Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

XL. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 30: Οι ουτοπικές, Β΄

Αν σε κά­ποιο Λι­βά­δι του Σαν Τσι­μι­νιά­νο τα γυ­μνά πό­δια ευαγ­γε­λί­ζο­νταν το όνει­ρο για μια ιδα­νι­κή ζωή, στη σι­κε­λι­κή γη που ένας πο­λύ­τι­μος Ιτα­λός συγ­γρα­φέ­ας ονό­μα­σε Χά­ος, τα γυ­μνά πό­δια έδι­ναν το σή­μα για την έμπρα­κτη εξέ­γερ­ση προς αυ­τήν! Την εί­δα με τα ίδια μου τα μά­τια στο αγρό­κτη­μα που δια­κο­νού­σε ο με­γα­λο­κτη­μα­τί­ας Ντον Λο­λό, κύ­ριος πε­διά­δων και βου­νών μέ­χρι εκεί που έφτα­νε το βλέμ­μα και πέ­ρα από το τέρ­μα του. Σ’ εκεί­νο το υπο­στα­τι­κό του ζού­σα­με, δε­μέ­νοι στην αιω­νό­βια φε­ου­δαρ­χι­κή σχέ­ση γαιο­κτη­μό­νων και καλ­λιερ­γη­τών. Χα­μη­λά κτί­σμα­τα στο χρώ­μα της ώχρας κύ­κλω­ναν από τέσ­σε­ρις πλευ­ρές ένα με­γά­λο ορ­θο­γώ­νιο αί­θριο, όπου δε­κά­δες ηλιο­ψη­μέ­νοι ερ­γά­τες της γης μά­ζευαν και ξε­διά­λε­γαν τις ελιές. Ήμουν ένας απ’ αυ­τούς. Όλοι μας υπη­ρε­τού­σα­με τον Με­γά­λο Αφέ­ντη, γυ­ναί­κες με μα­κριές φού­στες, κα­θι­σμέ­νες στο δά­πε­δο – μα­ζί τους και η ερω­μέ­νη του, άντρες με την λευ­κή μπλού­ζα του χω­ρι­κού, παι­διά.
Ο Ντον Λο­λό ήταν τό­σο φα­ντα­σμέ­νος που σκέ­φτη­κε να πα­ραγ­γεί­λει ένα τε­ρά­στιο πι­θά­ρι, άξιο να γε­μί­σει με το λά­δι του, ιδα­νι­κό δο­χείο της γεν­ναί­ας σο­δειάς του, σύμ­βο­λο του με­γα­λεί­ου του. Το αγ­γείο έφτα­σε με μια άμα­ξα κά­τω από την με­γα­λειώ­δη μου­σι­κή ενός συν­θέ­τη που πο­λύ αρ­γό­τε­ρα θα εμπνε­ό­ταν από την στιγ­μή, ενώ εμείς την εί­χα­με ήδη στο μυα­λό μας, και το­πο­θε­τή­θη­κε σ’ ένα σταυ­ρό­σχη­μο υπε­ρυ­ψω­μέ­νο πε­ζού­λι στο κέ­ντρο της αυ­λής. Ο πε­ρή­φα­νος κτή­το­ρας κι­νη­τών και ακι­νή­των το χτύ­πη­σε και μα­γε­μέ­νος εί­πε πως ακού­γε­ται σαν την κα­μπά­να του Πά­σχα. Συμ­φω­νή­σα­με όλοι σιω­πη­ρά, σ’ εκεί­νη την ακα­ριαία από­δρα­ση από τον μό­χθο, στην στιγ­μιαία μου­σι­κή μιας γιορ­τής που υπο­σχό­ταν τα πά­ντα. Το βρά­δυ που κοι­μό­μα­σταν εξα­ντλη­μέ­νοι εί­χε φεγ­γά­ρι. Δεν ακού­σα­με τον υπό­κω­φο κρό­το της θραύ­σης, το σκί­σι­μο του πη­λού. Το πρωί βρή­κα­με το πι­θά­ρι σπα­σμέ­νο στα δυο, σαν ανοιγ­μέ­νο κρεμ­μύ­δι.

Το κύ­ρος της ιδιο­κτη­σί­ας και η δό­ξα μιας πλού­σιας συ­γκο­μι­δής πε­ρι­γε­λά­στη­καν. Όταν πέ­ρα­σε η έκ­πλη­ξη και ο γνω­στός φό­βος του αγνώ­στου, χα­ρή­κα­με στα κρυ­φά και πε­ρι­μέ­να­με να δού­με τι θα κά­νει ο Ντον Λο­λό. Εκεί­νος έστει­λε να φέ­ρουν τον μό­νο που μπο­ρού­σε να επι­διορ­θώ­σει την ζη­μιά, έναν φη­μι­σμέ­νο τε­χνί­τη ικα­νό να συ­γκολ­λή­σει τα πά­ντα χά­ρη σε μια κόλ­λα δι­κής του κα­τα­σκευ­ής, κοι­νώς, απο­λύ­τως μα­γι­κή. Ήταν με­ση­μέ­ρι όταν η μαυ­ρο­ντυ­μέ­νη μορ­φή του Ντί­μα πέ­ρα­σε την πύ­λη του κτή­μα­τος. Περ­πα­τού­σε στρα­βά αλ­λά κα­τευ­θεί­αν στο κέ­ντρο του αι­θρί­ου. «Μου εί­παν ότι εί­σαι…» ψέλ­λι­σε ο Ντον Λο­λό, αλ­λά ο Ντί­μα τον προ­σπέ­ρα­σε και προ­χώ­ρη­σε στο πι­θά­ρι. Γε­λά­σα­με βου­βά. Ο Ντον Λο­λό τον ακο­λού­θη­σε και απαί­τη­σε να δει την μα­γι­κή κόλ­λα. Ο Ντί­μα στρά­φη­κε να φύ­γει, ακα­τά­δε­κτος και υπε­ρή­φα­νος. Ο Ντον Λο­λό τον ρώ­τη­σε ικε­τευ­τι­κά αν μπο­ρεί να φτια­χτεί το πι­θά­ρι του. Ο Ντί­μα γο­νά­τι­σε μπρο­στά στο μυ­στη­ριώ­δες άνοιγ­μα, άνοι­ξε την τσά­ντα του και έβγα­λε κά­τι τυ­λιγ­μέ­νο σ’ ένα πα­νί. Όλοι πε­ρι­μέ­να­με να δού­με την μυ­στι­κή κόλ­λα —Il mastice! ψι­θύ­ρι­σα στον δι­πλα­νό μου και κρα­τού­σα­με τις ανά­σες μας— αλ­λά τε­λι­κά το συ­νε­χές ξε­τύ­λιγ­μα του υφά­σμα­τος απο­κά­λυ­ψε κά­τι λε­πτά, κά­πως στρα­βά γυα­λιά. Ξα­νά μει­διά­μα­τα στον πε­ρί­γυ­ρο και καρ­φιά στο γό­η­τρο του Ντον Λο­λό, που η εξαί­σια ει­ρω­νεία της ζω­ής τού εί­χε δώ­σει τη μορ­φή ενός ξε­καρ­δι­στι­κού κω­μι­κού μιας πα­λαιό­τε­ρης επο­χής. Τον ενέ­παι­ζε ο τε­χνί­της ή εί­χε δι­κούς του κα­νό­νες για την τε­λε­τή μιας επι­διόρ­θω­σης; Όταν ο αφέ­ντης του εί­πε πώς δεν εμπι­στεύ­ε­ται την κόλ­λα αλ­λά θέ­λει και ρα­φές, ο Ντί­μα τον πα­ρα­μέ­ρι­σε και γύ­ρι­σε για τρί­τη φο­ρά να φύ­γει, όμως τον στα­μά­τη­σε η ορ­γι­σμέ­νη πια μορ­φή και η υψω­μέ­νη γρο­θιά του Ντον Λο­λό και φο­βή­θη­κε, για­τί εί­χε ευαί­σθη­τη κα­μπού­ρα: αυ­τή ήταν η αδυ­να­μία του. Εκεί­νος δια­τά­χτη­κε να αρ­χί­σει κι εμείς να επι­στρέ­ψου­με στις δου­λειές μας.

