«Το πίσω μπαλκόνι» της Φωτεινής Φραγκούλη

«Το πίσω μπαλκόνι» της Φωτεινής Φραγκούλη

Φω­τει­νή Φρα­γκού­λη, Το πί­σω μπαλ­κό­νι (ει­κο­νο­γρά­φη­ση Εύη Τσα­κνιά), εκ­δό­σεις Πα­τά­κη 2018



Το πί­σω μπαλ­κό­νι

Περ­νά ξαφ­νι­κά και­ρός. Πο­λύς και­ρός όταν συ­νει­δη­το­ποιείς πως χρειά­στη­κες χρό­νια απου­σί­ας για να γρά­ψεις για κεί­νη. “Το πί­σω μπαλ­κό­νι” της. Ένα μπαλ­κό­νι που έζη­σες την πραγ­μα­τι­κό­τη­τά του όσο και­ρό ζού­σε εκεί­νη, ο πα­τέ­ρας της, η Που­πέ­τα και η Με­λέ­νια. Ένα μπαλ­κό­νι που ήταν φω­λιά, στο­λι­σμέ­νο τα Χρι­στού­γεν­να για κεί­νον, τα τε­λευ­ταία του Χρι­στού­γεν­να, με φυ­τά που γί­νο­νταν δέ­ντρα, με ποι­ή­μα­τα εν τέ­λει που λάν­θα­ναν στο χώ­μα των γλα­στρών του. Πά­ντα, κά­θε φο­ρά που κοι­τού­σα μέ­σα από το πα­ρά­θυ­ρο αυ­τό το πί­σω μπαλ­κό­νι της Φω­τει­νής, με εξέ­πλητ­τε το πό­σο ήταν μια κρυ­φή αγκα­λιά. Το πό­σο ήταν αυ­λή. Με τις φτέ­ρες του, την πι­κρο­δάφ­νη, το σπα­θί­φυλ­λο, τη σε­φλέ­ρα, το γιού­κα, τον φύ­κο, το μπέν­ζα­μιν. Εκεί­νη τη μυρ­τιά και τη ρο­διά, όπως στα πα­ρα­μύ­θια. Με το μαρ­μά­ρι­νο τρα­πε­ζά­κι, το κα­λα­θά­κι με τους καρ­πούς και τα φρού­τα. Κι εκεί­νες τις ντου­λά­πες που φύ­λα­γαν ως ερ­γα­στή­ρι όλα τη θε­α­τρι­κή σκευή των γιορ­τών που έκα­νε στο σχο­λείο με τους μα­θη­τές της. Μνή­μες ανε­ξί­τη­λες για την ίδια αλ­λά και για κεί­νους που έζη­σαν σε μια δί­νη δη­μιουρ­γί­ας μα­ζί της. Μα­ζί με τη φω­λιά της δε­κα­ο­χτού­ρας, τα σχοι­νιά για τα ρού­χα. Τα απέ­να­ντι σπί­τια.
Πώς λοι­πόν να πα­ρα­ξε­νευ­τείς, όταν αυ­τό το πί­σω μπαλ­κό­νι το πλέ­κει μέ­σα στο τε­λευ­ταίο, τυ­πω­μέ­νο, της βι­βλίο. Ήταν φυ­σι­κή συ­νέ­χεια. Γε­ω­γρα­φία του σπι­τιού και της ψυ­χής της. Έτσι που και αυ­τό, όπως και ολό­κλη­ρο το σπί­τι, να εί­ναι σα μια βρα­χο­νη­σί­δα του ομ­φά­λιου τό­που, ορα­τή οπωσ­δή­πο­τε από το εκεί μπαλ­κό­νι του Μο­λύ­βου, της αρ­χαί­ας Μή­θυ­μνας, όπως την ακούω να υπο­γραμ­μί­ζει, με το οποίο και το συ­νέ­δεε νή­μα μυ­στι­κό, που ακρο­βα­τού­σε πά­νω από τα κύ­μα­τα του Αι­γαί­ου μέ­σα σε ένα μα­γι­κό ρε­α­λι­σμό — ολό­δι­κό της. Έχω τη βε­βαιό­τη­τα πως τις νύ­χτες συ­νε­χί­ζει να ακρο­βα­τεί πά­νω από τους αν­θούς της θα­λάσ­σης.
Στο πί­σω μπαλ­κό­νι η Φω­τει­νή επέ­λε­ξε να φυ­λά­ξει τα ποι­ή­μα­τα της Με­λέ­νιας που την πή­ρε ο θά­να­τος -ή μάλ­λον ο Κα­να­δάς. Στο πί­σω μπαλ­κό­νι — αυ­τή την κρυ­φή αυ­λή. εκεί όπου φυ­λά­με —προ­στα­τεύ­ο­ντάς το— ό,τι πιο αγα­πη­μέ­νο.


Η μύ­η­ση στην πρώ­τη ύλη της ποί­η­σης

Το πί­σω μπαλ­κό­νι εί­ναι ένα βι­βλίο-ελε­γεία, ελε­γεία εις εαυ­τόν, αν και εκ προ­οι­μί­ου μι­λά για τη Με­λέ­νια και “μέ­λι που πέ­τρω­σε η απου­σία της”. Λί­γες μέ­ρες με­τά τον δι­κό της θά­να­το όμως, το βι­βλίο έρ­χε­ται σε εμάς, τους δι­κούς της αγα­πη­μέ­νους, τους ανα­γνώ­στες της εν γέ­νει, μι­κρούς και με­γά­λους, ως ένα δώ­ρο, προ­κει­μέ­νου να συμ­φι­λιω­θού­με με τη δι­κή της απου­σία —με την κά­θε απου­σία— που φρό­ντι­σε να την το­πο­θε­τή­σει στον “Κα­να­δά που έχει πολ­λά α και εί­ναι πιο στα­θε­ρός” και όχι στην “Αλά­σκα που επί­σης έχει πολ­λά α αλ­λά κου­νιέ­ται”. Ο με­τα­φο­ρι­κός λό­γος υπαρ­κτός εξαρ­χής — το προ­οί­μιο και η ου­σία της ίδιας της ποί­η­σης.
Τα φω­νή­ε­ντα, τα σύμ­φω­να, το πλέ­ξι­μο με­τα­ξύ τους μέ­σα στην κά­θε λέ­ξη, η ίδια η λέ­ξη, το ελά­χι­στο αυ­τό μό­ριο της γλώσ­σας (λέ­ξη φέ­ρου­σα νό­η­μα και επι­πλέ­ον ετυ­μο­λο­γι­κό νό­η­μα — και όχι μο­νά­χα ερ­μη­νευ­τι­κό, αλ­λά και λέ­ξη που απο­κτά νό­η­μα μέ­σα από τους φθόγ­γους, τη φω­νη­τι­κή αυ­τή δυ­να­μι­κή που τη συν­θέ­τουν), στη δι­κή της αί­σθη­ση εμπε­ριεί­χαν και απο­κά­λυ­πταν κά­τι πιο βα­θύ για την ίδια την ου­σία της. Το -ως των επιρ­ρη­μά­των δε γρά­φε­ται απλά με ωμέ­γα. Για τη Φω­τει­νή εί­ναι ολό­κλη­ρο, δρα­στι­κό και τε­λειω­τι­κό. Οι “ια­χές”, αυ­τά “τα νι­κη­φό­ρα έξαλ­λα φω­νή­ε­ντα” του Κα­κνα­βά­του, δεν εί­ναι απλά 7 στον αριθ­μό. Η Φω­τει­νή εί­χε βιω­μα­τι­κή σχέ­ση με σύμ­φω­να και φω­νή­ε­ντα. Αυ­τή τη σχέ­ση κα­τα­θέ­τει εδώ.

Έρω­τα έχω με τα -ως των επιρ­ρη­μά­των και τα φω­νή­ε­ντα γε­νι­κώς.

Το πί­σω μπαλ­κό­νι εί­ναι όλη αυ­τή η αφα­νέ­ρω­τη διερ­γα­σία που συμ­βαί­νει ανά­με­σα στους φθόγ­γους, τα γράμ­μα­τα, τα φω­νή­μα­τα και τον ίδιο τον ποι­η­τή-συγ­γρα­φέα. Αυ­τό το έν­δον “πί­σω” εί­ναι που στη­ρί­ζει το ενώ­πιον της με­τέ­πει­τα γρα­φής. Αυ­τή η μύ­χια διερ­γα­σία υπα­γο­ρεύ­ει τον “ρυθ­μό”, “την επα­νά­λη­ψη των λέ­ξε­ων”, και όλη τη σκευή της ποί­η­σης, που, ενώ φαί­νε­ται ως “παι­χνί­δι­σμα”, εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα η αλή­θεια που εκλαμ­βά­νουν οι λέ­ξεις μέ­σα σε ένα ποί­η­μα — ακό­μα και γα­το­ποί­η­μα, όπως στην πε­ρί­πτω­ση της Με­λέ­νιας. Το φως εί­ναι χά­δι, του ήλιου το φως αγκα­λιά, η αγκα­λιά εί­ναι φως η ίδια. Στο τέ­λος του βι­βλί­ου, αυ­τό του ήλιου το φως κα­τα­λύ­ε­ται από ένα φως ισχυ­ρό­τε­ρο. Που θα μας το πει τό­τε, στις τε­λευ­ταί­ες φρά­σεις της.

Το φως, το φως, το φως
Χά­δι το φως
[...]
Του ήλιου το φως
Αγκα­λιά
Αγκα­λιά η πιο με­γά­λη
Ζε­στή αγκά­λη

Στο “πί­σω μπαλ­κό­νι” λαν­θά­νουν λέ­ξεις που πε­ρι­μέ­νουν καρ­τε­ρι­κά την ανά­δυ­σή τους, όπως η “«Αγκά­λη», μια λέ­ξη που κοι­μό­ταν”. Λέ­ξεις που έχεις τη βε­βαιό­τη­τα ότι ανα­σύ­ρο­νται από σε­ντού­κι, από κά­τι πο­λύ πα­λιό και πο­λύ τρυ­φε­ρό. Κά­τι που εί­ναι επι­τα­κτι­κό ζη­τού­με­νο μέ­σα στη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή ρη­χό­τη­τα. Κά­τι που ρα­γί­ζει το ευ­τε­λές κα­τα­σκεύ­α­σμα, που έχει τη δύ­να­μη να περ­πα­τά επί του βάλ­του. Κά­τι που υπάρ­χει ως χα­ρα­μά­δα φω­τός — ακό­μα. Κά­τι που κά­νει το ξέ­φτι, νή­μα ξα­νά.
Θέ­μα­τα “συ­νη­θι­σμέ­να” και “κα­θό­λου πρω­τό­τυ­πα” που όμως γί­νο­νται ποί­η­ση, έτσι, με αυ­τόν τον προ­αιώ­νιο, δια­χρο­νι­κό, βα­θιά ου­σια­στι­κό τρό­πο που κά­νουν οι απλές λέ­ξεις μέ­σα στα αλη­θι­νά ποι­ή­μα­τα. Αυ­τά τα ποι­ή­μα­τα που μας έχουν ορί­σει από τον Όμη­ρο και εξής και μας ορί­ζουν. Όχι τα εγκε­φα­λι­κώς, στε­γνώς, επι­δει­ξιο­μα­νώς. Τα ποι­ή­μα­τα απλώς.
Η Φω­τει­νή αγα­πού­σε πο­λύ τους ποι­η­τές. Αυ­τούς που αντι­λαμ­βά­νο­νται -όπως και η ίδια- τη γλώσ­σα, την ποί­η­ση, βιω­μα­τι­κά και μό­νο. Εί­χε σε κά­ποιους αδυ­να­μία, απήγ­γει­λε στί­χους και ποι­ή­μα­τα ολό­κλη­ρα από τον Ελύ­τη κυ­ρί­ως, την Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ. Ξε­κι­νού­σε με το “πά­ρε τη λέ­ξη μου, δώ­σε μου το χέ­ρι σου” του Εμπει­ρί­κου και τού­το τον στί­χο τον έκα­νε γέ­φυ­ρα ανά­με­σα σε κεί­νη, τα παι­διά, τους ανα­γνώ­στες της, εμάς. Τους επι­κα­λού­νταν διαρ­κώς, μέ­σα στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά της, ως προ­έ­κτα­ση των δι­κών της λό­γων. Ακου­μπού­σε σε αυ­τούς. Όπως ο κά­θε αυ­θε­ντι­κός ανα­γνώ­στης της ποί­η­σης.
Γι' αυ­τό και μπο­ρεί —από αυ­τή την αγά­πη για τη γλώσ­σα κα την “άλ­λη φω­νή” της κα­τά Paz— να απο­κω­δι­κο­ποιεί τα γράμ­μα­τα και τις λέ­ξεις. Να βλέ­πει το κά­θε γράμ­μα ως ει­κό­να που μι­λά απο­κα­λυ­πτι­κά για την ίδια τη λέ­ξη μέ­σα στην οποία βρί­σκε­ται. Να βλέ­πει μέ­σα στο κά­θε γράμ­μα μια λαν­θά­νου­σα ιστο­ρία, μέ­σα στην κά­θε λέ­ξη μια ιστο­ρία επί­σης. Γι' αυ­τό και τα πα­ρα­μύ­θια της εί­ναι το κα­θέ­να και ένα ποί­η­μα. Ο λό­γος της, η σκέ­ψη της, εί­ναι ποι­η­τι­κή και μό­νο. Και από την άλ­λη —από αυ­τή την αγά­πη προς την ποί­η­ση και μό­νο— δε δί­στα­σε να εγκολ­πώ­σει στί­χους ποι­η­τών σε ένα βι­βλίο —όπως λέ­με— για παι­διά. Αν και εκεί­νη δεν έγρα­ψε πο­τέ για παι­διά με τον τρό­πο που το έκα­νε ο Άντερ­σεν, με τον τρό­πο που το έκα­νε πρω­τύ­τε­ρα το λαϊ­κό πα­ρα­μύ­θι.
Εδώ θα πω: υπάρ­χουν δρό­μοι και δρό­μοι να μι­λή­σει κα­νείς στα παι­διά. Η Φω­τει­νή εί­χε δύο μο­να­δι­κούς δρό­μους. Τον έναν τον γνώ­ρι­σαν και τον από­λαυ­σαν οι μα­θη­τές της. Τον άλ­λον οι ανα­γνώ­στες της. Οι μα­θη­τές της όμως, ξέ­ρου­με πο­λύ κα­λά όσοι τη γνω­ρί­ζα­με, ήταν και οι πρώ­τοι της ανα­γνώ­στες. Έπει­τα ήταν οι αγα­πη­μέ­νοι της φί­λοι. Μέ­σα από αυ­τούς όλους φίλ­τρα­ρε τις τε­λευ­ταί­ες της σκέ­ψεις, επι­με­λού­νταν τις διορ­θώ­σεις της. Εί­χε εμπι­στο­σύ­νη σε αυ­τή τη διερ­γα­σία που συ­νέ­βαι­νε. Σε αυ­τό το μοί­ρα­σμα που ήταν γε­γο­νός ανε­πι­τή­δευ­το και συ­νέ­βαι­νε με την αγω­νία της έκ­θε­σης πά­ντα. Όσο λα­χτά­ρα ένιω­θε να γρά­φει ιστο­ρί­ες, άλ­λη τό­ση να τις προ­σφέ­ρει. Προ­τού γί­νουν βι­βλίο, ήταν πρώ­τα συ­νο­μι­λία. Αγω­νία και συ­νο­μι­λία.

