Ένα μυθιστόρημα για τον κινηματογράφο

Ένα μυθιστόρημα για τον κινηματογράφο


Μαρία Γαβαλά, «Ο μικρός Γκοντάρ», εκδ. Πόλις 2022


______________


Η Μα­ρία Γα­βα­λά τέσ­σε­ρα χρό­νια με­τά το πο­λυ­σύν­θε­το, πο­λυ­ε­πί­πε­δο και απο­κα­λυ­πτι­κό, μιας σχε­δόν άγνω­στης πλευ­ράς της να­ζι­στι­κής βαρ­βα­ρό­τη­τας, μυ­θι­στό­ρη­μα της Ο Κόκ­κι­νος σταυ­ρός, επα­νέρ­χε­ται με ένα εξί­σου δε­ξιο­τε­χνι­κά συ­ναρ­μο­λο­γη­μέ­νο μυ­θι­στό­ρη­μα, με τον αρ­κού­ντως παι­χνι­διά­ρι­κο τί­τλο Ο μι­κρός Γκο­ντάρ! Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή εί­ναι και η φω­το­γρα­φία του εξω­φύλ­λου στην οποία —σύμ­φω­να με τις πλη­ρο­φο­ρί­ες που δια­βά­ζου­με—απει­κο­νί­ζε­ται ο Ολ­λαν­δός ντο­κι­μα­ντε­ρί­στας Johan van der Keuken κα­θώς κι­νη­μα­το­γρα­φεί την ηρω­ί­δα του Μπέ­μπι Κλά­σεν στα γυ­ρί­σμα­τα της ται­νί­ας του «Beppie» [1965]. Ένα μυ­θι­στό­ρη­μα λοι­πόν για τον κι­νη­μα­το­γρά­φο, με δε­δο­μέ­νο ότι η συγ­γρα­φέ­ας εί­ναι και η ίδια σκη­νο­θέ­της; Ένα μυ­θι­στό­ρη­μα για το αι­ρε­τι­κό παι­δί του γαλ­λι­κού κι­νη­μα­το­γρά­φου Ζαν Λυκ Γκο­ντάρ που μας άφη­σε πριν λί­γους μή­νες; Μα, ο τε­λευ­ταί­ος μό­νον «μι­κρός» δεν μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί. Εκτός και αν η Γα­βα­λά απο­φά­σι­σε να ανα­πα­ρα­στή­σει την παι­δι­κή ηλι­κία του Γκο­ντάρ. Κά­πως έτσι θα μπο­ρού­σε να σκε­φτεί ο ανα­γνώ­στης, ή η ανα­γνώ­στρια με την πρώ­τη μα­τιά σε τί­τλο και φω­το­γρα­φία του εξω­φύλ­λου. Ωστό­σο, μό­λις αρ­χί­σει να δια­βά­ζει τις πρώ­τες σε­λί­δες του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος γρή­γο­ρα αντι­λαμ­βά­νε­ται το παι­γνιώ­δες τέ­χνα­σμα της συγ­γρα­φέα. Ο, κα­τ’ ευ­φη­μι­σμό «μι­κρός Γκο­ντάρ», εί­ναι ο νε­α­ρός κι­νη­μα­το­γρα­φι­στής Γκα­σπάρ, ο κε­ντρι­κός ήρω­ας του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος της Γα­βα­λά. Ένας αντι­προ­σω­πευ­τι­κός τύ­πος της γε­νιάς του 1960. Ρο­μα­ντι­κός, εξε­γερ­σια­κός, αμ­φι­σβη­τί­ας, με το μα­ξι­μα­λι­στι­κό όρα­μα ενός κό­σμου δί­καιου, ισό­τι­μου, ελεύ­θε­ρου. Πι­στεύ­ει στον πο­λι­τι­κό κι­νη­μα­το­γρά­φο, όπως αυ­τός εκ­φρά­ζε­ται μέ­σω του ντο­κι­μα­ντέρ, εφό­σον μπο­ρεί να αντι­λαμ­βά­νε­ται την υλι­κό­τη­τα της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, να συλ­λαμ­βά­νει ad hoc την αλή­θεια του ιστο­ρι­κού γε­γο­νό­τος, ακό­μη και να συ­γκρού­ε­ται με την τι­μω­ρι­τι­κή εξου­σία όταν αυ­τή ανα­δύ­ε­ται μέ­σα από την κα­τα­στο­λή και τον εξα­να­γκα­σμό. Έναν χρό­νο με­τά τον Μάη του ’68, και έξη με­τά το τέ­λος του αι­μα­τη­ρού πο­λέ­μου της Αλ­γε­ρί­ας, το Πα­ρί­σι δεν μπο­ρεί πλέ­ον να επι­στρέ­ψει στα, προ της Αλ­γε­ρί­ας, «χρό­νια της αθω­ό­τη­τας». Τα όσα δια­δρα­μα­τί­στη­καν έχουν αφή­σει βα­θιά τα ση­μά­δια τους στην πε­ρί­φη­μη Πό­λη του Φω­τός. Αυ­τά ακρι­βώς τα ση­μά­δια κυ­νη­γά­ει με πά­θος και επι­μο­νή να κι­νη­μα­το­γρα­φή­σει «ο μι­κρός Γκο­ντάρ» της Μα­ρί­ας Γα­βα­λά. Βρι­σκό­μα­στε στο Πα­ρί­σι, κα­λο­καί­ρι του 1969. Η Λου­κία, μια νε­α­ρή Ελ­λη­νί­δα, έχει έρ­θει στο Πα­ρί­σι για να σπου­δά­σει κι­νη­μα­το­γρά­φο. Πί­σω της αφή­νει μια δι­κτα­το­ρία, στην πρώ­τη και πιο σκλη­ρή της πε­ρί­ο­δο, μια οι­κο­γέ­νεια σε σύγ­χυ­ση, και τον αγα­πη­μέ­νο της, αρι­στε­ρό θείο, δί­δυ­μο αδελ­φό του, φαι­νο­με­νι­κά μαλ­θα­κού πα­τέ­ρα της, να έχει μό­λις συλ­λη­φθεί από την χού­ντα. Στο Πα­ρί­σι, εκτός από τις σπου­δές της γνω­ρί­ζει και τον έρω­τα στο πρό­σω­πο, στο σώ­μα και στις ιδέ­ες του, λί­γο με­γα­λύ­τε­ρου της, Γκα­σπάρ. Ο οποί­ος μα­ζί με μια ομά­δα επί­σης νε­α­ρών κι­νη­μα­το­γρα­φι­στών και ομοϊ­δε­α­τών του θέ­λουν να κά­νουν ένα ντο­κι­μα­ντέρ σχε­τι­κά με την ει­ρη­νι­κή δια­δή­λω­ση των Αλ­γε­ρι­νών στο Πα­ρί­σι στις 17 Οκτω­βρί­ου 1961, την οποία η γαλ­λι­κή αστυ­νο­μία εί­χε πνί­ξει κυ­ριο­λε­κτι­κά στο αί­μα, με δε­κά­δες νε­κρούς και εκα­το­ντά­δες τραυ­μα­τί­ες, γρά­φο­ντας μια από τις πλέ­ον μαύ­ρες σε­λί­δες της γαλ­λι­κής ιστο­ρί­ας του 20ού αιώ­να. Το ντο­κι­μα­ντέρ θα βα­σί­ζε­ται κυ­ρί­ως στις αφη­γή­σεις αν­θρώ­πων που συμ­με­τεί­χαν σε εκεί­νη την δια­δή­λω­ση και που μπο­ρούν να κα­τα­θέ­σουν τις προ­σω­πι­κές τους μαρ­τυ­ρί­ες.

Η Γα­βα­λά στή­νει δύο πα­ράλ­λη­λες ιστο­ρί­ες που επι­κε­ντρώ­νο­νται σε δύο φαι­νο­με­νι­κά αντι­κρουό­με­να κέ­ντρα: Της εξε­γερ­σια­κής γαλ­λι­κής ανά­τα­σης της δε­κα­ε­τί­ας του 1960 [γαλ­λο­αλ­γε­ρι­νός πό­λε­μος, Μά­ης του ‘68] και της ακραί­ας θε­σμι­κής κα­τα­πά­τη­σης της δη­μο­κρα­τί­ας και ελευ­θε­ρί­ας από τους συ­νταγ­μα­τάρ­χες στην Ελ­λά­δα, το 1967. Κοι­νός πα­ρο­νο­μα­στής και των δύο κέ­ντρων, η βία και η κρα­τι­κή κα­τα­στο­λή. Ανά­με­σά τους πη­γαι­νο­έρ­χε­ται η νε­α­ρή φοι­τή­τρια στην πο­ρεία προς την ενη­λι­κί­ω­σή της, προ­σπα­θώ­ντας να ανα­κα­λύ­ψει τον εαυ­τό της, να συ­ναρ­μο­λο­γή­σει τις επι­θυ­μί­ες της, να ακο­λου­θή­σει τους δι­κούς της δρό­μους. Ο Γκα­σπάρ προ­σπα­θεί να την εμπλέ­ξει στον δι­κό του ορα­μα­τι­κό κό­σμο, να την μυ­ή­σει στα δι­κά του μυ­στι­κά που βουί­ζουν ακό­μη από τους ου­ρα­νο­μή­κεις από­η­χους του πα­ρι­σι­νού Μάη, βρι­σκό­μα­στε άλ­λω­στε στα 1969. Ο νε­α­ρός κι­νη­μα­το­γρα­φι­στής, με την δύ­σκο­λη παι­δι­κή ηλι­κία, ομνύ­ει στον πο­λι­τι­κό κι­νη­μα­το­γρά­φο και συ­γκε­κρι­μέ­να στο ντο­κι­μα­ντέρ. Πι­στεύ­ει ακρά­δα­ντα ότι με την κά­με­ρα στο χέ­ρι μπο­ρείς να ακι­νη­το­ποι­ή­σεις το γε­γο­νός την ώρα που συμ­βαί­νει και αν δεν σε αφή­σουν να το πρά­ξεις, κι­νη­μα­το­γρα­φείς αυ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες και τις αφη­γή­σεις τους. «Να λες, τι έπα­θες, όχι να ανα­ρω­τιέ­σαι για­τί το έπα­θες. Το γε­γο­νός δη­λα­δή, γυ­μνό, ωσάν αλη­θι­νό». Με πρώ­ι­μο σκε­πτι­κι­σμό η νε­α­ρή Λου­κία ανα­ρω­τιέ­ται αν τε­λι­κά ο Γκα­σπάρ θα κα­τα­φέ­ρει να δεί­ξει στο ντο­κι­μα­ντερ του όλα αυ­τά που επι­θυ­μεί και σχε­διά­ζει. Αν θα κα­τορ­θώ­σει να με­τα­τρέ­ψει τίς λέ­ξεις σε ει­κό­νες. Και με τους προ­βλη­μα­τι­σμούς αυ­τούς της Λου­κί­ας, η συγ­γρα­φέ­ας θέ­τει, εκτός των άλ­λων, όπως θα δια­πι­στώ­σου­με πα­ρα­κά­τω, και το επί­μα­χο και δια­χρο­νι­κό ζή­τη­μα: Πό­σο η τέ­χνη γε­νι­κό­τε­ρα, ο κι­νη­μα­το­γρά­φος στην πε­ρί­πτω­σή μας, μπο­ρούν να ανα­πα­ρα­στή­σουν με τέ­τοιο αλη­θο­φα­νή τρό­πο την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ώστε να εί­ναι ωσάν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα; Με τον ίδιο σκε­πτι­κι­σμό η Λου­κία αντι­με­τω­πί­ζει και τους επα­να­στα­τί­ζο­ντες φί­λους του Γκα­σπάρ κα­θώς αυ­τοί συ­γκε­ντρώ­νο­νται συ­χνά για να ανα­λύ­σουν όλα τα κα­κά που ο κα­πι­τα­λι­σμός με την επι­θε­τι­κό­τη­τα του και τους πο­λέ­μους του προ­κα­λεί ανά την γη και πώς η κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή τέ­χνη ΄μπο­ρεί να λει­τουρ­γή­σει πα­ρεμ­βα­τι­κά και εξε­γερ­σια­κά μέ­σω του ντο­κι­μα­ντέρ. Η Γα­βα­λά, αντί­θε­τα με ότι έχου­με συ­νη­θί­σει να δια­βά­ζου­με έως σή­με­ρα για το Πα­ρί­σι της δε­κα­ε­τί­ας του 1960 ως ομ­φα­λό των απα­ντα­χού, τε­λι­κά ανά τον κό­σμο, νε­α­νι­κών εξε­γέρ­σε­ων, ή ως την Πό­λη του Φω­τός που ανέ­κα­θεν τρο­φο­δο­τού­σε το φα­ντα­σια­κό όσων την επι­σκέ­πτο­νταν, μας κά­νει κοι­νω­νούς μιας άλ­λης πό­λης, αυ­τής που κρύ­βε­ται πί­σω από τα ιστο­ρι­κά βου­λε­βάρ­τα της, τα πε­ρί­φη­μα κα­φέ των δια­νο­ού­με­νων, τα πε­ρί­λα­μπρα το­πό­ση­μα της, τους κή­πους της, τα θέ­α­τρα της και τα εκ­μαυ­λι­στι­κά κα­μπα­ρέ, τα Μου­σεία και τους Οί­κους Μό­δας. Η ηρω­ί­δα της, ελά­χι­στα εν­δια­φέ­ρε­ται για όλα αυ­τά που ση­μα­το­δο­τούν την δια­χρο­νι­κή αί­γλη του Πα­ρι­σιού, ού­τε και για τους δρό­μους που πο­τί­στη­καν με το αί­μα των Αλ­γε­ρι­νών δια­δη­λω­τών, ή τους τοί­χους που σφρα­γί­στη­καν με τα μα­γιά­τι­κα συν­θή­μα­τα των εξε­γερ­μέ­νων φοι­τη­τών, αυ­τής τα βή­μα­τα την οδη­γούν αλ­λού: Σε πε­ριο­χές που ζουν εξα­θλιω­μέ­νοι άστε­γοι ή με­τα­νά­στες, δρό­μους και πάρ­κα όπου η επι­θε­τι­κό­τη­τα γί­νε­ται το μο­να­δι­κό μέ­σον άμυ­νας και τε­λι­κά αυ­το­κα­τα­στρο­φής ακό­μα και ανά­με­σα σε ρα­κέν­δυ­τα ζευ­γά­ρια, κοι­νω­νι­κές πο­λυ­κα­τοι­κί­ες που θυ­μί­ζουν στρα­τώ­νες, απο­μο­νω­μέ­νες από τον υπό­λοι­πο κό­σμο, κα­φέ απο­μα­κρυ­σμέ­να, κα­τα­φύ­για μο­να­χι­κών και σιω­πη­λών αν­θρώ­πων, γω­νιές πο­τι­σμέ­νες από μυ­ρω­διές αν­θρώ­πι­νης αμ­μω­νί­ας. «Τις λευ­κές νύ­χτες» γρά­φει στις ση­μειώ­σεις της η Λου­κία «ανα­ρω­τιό­μουν για­τί εί­χα δια­λέ­ξει αυ­τήν την πό­λη. Πολ­λές φο­ρές εί­χα την αί­σθη­ση ότι ζού­σα σε μια πό­λη-φά­ντα­σμα… Μιας πό­λης που ένιω­θα ότι μου έστη­νε ξώ­βερ­γες».

Ωστό­σο η πο­ρεία της ηρω­ί­δας προς την ενη­λι­κί­ω­ση δεν θα εί­ναι εύ­κο­λη και ευ­θύ­γραμ­μη μό­νο στο Πα­ρί­σι του 1969, ακό­μη πιο δύ­σκο­λη και πε­ρι­πε­πλεγ­μέ­νη θα εί­ναι στην Ελ­λά­δα, των πρώ­των και σκλη­ρό­τε­ρων χρό­νων της δι­κτα­το­ρί­ας. Εκεί όπου η συγ­γρα­φέ­ας στή­νει την πα­ράλ­λη­λη ιστο­ρία του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος της. Εκεί όπου το­πο­θε­τεί την οι­κο­γέ­νεια της ηρω­ί­δας της. Μια οι­κο­γέ­νεια σε με­γά­λο βαθ­μό δυ­σλει­τουρ­γι­κή, με κρυ­φά μυ­στι­κά και υπο­φώ­σκου­σες αντι­πα­λό­τη­τες ανά­με­σα στα μέ­λη της και προ­πα­ντός με­τα­ξύ των δύο δί­δυ­μων αδελ­φών, πα­τέ­ρα και θεί­ου αντί­στοι­χα της Λου­κί­ας. Ο πρώ­τος πι­στός στις αστι­κές, κά­πο­τε κερ­δο­φό­ρες οι­κο­γε­νεια­κές επι­χει­ρή­σεις, ήσυ­χος και προ­σαρ­μο­σμέ­νος στις οποιεσ­δή­πο­τε κα­τα­στά­σεις, κοι­νω­νι­κές και πο­λι­τι­κές, ο δεύ­τε­ρος αρι­στε­ρός, κα­θη­γη­τής μα­θη­μα­τι­κών, αντι­στα­σια­κός που συλ­λαμ­βά­νε­ται κά­ποια στιγ­μή και οδη­γεί­ται αρ­χι­κά στην επί της Μπου­μπου­λί­νας Ασφά­λεια και στη συ­νέ­χεια στη Γυά­ρο, η οποία στο μυ­θι­στό­ρη­μα εί­ναι «το νη­σί». Αντί­θε­τα με τον υπο­το­νι­κό πα­τέ­ρα, ο θεί­ος λει­τουρ­γεί σε με­γά­λο βαθ­μό μυ­η­τι­κά για την ηρω­ί­δα, όχι τό­σο πο­λι­τι­κά όσο πο­λι­τι­στι­κά και ηθι­κά. Μα­ζί του, πριν την σύλ­λη­ψη του και την ανα­χώ­ρη­ση της ηρω­ί­δας για το Πα­ρί­σι, κά­νει μυ­η­τι­κούς πε­ρι­πά­τους στην Αθή­να. Μιας Αθή­νας όμως, εξί­σου δια­φο­ρε­τι­κής και απο­κα­λυ­πτι­κής με του Πα­ρι­σιού. Μιας Αθή­νας, δη­λα­δή πί­σω από τις αστι­κές προ­σό­ψεις και τις δια­φη­μι­ζό­με­νες του­ρι­στι­κές πε­ριο­χές. Στην μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή αθη­ναϊ­κή το­πο­γρα­φία της Γα­βα­λά, την δε­κα­ε­τία του 1960, συ­να­ντού­με πα­ρα­τη­μέ­να πα­λιά ξε­νο­δο­χεία στο Με­τα­ξουρ­γείο, ετοι­μόρ­ρο­πα νε­ο­κλα­σι­κά στην Πει­ραιώς γύ­ρω από το ερ­γο­στά­σιο του αε­ριό­φω­τος, το εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νο μέ­γα­ρο του ια­τρού Τσο­πο­τού, στην γω­νία Με­νάν­δρου και Πει­ραιώς, όπου δί­νο­νταν κά­πο­τε λα­μπροί χο­ροί, τους οποί­ους θυ­μά­ται ο θεί­ος και σε μια βόλ­τα κα­λεί την ανε­ψιά του να χο­ρέ­ψουν στην σά­λα του αρ­χο­ντι­κού. Η δι­κτα­το­ρία για την ηρω­ί­δα με­τα­τρέ­πε­ται σε οι­κο­γε­νεια­κή υπό­θε­ση αφού πλήτ­τει το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο μέ­λος της οι­κο­γέ­νειας. Έχει την μορ­φή των πα­ρα­κο­λου­θή­σε­ων, των μα­τω­μέ­νων ρού­χων του θεί­ου, των στιγ­μών που σύσ­σω­μη η οι­κο­γέ­νεια τον απο­χαι­ρε­τά στον Πει­ραιά, λί­γο πριν επι­βι­βα­στεί στο πλοίο για «το νη­σί». Εί­ναι το κω­δι­κο­ποι­η­μέ­νο σχε­δόν γράμ­μα που έρ­χε­ται από τον θείο και που η ανε­ψιά προ­σπα­θεί να μα­ντέ­ψει τι πραγ­μα­τι­κά κρύ­βε­ται πί­σω από τις λέ­ξεις, εί­ναι τέ­λος το δι­κό της γράμ­μα που δεν το στέλ­νει πο­τέ και που συ­μπυ­κνώ­νει τις απο­ρί­ες, τους προ­βλη­μα­τι­σμούς και τον ρο­μα­ντι­σμό μιας κο­πέ­λας που προ­σπα­θεί να ενη­λι­κιω­θεί, όχι απλώς χρο­νο­λο­γι­κά αλ­λά ου­σια­στι­κά και πο­λύ­πλευ­ρα, κα­θώς δια­σχί­ζει μια εύ­φλε­κτη επο­χή, τό­σο στην πα­τρί­δα της όσο και στην ξέ­νη πο­λι­τεία.

Η Γα­βα­λά, έμπει­ρη γνώ­στρια της τε­χνι­κής του μο­ντάζ —κι­νη­μα­το­γρα­φί­στρια η ίδια— συ­ναρ­μο­λο­γεί τις δύο πα­ράλ­λη­λες ιστο­ρί­ες με αξιο­θαύ­μα­στη επι­δε­ξιό­τη­τα, χω­ρίς να αδι­κεί κα­μία από τις δύο. Οι εναλ­λα­γές εντάσ­σο­νται μέ­σα στην ρέ­ου­σα αφή­γη­ση αβί­α­στα. Η συγ­γρα­φέ­ας χρη­σι­μο­ποιεί και πραγ­μα­το­λο­γι­κά στοι­χεία για να γί­νει πει­στι­κό­τε­ρη η ανα­πα­ρά­στα­ση μιας επο­χής. Λό­γου χά­ριν κα­τα­φεύ­γει στην γνω­στή εφη­με­ρί­δα της γαλ­λι­κής Αρι­στε­ράς L'Humanité για να πε­ρι­γρά­ψει στιγ­μιό­τυ­πα από την αι­μα­τη­ρή δια­δή­λω­ση των Αλ­γε­ρι­νών το 1961. Στις σε­λί­δες του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος της έχουν θέ­ση, εκτός από την ηρω­ί­δα και τον…μι­κρό Γκα­σπάρ, μια ποι­κι­λία δευ­τε­ρα­γω­νι­στών της ίδιας γε­νιάς με τους δύο πρω­τα­γω­νι­στές, Γάλ­λους και Άρα­βες, στην πα­ρι­σι­νή ιστο­ρία, της με­γα­λύ­τε­ρης γε­νιάς στην ελ­λη­νι­κή ιστο­ρία. Οι πρώ­τοι ανα­βιώ­νουν το εύ­φλε­κτο, εξε­γερ­σια­κό και εν πολ­λοίς ου­το­πι­κό πο­λι­τι­κό κλί­μα των σίξ­τις, οι δεύ­τε­ροι προ­ε­τοι­μά­ζο­νται ή και τολ­μούν να ανα­με­τρη­θούν με την πιο ακραία μορ­φή κα­τα­στο­λής και βί­ας. Μυ­θι­στό­ρη­μα ενη­λι­κί­ω­σης κα­τά κύ­ριο λό­γο «Ο μι­κρός Γκα­σπάρ» αλ­λά και πο­λι­τι­κό και ιστο­ρι­κό αφού ανα­με­τριέ­ται με τόλ­μη με δύο εντε­λώς αντι­θε­τι­κές κα­τα­στά­σεις: Του εξε­γερ­σια­κού ύφους και ήθους μιας μο­να­δι­κής επο­χής για την Γαλ­λία και του ακραί­ου σκο­τα­δι­σμού και ερέ­βους επί­σης μιας μο­να­δι­κής επο­χής για την Ελ­λά­δα. Εν κα­τα­κλεί­δι, ένα εξαι­ρε­τι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, ικα­νό να στα­θεί δί­πλα σε αξια­νά­γνω­στα ευ­ρω­παϊ­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: