Ο Καβάφης (επιτέλους !) στα γαλλικά
L • Α • U • D • A • T • I • O
———————
Constantin Cavafis: Poèmes. Préface, traduction et notes de Dominique Grandmont. NRF, Gallimard, Παρίσι 1999
———————
Ενώ καβαφικά ποιήματα έχουν μεταγλωττισθεί αρκετά νωρίς στην Γαλλία, η ίδια χώρα άργησε υπερβολικά να αποκτήσει μια ποιητική μετάφραση ισάξια του Καβάφη, και κυρίως της γλώσσας-στόχου. Από το τελευταίο έτος του 20ού αι., το κενό αυτό ήλθε να αναπληρώσει ο ποιητής και νεοελληνιστής Dominique Grandmont. Το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του —οφείλω να το τονίσω ευθύς εξ αρχής— μου απέσπασε ένα πανηγυρικό «Επιτέλους!»
Η αντίδρασή μου υπονοεί ότι κάτι τέτοιο επιτεύχθηκε με κόπο και δυσκολία, αν και, ενδεχομένως, υπολόγιζε εκ προοιμίου σε κάποιες ευνοϊκές προϋποθέσεις.
1. Μεταξύ αυτών, πρώτη τη τάξει είναι ίσως η ακρίβεια —δηλαδή η μεγίστη εφικτή ικανότητα για σύλληψη και (ανα)παραγωγή αποχρώσεων—: ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα τόσο εκείνου που (ειρωνικά ή όχι) είθισται να αποκαλείται le génie de la langue française, όσο και του ίδιου του καβαφικού λόγου. Παρά ταύτα, μια δεύτερη και πιο προσεκτική ματιά θα μας δείξει ότι αφ’ενός μεν η γλώσσα-στόχος, αφ’ετέρου δε το κείμενο-αφετηρία ανάγονται σε διαφορετικά εκάστοτε είδη ακρίβειας.
1.1. Στον βωμό των νοητικών αποχρώσεων, τα γαλλικά βρέθηκαν στην ανάγκη να θυσιάσουν, τρόπον τινά, την εκφραστική παράμετρο. Αντιθέτως, τα «καβαφικά» ελληνικά, χωρίς να ενδίδουν στα παρδαλά θέλγητρα του γραφικού, αντλούν τις πιο χαρακτηριστικές αποχρώσεις τους ακριβώς από την εκφραστικότητα.
Ο γαλλόφωνος συγγραφέας αναλίσκεται σε έναν υπεράνθρωπο (και συχνά ανέλπιδα) αγώνα για να προσδώσει έστω και ελάχιστα στοιχεία ταυτότητας σε ένα γλωσσικό όργανο το οποίο, στην παγερή τελειότητά του, φαντάζει πλέον οικουμενικό, δηλαδή απρόσωπο. Το μαρτυρεί απαυδισμένος, ούτε λίγο ούτε πολύ, ένας Cioran (κι ας συγκαταλέγεται ανάμεσα στους καταξιωμένους «στυλίστες» της γαλλικής). Γράφει λοιπόν ο Γαλλο-ρουμάνος φιλόσοφος σε έναν φίλο «από μακριά» (και από τα παλιά) Ce serait entreprendre le récit d’un cauchemar que de vous raconter par le menu l’histoire de mes relations (…) avec tous ces mots pensés et repensés, affinés, subtils jusqu’à l’inexistence, courbés sous les exactions de la nuance, inexpressifs pour avoir tout exprimé, effrayants de précision, chargés de fatigue et de pudeur, discrets jusque dans la vulgarité (…) Il n’en existe pas un seul dont l’élégance extenuée ne me donne le vertige: plus aucune trace de terre, de sang, d’âme en eux (Histoire et utopie, 1960).
Με την σειρά του, ο Αλεξανδρινός κινείται σε ένα γλωσσικό πεδίο με εξασφαλισμένη οπωσδήποτε την ταυτοτική φυσιογνωμία του. Επειδή όμως πρόκειται για την γλώσσα της διασποράς, το ζητούμενο είναι, επιπλέον, η όσο το δυνατόν πιστότερη καταγραφή του συγκινησιακού της φόρτου. Στο δεύτερο αυτό επίπεδο εκφραστικής ταυτότητας —το όντως ουσιαστικό για το ποιητικό εγχείρημα—, ο Καβάφης ανταποκρίνεται με ένα δικό του υφολογικό «κοκτέιλ» (την συνταγή του οποίου περιγράφει ο μεταφραστής): Il commence par contester l’évidence
de
la
norme
linguistique, et
passe
de
la
langue
des
puristes
à un
compromis
original
entre
la
langue
savante
et
la
langue
populaire, inaugure
même un subtil mélange de langue écrite et parlée, à la
fois
archaïque et familière, mêlée d’orientalismes
discrets, qu’il déploie sur fond de prosaïsme volontaire («Note sur la présente édition»).
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε λοιπόν ότι η μεν γαλλική, μετά από αιώνες εκλεπτυσμού, ανέπτυξε απαράμιλλες δεξιότητες στην κατεύθυνση της εννοιολογικής ακρίβειας, ο δε καβαφικός τόνος διακρίνεται για την ιδιάζουσα ιδιωματική ακρίβειά του.
1.2. Κατά τον διάσημο γλωσσολόγο Eugenio Coseriu (πρβ. «Lo acertado y lo errσneo en la teoría de la traducción», στον τόμο El hombre y su lenguaje, 1977) για την επίτευξη της σωστής μεταφράσεως απαραίτητο είναι να συνειδητοποιήσει ο μεταφραστής ότι η αναπαραγωγή του «ιδιωματικού περιεχομένου» (contenido
idiomático) του πρωτοτύπου ούτε εφικτή ούτε ευκτέα καθίσταται. Το περιεχόμενο του μεταφράσματος πραγματώνεται αποκλειστικά και μόνον σε επίπεδο «δι-ιδιωματικό» (interidiomático) ή και «υπερ-ιδιωματικό» (supraidiomático). Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ο καλός μεταφραστής πρέπει λοιπόν να στοχεύσει στον «αφ-ιδιωματισμό» του κειμένου-αφετηρίας.
Νομίζω ότι ο ρυθμιστικός αυτός κανόνας, με αξιώσεις (ούτως ειπείν) οικουμενικές, ισχύει a fortiori
για την περίπτωση των μεταφράσεων προς τα γαλλικά. Διότι, εάν πράγματι αληθεύουν οι παρατηρήσεις που έκανα προηγουμένως, τότε κατ’ ανάγκην ο όποιος ιδιωματικός χρωματισμός στην γλώσσα-στόχο αποβαίνει εις βάρος της ακρίβειας. Επιπλέον, είναι γνωστόν ότι οι τοπικές διάλεκτοι της γαλλικής έχουν σχεδόν εκλείψει· ιδιωματικά ενεργοί παραμένουν μόνον οι διάφορες «κοινωνιόλεκτοι», κυρίως δε η άτυπη προφορική γλώσσα και η αργκώ. Κατά συνέπεια, «ιδιωματισμός» ισοδυναμεί στα γαλλικά με «εκχυδαϊσμό» ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, με υποβιβασμό του υφολογικού επιπέδου.
2. Για μια πιο χειροπιαστή απόδειξη του παραπάνω «αξιώματος», θα εξετάσω το modus operandi του Grandmont στην απόδοση του καβαφικού ποιήματος «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης». Η προσέγγισή μου περιλαμβάνει, βεβαίως, την αντιπαραβολή του μεταφράσματος προς το πρωτότυπο (για τα κείμενα πρβ. Παράρτημα)· εν είδει όμως fundamentum
ή tertium
comparationis έχω επίσης κατά νουν μια δεύτερη, δυνητική απόδοση, που πραγματώνεται στην σφαίρα του ιδεατού.
Δεν σκοπεύω να αναφερθώ στις διάφορες λεκτικές και συντακτικές παρεμβάσεις —«αποκλίσεις» ή «μετατοπίσεις— οι οποίες, αντιπαραβαλλόμενες προς το κείμενο-αφετηρία, δηλώνουν ορισμένες, ερμηνευτικής μάλλον φύσεως, επιλογές του μεταφραστή. Θα επισημάνω ωστόσο ότι ο υφολογικός τόνος του πρωτοτύπου είναι έντονα ιδιωματικός, και ότι ο τόνος αυτός ελάχιστα «περνά» στην μετάφραση.
2.1. Μερικά δείγματα. Το «οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό»[1] αποδίδεται ως être ainsi la cible des Alexandrins (αντί για —ας πούμε— les Alexandrins se seraient payés sa tête). Στον Grandmont «Ένας τυχαίος […] άνθρωπος», αποβαίνει Un homme quelconque· ενώ δεν είναι αδύνατο να αναζητηθεί και να βρεθεί μια έκφραση ιδιωματικά πιο συγγενική, όπως λ.χ. un […] pauvre diable. Μεταξύ του ελληνικού «καλούτσικην εντύπωσι» και της αδοδόσεώς του ως cette relativement bonne impression, θα έλεγε κανείς ότι η ιδιωματική ψαλίδα κλείνει υπερβολικά· μια εναλλακτική εν προκειμένω πρόταση, σε ενδιάμεσο. αρκούντως πειστικό επίπεδο γλώσσας, θα μπορούσε να είναι, φέρ’ ειπείν, la figure assez bonne qu’il avait faite… Και ούτω καθεξής.
2.2. Εκ πρώτης λοιπόν όψεως, το αποτέλεσμα (το μετάφρασμα) παρουσιάζει σημαντικές εκφραστικές απώλειες. Εάν όμως ρίξουμε μια δεύτερη ματιά στους ιδιωματισμούς του πρωτοτύπου, θα δούμε ότι παίζουν έναν ρόλο πολύ συγκεκριμένο. Σχεδόν όλοι είναι ενσωματωμένοι στην φωνή του (παντογνώστη) «αφηγητή», εντός της οποίας παραθέτουν λόγια και σκέψεις του (αφηγηματικού) «χαρακτήρα», και συγχρόνως δηλώνουν την ειρωνική αποστασιοποίηση της συγκεκριμένης φωνής από το αντικείμενό της (δηλ. από τον «ηγεμόνα εκ Δυτικής Λιβύης»). Οι εκφραστικοί αυτοί τρόποι μετέχουν λοιπόν της «διαλογικής» (όπως θα την έλεγε ο Μπαχτίν) λειτουργίας του κειμένου και συμβάλλουν στην ακρίβεια
του καβαφικού λόγου, καθώς προσδιορίζουν τα κοινωνικά και ψυχολογικά συμφραζόμενα της σκηνής η οποία «στήνεται» στο ποίημα.
Η αναζήτηση παρομοίου ιδιωματικού τόνου στην μετάφραση θα δημιουργούσε στα γαλλικά έναν «χρωματικό» διάκοσμο υπερβολικά χτυπητό, ο οποίος και θα αποσπούσε την προσοχή του αναγνώστη από τον δραματικό πυρήνα και θα την τραβούσε «ποιητικά» (υπό την έννοια του Jakobson) στο μήνυμα αυτό καθαυτό, δηλαδή στην διατύπωση. Εύστοχα λοιπόν ο Grandmont προτιμά να αποφύγει κάθε στοιχείο υφολογικά φορτισμένο (στο κείμενό του μόλις που εντοπίζεται η απλή μεταφορική έκφραση: être la cible de… »). Έτσι οι φωνές που απαρτίζουν τον διάλογο δεν διαφοροποιούνται πλέον εκφραστικά, αλλά πρέπει να αναγνωριστούν και να απομονωθούν μέσα από μια λογική (εννοιολογική) ανάλυση. Έτσι όμως το εγχείρημα αυτό, που κατ’ ανάγκην εισάγει κάποιον «ετεροχρονισμό» στην ανάγνωση, ενισχύει αντισταθμιστικά και την αποστασιοποίηση.
3. O Grandmont είναι ένας μεταφραστής με άποψη.
Με άποψη, κατά πρώτο λόγο, για την δική του δουλειά: traduire —γράφει— n’est pas passer d’une langue à une autre, c’est écrire dans sa langue à l’écoute d’une autre
(« Note sur la traduction »). Ο ορισμός αυτός της μεταφράζουσας πρακτικής, ένας από τους ωραιότερουςούς που έτυχε να γνωρίσω, είναι επίσης και από τους πιο ορθούς. Η κομψοτάτη διατύπωση του Grandmont αναζητά και βρίσκει την «χρυσή τομή» ανάμεσα στους όρους της περίφημης διχοτομίας «πηγολάτρες» έναντι «στοχολατρών» (sourciers
vs ciblistes}. Πιο «γενναιόδωρος» από τον J.-R. Ladmiral (για τον οποίον οι πρώτοι, ακόμη κι όταν έχουν δίκιο, είναι για λόγους που επιβεβαιώνουν τους δεύτερους), ο μεταφραστής του Καβάφη αποδίδει δικαιοσύνη και στους μεν και στους δε. Βεβαίως η «στοχολατρική» προοπτική προέχει (traduire […] c’est écrire dans sa langue), αφού ένα άρτιο μετάφρασμα πρέπει δικαιωματικά να ανήκει στην γλώσσα υποδοχής. Ωστόσο, οι μεταφραστικές διεργασίες πρέπει - δικαιωματικά και πάλι — να δοκιμάζουν τις αντοχές της ιδίας γλώσσας à l’écoute d’une autre: δηλαδή αντιμέτωπης με περιεχόμενα— όχι ιδιωματικά, ναι πολιτισμικά — αλλότρια.[2]
Ας δούμε λοιπόν, πιo συγκεκριμένα, με την βοήθεια νέου αναλυτικού εγχειρήματος, πώς ο Grandmont «αφουγκράζεται» τον Καβάφη ενώ τον (ξανα)γράφει.
3.1. Στο κομμάτι «Μέρες του 1908» π.χ., το καίριο σημείο από πλευράς ποιητικής τόλμης, αλλά και το δυσχερέστερο ως προς την απόδοσή του, είναι εκείνο «το είδωμά σας», όπου το κτητικό υπονοεί την προσωποποίηση του κατ’ εξοχήν άυλου και άπιαστου χρόνου (και δη του παρελθοντικού): «Α μέρες του καλοκαιριού του εννιακόσια οκτώ,/ απ’ το είδωμά σας, καλαισθητικά,/ έλειψ’ η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά.// Το είδωμά σας τον εφύλαξε/ όταν που τάβγαζε, που τάριχνε από πάνω του/ τ’ ανάξια ρούχα» κλπ. Η ρητή προσφώνηση των ημερών είναι μια δοκιμασία στην οποίαν μετά βίας αντέχουν ακόμη και τα ελληνικά του Καβάφη. Έχω δε την αίσθηση ότι γι’ αυτό ακριβώς ο ποιητής προσφεύγει στο σπάνιο και ιδιωματικό ονοματικό παράγωγο «είδωμα»
(εκ του είδον), που τραβά επάνω του την προσοχή του αναγνώστη, εξουδετερώνοντας έτσι, εν μέρει, την παράξενη χροιά του δευτέρου προσώπου.
Έτι λιγότερο θα μπορούσε να αντέξει κάτι τέτοιο η «καρτεσιανή» νοοτροπία της γαλλικής. Εν πάση περιπτώσει ο μεταφραστής δεν μπαίνει σ’αυτήν την περιπέτεια, αλλά, κατ’ αναλογίαν —που θα πει à l’écoute!— του πρωτοτύπου, εισάγει επίσης ένα «δόλωμα» για τον αναγνώστη, υπό μορφήν του δεικτικού επιθέτου: Ah, ces jours de l’été dix-neuf cent huit - το οποίο, αφού είναι τρίτου προσώπου, αποκλείει διακριτικά την όποια παρακινδυνευμένη προσωποποίηση αφηρημένης έννοιας. Εν συνεχεία όμως εμφανίζεται κι εδώ το κτητικό δευτέρου προσώπου: oω avec élégance, s’est effacé de votre vue/ le costume fané couleur canelle κ.ο.κ. Ως εκ τούτου, τίθεται το ερώτημα: πού, αλήθεια, ανήκει αυτό το votre;
Αναζητώντας την απάντηση, ας επιχειρήσουμε μίαν αναδρομή προς την αρχή του κειμένου-αφετηρίας, όπου ξαφνικά ο ποιητής προσδίδει ερωτηματικό τόνο στην αφήγησή του: «Από χαρτιά και τάβλι τι να βγάλει το παιδί»». Ακούγεται εδώ ένας ψίθυρος που έρχεται από το πουθενά και δεν απευθύνεται σε κανέναν συγκεκριμένα, αλλά που υποδηλώνει ωστόσο κάποιο συναισθηματικό «δέσιμο» του εν εξελίξει λόγου με το «θέμα» του (ή, όπως θα έλεγαν οι γλωσσολόγοι, της εκφοράς με το εκφερόμενο).
3.2. Η μετάφραση κινείται σε παρόμοια διάσταση αλλά, στο πνεύμα της γαλλικής γλώσσας, προσδίδει στην όλη κατάσταση ένα σαφές περίγραμμα. Με το κοινό και απλό comment voulez-vous, αναδομεί το επικοινωνιακό πλαίσιο γύρω από ένα τριπολικό σχήμα, καθώς επάνω στο φόντο του δευτέρου πρoσώπου προβάλλουν ανάγλυφα και απολύτως διακριτά και το πρώτο, του ομιλούντος υποκειμένου, και το τρίτο, του αντικειμένου της ομιλίας (Au cartes et au tric-trac, comment voulez-vous qu’il s’en sorte/ le pauvre garçon). Εν συνεχεία, το σχετικό τέχνασμα αποκτά σχεδόν θεατρική χροιά, αφού είναι το ίδιο γραμματικό πρόσωπο, του παραλήπτη/αναγνώστη, που υποστασιοποιείται εν είδει θεατού ή μάρτυρος, για να παραστεί στο ξετύλιγμα της αναμνήσεως «εκείνων» των καλοκαιρινών πρωινών του 1908.
3.3. Εγώ - Εσύ/Εσείς - Αυτό(ς): τρία σημεία που προσδιορίζουν το πεδίο μιας στοργικής «διάδρασης», μέσα από την οποίαν αναφύεται η δημιουργική λειτουργία της μνήμης. Ιδού το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα του καβαφικού τόνου, τον οποίον ο Dominique Grandmont διέκρινε με οξυδέρκεια και αναπαρήγαγε με δεξιοτεχνία (επιτέλους!) στα γαλλικά.
Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Άρεσε γενικώς στην Αλεξάνδρεια,
στες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Αριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων.
Αγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.
Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·
κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ’ οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.
Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·
κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.
ΚΑΒΑΦΗΣ
Un souverain de Libye Occidentale
Dans l’ensemble, il sut plaire à Alexandrie,
pendant les dix jours qu’íl y passa,
le souverain de Libye occidentale,
Aristomène, fils de Ménélas.
Sa mise tout comme son nom: grecques, sans étalage.
Il ne refusait nullement les honneurs, mais
ne les recherchait pas; il était modeste.
Il achetait des livres grecs,
en particulier ceux d´histoire et de philosophie.
Et puis surtout, l´homme parlait peu.
Ce doit être un esprit pro-fond, assurait-on, car il est
dans la nature de ces gens-là de ne pas être loquaces.
Ce n’était ni un esprit profond, ni rien de tel.
Un homme quelconque, ridicule même.
Il s’était donné un nom grec, s’était habillé comme les Grecs,
avait appris tant bien que mal à se comporter comme eux;
et son âme tremblait à la seule idée
de dissiper cette relativement bonne impression
en parlant grec avec d’effroyables barbarismes,
et d’être ainsi la cible des Alexandrins,
vu leur maudite habitude de se moquer de tout.
C’est pour cela qu’il se limitait à quelques mots,
en surveillant avec terreur les désinences et la prononciation;
et il était on ne peut plus vexé de devoir garder
par-devers lui tant de conversations rentrées.
GRANDMOND