Για πολ­λή ώρα το χει­ρο­κί­νη­το τρυ­πά­νι γά­ζω­νε τις άκρες των δυο θραυ­σμά­των, για τις τρύ­πες της ρα­φής. Αρ­γό­τε­ρα, όταν ο ήλιος διέ­φυ­γε από την θα­μπά­δα του απο­με­σή­με­ρου και βρέ­θη­κε ψη­λό­τε­ρα από πο­τέ, ο Ντί­μα έβγα­λε από την τσά­ντα του το φια­λί­διο με την κόλ­λα και το ύψω­σε προς τον ου­ρα­νό. Η εμ­φια­λω­μέ­νη του φή­μη έλαμ­ψε στο εκτυ­φλω­τι­κό φως. Η ερω­μέ­νη του Ντον Λο­λό έκα­νε τον σταυ­ρό της κι όλοι στρα­φή­κα­με στο υψω­μέ­νο δο­χείο, γνω­ρί­ζο­ντας πως θα γι­νό­μα­σταν μάρ­τυ­ρες μιας ξα­κου­στής τέ­χνης. Η μα­γεία έδω­σε την θέ­ση της στην χει­ρο­τε­χνία και ο Ντί­μα με την βο­ή­θεια ενός νε­α­ρού αγο­ριού άλει­ψε την πη­χτή λευ­κή ου­σία στις άκρες κι ύστε­ρα μπή­κε στο ένα τσό­φλι, κα­λώ­ντας το αγό­ρι να σπρώ­ξει το άλ­λο μι­σό, τα δυο να γί­νουν ένα. Το αγ­γείο συ­γκολ­λή­θη­κε ξα­νά και μό­νο μια λε­πτή σαν κλω­στή γραμ­μή θύ­μι­ζε το μυ­στη­ριώ­δες του ρήγ­μα. Όμως…



1

1

1




… ο Ντί­μα αδυ­να­τού­σε να βγει από το στό­μιο· εί­χε εγκλω­βι­στεί εξαι­τί­ας της κα­μπού­ρας του, που σκά­λω­νε στα κοί­λα του θη­ριώ­δους πι­θα­ριού. Ορ­γι­σμέ­νος ο Ντον Λο­λό του εί­πε πως το πρό­βλη­μα εί­ναι δι­κό του – το πι­θά­ρι δεν θα ξα­να­σπά­σει! Τον πλή­ρω­σε όσα εί­χαν συμ­φω­νή­σει και η σύμ­βα­ση εκ­πλη­ρώ­θη­κε στο έπα­κρο. Κα­τό­πιν ανέ­βη­κε στην άμα­ξα και διέ­τρε­ξε δρό­μους ορει­νούς και πα­ρα­θα­λάσ­σιους μέ­χρι να φτά­σει στον δι­κη­γό­ρο του που, ξε­καρ­δι­σμέ­νος κι αυ­τός, του μί­λη­σε για πα­ρά­νο­μη κα­τα­κρά­τη­ση αν όχι απα­γω­γή, όσο κι αν ο Ντον Λο­λό φώ­να­ζε πως πρό­κει­ται για πα­ρά­νο­μη εί­σο­δο, κα­τά­λη­ψη και πως τε­λι­κά ο μά­στο­ρας ήταν που απή­γα­γε τον εαυ­τό του! Έξαλ­λος και απα­ρη­γό­ρη­τος επέ­στρε­ψε στο αγρό­κτη­μα και κλεί­στη­κε στην κά­μα­ρά του.

Εί­χε βρα­διά­σει όταν το χέ­ρι του Ντί­μα ξε­πρό­βαλ­λε από το πι­θά­ρι με το χαρ­το­νό­μι­σμα του με­ρο­κά­μα­του. Όσο φάω θα φά­τε κι εσείς! αντι­λά­λη­σε η φω­νή του από τα βά­θη του κε­ρα­μι­κού και σε λί­γη ώρα εί­χε στη­θεί με­γά­λο φα­γο­πό­τι. Κά­ποιος φώ­να­ξε να με­τα­κι­νή­σου­με τα τρα­πέ­ζια για να βλέ­που­με το φεγ­γά­ρι που κα­τέ­λα­μπε σ’ έναν σκού­ρο μπλε ου­ρα­νό. Και ο Ντί­μα ζή­τη­σε να τον κι­νή­σου­με λί­γο πα­ρα­πέ­ρα, να το δει κι αυ­τός, πά­νω από τα οι­κή­μα­τα. Ήμα­σταν χορ­τα­σμέ­νοι, λου­σμέ­νοι της παν­σέ­λη­νου, σύ­ντρο­φοι ενός αιχ­μά­λω­του. Ήμα­σταν κα­τά­κο­ποι, δε­μέ­νοι σε μια γη που δεν μας ανή­κε, για πά­ντα εξαρ­τη­μέ­νοι από έναν ισχυ­ρό, φτω­χοί. Αύ­ριο μας πε­ρί­με­νε μια ακό­μα εξα­ντλη­τι­κή ημέ­ρα. Έγει­ρα το κε­φά­λι μου στο πι­θά­ρι και άρ­χι­σα να τρα­γου­δάω ένα τρα­γού­δι που ίσως τα χω­ρού­σε όλα αυ­τά και μπο­ρεί να ζη­τού­σε από το φεγ­γά­ρι να τα φω­τί­σει, να τα αλ­λά­ξει. Ακου­γό­ταν μό­νο η φω­νή μου, ανόρ­γα­νη και κου­ρα­σμέ­νη. Ο Ντί­μα από πά­νω μου εξε­πλά­γη, του φά­νη­κε σαν κά­λε­σμα που δεν σή­κω­νε κα­θυ­στέ­ρη­ση.

Τό­τε ξε­κί­νη­σε αρ­γά και σι­γά η μου­σι­κή, το δώ­ρο που οι τα­πει­νοί θε­α­τές της κι­νη­μα­το­γρα­φη­μέ­νης ζω­ής των άλ­λων, άπρα­γοι πα­ρό­ντες και πα­θη­τι­κοί συ­μπα­ρι­στά­με­νοι, έχουν ως μέ­γι­στο προ­νό­μιο απέ­να­ντι σ’ εμάς, τους χα­ρα­κτή­ρες του σε­λι­λόιντ. Εκεί­νοι την ακού­νε όπως αγκα­λιά­ζει τις σκέ­ψεις και τις πρά­ξεις μας, εμείς όχι. Όμως εγώ που γί­νο­μαι όλοι αυ­τοί οι ήρω­ες έχω δι­πλό προ­νό­μιο: την έχω γνω­ρί­σει, την έχω ακού­σει στη δια­πα­σών βλέ­πο­ντας την σκη­νή, και την φέ­ρω πλέ­ον μέ­σα μου. Και θυ­μά­μαι ότι, μό­λις άρ­χι­σε εκεί­νη η μου­σι­κή, εί­δα μια νε­α­ρή γυ­ναί­κα (ένα κο­ρί­τσι;) που εί­χε φύ­γει από την συ­ντρο­φιά μας και άρ­χι­σε να βη­μα­τί­ζει ρυθ­μι­κά στην άκρη της αυ­λής με γυ­μνά πό­δια. Δεν ήταν η αυ­το­νό­η­τα ξυ­πό­λη­τη φτω­χή γυ­ναί­κα για­τί όλες οι άλ­λες φο­ρού­σαν πα­πού­τσια. Ήταν λες και τα εί­χε βγά­λει για να περ­πα­τή­σει πά­νω στις λα­μπε­ρές απ’ το φεγ­γά­ρι λευ­κές πλά­κες. Εί­χε πιά­σει τα χέ­ρια της πί­σω και βη­μά­τι­ζε σα να ακο­λου­θού­σε κά­ποια άγνω­στη χο­ρο­γρα­φία.

Ο Ντί­μα σαν ασώ­μα­τος μα­έ­στρος κί­νη­σε το κε­φά­λι του στην μου­σι­κή που και ο ίδιος άκου­γε κι ύστε­ρα βυ­θί­στη­κε στα έγκα­τα του λα­γη­νιού για να βγά­λει τα χέ­ρια έξω και να τα χτυ­πή­σει ρυθ­μι­κά, προ­τού ξα­να­βγεί στην επι­φά­νεια έτοι­μος για αυ­τό που θα επα­κο­λου­θού­σε. Οι κα­θι­σμέ­νοι γύ­ρω του εί­χαν ση­κω­θεί και χτυ­πού­σαν τα χέ­ρια, πή­γαι­ναν πί­σω και μπρο­στά. Ύστε­ρα ανέ­βη­καν ανά δυο στην κε­ραία του σταυ­ρού και κύ­κλω­σαν το πι­θά­ρι. Βη­μά­τι­ζαν τε­λε­τουρ­γι­κά, ανε­βο­κα­τε­βά­ζο­ντας τα χέ­ρια σε ορ­θή γω­νία. Ύστε­ρα πλη­σί­α­σαν οι γυ­ναί­κες, χτυ­πώ­ντας με­τα­ξύ τους τις πέ­τρες που κρα­τού­σαν στα χέ­ρια τους. Στον κύ­κλο τους βρι­σκό­ταν και η ερω­μέ­νη του Ντον Λο­λό. Πρώ­τα του χα­μο­γέ­λα­σε κι ύστε­ρα κοί­τα­ξε προς το φεγ­γά­ρι — μό­νο σε αυ­τό θα έδι­νε πλέ­ον λό­γο. Μέ­χρι που θα έφτα­νε η ομα­δι­κή χο­ρο­στα­σία;

Δεν θα μά­θου­με πο­τέ τι ξύ­πνη­σε τον Ντον Λο­λό — η διαί­σθη­ση, το χυ­μέ­νο φεγ­γα­ρό­φω­το στο δω­μά­τιό του ή η άη­χη μου­σι­κή· μπο­ρεί και να ήταν απλώς τα βή­μα­τα των χο­ρευ­τών και τα πέ­τρι­να κρου­στά. Ανα­ζή­τη­σε το χέ­ρι της ερω­μέ­νης του που έπρε­πε να εί­ναι δια­θέ­σι­μη, ξα­πλω­μέ­νη στο δά­πε­δο, και δεν το βρή­κε. Το με­θυ­στι­κό μας μαρς διέ­κο­ψε η μαι­νό­με­νη μορ­φή του που όρ­μη­σε στην αυ­λή, —πα­ρα­με­ρί­σα­με τρο­μαγ­μέ­νοι, η μου­σι­κή δια­κό­πη­κε—, ανέ­βη­κε στο βά­θρο και κλώ­τση­σε το πι­θά­ρι ώστε να κα­τρα­κυ­λή­σει μέ­χρι τον απέ­να­ντι τοί­χο, όπου και συ­νε­τρί­βη με πά­τα­γο. Τρεις από εμάς του χι­μή­ξα­με και τον ακι­νη­το­ποι­ή­σα­με, βέ­βαιοι πως ήταν πια ένας δο­λο­φό­νος. Τα συ­ντρίμ­μια πα­ρέ­με­ναν βου­βά μέ­χρι που ακού­στη­κε κά­τι να σα­λεύ­ει ανά­με­σά τους. Στην σκο­τει­νή άκρη του αί­θριου μια σκού­ρα μά­ζα επι­χει­ρού­σε να ανα­δυ­θεί από τις κε­ρα­μι­κές φλού­δες σαν αγκυ­λω­μέ­νη κού­κλα. Κοι­τού­σα­με έκ­πλη­κτοι, άπρα­γοι. Στο τέ­λος ορ­θώ­θη­κε η μαυ­ρο­ντυ­μέ­νη μορ­φή του Ντί­μα γε­μά­τη λευ­κή σκό­νη. Την τί­να­ξε και μί­λη­σε στον Ντον Λο­λό με τα λό­για της ανα­πό­δρα­στης νί­κης. Τρέ­ξα­με πε­ρι­χα­ρείς πά­νω του, τον ση­κώ­σα­με στα χέ­ρια και ξε­χυ­θή­κα­με προς την πόρ­τα. Η μου­σι­κή μας ξα­νάρ­χι­σε. Ένας άντρας σή­κω­σε στην αγκα­λιά του το κο­ρι­τσά­κι του και ενώ­θη­κε μα­ζί μας. Ο Ντον Λο­λό έμει­νε μό­νος και απα­ρη­γό­ρη­τος στην φω­τι­σμέ­νη αυ­λή. Μο­νο­λο­γού­σε για το χα­μέ­νο του πι­θά­ρι, όχι για την έξο­δό μας. Μέ­σα στην με­γα­λο­μα­νία του, ίσως δεν κα­τά­λα­βε πως φύ­γα­με ορι­στι­κά.

Ακό­μα και σή­με­ρα δεν μπο­ρώ με βε­βαιό­τη­τα να πω τι μας ώθη­σε στην αδια­νό­η­τη έξο­δο από το κτή­μα όπου ζού­σα­με και από την ιδιό­τη­τα του κτή­μα­τος που υπήρ­ξα­με. Αν ήταν η επί­κλη­ση προς την φύ­ση, το φως του φεγ­γα­ριού που μας θύ­μι­σε την ομορ­φιά του κό­σμου, η βία του ισχυ­ρού και η απο­κο­ρύ­φω­ση της αδι­κί­ας, η κοι­νό­τη­τα που ζυ­μώ­θη­κε και φού­σκω­σε γύ­ρω από τον αιχ­μά­λω­το της giara, το τρα­γού­δι που έγι­νε μου­σι­κή και τα βή­μα­τα που έγι­ναν παλ­μός, ή αν ήταν η συ­νύ­παρ­ξη όλων αυ­τών, που κόλ­λη­σαν εκεί­νο το βρά­δυ και σ’ εκεί­νη την αυ­λή, χά­ρη σε μια μυ­στι­κή κόλ­λα όπως εκεί­νη του τε­χνί­τη. Όμως εί­μαι βέ­βαιος πως ήταν τα γυ­μνά πό­δια εκεί­νης της γυ­ναί­κας που ξε­κί­νη­σαν τον παν­σέ­λη­νο χο­ρό μας και ήταν ο τε­λε­τουρ­γι­κός βη­μα­τι­σμός τους που ξύ­πνη­σαν γη και ου­ρα­νό που με την σει­ρά τους μας έτρε­ψαν προς την λυ­τρω­τι­κή εξέ­γερ­ση.

Κι αν προ­ϋ­πήρ­ξα­με στο δι­ή­γη­μα «Το πι­θά­ρι» του Λουί­τζι Πι­ρα­ντέ­λο από την συλ­λο­γή του Νου­βέ­λες για ένα χρό­νο αλ­λά και στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Τζο­βά­νι Βέρ­γκα I Malavoglia, στοι­χεία του οποί­ου εν­σω­μα­τώ­θη­καν στο σχε­τι­κό επει­σό­διο της ται­νί­ας Χά­ος των αδελ­φών Τα­βιά­νι, που κι­νη­μα­το­γρά­φη­σαν τέσ­σε­ρα από τα δι­η­γή­μα­τα του Πι­ρα­ντέ­λο, κι αν ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας, όπως με­τα­φέ­ρε­ται στο εναρ­κτή­ριο επί­γραμ­μά της, έγρα­φε πως ένοιω­θε «γιος του Χά­ους, όχι αλ­λη­γο­ρι­κά αλ­λά κυ­ριο­λε­κτι­κά, για­τί γεν­νή­θη­κε σ’ έναν τό­πο έξω από τον Ακρά­γα­ντα που ονό­μα­ζαν Càvusu, μια πα­ρα­φθο­ρά της αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κής λέ­ξης Χά­ος», εμείς μπρο­στά στο Χά­ος της άδι­κης Ιστο­ρί­ας ενω­θή­κα­με και δια­φύ­γα­με προς την Αρ­μο­νία, λί­γο πριν μας προ­λά­βουν οι λέ­ξεις «Τέ­λος».


{Συ­νε­χί­ζε­ται, πά­ντα συ­νε­χί­ζε­ται}.


Η ται­νία: Kaos [Terzo racconto: La jarre] (Paolo e Vittorio Taviani, 1984). H γυ­ναί­κα: άγνω­στη.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: