Ο δράκος και το καζάνι με τον πελτέ
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια γιαγιά με μακριά άσπρα μαλλιά που τα έπιανε σε δυο κοτσίδες και τις στερέωνε με φουρκέτες στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Το όνομά της ήταν Παγώνα και η διεύθυνση του σπιτιού της Καμινιάτου 3, ένα στενό δρομάκι στη Θεσσαλονίκη που ξεκινούσε από την οδό Κασσάνδρου κι ανέβαινε ως τα υψώματα της Άνω Πόλης. Ο Καμινιάτης ήταν περίφημος ιστορικός του Βυζαντίου, αλλά εμείς δεν το γνωρίζαμε τότε αυτό. Έγραψε τα χρονικά του κλεισμένος στη Ροτόντα, ένα μεγάλο και παλιό ναό της Θεσσαλονίκης. Ήταν μια εποχή που οι Σαρακηνοί πειρατές πολιορκούσαν την πόλη και οι κάτοικοι είχαν κρυφτεί στους ναούς για να γλιτώσουν τη ζωή τους. Τώρα πώς έγραφε τα βιβλία του μέσα σε τόσο κόσμο παραμένει για μένα μια μεγάλη απορία. Συνήθως οι συγγραφείς χρειάζονται ησυχία για να γράψουν. Ο Καμινιάτης όμως τα κατάφερε. Έτσι διαβάζουμε σήμερα κι εμείς τις σημειώσεις του. Και ο δρόμος βέβαια πήρε δικαίως το όνομά του.
Η γιαγιά μου φορούσε πάντα μαύρα γιατί πενθούσε μονίμως για κάποιον δικό της και ούτε που είχε κάποιο άλλο χρώμα στη ντουλάπα της. Είχε έρθει από την Ανατολική Θράκη, από τις Σαράντα Εκκλησίες και πίστευε πως μια μέρα θα ξαναγύριζε εκεί. Μου το έλεγε συχνά και μάλιστα με πόνο. Το ίδιο πίστευαν και οι μαυροφορεμένες φιλενάδες της που μιλούσαν με όμορφες μελωδικές φωνές σα να τραγουδούσαν, ή να έψελναν. Ήταν όλες θεοσεβούμενες, πήγαιναν κάθε μέρα στην εκκλησία και έκρυβαν στις τσάντες τους άσπρα και μαύρα κουφέτα από γάμους και κηδείες. Έμοιαζαν με μαύρα πουλιά που κάθονταν στα κλαδιά ενός γιγάντιου δέντρου που τις νύχτες απλωνόταν ως τον ουρανό κι αντί για φύλλα είχε αμέτρητα αστέρια. Έτσι τις κράτησα στο μυαλό μου. Όμως οι σεβαστές αυτές γυναικείες φιγούρες με τον καιρό πετούσαν μακριά και δεν ξαναγύριζαν, τα αστέρια τους έσβηναν κι έμεινε τελευταία η γιαγιά μου στα κλαδιά του παράξενου αυτού δέντρου.
Και τι δεν είχε περάσει η βυζαντινή γιαγιά μου. Είχε αντέξει όμως, ήταν θηρίο, αν και έμοιαζε εύθραυστη κι ευάλωτη σαν φυλλαράκι στον άνεμο. Ποτέ δεν παραπονιόταν για τίποτα, αν και είχε υποστεί όλες τις συμφορές του αιώνα της: Προσφυγιά, πρώτο και δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, Κατοχή, πείνα, εξορίες, χωρισμούς, αρρώστιες. Δεν ξέρω από πού αντλούσε τη δύναμη αυτή, ίσως από την πίστη της στο Θεό και από τη μεγάλη καρτερικότητά της. Είχε όμως κι έναν δικό της παράδεισο που την παρηγορούσε. Ο παράδεισός της ήταν μια αυλή γεμάτη λουλούδια, χωρισμένη σε παρτέρια που τη φρόντιζε με πάθος. Είχε όλων των ειδών τα λουλούδια: τριαντάφυλλα, γαρίφαλα, πανσέδες, σκουλαρικιές, μπιγκόνιες, μαργαρίτες και άλλα πολλά. Σε μια γωνιά υπήρχε μια μουσμουλιά και μια αχλαδιά που έδιναν κάθε χρόνο τον καρπό τους. Το σπίτι της γιαγιάς όμως ήταν πολύ μικρό, ένα δωμάτιο όλο κι όλο στο ισόγειο μιας δίπατης μονοκατοικίας. Το ισόγειο διέθετε ένα ακόμα δωμάτιο, όπου έμενε μια φίλη της, η κυρία Πολύμνια και μια σάλα κοινόχρηστη. Η κυρία Πολύμνια ήταν κουφή. Έπρεπε να ξελαρυγγίζεσαι κάθε φορά που της μιλούσες, αλλά ήταν πολύ καλοσυνάτη. Στο επάνω πάτωμα του σπιτιού ζούσε ο ιδιοκτήτης, οινοποιός στο επάγγελμα. Είχε τοποθετήσει μάλιστα δυο βαρέλια με το κρασί του στη σάλα του ισογείου. Θυμάμαι πως με ζάλιζε η μυρωδιά του κρασιού, αλλά και οι μυρωδιές απ' τα γαρύφαλλα και τα τριαντάφυλλα που κοσμούσαν τον μικρό κήπο. Σε μια γωνιά του υπήρχαν και δυο οπωροφόρα δέντρα: μια μουσμουλιά και μια μηλιά που έκανε κάτι κόκκινα γυαλιστερά μήλα που έλαμπαν στον ήλιο.
Εκεί έμενε λοιπόν, η γιαγιά όσο χτιζόταν το άλλο σπίτι της, για να πάρει δυο διαμερίσματα σε νεόκτιστη πολυκατοικία της Κασσάνδρου. Ήταν η εποχή που οι άνθρωποι γκρέμιζαν τα χαμηλά σπίτια κι έχτιζαν πολυκατοικίες στη θέση τους. Στο ένα απ' αυτά τα διαμερίσματα εγκαταστάθηκε η οικογένειά μου και στο άλλο η γιαγιά μου.
Αν και το σπίτι-δωμάτιο, όπου έμενε η γιαγιά μου μέχρι την ολοκλήρωση του καινούργιου διαμερίσματος είχε ηλεκτρικό ρεύμα, εκείνη συνήθιζε να ανάβει μια λάμπα τη νύχτα. Η λάμπα σκόρπιζε τη μυρωδιά του πετρελαίου στο χώρο - δεν ξέρω γιατί οι μυρωδιές εκείνο τον καιρό ήταν πιο δυνατές, όπως οι οσμές του κρασιού, του πετρελαίου, των λουλουδιών, των φαγητών. Πώς χάθηκαν στη συνέχεια αυτές οι μυρωδιές μαζί με τα παλιά σπίτια….
Σόμπα δεν υπήρχε βέβαια στο σπίτι, αλλά ένα μαγκάλι που έκαιγε χωρίς να ζεσταίνει ποτέ και κάπνιζε μέσα στο δωμάτιο, όπου είχαν φτιάξει φωλιά ποντικοί και μάλιστα μας ξυπνούσαν τις νύχτες κάθε φορά που κοιμόμουν στο σπίτι της γιαγιάς μου. Εγώ έτρεμα τους ποντικούς, αλλά η γιαγιά δεν καταλάβαινε τίποτα. Σηκωνόταν μέσα στη νύχτα, τους κυνηγούσε με την παντόφλα και τους έδιωχνε.
Η γιαγιά ήταν κεντήστρα και μοδίστρα, αλλά είχε δουλέψει για ένα διάστημα σε καπνεργοστάσιο κι έτσι κατάφερε να πάρει μια μικρή σύνταξη. Στα πενήντα της πήγε στο σχολείο και τέλειωσε το δημοτικό για να γράφει στην κόρη της στη Γερμανία και να μπορεί να διαβάζει όσα της έγραφε κι εκείνη. Αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος που η γιαγιά μου έμαθε γράμματα. Δεν ήθελε να της τα διαβάζουνε οι άλλοι και να μαθαίνουν τα μυστικά της οικογένειας. Μου έλεγε ακόμα και παραμύθια που τα επινοούσε η ίδια και μάλιστα είχαν μεγάλη πλοκή και συνέχεια που μου τη φύλαγε για την άλλη μέρα. Μέσα στην αφήγηση έβαζε τραγούδια και ποιήματα που τα σκάρωνε εκείνη τη στιγμή. Ήταν πολύ όμορφα τα παραμύθια της, αλλά δεν τα θυμάμαι πια. Κι ούτε μου πήγαινε το μυαλό να τα γράψω. Νόμιζα πως η γιαγιά μου θα ζούσε για πάντα και θα μου τα έλεγε κι εγώ θα έμενα για πάντα παιδί.
Εκτός από τα παραμύθια που μου έλεγε η γιαγιά, κεντούσε υπέροχα σχέδια στην ραπτομηχανή. Πολύχρωμα κεντήματα που στόλιζαν σεντόνια και μαξιλάρια, τραπεζομάντιλα κι ασπρόρουχα που τα πουλούσε, ή τα έφτιαχνε για την προίκα μας, παρόλο που εγώ και η άλλη εγγονή της που ζούσε στη Γερμανία είμασταν ακόμα πολύ μικρές. Ήταν τόσο όμορφα τα εργόχειρά της που δίσταζα να τα χρησιμοποιήσω αργότερα, όταν ήρθε η ώρα να ανοίξω το δικό μου σπιτικό. Τα είχα φυλάξει στα συρτάρια, τα άνοιγα και τα κοίταζα θαυμάζοντάς τα και τα ξανάβαζα στη θέση τους.
Όταν έβρεχε η γιαγιά έβγαζε ένα μεγάλο καζάνι στην αυλή για να μαζέψει το νερό της βροχής γιατί όπως έλεγε είναι καλύτερο για την πλύση των ρούχων. Έβραζε στη συνέχεια το νερό κι έπλενε τα ρούχα στο χέρι με σαπούνι και λουλάκι. Ούτε το νερό της βροχής δεν άφηναν τότε οι γυναίκες να πάει χαμένο. Και τα ρούχα έβγαιναν κάτασπρα και κολλαριστά.
Το σπίτι είχε και θησαυρό που είχαν κρύψει οι πρώτοι ιδιοκτήτες που ήταν εβραίοι πριν φύγουν για τα στρατόπεδα της Γερμανίας. Οι ένοικοι τον βρήκαν κλεισμένο σ΄ ένα στρογγυλό σιδερένιο σκεύος, αλλά τον πήραν για οβίδα και κάλεσαν την αστυνομία. Τη συνέχεια μπορείτε να τη φανταστείτε. Η αστυνομία κατάσχεσε τον θησαυρό και οι δύστυχοι νοικοκύρηδες έμειναν με άδεια χέρια και πέθαναν φτωχοί.
Και η γιαγιά μου όμως είχε χάσει μια μεγάλη ευκαιρία, όπως μου έλεγε συχνά. Σκόπευε να αγοράσει το σπίτι μιας Εβραίας φίλης της, αλλά ο παππούς τη σταμάτησε, γιατί προτιμούσε να κρατήσει τα χρήματα για κάποια άλλη σοβαρή ανάγκη. Τα χρήματα τους όμως στη συνέχεια αχρηστεύτηκαν εξαιτίας των νομισματικών υποτιμήσεων που ακολούθησαν, κυρίως στην Κατοχή κι έτσι το μόνο που τους απέμεινε στο τέλος ήταν ένα τσουβάλι παλιόχαρτα, χωρίς καμιά αξία με τα οποία παίζαμε όταν είμασταν μικροί.
Όταν χτίστηκε η πολυκατοικία της Κασσάνδρου, όπου βρισκόταν το παλιό σπίτι της γιαγιάς, η ίδια μετακόμισε στο καινούργιο της διαμέρισμα δίπλα στο δικό μας. Στο υπόγειο εκείνης της πολυκατοικίας είχαν βρει ένα βυζαντινό πηγάδι. Στην αρχή πήγαν να το κουκουλώσουν οι εργολάβοι που έχτισαν την πολυκατοικία, αλλά τους πρόλαβαν οι αρχαιολόγοι κι έσωσαν το πηγάδι, γιατί είχε μεγάλη αρχαιολογική αξία. Έτσι είπαν. Εκεί στο ισόγειο πάνω απ΄ το πηγάδι υπήρχε ένα μικρό διαμέρισμα, όπου έμενε η Μαρίκα, μια φιλενάδα της γιαγιάς μου.
Η Μαρίκα είχε έρθει από την Καισάρεια της Μικράς Ασίας το 1922 κι έζησε όλη τη ζωή της σ΄ εκείνο το μικρό και γεμάτο υγρασία σπίτι της. ΄Όμως η Μαρίκα ήταν για μένα πρόσωπο μυθικό. Και θα σας εξηγήσω γιατί. Η καλοσυνάτη αυτή φιλενάδα της γιαγιάς μου ερχόταν κάθε μέρα στο σπίτι μας και μας έκανε δουλειές. Έπασχε όμως από μια αρρώστια που την έκανε να τρέμει σύγκορμη και με ρυθμικό τρόπο, μάλλον πάρκινσον. Έμοιαζε με κούκλα που κάποιος την κινούσε με κλωστές από ψηλά. Είχες την εντύπωση ότι οι κλωστές κάποια στιγμή θα κόβονταν και η γυναίκα θα σωριάζονταν κάτω ακίνητη. Ωστόσο αυτό δεν την εμπόδιζε να έρχεται στο σπίτι μας και να μας εξυπηρετεί. Συνήθως δεν τα κατάφερνε με τις δουλειές λόγω της ασθένειάς της και η μάνα μου τα τακτοποιούσε όλα απ' την αρχή. Δεν παραπονιόταν όμως καθόλου, γιατί η Μαρίκα ερχόταν στο σπίτι αναζητώντας τη συντροφιά μας. Γι' αυτό και ήταν καλοδεχούμενη. Άλλωστε δεν πληρωνόταν ποτέ. Ούτε δεχόταν να πάρει λεφτά από κανένα.
Συχνά φανταζόμουν λοιπόν, πως η Μαρίκα κατέβαινε από εκείνο το παλιό βυζαντινό πηγάδι του υπογείου που δεν είχε βέβαια νερό και περπατούσε χιλιόμετρα κάτω απ' τη γη σ΄ ένα τούνελ που τη συνέδεε με την πατρίδα της, την Καισάρεια. Και μάλιστα έπαιρνε μαζί της και τη γιαγιά μου. Οι δυο γυναίκες άναβαν μια λάμπα πετρελαίου και βάδιζαν όλη νύχτα κρυφά κάτω από τη γη στο λαγούμι που οδηγούσε στις χαμένες πατρίδες τους. Και το πρωί ξαναγύριζαν πίσω. Ίσως κάποιες φορές να γύριζε μόνο η γιαγιά μου, γιατί ποτέ δεν έλειπε από το σπίτι, ενώ η Μαρίκα έλειπε συχνά. Μπορεί κάπου να καθυστερούσε εκεί στην Καισάρεια, στο παλιό της σπίτι κι έτσι να αργούσε να επιστρέψει. Ίσως πάλι οι δυο γυναίκες να συναντούσαν κι άλλα εμπόδια στο δρόμο τους. Ίσως να φύλαγε την έξοδο κάποιος δράκος και να έπρεπε να τον ταΐσουν για να τις αφήσει να περάσουν. Ή να του δώσουν κάποιο δώρο για να τον καλοπιάσουν.
Η γιαγιά μου ήταν εξαιρετική μαγείρισσα. Έφτιαχνε πολύ νόστιμα φαγητά: μουσακά, λαχανοντολμάδες, ιμάμ μπαϊλντί και παπουτσάκια, κότα γεμιστή με δαμάσκηνα και κυρίως πελτέ. Τέτοιο πελτέ δεν ξανά ’φαγα από την ημέρα που πέθανε η γιαγιά μου. Ίσως να του πήγαιναν πελτέ, αυτού του δράκου, και να τις άφηνε να περάσουν από το λαγούμι και να βγουν στην πατρίδα τους. Γιατί τον πελτέ που έφτιαχνε η γιαγιά μου δεν μπορείς να τον βρεις πουθενά, όσο κι αν ψάξεις. Και είναι φυσικό να τον λιγουρευόταν ο δράκος. Ίσως να έφτιαχνε ένα καζάνι πελτέ και να το κουβαλούσαν οι γυναίκες για να καλοπιάσουν τον δράκο και να τις αφήσει να περάσουν και να βγουν στην άλλη πλευρά.
Η γιαγιά μου μιλούσε τουρκικά, το ίδιο και η Μαρίκα. Όταν δεν ήθελαν να καταλάβω κάτι το έλεγαν μεταξύ τους στα τουρκικά. Μάλλον μιλούσαν για το δράκο που φύλαγε το λαγούμι, ή για τον πελτέ που ετοίμαζαν κρυφά. Έτσι πίστευα τότε. Μια μέρα μάλιστα που η γιαγιά μου έφτιαχνε πελτέ, τη ρώτησα πονηρά. Γιατί κάνεις τόσο πολύ πελτέ γιαγιά;
— Θα δώσω και στις φιλενάδες μου, απάντησε.
Αλλά εγώ δεν την πίστεψα.
— Πάρτε με κι εμένα μαζί σας στο πηγάδι, της πέταξα και την κοίταξα στα μάτια.
— Ποιο πηγάδι; Με ρώτησε εκείνη σαστισμένη.
— Αυτό στο υπόγειο της πολυκατοικίας.
— Αυτό είναι κλειστό, μου απάντησε. Και ούτε κατεβαίνουμε ποτέ στο πηγάδι. Τι είναι αυτά που λες; γέλασε.
— Θα πάω μια μέρα να το δω, της είπα.
— Όχι, δεν έχεις καμιά δουλειά στο πηγάδι. Και το υπόγειο είναι σκοτεινό και γεμάτο ποντίκια. Δεν κάνει να κατεβείς.
Έτσι με απέτρεψε η γιαγιά μου να κατέβω στο υπόγειο, γιατί φοβόμουν τα ποντίκια. Αλλά δεν την πίστεψα και πολύ. Πήγα στο υπόγειο όταν είχα πια μεγαλώσει. Τότε όμως δεν μ΄ ενδιέφερε πια να κατέβω στο πηγάδι. Και έμαθα πού οδηγούσε εκείνο το πηγάδι των παιδικών μου χρόνων διαβάζοντας αργότερα βιβλία Ιστορίας.
Κατάλαβα ότι το πηγάδι δεν οδηγούσε πουθενά και ότι οι δυο γυναίκες δεν το διέσχιζαν παρά μονάχα στα όνειρά τους. Γιατί ποτέ δεν έπαψαν να ελπίζουν πως μια μέρα θα γυρνούσαν στην πατρίδα τους. Γιατί ένιωθαν πάντα ξενιτεμένες όσα χρόνια κι αν πέρασαν από τότε.
Όσο για τον δράκο κρυβόταν και κρύβεται πάντα μέσα στην Ιστορία και δεν μπορείς εύκολα να τον ξεγελάσεις μ΄ ένα καζάνι πελτέ, ακόμα κι αν είναι ο καλύτερος πελτές του κόσμου, όπως εκείνος της Θρακιώτισσας γιαγιάς μου που η συνταγή του δεν υπάρχει πια. Την πήρε μαζί της πετώντας μαζί με τις άλλες μαυροντυμένες φιλενάδες της από εκείνο το παράξενο δέντρο και την έκρυψε στα άστρα.