Αν σε κάποιο Λιβάδι του Σαν Τσιμινιάνο τα γυμνά πόδια ευαγγελίζονταν το όνειρο για μια ιδανική ζωή, στη σικελική γη που ένας πολύτιμος Ιταλός συγγραφέας ονόμασε Χάος, τα γυμνά πόδια έδιναν το σήμα για την έμπρακτη εξέγερση προς αυτήν! Την είδα με τα ίδια μου τα μάτια στο αγρόκτημα που διακονούσε ο μεγαλοκτηματίας Ντον Λολό, κύριος πεδιάδων και βουνών μέχρι εκεί που έφτανε το βλέμμα και πέρα από το τέρμα του. Σ’ εκείνο το υποστατικό του ζούσαμε, δεμένοι στην αιωνόβια φεουδαρχική σχέση γαιοκτημόνων και καλλιεργητών. Χαμηλά κτίσματα στο χρώμα της ώχρας κύκλωναν από τέσσερις πλευρές ένα μεγάλο ορθογώνιο αίθριο, όπου δεκάδες ηλιοψημένοι εργάτες της γης μάζευαν και ξεδιάλεγαν τις ελιές. Ήμουν ένας απ’ αυτούς. Όλοι μας υπηρετούσαμε τον Μεγάλο Αφέντη, γυναίκες με μακριές φούστες, καθισμένες στο δάπεδο – μαζί τους και η ερωμένη του, άντρες με την λευκή μπλούζα του χωρικού, παιδιά.
Ο Ντον Λολό ήταν τόσο φαντασμένος που σκέφτηκε να παραγγείλει ένα τεράστιο πιθάρι, άξιο να γεμίσει με το λάδι του, ιδανικό δοχείο της γενναίας σοδειάς του, σύμβολο του μεγαλείου του. Το αγγείο έφτασε με μια άμαξα κάτω από την μεγαλειώδη μουσική ενός συνθέτη που πολύ αργότερα θα εμπνεόταν από την στιγμή, ενώ εμείς την είχαμε ήδη στο μυαλό μας, και τοποθετήθηκε σ’ ένα σταυρόσχημο υπερυψωμένο πεζούλι στο κέντρο της αυλής. Ο περήφανος κτήτορας κινητών και ακινήτων το χτύπησε και μαγεμένος είπε πως ακούγεται σαν την καμπάνα του Πάσχα. Συμφωνήσαμε όλοι σιωπηρά, σ’ εκείνη την ακαριαία απόδραση από τον μόχθο, στην στιγμιαία μουσική μιας γιορτής που υποσχόταν τα πάντα. Το βράδυ που κοιμόμασταν εξαντλημένοι είχε φεγγάρι. Δεν ακούσαμε τον υπόκωφο κρότο της θραύσης, το σκίσιμο του πηλού. Το πρωί βρήκαμε το πιθάρι σπασμένο στα δυο, σαν ανοιγμένο κρεμμύδι.
Το κύρος της ιδιοκτησίας και η δόξα μιας πλούσιας συγκομιδής περιγελάστηκαν. Όταν πέρασε η έκπληξη και ο γνωστός φόβος του αγνώστου, χαρήκαμε στα κρυφά και περιμέναμε να δούμε τι θα κάνει ο Ντον Λολό. Εκείνος έστειλε να φέρουν τον μόνο που μπορούσε να επιδιορθώσει την ζημιά, έναν φημισμένο τεχνίτη ικανό να συγκολλήσει τα πάντα χάρη σε μια κόλλα δικής του κατασκευής, κοινώς, απολύτως μαγική. Ήταν μεσημέρι όταν η μαυροντυμένη μορφή του Ντίμα πέρασε την πύλη του κτήματος. Περπατούσε στραβά αλλά κατευθείαν στο κέντρο του αιθρίου. «Μου είπαν ότι είσαι…» ψέλλισε ο Ντον Λολό, αλλά ο Ντίμα τον προσπέρασε και προχώρησε στο πιθάρι. Γελάσαμε βουβά. Ο Ντον Λολό τον ακολούθησε και απαίτησε να δει την μαγική κόλλα. Ο Ντίμα στράφηκε να φύγει, ακατάδεκτος και υπερήφανος. Ο Ντον Λολό τον ρώτησε ικετευτικά αν μπορεί να φτιαχτεί το πιθάρι του. Ο Ντίμα γονάτισε μπροστά στο μυστηριώδες άνοιγμα, άνοιξε την τσάντα του και έβγαλε κάτι τυλιγμένο σ’ ένα πανί. Όλοι περιμέναμε να δούμε την μυστική κόλλα —Il mastice! ψιθύρισα στον διπλανό μου και κρατούσαμε τις ανάσες μας— αλλά τελικά το συνεχές ξετύλιγμα του υφάσματος αποκάλυψε κάτι λεπτά, κάπως στραβά γυαλιά. Ξανά μειδιάματα στον περίγυρο και καρφιά στο γόητρο του Ντον Λολό, που η εξαίσια ειρωνεία της ζωής τού είχε δώσει τη μορφή ενός ξεκαρδιστικού κωμικού μιας παλαιότερης εποχής. Τον ενέπαιζε ο τεχνίτης ή είχε δικούς του κανόνες για την τελετή μιας επιδιόρθωσης; Όταν ο αφέντης του είπε πώς δεν εμπιστεύεται την κόλλα αλλά θέλει και ραφές, ο Ντίμα τον παραμέρισε και γύρισε για τρίτη φορά να φύγει, όμως τον σταμάτησε η οργισμένη πια μορφή και η υψωμένη γροθιά του Ντον Λολό και φοβήθηκε, γιατί είχε ευαίσθητη καμπούρα: αυτή ήταν η αδυναμία του. Εκείνος διατάχτηκε να αρχίσει κι εμείς να επιστρέψουμε στις δουλειές μας.
Για πολλή ώρα το χειροκίνητο τρυπάνι γάζωνε τις άκρες των δυο θραυσμάτων, για τις τρύπες της ραφής. Αργότερα, όταν ο ήλιος διέφυγε από την θαμπάδα του απομεσήμερου και βρέθηκε ψηλότερα από ποτέ, ο Ντίμα έβγαλε από την τσάντα του το φιαλίδιο με την κόλλα και το ύψωσε προς τον ουρανό. Η εμφιαλωμένη του φήμη έλαμψε στο εκτυφλωτικό φως. Η ερωμένη του Ντον Λολό έκανε τον σταυρό της κι όλοι στραφήκαμε στο υψωμένο δοχείο, γνωρίζοντας πως θα γινόμασταν μάρτυρες μιας ξακουστής τέχνης. Η μαγεία έδωσε την θέση της στην χειροτεχνία και ο Ντίμα με την βοήθεια ενός νεαρού αγοριού άλειψε την πηχτή λευκή ουσία στις άκρες κι ύστερα μπήκε στο ένα τσόφλι, καλώντας το αγόρι να σπρώξει το άλλο μισό, τα δυο να γίνουν ένα. Το αγγείο συγκολλήθηκε ξανά και μόνο μια λεπτή σαν κλωστή γραμμή θύμιζε το μυστηριώδες του ρήγμα. Όμως…