Νιώ­θω λα­χτά­ρα να γρά­φω λέ­ξεις και λε­ξού­λες, ιστο­ρί­ες και ιστο­ριού­λες, συ­μπλή­ρω­σε η Φω­τει­νή. Αυ­τό λέ­γε­ται δη­μιουρ­γία!” της απα­ντά η πο­λύ­γλωσ­ση Που­πέ­τα.

Δη­μιουρ­γία ήταν και αυ­τό το μα­γι­κό που συ­ντε­λού­νταν ανά­με­σά μας. Δη­μιουρ­γία εμπι­στο­σύ­νης, φι­λί­ας και αγά­πης. Αφο­σί­ω­σης.

Η Φω­τει­νή Φρα­γκού­λη




Η μύ­η­ση στην ποί­η­ση την ίδια

Η συγ­γρα­φέ­ας Φω­τει­νή Φρα­γκού­λη δεν γρά­φει απλώς ένα πα­ρα­πά­νω βι­βλίο. Το βι­βλίο της αυ­τό πρό­κει­ται για μια μύ­η­ση κα­τ' ου­σί­αν στην ανά­γνω­ση της ποί­η­σης. Χα­λι­κά­κια αφή­νει αυ­τής της εμπει­ρί­ας της ανά­γνω­σης που γί­νο­νται φα­νοί, προ­κει­μέ­νου να δεί­ξει τον δρό­μο, όπως η ίδια τον απο­κω­δι­κο­ποί­η­σε πρώ­τα για τον εαυ­τό της μέ­σα σε αυ­τή τη μα­κρο­χρό­νια και αγα­πη­τι­κή σχέ­ση με την ανά­γνω­ση που εί­χε.
Κα­τα­θέ­τει με λό­για απλά —αλ­λά όχι απλοϊ­κά— αυ­τό που όλοι γνω­ρί­ζου­με ότι κά­νει μέ­σα μας η ποί­η­ση. Όταν κα­τορ­θώ­νει και λύ­νει τον άλυ­το κό­μπο, αυ­τή την ακαμ­ψία στην οποία έχου­με υπο­βά­λει τον εαυ­τό μας μέ­σα από λέ­πια, φραγ­μούς, έξω­θεν «θε­λή­μα­τα», και συ­ντε­λεί­ται επο­μέ­νως η ει­σέ­λευ­σή της μέ­σα μας — κά­πο­τε ασφα­λώς πρό­κει­ται για επέ­λα­ση, η ανα­γνώ­ρι­ση αυ­τού που εί­μα­στε και μας συμ­βαί­νει:

Τι ακρι­βής πε­ρι­γρα­φή! Έτσι ακρι­βώς όπως νιώ­θω

Αυ­τή εί­ναι η θύ­ρα -κα­τώ­φλι και βη­μό­θυ­ρο- μέ­σα από την οποία ένα ποί­η­μα γί­νε­ται δι­κό μας. Το ότι κα­τορ­θώ­νει και πε­ρι­γρά­φει ευ­κρι­νώς αυ­τό που κα­τ' ου­σί­αν νιώ­θου­με. Το ότι επο­μέ­νως μας πα­ρα­βιά­ζει. Και του αφη­νό­μα­στε να το κά­νει. Και τό­τε, όταν μοι­ρά­ζε­ται αυ­τή η ανά­γνω­ση -ή και η γρα­φή της ποί­η­σης- εν­δέ­χε­ται να συμ­βεί και κά­τι πα­ρα­πά­νω. Για­τί η ποί­η­ση εί­ναι πρά­ξη κα­τ' ου­σί­αν συ­ντρο­φι­κή. Και η αγά­πη επί­σης. Dueto Και Μό­νο.

