«Velvet Buzzsaw» (2019), του Dan Gilroy
Η Τέχνη σήμερα πάσχει από μια σοβαρή αρρώστια: έχει πάψει να είναι επικίνδυνη. Έχασε την αιχμή της μέσα στο κερδοσκοπικό παιχνίδι, έγινε —πανάκριβο— εμπόρευμα, σύμβολο του πλούτου, σημείο της κοινωνικής απόστασης, οτιδήποτε άλλο εκτός από εσωτερική εμπειρία οριακού τύπου. Η Τέχνη, ως πνευματική και αισθητηριακή περιπέτεια, ως σκοτεινό πεπρωμένο του έλλογου όντος, ηττήθηκε από την οικονομία, από τους νόμους της αγοράς, τη σκότωσε το χρήμα κι ο καπιταλισμός ανέλαβε το πολύπλοκο εγχείρημα να την κηδεύσει με όλες τις τιμές, εφαρμόζοντας γι’ αυτό, τη μέθοδο που γνωρίζει καλύτερα: ορίζοντας τιμές φυσικά. Θέτοντας σε κίνηση έναν ολόκληρο στρατό από ειδήμονες στις διαδικασίες διαμόρφωσης και διαχείρισης της πολιτισμικής υπεραξίας, στις τεχνικές μέσω των οποίων η καλλιτεχνική δημιουργία μετατρέπεται σε κεφάλαιο και επενδυτικό πλάνο, η σύγχρονη αγορά της τέχνης κατάφερε να καταστήσει την Τέχνη ακίνδυνη, της στέρησε κάθε δύναμη να κάνει «κακό». Πώς και ποιον μπορεί να βλάψει, άλλωστε, κάτι που είναι νεκρό; Εκτός κι αν είσαι δεισιδαίμονας, δεν έχεις κανέναν λόγο να φοβάσαι τους πεθαμένους.
Όμως ο Νταν Γκιλρόι (του εξαιρετικού «Nightcrawler», και πάλι με έναν συγκλονιστικό Τζέικ Τζίλενχααλ στον πρωταγωνιστικό ρόλο), δεν είναι ρασιοναλιστής και πιστεύει στα φαντάσματα. Ειδικά σ’ αυτά που έχουν λόγο (και κάθε δίκιο) να θέλουν να εκδικηθούν εκείνους που ευθύνονται για την κατάστασή τους. Έφτιαξε, λοιπόν, μια σαρδόνια, αιματοβαμμένη σάτιρα για την κωμικοτραγική κουστωδία που κερδοσκοπεί απ’ το χλιδάτο κουφάρι της Τέχνης, προκειμένου να σπάσει μαύρη πλάκα με τα χάλια της. Οργάνωσε έναν υπερστυλιζαρισμένο εφιάλτη (θα ήταν ακριβέστερο να πούμε μια κακόβουλη φαντασίωση) για να τιμωρήσει ειρωνικά τους νεκροθάφτες της Τέχνης (μάνατζερ, ατζέντηδες, επιμελητές εκθέσεων, μεσάζοντες και εμπόρους όλων των ειδών, γκαλερίστες, μαικήνες, κριτικούς), μετατρέποντάς τους σε ιδανικά θύματα ενός αόρατου μακελάρη που δεν είναι άλλος απ’ αυτή την ταλαίπωρη, νεκρή και βαλσαμωμένη θεά: την Τέχνη. Το «Velvet Buzzsaw» ξεκινά ως σκωπτικό σχόλιο πάνω σ’ έναν αβάσταχτα επιφανειακό κόσμο που έχει το θράσος να φλυαρεί περισπούδαστα —και συνεχώς— για τις αχανείς βαθύτητες του έργου τέχνης (υιοθετώντας κι έναν απόλυτα ταιριαστό, glossy οπτικό τόνο, γυαλιστερής καλλιτεχνικής διεύθυνσης) και σταδιακά εξελίσσεται σε μεταφυσικό θρίλερ με απόηχους απ’ το εξπρεσιονιστικό giallo ενός Αρτζέντο (ειδικά στη σκηνή με το κομμένο χέρι-σιντριβάνι αίματος της Τόνι Κολέτ), παλεύοντας να λειτουργήσει τόσο ως μαύρη κωμωδία όσο και ως ατμοσφαιρικό horror.
Η αλήθεια είναι πως δεν τα καταφέρνει όπως θα ήθελε. Στο «Nightcrawler» ο Νταν Γκιλρόι είχε καταφέρει περίφημα να συνδυάσει την κοινωνικοπολιτική του κριτική για τον κανιβαλισμό των ΜΜΕ με μια υπέροχη άσκηση ύφους στον βραδύκαυστο ψυχολογικό τρόμο, η οποία ήταν ταυτόχρονα κι ένα θεσπέσιο φιλμ αστικής νύχτας αλά Μάικλ Μαν. Αυτή του την σκηνοθετική ικανότητα, δεν την επιδεικνύει στο «Velvet Buzzsaw» που μοιάζει να λυγίζει κάτω απ’ το βάρος των πολλών ιδεών του, τις άγαρμπες τονικές εναλλαγές και μια ευδιάκριτη υφολογική σύγχυση. Η συρροή των σεναριακών κλισέ (ο «καταραμένος» καλλιτέχνης που ζητά ρητά να καταστραφεί το έργο του αλλά η επιθυμία του δεν γίνεται σεβαστή, η πολύ λεπτή γραμμή που χωρίζει το έργο τέχνης απ’ το σκουπίδι ή το παιχνίδι —που δεν είναι ακριβώς γραμμή, είναι τόπος, όπως υπαινίσσεται το ωραιότατο φινάλε—, η διαχρονική αδυναμία της τέχνης να αλλάξει τη ζωή), μπορεί να είναι ηθελημένη —άλλωστε το έργο φτιάχτηκε για να διακωμωδήσει σκληρά αυτές ακριβώς τις κοινοτοπίες που έχουν θρέψει γενιές και γενιές καλλιτεχνών και κριτικών—, ο βιαστικός, πρόχειρος τρόπος με τον οποίο τα αφήνει αφηγηματικά αναξιοποίητα ο Γκιλρόι, δεν θα μπορούσε να είναι. Εδώ προδίδεται, δυστυχώς, μια κάποια αδεξιότητα στη διαχείριση των μέσων του. Και η τέχνη (είτε υψηλή είτε μαζική), όπως γνωρίζουν καλά ειδικά οι σκηνοθέτες, είναι σε μεγάλο βαθμό ΚΑΙ διαχείριση μέσων.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το «Velvet Buzzsaw» είναι μια κακή ταινία. Η χαμηλή βαθμολογία του στο IMDB, που θα μπορούσε να δώσει μια τέτοια εντύπωση στους περαστικούς, οφείλεται στη σοφή απόφαση του Γκιλρόι να μην εξηγήσει τίποτα, να αφήσει τη δραματουργία του να κατρακυλήσει μέσα στο μοντερνιστικό χάος της έλλειψης απαντήσεων που για την εποχή μας είναι το κυρίαρχο κλίμα, όχι μόνο αισθητικά αλλά και υπαρξιακά, ανθρωπολογικά, ψυχολογικά. Αν διάλεγε μια αριστοτελικού τύπου λύση για την πλοκή του, αν εμφάνιζε μια κακόβουλη οντότητα μεταφυσικής προέλευσης ξεκάθαρα υπεύθυνη για τα φονικά, η μηρυκάζουσα —κινηματογραφικές και τηλεοπτικές— εικόνες πολυπληθής αγέλη του IMDB θα έμενε ικανοποιημένη και το έργο θα μπορούσε να ταξινομηθεί ως ένα ακόμα «ευχάριστο» θριλεράκι του σωρού με διανοουμενίστικη επίφαση. Επιλέγοντας μια λυντσική κλιμάκωση, αφήνοντας το Παράλογο να παρεισφρήσει μέσα απ’ τις ρωγμές και να βυθίσει τα πάντα στη νοηματική αναρχία, καταφέρνει να διασώσει το φιλμ του απ’ τον βούρκο της ασημαντότητας. Κι αυτό είναι κάτι.
«All art is dangerous», λέει κάποια στιγμή η αδίστακτη Ροντόρα Χέιζ της Ρενέ Ρουσό στον Μορφ του σταθερά εξαιρετικού Τζέικ Τζίλενχααλ. Μακάρι να ήταν αλήθεια. Ο Γκιλρόι ξέρει ότι αυτό δεν είναι τελικά παρά ένας ευσεβής πόθος. Και για να τον πιστέψει λίγο περισσότερο, για να του προσδώσει μια κάποια πραγματικότητα, έστω και στο επίπεδο του ονείρου (αυτό δεν κάνει πάντα το σινεμά;), έφτιαξε αυτή την ταινία. Δεν γίνεται να μην του αναγνωρίσεις έστω τον ρομαντισμό της επιθυμίας.