A l’ improviste: ένα προφορικό δρώμενο (performance) για τον Βύρωνα Λεοντάρη
Μια προκαταρκτική ειδοποίηση για το λόγο που απέφυγα την «Εισήγηση» στο Συνέδριο, προτείνοντας για να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα μια «επιτέλεση» (μια performance, όπως αναφέρεται στον τίτλο της Εισήγησης), εφόσον η επιτέλεση ευνοεί τις επιτελεστικές μου αντιφάσεις και το a l’ improviste στα ελληνικά μου είναι ένας «εαυτοσχεδιασμός».
Απέφυγα την Εισήγηση διότι «το να φύγεις ισοδυναμεί με το να χαράξεις μια γραμμή φυγής.» Το ποίημα είναι μια τέτοια χάραξη φυγής, το θεωρητικό κείμενο δεν είναι. Εάν «φεύγει» κανείς με ένα θεωρητικό κείμενο, δεν μετατοπίζεται αλλά βηματίζει επιτόπου. Σκέφτομαι τον Ιωσήφ Μπρόνσκι: «η σύνθεση στίχων είναι μια μελέτη θανάτου». Όμως, από την άλλη πιστεύω, ότι η σύνθεση κειμένων είναι ένας τρόπος επιβίωσης. Γι' αυτό παρέκαμψα το εισηγητικό κείμενο το οποίο όφειλα αποδεχόμενος την πρόσκληση, επιβεβαιώνοντας στο Πανεπιστήμιο την πεποίθησή μου ότι υπάρχει το είδος εκείνο της γραφής που δεν μπορεί να πάψει να γράφει (και να αντιγράφει). Διότι το Πανεπιστήμιο —ο θεσμός— είναι εδώ για να μας προτρέπει να γράφουμε και να μας προστατεύει, γιατί «στα δάχτυλα κολλήσανε τα πλήκτρα», όπως γράφει ο Λεοντάρης στο «Μαντείο».
Το αδιέξοδό μου όμως -διότι δεν μιλώ από στήθους όπως θα ήθελα- παραμένει παρά το τεχνούργημα του τίτλου που θα μου επέτρεπε, μιλώντας για τον Λεοντάρη, να μιλήσω πάλι για τον εαυτό μου με τον μόνο τρόπο που συμφωνεί με αυτό που είμαι: το ευφυολόγημα. Το ευφυολόγημα αναγνωρίζει συγχρόνως πως όταν αυτό μιλάει για τον εαυτό μου, μιλά για τον Λεοντάρη, εφόσον ούτε αυτός ούτε εγώ είμαστε ίδιοι με εκείνο για το οποίο μιλάμε όταν γράφουμε ποίηση. Στη γλώσσα του Λακάν, αυτό το calambour, κατατίθεται με το εξής ερώτημα: «η θέση που καταλαμβάνω ως υποκείμενο του σημαίνοντος είναι ομόκεντρη ή έκκεντρη σε σχέση με τη θέση που καταλαμβάνω ως υποκείμενο του σημαινόμενου;» (Έστω της ποίησης;) Στη δική μου γλώσσα, την θεωρητική, το κείμενο που αντικαθιστά την προφορικότητα, λειτουργεί, θέλω να πιστεύω προφορικά – θεατρικά, χωρίς πάντως να παραβιάζει το πρωτόκολλο του γραπτού, σεβόμενο δηλαδή την κειμενική δομή ώστε να μην ταυτίζεται με τον εαυτό του, αλλά αντίθετα να σπρώχνει τον εαυτό του σε εκείνο το όριο που η γραφή θα ολοκληρώνονταν με την εξαφάνισή της, τον συνεχή αυτοσαρκασμό της, ώστε το κείμενο (texte) να γίνει κυριολεκτικά pretexte (πρόσχημα) του εαυτού του. Τότε και η περιλάλητη και εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα (από τον Νάσο Βαγενά) ρήση του Ντεριντά «δεν υπάρχει το εκτός κειμένου», δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί, διότι εκτός κειμένου υπάρχει και παραμονεύει ο μίμος. Και τότε, το θεωρητικό κείμενο ίσως αναβαθμιστεί σε ποίημα ή σε χειρονομία, κίνηση ή χορό. Οπότε και το θεωρητικό ενδιαφέρον προς το ποίημα θα είχε νόημα όχι μόνον αισθητικής αλλά και επιστημολογικής τάξης. Διότι οι αισθαντικές αποφάνσεις των κριτικών μας για το ποίημα (περίπτωση Ν. Λάζαρη) δεν θα είχαν λόγο, και οι αισθαντικοί ποιητές θα αναγκάζονταν να ανοίξουν κανένα βίβλιο. Θα μας έδειχναν, ότι εκτός από τα ευαίσθητα βιώματά τους, το καλό ή το κακό τους γούστο, υπάρχει διάολε και αυτό που ο Ντελέζ ονομάζει «δημιουργία των εννοιών», καλώντας κάθε αισθηματία να σκεφτεί σοβαρά. Διότι «η έννοια, (concept)», γράφει ο Ντελέζ, «δεν έχει λογική αλληλουχία και η φιλοσοφία δεν είναι μάθηση με λογική αλληλουχία, αφού δεν συναρμόζει προτάσεις. Η σύγχυση έννοιας και πρότασης είναι που μας κάνει να πιστεύουμε στην ύπαρξη επιστημονικών εννοιών». Και αν ενοχλείται από την αποδόμηση του Ντεριντά, εάν δεν προσφεύγει στην αρνητική διαλεκτική του Αντόρνο, εάν θεωρεί ψιλά γράμματα τις έννοιες της τυφλότητας και της ενόρασης στον Πoλ ντε Μαν, αν τον κουράζουν τα θεωρητικά κείμενα του Λεοντάρη, ας καταφύγει εκών άκων στο μυστικισμό του Μπλανσό, δηλαδή ας σωπάσει επιτέλους. Στον Μπλανσό, στο κείμενό του «Τι συμβαίνει με την κριτική» (Λόγου χάριν, 3), όταν αυτοπροβάλλεται η κριτική ως εκπρόσωπος του μέσου αναγνώστη ή ως φύλακας του κοινού γούστου και όταν μαζί με τη δημοσιογραφία και το Πανεπιστήμιο χτίζει τον τοίχο της γύρω από το ποίημα, τότε «η κριτική είναι ο συμβιβασμός ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο θεσμικές μορφές» Σημειωτέον ότι ο Μπλανσό αποκαλεί δικτάτορα όποιον απαγορεύει την αυταρχική επανάληψη όταν επικρέμαται μπροστά του ο κίνδυνος της παράξενης ομιλίας την οποία για πατριωτικούς λόγους θέλει να εξαλείψει.
Αλλά προς τι όλα αυτά; Ο Λεοντάρης διερωτάται στο Μόνον δια της λύπης: «ξέρεις τί κάνω μέσα μου;» Ε, λοιπόν μέσα μου ξέρω τι κάνω. Εάν προκαταβολικά ομολογούσα ότι απέτυχα, θα έπρεπε η performance να τερματίζεται εδώ. Θα έπρεπε, το βήμα από το οποίο σας απευθύνομαι —παγίδα για όλους— να είναι η καταπακτή στην οποία με το που θα πάταγα στο σανίδι, θα άνοιγε και θα έπεφτα μέσα. Θα συνέχιζα ωστόσο και από το υπόγειο να ομιλώ εις ευήκοα ώτα, πιστεύοντας ότι έτσι συνεισφέρω, όταν στιγματίζω με νόμο το νόμο του νόμου (του Πανεπιστημίου). Θα συνέχιζα όχι ως κομμένη κεφαλή ex cathedra, αλλά σαν ταλαιπωρημένο σώμα στα σκοτάδια του εαυτού του από τα υπόγεια του κτιρίου που μας φιλοξενεί να ενεργοποιώ το ζήτημα της επιτελεστικής ισχύος για όσο διαρκεί η χρονοχρέωσή μου εδώ, προχωρώντας στην κατάφαση, σ' εκείνο “το ελαφρύ αθώο Ναι της ανάγνωσης” του Μπλανσό, αναγνωρίζοντας ότι η ποίηση τοποθετείται διαρκώς εντεύθεν και εκείθεν της κατανόησης. Θα αναρωτιόμουν μάλιστα, αν το “Ναι” της ανάγνωσης των ποιημάτων του Λεοντάρη γίνεται αυτόματα το “Όχι” της γραφής για όποιον εισηγείται για τον Λεοντάρη. Διότι, το έμαθα, ο αποσυνάγωγος (και συγχρόνως αρχιερέας) που δημιουργήσατε εσείς (το Πανεπιστήμιο, ο Τύπος), ομιλητής για τον πατέρα όχι μόνο του Γιάννη Λεοντάρη αλλά και για τον Πατέρα - Νόμο των Πανεπιστημίων, ο ηθοποιός στο θέατρο του ετεροπατριαρχικού καθεστώτος της Γνώσης, όπου οι κυρίες ανταλλάσσουν εναλλάξ με τους κυρίους την ιδιότητα του φύλακα κατά την μίξη των ειδών του λόγου, δεν μπορεί να αφήσει «εκτός κειμένου» το σώμα του, την εμπειρία του σώματός του, κατά την πολύχρονη μετάβασή του στον ποιητή. Πώς, όταν ένα σώμα του οποίου η σκέψη είναι συνεχώς υπό εξέλιξη και παρά την ηλικία του μένει παιδαριώδης σύμφωνα με την υπόδειξη του Μποντλέρ για τον καλλιτέχνη ως «ένα παιδί κατά βούληση»; Η απάντηση είναι η παρένθεση. Η παρένθεση για να φυλακίσει τη γραφή ώστε να μην οδηγηθεί στην ανοησία. Και η παρένθεση για να προκαλέσει τον γραφιά να μην εκμηδενίσει αυτό το παιχνίδι των υποταγμένων λειτουργιών για το οποίο μιλάει ο Μπατάιγ στη «μέθοδο διαλογισμού».
…κι έμεινε μόνο του
και σε παρένθεση το (σαν)
Το ποίημα έκανε φτερά
Ποιος θα κρατήσει την καρδιά εν παρενθέσει;
Τι η παρένθεση φυλά;
Λάρνακα που κατατρώει τον μυικό ιστό;
Μήτρα που κυοφορεί νεκρό παιδί;
Φιάλη όπου ο Κλαύδιος βάζει το δηλητήριο;
Αλλά ό,τι κλείνει διαφεύγει συνεχώς
(Από τη συλλογή μου «(σαν) ποίημα», εκδ. Περισπωμένη 2022 )
Έχουν άραγε νόημα όλα αυτά για την ανθούσα λογοτεχνική θεωρία όταν, όπως γράφει ο Πoλ ντε Μαν, «είναι αδύνατο να αποφασίσουμε εάν η άνθιση αυτή αποτελεί θρίαμβο ή πτώση της»; Και αναφέρομαι επίτηδες στην απορητική αυτή πρόταση του ντε Μαν αναγνωρίζοντας εξ ιδίων ως καθηγητής ότι «η αντίσταση στη λογοτεχνική θεωρία είναι αντίσταση στην περί της γλώσσας χρήση της γλώσσας», οπότε, πώς αλλιώς να μιλήσω για την ποίηση του Λεοντάρη αναλύοντάς την, παρά μόνο ανθιστάμενος στην ποίησή του με μια άλλη περί γλώσσας χρήση της γλώσσας, αυτή του Πανεπιστημίου; Πράγμα που η κλίση μου προς το ευφυολόγημα, δεν μου επιτρέπει ούτε κι αυτό να κάνω. Και ας μην θέσουμε μεταξύ μας το ερώτημα «ποιος ομιλεί;». Ούτε ποιος τελικά είναι αυτός που μιλάει. Στο ερώτημα «ποιος είμαι;» ο Λεοντάρης κατάλαβε ότι «η βιωματική εμπειρία» (του) «μη μπορώντας να είναι και εμπειρία του αβίωτου, μεταλλάζει από εμπειρία σε θεωρία» διότι ο «άνθρωπος είναι άλλος από αυτό που είναι». Στην ποιητική του συλλογή Ημών των άλλων, στις τρεις πρώτες ενότητες του ποιήματος διευκρινίζει αυτό που οφείλουμε να καταλάβουμε κι εμείς.
ΗΜΩΝ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ
Ι
Μηνύματα αισθήσεων και παθών
αποκομμένα απ’ τις πηγές τους που νεκρώθηκαν
εκπέμποντάς τα
έρχονται τώρα ακόμα και με βρίσκουν.
Τι μου μηνούν και τι σημαίνουν
ποια ρημαγμένη εκπόρευση
ποιο ανύπαρκτο πόθεν;
Αυτό που με πληροφορεί ότι είναι επιθυμία
δεν είναι επιθυμία
αυτό που με πληροφορεί ότι είναι νοσταλγία
δεν είναι νοσταλγία
αυτό που με πληροφορεί ότι είμαι εγώ
δεν είμαι εγώ
λόγια γραφές σήματα μόνο τώρα πια
μηνύματα απουσίας των όσων μου μηνούν
Πού δόθηκε πού χάθηκε η μάχη του αυτάγγελτου;
Ρούφηξε το φιτίλι και το λάδι η φλόγα
κι ασπαίροντας τινάχτηκε ψηλά κομμένη γλώσσα
μορφάζει αποτρόπαια ξεκολλημένο εκμαγείο από
το πρόσωπο της γης ο ουράνιος θόλος
μαδώντας πάνω μου χάρτες με τοπωνύμια δίχως τόπους
ημερολόγια με ημερομηνίες δίχως μέρες
θρυμματίζονται τα ψηφία στο χειρόγραφο
εξαρθρώνονται οι λέξεις
θαμπώνουν τα νοήματα
και βουητό και σάλαγος το αίμα στις καρωτίδες
ψάχνοντας για εκβολές στο πνεύμα.
Και σκύβει η σκιά μου πάνω μου να με σκεπάσει
«μη μου κρυώνεις», λέει, «…μπάζει από παντού
και διόλου στέρεο το στερέωμα».
Έτσι αφανίζονται λοιπόν
από τη λάμψη τους αυτοί που λάμπουν
απ’ τους παλμούς τους όσοι πάλλονται
χορδές σπασμένες απ’ τον ήχο τους;
Έτσι κι εγώ
αυτά που λέω είναι η σιωπή μου
αυτά που γράφω είναι το σβήσιμό μου, απουσία,
μήνυμα από το πουθενά στο πουθενά;
Σβήνεται αυτό το σβήσιμο, σβήνεται η απουσία;
Ποιο βλέμμα ποιο ουρλιαχτό μπορεί να ξύσει
το πετρωμένο αυτό παλίμψηστο του λέγειν
και του γράφειν
και ν’ αναβλύσουν πάλι πηγές αισθήσεων και παθών
ν’ αναδυθούν τα όρη θεοτικά, οι βυθοί νεφέλες,
ν’ αναφανούν οι απαρχές, το «πριν από»
η γραφή πριν απ’ το γράψιμό της
ο λόγος πριν από τη ρήση του
και να βρεθώ εντός μου
άγραφος και ανείπωτος
ΙΙ
Αυτών που ήταν να έρθουν και δεν ήρθαν
αυτών που ήταν να γίνουν και δεν έγιναν
και χάθηκαν χωρίς να υπάρξουν
αυτών τη μνήμη μέσα τους βαθιά οι άνθρωποι
τηρούνε κι ευλαβούνται
άσπιλη ρέμβη των ματαιωμένων
Ημών των άλλων
που ζήσαμε τη θηριωδία της ύπαρξης
η μνήμη μας σακάτισσα
ποιος ξέρει σε τι πλάνες και τι παραποιήσεις
θα σέρνεται σε κόσμο ανίδεο κι αδυσώπητο…
Όπως και να ειπωθήκαμε αλλιώς θα μας ακούνε
όπως και να γραφτήκαμε αλλιώς θα μας διαβάζουν