Κοι­τά­ζο­νται. Λό­για δε λέ­νε. Μί­λη­σε το ποί­η­μα. Ακού­γε­ται μό­νο το ρο­λόι και ο αέ­ρας που χτυ­πά την τέ­ντα στο μπαλ­κό­νι

Και έτσι συ­νυ­πάρ­χουν μέ­σα σε “πολ­λή ώρα σιω­πής” ακου­μπώ­ντας στα λό­για της ποί­η­σης που προη­γή­θη­καν, στα δι­κά τους που δεν ει­πώ­θη­καν, υπάρ­χουν όμως ως σιω­πη­λές κραυ­γές, με­σί­στιες κά­πο­τε πα­ρα­μέ­νου­σες, λό­γω του Έρω­τα ή του Θα­νά­του. Της Αγά­πης τε­λι­κά.

Το προ­φίλ του Ποι­η­τή

Μέσα σε αυ­τή τη μύ­η­ση στην ποί­η­ση, που υπάρ­χει ως ένας από τους κύ­ριους άξο­νες ανά­γνω­σης του βι­βλί­ου της Φω­τει­νής, ει­σχω­ρεί και ένα δι­κό της έμ­με­σο σχό­λιο για το προ­φίλ του ποι­η­τή. Θα μπο­ρού­σε εν ολί­γοις να μι­λή­σει και για τη δι­κή της στά­ση απέ­να­ντι στην ακα­τά­σχε­τη κά­πο­τε και άνευ όρων εξω­στρέ­φεια της σύγ­χρο­νης γρα­φής. Τα πράγ­μα­τα εί­ναι διαυ­γέ­στε­ρα του ύδα­τος. Η Φω­τει­νή επέ­λε­ξε αυ­τόν τον όχι και τό­σο πο­λυ­σύ­χνα­στο δρό­μο. Τον σιω­πη­λό και με τη στό­φα του κλα­σι­κού. Ν' αντέ­χει στον χρό­νο και με­τά. Να εί­ναι καρ­πός ου­σια­στι­κής -και κά­πο­τε μα­κρο­χρό­νιας- σιω­πής. Και δου­λειάς εσω­τε­ρι­κής. Εις την αί­θου­σα του θρό­νου.

Η Με­λέ­νια μας, όμως, δεν έλε­γε πο­τέ ότι γρά­φει. Ζού­σε στη σκιά. Ήταν χα­μη­λών τό­νων. Δια­κρι­τι­κή



Η μύ­η­ση στην απώ­λεια που γί­νε­ται μύ­η­ση στην αγά­πη

Κυρί­ως όμως στο “πί­σω μπαλ­κό­νι” μι­λά για την απώ­λεια, την απου­σία που προ­κα­λεί η απώ­λεια, και τη βλέ­που­με να τη δια­χει­ρί­ζε­ται με μια απλή πρό­τα­ση: “Δεν θέ­λω να μι­λά­με για την απου­σία της. Θέ­λω να κά­νου­με σαν να πή­γε τα­ξί­δι”. Σε αυ­τό το τα­ξί­δι φα­ντα­ζό­μα­στε και εμείς τη Φω­τει­νή ότι πή­γε.
Όσο ήταν στη γη, την περ­πά­τη­σε απα­λά, την αγνά­ντε­ψε, την αφου­γκρά­στη­κε, “άκου­σε την καρ­διά της” και επο­μέ­νως “όλα της τα μυ­στι­κά”. Έτσι όπως η “Δάφ­νη” του Βε­νέ­ζη, που τον γνώ­ρι­σε η Φω­τει­νή μι­κρό παι­δί στο σχο­λείο της στον Μό­λυ­βο. Η Δάφ­νη, που “ήξε­ρε πως μο­νά­χα αυ­τή εί­χε το προ­νό­μιο ν' ακού­ει τη φω­νή των πραγ­μά­των” και μο­νά­χα αυ­τή άκου­γε ό,τι δεν άκου­γαν οι άλ­λοι, όταν γι' αυ­τήν και μό­νο “όλα μι­λού­σαν από­ψε στον λό­φο”. Κά­ποιοι άν­θρω­ποι έτσι ζουν και περ­πα­τούν. Φα­νε­ρώ­νο­ντας τον κό­σμο και για τους άλ­λους. Οι ποι­η­τές κα­τε­ξο­χήν. Δέ­ντρα ιε­ρά και Απολ­λώ­νια, να σκορ­πί­ζουν φως και βλέμ­μα σε έναν κό­σμο που επι­μέ­νει να πο­ρεύ­ε­ται μέ­σα στο οι­κειο­θε­λές σκο­τά­δι του. Έτσι περ­πά­τη­σε η Φω­τει­νή, όπως και κά­θε αυ­θε­ντι­κός άν­θρω­πος της γρα­φής. Διαρ­ρη­γνύ­ο­ντας το σκο­τά­δι του κό­σμου. Ως δέ­ντρο φω­τός. Και ιε­ρο­πρε­πές επί­σης.
Τώ­ρα, ψη­λά πε­τώ­ντας, τώ­ρα που “βλέ­πει κα­λύ­τε­ρα”, επι­βε­βαιώ­νει και σε εμάς εδώ πως “ο κό­σμος εί­ναι στρογ­γυ­λός”, δί­χως γω­νί­ες, αγκυ­λώ­σεις, γραμ­μές. Ή ίσως η μία και μο­να­δι­κή γραμ­μή που κα­μπυ­λώ­νει, για να κλεί­σει εν τέ­λει σε αυ­τόν. Μια “αγκά­λη” ή “αγκα­λιά” ο κό­σμος -αν μπο­ρέ­σεις να τον δεις. Μπο­ρεί να χρεια­στεί να πε­τά­ξεις γι' αυ­τό, μπο­ρεί, όμως, και να έχεις ήδη φτε­ρά και εδώ στη γη, να την πα­τάς “απα­λά”, να την ακούς, και γι' αυ­τό να συ­ντε­λεί­ται εντός σου αυ­τή η με­τα­μόρ­φω­ση που κά­νει το “πα­τώ”, “πε­τώ”. Όσο πιο ψη­λά, όσο πιο απαλ­λαγ­μέ­νος και με­τα­μορ­φω­μέ­νος, όσο εν σιω­πή, τό­σο κα­λύ­τε­ρα, τό­τε και μό­νο μπο­ρείς να “δεις”. Με άπει­ρο σε­βα­σμό και θαυ­μα­σμό απέ­να­ντι στο ελά­χι­στο που συμ­βαί­νει μέ­σα στον “κό­σμο” του κό­σμου. Με προ­σή­λω­ση σε αυ­τό το ένα και μο­να­δι­κό που­λί μέ­σα στο βα­θύ δά­σος. Με σιω­πή απέ­να­ντι στο ρί­γος της θά­λασ­σας, έτσι που να το ακούς. Γο­νυ­κλι­νώ­ντας απέ­να­ντι στην πέ­τρα, στο φως απά­νω της, το χορ­τά­ρι, το άν­θος μέ­σα στα αγκά­θια. Δια­σχί­ζο­ντας τη ρυ­τί­δα της έγνοιας και κρα­τώ­ντας τη λάμ­ψη των κου­ρα­σμέ­νων μα­τιών ενός προ­σώ­που αγα­πη­μέ­νου. Κοι­τώ­ντας ψυ­χή.

ΑΤΙΤΛΟ

Πα­τώ στη γη
Απα­λά
Όσο πιο απα­λά πα­τώ
Τό­σο πιο κα­λά ακούω
Ακούω την καρ­διά της
Και όλα της τα μυ­στι­κά
Ανε­βαί­νω
Ψη­λά σκαρ­φα­λώ­νω
Πε­τάω
Πε­τώ
Σχε­δόν πε­τώ
Και κά­θο­μαι ψη­λά
Όσο πιο ψη­λά κά­θο­μαι
Τό­σο κα­λύ­τε­ρα βλέ­πω
Ο κό­σμος εί­ναι
Στρογ­γυ­λός.


Η αγά­πη

Στρογ­γυ­λός” ση­μαί­νει την ίδια την αγά­πη. Τον εν­θου­σια­σμό του έρω­τα απά­νω στα πράγ­μα­τα και τα πλά­σμα­τα, που επι­μέ­νει να υπάρ­χει μέ­σα σε αυ­τή τη δύ­σβα­τη κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα. Όταν ηρω­ι­σμός εί­ναι ακρι­βώς αυ­τό: να συ­νε­χί­ζει κά­ποιος να βλέ­πει την ομορ­φιά και τη χα­ρά, εκεί όπου πράγ­μα­τι υπάρ­χει:

Όταν γε­λάς, Φω­τει­νού­λα, στρογ­γυ­λεύ­ει όμορ­φα ο κό­σμος” της λέ­ει η Που­πέ­τα.

Όμως αυ­τό πο­τέ δεν έγι­νε ανώ­δυ­να. Το στρογ­γύ­λε­μα, η αγκά­λη, η ίδια η αγά­πη λειαί­νει το άκαμ­πτο που εί­ναι —ή γί­νε­ται— η ψυ­χή του αν­θρώ­που, αυ­τό το αμο­ντά­ρι­στο, το ακα­θό­ρι­στο, το σκο­τει­νό. Η αγά­πη προ­χω­ρά και όσο προ­χω­ρά επου­λώ­νει, ση­μα­δεύ­ο­ντας όμως, προ­συ­πο­γρά­φο­ντας τον πό­νο της απώ­λειας που θα έρ­θει με­τά.

Η αγά­πη αφή­νει ση­μά­δια, Που­πε­τιώ μου, ση­μά­δια, και στα δί­πο­δα και στα τε­τρά­πο­δα

Η αγά­πη αφή­νει επί­σης τον άλ­λον να προ­πο­ρεύ­ε­ται. Εθε­λου­σί­ως, απρό­σκο­πτα και απρο­σποί­η­τα. Για­τί όταν προ­πο­ρεύ­ε­ται ο άλ­λος, εσύ νιώ­θεις ότι υπάρ­χεις μέ­σα σε αυ­τή την προ­πό­ρευ­ση και τού­το εί­ναι “επι­λο­γή”. Η επι­λο­γή της ασφά­λειας της αγκά­λης — έτσι ως φύ­λα­κας άγ­γε­λος. Ίσως αυ­τό να εί­ναι εντέ­λει αυ­τός που αγα­πά. Ή αυ­τό κα­λεί­ται να γί­νει. Ένας θυ­σια­ζό­με­νος φύ­λα­κας άγ­γε­λος.

Στο κα­λα­θά­κι της με­τα­φο­ράς
Μπρο­στά εσύ πί­σω εγώ
[...]
Επι­λο­γή
Πά­ντα
Πρώ­τη εσύ με­τά εγώ

Και έρ­χο­νται ως επι­στέ­γα­σμα στί­χοι ξα­νά, δι­κοί της, μα και δι­κοί του, του Ελύ­τη αυ­τή τη φο­ρά, που συ­μπο­ρεύ­ο­νται και στε­ρε­ώ­νουν ό,τι στρογ­γυ­λό έχει προη­γη­θεί και έχει ξε­κι­νή­σει από προη­γού­με­να βι­βλία της Φω­τει­νής. Τώ­ρα στε­γά­ζει την ολο­κλή­ρω­σή του:

Για­τί στην αγά­πη ξέ­ρω να μπαί­νω σαν Παν­σέ­λη­νος
Και δα­νεί­ζο­μαι τις λέ­ξεις των ποι­η­τών
Για σέ­να, που­λά­κι μου,
Των ποι­η­τών τα λό­για για σέ­να
Και οι πρά­ξεις μου για σέ­να
Στην όχθη των πρά­ξε­ων
Πο­λύ ευ­χα­ρι­στη­μέ­νη εί­μαι
Και νια­ου­ρί­ζω για σέ­να
Μό­νο για σέ­να

Γέ­ρα­σα” λέ­ει η Που­πέ­τα. “Σ' εσέ­να μπο­ρώ να το πα­ρα­δε­χτώ. Εί­μαι γριού­λα πια. Πο­λύ γριού­λα”. Μα γι 'αυ­τόν που αγα­πά δεν υφί­στα­ται αυ­τό το πέ­ρα­σμα του χρό­νου: “Εί­σαι γλυ­κού­λα” της απα­ντά η Φω­τει­νή. “Και πά­ντα η βα­σί­λισ­σα των γα­τών και της καρ­διάς μου η βα­σί­λισ­σα”.

Εί­σαι. για­τί εί­σαι “το σμα­ρά­γδι”, αυ­τό το “πο­λύ­τι­μο πρά­σι­νο φως”, αυ­τή η ύπαρ­ξη που εί­ναι ο κα­θέ­νας από μας στα μά­τια αυ­τού, αυ­τών που τον αγα­πά­νε. Για­τί για αυ­τόν που τον αγα­πά­ει, “δέ­ντρο αν­θι­σμέ­νο που περ­πα­τά” και που “αν­θί­ζουν όλα πά­νω” του εί­ναι, και που “φω­τί­ζει τον κό­σμο” του και αυ­τό “δεν εί­ναι με­τα­φο­ρά /κυ­ριο­λε­ξία εί­ναι”.
Στην αγά­πη συμ­βαί­νει η κα­τά­λυ­ση του χρό­νου. Ο χρό­νος δεν υπάρ­χει. Υπάρ­χει μο­νά­χα το τώ­ρα που το βιώ­νουν δυο άν­θρω­ποι —δυο πλά­σμα­τα— με ανοι­χτά τα χέ­ρια. Και τα μά­τια να κα­θρε­φτί­ζουν —όχι το πέ­ρα­σμά του— αλ­λά την αλή­θειά τους μο­νά­χα. “Ο χρό­νος δεν υπάρ­χει, όταν ψά­χνεις για κά­τι αλη­θι­νό”, λέ­ει η Μπά­μπου­σκα στο πα­ρα­μύ­θι της Ρω­σί­ας.


Το ση­μά­δι της απώ­λειας

Σημά­δι ανε­πού­λω­το μο­νά­χα ο θά­να­τος που τη σα­ρώ­νει στο πέ­ρα­σμά του. Ή την κά­νει κά­τι άλ­λο. Μια πε­τα­λού­δα ας πού­με. “Οι πε­τα­λού­δες άν­θη σε αέ­ναη κί­νη­ση” έλε­γε ο Nicanor Parra, άν­θη ιπτά­με­να, ψυ­χές με­τέ­ω­ρες με­τα­ξύ του εδώ και του επέ­κει­να. Ψυ­χαν­θή. Με τον άνε­μο μέ­σα τους. Αυ­τό το ελά­χι­στο αε­ρά­κι μό­νο. Που μας “χαϊ­δεύ­ει”. Μό­νο. Αυ­τή η πνοή των από­ντων μέ­σα στην κά­θε μέ­ρα. Που “έρ­χε­ται”, επι­στρέ­φει πά­ντα, αιφ­νί­δια και πα­ρη­γο­ρη­τι­κά, “κά­τι να πει” μέ­σα από το και­νού­ριο “δι­κό της φως”. Ακό­μα και να μας υπα­γο­ρεύ­σει. Και που μας κά­νει να δα­κρύ­ζου­με. Απλά, βου­βά, ένα ξε­χεί­λι­σμα του επιού­σιου πέν­θους στο κα­θ' οδόν της δι­κής μας ζω­ής που συ­νε­χί­ζε­ται. Δά­κρυα που γί­νο­νται ποί­η­μα.

Η ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ

Μια πε­τα­λού­δα
Κί­τρι­νη
Ανά­λα­φρη
Αλ­λιώ­τι­κη
Δεν έρ­χε­ται να παί­ξει
Έρ­χε­ται απα­λά
Κά­τι να πει
Έχει δι­κό της φως
Φα­γού­ρα δεν έχω
Ένα αε­ρά­κι χαϊ­δεύ­ει
Τα αυ­τιά μου
Μό­νο.

Τό­τε ανα­ζη­τά ο κα­θέ­νας από μας, μέ­σα σε αυ­τό το πέν­θος, το “πιο κο­ντά” του άλ­λου. Την αφή. Το “ν' ακου­μπή­σει το κε­φα­λά­κι του στα γό­να­τα” του άλ­λου. Το να πα­ρη­γο­ρη­θεί με αυ­τό “το χέ­ρι που τρέ­μει και θα το χαϊ­δέ­ψει”. Το να μοι­ρα­στεί ο βου­βός αυ­τός θρή­νος, “το κλά­μα που θύ­μι­ζε πα­λιό παι­δι­κό τρα­γού­δι”, όταν η “στα­γό­να” από το ένα πρό­σω­πο φύ­γει στο άλ­λο, όταν η “στα­γό­να” από το ακου­μπι­σμέ­νο πρό­σω­πο φύ­γει στα γό­να­τα του άλ­λου. Τό­τε που “έβρε­χε ήσυ­χα, φθι­νο­πω­ρι­νό ψι­λό­βρο­χο, το­πι­κά στον κα­να­πέ”. Μια βα­θιά αν­θρώ­πι­νη ει­κό­να που μέ­σα στην απου­σία του άλ­λου αν­θρώ­που συ­ντε­λεί­ται με­τα­ξύ μιας γά­τας και της ίδιας. Μια βα­θιά συ­νο­μι­λία που ανα­γνω­ρί­ζουν πο­λύ μο­νά­χα όσοι δεν εί­χαν την τύ­χη να ακου­μπή­σουν σε μια άλ­λη αν­θρώ­πι­νη ψυ­χή την ίδια την ψυ­χή τους. Τό­τε που ο κό­σμος στρογ­γυ­λεύ­ει έως τέ­λους. Και τού­το το στρογ­γύ­λε­μα που προ­έρ­χε­ται από την αφή την ίδια και που προ­κύ­πτει από την αφή της ψυ­χής πρώ­τα, εί­ναι μια κυο­φο­ρία. Τί­πο­τα δεν εί­ναι το ίδιο πια. Όλα γεν­νιού­νται εξαρ­χής.
Όπως πο­λύ σω­στά “εί­δε” και απει­κό­νι­σε η Εύη Τσα­κνιά μέ­σα στην ει­κό­να αυ­τού του ση­μεί­ου της ιστο­ρί­ας. Ένα αυ­γό ο κό­σμος πια. Έσπα­σε το τσό­φλι του. Το έσπα­σε το άγ­γιγ­μα. Το έν­δον και το έξω με­τά. Το μοί­ρα­σμα αυ­τής της εσω­τε­ρι­κής μο­να­ξιάς. Που πια δεν εί­ναι το κρά­τος της. Για­τί η αγά­πη εί­ναι “μια κου­βέρ­τα”, “ένα σε­ντό­νι”. Για όλες τις επο­χές. Ή “μια ομπρέ­λα”, “έν' αλε­ξι­βρό­χιον”. Και αυ­τό για όλες τις επο­χές. Η σκε­πή του μα­ζί μέ­σα σε αυ­τό το χοϊ­κό, πο­λύ χοϊ­κό, και διαρ­κές, πά­ντα.

Η ΟΜΠΡΕΛΑ

Μια ζε­στή κου­βέρ­τα για τον χει­μώ­να
Ένα δρο­σε­ρό σε­ντό­νι για το κα­λο­καί­ρι
Αυ­τό να εί­μαι εγώ για σέ­να
Κι εσύ να μου δώ­σεις μια ομπρε­λί­τσα
Έν' αλε­ξι­βρό­χιον
Και να μην το πά­ρεις πί­σω.


Το κρά­τος του θα­νά­του

Τέλος για τη Με­λέ­νια εί­ναι “Το τα­ξί­δι”, ένα σχε­δόν ημε­ρο­λό­γιο. Η βε­βαιό­τη­τα της φυ­γής. Μέ­σα στο πα­ρα­κά­τω ση­μεί­ω­μα, που δεν έχει τη μορ­φή ποι­ή­μα­τος, εί­ναι όμως κα­τ' ου­σί­αν ποί­η­μα, η Φω­τει­νή Φρα­γκού­λη πε­ρι­γρά­φει προ­φη­τι­κά -σε και­ρό αι­θρί­ας- τον αιφ­νί­διο δι­κό της θά­να­το. Έτσι όπως οι ποι­η­τές το κά­νουν, ανερ­μή­νευ­τα. Να προ­πο­ρεύ­ε­ται το ποί­η­μα της ίδιας της ζω­ής. Μέ­σα σε αυ­τό το ση­μεί­ω­μα λά­μπει για μια ακό­μα φο­ρά η με­γά­λη αγά­πη για όλο αυ­τόν τον κό­σμο των λέ­ξε­ων που στη­ρί­ζε­ται στα απλά ση­μά­δια και που γεν­νά ιστο­ρί­ες. Το “φ” του “φεύ­γω”, του “φω­τός”, του “φυ­σά­ει”, της “Φω­τει­νής”. Ένα γράμ­μα απλώς. Και μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Θα φύ­γω, σχε­δόν φεύ­γω. Φ, φ, πα­ρή­χη­ση του φ. Την έμα­θα και την πα­ρή­χη­ση! Φως, Φω­τει­νή. Φω­τει­νού­λα, η αγα­πη­μέ­νη μου.

Φυ­σά­ει, Φω­τει­νού­λα μου. Βο­ριάς. Φ, φ,φ, θα με φυ­σή­ξει ο Αμ­μέ­νιος. Ποιος ξέ­ρει πού. Θα σε σκέ­φτο­μαι και όταν λεί­πω. Φ, φ, φ, θα με φυ­σή­ξει σαν βο­ριάς πα­γω­μέ­νος. Να με σκέ­φτε­σαι και όταν λεί­πω. Θα με φυ­σή­ξει, ποιος ξέ­ρει πού. Μπο­ρεί και ως τον Κα­να­δά, αν με φυ­σή­ξει δυ­να­τά! (Κα­να­δά-δυ­να­τά). Έκα­να ομοιο­κα­τα­λη­ξία! Πού και πού τα κα­τα­φέρ­νω. Μπρά­βο μου!

Τα γράμ­μα­τα φέρ­νουν λέ­ξεις. Λέ­ξεις που υπάρ­χουν ως ένα βιο­γρα­φι­κό ση­μεί­ω­μα της ίδιας. Λέ­ξεις-πυ­γο­λα­μπί­δες και φλο­γο­βό­λες που λει­τουρ­γούν για όλους εμάς ως λό­γος ύστα­τος και πα­ρα­κα­τα­θή­κη της.

Κ για την κα­λο­σύ­νη
Α για την αγά­πη
ΝΑ! ΝΑ! ΝΑ! για τα θαυ­μα­στι­κά και τις εκ­πλή­ξεις!
Δ για τα δέ­ντρα
Α για την αγά­πη ξα­νά
Σ για τη σιω­πή και τα μυ­στι­κά της


Ένα κύ­κνειο άσμα για την Αγά­πη — ξα­νά και ξα­νά

Τα τε­λευ­ταία λό­για της Που­πέ­τα εί­ναι ένα ξέ­σπα­σμα, αλη­θι­νό, όσο αλη­θι­νό εί­ναι ότι δυ­σκο­λευό­μα­στε να εκ-φρά­σου­με ό,τι πιο βα­θύ νιώ­θου­με. Να εκ-τε­θού­με. Να πα­ρα­δώ­σου­με την ψυ­χή μας γυ­μνή, ανυ­πε­ρά­σπι­στη στα χέ­ρια του άλ­λου. Και ας την κά­νει ό,τι θέ­λει. Δει­λιά­ζου­με. Αρ­γο­πο­ρού­με. Βα­φτί­ζου­με δια­κρι­τι­κό­τη­τα την ατολ­μία. Σύ­νε­ση τον φό­βο. Σιω­πή την ολι­γο­ψυ­χία. Ο εγω­ι­σμός και­ρο­φυ­λα­κτεί και φο­ρά μά­σκες. Η Που­πέ­τα ξε­σπά και φα­νε­ρώ­νει σε όλους μας τον ένα και μο­να­δι­κό δρό­μο. Ίσως και να προ­λα­βαί­νει κα­νείς να τον πά­ρει.

Εί­μαι ανό­η­τη. Πο­τέ δεν την έδει­ξα πό­σο πο­λύ την αγα­πού­σα. Πό­σο τη λά­τρευα. Πώς τώ­ρα να της το πω; Ε, πώς; Τώ­ρα εί­ναι πο­λύ αρ­γά. Εί­μαι άμυα­λη. Εγω­ί­στρια εί­μαι. Ακό­μα και τώ­ρα που τη χά­σα­με, λέω στα αγ­γλι­κά ότι εί­ναι αξέ­χα­στη. Unforgettable. Αρι­στο­κρα­τι­κές ανοη­σί­ες. Δει­λές συ­μπε­ρι­φο­ρές. Γέ­ρα­σα για να κα­τα­λά­βω ότι αξί­ζει να δεί­χνου­με απλό­καρ­δα την αγά­πη μας όσο εί­ναι δί­πλα μας αυ­τοί που αγα­πά­με. Οι τσι­γκου­νιές στα αι­σθή­μα­τα εί­ναι με­γά­λη χα­ζο­μά­ρα

Άρ­γη­σα” εί­πε η Που­πέ­τα.

“Πο­τέ δεν εί­ναι αρ­γά” της απά­ντη­σε η Φω­τει­νή.

“Μα δεν εί­ναι πια εδώ και θέ­λω να νια­ου­ρί­σω πο­λύ δυ­να­τά πως εί­ναι αξέ­χα­στη, α-ξε-χα-στη και πο­λυα­γα­πη­μέ­νη. Πως ήταν κα­λή και ομόρ­φαι­νε το ει­κο­σι­τε­τρά­ω­ρό μου... Και μι­σώ τον Κα­να­δά που μας τη στέ­ρη­σε”.

Στο “πίσω μπαλ­κό­νι” η Φω­τει­νή μας δί­νει — όπως το έκα­νε σε όλες της τις ιστο­ρί­ες-απο­χρώ­σεις της αγά­πης. Από το πρώ­το της βι­βλίο “Το χω­ρα­φά­κι της αγά­πης” ως και τού­το το τε­λευ­ταίο. Τα χρώ­μα­τα εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κά κά­θε φο­ρά. Και τού­το εί­ναι μια άλ­λη ιστο­ρία. Για μια άλ­λη φο­ρά. Οι απο­χρώ­σεις όμως στο “πί­σω μπαλ­κό­νι” εί­ναι πέν­θι­μες. Δεν βλέ­πω το μαύ­ρο, πα­ρά μο­νά­χα στο ξέ­σπα­σμα της Που­πέ­τα, όταν έχει δια­πι­στώ­σει —όπως όλοι μας κά­ποια φο­ρά— πό­σο κα­θυ­στε­ρή­σα­με. Πό­σο αρ­γή­σα­με να τη μι­λή­σου­με την αγά­πη μας, να λυ­τρω­θού­με και να λυ­τρώ­σου­με. Στο ση­μείο αυ­τό όμως η ίδια η Φω­τει­νή κά­νει το μαύ­ρο, βιο­λε­τί, με την υπο­γράμ­μι­ση ότι πο­τέ —όσο κα­νείς εί­ναι ζω­ντα­νός ακό­μη— πο­τέ δεν εί­ναι αρ­γά να πά­ρει και να δώ­σει αγά­πη. Ότι η αγά­πη δεν υπό­κει­ται στον χρό­νο. Από τη στιγ­μή που συμ­βεί, ήδη τον εξα­γό­ρα­σε. Για τού­το και “το πί­σω μπαλ­κό­νι” στο τέ­λος λού­ζε­ται μέ­σα στο φως του ήλιου, που εί­ναι δυ­να­τό, όμως η αγά­πη εί­ναι δυ­να­τό­τε­ρη και από αυ­τόν. Σκε­πά­ζει και κα­τα­λύ­ει και δια­σχί­ζει και το κρά­τος και το σκο­τά­δι του Θα­νά­του. Για­τί θά­να­τος εί­ναι μο­νά­χα η ανυ­παρ­ξία της. Ή ο φι­μω­μέ­νος εγκλω­βι­σμός της.


Έξο­δος

Πόσα χρό­νια θέ­λει κα­νείς για να' ναι έτοι­μος; Κά­πο­τε το έτοι­μος εί­ναι έτοι­μο από και­ρό. Απο­κω­δι­κο­ποι­η­μέ­νο. Φα­νε­ρω­μέ­νο. Και άλ­λο­τε απαι­τεί αυ­τό που μαρ­τυ­ρεί και η ίδια η λέ­ξη,[1] την εξέ­τα­ση, την προ­ε­τοι­μα­σία του δρό­μου, προ­κει­μέ­νου να δεις κα­θα­ρά, πο­λύ κα­θα­ρά, να σου απο­κα­λυ­φθεί αυ­τός ο ίδιος ο δρό­μος. Και να' σαι πρό­θυ­μος να τον πά­ρεις. Να συ­νερ­γα­στεί με τους έν­δον λα­βυ­ρίν­θους σου, έτσι ώστε να αφή­σει κά­ποια στιγ­μή, μέ­σα στον βυ­θό της θά­λασ­σας, αυ­τό το κο­χύ­λι της, το σπά­νιο, με το χρώ­μα της αυ­γής απά­νω του, που το λέ­νε όσοι ψα­ρά­δες ακό­μα το βρί­σκουν “μά­τι της θά­λασ­σας” ή “της Πα­να­γιάς”.


Υ.Γ.

Τώ­ρα χιο­νί­ζει. Εδώ στα δυ­τι­κά της Μα­κε­δο­νί­ας που ήρ­θε και ξα­να­ήρ­θε η αγα­πη­μέ­νη Φω­τει­νή. Μα­κριά από τη θά­λασ­σα και “οχτα­κό­σια μέ­τρα ψη­λό­τε­ρα από την επι­φά­νεια του Αι­γαί­ου”, όπως γρά­φει και ο αγα­πη­μέ­νος Μί­μης Σου­λιώ­της.[2] Εδώ στην Πτο­λε­μαϊ­δα, που την αγά­πη­σε αυ­τή τη μο­να­χι­κή στε­ριά, που δεν πε­ρι­τρι­γυ­ρί­ζε­ται από τον ενά­λιο κό­σμο, αλ­λά από τον κό­σμο των βου­νών και μό­νο. Και που και εδώ τα βου­νά έλιω­σαν για χά­ρη της. Μι­κροί και με­γά­λοι. Τους αφό­πλι­σε. Με την ευ­γέ­νεια, τη συ­γκί­νη­ση, την αγά­πη της. Τη σο­φία που κυο­φο­ρού­σε ο κά­θε λό­γος της.
Τώ­ρα χιο­νί­ζει και τε­λού­με υπό το κρά­τος μιας πρω­τό­γνω­ρης “κα­το­χής”. Στο βά­θρο όμως των πε­ρι­στά­σε­ων θα υψώ­σου­με πά­λιν και πολ­λά­κις τη δυ­να­τό­τη­τα της στιγ­μής. Της έκρη­ξης αυ­τού του πυ­ρή­να που έχει τη δυ­να­τό­τη­τα ο κα­θέ­νας από εμάς να τον στρογ­γυ­λέ­ψει κα­τά πώς θέ­λει και αγα­πά.

Στα­μά­τη­σε να φυ­σά. Ο ήλιος βγή­κε και έλα­μπε. Η Φω­τει­νή πή­ρε αγκα­λιά την Που­πέ­τα [...]. Ήταν οι δυο τους, αλ­λά ήταν και οι τρεις μα­ζί. Ο ήλιος που έλα­μπε έκα­νε τα δύ­σκο­λα πιο εύ­κο­λα, πιο απα­λά. Φώ­τι­ζε τον κό­σμο. Και η αγά­πη τους τις ζέ­σται­νε και από τον ήλιο πιο πο­λύ

Ή όπως έγρα­φε μέ­σα από έναν άλ­λο διωγ­μό η Αχ­μά­το­βα[3] τον Ιού­νιο του 1921:

Θλί­ψη γυ­μνή τα σά­ρω­σε όλα
για­τί τα βλέ­που­με, όμως, όλα φω­τει­νά;


 

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: