Δεν μου άρεσαν ποτέ τα μανιτάρια. Αλλά δεν ήταν καν αυτό το θέμα μου, όταν στις αρχές του καλοκαιριού του 99 έσπρωξα τη βαριά σιδερόπορτα της οδού de Jouy 57 στη Chaville έξω από το Παρίσι. Εκεί μένει σ’ ένα παλιό σπίτι με κήπο ο στρυφνός υποτίθεται ερημίτης Πέτερ Χάντκε, εκεί θα κάναμε μια συνέντευξη με αφορμή τον βομβαρδισμό της πρώην Γιουγκοσλαβίας από το ΝΑΤΟ. Έκανε ζέστη στη Σαβίλ και με δέχθηκε ξυπόλυτος στον κήπο. Στο τραπέζι κάτω από τη μεγάλη καστανιά καλοξυσμένα μολύβια, μια γομολάστιχα κι ένα σημειωματάριο, τα σύνεργα της γραφής. Η έκπληξη: Παρά το ότι ο Χάντκε είναι επιφυλακτικός έναντι των δημοσιογράφων, παρά το ότι δεν γνωριζόμαστε ακόμα, μου έχει μαγειρέψει. Τι; Μα, μανιτάρια που έχει μαζέψει ο ίδιος στο δάσος. Δίπλα στο κυρίως φαγητό, κάστανα από το δέντρο, βαλκανικό σαλάμι αέρος, φιστίκια Αιγίνης. Αυτά τα μανιτάρια μαγειρεμένα με λίγο λάδι στο τηγάνι είναι μια ανακάλυψη: μια μοναδική, ασύγκριτη, θεσπέσια γεύση. Ανακαλύπτω έτσι τη σαγήνη του απέριττου αυτού εδέσματος. Εξάλλου η σαγήνη του απέριττου είναι και γενικότερα η ουσία του έργου αυτού του σημαντικού συγγραφέα που αφήνοντας τα πιο απλά και δευτερεύοντα πράγματα να μιλήσουν μόνα τους, απελευθερωμένα από τις προκαταβολικές σημασίες που τους έχουμε επιβάλει, καταστρώνει μια μοντέρνα επική γραφή. Κι αυτή η δευτερεύουσα γαστριμαργική εμπειρία στη Σαβίλ θα με βοηθήσει είκοσι και πλέον χρόνια αργότερα να αντιληφθώ και να μεταφράσω το βιβλίο του Χάντκε «Δοκίμιο για τον μανιταρομανή». Ένα σημείο μόνο απ’ αυτό το βιβλίο, η συνάντηση με το βασιλομανίταρο:
«Έεπ! Για δες εκεί!: Ένιωσε σαν να περίμενε, χωρίς να το ξέρει, αυτή τη στιγμή, το αντίκρισμα, αυτή τη συνάντηση κι αυτή τη συνεύρεση. Από πότε; Ήταν χρόνος που δεν μπορούσε να προσμετρηθεί: «από αμνημονεύτων χρόνων», κι αυτό μπορούσε να είναι πριν από τη γέννησή του ή και μόλις από χθες. Μήπως υπερέβαλλε, κατ’ αρχήν απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, έτσι όπως βρέθηκε απρόοπτα, φαντάσου το, μπροστά στο πρώτο του βασιλομανίταρο, ένα όχι και ιδιαίτερα μεγάλο, που μόλις είχε ξεπεταχτεί, με στιλπνό καφεκόκκινο καπέλο και την πάλλευκη κάτω πλευρά του, άθικτο ακόμα από σαλιγκάρια ή άλλα ζώα. Σαν σε βιβλίο εικονογραφημένο; Μάλλον, σαν να ’χε βγει από το βασίλειο του μύθου; Υπήρχε λοιπόν αυτό το βασίλειο, ήταν μέρος ή συστατικό της πραγματικότητας· μ’ αυτό το μυθικό πλάσμα αποδεικνυόταν πως το βασίλειο ήταν πιο ζωντανό απ’ οτιδήποτε άλλο· «το να βρεθώ μαζί του ενώπιος ενωπίω», μου έγραφε ο μανιταρομανής πολύ αργότερα, «σήμαινε για μένα κάτι περισσότερο, ή τουλάχιστον κάτι διαφορετικό, από το να δω ένα λιοντάρι να με πλησιάζει μέσ’ από τα δέντρα –ένα από τα όνειρα που από μικρός έβλεπα συχνά–, ή να βρεθώ ας πούμε ξαφνικά μπροστά σ’ έναν ουρανοκατέβατο ρινόκερο, και κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ αυτό που συνέβη κατά τον θρύλο στον κυνηγό και μετέπειτα άγιο, όταν στην καρδιά του δάσους είδε το ελάφι με τον σταυρό στα κέρατα. Το μυθικό μου πλάσμα, το πρώτο και σημειωτέον τελευταίο που έχω δει μέχρι σήμερα, δεν είχε τίποτα κοινό με ζώο του θρύλου. Ήταν μέρος και στοιχείο της πιο λαμπρής ημέρας, κι αντί να θέτει εν αμφιβόλω την πραγματικότητα, να τη σπρώχνει στο μισοσκόταδο και να με αποσταθεροποιεί, όπως στο όνειρο με το λιοντάρι που γλιστράει αθόρυβα κατά τη μεριά μου, αυτό εδραίωνε κι εμένα αλλά και το φως της μέρας· το μυθικό φυτό δυνάμωνε για μένα την πραγματικότητα της μέρας, κάτι αδιανόητο να μου συμβεί στη συνάντηση μ’ έναν ρινόκερο που ξεφυτρώνει από το πουθενά, άσε που ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχω δει κανέναν ζωντανό μπροστά μου: εξαιτίας του, ή επίσης βλέποντας το λιοντάρι, ή τεντώνοντας σαν κυνηγός το βέλος και το τόξο ή ό,τι άλλο κατά του ελαφιού, σίγουρα η καρδιά μου θα χτυπούσε πιο γρήγορα, έτσι κι αλλιώς. Όμως, πίστεψέ με, μπροστά στο πρώτο μου βασιλομανίταρο, έχοντας κιόλας διανύσει πάνω από τη μισή μου ζωή, η καρδιά μου χτυπούσε ακόμα πιο γρήγορα, τόσο γρήγορα όσο ποτέ άλλοτε, είτε με πιστεύεις είτε όχι!»
Στην περίπτωση των μανιταριών έχουμε μια εμπειρία που διαφωτίζει στη συνέχεια το συγγραφικό έργο. Υπάρχει όμως και το αντίστροφο, το συγγραφικό έργο να διαφωτίσει μια εμπειρία. Θυμάμαι για παράδειγμα ένα απόγευμα στην Αθήνα, ήταν τέλη Μαρτίου του 2000, όταν η ΕΣΗΕΑ είχε καλέσει τον Χάντκε με αφορμή τον ένα χρόνο από τη νατοϊκή επέμβαση στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Στο λόμπι της Μεγάλης Βρετανίας είμαστε μαζεμένοι μια μικρή παρέα γύρω από τον συγγραφέα. Κάτι πίνουμε. Κάτι συζητάμε για το βραδινό πρόγραμμα. Αίφνης ο Χάντκε βγάζει τα παπούτσια και τις κάλτσες του και συνεχίζει ατάραχος και ξυπόλυτος την κουβεντούλα. Οι παριστάμενοι από λεπτότητα δεν σχολιάζουν τη μικρή αυτή απρέπεια, ατάραχοι κι αυτοί πλην παπουτσωμένοι συνεχίζουν. Τι είχε συμβεί; Λίγο καιρό μετά μετέφρασα για το περιοδικό Ποίηση το φιλοσοφικό ποίημα του Χάντκε «Ωδή στη διάρκεια», Πρόκειται για μια διάρκεια κάθε άλλο παρά διαρκή, πρόκειται για κάποιες στιγμές μόνο, όταν ο άνθρωπος κατακλύζεται από υπαρξιακή βεβαιότητα μέσα στην ακατάσχετη και θολή ροή των γεγονότων. Υποχωρεί τότε το μαρτύριο της έρημης χώρας και ο άνθρωπος νιώθει εντόπιος μέσα στον κόσμο. Στο εκτενές αυτό ποίημα εγκλείονται τέτοιες στιγμές, να μια από τα παιδικά χρόνια:
Κανένας ξένος δεν ξέρει τη λίμνη του Γκρίφεν,
σήμερα πια ακόμα και μερικά παιδιά
στο χωριό όπου γεννήθηκα
δεν ξέρουν ότι κοντά τους βρίσκεται μια λίμνη
κι ότι στον μεσοπόλεμο υπήρχαν ακόμα καρτ-ποστάλ
με νούφαρα και την επιγραφή
«Το Γκρίφεν παρά την ομώνυμον λίμνην».
Κι όμως αυτό το τέλμα, που όλο και ξεραίνεται
και που σε λίγο θα έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης,
έτσι υπολογίζουν οι σχεδιαστές της εθνικής,
είναι για μένα μέγας τόπος της διάρκειας.
Σαν παιδί πήγαινα εκεί με τον παππού
για να μαζέψουμε τροφή για τα γελάδια….
Απομακρυνόμασταν απ’ την ξηρά
μέσα σ’ ένα σχεδόν τετράγωνο βαρκάκι…
και σπρώχνοντάς το μ’ ένα ξύλο μέσα απ’ τις πυκνές καλαμιές
φθάναμε στην περιοχή που είχαμε μισθώσει,
κι όπου ήταν τα πρασινωπά, ζουμερά υδρόβια φυτά, τα «χας»,
η αγαπημένη τροφή των αγελάδων.
Και ξανακούω τις στάλες της πρωινής βροχής
να πέφτουν στο βαρκάκι μας,
κι ακούω τώρα πάλι τα δόντια των βοδιών να μασουλάνε.
Με τον καιρό το βαρκάκι άρχισε να κάνει νερά,
μαύρη λάσπη έμπαινε από τις ρωγμές του,
φέρνοντας μέσα βδέλλες,
που ο παππούς έβαζε στα πόδια του παιδιού και τα δικά του,
πόδια που δεν έβλεπε το φως, ασπρουλιάρικα,
επειδή ήταν «καλό για την υγειά μας»:
να περιμένεις τη στιγμή που τα μικρά σκουλήκια,
γραπωμένα στο δέρμα,
το δάγκωναν μ’ ένα απότομο τσίμπημα
και σιγά-σιγά φούσκωναν
και γίνονταν πιο μεγάλα κι από γυμνοσάλιαγκους.
Έτσι λύθηκε και το μυστήριο της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Χάντκε είχε πάθει μικρός κρυοπαγήματα στα πόδια και ο παππούς προσπαθούσε να τα θεραπεύσει με αφαιμάξεις χρησιμοποιώντας αρχαία γιατρικά, τις βδέλλες. Μέχρι σήμερα, όταν κάνει ζέστη τα πόδια του συγγραφέα πρήζονται αφόρητα και η μόνη λύση είναι να ξυποληθεί.
________
Ήταν στα τέλη του 2001, όταν είχα αναλάβει να μεταφράσω για τις εκδόσεις Εξάντας το εκτενές μυθιστόρημα του Χάντκε Οι χαμένες εικόνες ή Μέσα από τη Σιέρα δε Γκρέδος. Δεν πρόκειται για τυπικό μυθιστόρημα που στηρίζεται στην πλοκή και τους χαρακτήρες του. Είναι μια δονκιχωτικής πνοής ουτοπική μυθιστορία, στον αντίποδα του συνηθισμένου ρεαλισμού, και μια αλληλουχία εντυπωσιακών εικόνων, ποιητικών νεκρών φύσεων. Το αντι-έργο αυτό είναι μια προσπάθεια να υπονομευθεί η κυριαρχία του ήδη εκ των προτέρων σεσημασμένου κόσμου στη λογοτεχνία και να αναδειχθεί η πραγματικότητα κάτω από τα επιφαινόμενα των λεγόμενων γεγονότων και εξελίξεων. Οι προϋποθέσεις της όποιας δράσης, οι τοπικοί και χρονικοί προσδιορισμοί παραδίδονται ηθελημένα στην αοριστία, ενώ οι όποιοι χαρακτήρες προσεγγίζονται με την παρατήρηση της δράσης τους εκ των έξω και όχι με μια οργανωμένη ψυχολογική εμβάθυνση. Ο κόσμος του Χάντκε μετακινεί τα κέντρα βάρους που έχουμε συνηθίσει να θέτουμε κατά την πρόσληψη της πραγματικότητας γύρω μας. Συχνά το φαινομενικά δευτερεύον γίνεται λαβή για μια νέα περιγραφή του κόσμου. Αισθάνθηκα λοιπόν τότε την ανάγκη, πριν αρχίσω την απόδοση αυτού του opus magnum, να αποσυρθώ κατ’ αρχήν μαζί του σε κάποιον τόπο εκτός επικαιρότητας, ας πούμε. Στα τέλη λοιπόν του 2001 κλείστηκα με το βιβλίο στο δωμάτιο κάποιου ξενοδοχείου, κάπου στη νότια Τυνησία, στην πόλη Γκαμπές κοντά στα λιβυκά σύνορα, μακριά από κάθε οργανωμένη τουριστική γραφικότητα και άνεση. Μόνο όταν τέλειωσα το πρώτο διάβασμα, άρχισα να παρατηρώ τους ανθρώπους και τα πράγματα γύρω μου και να κρατώ μερικές σημειώσεις. Εκ των υστέρων συνειδητοποίησα ότι η καταιγιστική ποιητική δύναμη αυτού του βιβλίου με εξανάγκαζε σχεδόν να συλλαβίζω τα όσα έβλεπα με τον δικό του τρόπο. Με άλλα λόγια είχα μπει στον ρυθμό της κατανόησής του. Πιστεύω δε ότι αυτό απηχεί την εμπειρία κάθε μεταφραστή: την προσωρινή έστω αποπλάνηση της συνείδησής του από τον συγγραφέα που μεταφράζει. ΟΙ σημειώσεις μου εκείνες δημοσιεύθηκαν τότε στο περιοδικό Μετάφραση με τίτλο «Ο Χάντκε στην Γκαμπές». Ένα μικρό απόσπασμα. Είναι η πρώτη βροχή μετά από τρία χρόνια σ’ αυτή τη διακεκαυμένη πόλη και το μάτι μου πέφτει στα βρωμόνερα, σ’ ένα δρομάκι με σιδεράδικα κι ακονιστήρια, εννοείται με τον τρόπο του Χάντκε.
«Έξω από τα σιδεράδικα το νερό ανακατεμένο με τη μουτζούρα γίνεται βόρβορος, κι επειδή τα φρεάτια είναι βουλωμένα κι οι καγκελωτές τρύπες των υπονόμων στις άκρες του δρόμου θυμίζουν μπουκωμένα με μέλανα ζωμό στόματα θηρίων, λιμνάζει στα βαθουλώματα του οδοστρώματος σχηματίζοντας μικρές τεχνητές λίμνες, όπου δεν ευδοκιμεί κανένα έμβιο ον, μόνο τσαλακωμένα χαρτιά και ζαρωμένες φλούδες από πορτοκάλι επιπλέουν εδώ κι εκεί στα σκοτεινά νερά τους σαν ξεκοιλιασμένα κνώδαλα που δεν επέζησαν μιας μεγάλης μυστηριώδους καταστροφής. Και μέσα στα σιδεράδικα παλιά αμόνια, προκατακλυσμιαία φυσερά, γιγάντιες τανάλιες, με μια ήρεμη δύναμη και σιγουριά, ούτε παλιά, ούτε ξεπερασμένα, εργαλεία που αντλούν δικαιωματικά την ύπαρξή τους από την ανάγκη, στιλπνά παρά τη σκόνη των αιώνων, λεία παρά τα ρινίσματα που τους κρέμονται από τις μουσούδες και τα σκεβρωμένα δάχτυλα, σαν σε μια κατάσταση αέναης αναμονής και ετοιμότητας. Και ξαφνικά πάνω σ’ έναν τοίχο μια έγχρωμη ξύλινη επιγραφή: Atelier d’ Affûtage et d’ Aiguisement, σε παλ φόντο ζωγραφισμένα ένα ψαλίδι, ένα μαχαίρι κι ένας μπαλτάς, αλλά αυτά όχι ολύμπια και σεβάσμια όπως μέσα στα σιδεράδικα, αλλά πασιχαρή και κάπως ναζιάρικα, το ψαλίδι με ορθάνοιχτα σκέλια, το μαχαίρι να τανύεται σαν ελαστικό, ο μπαλτάς σαν αχνιστή φρατζόλα, χαμογελαστά που θα πέσουν στα χέρια του καλού ακονιστή, η πρώτη μορφή διαφήμισης. Κατά κανόνα σ’ αυτή την παραθαλάσσια πολιτεία, όπου δεν υπάρχει αφθονία, τα λιγοστά αντικείμενα έχουν χαρακτήρα. Υπάρχουν αλήθεια αντικείμενα με χαρακτήρα;»
Ανακοίνωση στο διαδικτυακό σεμινάριο «Μετα_Γραφές: Θεωρία και πρακτική της μετάφρασης» που συνδιοργάνωσαν στις 6 Οκτωβρίου 2021 από το Βερολίνο οι λογοτεχνικοί σύλλογοι Diablog Vision και Lettrétage.