Σκάβοντας τον λόφο

Λ.: Σχέδιο στα 5,5
Λ.: Σχέδιο στα 5,5


1. Ρε­λυ­κών & η ποι­η­τι­κή του παι­δι­κού λό­γου

Οι μα­τιές σε συ­γκε­ντρω­μέ­να παι­δι­κά σχέ­δια εί­ναι συ­χνές, αφού τα σχέ­δια εντάσ­σο­νται στα γρα­πτά με το γρ- της γρα­φής, ενώ τα λό­για συ­νή­θως στα πε­τού­με­να. Και πε­τούν σχε­δόν όλα τα αξιο­ση­μεί­ω­τα λό­για της προϊ­στο­ρι­κής πε­ριό­δου του παι­διού, εκτός και αν κά­ποια κα­τα­γρα­φούν από πα­ρα­τη­ρη­τή.
Όταν οι δί­δυ­μες κό­ρες μου, οι Ρ & Λ, ήταν πο­λύ μι­κρές, ση­μεί­ω­να σε ένα ημε­ρο­λό­γιο εν­δια­φέ­ρου­σες φρά­σεις τους, δια­δο­χι­κές ή σκόρ­πιες. Μό­νη προ­σχο­λι­κή ιδιαι­τε­ρό­τη­τα το ότι πο­τέ δεν άκου­σαν τα ‘κά­νω μα­μ’, ‘κά­νω-νά­νι’, του­τού (κλπ) - τα αντί­στοι­χα ήταν πά­ντο­τε τρώω, κοι­μά­μαι & αυ­το­κί­νη­το
Όταν οι δί­δυ­μες ήταν πε­ρί­που 4.5 ετών σκέ­φτη­κα να φτιά­ξω ποι­ή­μα­τα / κολ­λάζ - φρά­σε­ών τους του ίδιου μι­σού χρό­νου (π.χ. 3.5-4.0 και 4.0-4.5). Κα­τό­πιν τους διά­βα­σα τα κολ­λάζ και στην πε­ρί­πτω­σι των Ρ2, Ρ3 και Λ2 οι ίδιες έδω­σαν τί­τλους, ενώ για τα Ρ1 και Λ1 επέ­λε­ξα εγώ για τί­τλους λέ­ξεις & φρά­σεις τους της πε­ριό­δου 3.5-4.0. Συ­νέ­χι­σα την συλ­λο­γή φρά­σε­ων και την δη­μιουρ­γία κολ­λάζ έως τα μέ­σα της Α΄ Δη­μο­τι­κού.
Στο ‘εν τώ γεν­νά­σθαι’ που ακο­λου­θεί δί­νο­νται πα­ρα­δείγ­μα­τα ποι­η­μά­των-κολ­λάζ των Ρ και Λ. Τα Ρ1 & Λ1 εί­ναι με υλι­κό από τα 3.5-4.0 ενώ τα Ρ2, Ρ3 & Λ2 από τα 4.0-4.5.
Όλες οι φρά­σεις πα­ρα­τί­θε­νται αυ­τού­σιες. Οι δια­δο­χές των φρά­σε­ων στα Ρ1, Ρ3, Λ1 συ­νι­στούν δι­κές μου επι­λο­γές (οπό­τε ευ­νο­ού­νται και κά­ποιοι συ­νειρ­μοί (/νο­ή­μα­τα κλπ) άσχε­τοι προς τις προ­θέ­σεις της αντί­στοι­χης κό­ρης), ενώ οι πε­ρισ­σό­τε­ρες δια­δο­χές φρά­σε­ων στα Ρ2 και Λ2 οφεί­λο­νται στις κό­ρες.
Μή­πως η συ­ναρ­μο­γή φρά­σε­ων κα­θι­στά το απο­τέ­λε­σμα έρ­γο του πα­τέ­ρα και όχι της συλ­λο­γι­κό­τη­τας Ρε­λυ­κών; Μή­πως όπως σε έναν πί­να­κα κολ­λάζ πρω­τεύ­ου­σα ση­μα­σία έχει η σύν­θε­ση και όχι η προ­έ­λευ­ση των με­ρών; Νο­μί­ζω πως όχι, διό­τι η ποί­η­ση, του­λά­χι­στον η σύγ­χρο­νη, συ­χνά εκτι­μά­ται κυ­ρί­ως στην κλί­μα­κα της φρά­σε­ως / στί­χου.

[Κ]

2. Εν τώ γεν­νά­σθαι

Και στο όνει­ρό μου εί­δα την χρυ­σή γραμ­μή της λά­μπας
και δύο χέ­ρια, ένα με­γά­λο και ένα μι­κρό χέ­ρι, το δι­κό μου, Ρ, [4.0-4.5]

Ρ1. με­νε­κευ­τι­κός φα­κός

Χαϊ­δεύ­ου­με την φω­νή και γί­νε­ται φω­νού­λα
Έλα βρε το­μά­τα. Μη χα­ζου­ρεύ­εις!
Να τα αγ­γε­λά­κια που πε­τούν σαν σπουρ­γι­τά­κια. Οι άλ­λοι άγ­γε­λοι πε­τούν όπως τα με­γά­λα που­λιά
Πε­ρι­πέ­τεια εί­ναι αυ­τό που αλ­λά­ζει χρώ­μα­τα Και τι εί­ναι έκ­πλη­ξη;
Η έκ­πλη­ξη εί­ναι κού­κλες Και η αγιου­λα­μπά­νου εί­ναι μία λά­μπα


Ρ2. ιστός

Το ασαν­σέρ εί­ναι ένα δο­χείο. Το σκί­ζω και μπαί­νω μέ­σα. Το σκί­ζω και βγαί­νω.
Όταν γί­νε­ται σει­σμός κου­νιέ­ται η γη, κου­νιέ­ται ο ου­ρα­νός, κου­νιού­νται τα παι­χνί­δια μας και ο κι­νέ­ζος βα­σι­λιάς τής βι­τρί­νας.
Και η μαρ­με­λά­δα μας εί­ναι κί­τρι­νη για­τί έχει κου­νη­θεί.

Το μι­κρό­βιο στα σκου­ρια­σμέ­να φρού­τα φο­βά­ται μία δί­νη του νε­ρού.
Και οι μέ­λισ­σες;
Οι μέ­λισ­σες σε τσι­μπά­νε με την βε­λό­να από κο­ντά
Από μα­κρυά μό­νον φτιά­χνουν το μέ­λι.


Ρ.: Σχέδιο στα 5,5
Ρ.: Σχέδιο στα 5,5

Ρ3. γά­τα που προ­σπερ­νά­ει άλ­λες γά­τες

Θα γυ­ρί­σεις την έλι­κα και θα αλ­λά­ξει η φω­νή σου
Και ύστε­ρα θα γί­νεις θρύ­λος, νε­ράι­δα των στα­φυ­λιών και ένα αλη­θι­νό πα­ρα­μύ­θι
Θα εί­σαι για πά­ντα φως, βι­βλίο, τη­λε­ό­ρα­ση και γά­τα.

Λ1. Κά­τι κρα­στι­κό και σκο­νό­βαρ­κα

Ο πλα­στι­κός ιπ­πό­κα­μπος δεν εί­ναι νό­στι­μος Τα μι­κρό­βλια εί­ναι μι­κρά Το τί­πο­τε εί­ναι χου­νο­βά­ρι, το τί­πο­τε εί­ναι χου­νά­ρι!
Εγώ κρύ­βω τα πο­δα­ρά­κια μου, τα βού­τη­ξα στον κα­να­πέ Και τρώω το ψω­μά­κι μου νευ­ρια­στι­κά Τρα­βάω τις κλω­στές και δεν ακούω κα­μία απά­ντη­ση, δεν ακούω κα­μία αντίρ­ρη­ση


Λ2. Γε­λα­στό τά­ραγ­μα

Το πρό­σω­πό της πέ­τρα σαν μία θά­λασ­σα
Μαλ­λιά από κα­πνό ως πά­νω

Το δά­κτυ­λό μου εί­ναι ένα αυ­το­κί­νη­το που κι­νεί­ται στον δρό­μο του προ­σώ­που μου
Και η μύ­τη μου εί­ναι ο δρό­μος του ντε­πό­ζι­του
Λυ­γί­ζω τα πό­δια μου, τα γό­να­τα μου εί­ναι λό­φοι πα­γω­μέ­νοι

Όλα τα σπί­τια εί­ναι ξέ­να. Όλα τα σπί­τια μού μοιά­ζουν λί­γο άγνω­στα
Τη­λε­φω­νώ στο ακί­νη­το
Για­τί μου ξε­κολ­λά­τε τα λό­για μου;
«Μην την ακού­τε αυ­τήν!»
Μου αρέ­σει να χο­ρεύω στον κρύο αέ­ρα
Η ώρα εί­ναι εν­νιά και ει­κο­σι­τέ­ταρ­το
Το μέ­λι εί­ναι κόκ­κι­νο για­τί γί­νε­ται πρωί
Ώρα να ακού­σου­με κόκ­κι­νη μου­σι­κή

Τρε­λά­να­με την φω­νή μας σε πόρ­τες και κα­τα­πα­κτές
Το σπί­τι μου εί­ναι ο βυ­θός
Το πά­πλω­μα εί­ναι μία ζε­στή θά­λασ­σα
Ο τοί­χος εί­ναι ένα κόκ­κα­λο από χιό­νι
Χά­ρα­ξα μία γραμ­μή για να γί­νει πρωί

Ο πα­τέ­ρας εί­ναι λί­γο οξύ­θυ­μος Τα κλει­διά ανή­κουν στην πόρ­τα
Κα­τε­βαί­νω την σκά­λα κρα­τώ­ντας την κου­πα­στή
Το λέω για την ακοή: το απο­φά­σι­σα — εί­μαι κα­τα­δι­κα­σμέ­νη
Οι άγριοι σκύ­λοι χά­νουν τα λό­για τους
Οι μέ­λισ­σες δα­γκώ­νουν τα φτε­ρά τής πε­τα­λού­δας

Περ­πα­τάω σκυ­φτά για να μη με ζα­λί­ζουν τα παι­χνί­δια
Πό­τε θα φύ­γουν όλοι οι χρό­νοι;
Η ιστο­ρία θα ανα­κα­τέ­ψει αυ­τά τα πράγ­μα­τα
Δεν μου αρέ­σει να μι­λάω και θέ­λω να χά­σω την φω­νή μου
Όταν γί­νω θρα­νίο,
όταν γί­νω άγαλ­μα
θα το γρά­ψω σαν θά­λασ­σα: εί­μαι η πιο μι­κρή του κό­σμου.


Λ & Ρ [4.0-4.5] κού­κλες

— κά­ποιες κού­κλες εί­ναι πιο ξύ­λι­νες
και κά­ποιες εί­ναι λυ­γι­στές
κού­κλες γυά­λι­νες και κού­κλες μάλ­λι­νες, όλες κού­κλες πλα­στι­κές1

Διά­λο­γος των δι­δύ­μων που κα­τέ­γρα­ψα, ενώ εί­χαν απλω­μέ­νες πολ­λές κού­κλες στο πά­τω­μα. Τι ήθε­λαν να πουν οι δί­δυ­μες; Την επό­με­νη της κα­τα­γρα­φής συ­ζή­τη­σα μα­ζί τους την ση­μα­σία των φρά­σε­ων και κα­τέ­λη­ξα στο ακό­λου­θο ισο­δύ­να­μο:
κά­ποιες κού­κλες εί­ναι πιο δύ­σκαμ­πτες
και κά­ποιες πιο εύ­καμ­πτες
κού­κλες άκαμ­πτες και κού­κλες μα­λα­κές, [αλ­λά] όλες εί­ναι κού­κλες πλα­στι­κές.

Εδώ, με τις ισο­δύ­να­μες, τε­χνι­κά ακρι­βέ­στε­ρες λέ­ξεις χά­νε­ται ο «ποι­η­τι­κός τό­νος».

3. Τhe ψ-pollocks - nevermind


Ο ου­ρα­νός που βλέ­που­με από πά­νω έχει θά­λασ­σα Η μπό­ρα βρέ­χει την ζω­γρα­φιά σου
Στο νε­ρό η μπό­ρα τρα­γου­δά σύμ­φω­να Το σύμ­φω­νο εί­ναι κά­τι γυά­λι­νο, ένα γυά­λι­νο έγ­γρα­φο
Εγώ έπε­σα πριν τον κε­ραυ­νό Εί­μαι η βρο­χή, εί­μαι το λά­δι, εί­μαι η Άνοι­ξη που μου λεί­πει
«Μα­γι­κός κό­σμος της Άνοι­ξης», Λ [5.5-6.0]

Λί­γο με­τά τα 5.5 αξιο­λο­γή­θη­κε ο λό­γος της Λ. Η ει­δι­κός, η οποία φο­ρού­σε πα­πού­τσια με ψ-Πόλ­λοκ πι­τσι­λιές, εκνευ­ρί­στη­κε όταν αμ­φι­σβή­τη­σα [Κ] κά­ποια συ­μπε­ρά­σμα­τά της. Και κα­τέ­λη­ξε:

«Δεν ξέ­ρω τι εί­ναι αυ­τά που λέ­τε εσείς για διε­ρεύ­νη­ση των δυ­να­το­τή­των της γλώσ­σας και για τον Εμπει­ρί­κο κ.λπ. Ένα εί­ναι σί­γου­ρο: αυ­τά που άκου­σα ΔΕΝ εί­ναι ελ­λη­νι­κά!’

Κα­τα­λή­γω και εγώ ‘σή­με­ρα’:

Ποι­η­τι­κή εί­ναι μία τέ­χνη που εί­ναι δυ­να­τόν να βα­σι­στεί σε υλι­κά που φυ­τρώ­νουν στον, χω­ρίς σχο­λι­κούς ISO γλωσ­σι­κούς κα­νό­νες, πρώ­το κή­πο του λό­γου. Η τέ­χνη αυ­τή ισο­πε­δώ­νε­ται στο Δη­μο­τι­κό, ενώ κά­πο­τε επα­νεμ­φα­νί­ζε­ται εί­τε ως εφη­βι­κή τρι­χο­φυία εί­τε ως πλα­στι­κό μπου­κέ­το.


ΥΓ. Σή­με­ρα η Λ εί­ναι έφη­βη και μού κά­νει συ­χνά πα­ρα­τη­ρή­σεις για τα ελ­λη­νι­κά μου [Κ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: