Το κρυφτό
Απόγευμα και τα παιδιά της γειτονιάς μαζεύτηκαν για παιχνίδι στο σοκάκι
— Ενιμένιντουντουμένιτριαρομκαζακόμπιφ τα λεβάντα πιφ, βγήκαν ένα ένα τα παιδιά κι έμεινε τελευταία η Λενιώ, που έβαλε το χέρι στον τοίχο, έκρυψε το πρόσωπο και άρχισε το μέτρημα: πέντε δέκα δεκαπέντε.. Τα άλλα παιδιά έτρεξαν αριστερά και δεξιά για να κρυφτούν. Τέλειωσε το μέτρημα και γύρισε το κεφάλι. Άφαντοι όλοι. Τα παιδιά σκόρπισαν στο σοκάκι της Άνω Πόλης, τρύπωσαν σε αυλές και εσοχές, πίσω από το κάρο, μέχρι και στο τσαγκαράδικο κάτω από τη μύτη του κυρ Μενέλαου. Ο Πετρής και η Μαριώ, αχώριστοι, έσπρωξαν την αυλόπορτα του διώροφου και χάθηκαν στη σκιερή αυλή. Ψυχή δε φαινόταν, ήταν η περίοδος της έκθεσης και οι νοικοκυραίοι στολίστηκαν τα καλά τους μετά το μεσημεριανό και έφυγαν οικογενειακώς για πολύωρο περίπατο. Η Έκθεση ήταν το μεγάλο πανηγύρι της πόλης, οι Θεσσαλονικείς συν γυναιξί και τέκνοις έσπευδαν να τιμήσουν τα περίπτερα, αλλά και τις καντίνες με τα μοσχοβολιστά εδέσματα.
Τα παιδιά τρέξαν στο πίσω μέρος της αυλής, κάτω από μια μουριά, πάνω σε μια στρωμένη κουρελού. Ξάπλωσαν το ένα δίπλα στο άλλο, τα δυο δωδεκάχρονα. Το φύλλωμα πυκνό έριχνε τον ίσκιο του και τα γαργαλιστικά ζουζούνια βούιζαν στ’ αυτιά τους. Αναψοκοκκινισμένος ο Πετρής από τα γέλια και τα τινάγματα για να διώχνει τους ενοχλητικούς κατοίκους του κήπου, αγκάλιασε τρέμοντας τη Μαριώ.
Χαμήλωσε το κορμάκι ο Γιώργης και κάτω απ’ τη μύτη του κυρ Μενέλαου τρύπωσε στο τσαγκάρικο. Τα ρουθούνια του έτσουξαν από τη μυρωδιά του λούστρου, ρούφηξε τον αέρα και μια αίσθηση κάμφορας γέμισε το είναι του. Μισοζαλισμένος κάθισε δίπλα σε μια στοίβα φρεσκοβαμμένα παπούτσια. Μια γλυκιά ζάλη ανέβηκε από την κοιλιά στα μάτια, μια χαλάρωση τον πήρε την ώρα που κοίταζε το μεταλλικό καλαπόδι να γυαλίζει κι άκουγε το ρυθμικό ήχο της μηχανής να γαζώνει.
Δεν πρόλαβε ν’ αρχίσει το μέτρημα η Λενιώ κι ο Χρήστος χώθηκε κάτω απ’ το κάρο. Από κει στήλωσε το βλέμμα στο δρόμο και τα ’βλεπε όλα και πρώτα και καλύτερα έβλεπε τη Λενιώ που τέλειωσε το μέτρημα και άρχισε να ψάχνει στριφογυρίζοντας κεφάλι και κορμί. Το φουστανάκι ανέμιζε και τα λευκά της πόδια κουνιόνταν με χορευτικές κινήσεις μέσα στα λουστρινένια παπούτσια και τα λευκά καλτσάκια. Λιγώθηκε τ’ αγόρι και έβαλε το χέρι στην κοιλιά, του ’ρθε ζάλη γλυκιά, καθώς πλησίασε η Λενιώ και στάθηκε από πάνω. Λίγο ακόμα και θα μπορούσε ν’ απλώσει το χέρι κάτω από το φουστάνι της. Εκείνη απασχολημένη να δει πίσω από κάτι χαλάσματα τέντωσε τα πόδια και άφησε να φανεί το δαντελένιο της βρακάκι. Ιδρώτας τον έλουσε καθώς ένιωσε μια φουσκοθαλασσιά ν’ ανεβαίνει προς τα πάνω.
Η ώρα περνούσε και η Λενιώ έψαχνε ακόμα, γύρισε όλο το στενό είδε στις εσοχές και κοντοστάθηκε μπροστά σε σπίτια. Πλησίασε του διώροφου τη σιδερένια πόρτα της αυλής, είδε πως ήταν ανοιχτή και πέρασε στον κήπο.
Μόλις χάθηκε η Λενιώ μες στην αυλή ο Χρήστος αποφάσισε να μην αφήσει την κρυψώνα του, να μείνει τελευταίος. Πέρασε ώρα αρκετή και δε φάνηκε κανείς να τρέχει έξω απ' την αυλή για να τα φτύσει. Παραξενεύτηκε αλλά δε βγήκε, ίσα ίσα είχε χρόνο αναπολήσει το δαντελένιο το βρακάκι της Λενιώς, σκέψη που του ’φερε μια γλύκα ανάμεσα στα σκέλια.
Ακροπατώντας πάνω στο πέτρινο δρομάκι η Λενιώ διέσχισε την αυλή αθόρυβα και κατευθύνθηκε στο πίσω μέρος προς τη μουριά, μέχρι που ήχος από λαχάνιασμα της έκοψε το δρόμο, δεν ήταν ένα αλλά δύο. Έσκυψε κοντά στον τοίχο και είδε την άκρη της κουρελούς. Χτύπησε δυνατά η καρδούλα της, λίγο ακόμα και θα τους βρει, να τρέξει να τα φτύσει. Καθώς αντίκρισε τον Πετρή και τη Μαριώ ξαπλωμένους πάνω στην κουρελού και σφιχταγκαλιασμένους, έκανε ένα βήμα πίσω κι έτρεξε έξω απ’ την αυλή. Σταμάτησε μπροστά στον τοίχο λαχανιασμένη, σα να κόλλησε. Δε φώναξε φτου, στάθηκε για λίγο κι έπειτα κοίταξε γύρω και πλησίασε δισταχτικά προς το τσαγκάρικο. Η μυρωδιά κάμφορας της έφερε ζαλάδα και πήγε στο μικρό παράθυρο για ακουμπήσει. Μέσα από το θολό τζάμι είδε τον τσαγκάρη να κρατά κοντά στη μύτη του ένα βάζο και να ρουφάει τη μυρωδιά και πριν προλάβει να σκεφτεί διέκρινε το Γιώργη διπλωμένο με τα χέρια μες στα σκέλια να τραμπαλίζεται πέρα δώθε κρυμμένος πίσω από τον πάγκο με τα παπούτσια τα φρεσκοβαμμένα. Πώς να φωνάξει φτου Γιώργη κι αν το ακούσει ο τσαγκάρης και τον αρπάξει απ’ τ’ αυτί;. Κι άντε αυτό πες δε πειράζει, κι αν το πει στη μάνα του και τον αρχίσει στις ξυλιές;
Αργά περπάτησε προς τον τοίχο, λυπημένη, η Λενιώ. Ας εύρισκε τουλάχιστον το Χρήστο, σκέφτηκε την ώρα που ακούστηκε η μαμά του να τον φωνάζει.
Χριστάκηηη, γρήγορα σπίτι γύρισε ο μπαμπάς.
Ο Χρήστος φάνηκε στο καλντερίμι, μα τράβηξε κατά το σπίτι του. Έφυγε και η Λενιώ και τ’ άλλα τα παιδιά κι έμεινε το κρυφτό στη μέση. Εκείνη τη βραδιά ήταν τα πιο ήσυχα παιδιά, τα πιο γλυκά.
Την άλλη μέρα Κυριακή πήγαν στο Κατηχητικό, άκουσαν την παραβολή, τραγούδησαν, γέμισαν ενοχές. Μέχρι το μεσημέρι τους έμεινε καιρός να συνεχίσουν το κρυφτό που άφησαν στη μέση.