Επειδή όλα τα συμβάντα ανήκουν στο είδος «αρρώστια, πόλεμος, πληγή, θάνατος» και διότι σε κάθε συμβάν υπάρχει ήδη η παρούσα στιγμή της υλοποίησης της αρρώστιας, το ποίημα του Λεοντάρη, που σας διάβασα, αποσπά από το κάθε τι το άσπιλο μέρος του και φτιάχνει έναν κατάλογο συμβάντων πριν και από την αρρώστια, πριν και από τον πόλεμο, πριν και από την πληγή. Έναν κατάλογο θανάτου. Τα απαρέμφατά του μάλιστα, το ζην και το θνήσκειν, προσθέτω και το γράφειν, που αρμολογούν μια εργασία του ποιήματος ανάλογη με την εργασία του ονείρου, συμπυκνωτική και μεταφορική, αυτά τα απαρέμφατα, άχρονα, απρόσωπα, καθιστούν το συγκεκριμένο ποίημα δείκτη της ποίησής του, το pin που τη συνδέει με το δίκτυο της γλώσσας. Το αποσυνδέουν συνδέοντάς το με μια απαρεμφατική σύνταξη που αναιρεί τον ποιητή, τον αποσύρει, τον καθιστά απόντα, ώστε με την απουσία του, με ό,τι δηλαδή απομένει από το σώμα καθώς έχει χάσει το είναι του, να διαβιβάζει τη σωματικότητά του με μία κλήση σε περιαγωγή, στο απαρέμφατο. Εκεί το ποίημα γράφεται και σβήνεται εντός αυτού του ρηματικού τύμβου (του απαρεμφάτου), αυτής της άλλης σκηνής όπου ο Λεοντάρης απαγγέλει άφωνος αυτό που έχει ήδη γραφτεί και τον έχει καταγράψει. Ο Ντελέζ, στη Λογική του νοήματος σε λίγες γραμμές, διατυπώνει για όλους τη σημασία του απαρεμφάτου: «Μπορούμε να πάρουμε για παράδειγμα την ποίηση, εκφράζοντας μέσα στη γλώσσα όλα τα συμβάντα σε ένα, το ρηματικό απαρέμφατο εκφράζει το συμβάν της γλώσσας σαν να είναι η ίδια ένα μοναδικό συμβάν που εκ των υστέρων συγχέεται με αυτό που την καθιστά δυνατή».
Η απορία μου τώρα: Ποιους άλλους συμπεριλαμβάνει στον τίτλο «Ημών των άλλων» αυτής της συλλογής από την οποία και το ποίημα του Λεοντάρη που διάβασα. Για ποιους άλλους ομιλεί; Για τους νεκρούς ποιητές; (τον Καρυωτάκη;) Για τους ζώντες; (την Ζέφη Δαράκη) ή, το «Ημών» είναι ένα «Υμών», ή ο άλλος υπάρχει παρά το ότι «δεν υπάρχει ο άλλος του άλλου»; Ή. ο άλλος είναι ο μεγάλος Άλλος της ψυχανάλυσης γιατί αυτός διατάζει και διατάσσει το ποίημα και διόλου δεν υπακούει σε αυτό που θέλει το υποκείμενο να διαβάσει; Ο μεγάλος Άλλος θέτει το μείζον ζήτημα, έναν γρίφο για εμάς τους υγιείς, κάτι που ο ψυχωτικός δεν το αντιλαμβάνεται ως γρίφο.
Γνωρίζω πως τέτοια ευφυολογήματα ένας μόνο λόγος υπάρχει για να πέσουν στο κενό: « η πεζότητα της αλήθειας που τα επεξηγεί». Θα σας διαβάσω όμως τώρα το κείμενο για την ποίηση του Λεοντάρη από μια ποιήτρια, άγνωστή σας, με την οποία θα κλείσω αυτή την περφόρμανς δίνοντάς της το λόγο προκειμένου να δικαιολογήσω την ακαταστασία των υλικών και την τύχη που μου τα έριξε στα πόδια μου όπως στον Άγγελο της Ιστορίας. Οn travaille toujours en plusieurs meme quand on ne se voit pas, λέει ο Ντελέζ.
«…Αλλά, μέσα της δεν μπορεί να στρίψει η φάλαινα»
της Ευγενίας Βάγια
Είναι οι άνθρωποι που γεννούν τους καιρούς, εξουσιάζοντας. Και είναι οι καιροί που γεννούν τις μεγάλες ιδέες, όταν οι άνθρωποι αντιστέκονται, και για όσο αντιστέκονται. Οι θεωρίες ηττώνται από το πραγματικό και αδυσώπητο γιατί μπλέκουν θέλοντας και μη με την εξουσία. Και η εξουσία, όπως και οι θεσμοί, δεν αστειεύονται. Τους λείπει κάθε «χάρις». «Épouse et n'épouse pas ta maison», είναι η ολιγόλεκτη σύσταση του Ρενέ Σαρ. Παντρέψου, αλλά μη παντρεύεσαι τα ντουβάρια. Παντρέψου την ιδέα αλλά μην παντρεύεσαι τα δόγματα. Προσοχή στην ακαμψία! Όμως κανείς δεν ακούει τους ποιητές. Γι’ αυτό η εξουσία αρχίζει όλο και πιο πολύ να μοιάζει σ’ εκείνο το οποίο τρέμει, στην ήττα, με την ιδέα της οποίας είναι εντελώς ασυμβίβαστη.
Η ήττα βέβαια έχει στρατηγικές αλλά έχει και χάρες, που μόνον οι ποιητές τολμούν να διερευνήσουν, ίσως επειδή δεν έχουν τίποτα να «χάσουν». Ο Λεοντάρης, ως ευφυής και διορατικός στοχαστής, συναισθάνεται επακριβώς την ιστορική συγκυρία, επιλέγοντάς την. Αρνείται να βγει από το πένθος γιατί το νιώθει πιο οικείο από την απορία του επόμενου διαβήματος. Αρνείται οποιοδήποτε βήμα γιατί βλέπει ότι κάθε χώρος είναι κατειλημμένος. Αρνείται τη θεραπεία γιατί ισοδυναμεί με προδοσία. Και κάνει τόπο του αυτή την άρνηση, ζητώντας την αναγνώριση των ιδανικών του έστω με τον στέφανο της ήττας τους.
Ο Λεοντάρης πενθεί ποιητικά, υψώνοντας με στίχους τον μεγαλειώδη τύμβο της πίστης του. Με αυτόν τον τρόπο τη δικαιώνει αλλά και ο ίδιος δικαιώνεται. Ιδού όμως το ζήτημα: ενώ κρατά την πίστη του, την νοσταλγεί σαν να την έχασε και ταυτόχρονα αγωνιά να μη τη χάσει, μην ξεγλιστρήσει από μπροστά του σαν σκιά. Πώς να μιλήσει κανείς γι’ αυτό που δεν υπάρχει σαν να υπάρχει; Θα συνεχίσει λοιπόν να μας μιλάει απορητικά και χωρίς να κατονομάζει τα άγια, ώστε να τα διαφυλάξει από την αλαζονεία και την ειρωνεία των αντιπάλων. Αντί γι’ αυτά που χάθηκαν, θα προτιμήσει να χαρτογραφήσει την απουσία τους. Θα γίνει ο φρουρός της έλλειψης.
Το πένθος του Λεοντάρη είναι ένα πένθος χωρίς νεκρό. Σκύβει πάνω από τον άδειο τάφο μιας ιδέας έντρομος, ότι την έχασε, ότι τον λέρωσε η ανάγκη, ότι συμβιβάστηκε, πρόδωσε. Αυτός ο μόνιμος εφιάλτης (των αριστερών)…
«Η ζωή δεν έχει καμιά πραγματική συγγένεια με όλου του κόσμου τις πολύχρωμες ιδέες. Τίποτα το εξ αίματος.» λέει ο Καρούζος. Η ζωή μοιάζει κατώτερη από τα ιδανικά της. Και μένει η δημιουργία να αντιπαλεύει τη διάψευση. Η ποίηση να αποκαθιστά το καθημερινό έγκλημα.
Θα ήθελα να πιστεύω ότι τέτοιας μορφής παρεμβάσεις στον πανεπιστημιακό λόγο ίσως να μας βοηθούν «να ακούσουμε στα έργα που αναλύουμε εκείνο το οποίο θα αναγκαζόμασταν να ακούσουμε αν ξαφνικά η τέχνη ή η λογοτεχνία έπαυαν να υπάρχουν» (Ποίηση, τχ. 14, σ.36).
——————
Το κείμενο αυτό εμφανίζεται ως «διαμεσολαβητής», σε περιαγωγή ανάμεσα στην ποίηση και την κριτική γέρνοντας εμφανώς στην πρώτη.