Η επέτειος των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή προσφέρει ποικίλες αφορμές για αναστοχασμό. Δημοσιογράφοι, φιλόλογοι, ερευνητές, αναγνώστες επιστρέφουν σε λογοτεχνικά έργα και συγγραφείς που συνδέονται με το 1922 και τα γεγονότα που ακολούθησαν. Σε αυτό το πλαίσιο επαναπροσέγγισης των ιστορικών γεγονότων, των καταγεγραμμένων προσωπικών μαρτυριών και του συλλογικού πολιτισμικού τραύματος της Μικρασιατικής Καταστροφής, θα προσπαθήσω να παρουσιάσω εδώ τον τρόπο που κείμενα (λογοτεχνικά και ιστορικές μελέτες, δοκίμια, μαρτυρίες κ.λπ.) όπως και υλικό σχετικό με το 1922 (φωτογραφίες, αρχεία) συνυπάρχουν στη δική μου προσέγγιση, η οποία αποτυπώνεται στη σπονδυλωτή αφήγηση του graphic novel Αϊβαλί –ένα κειμενικό παζλ, όπου ενσωματώνονται μεταξύ άλλων τέσσερα λογοτεχνικά αποσπάσματα Αϊβαλιωτών συγγραφέων (τριών Ελλήνων κι ενός Τούρκου) σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους. Οφείλω θερμές ευχαριστίες στο περιοδικό Χάρτης για την πρόσκληση και την ευκαιρία να επιστρέψω και εγώ με τη σειρά μου στο εργαστήρι που γέννησε το Αϊβαλί.
Το Αϊβαλί ως εικονογραφήγημα
Το Αϊβαλί είναι ένα graphic novel (GN), ένα έργο δηλαδή που εντάσσεται στην συγκεκριμένη, επιμέρους φόρμα του μέσου των κόμικς. Τα GN, όπως άλλωστε και όλες οι άλλες φόρμες των κόμικς, συνδυάζουν στις αφηγήσεις τους τον Λόγο με την Εικόνα. Ειδικότερα όμως τα GN, όπως έχω υποστηρίξει αλλού, λόγω της αφηγηματικής έκτασης, του θέματος και της ανάπτυξής του, μπορούν να προσεγγίσουν ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, περισσότερο εξοικειωμένο με τη λογοτεχνία, την ιστορία ή το δοκίμιο.[1] Στο Αϊβαλί τα εργαλεία της γλώσσας των κόμικς συναντούν την ιστορική έρευνα, ενώ υπάρχουν πλήθος σημειολογικών πολιτισμικών ετεροαναφορών, δάνεια και ανασυνθέσεις από διαφορετικές τέχνες όπως η λογοτεχνία, ο κινηματογράφος, η εικαστική αποτύπωση.
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος το 2014 ενώ σήμερα βρίσκεται στην έκτη, επαυξημένη επετειακή του έκδοση. Τη στιγμή της έκδοσής του υπήρξε το μεγαλύτερο σε έκταση Ελληνικό κόμικ (448 σελίδες). Ήταν το πρώτο του είδους που καταπιανόταν με ένα τόσο δύσκολο στη διαχείρισή του θέμα της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας: την επώδυνη για τους Έλληνες κατάληξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου 1919-1922, γνωστότερη ως «Μικρασιατική Καταστροφή». Ταυτόχρονα το Αϊβαλί θίγει και ζητήματα επίκαιρα, αν αναλογιστούμε πως, από την στιγμή της πρώτης κυκλοφορίας του, οι εξελίξεις, σε διεθνές και σε γεωγραφικά τοπικό επίπεδο (Αιγαίο/Ανατολική Μεσόγειος), δεν έπαψαν να αφορούν το πλαίσιο των ανησυχιών και των ερωτημάτων που διατυπώνονται στις σελίδες του -όπως η μισαλλοδοξία, ο εθνικός και θρησκευτικός φανατισμός, η εικόνα του «άλλου», οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις στη διαχρονία τους, οι προσφυγικές ροές και τα θέματα της πολιτισμικής ένταξης, τα εθνικά αφηγήματα, η ελλιπής, συναισθηματικά φορτισμένη, αντίληψη της ιστορίας, η αναθέρμανση της συζήτησης για τη Συνθήκη της Λωζάνης, η απειλή ενός νέου Ελληνοτουρκικού πολέμου κ.λπ. Αξίζει να επισημάνουμε πως το συγκεκριμένο εικονογραφήγημα δημιουργήθηκε σε χρόνο ασύνδετο από οποιανδήποτε επετειακή αφορμή, την περίοδο από το 2011 που άρχισε η συγγραφή του μέχρι και το 2014 που κυκλοφόρησε.
Το Αϊβαλί
στα οκτώ χρόνια της μέχρι τώρα ζωής του κινεί το ενδιαφέρον των αναγνωστών, της κριτικής, της επιστημονικής έρευνας και της εκπαιδευτικής κοινότητας. Αγκαλιάστηκε αμέσως από τους αναγνώστες, τόσο τους φίλους των κόμικς, όσο και από ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, ιδιαίτερα εκείνο που είναι εξοικειωμένο περισσότερο με τη λογοτεχνία ή/και την Ιστορία, ενώ πλέον όλο και πιο συχνά συγκαταλέγεται στη βιβλιογραφία που σχετίζεται με τη Μικρασιατική Καταστροφή.[2]
Επίσης, χάρη στην εικαστική του διάσταση (προσχέδια με μολύβι, πρωτότυπες σελίδες, storyboards και αρχειακό υλικό) παρουσιάστηκε το 2015 στο Μουσείο Μπενάκη -η έκθεση διήρκεσε τρεισήμισι μήνες.[3] Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν εκθέσεις και παρουσιάσεις σε όλη την Ελλάδα, στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Επιπλέον, το έργο έχει μεταφερθεί σε θεατρική παράσταση, και έως σήμερα έχει μεταφραστεί στα Γαλλικά, Τουρκικά, Αγγλικά και Ισπανικά. Κορύφωση της ευρύτερης αποδοχής του αποτελεί η παράθεση ενός σαλονιού του έργου μου στην προθήκη με τα σχετικά λογοτεχνικά έργα του «κανόνα», εκείνα των Ηλία Βενέζη, Διδώς Σωτηρίου, Στρατή Δούκα, Φώτη Κόντογλου, Γιώργου Σεφέρη, στη μεγάλη έκθεση του μουσείου Μπενάκη: «ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ. Λάμψη–Καταστροφή–Ξεριζωμός–Δημιουργία» (15/09/2022-12/02/2023). (ΕΙΚ 1,2)
Βιβλιογραφική έρευνα και αναζήτηση πληροφοριών
Για να ολοκληρωθεί το συγκεκριμένο GN απαιτήθηκαν τουλάχιστον τρία χρόνια εντατικής δουλειάς. Σημαντικότατο μέρος της σύνθεσης αποτέλεσε η έρευνα και η διαχείριση ειδικών πληροφοριών και υλικών αναφοράς. Σχηματικά στο χτίσιμο της έρευνας υπήρξαν οι εξής άξονες:
→ Συλλογή πληροφοριών μέσω δοκιμίων, ιστορικών βιβλίων, σχετικής αρθρογραφίας.
→ Έρευνα στη λογοτεχνική παραγωγή ανθρώπων που έζησαν την μικρασιατική καταστροφή και κατέγραψαν με τον δικό τους τρόπο άμεσα ή έμμεσα τις εμπειρίες τους ως «αυτόπτες μάρτυρες». Επίσης λογοτεχνικά έργα που αφορούν το 1922 από τη δεύτερη ή και την τρίτη γενιά Ελλήνων συγγραφέων.
→ Αντίστοιχη παρακολούθηση έργων Τούρκων λογοτεχνών, όσο αυτό ήταν δυνατόν λόγω της γλώσσας και των περιορισμένων μεταφράσεων.
→ Έρευνα σε αρχεία και βιβλιοθήκες (ενδεικτικά αναφέρουμε το ΕΛΙΑ, το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, το Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Μυτιλήνης).
→ Αναζήτηση οπτικού υλικού αναφορών (π.χ. στολές, φορεσιές, όπλα, τοπία, πόλεις, καράβια κ.λπ.) μέσω εκδόσεων, αρχείων αλλά και αναζήτηση στο διαδίκτυο.
→ Φωτογραφικό υλικό από παλιές cart postal.
→ Επιτόπια έρευνα και συλλογή φωτογραφιών από τους σημερινούς τόπους και τα κτήρια όπου διαδραματίζονται τα επεισόδια του βιβλίου (Αϊβαλίκ, Μυτιλήνη, Χανιά).
→Το ενδιαφέρον μας στη συνέχεια θα επικεντρωθεί στους τρεις πρώτους άξονες. Πριν όμως από αυτό, θα ήταν χρήσιμο να σκιαγραφήσουμε και τους βασικούς άξονες του ιστορικού καμβά πάνω στους οποίους στηρίχτηκε το έργο.
Η αναζήτηση του ιστορικού πλαισίου
Φυσικά η έρευνα επεκτάθηκε σε πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις της σχετικής με το 1922 βιβλιογραφίας (ιστορικά δοκίμια, αρθρογραφία και αποδελτιώσεις της εποχής, ντοκιμαντέρ). Όμως εδώ θεωρώ σημαντική την επισήμανση κάποιων συγκεκριμένων έργων που πιθανόν να φανούν χρήσιμα σε όσους θελήσουν επίσης να διερευνήσουν τις συνθήκες αλλά και τις ψυχολογικές παραμέτρους των ανθρώπων που έζησαν αυτήν την τραγωδία.
Πρώτη χρονολογικά τοποθετείται η έρευνα της Renée Hirschon, η οποία επικεντρώνεται στην εθνολογική μελέτη των προσφύγων στην περιοχή της Κοκκινιάς.[4] Με τα εργαλεία της κοινωνικής ανθρωπολογίας η Hirschon μελετά την δεκαετία του ’70 αλλά και αργότερα τους ίδιους τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, κυρίως της πρώτης και δεύτερης γενιάς, στη συγκεκριμένη περιοχή του Πειραιά, αναδεικνύοντας στοιχεία για τη διαμόρφωση της πολιτισμικής τους ταυτότητας, τις «ηθικές» αξίες που κουβαλούν και την αίσθηση της ζωής τους, φορτισμένη με μνήμες απ’ τη «χαμένη πατρίδα», αλλά και τον αγώνα της επιβίωσής τους στο νέο περιβάλλον της Ελλάδας.
Η δεύτερη εργασία είναι εκείνη του Bruce Clark (ιδιαίτερη τιμή η συνεισφορά του στο Αϊβαλί όπου υπογράφει την εισαγωγή).[5] Βαθύς γνώστης και των δύο πολιτισμικών πλαισίων Ελλήνων και Τούρκων και έχοντας τη ματιά ενός «τρίτου», ο Clark διεισδύει όχι μόνο στα γεγονότα και τις συνθήκες που διαμόρφωσε η ανταλλαγή των πληθυσμών σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάνης, αλλά αναζητά τις συνδέσεις και τα συναισθήματα των απλών ανθρώπων και από τις δυο πλευρές του Αιγαίου, τόσο των Ελλήνων όσο και των Τούρκων. Παράγει έτσι μια νέα αφήγηση, που επικεντρώνεται στις ανθρώπινες συμπεριφορές αλλά καταφέρνει να αναδείξει και να περιγράψει στοιχεία που η «μεγάλη» ιστορία προσπερνά ή τα θέτει εκτός των ενδιαφερόντων της.
Τρίτη εργασία, που επίσης επηρέασε ιδιαίτερα τη διαμόρφωση του GN, είναι η εργασία της κλινικής ψυχολόγου Λίμπυ Τατά Αρσέλ.[6] Η μελέτη και ανάδειξη του πολιτισμικού τραύματος σε βάθος τουλάχιστον τριών γενεών, οι συνεντεύξεις στο οικογενειακό της περιβάλλον και η τοποθέτηση των συναισθημάτων των προσφυγογενών σε ένα σύγχρονο πλαίσιο, αποτελούν σημαντικό εργαλείο κατανόησης των πολιτισμικών – ενίοτε ιδεολογικά φορτισμένων– συμπεριφορών των σύγχρονων Ελλήνων όταν αναφέρονται στην Μικρασιατική Καταστροφή.[7]
Τέλος κλείνουμε με μια αναφορά στο σημαντικό άρθρο του Ηρακλή Μήλλα για τη λογοτεχνία και από τις δυο πλευρές του Αιγαίου και μάλιστα σε βάθος τριών γενεών.[8] Ο Μήλλας, γνώστης και των δύο πολιτισμών και μελετητής της λογοτεχνικής παραγωγής στην Ελλάδα και την Τουρκία, υπήρξε ο καλύτερος οδηγός στην αναζήτησή μου στα λογοτεχνικά έργα και τους συγγραφείς που αναφέρονται στο 1922, την πολιτισμική-ιδεολογική τους ματιά και τοποθέτηση. Σε αυτήν την εργασία θα αναφερθούμε και στην επόμενη ενότητα.
Λογοτεχνικά έργα για τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο και την ανταλλαγή των πληθυσμών
Αναζητώντας αφηγηματικό υλικό που ήθελα να ενσωματώσω στο Αϊβαλί διαμορφώνοντας έτσι μια κλιμακούμενη σπονδυλωτή εξιστόρηση, επέστρεψα σε λογοτεχνικά κείμενα που αναφέρονταν στη Μικρασιατική Καταστροφή και την εμπειρία της προσφυγιάς. Φυσικά η αρχή έγινε με την πρώτη γενιά συγγραφέων που έζησαν τα τραγικά γεγονότα. Αναφέρουμε ενδεικτικά τους βασικότερους συγγραφείς και κάποια από τα έργα τους όπως: Ηλίας Βενέζης: Νούμερο 31328 (1931), Γαλήνη (1939), Αιολική Γη (1943), Μικρασία Χαίρε (1971), Φώτης Κόντογλου: Αστρολάβος (1935), Αϊβαλί η Πατρίδα μου (1662), Στρατής Δούκας: Ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929), Παντελής Πρεβελάκης: Το χρονικό μιας πολιτείας (1963), Διδώ Σωτηρίου: Ματωμένα Χώματα (1959), Οι νεκροί περιμένουν (1962), Αγάπη Βενέζη-Μολυβιάτη: Το χρονικό των δέκα ημερών (2007), Κοσμάς Πολίτης: Στου Χατζηφράγκου (1963), Στράτης Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω (1924), Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια (1933), Η Παναγιά η Γοργόνα (1948 ) και άλλοι.
Παράλληλα οι αναγνώσεις αφορούσαν και νεότερους συγγραφείς που καταπιάστηκαν με το ίδιο θέμα. Ενδεικτικά πάλι αναφέρω: Θανάσης Βαλτινός: Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη, βιβλίο δεύτερο (1972), Ρέα Γαλανάκη: Ο βίος του Ισμαήλ Φερήκ Πασά (1989), Μάρω Δούκα: Αθώοι και φταίχτες (2008), Νίκος Θέμελης: Η αναζήτηση (1998), Η ανατροπή (2000), Η αναλαμπή (2003), Βασιλική Ράλλη: Πηνελόπη (2000), Γιώργης Παπάζογλου: Τα Χαΐρια μας εδώ (1986), Κωστής Κεφαλάκης: Μικρασία αγκαλιά και ξενιτιά (2010) και άλλοι.
Η βασική ιδέα, όσο έγραφα το σενάριο και έκτιζα το Αϊβαλί, ήταν η αποτύπωση της εικόνας και της άλλης πλευράς του Αιγαίου, μέσα από ιστορίες Τούρκων λογοτεχνών. Στη χαρτογράφηση του άγνωστου σε μένα πεδίου, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, υπήρξε η εργασία του Ηρακλή Μήλλα. Στο άρθρο του Η ανταλλαγή στην ελληνική και την τούρκικη λογοτεχνία παραθέτει τη σχετική λογοτεχνική παραγωγή και από τις δυο εθνότητες. Την ελληνική, όπως περίπου την περιγράψαμε ήδη παραπάνω, αλλά και τους Τούρκους συγγραφείς, όσους έγραψαν για το «μπουμπαντελέ» (την ανταλλαγή των πληθυσμών) και τις σχέσεις τους στο παρελθόν με τους Ρωμιούς. Το ενδιαφέρον στο συγκεκριμένο άρθρο του Μήλλα είναι η παράλληλη παράθεση των συγγραφέων, Ελλήνων και Τούρκων, σε βάθος τριών γενεών και των ιδεολογικών τους διαφορών, όπως αυτές προσδιορίζονταν όχι μόνο χρονικά, αλλά και ενταγμένες στο ευρύτερο εθνικό πολιτισμικό πλαίσιο και εθνικό αφήγημα.
Η αναζήτηση παρόλα αυτά σκόνταφτε στη γλώσσα. Έτσι οι δικές μου αναζητήσεις αφορούσαν κυρίως έργα Τούρκων συγγραφέων που ήδη είχαν μεταφραστεί στα Ελληνικά όπως Φεριντέ Τσιστέκογλου: Η άλλη μεριά του Νερού (1997), Φετιχέ Τσετίν: Η γιαγιά μου (2009), Σαμπά Αλτινσάι: Κρήτη μου (2008), Αχμέτ Γιορουλμάζ: Τα παιδιά του πολέμου
(2005), η συλλογή μαρτυριών: Προσφυγικές ιστορίες από τις δυο όχθες της νοσταλγίας (2015) και κείμενα στα Αγγλικά (Serafeddin Magmumi: Tracing
the Memoir of Dr Şerafeddin Magmumi for
the Urban Memory of
Ayvalik), με τους περιορισμούς που μπορεί να έχει κάτι τέτοιο.
Το παζλ των τεσσάρων κείμενων
Στο Αϊβαλί από την αρχή υπήρχε η ιδέα, το μαρτυρικό παρελθόν να συνομιλεί με το σήμερα. Έτσι από τα 6 κεφάλαια του βιβλίου, το πρώτο και το τελευταίο αφορούν σε μια σύγχρονη ιστορία του αφηγητή: ένα μονοήμερο ταξίδι από τη Μυτιλήνη στο Αϊβαλίκ. Τα τέσσερα ενδιάμεσα κεφάλαια επιστρέφουν στις μαρτυρικές μέρες της Μικρασιατικής Καταστροφής και της ανταλλαγής των πληθυσμών, μέσα από προσωπικές μαρτυρίες, ανθρώπων, συγγραφέων, των ίδιων ή των οικογενειών τους.
Το στοιχείο αυτό, ότι δηλαδή όλες οι αφηγήσεις θα αφορούσαν το Αϊβαλί/Αϊβαλίκ, καθόρισε σε μεγάλο βαθμό και την επιλογή των συγγραφέων που γεννήθηκαν πριν ή μετά τα γεγονότα του 1922 στη συγκεκριμένη πόλη. Κάτι το οποίο εντέλει αποδείχτηκε πολύ πιο εύκολο απ’ ό,τι αρχικά φανταζόμουν, έχοντας από την ελληνική πλευρά δύο κορυφαίους Αϊβαλιώτες συγγραφείς να έχουν καταθέσει συγκλονιστικά κείμενα για την πατρίδα τους, τον Ηλία Βενέζη και τον Φώτη Κόντογλου, και από την άλλη τον Αχμέτ Γιορουλμάζ, γεννημένο στο Αϊβαλίκ από Τουρκοκρητικούς (Χανιώτες) ανταλλαχθέντες, σύμφωνα με την συνθήκη της Λωζάνης. Στην «παρέα» των τριών, προστέθηκε στη συνέχεια και η Αγάπη Βενέζη- Μολυβιάτη.
Πιο συγκεκριμένα, τα τέσσερα ενδιάμεσα κεφάλαια που συναποτελούν το χωροχρονικό πάζλ στο Αϊβαλί, βασίζονται σε αποσπάσματα από τα εξής βιβλία:
→ Το Αϊβαλί η πατρίδα μου του Φώτη Κόντογλου (πρώτη έκδοση 1962, σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο).
→ Το Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη (πρώτη έκδοση 1931, σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία).
→ Τρίτο απόσπασμα στη σειρά είναι ένα γράμμα της Αγάπης Βενέζη Μολυβιάτη στον αδελφό της Ηλία Βενέζη που βρίσκεται στη συλλογή κειμένων του αδελφού της Ηλία Βενέζη Μικρασία Χαίρε (πρώτη έκδοση 1971, εκδόσεις Εστία) με τον τίτλο «Η τελευταία μέρα του Αϊβαλή».
→ Τέλος η ιστορία του Τουρκοκρήτα Χασανάκη αλιεύεται από το έργο του Αχμέτ Γιορουλμάζ Τα παιδιά του πολέμου (εκδόσεις Ωμέγα, τώρα εκτός κυκλοφορίας).
«Φούγκα» και οπτική απόδοση
Το ζητούμενο στο Αϊβαλί υπήρξε η αφήγηση των γεγονότων του 1922 και όσων ακολούθησαν, όχι μέσα από το πρίσμα της «μεγάλης» Ιστορίας, των επιτελείων, των μαχών και της διπλωματίας, όσο από την πλευρά των απλών ανθρώπων που έζησαν οι ίδιοι ή οι οικογένειές τους τις μαρτυρικές εκείνες στιγμές. Το αφηγηματικό όχημα λοιπόν θα ήταν οι προσωπικές ιστορίες μέσα από μνήμες συγκεκριμένων ανθρώπων. Τα κείμενα των τεσσάρων Αϊβαλιωτών συγγραφέων που επιλέχθηκαν, είχαν αυτήν την «προφορικότητα» και τη συναισθηματική φόρτιση του προσωπικού βιώματος. Ένας απέριττος συγκλονιστικός λόγος που τόσο με συγκίνησε κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου, με έργα όπως το Νούμερο 31328 και η Ιστορία ενός Αιχμαλώτου, αλλά κυρίως οι πραγματικές μαρτυρίες/καταγραφές των Μικρασιατών και Τουρκοκρητών, όπως έχουν συλλεχθεί στον Α΄ τόμο Έξοδος του Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, στη δίγλωσση συλλογή αφηγήσεων Προσφυγικές Ιστορίες από τις δυο όχθες της νοσταλγίας, στο βιβλίο/αυτοέκδοση του Κωστή Κεφαλάκη Μικρασία αγκαλιά και ξενιτιά.
Το Αϊβαλί, σε ό,τι αφορά τα κείμενα αυτά, δεν αποτελεί μια απλή «μεταφορά λογοτεχνικού έργου σε κόμικς», κάτι που σαν εκδοτική πρακτική θεωρώ πολύ φτωχή, σε σχέση με τις αφηγηματικές δυνατότητες που μας παρέχει ένα υβριδικό μέσο Λόγου και Εικόνας, όπως και ειδικότερα η φόρμα των graphic novels. Επιχείρησα έτσι τα λογοτεχνικά αποσπάσματα των τεσσάρων συγγραφέων ν’ αποκτήσουν μια νέα δυναμική, ως κομμάτια παζλ μιας ευρύτερης εικόνας και αφήγησης, σε αντίστιξη αλλά και διάλογο μεταξύ τους. Το τι θεωρείται «πατρίδα» και «σπίτι», για παράδειγμα, ή το πώς περιγράφεται η πόλη του Αϊβαλί(κ) από τον Κόντογλου και τον Γιορουλμάζ, παράγουν εντελώς νέα ερωτήματα και συνειρμούς από εκείνα τα στοιχεία που βρίσκονται στα πρωτότυπα κείμενα των συγγραφέων τους.
Η μορφή του «Πρελούδιου και της Φούγκας», που δόθηκε σε αυτά τα τέσσερα ενδιάμεσα κεφάλαια του παρελθόντος, ενέχει παραπέρα την προσπάθεια αφηγηματικής ενοποίησής τους μέσω μιας μουσικής μεταφοράς. Έτσι αρχικά, τον ρόλο του «Πρελούδιου» παίζει το πρώτο κεφάλαιο του «Φώτη» που βασίζεται στο κείμενο του Φώτη Κόντογλου. Μια πιο «ανάλαφρη» μνημονική αφήγηση της ζωής του Αϊβαλιού πριν την Καταστροφή, με τις όμορφες εξοχές, τα γλέντια και τις γιορτές της πατρίδας του συγγραφέα. Στη συνέχεια στην πιο τραγική φούγκα των τριών «φωνών» («Ηλίας»-«Αγάπη/Ζεχρά»-«Χασανάκης») κλιμακώνεται σε αντίστιξη η βία των ημερών μέσα από τα προσωπικά βιώματα των τριών αφηγητών.[9]
Τέλος, το ύφος του σκίτσου –ως υβριδική αφηγηματική δυνατότητα των GN– προσθέτει στοιχεία στην ανάγνωση του έργου. Ενώ λοιπόν στα κεφάλαια του παρόντος (1ο και 6ο) το σκίτσο είναι πιο ρεαλιστικό και «φωτογραφικό», με τόνους του γκρι, φωτοσκιάσεις κ.λπ., τα ενδιάμεσα «λογοτεχνικά» κείμενα έχουν πιο απόλυτο άσπρο και μαύρο, διεγείροντας τη φαντασία του αναγνώστη.
Φυσικά, όταν ένας από τους συγγραφείς, όπως ο Φώτης Κόντογλου, εκτός από τον συγκλονιστικό του λόγο, έχει μια σπουδαία, ευδιάκριτη, δημιουργική πορεία και στην Εικόνα (αναφέρομαι συγκεκριμένα στη δημοφιλή ζωγραφική μανιέρα με το λαϊκότροπο, βυζαντινότροπο και βυζαντινό του ύφος) δεν είναι κάτι που μπορείς να αφήσεις «ανεκμετάλλευτο» σε ένα υβριδικό έργο Λόγου και Εικόνας, όπως το Αϊβαλί. Έτσι, τα σκίτσα στο κεφάλαιο «Φώτης» στο οποίο ο ίδιος ο Κόντογλου είναι αφηγητής, τα λόγια του ντύνονται με σχέδια που παραπέμπουν στους ζωγραφικούς του πίνακες, στη βυζαντινή ζωγραφική όπου ο ίδιος έδωσε σπουδαία έργα, αλλά και στις λαϊκότροπες εκονογραφήσεις των βιβλίων του.