλώσ­σας χρή­ση της γλώσ­σας», οπό­τε, πώς αλ­λιώς να μι­λή­σω για την ποί­η­ση του Λε­ο­ντά­ρη ανα­λύ­ο­ντάς την, πα­ρά μό­νο αν­θι­στά­με­νος στην ποί­η­σή του με μια άλ­λη πε­ρί γλώσ­σας χρή­ση της γλώσ­σας, αυ­τή του Πα­νε­πι­στη­μί­ου; Πράγ­μα που η κλί­ση μου προς το ευ­φυο­λό­γη­μα, δεν μου επι­τρέ­πει ού­τε κι αυ­τό να κά­νω. Και ας μην θέ­σου­με με­τα­ξύ μας το ερώ­τη­μα «ποιος ομι­λεί;». Ού­τε ποιος τε­λι­κά εί­ναι αυ­τός που μι­λά­ει. Στο ερώ­τη­μα «ποιος εί­μαι;» ο Λε­ο­ντά­ρης κα­τά­λα­βε ότι «η βιω­μα­τι­κή εμπει­ρία» (του) «μη μπο­ρώ­ντας να εί­ναι και εμπει­ρία του αβί­ω­του, με­ταλ­λά­ζει από εμπει­ρία σε θε­ω­ρία» διό­τι ο «άν­θρω­πος εί­ναι άλ­λος από αυ­τό που εί­ναι». Στην ποι­η­τι­κή του συλ­λο­γή Ημών των άλ­λων, στις τρεις πρώ­τες ενό­τη­τες του ποι­ή­μα­τος διευ­κρι­νί­ζει αυ­τό που οφεί­λου­με να κα­τα­λά­βου­με κι εμείς.


ΗΜΩΝ ΤΩΝ ΑΛ­ΛΩΝ

        Ι

Μη­νύ­μα­τα αι­σθή­σε­ων και πα­θών
απο­κομ­μέ­να απ’ τις πη­γές τους που νε­κρώ­θη­καν
            εκ­πέ­μπο­ντάς τα
έρ­χο­νται τώ­ρα ακό­μα και με βρί­σκουν.
Τι μου μη­νούν και τι ση­μαί­νουν
ποια ρη­μαγ­μέ­νη εκ­πό­ρευ­ση
ποιο ανύ­παρ­κτο πό­θεν;

Αυ­τό που με πλη­ρο­φο­ρεί ότι εί­ναι επι­θυ­μία
                δεν εί­ναι επι­θυ­μία
αυ­τό που με πλη­ρο­φο­ρεί ότι εί­ναι νο­σταλ­γία
        
        δεν εί­ναι νο­σταλ­γία
αυ­τό που με πλη­ρο­φο­ρεί ότι εί­μαι εγώ
                δεν εί­μαι εγώ
λό­για γρα­φές σή­μα­τα μό­νο τώ­ρα πια
μη­νύ­μα­τα απου­σί­ας των όσων μου μη­νούν

Πού δό­θη­κε πού χά­θη­κε η μά­χη του αυ­τάγ­γελ­του;
Ρού­φη­ξε το φι­τί­λι και το λά­δι η φλό­γα
κι ασπαί­ρο­ντας τι­νά­χτη­κε ψη­λά κομ­μέ­νη γλώσ­σα
μορ­φά­ζει απο­τρό­παια ξε­κολ­λη­μέ­νο εκ­μα­γείο από
το πρό­σω­πο της γης ο ου­ρά­νιος θό­λος
μα­δώ­ντας πά­νω μου χάρ­τες με το­πω­νύ­μια δί­χως τό­πους
ημε­ρο­λό­για με ημε­ρο­μη­νί­ες δί­χως μέ­ρες
θρυμ­μα­τί­ζο­νται τα ψη­φία στο χει­ρό­γρα­φο
εξαρ­θρώ­νο­νται οι λέ­ξεις
θα­μπώ­νουν τα νο­ή­μα­τα
και βου­η­τό και σά­λα­γος το αί­μα στις κα­ρω­τί­δες
ψά­χνο­ντας για εκ­βο­λές στο πνεύ­μα.
Και σκύ­βει η σκιά μου πά­νω μου να με σκε­πά­σει
«μη μου κρυώ­νεις», λέ­ει, «…μπά­ζει από πα­ντού
και διό­λου στέ­ρεο το στε­ρέ­ω­μα».

Έτσι αφα­νί­ζο­νται λοι­πόν
από τη λάμ­ψη τους αυ­τοί που λά­μπουν
απ’ τους παλ­μούς τους όσοι πάλ­λο­νται
χορ­δές σπα­σμέ­νες απ’ τον ήχο τους;

Έτσι κι εγώ
αυ­τά που λέω εί­ναι η σιω­πή μου
αυ­τά που γρά­φω εί­ναι το σβή­σι­μό μου, απου­σία,
μή­νυ­μα από το που­θε­νά στο που­θε­νά;

Σβή­νε­ται αυ­τό το σβή­σι­μο, σβή­νε­ται η απου­σία;
Ποιο βλέμ­μα ποιο ουρ­λια­χτό μπο­ρεί να ξύ­σει
το πε­τρω­μέ­νο αυ­τό πα­λίμ­ψη­στο του λέ­γειν
                και του γρά­φειν

και ν’ ανα­βλύ­σουν πά­λι πη­γές αι­σθή­σε­ων και πα­θών
ν’ ανα­δυ­θούν τα όρη θε­ο­τι­κά, οι βυ­θοί νε­φέ­λες,
ν’ ανα­φα­νούν οι απαρ­χές, το «πριν από»
η γρα­φή πριν απ’ το γρά­ψι­μό της
ο λό­γος πριν από τη ρή­ση του
και να βρε­θώ εντός μου
άγρα­φος και ανεί­πω­τος

                
              
  ΙΙ

Αυ­τών που ήταν να έρ­θουν και δεν ήρ­θαν
αυ­τών που ήταν να γί­νουν και δεν έγι­ναν
και χά­θη­καν χω­ρίς να υπάρ­ξουν
αυ­τών τη μνή­μη μέ­σα τους βα­θιά οι άν­θρω­ποι
τη­ρού­νε κι ευ­λα­βού­νται
άσπι­λη ρέμ­βη των μα­ταιω­μέ­νων

Ημών των άλ­λων
που ζή­σα­με τη θη­ριω­δία της ύπαρ­ξης
η μνή­μη μας σα­κά­τισ­σα
ποιος ξέ­ρει σε τι πλά­νες και τι πα­ρα­ποι­ή­σεις
θα σέρ­νε­ται σε κό­σμο ανί­δεο κι αδυ­σώ­πη­το…

Όπως και να ει­πω­θή­κα­με αλ­λιώς θα μας ακού­νε
όπως και να γρα­φτή­κα­με αλ­λιώς θα μας δια­βά­ζουν

Επει­δή όλα τα συμ­βά­ντα ανή­κουν στο εί­δος «αρ­ρώ­στια, πό­λε­μος, πλη­γή, θά­να­τος» και διό­τι σε κά­θε συμ­βάν υπάρ­χει ήδη η πα­ρού­σα στιγ­μή της υλο­ποί­η­σης της αρ­ρώ­στιας, το ποί­η­μα του Λε­ο­ντά­ρη, που σας διά­βα­σα, απο­σπά από το κά­θε τι το άσπι­λο μέ­ρος του και φτιά­χνει έναν κα­τά­λο­γο συμ­βά­ντων πριν και από την αρ­ρώ­στια, πριν και από τον πό­λε­μο, πριν και από την πλη­γή. Έναν κα­τά­λο­γο θα­νά­του. Τα απα­ρέμ­φα­τά του μά­λι­στα, το ζην και το θνή­σκειν, προ­σθέ­τω και το γρά­φειν, που αρ­μο­λο­γούν μια ερ­γα­σία του ποι­ή­μα­τος ανά­λο­γη με την ερ­γα­σία του ονεί­ρου, συ­μπυ­κνω­τι­κή και με­τα­φο­ρι­κή, αυ­τά τα απα­ρέμ­φα­τα, άχρο­να, απρό­σω­πα, κα­θι­στούν το συ­γκε­κρι­μέ­νο ποί­η­μα δεί­κτη της ποί­η­σής του, το pin που τη συν­δέ­ει με το δί­κτυο της γλώσ­σας. Το απο­συν­δέ­ουν συν­δέ­ο­ντάς το με μια απα­ρεμ­φα­τι­κή σύ­ντα­ξη που αναι­ρεί τον ποι­η­τή, τον απο­σύ­ρει, τον κα­θι­στά από­ντα, ώστε με την απου­σία του, με ό,τι δη­λα­δή απο­μέ­νει από το σώ­μα κα­θώς έχει χά­σει το εί­ναι του, να δια­βι­βά­ζει τη σω­μα­τι­κό­τη­τά του με μία κλή­ση σε πε­ρια­γω­γή, στο απα­ρέμ­φα­το. Εκεί το ποί­η­μα γρά­φε­ται και σβή­νε­ται εντός αυ­τού του ρη­μα­τι­κού τύμ­βου (του απα­ρεμ­φά­του), αυ­τής της άλ­λης σκη­νής όπου ο Λε­ο­ντά­ρης απαγ­γέ­λει άφω­νος αυ­τό που έχει ήδη γρα­φτεί και τον έχει κα­τα­γρά­ψει. Ο Ντε­λέζ, στη Λο­γι­κή του νο­ή­μα­τος σε λί­γες γραμ­μές, δια­τυ­πώ­νει για όλους τη ση­μα­σία του απα­ρεμ­φά­του: «Μπο­ρού­με να πά­ρου­με για πα­ρά­δειγ­μα την ποί­η­ση, εκ­φρά­ζο­ντας μέ­σα στη γλώσ­σα όλα τα συμ­βά­ντα σε ένα, το ρη­μα­τι­κό απα­ρέμ­φα­το εκ­φρά­ζει το συμ­βάν της γλώσ­σας σαν να εί­ναι η ίδια ένα μο­να­δι­κό συμ­βάν που εκ των υστέ­ρων συγ­χέ­ε­ται με αυ­τό που την κα­θι­στά δυ­να­τή».

Η απο­ρία μου τώ­ρα: Ποιους άλ­λους συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει στον τί­τλο «Ημών των άλ­λων» αυ­τής της συλ­λο­γής από την οποία και το ποί­η­μα του Λε­ο­ντά­ρη που διά­βα­σα. Για ποιους άλ­λους ομι­λεί; Για τους νε­κρούς ποι­η­τές; (τον Κα­ρυω­τά­κη;) Για τους ζώ­ντες; (την Ζέ­φη Δα­ρά­κη) ή, το «Ημών» εί­ναι ένα «Υμών», ή ο άλ­λος υπάρ­χει πα­ρά το ότι «δεν υπάρ­χει ο άλ­λος του άλ­λου»; Ή. ο άλ­λος εί­ναι ο με­γά­λος Άλ­λος της ψυ­χα­νά­λυ­σης για­τί αυ­τός δια­τά­ζει και δια­τάσ­σει το ποί­η­μα και διό­λου δεν υπα­κού­ει σε αυ­τό που θέ­λει το υπο­κεί­με­νο να δια­βά­σει; Ο με­γά­λος Άλ­λος θέ­τει το μεί­ζον ζή­τη­μα, έναν γρί­φο για εμάς τους υγιείς, κά­τι που ο ψυ­χω­τι­κός δεν το αντι­λαμ­βά­νε­ται ως γρί­φο.
Γνω­ρί­ζω πως τέ­τοια ευ­φυο­λο­γή­μα­τα ένας μό­νο λό­γος υπάρ­χει για να πέ­σουν στο κε­νό: « η πε­ζό­τη­τα της αλή­θειας που τα επε­ξη­γεί». Θα σας δια­βά­σω όμως τώ­ρα το κεί­με­νο για την ποί­η­ση του Λε­ο­ντά­ρη από μια ποι­ή­τρια, άγνω­στή σας, με την οποία θα κλεί­σω αυ­τή την περ­φόρ­μανς δί­νο­ντάς της το λό­γο προ­κει­μέ­νου να δι­καιο­λο­γή­σω την ακα­τα­στα­σία των υλι­κών και την τύ­χη που μου τα έρι­ξε στα πό­δια μου όπως στον Άγ­γε­λο της Ιστο­ρί­ας. Οn travaille toujours en plusieurs meme quand on ne se voit pas, λέ­ει ο Ντε­λέζ.


«…Αλ­λά, μέ­σα της δεν μπο­ρεί να στρί­ψει η φά­λαι­να»

της Ευ­γε­νί­ας Βά­για

Είναι οι άν­θρω­ποι που γεν­νούν τους και­ρούς, εξου­σιά­ζο­ντας. Και εί­ναι οι και­ροί που γεν­νούν τις με­γά­λες ιδέ­ες, όταν οι άν­θρω­ποι αντι­στέ­κο­νται, και για όσο αντι­στέ­κο­νται. Οι θε­ω­ρί­ες ητ­τώ­νται από το πραγ­μα­τι­κό και αδυ­σώ­πη­το για­τί μπλέ­κουν θέ­λο­ντας και μη με την εξου­σία. Και η εξου­σία, όπως και οι θε­σμοί, δεν αστειεύ­ο­νται. Τους λεί­πει κά­θε «χά­ρις». «Épouse et n'épouse pas ta maison», εί­ναι η ολι­γό­λε­κτη σύ­στα­ση του Ρε­νέ Σαρ. Πα­ντρέ­ψου, αλ­λά μη πα­ντρεύ­ε­σαι τα ντου­βά­ρια. Πα­ντρέ­ψου την ιδέα αλ­λά μην πα­ντρεύ­ε­σαι τα δόγ­μα­τα. Προ­σο­χή στην ακαμ­ψία! Όμως κα­νείς δεν ακού­ει τους ποι­η­τές. Γι’ αυ­τό η εξου­σία αρ­χί­ζει όλο και πιο πο­λύ να μοιά­ζει σ’ εκεί­νο το οποίο τρέ­μει, στην ήτ­τα, με την ιδέα της οποί­ας εί­ναι εντε­λώς ασυμ­βί­βα­στη.
Η ήτ­τα βέ­βαια έχει στρα­τη­γι­κές αλ­λά έχει και χά­ρες, που μό­νον οι ποι­η­τές τολ­μούν να διε­ρευ­νή­σουν, ίσως επει­δή δεν έχουν τί­πο­τα να «χά­σουν». Ο Λε­ο­ντά­ρης, ως ευ­φυ­ής και διο­ρα­τι­κός στο­χα­στής, συ­ναι­σθά­νε­ται επα­κρι­βώς την ιστο­ρι­κή συ­γκυ­ρία, επι­λέ­γο­ντάς την. Αρ­νεί­ται να βγει από το πέν­θος για­τί το νιώ­θει πιο οι­κείο από την απο­ρία του επό­με­νου δια­βή­μα­τος. Αρ­νεί­ται οποιο­δή­πο­τε βή­μα για­τί βλέ­πει ότι κά­θε χώ­ρος εί­ναι κα­τει­λημ­μέ­νος. Αρ­νεί­ται τη θε­ρα­πεία για­τί ισο­δυ­να­μεί με προ­δο­σία. Και κά­νει τό­πο του αυ­τή την άρ­νη­ση, ζη­τώ­ντας την ανα­γνώ­ρι­ση των ιδα­νι­κών του έστω με τον στέ­φα­νο της ήτ­τας τους.
Ο Λε­ο­ντά­ρης πεν­θεί ποι­η­τι­κά, υψώ­νο­ντας με στί­χους τον με­γα­λειώ­δη τύμ­βο της πί­στης του. Με αυ­τόν τον τρό­πο τη δι­καιώ­νει αλ­λά και ο ίδιος δι­καιώ­νε­ται. Ιδού όμως το ζή­τη­μα: ενώ κρα­τά την πί­στη του, την νο­σταλ­γεί σαν να την έχα­σε και ταυ­τό­χρο­να αγω­νιά να μη τη χά­σει, μην ξε­γλι­στρή­σει από μπρο­στά του σαν σκιά. Πώς να μι­λή­σει κα­νείς γι’ αυ­τό που δεν υπάρ­χει σαν να υπάρ­χει; Θα συ­νε­χί­σει λοι­πόν να μας μι­λά­ει απο­ρη­τι­κά και χω­ρίς να κα­το­νο­μά­ζει τα άγια, ώστε να τα δια­φυ­λά­ξει από την αλα­ζο­νεία και την ει­ρω­νεία των αντι­πά­λων. Αντί γι’ αυ­τά που χά­θη­καν, θα προ­τι­μή­σει να χαρ­το­γρα­φή­σει την απου­σία τους. Θα γί­νει ο φρου­ρός της έλ­λει­ψης.
Το πέν­θος του Λε­ο­ντά­ρη εί­ναι ένα πέν­θος χω­ρίς νε­κρό. Σκύ­βει πά­νω από τον άδειο τά­φο μιας ιδέ­ας έντρο­μος, ότι την έχα­σε, ότι τον λέ­ρω­σε η ανά­γκη, ότι συμ­βι­βά­στη­κε, πρό­δω­σε. Αυ­τός ο μό­νι­μος εφιάλ­της (των αρι­στε­ρών)…
«Η ζωή δεν έχει κα­μιά πραγ­μα­τι­κή συγ­γέ­νεια με όλου του κό­σμου τις πο­λύ­χρω­μες ιδέ­ες. Τί­πο­τα το εξ αί­μα­τος.» λέ­ει ο Κα­ρού­ζος. Η ζωή μοιά­ζει κα­τώ­τε­ρη από τα ιδα­νι­κά της. Και μέ­νει η δη­μιουρ­γία να αντι­πα­λεύ­ει τη διά­ψευ­ση. Η ποί­η­ση να απο­κα­θι­στά το κα­θη­με­ρι­νό έγκλη­μα.


Θα ήθε­λα να πι­στεύω ότι τέ­τοιας μορ­φής πα­ρεμ­βά­σεις στον πα­νε­πι­στη­μια­κό λό­γο ίσως να μας βοη­θούν «να ακού­σου­με στα έρ­γα που ανα­λύ­ου­με εκεί­νο το οποίο θα ανα­γκα­ζό­μα­σταν να ακού­σου­με αν ξαφ­νι­κά η τέ­χνη ή η λο­γο­τε­χνία έπαυαν να υπάρ­χουν» (Ποί­η­ση, τχ. 14, σ.36).



——————
Το κεί­με­νο αυ­τό εμ­φα­νί­ζε­ται ως «δια­με­σο­λα­βη­τής», σε πε­ρια­γω­γή ανά­με­σα στην ποί­η­ση και την κρι­τι­κή γέρ­νο­ντας εμ­φα­νώς στην πρώ­τη.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: