Το ελληνικό θέατρο στη Σμύρνη μέχρι το 1922

Το ελληνικό θέατρο στη Σμύρνη μέχρι το 1922

Μικρασιάτες συγγραφείς, ηθοποιοί, σκηνοθέτες και σκηνογράφοι. Μία διαχρονική ολιστική προσέγγιση

Μέρος Α΄: Το ελληνικό θέατρο στη Σμύρνη μέχρι το 1922


Η θεατρική ζωή στη Σμύρνη των νεότερων χρόνων αρχίζει μετά την εγκατάσταση στην πόλη Ευρωπαίων (Γάλλων κυρίως, αλλά και Άγγλων, Ολλανδών, Ιταλών εποίκων) τον 16ο αιώνα, λόγω της παραχώρησης οικονομικών προνομίων (των γνωστών διομολογήσεων) από τον Σουλεϊμάν Α΄. (1494-1566). Από τότε η Σμύρνη, ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Ανατολής, γνωρίζει μεγάλη οικονομική ακμή, απόρροια της οποίας είναι και η αντίστοιχη πολιτιστική, συνεπώς και η θεατρική. Η τουρκική θεατρική παράδοση είχε ως τότε να επιδείξει μόνο τους μίμους-αφηγητές (meddah ή mukallit) και το Θέατρο Σκιών με ήρωα τον Καραγκιόζη.
Οι Ευρωπαίοι αστοί που φτάνουν στη Σμύρνη φέρνουν μαζί τους και το θέατρο, το οποίο –στις περισσότερες από τις χώρες τους– έχει ήδη περάσει στη φάση της Αναγέννησης. Η τοπική ελληνική αστική κοινωνία υποδέχεται με ενθουσιασμό τα ευρωπαϊκά ήθη, παρακολουθεί τους τρόπους διασκέδασης και συμμετέχει ενεργά σε όλους: γεύματα, χοροεσπερίδες και συναυλίες βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη, μαζί με τις –ερασιτεχνικές ακόμα– θεατρικές παραστάσεις που δίνονταν σε ιδιωτικούς χώρους έως το 1775, αλλά και τα ιδιαιτέρως δημοφιλή θεάματα τσίρκου.
Ως πρώτη παράσταση στη Σμύρνη η έρευνα θεωρεί –μέχρι σήμερα– εκείνη του Νικομήδη του Κορνέιγ, που δόθηκε μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα στο Γαλλικό Προξενείο τις Απόκριες του 1657, (ας σημειωθεί ότι το έργο παίχτηκε στη Γαλλία μόλις 1651). Ο Γάλλος περιηγητής και διπλωμάτης D’ Arvieux περιγράφει:
Οι ερασιτέχνες ηθοποιοί έπαιξαν σαν επαγγελματίες, στα διαλείμματα της παράστασης οι θεατές είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν άσματα και γλυκίσματα, κουφέτα όλων των ειδών και αναψυκτικά, ενώ μετά το τέλος της ακολούθησε πλούσιο δείπνο και οινοποσία, με αποτέλεσμα μάλιστα κάποιοι από τους υψηλούς προσκεκλημένους του Γάλλου Πρόξενου να μεταφερθούν «σηκωτοί» στα σπίτια τους.
Ήταν σημαντική η επίδραση της θεατρικής αυτής παράστασης στην τοπική κοινωνία.
Κατά τη διάρκεια του Καρναβαλιού, δόθηκαν χοροεσπερίδες και έγιναν πολλές γιορτές, πρωτόφαντα γεγονότα για την εκεί κοινωνία που βρισκόταν στο μεταίχμιο της ανατολικής παράδοσης και των δυτικών νεωτερισμών. Οι «κυρίες του τόπου» - les Dames du Païs (εννοεί κυρίως χριστιανές, Eλληνίδες, Aρμένισσες, κλπ.), παρακολουθούσαν τις παραστάσεις σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους (θεωρεία με καφασωτά – jalousies). Οι εξέχοντες Τούρκοι πληροφορήθηκαν τα καθέκαστα και θέλησαν, να γευθούν την ίδια εμπειρία. Επέτρεψαν μάλιστα και στις γυναίκες τους να παρευρεθούν μεταμφιεσμένες σε γέροντες, με μακριές λευκές γενειάδες. Παρακολούθησαν την παράσταση, μέσα από τα καφασωτά του ειδικά διαμορφωμένου γυναικωνίτη, συνοδευόμενες από τους ευνούχους τους.
Άλλες μεταγενέστερες μνείες που έχουμε για θεατρικές παραστάσεις στη Σμύρνη είναι το 1747, μία παράσταση Εβραίων ερασιτεχνών με το έργο Ο θάνατος του Αμάν για την οποία δεν διευκρινίζεται εάν δόθηκε δημόσια ή σε ιδιωτικό χώρο. Η πρώτη δημόσια παράσταση από Ευρωπαίους ερασιτέχνες φαίνεται να δίνεται ανάμεσα στο 1775 και το 1785 σε ειδικά διαμορφωμένο θέατρο με το έργο του Βολταίρου Ο θάνατος του Καίσαρος, ενώ το 1797 πληροφορούμαστε ότι εις το κονσολάτον των Bενετζιάνων εγίνετο ένα θέατρον και η είσοδος στοίχιζε έναν παρά.

Με τη θεατρική ζωή της Σμύρνης συνδέεται και μια από τις μεγαλύτερες σφαγές του ελληνικού πληθυσμού της πόλης, που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως «ρεμπελιό της Σμύρνης». Στις 4 Μαρτίου του 1797 ο θίασος σχοινοβατών και παντομίμας του Βενετσιάνου Φρασκάρα έδινε παράσταση σε τσίρκο που είχε στηθεί στην περιοχή Κοπριές.
Όπως περιγράφει ο Χ. Σολομωνίδης στο έργο του Το θέατρο στη Σμύρνη (1657-1922):

Μερικοί «τζαμπατζήδες» Ζακυνθινοί και Κεφαλλήνες ναύτες, Ενετοί υπήκοοι, θέλησαν να υπερπηδήσουν το ξύλινο περίφραγμα του τσίρκου και να μπουν μέσα, χωρίς να πληρώσουν. Εμποδίστηκαν όμως από τους Γενιτσάρους φύλακες. Ένας από τους διωχθέντες Ζακυνθινούς, ονόματι Πανάς, επιστρέφει σε λίγο και σκοτώνει το Γενίτσαρο φρουρό, που τον είχε διώξει. Στο άκουσμα των πυροβολισμών δημιουργήθηκε πανικός κι η παράσταση διεκόπη. Την άλλη μέρα οι Τούρκοι ζήτησαν από τον Πρόξενο της Ενετίας Λουκά Χορτάτζη να τους παραδώσει το φονέα. Μα επειδή εκείνος αρνήθηκε, οι Τούρκοι φανατίστηκαν και κατέβηκαν στο Φραγκομαχαλά, όπου (…) ήταν το Βενετσιάνικο Προξενείο. Εκεί άρχισαν να σφάζουν τους Έλληνες, να λεηλατούν τα καταστήματα, ν’ ατιμάζουν τις γυναίκες και στο τέλος να βάζουν φωτιά στη χριστιανική συνοικία. Η σφαγή και η πυρπόληση θα συνεχιζόταν, αν ένα ρωσικό καράβι, που ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι της Σμύρνης, δεν έριχνε για εκφοβισμό των Τούρκων δύο κανονιές.

Το ελληνικό θέατρο στη Σμύρνη μέχρι το 1922

Ο Κ. Οικονόμου ανεβάζει τον αριθμό των σφαγέντων σε 6.000. Θύμα της καταστροφής υπήρξε, σύμφωνα με τον Χ. Σολομωνίδη, και το πρώτο θέατρο της Σμύρνης, το οποίο είχαν κτίσει ερασιτέχνες στον Φραγκομαχαλά. Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλη σφαγή του ελληνικού πληθυσμού της Σμύρνης μετά το 1770, όταν μετά τη ναυμαχία του Τσεσμέ φανατικοί μουσουλμάνοι σφαγίασαν 1.500 Έλληνες, για να ακολουθήσει και ο τρίτος διωγμός, ο φοβερότερος, το 1821, αμέσως μετά την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, που θα επιφέρει σοβαρό πλήγμα στην σμυρναϊκή ελληνική κοινότητα.
Στο διάστημα των δύσκολων αυτών χρόνων εντοπίζονται μόνο γαλλικές και ιταλικές παραστάσεις ευρωπαίων ερασιτεχνών με έργα κυρίως του Μολιέρου, του Γκολντόνι και του Σκριμπ, ενώ το 1825 παίζεται και ο Αρταξέρξης του Μεταστάσιου μεταφρασμένος στα ελληνικά.
Από τη δεκαετία του 1840, όταν η πόλη αποκτά το πρώτο μεγάλο θέατρό της, το θέατρο «Ευτέρπη» (1841), 300 θέσεων με δύο σειρές θεωρείων, αρχίζουν να επισκέπτονται τη Σμύρνη συστηματικά γαλλικοί και ιταλικοί μελοδραματικοί θίασοι. Έτσι το θεατρόφιλο κοινό έχει πλέον την ευκαιρία να παρακολουθήσει παραστάσεις επαγγελματικών θιάσων και να απολαύσει μεγάλα ονόματα του ευρωπαϊκού λυρικού θεάτρου. Στη σκηνή του θεάτρου «Ευτέρπη» θα λάμψει και η περίφημη Ιταλίδα τραγωδός Αδελαϊδα Ριστόρι κατά την πρώτη περιοδεία της στην Ανατολή το 1865.
Η σμυρναϊκή ελληνική κοινότητα, από το 1828 και μετά, απομακρυνόμενη από τα εφιαλτικά γεγονότα του 1821, βρίσκει πάλι τη γαλήνη και τους ρυθμούς ανάπτυξής της. Με την επανεγκατάσταση στη γενέθλια γη προσφύγων που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα, παρατηρείται δημογραφική άνοδος του ελληνορθόδοξου στοιχείου, που συμπίπτει με τη γενικότερη αλματώδη αύξηση του πληθυσμού της πόλης. Κίνητρο η εκμετάλλευση των ευκαιριών που προσφέρει η αναγεννώμενη οικονομική ζωή. Οι Έλληνες παίρνουν ξανά στα χέρια τους το εμπόριο και ανασυγκροτούνται, όπως αποδεικνύει ο αριθμός των ελληνικών σχολείων της περιοχής και η έκδοση ελληνικών εντύπων (εφημερίδων και περιοδικών).
Το ελληνικό θέατρο θα κάνει τότε την εμφάνισή του στα πλαίσια των πνευματικών και πολιτιστικών αναζητήσεων της σμυρναϊκής ελληνικής κοινότητας, απόρροια της οικονομικής της ευημερίας. Η πρώτη ελληνική παράσταση δίνεται στις 3 Φεβρ. 1845, στο θέατρο «Ευτέρπη», από ερασιτέχνες, με την ιταλική κωμωδία Ο Μανιώδης που είχε μεταφράσει και εκδώσει ο Χ. Μιχαλόπουλος στη Σμύρνη το 1836 και ακολουθεί τον ίδιο μήνα η παράσταση της Βαβυλωνίας του Δημ. Βυζάντιου που είχε εκδοθεί στη Σμύρνη το 1841 και 1843.
Η έκδοση του Χάττι-Χουμαγιούν (1856) και οι Εθνικοί Κανονισμοί (1860-1862) αναγνωρίζοντας στους χριστιανούς πολιτικά και θρησκευτικά δικαιώματα θα εξασφαλίσουν ελευθερία δράσης στους ελληνορθόδοξους πληθυσμούς της Μ. Αίας που, πέρα από τον οικονομικό, θα δώσουν λαμπρούς καρπούς στον κοινωνικό και πνευματικό τομέα.
Κάτω από τις ευνοϊκές αυτές συνθήκες, από το β΄ μισό του 19ου αι. μέχρι τη μεγάλη καταστροφή, η σμυρναϊκή ελληνική κοινότητα θα φθάσει στο απόγειο της ακμής της και μαζί με αυτή και το ελληνικό θέατρο.
Τρεις είναι οι συντελεστές της άνθησης του ελληνικού θεάτρου στη Σμύρνη.

α) οι περιοδεύοντες θίασοι από την Ελλάδα. Οι πρώτοι ελληνικοί επαγγελματικοί θίασοι, απογοητευμένοι από την αρνητική στάση της μεγαλοαστικής κοινωνίας της Αθήνας, που, μιμούμενη τα ευρωπαϊκά ήθη, σύχναζε στα ξένα θέατρα, θα αναζητήσουν την τύχη τους στις οικονομικά ακμαίες ελληνικές κοινότητες του μείζονος Ελληνισμού. Άλλωστε η καρδιά της Ελλάδας, εκεί χτυπούσε, εάν σκεφτούμε ότι ο υπόδουλος Ελληνισμός υπερτερούσε αριθμητικά του πληθυσμού της πρωτεύουσας του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1878 ο ελληνικός πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης πλησίαζε τις 300.000, και της Σμύρνης τις 75.000 κατοίκους.

β) οι ντόπιοι ελληνικοί θίασοι, επαγγελματικοί και ερασιτεχνικοί. Δημιουργήματα των πιο φιλοπρόοδων στοιχείων από τις πολυποίκιλες συσσωματώσεις (συλλόγους, σωματεία, λέσχες, αδελφάτα κ.ά.) οι ντόπιοι θίασοι θα δώσουν το θεατρικό παρών τους για μικρά χρονικά διαστήματα, ιδιαίτερα όταν απουσιάζουν οι μεγάλοι περιοδεύοντες θίασοι, με σκοπό να ενισχύσουν την ελληνική παρουσία μέσα στο πολυεθνικό περιβάλλον των δύο μεγαλουπόλεων, (Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη) αλλά τις περισσότερες φορές για να συγκεντρώσουν χρήματα για κοινωφελή έργα. Είναι εντυπωσιακή η κοινωνική αλληλεγγύη που παρατηρείται στο υπόδουλο ελληνικό στοιχείο και τα αποτελέσματά της ήταν ορατά (σχολεία, φιλανθρωπικά ιδρύματα, νοσοκομεία, οργανωμένη κοινωνική πρόνοια κ.α.),

γ) τρίτος παράγων είναι οι πνευματικοί άνθρωποι της Σμύρνης, που με τη συγγραφή, μετάφραση και έκδοση θεατρικών έργων δημιουργούν τη σμυρναϊκή θεατρική λογοτεχνία.

Στη Σμύρνη, το ελληνικό στοιχείο, που μέχρι τότε παρακολουθούσε τις ξένες παραστάσεις, επιθυμούσε διακαώς να αποκτήσει θέατρο ελληνικό. Έτσι από την αρχή αγκάλιασε τους περιοδεύοντες θιάσους, περιέβαλε με αγάπη τους Έλληνες ηθοποιούς και στήριξε με θέρμη την ελληνική σκηνή ως έκφραση πολιτισμού, ως μέσο τόνωσης της εθνικής συνείδησης και διάδοσης της ελληνικής γλώσσας.

Ο πρώτος περιοδεύων θίασος που επισκέπτεται τη Σμύρνη τον Ιανουάριο του 1866 είναι ο θίασος του Ιωάννη Μαρκεσίνη, στον οποίο από τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς θα προστεθεί ο Διονύσιος Ταβουλάρης, ο μετέπειτα ιδρυτής του θιάσου «Μένανδρος». Λόγω της θερμής υποδοχής του από το εκεί θεατρόφιλο κοινό ο Ταβουλάρης θα επαναλάβει την επίσκεψη και την παραμονή του στην πόλη επί πολλά χρόνια και για μεγάλα χρονικά διαστήματα, πάντοτε με πολυπρόσωπο και καλά καταρτισμένο δυναμικό και με πλούσιο δραματολόγιο (1866, 1867, 1869, 1872, 1874-75, 1878-79, 1884, 1887, 1888, 1891, 1895, 1898, 1906). Το παράδειγμά του ακολουθεί ο δεύτερος μεγάλος ηθοποιός του 19ου αι., ο Δημοσθένης Αλεξιάδης, που αφήνει και αυτός άριστες εντυπώσεις (1869, 1872-73, 1875-76, 1881-82, 1888, 1889).
Η Σμύρνη θα περιληφθεί στο δρομολόγιο των περιοδειών και άλλων θιάσων: του Μιχαήλ Αρνιωτάκη (1884, 1886), του Νικόλαου Λεκατσά (1884, 1906) και της μεγάλης Κωνσταντινουπολίτισας ηθοποιού Αικατερίνης Βερώνη, που θα δημιουργήσει στη Σμύρνη ένα σημαντικό μέρος της λαμπρής θεατρικής της καριέρας (1889, 1894, 1895, 1896, 1899, 1904, 1905, 1907, 1908, 1909, 1910, 1911 και το 1912 με τον «Σύνδεσμο Ελλήνων Ηθοποιών»).
Η τακτική αυτή θα συνεχιστεί μέχρι τη μεγάλη καταστροφή, με μόνη διακοπή το 1897 λόγω του ελληνοτουρκικού πολέμου. Ελληνικοί θίασοι πρόζας που απαντώνται στη Σμύρνη είναι χρονολογικά οι ακόλουθοι: Θίασος Νικόλαου Καρδοβίλλη (1891, 1894, 1901, 1902, 1907, 1909), Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου (1895, 1904, 1905, 1908, 1910), Ευάγγελου Παντόπουλου (1891, 1908), Δημήτριου Κοτοπούλη (1899, 1900, 1903, 1904, 1906), η «Νέα Σκηνή» Κωνσταντίνου Χρηστομάνου (1902, 1903), Περικλή Χριστοφορίδη (1903), Ευτύχιου Βονασέρα (1903), Θωμά Οικονόμου (1907 και 1910 με το θίασο της Κυβέλης), Αναστάσιου και Ελένης Απέργη (1907, 1909, 1910, 1911), Ελεωνόρας Λοράνδου (1908), Κυβέλης Αδριανού (1909, 1910, 1911, 1912, 1914, 1919, 1920), Μαρίκας Κοτοπούλη – Τηλέμαχου Λεπενιώτη (1910), Νίκα – Φυρστ (1910, 1914), ο «Σύνδεσμος Ελλήνων Ηθοποιών» (1911), ο θίασος Ζαχαρία Μέρτικα (1914-1920), Σωτηρίας Ιατρίδου (1920), η Εταιρία του Ελληνικού Θεάτρου (1920), ο θίασος των αδελφών Νέζερ (1922), καθώς και οι άλλοι, ελάσσονες.
Το ρεπερτόριο των θεάτρων της Σμύρνης χαρακτηρίζεται από τεράστια ποικιλία: από τις σκηνές τους παρελαύνει εκτενής αριθμός έργων των μεγάλων κλασικών (Σαίξπηρ, Μολιέρος, Γκαίτε, Σίλλερ, Γκολντόνι κ.ά.), του ευρωπαϊκού νεοκλασικισμού (Αλφιέρι, Μόντι, Μεταστάσιο κ. ά. ), διασκευές μυθιστορηματικών δραμάτων που ήταν πολύ της μόδας στα τέλη του 19ου αιώνα (π.χ. Αι δύο ορφαναί, Οι δύο λοχίαι, Η μοσχομάγκα την Παρισίων κλπ. ), αλλά και ελληνικά έργα του διαφωτισμού ή του ρομαντισμού (Μήδεια του Ζαμπέλιου, Γαλάτεια του Σπυρίδωνος Βασιλειάδη, κλπ.), χωρίς βεβαίως να λείπουν και οι πολύπρακτες κωμωδίες των Άγγελου Βλάχου, Νικόλαου Ζάνου, Χαράλαμπου Άννινου κ.ά., αλλά και πολλές μονόπρακτες, απαραίτητες για το κλείσιμο κάθε παράστασης, σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής. Πρέπει επίσης να επισημάνουμε την προτίμηση των ερασιτεχνών στην ελληνική δραματουργία και την εύλογη τάση να προτιμάται το ανέβασμα έργων πατριωτικού περιεχομένου σε περιόδους εθνικής έντασης με εμψυχωτικό χαρακτήρα όπως: το 1908 Ο ήρωας της Μακεδονίας, Ο Παύλος Μελάς, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, το 1909 Η πτώσις του Γιλδίζ, Οι Λύκοι της Μακεδονίας, ενώ τον Φεβρουάριο του 1919 μετά την ανακωχή του Μούδρου και λίγο πριν την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, ο Πατριωτικός Θίασος των Βάσου Αργυροπούλου και Βιργινίας Δελενάρδου ανεβάζει το έργο του Παύλου Νιρβάνα Προ παντός η πατρίς, με τεράστια επιτυχία.
Πέρα όμως από το «εισαγόμενο» αυτό ρεπερτόριο η Σμύρνη διαθέτει δικό της πνευματικό δυναμικό, που από τη μετεπαναστατική κιόλας περίοδο θα καλλιεργήσει τη θεατρική λογοτεχνία, στην αρχή με μεταφράσεις και αργότερα με πρωτότυπα έργα και νέες διασκευές.
Μια γενική θεώρηση της θεατρικής εκδοτικής παραγωγής στη Σμύρνη τον αιώνα αυτό, μας επιτρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι, έναντι της πρωτότυπης δραματουργίας, υπερτερούν αριθμητικά οι μεταφράσεις, φυσιολογικός πνευματικός καρπός μιας ευκατάστατης κοινωνίας στραμμένης προς τη Δύση για λόγους επαγγελματικούς και αναψυχής, αλλά και αποτέλεσμα των συναναστροφών της με μέλη των ξένων παροικιών, κυρίως Γάλλους και Ιταλούς, στο πλαίσιο οικονομικών συνεργασιών και κοινωνικότητας.
Κύρια θεωρείται λοιπόν η συμβολή των λογίων της Σμύρνης στη μετακένωση της κλασικίζουσας δραματουργίας στην ελληνόφωνη Ανατολή, των έργων του Μολιέρου (Ταρτούφος, Μισάνθρωπος και Φιλάργυρος), που μεταφράζονται από τον Σμυρνιό λόγιο Ιωάννη Ισιδωρίδη Σκυλίτση, επίσης έργων του Ρακίνα (όπως είναι η Ιφιγένεια εν Αυλίδι) και του Βολταίρου (Οιδίπους εν Θήβαις, και Ζαϊρα), του Αλφιέρι (Ορέστης) και του Μεταστάσιου (ο Ρουζιέρος, που μεταφράζεται από τον Σμυρνιό Κωνσταντίνο Αμηρά, Σμύρνη, 1838), καθώς και έργων του ευρωπαϊκού ρομαντισμού (Ουγκώ, Σίλλερ, Σαίξπηρ), για να μνημονεύσουμε τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής δραματουργίας.
Η πρώτη μνεία πρωτότυπης δραματουργικής συγγραφής τοποθετείται στα 1833 με τη δημοσίευση της πεντάπρακτης τραγωδίας Ο θάνατος του Έκτορα του Αργυρίου Καράβα. Το έργο ξανατυπώνεται στη Σμύρνη το 1849 με τίτλο Η εκδίκησις του Αχιλλέως. Εμπνευσμένο από την Ιλιάδα του Ομήρου, όπως φανερώνει και ο τίτλος του, το έργο ανήκει στην κατηγορία των αρχαιόθεμων έργων του 19ου αιώνα με πατριωτικοδιδακτική στόχευση. Δεύτερος που πειραματίζεται στην πρωτότυπη δραματουργία είναι ο νεαρός Ξενοφών Ραφόπουλος ή Ραφτόπουλος, ο οποίος στο σύντομο πέρασμά του από τη ζωή συνέγραψε τρία έμμετρα θεατρόμορφα έργα βουκολικού περιεχομένου (Αρετή και Μόσχος, Ειδύλλιον, Χελιδόνες), ποιήματα που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά της εποχής και ένα μυθιστόρημα, Το φρικτόν λάθος, που αργότερα θα διασκευαστεί σε θεατρικό έργο.
Τρίτος στη σειρά είναι ο Ευαγγελινός Μισαηλίδης, δημοσιογράφος από τα Κούλα της μικρασιατικής Μαγνησίας, που τυπώνει το 1845 στο τυπογραφείο της Αμάλθειας την πεντάπρακτη κωμωδία του Ο ερωτομανής Χατζη-Ασλάνης, ήρως της Καραμανίας. Θέμα του η διακωμώδηση του ηλικιωμένου Χατζή-Ασλάνη, μεγαλέμπορου στη Σμύρνη, αλλά άξεστου επαρχιώτη, που μπλέκεται στον έρωτα με πολύ νεότερή του γυναίκα για να γίνει στο τέλος αντικείμενο εξαπάτησης και χλευασμού. Σατιρίζεται έτσι ένας ακόμη τύπος εξηνταβελώνη, παράλληλα με τα σμυρναϊκά ελευθέρια ήθη, τη σοφολογιάτατη εκπαιδευτική παράδοση της περιοχής, ενώ προσφέρονται επίσης πλούσια δείγματα γλωσσικής σάτιρας, μέσα από την ποικιλία των διαλέκτων που χρησιμοποιούν οι ήρωες.
Το 1851 εκδίδεται από τον Σμυρνιό Σάββα Σαυριάκο, το έμμετρο πεντάπρακτο Ο θάνατος του Ιησού με το χαρακτηρισμό «σοσιαλιστική τραγωδία». Το έργο φαίνεται ότι προκάλεσε αντιδράσεις, γι’ αυτό κατασχέθηκε και αποσύρθηκε από τα βιβλιοπωλεία.
Σε γενικές γραμμές οι Σμυρνιοί συγγραφείς κατέθεσαν τη συμβολή τους σε όλα τα είδη του θεατρικού λόγου του 19ου αιώνα. Όσον αφορά την κατηγορία των έργων που παρέπεμπαν στο ένδοξο αρχαιοελληνικό παρελθόν εκεί εντάσσονται η τραγωδία Αριστόδημος του Κωνσταντίνου Ιεροκλή, Η έξωσις των Πεισιστρατιδών του Λουκά Νικολαϊδη και η Ανδρόκλεια του Αιμίλιου Λόρενς. Στον κύκλο της βυζαντινής θεματολογίας επενδεδυμένα με τον ανάλογο ρομαντικό μανδύα, ανήκουν το δράμα Κώνστας ο αδελφοκτόνος του δημοσιογράφου και λόγιου Μηνά Χαμουδόπουλου, ο Λάσκαρις του Φραγκίσκου Δελαγραμμάτικα και η Αυτοκράτειρα Σοφία του Αιμίλιου Λόρενς.
Στο ίδιο κλίμα του ρομαντισμού εντάσσονται και δύο ακόμη έργα με θεματολογία από την Ενετοκρατία: Ιωάννης ο Καταλάνος του Μαρίνου Κουτούβαλη και η θεατρική διασκευή του έπους Χίος δούλη του Θεόδωρου Ορφανίδη από τον Δημήτριο Βαρδόπουλο (Σμύρνη 1873).
Στην κατηγορία των περιπετειωδών μυθιστορηματικών δραμάτων που γνώρισαν άνθηση στη θεατρική σκηνή στο β΄ μισό του 19ου αιώνα ανήκουν Ο μέγας Πέτρος (1875) του Ν. Φλαμπουριάδη, Η ορφανή της Σμύρνης του Γεώργιου Υπερίδη και η Δάφνη του Μαρίνου Κουτούβαλη.
Πέρα από την προσπάθεια συγκρότησης εθνικής δραματουργίας η οποία, ακολουθώντας είτε την κληρονομιά του Διαφωτισμού, είτε τις επιταγές του ρομαντισμού, αποτελεί το κυρίαρχο ζητούμενο της ελληνικής διανόησης σ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ειδικότερα μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, και στο οποίο, όπως είδαμε, ανταποκρίνονται οι Σμυρνιοί λόγιοι με τη δραματουργική τους γραφή, η σμυρναϊκή δραματουργία εμπλουτίζεται και με μία σειρά ανάλαφρων έργων, πολύπρακτων και μονόπρακτων κωμωδιών και κωμειδυλλίων, απόρροια της φιλοπαίγμονος διάθεσης μιας καλοζωϊσμένης και κοσμοπολίτικης κοινωνίας.
Έτσι, εκτός από τον Ερωτομανή Χατζή-Ασλάνη που μόλις μνημονεύσαμε, γράφονται οι κωμωδίες: Αι ζωηραί κοκκόναι της Σμύρνης, Επί του πλοίου του Γ. Υπερίδη, Ιωάννης ο ανόητος σώμαλης, Ο καλός γαμβρός, Ο κόντε Πανάδας, Οι λιμοκοντόροι της Σμύρνης, τα κωμειδύλλια Οι έρωτες της Νίνας, Ο εξακουστός μπαρμπέρης, η Μιράνδα του Ανδρέα Καβαφάκη κ.ά.
Στη Σμύρνη, πέρα από το θέατρο πρόζας, γνωρίζει ημέρες δόξας και το ελληνικό μελόδραμα. Η ελληνική μεγαλοαστική τάξη με τη συνεχή μετάκληση ξένων λυρικών θιάσων είχε εξοικειωθεί με το θεατρικό αυτό είδος, που μεσουρανούσε τότε στην Ευρώπη και επιζητούσε με λαχτάρα τη δημιουργία ελληνικού μελοδράματος. Έτσι οι ελληνικοί μελοδραματικοί θίασοι (Ωδικός Θίασος με επικεφαλής τον βαρύτονο Ροδόπουλο το 1886 και ο θίασος του Διονύσιου Λαυράγκα 1905, 1908, 1911) που επισκέπτονται τη Σμύρνη, βρίσκουν την αμέριστη συμπαράσταση του ειδικού αυτού κοινού. Παίζονται όλα τα γνωστά μελοδράματα (Τραβιάτα, Φάουστ, Αϊντα, Τροβατόρε, Ριγκολέτο κ.ά.), καθώς και ελληνικά μουσικά έργα με πρώτο τον Υποψήφιο βουλευτή του Σπυρ. Ξύνδα. Στη συνέχεια το μελόδραμα θα δώσει τη θέση του στην οπερέττα που ανθεί από το 1909-1922 (θίασοι μελοδραματιών Ιωάννη Παπαϊωάννου 1909, 1910, 1912, 1920, με πρωταγωνίστρια τη Μελπομένη Κολυβά, Ελληνικής Οπερέττας το 1911 με τους Σωσώ Κανδύλη, Νίκο Αφεντάκη και Ιωάννη Πρινέα, Οπερέτας Γεωρ. Λαγκαδά το 1912 και Οπερέτας Έλλης Αφεντάκη 1919, 1920, 1922), παράλληλα με το νέο μουσικό θέατρο, την Επιθεώρηση, που στηριζόμενο στο ευρύ κοινό θα γνωρίσει στη Σμύρνη μεγάλη επιτυχία.
Το 1908 με την εκδήλωση του κινήματος των Νεότουρκων και την κατάργηση της χαμιτικής λογοκρισίας, παρατηρείται ένα θεατρικό ξέσπασμα που επέτρεψε το ανέβασμα έργων που μέχρι τότε ήταν απαγορευμένα από τις τουρκικές αρχές. Μέσα στο κλίμα αυτό της φιλελευθεροποίησης και της πρόσκαιρης, όπως αποδείχτηκε, προοδευτικότητας αναπτύχθηκε η σμυρναϊκή επιθεώρηση, με σατιρικό κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο. Η πρώτη γνωστή σμυρναϊκή επιθεώρηση είναι τα Πανιώνια του 1909 με κείμενα του δημοσιογράφου Ευάγγελου Παντελίδη. Θα ακολουθήσουν οι επιθεωρήσεις Κορδελιώτισσες Κούκλες, Σμυρναϊκός Παπαγάλος, Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό της Σμύρνης (1917), Σμυρναϊκά Γέλια του Λαίλιου Καρακάση. Έτσι αρχίζει μία περίοδος ακμής της σμυρναϊκής επιθεώρησης, με διακεκριμένους επιθεωρησιογράφους τους Ευάγγελο Παντελίδη, Χρ. Παπαζαφειρόπουλο, Σύλβιο, Λαίλιο Καρακάση, Ανδρέα Κουτούβαλη, Σταύρο Κουκουτσάκη, Θεοδόση Δανιηλίδη, Γιάννη Αναστασιάδη, Νέστορα Λάσκαρη, Δημήτριο Ιωαννίδη κ.ά. Τα έργα της σμυρναϊκής επιθεώρησης παίζονταν από περιοδεύοντες θιάσους που τα μετέφεραν και στην αθηναϊκή σκηνή, κυρίως όμως από τους ντόπιους θιάσους.
Στα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με τον αποκλεισμό της Σμύρνης από τους Συμμάχους και την έλλειψη κάθε επικοινωνίας με την Ελλάδα και την Ευρώπη, άνθησε το καθαρά σμυρναϊκό θέατρο, με δεκάδες επιθεωρήσεις Σμυρνιών συγγραφέων που παίχτηκαν από ντόπιους θιάσους όπως ο Καλλιτεχνικός Θίασος Σμύρνης (1917-1919), που αποδείχτηκε ο ανώτερος από κάθε άλλον στο είδος του, ο «Πατριωτικός Θίασος» Βιργινίας Δελενάρδου και Βάσου Αργυρόπουλου (1919), ο Θίασος Β. Αργυρόπουλου (1920), ο Σμυρναϊκός Μουσικός Θίασος (1920), το Ελληνοϊταλορωσικό Μελόδραμα (1920), ο Θίασος Εθνικής Ελληνικής Σκηνής (1920) και αυτός της Αλεξάνδρας Καλλινέα (1920-1922).
Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι παράλληλα με τους επαγγελματικούς θιάσους, περιοδεύοντες και ντόπιους, πρόζας ή μουσικού θεάτρου, τη θεατρική ζωή στη Σμύρνη εμπλουτίζει και η ερασιτεχνική θεατρική δραστηριότητα. Οι ποικιλώνυμες συσσωματώσεις της σμυρναϊκής ελληνικής κοινότητας, που εμφανίζονται πολυπληθείς από το 1860 και μετά, θα περιλάβουν στις δραστηριότητές τους τη διοργάνωση θεατρικών παραστάσεων, είτε ως μέσο εξασφάλισης πόρων για την εξυπηρέτηση των σκοπών τους (κοινωνικών, φιλεκπαιδευτικών, φιλανθρωπικών κ.ά.), είτε για να εντρυφήσουν στη θεατρική τέχνη, μέσα στα πλαίσια της γενικότερης κίνησης για την πνευματική αναγέννηση του υπόδουλου Ελληνισμού. Ο κοινωνικός αυτός χώρος όπου δραστηριοποιούνται συνήθως νεαρά δυναμικά άτομα που αργότερα θα διακριθούν στις επιστήμες, στις τέχνες, στα γράμματα και στο εμπόριο, αλλά και επιφανή μέλη της σμυρναϊκής κοινωνίας, ήδη επαγγελματικά και κοινωνικά καταξιωμένα, θα εκθρέψει θεατρικούς συγγραφείς και ηθοποιούς που θα εξελιχθούν σε επαγγελματίες.
Οι ερασιτεχνικές παραστάσεις δίνονται είτε από μέλη των διαφόρων αυτών συλλογικών οργάνων, είτε συστήνονται ανεξάρτητοι φιλοδραματικοί σύλλογοι για να υπηρετήσουν το θέατρο. Ενδεικτικά αναφέρονται τα μέλη του Αναγνωστηρίου Σμύρνης «Ομόνοια» (1869), ο Φιλοδραματικός Όμιλος Σμύρνης (1870), ο Φιλοδραματικός Σύλλογος Σμύρνης (1877), ο Φιλοδραματικός Σύλλογος «Αισχύλος» (1894, 1897, 1906), ο Ερασιτεχνικός Θίασος «Απόλλων» (1903), ο Φιλοδραματικός Σύλλογος «Θέσπις» (1905), ο Ερασιτεχνικός Θεατρικός Σύλλογος «Σαίξπηρ» (1909), ο Σμυρναϊκός Φιλοδραματικός Σύλλογος Ερασιτεχνών (1910), ο Ερασιτεχνικός Θίασος από Έλληνες, Γάλλους, Άγγλους, Ιταλούς και Εβραίους Σμυρνιούς (1915), η Ομάδα Σμυρναίων Συγγραφέων και Ερασιτεχνών (1917), ο Ερασιτεχνικός Όμιλος της Καραντίνας (1919) και ο Όμιλος Φιλοτέχνων Σμύρνης (1919).
Στον κύκλο της ερασιτεχνικής δράσης εντάσσεται και η σχολική θεατρική δραστηριότητα με προεξέχοντες τους μαθητές της Ευαγγελικής Σχολής, που μετέχουν στην κίνηση για την αναβίωση του αρχαίου δράματος παίζοντας Οιδίποδα Τύραννο σε μετάφραση Νικόλαου Κοντόπουλου (1870) και Μήδεια στο πρωτότυπο (1898), καθώς και τις μαθήτριες του Παρθεναγωγείου Σμύρνης, που δίνουν παραστάσεις στο τέλος της σχολικής χρονιάς υπό την καθοδήγηση της φωτισμένης παιδαγωγού και λογίας Σαπφούς Λεοντιάδος.
Όλη αυτή η τεράστια επαγγελματική και ερασιτεχνική θεατρική δραστηριότητα είχε ανάγκη και κατάλληλους χώρους για να αναπτυχθεί. Έτσι μετά το θέατρο «Ευτέρπη», το πρώτο μεγάλο θέατρο της Σμύρνης, που ήδη μνημονεύσαμε, ακολουθούν το 1862 το θέατρο «Καμεράνο ή Θέατρο Σμύρνης», που καταστρέφεται από πυρκαγιά το 1884, τα θερινά θέατρα «Αλάμπρα», το «Ελδοράδο», που αργότερα μετονομάζεται σε «Απόλλων», το «Κονκόρδια» που το 1886 διαρρυθμίζεται σε χειμερινό και το θέατρο της Προκυμαίας, το κατόπιν θέατρο «Παρθενών». Το 1894 ανεγείρεται το θέατρο «Σπόρτιγκ Κλαμπ» στη θέση του παλαιότερου θεάτρου «Ολύμπια», ευρωπαϊκών προδιαγραφών με 600 θέσεις, που το 1920 μετονομάζεται σε θέατρο «Κυβέλης» προς τιμή της μεγάλης ηθοποιού και αποτελεί τον πυρήνα της θεατρικής ζωής μέχρι την Καταστροφή. Παράλληλα με τα θέατρα, παραστάσεις δίνονταν και σε καφενεία (π.χ. καφενείο «Κιβωτός»). Δύο από αυτά μετετράπησαν σε θέατρα, το καφενείο του Λουκά (Θέατρο Λουκά ή Θέατρο Σμύρνης) και το καφενείο Μπέλλα-Βίστα (θέατρο «Παράδεισος»).
Την αυγή του 20ού αιώνα κτίζεται το Θέατρο Χαβούζας (1900) στον Μπουρνόβα, ενώ μικρά θέατρα, συνήθως θερινά, ξεπροβάλλουν σε διάφορα προάστια και συνοικίες της πόλης, όπου φιλοξενούνται συνήθως δευτερεύοντες θίασοι (στο Κορδελιό, στον Μπουτζά, στο Γκιοζ Τεπέ, στην Τερψιθέα, στη συνοικία της Ευαγγελίστριας και στη συνοικία Ταμπάχανα του Αγ. Δημητρίου). Εκτός από το «Σπόρτιγκ Κλαμπ» η θεατρική ζωή στη Σμύρνη εξυπηρετείται επίσης από τα θέατρα «Γκαίϋ», που κτίζεται το 1909 και αργότερα μεταβαπτίζεται σε «Ίριδα», και από το πολυτελές Θέατρο «Σμύρνης» το 1911, με το οποίο η Σμύρνη αποκτά ένα από τα ωραιότερα και κομψότερα θέατρα των Βαλκανίων και της Ανατολής, καθώς επίσης από το θερινό θέατρο «Σπλέντιτ» και το θέατρο «Κραίμερ».
Η μακροχρόνια παρουσία τόσο του ξένου θεάτρου όσο και του ελληνικού ήταν φυσικό να δημιουργήσει ένα ευρύ καλλιεργημένο κοινό που αποτέλεσε το φυτώριο, μέσα από το οποίο ξεπήδησαν νέοι θεράποντες της θεατρικής τέχνης. Έτσι η Σμύρνη μπόλιασε την ελληνική σκηνή με νέους ηθοποιούς που τίμησαν το όνομα του καλλιτέχνη πρώτα στην πατρίδα τους και αργότερα στην Ελλάδα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους μεγάλους ηθοποιούς Μήτσο Μυράτ (1878-1964), Κυβέλη Αδριανού (1887-1978) και Γιώργο Γληνό (1895-1966) αλλά και τους Νικόλαο Πεζόδρομο, Βάσο Αργυρόπουλο, Αλεξάνδρα Καλλινέα, Μάριο Παλαιολόγο, Αντ. Τζινιόλη, Βασ. Δενδρινού, Στάσα Αμηρά, Ιωάννη Στυλιανόπουλο, Ζαζά Μπριλλάντη, Χριστ. Χειμάρα κ.ά.
Από το 1919 και ως το 1922, Σμυρνιοί ηθοποιοί συμμετείχαν επίσης στους στρατιωτικούς λεγόμενους θιάσους που ακολουθούσαν τα ελληνικά στρατεύματα στο μέτωπο, φροντίζοντας για την εμψύχωση των στρατιωτών. Στο μέτωπο της Μικρασίας πολεμούσαν και έδιναν παραστάσεις, ο Γεώργιος Γληνός, ο Ιωάννης Αυλωνίτης, ο Ηλίας Βεργόπουλος, ο Άγγελος Μαυρόπουλος, ο Κώστας Μουσούρης, ο Γεώργιος Σαραντίδης, ο Γιάννης Σημηριώτης, ο Κυριάκος Μαυρέας, ο Νίκος Περδίκης, ο Δημήτριος Σιμόπουλος, ο Στέφανος Καλουτάς κ.ά. αλλά και γυναίκες ηθοποιοί, όπως η Αθηνά Λοράνδου, η Κατίνα Καλουτά, η Αθηνά Σημηριώτου, η Αγγελική Ζερβίδου, η Αλέκα Νικολάου κ.ά.
Στο μοιραίο για την τύχη της Σμύρνης 1922 εντοπίζονται να δίνουν παραστάσεις: ο θίασος οπερέττας της Έλλης Αφεντάκη, που, αφού δώσει δέκα μόνο παραστάσεις, αναχωρεί για τη Θεσσαλονίκη. Στις 26 Μαρτίου φθάνει ο ιταλικός θίασος της Οδέττης Μαριόν, που δίνει με επιτυχία παραστάσεις, με οπερέττες του Λέχαρ, το μελόδραμα Μαντάμ Μπατερφλάυ. Και αυτός μετά από 15 παραστάσεις αναχωρεί για τη Θεσσαλονίκη.
Το Πάσχα φθάνει ο θίασος των αδελφών Νέζερ, Κωνσταντίνου και Μαρίκας, τα «Νεζεράκια».
Πρόκειται για πολυπρόσωπο (25) μουσικό θίασο που αρχίζει να δίνει παραστάσεις στο θέατρο «Κυβέλης», με επιθεωρήσεις και κωμωδίες μετ’ ασμάτων. Το θέατρο γεμίζει καθημερινά με πολίτες και αξιωματικούς που έρχονται να δουν τον Βαπτιστικό, το Σινεμά καμπαρέ του Πολύβιου Δημητρακόπουλου, Τα σκαπανάκια και άλλες γνωστές επιθεωρήσεις της εποχής.
Ο τελευταίος ελληνικός θίασος που πηγαίνει στη Σμύρνη είναι ο μουσικός θίασος του Ζαχαρία Μέρτικα, που έρχεται τον Ιούνιο 1922 και μένει ως την Μικρασιατική Καταστροφή, και ο ιταλικός μελοδραματικός θίασος του Σερνέλα, πενήντα ατόμων με λυρικούς καλλιτέχνες μεγάλης αξίας, όπως ο Ιταλός τενόρος Del Ry και η φημισμένη υψίφωνος Σαρατζάνη. Οι παραστάσεις δίνονται στο θέατρο «Κυβέλης», όμως πλέον το κοινό είναι αραιό. Το ρεπερτόριο του περιλαμβάνει Τόσκα, Αϊντα, Τραβιάτα, Ερνάνη, Παλιάτσους, Τροβατόρε, Καβαλλερία Ρουστικάνα κλπ. Στις 21 Αυγούστου παίζεται η Αΐντα του Βέρντι, μια όπερα συμβολική για την εξέλιξη των γεγονότων της Σμύρνης. Η σκλάβα ηρωϊδα από την Αιθιοπία που πεθαίνει θα μπορούσε κάλλιστα να συμβολίζει τον χαμό της Σμύρνης και ολόκληρης της Ιωνίας. Η τελευταία παράσταση δίνεται στις 22 Αυγούστου, ένα μήνα πριν την καταστροφή, με τη Μποέμ του Πουτσίνι.
Έτσι το θέατρο, μία αντιπροσωπευτική έκφραση της πολιτιστικής δημιουργίας του μείζονος ελληνισμού, μετά από ογδόντα χρόνια ακμαίας πορείας θα διακοπεί βίαια, παρασυρόμενο μέσα στη δίνη των γεγονότων. Ακολουθώντας τη μοίρα των ξεριζωμένων, άλλοι ηθοποιοί πέφτουν ηρωικά και άλλοι, ύστερα από χίλιες περιπέτειες και ταλαιπωρίες, σώζονται.
Η Μικρασιατική Καταστροφή θα σαρώσει τα πάντα, ελληνικούς πληθυσμούς, υποδομές, θεσμούς, θέατρα και θιάσους. Το ελληνικό θέατρο στη Σμύρνη θα καταστραφεί ακολουθώντας τη μοίρα της προσφυγιάς.
Η Σμύρνη, η μυρόεσσα αυτή πόλη της καθ’ ημάς Ανατολής, γενέτειρα σημαντικών προσωπικοτήτων των γραμμάτων και των τεχνών, έμελλε μετά την καταστροφή να μπολιάσει με το αίμα των παιδιών της την πολιτιστική ζωή της κυρίας Ελλάδας και ιδιαίτερα αυτή της αθηναϊκής ζωής. Μία σειρά πνευματικών ανθρώπων, διακεκριμένων και μη, θα συνεχίσουν τη σταδιοδρομία τους στην ελληνική πρωτεύουσα.

Ο θεατρικός συγγραφέας Σύλβιος (Ανδρέας Παπαδόπουλος) με την ηθοποιό Ζαζά Μπριλλάντη (Αρχείο Θεατρικού Μουσείου)
Ο θεατρικός συγγραφέας Σύλβιος (Ανδρέας Παπαδόπουλος) με την ηθοποιό Ζαζά Μπριλλάντη (Αρχείο Θεατρικού Μουσείου)
Μέρος Β΄: Μικρασιάτες θεατρικοί συγγραφείς και λοιποί θεατράνθρωποι (Σμύρνη 20ός αιώνας – Αθήνα μετά το 1922)

Στην ενότητα αυτή παρουσιάζεται σε συντομία η φυσιογνωμία και η πνευματική δημιουργία σε σχέση με το θέατρο Μικρασιατών συγγραφέων και λοιπών θεατρανθρώπων στον 20ό αιώνα μετά το 1922.
Λόγω της πληθώρας σπουδαίων προσωπικοτήτων των γραμμάτων και της τέχνης μικρασιατικής καταγωγής, στην παρούσα ενότητα δεν έχουν περιληφθεί θεατρικοί συγγραφείς και θεατράνθρωποι με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη και την Ανατολική Θράκη, οι οποίοι πρόκειται να περιληφθούν σε άλλο σχετικό δημοσίευμα της γράφουσας.
Στο παρόν δημοσίευμα περιλαμβάνονται αμιγώς οι Μικρασιάτες συγγραφείς και θεατράνθρωποι που έχουν γεννηθεί σε περιοχές της Μικράς Ασίας μέχρι το 1922 και παρατίθενται σε υποενότητες κατά χρονολογική σειρά της γέννησής τους και όχι οι Μικρασιάτες θεατρικοί δημιουργοί δεύτερης γενιάς.

Δραματουργία

Άγγελος Σημηριώτης (1870-1944)

Γεννήθηκε στο Δικελί της Μικράς Ασίας το 1870. Αποφοίτησε από την Εμπορική Σχολή της Χάλκης και στη συνέχεια φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά από σπουδές στην Ελβετία και στη Γαλλία, επέστρεψε στη Σμύρνη, όπου διορίστηκε καθηγητής γαλλικών στην Ευαγγελική Σχολή και στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο Σμύρνης. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ήρθε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως εκπαιδευτικός σε διάφορα σχολεία αλλά και ως δημοσιογράφος όπως είχε ήδη κάνει στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη.Στα Γράμματα εμφανίστηκε ως ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας με σειρά ιστορικών δραμάτων: Φρόσω Νοταρά (Σμύρνη 1922-Αθήνα 1923), Πρόλογος στην Αστραία (Αθήνα 1929), Αστραία (Σμύρνη 1910, Αθήνα 1929), Ζωή Πορφυρογέννητη (Αθήνα 1929/1930), Το παιχνίδι του βασιλιά Κανδαύλη (Αθήνα 1929), Ο αντιφωνητής μίλησε, που βραβεύτηκε από τον Σταθάτειο Διαγωνισμό, και Οι γάμοι του Ρωμανού (1931). Επίσης το δράμα Στάσα Σιδέρη (1908) και τις κωμωδίες Μίστερ Σιμ Ρέβυθς ή ο εικονικός σύζυγος (1932) και Ο άνθρωπος και η σκιά του (1934). Μετέφρασε επίσης τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου. Τα έργα του παίχτηκαν με επιτυχία στη Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και στην Αθήνα. Πέθανε στη Νέα Ιωνία τον Οκτώβριο του 1944.

Στυλιανός Σεφεριάδης (1873-1951)

Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1873. Διαπρεπής νομικός, διετέλεσε Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Πρύτανης του ίδιου πανεπιστημίου και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Προσωπικότητα με πολλά πνευματικά ενδιαφέροντα μεταξύ των οποίων και η θεατρική γραφή και μετάφραση. Συνέγραψε τα θεατρικά έργα Τρελλός από έρωτα, Η θυσία της Άρτας και Γότθος και μετέφρασε στη δημοτική τον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή, που σκανδάλισε τους επιφανείς πολίτες της Σμύρνης, λάτρεις της καθαρεύουσας, όταν παίχτηκε το 1910 στον Αθλητικό Όμιλο Σμύρνης. Πέθανε στο Παρίσι το 1951.

Γεώργιος Σημηριώτης (1878-1964)

Αδελφός του Άγγελου Σημηριώτη, γεννήθηκε στο Αδραμύτιο της Μικράς Ασίας το 1878. Το 1881 η οικογένειά του μετακόμισε στη Μυτιλήνη όπου ο Γεώργιος Σημηριώτης πέρασε τα παιδικά του χρόνια και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα από το 1898 έως το 1906 και αργότερα ταξίδεψε στη Σμύρνη, τη Κωνσταντινούπολη, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελβετία και τις ΗΠΑ. Επέστρεψε στη συνέχεια στη Σμύρνη και πριν από το 1922 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα. Εμφανίστηκε στα γράμματα ως ποιητής και κυρίως ως μεταφραστής Γάλλων συγγραφέων, θεατρικών και μη. Επίσης υπήρξε πεζογράφος και σεναριογράφος, διευθυντής του Θεατρικού Φοιτητικού Ομίλου και σύμβουλος στην Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο με το δράμα Τα καρναβάλια του έρωτα (Σμύρνη 1920) και έχει αφήσει το στίγμα του ως ο συγγραφέας ενός από τα σημαντικότερα εργατικά δράματα, του έργου Η κόκκινη πρωτομαγιά (Αθήνα 1921), που δεν παίχτηκε στην Αθήνα αλλά στη Νέα Υόρκη το 1923. Έγραψε επίσης τα θεατρικά έργα Τραγικό ξύπνημα (1930),Τα φρούτα της εποχής (1931), Ποιος; Ποιον; (1932). Πέθανε στην Αθήνα το 1964.

Πλάτων Ροδοκανάκης (1883-1919)

(Ψευδώνυμο του Πλάτωνος Σουλιώτη.) Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1883. Αποφοίτησε από τη Σχολή Μπάξερ της Σμύρνης και στη συνέχεια φοίτησε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, καθώς προετοιμαζόταν για κληρικός. Αργότερα την εγκατέλειψε και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία στη Σμύρνη και κατόπιν στην Αθήνα συνεργαζόμενος με την εφημερίδα Ακρόπολις, όπου και δημοσίευσε το αυτοβιογραφικό κείμενό του Το φλογισμένο ράσο, το οποίο είχε συγγράψει στην Χάλκη. Υπήρξε φανατικός μελετητής της βυζαντινής ιστορίας. Στα Γράμματα εμφανίστηκε με τρία λογοτεχνικά έργα, μεταξύ των οποίων και το θεατρικό έργο του Άγιος Δημήτριος, που παίχτηκε από τον θίασο Κοτοπούλη (1917) με θριαμβευτική υποδοχή από το κοινό. Βραβεύτηκε στον Αβερώφειο Δραματικό Διαγωνισμό το 1918. Συνέγραψε επίσης τα μονόπρακτα έργα του Ο Πιερότο, Η θεατρίνα, Το τσακάλι και το ιστορικό δράμα Κλυταιμνήστρα. Ρομαντικός και ταυτόχρονα παρνασσικός, σύμφωνα με τον Νάσο Βαγενά, μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος των υπερρεαλιστών. Διετέλεσε διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης, έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και ένας από τους ιδρυτές της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών. Πέθανε στην Αθήνα το 1919.

Φίλων Κτενίδης (1889-1963)

Γεννήθηκε στην Τραπεζούντα το 1889. Το 1906 αποφοίτησε από το Φροντιστήριο Τραπεζούντας. Άρχισε να αρθρογραφεί στην εφημερίδα Εθνική Δράσις και το 1910 ανέλαβε διευθυντής της δικής του εφημερίδας Επιθεώρησις. Απελάθηκε από τους Τούρκους και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1920 κατετάγη εθελοντής στον ελληνικό στρατό και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ασχολήθηκε με τα προβλήματα του προσφυγικού ελληνισμού. Το 1935 εκλέχτηκε βουλευτής Αθηνών. Πέρα από την πολιτική και το επάγγελμα του γιατρού, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία (εξέδιδε το περιοδικό Ποντιακή Εστία) και τη λογοτεχνία. Έχει συγγράψει 17 ποντιακά θεατρικά έργα με ηθογραφικό, λαογραφικό και πατριωτικό περιεχόμενο: Ο Ξενητέας (1947), Πατρίδες (1949), Μάραντον (1952), Διγενής Ακρίτας (1955), Αποθήκη της Στοφορίνας (1955), Ο Κλήδονας (1959), Η γυναίκα του πρωτομάστορα (1962), Η προξενεία, κ.ά. που παίχτηκαν κατ’ επανάληψη στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και την περιφέρεια, τόσο από επαγγελματικούς όσο και από ερασιτεχνικούς θιάσους. Έτυχε πολλών τιμητικών διακρίσεων για τη δράση του. Πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 1963.

Ξενοφών Ξενίτας (1895-1961)

(Ψευδώνυμο του Ξενοφώντος Άκογλου). Λογοτέχνης, λαογράφος και στρατιωτικός. Γεννήθηκε στη Σαμψούντα του Πόντου όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Το 1915 ήρθε στην Ελλάδα και κατετάγη στα στρατεύματα της Εθνικής Άμυνας που έδρευε στη Θεσσαλονίκη. Μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία. Συμμετείχε επίσης στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Αργότερα μονιμοποιήθηκε στις ένοπλες δυνάμεις. Από νεαρή ηλικία είχε εκδηλώσει το ενδιαφέρον του για τη λαογραφία της ιδιαίτερης πατρίδας του. Εξέδωσε τα Λαογραφικά των Κοτυώρων (1939) και τα Ηθογραφικά διηγήματα (1940) και συνέγραψε στο ποντιακό ιδίωμα το ιστορικό δράμα Ακρίτας (1949). Συνεργάστηκε επίσης με διάφορα περιοδικά (Μικρασιατικά Χρονικά, Ποντιακή Εστία, Αρχείον Πόντου, Προσφυγικός Κόσμος). Πέθανε στην Αθήνα το 1961.

Λάζαρος Τακαδόπουλος (1897-1972)

Γεννήθηκε στη Σινασό της Καππαδοκίας το 1897. Πτυχιούχος της Νομικής και της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως καθηγητής στη Γαλλική Σχολή του Πειραιά. Διετέλεσε Πρόεδρος του Σωματείου «Νέα Σινασός» του Πειραιά, δραστήριο μέλος και σθεναρός αγωνιστής των προσφυγικών δικαίων. Έχει εκδώσει το ιστορικό βιβλίο Η Σινασός (Αθήνα 1974) και έχει συγγράψει θεατρικά έργα ηθογραφικού περιεχομένου όπως Τα παντρολογήματα και οι παντρειές στην Σινασό στο σινασίτικο γλωσσικό ιδίωμα, που παίχτηκε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά το 1937, το τετράπρακτο Οι νοσταλγοί της Σινασού, που παίχτηκε επίσης στον Πειραιά στις 25 Μαρτίου 1940, και ένα παιδικό μονόπρακτο (1960). Πέθανε στον Πειραιά το 1972.

Παύλος Φλώρος (1897-1981)

Στους συγγραφείς με πλούσιο και ποικίλο λογοτεχνικό έργο συγκαταλέγεται ο Παύλος Φλώρος. Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1897, γιος του μεγαλέμπορου Γεωργίου Φλώρου από τη Δημητσάνα. Φοίτησε στην Αναξαγόρειο Σχολή στα Βουρλά, στο Ελληνογαλλικό Λύκειο του Χρήστου Αρώνη και στη Γερμανική Σχολή της Σμύρνης. Στη συνέχεια σπούδασε πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες στα Πανεπιστήμια της Λωζάνης και του Αμβούργου. Ήταν γνώστης τεσσάρων ευρωπαϊκών γλωσσών. Επέστρεψε στη Σμύρνη, όπου ανέλαβε τις εμπορικές επιχειρήσεις της οικογένειάς του. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή έφυγε για το Αμβούργο, όπου παρέμεινε έως το 1929, οπότε επέστρεψε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στη Νέα Σμύρνη. Στα Γράμματα εμφανίστηκε αρχικά ως ποιητής, αργότερα ως πεζογράφος, ενώ έχει επίσης εκδώσει και έξι βιβλία με ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Το 1967 εξέδωσε έναν τόμο με έξι θεατρικά έργα (Δίκη και θάνατος του Σωκράτη, Κυβερνήτης Καποδίστριας, Ο κύκλος έκλεισε, Συνάντηση στο ανάκτορο, Ο Νικητής, Corso Umberto). Μετάφρασε επίσης το δράμα Ο θάνατος του Εμπεδοκλή του Friedrich Holderin (Αθήνα 1944). Κοσμοπολίτης, καθώς έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ευρώπη ,εμφανίζεται επηρεασμένος από το ρεύμα του αισθητισμού και τη νιτσεϊκή φιλοσοφία. Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις όπως με έπαινο από τον Καλοκαιρίνειο Διαγωνισμό το 1939 για το έργο του Κυβερνήτης Καποδίστριας. Ήταν επίσης συνεργάτης πολλών εφημερίδων και περιοδικών και τακτικός συνεργάτης της Νέας Εστίας για μία δεκαετία. Πέθανε στην Αθήνα το 1981.

Δημήτρης Φωτιάδης (1898-1988)

Μία ξεχωριστή φυσιογνωμία, ο Δημήτρης Φωτιάδης γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1898 από εύπορη οικογένεια. Στη διάρκεια του Μικρασιατικού πολέμου κατατάχθηκε εθελοντής και μετά την καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Η πρώτη εμφάνισή του στα Γράμματα γίνεται με πέντε θεατρικά έργα (Μαγεμένο βιολί 1931, Μάνια Μίτροβα 1932, Κατακτητές 1936, Ο κόσμος ανάποδα 1937, Θεοδώρα 1946 και Μακρυγιάννης 1946), ενώ παράλληλα γίνεται διευθυντής του περιοδικού Νεοελληνικά Γράμματα (1936-1941), ενός περιοδικού με μεγάλη απήχηση στους λογοτεχνικούς κύκλους. Στη διάρκεια της Κατοχής έφυγε στη Μέση Ανατολή, ενώ μετά τον Εμφύλιο εξορίστηκε στη Μακρόνησο, την Ικαρία και τον Άγιο Ευστράτιο. Από το 1945-1948 εξέδιδε το περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, όργανο έκφρασης των πνευματικών ανθρώπων της εποχής του στο χώρο της Αριστεράς. Μετά τον πόλεμο θα στραφεί στην ιστοριογραφία (βλ. τετράτομο έργο του Η επανάσταση του ’21 κ.ά.) που τον απασχολούσε από την αρχή, όπως φαίνεται και από τη θεματολογία των θεατρικών του έργων που όλα γνώρισαν τα φώτα της σκηνής από σημαντικούς θιάσους (Μαρίκα Κοτοπούλη Ο κόσμος ανάποδα, Μάνια Μίτροβα Λαϊκό Θέατρο Βασίλη Ρώτα, Ενωμένοι Καλλιτέχνες, Μάνος Κατράκης) με πολύ ευνοϊκές κριτικές. Τιμήθηκε με το Μετάλλιο της Εταιρείας Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Σορβόννης το 1939 και το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορηματικής Βιογραφίας το 1982. Διετέλεσε επίσης Πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (1974-1977). Πέθανε στην Αθήνα το 1988.

Ντόλης Νίκβας (1903-1936)

(Φιλολογικό ψευδώνυμο του Απόστολου Βασιλειάδη.) Γεννήθηκε στη Μάκρη της Μικράς Ασίας το 1903. Φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και συνέχισε τις σπουδές του στην Αθήνα και τη Γερμανία. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Λογοτέχνης και ποιητής, έγραψε διηγήματα και νουβέλες, καθώς επίσης και θεατρικά έργα: Δημοσιογράφος Βεργής (1929), Διαζύγιο (1930), Μαριονέτες, Η κούνια (1930), Η λέξη που του χρειαζότανε (1931) και Ο κ. υπαστυνόμος (1931). Εργάστηκε ως δημοσιογράφος, διάγοντας μία ζωή μποέμ. Συνεργάστηκε με πολλά έντυπα, μεταξύ άλλων και με το περιοδικό Εβδομάς στο οποίο ήταν διευθυντής του (1930-1936) και με την εφημερίδα Ελληνικόν Μέλλον. Πέθανε νέος λόγω προβλήματος υγείας το 1936.

Νίκος Τουτουντζάκης (1905-; )

Γεννήθηκε το 1905 στη Σμύρνη, όπου αποφοίτησε από την Ευαγγελική Σχολή. Στη συνέχεια σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στη δερματολογία. Λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας και ποιητής. Έγινε γνωστός με την περίφημη ποιητική του δημιουργία Ιωνία (1947), η οποία καθιερώθηκε ως το σύμβολο των κατατρεγμένων από τη λαίλαπα του πολέμου. Εξέδωσε επίσης πεζογραφήματα αλλά και ιατρικά μελετήματα. Ασχολήθηκε επίσης με τη θεατρική γραφή. Θεατρικά έργα του: Οι καϋμοί του Αιγαίου (1927), (Α΄ Βραβείο Καλοκαιρίνειου Διαγωνισμού), Οι πονεμένοι (1931) (Βραβείο θεατρικού περιοδικού «Παρασκήνια»), Ανθυπολοχαγός Κίμων Ζήσης (Βραβείο Δραματικής Σχολής Αθηνών), Αλκιβιάδης (1964), Μάνα, τα οποία είδαν τα φώτα της ράμπας. Από το ραδιόφωνο του ΕΙΡ μεταδόθηκαν Η μάνα και Ανθυπολοχαγός Κίμων Ζήσης. Πέντε θεατρικά του έργα εκδόθηκαν σε ένα τόμο το 1983. Έγραψε επίσης παιδικό θέατρο: Πονεμένες ψυχές (1926), Άλκη (1927), Εσπερινός (1928). Έχει δημοσιεύσει πλείστα όσα κείμενα, διηγήματα κ.ά. σε φιλολογικά περιοδικά. Ο Χρήστος Σολομωνίδης εξέδωσε μελέτη για το έργο του (Νίκος Τουτουντζάκης, ο ποιητής Ιωνίας, 1965), αλλά το θεατρικό του έργο δεν έχει ακόμα μελετηθεί. Έτυχε πολλών διακρίσεων, παρασημοφορηθείς με τον Αργυρό Σταυρό του Φοίνικος.

Δημήτρης Ψαθάς (1907-1979)

Γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου το 1907. Το 1923 με τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του και αφιερώθηκε στη δημοσιογραφία. Το 1925 έκανε τα πρώτα δημοσιογραφικά του βήματα ως συντάκτης του Ελεύθερου Βήματος, στη συνέχεια ως συνεργάτης των Αθηναϊκών Νέων υπέγραφε τη στήλη «Από τα δικαστήρια» με το ψευδώνυμο «Ο μάρτυς». Το 1937 ανέλαβε το χρονογράφημα στην ίδια εφημερίδα με τίτλο της στήλης «Εύθυμα και Σοβαρά». Συνεργάστηκε επίσης με την Ελευθεροτυπία, καθώς και με πολλά εβδομαδιαία περιοδικά. Δημοσίευσε τόμους με τα ευθυμογραφήματά του (Η Θέμις έχει κέφια, 1937· Η Θέμις έχει νεύρα, 1938) και παράλληλα επιδόθηκε στη συγγραφή θεατρικών έργων με μεγάλη επιτυχία, γεγονός που τον καθιέρωσε ως τον κορυφαίο κωμωδιογράφο του 20ού αιώνα. Μερικά από τα θεατρικά του έργα: Το Στραβόξυλο (1940), Μαντάμ Σουσού (1941), Ο νευρικός κύριος (1942), Οι Ελαφρόμυαλοι (1943), Χειμώνας του ’41 (1945), Ο Φον Δημητράκης (1946) και πολλά άλλα που ακολούθησαν. Τα έργα παίχτηκαν απ’ όλους σχεδόν τους θιάσους της Αθήνας και παίζονται ακόμα με επιτυχία μέχρι σήμερα, αλλά έγιναν και κινηματογραφικές ταινίες με εξίσου τεράστια επιτυχία. Ο Δημήτρης Ψαθάς έγραψε και ένα εκτενές ιστορικό χρονικό για τη ζωή και τους διωγμούς του ποντιακού ελληνισμού με τίτλο Γη του Πόντου (1966). Τα έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και παίχτηκαν σε πολλές χώρες. Πέθανε στην Αθήνα το 1979.

Νίκος Σημηριώτης (1911-1996)

Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1911. Ανεψιός του Άγγελου και Γιώργου Σημηριώτη. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και εργάστηκε ως μηχανικός σε διάφορες τεχνικές υπηρεσίες της ελληνικής επικράτειας. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, τη γλυπτική, τη μουσική και την ποίηση, για την οποία τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Πολύγλωσσος όπως ήταν, μετάφρασε στα ελληνικά Βίκτωρα Ουγκώ, Ρίλκε, Χάινε, Δάντη, Πετράρχη, Ντ’ Ανούτσιο, Λόρκα κ.ά. Εκτός από την ποίηση συνέγραψε και θεατρικά έργα: Τ’ αδράχτι της μοίρα» (1944), Οι καμπάνες της λευτεριάς (1946) (Α΄ Βραβείο Καλοκαιρίνειου Θεατρικού Διαγωνισμού), Πολύ φως (1954), Αφού περάσουν πέντε χρόνια (1964) κ.ά. Ασχολήθηκε επίσης με τον κινηματογράφο. Έχει δημιουργήσει επτά ταξιδιωτικές ταινίες και δύο ταινίες μυθοπλασίας. Πέθανε στην Αθήνα το 1996.

Σίμος Λιανίδης (1915-2001)

Γεννήθηκε στη Σάντα της Τραπεζούντας το 1915. Το 1922 ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης. Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Καλαμαριά, σπούδασε φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Εργάστηκε ως καθηγητής στη δημόσια εκπαίδευση και παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, δημοσιεύοντας ποιήματα και λογοτεχνικά δοκίμια σε εφημερίδες και φιλολογικά περιοδικά. Ασχολήθηκε παράλληλα με τη θεατρική γραφή, συγγράφοντας τα έργα: Σβέντα Νίκα (1946), Το αίμα νερό δεν γίνεται (1952), Πρίαμος και Αχιλλεύς (1953), Οδυσσεύς και Ναυσικά (1954), Σα κρύα τη λουτρόν (1955), Τόμπολα (1956), Στις φλόγες της λευτεριάς (1977), Τρία ποντιακά θεατρικά έργα (1979) και άλλα. Εξέδωσε επίσης Πέντε μονόπρακτα για σοβαρό σχολικό θέατρο (1999) και τη μελέτη Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί: Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης για τις γυναίκες (1966). Υπήρξε τακτικό μέλος σημαντικών επιστημονικών εταιρειών όπως της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών (Γενικός Γραμματέας), της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών, της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων και άλλων. Επίσης συνέλεξε, κατέγραψε, μαγνητοφώνησε, κινηματογράφησε και ταξινόμησε πολύτιμο λαογραφικό και άλλο υλικό στο Αρχείο Επιτροπής Ποντιακών Μελετών. Πέθανε στην Καλαμαριά το 2001.

Ηλίας Τσιρκινίδης (1915-1999)

Γεννήθηκε στο Νοβοροσίσκ της Ρωσίας το 1915 από γονείς Ποντίους καταγόμενους από την Αργυρούπολη του Πόντου. Εγκαταστάθηκε το 1925 στην Ελλάδα, όπου σπούδασε οικονομικά και σταδιοδρόμησε στο Δημόσιο (χρημάτισε Έπαρχος στο Κιλκίς και Νομάρχης Θεσπρωτίας, Λευκάδος και Καβάλας). Για τη διοικητική δράση του τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις, καθώς και για την προσφορά του στα ποντιακά γράμματα. Στη ποντιακή λογοτεχνία καθιερώθηκε ως ποιητής και ανθολόγος της ποντιακής ποίησης, αλλά άφησε τη σφραγίδα του και στο ποντιακό θέατρο με τα θεατρικά έργα του: Τ’ άρωμαν και το κρίμαν, Ο πόλεμον κατάρα εν, Ιωάννης Καλογιάννης Μ. Κομνηνός, Τη Τρίχας το γεφύριν και Δαβίδ ο Μέγας Κομνηνός. Διετέλεσε Πρόεδρος του Καλλιτεχνικού Οργανισμού Ποντίων Αθηνών (Κ.Ο.Π.Α.) από το 1967-1991. Πέθανε στην Αθήνα (Δροσιά Αττικής) το 1999.

Σπύρος Μήλας (1917-2007)

Γεννημένος στον Μπουρνόβα της Σμύρνης το 1917, εγκαταστάθηκε μετά το 1922 στη Νέα Ιωνία. Ουσιαστικά αυτοδίδακτος, με πολλές περιπέτειες στη προσωπική του ζωή για την πολιτική του δράση (Εθνική Αντίσταση, Δικτατορία), εργάστηκε ως δημοσιογράφος και παράλληλα ασχολήθηκε σχεδόν με όλα τα είδη του γραπτού λόγου, ποίηση, μυθιστόρημα, διήγηση, δοκίμιο και θέατρο (Ηρωδιάς και Πρόδρομος, 1970, Πεθαίνουν όρθιοι, 1979, Εκδίκηση, 1979, Ηλέκτρα Αποστόλου, 1999 και Το αδιέξοδο, 1999). Τιμήθηκε με διεθνή βραβεία και δύο φορές με το βραβείο Ιπεκτσί (1983 και 1987). Τα έργα του μεταφράστηκαν και δημοσιεύτηκαν στο εξωτερικό. Πέθανε στην Καισαριανή το 2007.

Πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία φιλοξενούμενοι προσωρινά στα θεωρεία του Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών. (Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ)
Πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία φιλοξενούμενοι προσωρινά στα θεωρεία του Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών. (Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ)


Γυναικεία θεατρική γραφή

Στο νεοελληνικό θέατρο θα καταθέσουν τη συμβολή τους και γυναίκες λογοτέχνιδες με καταγωγή από τη Μικρά Ασία, που πέρα από το πεζογραφικό και ποιητικό έργο τους ασχολήθηκαν και με τη θεατρική συγγραφή.

Έλλη Παπαδημητρίου (1906-1993)

Ξεχωριστή προσωπικότητα των Ελληνικών Γραμμάτων. Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1906 από εύπορους γονείς, που τη στέλνουν για σπουδές στην Αγγλία. Επιστρέφει το 1920 στη Σμύρνη ως γεωπόνος, αλλά η Καταστροφή του 1922 θα ματαιώσει τα επαγγελματικά της σχέδια. Θα εγκατασταθεί στην Αθήνα με αποκλειστικό αντικείμενο ενασχόλησής της το προσφυγικό ζήτημα σε όλες του τις εκφάνσεις του (ολική αποκατάσταση των προσφύγων: τροφή, στέγαση, περίθαλψη, διάσωση της μνήμης) σε συνεργασία με τη Μέλπω Μερλιέ. Κατ’ αρχάς ποιήτρια, η Έλλη Παπαδημητρίου θα γράψει το 1952 το θεατρικό έργο Ανατολή, με θέμα τη Μικρασιατική Καταστροφή, ένα έργο συγκλονιστικής αφήγησης, ενώ 100 περίπου αφηγήσεις που συγκέντρωσε σε τέσσερις τόμους με τον τίτλο Κοινός λόγος θα γίνουν θεατρικές διασκευές που παραστάθηκαν στην Αθήνα το 1988, το 1997, το 2004 και το 2013, ως ένα οδοιπορικό γυναικείων αφηγήσεων από τη μαζική εξόντωση των Ποντίων, τη Μικρασιατική Καταστροφή, την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Άλλο έργο της το θεατρικό πείραμα Το βουνό (1971) από τον καιρό της Κατοχής. Βαθιά πολιτικοποιημένη η Παπαδημητρίου θα διατυπώσει έναν πανανθρώπινο λόγο για την ελευθερία, κατά της βίας του πολέμου, κατά των κοινωνικών ανισοτήτων και της καταπίεσης των λαών. Πέθανε στην Αθήνα το 1993.

Διδώ Σωτηρίου (1909-2004)

Γεννήθηκε στο Αϊδίνιο το 1909. Το 1919 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη και με τη Μικρασιατική Καταστροφή ήρθαν ως πρόσφυγες στον Πειραιά και στη συνέχεια στην Αθήνα, όπου σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Συνέχισε τις σπουδές της στη Σορβόννη στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με Γάλλους λογοτέχνες. Από το 1936 ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία συνεργαζόμενη με διάφορα έντυπα όπως ο Νέος Κόσμος της Γυναίκας στο Παρίσι. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση στη διάρκεια της κατοχής (1941-1944) και το 1944 εργάστηκε ως αρχισυντάκτρια της εφημερίδας Ριζοσπάστης. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο συνεργάστηκε με το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, επίσης με την εφημερίδα Αυγή και άλλα έντυπα. Ασχολήθηκε συστηματικά με τη λογοτεχνία και θεωρείται μία από τις σημαντικότερες Ελληνίδες πεζογράφους του Μεσοπολέμου. Το μυθιστόρημα της Ματωμένα χώματα εγκαινίασε τη μυθιστορηματική τεχνική με την προοπτική εξέτασης των θεμάτων από ιστορική σκοπιά. Το έργο αυτό διασκευάστηκε για το θέατρο το 2004, το 2005 και το 2022. Το 1995 εξέδωσε σε ένα τόμο με τίτλο Θέατρο από τις εκδόσεις «Κέδρος» δύο θεατρικά έργα και έναν μονόλογο (Περιπέτεια δίχως τέλος, 1968, Στον πλανήτη γη όλα πάνε καλά, 1963, Πολιτεία κωφαλάλων, 1968, μονόλογος καταγγελίας της δικτατορίας των συνταγματαρχών). Τα θεατρικά έργα της, αν και γράφτηκαν στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, ξεχάστηκαν σε μία αποθήκη και εκδόθηκαν το 1995, επιλογή της ίδιας που θεώρησε ότι φυσικός της χώρος ήταν το μυθιστόρημα στο οποίο και διέπρεψε. Το 1975 εξέδωσε το ιστορικό κείμενο Η Μικρασιατική Καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο. Έχει τιμηθεί με πολλές βραβεύσεις: Βραβείο Ιπεκτσί (1985), Κρατικό Ειδικό Βραβείο Λογοτεχνίας (1989), Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών (1999), Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικα (1995) κ.ά. Πέθανε στην Αθήνα το 2004.

Ιφιγένεια Χρυσοχόου (1909 – 2008)

Γεννήθηκε στη Μαινεμένη της Μικράς Ασίας το 1909. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε ξένες γλώσσες και παράλληλα μουσική. Στα Γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1938 με το αφήγημά της Ο ήλιος βασιλεύει που δημοσίευσε στη Φιλολογική Μακεδονία της Δευτέρας. Συνεργάστηκε τακτικά με τον ημερήσιο και περιοδικό τύπο της Θεσσαλονίκης και το ραδιόφωνο. Διακρίθηκε ως πεζογράφος με τα έργα της που δίνουν έμφαση στη Μικρασιατική Καταστροφή (Πυρπολημένη γη, 1973, Μαρτυρική πορεία, 1974, Ξεριζωμένη γενιά, 1977, Εδώ Σμύρνη, εδώ Σμύρνη, 1985) και στη θέση της γυναίκας. Μεταξύ άλλων εξέδωσε το 1995 το θεατρικό της έργο Το ρίζωμα, που αφηγείται με τραγικό τρόπο την εγκατάσταση των Μικρασιατών στη Θεσσαλονίκη, τον Σεπτέμβριο του 1922. Ασχολήθηκε επίσης με την ποίηση και τη συγγραφή μελετών και βιβλίων για παιδιά.  Τιμήθηκε με πολλά βραβεία (Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη, Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών, Αρώνειο Έπαθλο, Βραβείο της Εστίας Νέας Σμύρνης, Βραβείο Ιπεκτσί). Πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου 2008.

Το ελληνικό θέατρο στη Σμύρνη μέχρι το 1922


Επιθεώρηση

Σύλβιος (1885 ή 1887-1948)

Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ανδρέα Παπαδόπουλου. Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1885 ή 1887. Συγγραφέας, επιθεωρησιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός, μεταφραστής. Ξεκίνησε την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία με τη συγγραφή κειμένων για σκετς που παρουσιάζονταν σε καλλιτεχνικές βραδιές, κονσέρτα και συναυλίες για φιλανθρωπικούς σκοπούς και ερασιτεχνικές παραστάσεις στη Σμύρνη. Η παρθενική του εμφάνιση, η οποία υπήρξε και η πρώτη του συνεργασία με τον Λαίλιο Καρακάση, με τον οποίον απετέλεσαν σχεδόν αχώριστο καλλιτεχνικό δίδυμο, χρονολογείται το 1913 στο Κορδελιό με την «τοπική επιθεώρηση» Κορδελιώτισσες Κούκλες. Ακολούθησαν τα σκετς Δοξολογία, Οι υπνωτισμένο», σε συνεργασία με τον Κώστα Μισαηλίδη και μουσική Λαίλιου Καρακάση, Λοταρία δωρεάν (1915), σε συνεργασία με τον Καρακάση. Συνεργάστηκε με τον θίασο Ζαχαρία Μέρτικα, ενώ το 1917 ίδρυσε μαζί με τον Καρακάση και άλλους τον «Καλλιτεχνικό Θίασο Σμύρνης», στον οποίο ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνσή του, ενώ ο Καρακάσης τη διεύθυνση ορχήστρας. Στη Σμύρνη το δίδυμο Καρακάσης-Σύλβιος υπέγραψε τις επιθεωρήσεις Σμυρναίικος Παπαγάλος (1916), Εγκυκλοπαιδικό λεξικό της Σμύρνης (1916), Οι κούκλες μας, Καφέ Σαντάν (1917), τις οπερέτες Τσιγγάνα πριγκιπέσσα (1917), διασκευή της οπερέτας του Emmerich Kálmán Die Csárdársfürstin, Ρόδο της Σταμπούλ, διασκευή της οπερέτας του Leo Fall Die Rose von Stambul κ.ά. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, συνεχίζοντας ως επιθεωρησιογράφος τη θεατρική και συγγραφική πορεία του συνεργαζόμενος με τον Λαίλιο Καρακάση με μεγάλη επιτυχία. Μερικές επιθεωρήσεις: Βαβυλωνία (1928-1929), Τζαζμπάντ (1928), Μέσα όλοι (1928), Παριζιάνα (1929), Στο Ζέππελιν (1929), Τρελλή Αθήνα (1930) και πολλές ακόμη. Επίσης υπέγραψε οπερέτες, οι περισσότερες με τον Λαίλιο Καρακάση, όπως: Βενζίνα παρακαλώ (1931), Τα εκατομμύρια της Λολότας, Χρυσή νεράιδα (1932), Άνθος της Αθήνας, Κορίτσι του καμπαρέ, Μίσσες Μπράουν (1933), Μία νύχτα μαζί σου, Τραγουδιστής του καζίνο, Χασίς / Νεράιδα του Νείλου» (1934), Δύο άγγελοι (193;), Είμαι δική σου, Πάμε στο Ταμ τουμ, Κύριος υπνωτιστής (1935), Μοντέρνα Αφροδίτη (1936), Δύο άγγελοι /Ο γαμπρός μου (1937), Ταγκό νοτούρνο (1938, διασκευή από την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία), Ρόδα του Απρίλη (1940). Έχει επίσης αφήσει έργο ως ποιητής, διηγηματογράφος αλλά και συγγραφέας παιδικού θεάτρου, ενώ ποικίλες συνεργασίες του εντοπίζονται σε λαϊκά περιοδικά της εποχής, με σατιρικά κείμενα και ηθογραφίες της Σμύρνης που αποτυπώνουν την ανέμελη πλευρά της σμυρναϊκή κοινωνίας της εποχής του. Πέθανε στην Αθήνα το 1948.

Λαίλιος Καρακάσης (1885-1951)

Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1885. Από το 1910 διορίστηκε υπάλληλος στην Τράπεζα Ανατολής. Μετά το 1922 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Υπήρξε μαέστρος οπερέτας, ειδικός σε διασκευές τραγουδιών, μεταφραστής ποιητικών και θεατρικών κειμένων και επιθεωρησιογράφος, σε συνεργασία με τον Σύλβιο (βλ. ό.π.). Έχει στο ενεργητικό του περισσότερα από 78 έργα (μονόπρακτα, οπερέττες και επιθεωρήσεις), που ξεχώρισαν στην αθηναϊκή σκηνή. Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά της εποχής, όπου δημοσίευσε άρθρα, ποιήματα και μεταφράσεις. Πέθανε στη Μυτιλήνη το 1951.

Μαγγανάρης Απόστολος (1904-1990)

Γεννήθηκε το 1904 στη Σμύρνη, όπου φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή, και στη συνέχεια σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πολιτικές επιστήμες στη Γερμανία. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του γράφοντας επιθεωρήσεις και έργα για το θέατρο. Σε ηλικία 24 ετών έγινε αρχισυντάκτης του περιοδικού Εβδομάς, ξεκινώντας τη δημοσιογραφική σταδιοδρομία του που κράτησε 50 χρόνια. Αρχισυντάκτης πολλών ημερησίων εφημερίδων και περιοδικών, θεωρείται ο αρχιτέκτονας του περιοδικού τύπου στην Ελλάδα (Φαντάζιο, Θησαυρός, Μπουκέτο κ.ά.). Μεταξύ άλλων διετέλεσε αντιπρόεδρος της ΕΣΗΕΑ, επίσης ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Περιοδικού Τύπου. Ως λογοτέχνης ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση και εξέδωσε 14 ποιητικές συλλογές. Ασχολήθηκε επίσης με τη θεατρική συγγραφή (Μαύρα πουλιά, κ.ά.) κυρίως με την επιθεώρηση (Ρουκέτα, Πιπεριά, Η Αθήνα γελά, Κορόιδο Μουσολίνι, κ.ά.). Πέθανε στην Αθήνα το 1990.

Λυρικό Θέατρο

Μανώλης Καλομοίρης (1883-1962)

Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1883. Φοίτησε στο Παλλάδιο Οικοτροφείο στη Σμύρνη και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα. Συνέχισε στη Βιέννη ανώτερες μουσικές σπουδές. Το 1908 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα. Η μουσική δημιουργία και το πνευματικό του έργο τον κατέστησαν ως την επιβλητικότερη μορφή της Εθνικής Ελληνικής Μουσικής. Το 1910 διορίστηκε καθηγητής του Ωδείου Αθηνών, όπου εργάστηκε επί 9 χρόνια, και το 1919 ίδρυσε το Ελληνικό Ωδείο. Το 1926 ίδρυσε το Εθνικό Ωδείο. Το 1911 επισκέφθηκε τη Σμύρνη όπου μελοποίησε το τρίπρακτο θεατρικό έργο του Αλέκου Φωτιάδη Αμαρυλλίς. Το έργο του είναι εκτενές και πολυσχιδές (συνθέσεις, όπερες, συμφωνικά έργα, μουσική δωματίου, έργα για πιάνο). Όσον αφορά το λυρικό θέατρο, συνέθεσε τις όπερες: Πρωτομάστορας (1915),Το δαχτυλίδι της μάνας (1917), Ανατολή (1945), Τα ξωτικά νερά (1950), Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (1961). Το 1945 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Μεταξύ άλλων τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών (1919) και με πολλά ελληνικά παράσημα. Θεωρείται από τις προσωπικότητες που προσδιόρισαν την πολιτιστική φυσιογνωμία της Ελλάδας στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα.Πέθανε στην Αθήνα το 1962.

Πέτρος Πετρίδης (1892-1977)

Γεννήθηκε στη Νίγδη της Καππαδοκίας το 1892. Νέος πήρε μαθήματα αρμονίας και πιάνου στην Κωνσταντινούπολη, όπου σπούδασε στο Ροβέρτειο Λύκειο (1906-1911). Το 1911 μετέβη στο Παρίσι για σπουδές Νομικής στη Σορβόννη και Πολιτικών Επιστημών στην Ελεύθερη Σχολή Πολιτικών Επιστημών. Σύντομα επέστρεψε στην Ελλάδα για να συμμετάσχει στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912). Στη διάρκεια των επιχειρήσεων στην Ήπειρο τραυματίστηκε. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, αφοσιώθηκε στη μελέτη της μουσικής και της σύνθεσης (1913). Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου παρέμεινε στη Γαλλία. Διετέλεσε μουσικοκριτικός του λονδρέζικου Τύπου της Ελληνικής Πρεσβείας στο Λονδίνο. Συγχρόνως έδινε διαλέξεις για την ελληνική μουσική στο Βασιλικό Κολλέγιο. Δίδαξε Νεοελληνική Γλώσσα στη Σορβόννη (1919-1921). Συνέθεσε πολλά έργα συμφωνικής μουσικής, μία όπερα, έργα μουσικής δωματίου και φωνητικά. Συνεργάστηκε με τις αθηναϊκές εφημερίδες Ελεύθερο Βήμα, Πρωία, Καθημερινή, Βήμα και την Christian Science Monitor της Βοστώνης. Εκλέχτηκε αντεπιστέλλον μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών (1958) και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1959). Κατά το διάστημα 1944-1975 συνεργάστηκε με την Εθνική Λυρική Σκηνή ως αρχιμουσικός, διευθύνοντας το ορατόριο Άγιος Παύλος, που παρουσιάστηκε στο Ηρώδειο στο πλαίσιο του Εορτασμού των 1.900 χρόνων από την άφιξη του Αποστόλου Παύλου στην Ελλάδα (1951), και το χορόδραμά του Ο Πραματευτής (1943-1944, 1947-1948, 1957-1958). Μέσα στο πλούσιο έργο του, όσον αφορά το λυρικό θέατρο, ξεχωρίζουν η όπερα Ζεφύρα και τα χοροδράματα Πραματευτής, Κυρά Φροσύνη και Θησεύς. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Μανόλη Καλομοίρη, δημιούργησε έργα μεγάλων διαστάσεων και άφησε το στίγμα του ως σημαντική μορφή της ελληνικής μουσικής στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Πέθανε στην Αθήνα το 1977.

Παιδικό Θέατρο

Στέλιος Σπεράντσας (1888-1962)

Ο Στέλιος Σπεράντσας ένας από τους πρωτοπόρους και πρωτεργάτες του θεάτρου, γεννήθηκε το 1888 στη Σμύρνη, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Ευαγγελική Σχολή. Σπούδασε στη συνέχεια στην Ιατρική και την Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1915 ανακηρύχθηκε διδάκτορας της Ιατρικής. Εργάστηκε επί πολλά χρόνια ως γιατρός και το 1933 εκλέχτηκε καθηγητής της Ορθοδοντικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ,απ’ όπου συνταξιοδοτήθηκε το 1952. Στα Γράμματα εμφανίστηκε ως ποιητής, όμως κύρια είναι η συμβολή του στην παιδική λογοτεχνία και ιδιαίτερα στο παιδικό θέατρο, καθώς εξέδωσε σειρά θεατρικών έργων (Παιδικές ψυχές, 1925, Ο Ίκαρος, 1926, Ακακίες, 1928, Η σκηνούλα μας, Θέατρο για μεγάλα παιδιά, 1929, 1η Δόξα των Ψαρρών, 1934 κ.ά.) από το 1925 έως το 1961, που παίχτηκαν τόσο σε σχολεία, όσο και από θιάσους παιδικού θεάτρου. Έχει επίσης γράψει πεζά, ποίηση για παιδιά, παραμύθια, σχολικά εγχειρίδια (Νεοελληνικά αναγνώσματα) αλλά και θεατρικά έργα για ενήλικους και λιμπρέτα για έργα όπερας (Μαύρη Πεταλούδα, 1928, Κρίνο στ’ ακρογιάλι, 1966, Κασσιανή, 1931, Αμφιτρύων κ.ά.). Ως καθηγητής της Ορθοδοντικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών συνέγραψε μεγάλο αριθμό επιστημονικών μελετών. Υπήρξε μέλος πολλών εταιρειών (μέλος της Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών, της Ελληνικής Ιατρικής Εταιρείας Παρισίων, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων και του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου κ.ά.). Συνεργάστηκε με τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, όπου δημοσίευσε 2.500 άρθρα καθώς και με πολλά ελληνικά και ξένα περιοδικά. Τιμήθηκε από διάφορους φορείς για το πλούσιο και ποικίλο έργο του και από την Ακαδημία Αθηνών το 1957. Πέθανε στην Αθήνα το 1962.

Γεωργία Δεληγιάννη-Αναστασιάδη (1904-1998)

(Φιλολογικό ψευδώνυμο Αύρα Φωτεινού.) Η Γεωργία Δεληγιάννη-Αναστασιάδη (1904-1998), γεννημένη το 1904 στη Σμύρνη, όπου σπούδασε στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο της Αγίας Φωτεινής, ήρθε με την οικογένειά της στην Αθήνα το 1920 και άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες και περιοδικά, ειδικευόμενη στο χρονογράφημα. Ποιήτρια (το ποίημά της Θρήνος μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης στο δίσκο του Τα τραγούδια του αγώνα), πεζογράφος, μεταφράστρια (έχει μεταφράσει περισσότερα από 40 λογοτεχνικά έργα: Θερβάντες – Ουγκώ – Κρόνιν – Μπαλζάκ κ.ά.), έγραψε τρία θεατρικά έργα για παιδιά (Μαγεμένος σκύλος (1935), Δαβίδ Κόππερφιλντ (1939), Τα πρώτα φτερουγίσματα (1948) επίσης μυθιστορήματα και παραμύθια για παιδιά, μεταφέροντας την ευαισθησία μιας μητέρας δύο γιων. Ανάμεσα στα άλλα κείμενά της συνέγραψε και πέντε θεατρικά έργα για ενήλικες: Ηλέκτρα αφιερωμένο στην Εθνική Αντίσταση (1978), Μία ιστορία στο Χέντον (1978), Χορός και ελευθερία (1978), Η ανακάλυψη (1983), Ντόνα Ζουάνα, ιστορικό δράμα (1974). Πέθανε στην Αθήνα το 1998.

Πηνελόπη Μαξίμου-Σκανδάλη (1904-2001)

Η Πηνελόπη Μαξίμου γεννήθηκε το 1904 στο Αϊβαλί της Μ. Ασίας και ήρθε στην Ελλάδα το 1911. Παρουσιάστηκε στα Γράμματα από τη Νέα Εστία με το ψευδώνυμο «Ιρσιμ», το οποίο χρησιμοποιούσε και όταν χρονογραφούσε στην εφημερίδα Φως της Θεσσαλονίκης. Από το 1947 έως το 1973, έζησε στην Πράγα και στη Βιέννη, όπου συνεργάστηκε με περιοδικά και το ραδιόφωνο, ενώ δούλεψε σαν ανταποκρίτρια ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ασχολήθηκε με τη μετάφραση (Βερν, Ανατόλ Φρανς κ.ά.) και τη συγγραφή ιστορικών μυθιστορημάτων, ιδιαίτερα για το Βυζάντιο. Συνεργάστηκε με τη Διάπλαση των Παίδων, όπου δημοσίευσε θεατρικά έργα για παιδιά: Ο καυχησάρης (1934), Ο κουφιοκεφαλάκης (1937), Το δικαστήριο (1937), Το μουσείο (1937), Το παπάκι (1937), Η σπουδαία κούκλα (1937),Τα επαγγέλματα (1938), Τα γαλλικά και οι καλοί τρόποι της Ρούλας, της Φούλας και της Μαργαρώς (1940). Το 1947 εξέδωσε τον τόμο Θέατρο για παιδιά, με 11 κωμωδίες για σχολικές γιορτές. Συνέγραψε επίσης 34 λογοτεχνικά έργα που απευθύνονται κυρίως στους νέους. Τιμήθηκε με το βραβείο της «Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς», το βραβείο «Πηνελόπης Δέλτα» και το βραβείο του «Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου». Πέθανε στην Αθήνα το 2001.

Μήτσος Μυράτ (1878-1964. Αρχείο Θεατρκού Μουσείου))
Μήτσος Μυράτ (1878-1964. Αρχείο Θεατρκού Μουσείου))


Σκηνική Πράξη

Ηθοποιοί

Ο Χρήστος Σολομωνίδης στη μελέτη του Το θέατρο στη Σμύρνη (Αθήνα 1954) παραθέτει σε ειδικό κεφάλαιο πλειάδα ονομάτων ηθοποιών που έχουν γεννηθεί στη Μικρά Ασία και κυρίως στη Σμύρνη, οι οποίοι με την παρουσία της κόσμησαν την ελληνική θεατρική σκηνή. Από αυτούς θα περιοριστούμε στους πλέον επιφανείς:

Μήτσος Μυράτ (1878-1964)

Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1878 και εξελίχθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ηθοποιούς του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και πρωτεργάτης της ελληνικής θεατρικής σκηνής. Διαπρεπής πρωταγωνιστής και θιασάρχης, μαθήτευσε στη Βασιλική Δραματική Σχολή με δάσκαλο τον Θωμά Οικονόμου. Συνεργάστηκε με τη «Νέα Σκηνή» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, όπου γνώρισε την ανερχόμενη νέα ηθοποιό Κυβέλη Αδριανού την οποία και παντρεύτηκε. Μετά τη διακοπή της λειτουργίας της «Νέας Σκηνής» πέρασε το 1907 στον θίασο της επίσης ανερχόμενης Μαρίκας Κοτοπούλη, ανταγωνίστριας της Κυβέλης. Αυτό σήμανε και το τέλος του πρώτου γάμου του. Παντρεύεται στη συνέχεια την αδελφή της Κοτοπούλη, Χρυσούλα, και συνεργάζεται πλέον με το θίασο της μεγάλης πρωταγωνίστριας για περισσότερα από είκοσι χρόνια. Ο θίασος Κοτοπούλη-Μυράτ θα έχει μια πληθωρική παρουσία την περίοδο του μεσοπολέμου με τους δύο τους να πρωταγωνιστούν στα σημαντικότερα έργα του ελληνικού και ξένου ρεπερτορίου. Από το 1935-1950 θα συνεργαστεί με το Εθνικό Θέατρο ερμηνεύοντας με επιτυχία σημαντικούς ρόλους του ελληνικού και διεθνούς δραματολογίου. Ο Μ. Μυράτ άφησε αξιόλογη συγγραφική εργασία (αυτοβιογραφία, θεατρικές διασκευές και μεταφράσεις πολλών ξένων έργων), καθώς και δύο αξιόλογους απογόνους, τους ηθοποιούς Μιράντα και Δημήτρη Μυράτ.

Κυβέλη Ανδριανού (1888-1978)

Όπως αναφέρεται, η Κυβέλη γεννιέται ως έκθετο παιδί στη Σμύρνη το 1888, αλλά μεγαλώνει στην Αθήνα. Την ανατροφή της αναλαμβάνει η οικογένεια Αναστάση και Μαρίας Ανδριανού, ζευγάρι φτωχών βιοπαλαιστών, που δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να της προσφέρει μια άνετη ζωή. Όμως με την οικονομική αρωγή της οικογένειας Λεονάρδου, η μικρή Κυβέλη καταφέρνει να φοιτήσει στο παρθεναγωγείο «Χιλλ» στην Πλάκα και να λάβει καλή παιδεία και μόρφωση. Σύντομα εκδηλώνει την επιθυμία να ασχοληθεί με το θέατρο και παρακολουθεί μαθήματα ορθοφωνίας με τον καθηγητή Μ. Σιγάλα. Το 1901 διακρίνεται σε διαγωνισμό απαγγελίας που λαμβάνει χώρα στην αίθουσα του Συλλόγου «Παρνασσός» μαζί με τη Θεώνη Δρακοπούλου και εγγράφεται στη Δραματική Σχολή του «Βασιλικού Θεάτρου» που όμως κλείνει σύντομα. Εντάσσεται στους μύστες της «Νέας Σκηνής» και γίνεται αγαπημένο παιδί του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Στη «Νέα Σκηνή» πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο στον ρόλο της Ιουλιέτας με Ρωμαίο τον Μήτσο Μυράτ, που θα γίνει ο πρώτος της σύζυγος, και στη συνέχεια εμφανίζεται σε μια σειρά ρόλων του κλασικού ρεπερτορίου, που τη διαμορφώνουν καλλιτεχνικά και την αναδεικνύουν σε νέο αστέρι της ελληνικής σκηνής. Το 1906 γνωρίζει τον δεύτερο σύζυγό της, τον επιχειρηματία Κώστα Θεοδωρίδη, με τον οποίο φεύγει στο Παρίσι εγκαταλείποντας την οικογένειά της. Στον αθηναϊκό Τύπο και τους καλλιτεχνικούς κύκλους ξεσπάει σκάνδαλο για την «απαγωγή της Κυβέλης». Όταν επιστρέφει επανέρχεται θεατρικά με την Κοκκινότριχα του Ζυλ Ρενάρ και τη Νόρα του Ίψεν, σημειώνοντας επιτυχία. Το 1908 ξεκινάει η περίοδος της επιχειρηματικής δραστηριότητας του Κώστα Θεοδωρίδη, που εκτοξεύει την καριέρα της Κυβέλης, καθώς διευθύνει μέχρι και τρεις θιάσους Κυβέλης παράλληλα. Είναι η περίοδος της βεντετοκρατίας, της κυριαρχίας του βουλεβάρτου και του ανταγωνισμού με την Μαρίκα Κοτοπούλη. Το 1911 συνεργάζεται με τον Θωμά Οικονόμου και ανεβάζει σοβαρά έργα ρεπερτορίου (Ίψεν, Χάουπτμαν, Στρίντμπεργκ). Συνεργάστηκε με όλους τους Νεοέλληνες συγγραφείς της εποχής της και ανέβασε έργα των Γρηγόριου Ξενόπουλου, Σπύρου Μελά, Παντελή Χορν, Παύλου Νιρβάνα, Πολύβιου Δημητρακόπουλου, Τίμου Μωραϊτίνη, Γεράσιμου Βώκου, Θεόδωρου Συναδινού, Αλέκου Λιδωρίκη, κ.ά. Μέχρι το 1967 πραγματοποιεί σημαντικές συνεργασίες με μεγάλους σκηνοθέτες και πρωταγωνιστές της σύγχρονης ελληνικής σκηνής. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν η συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο και τους σκηνοθέτες Αλέξη Σολομό και Κωστή Μιχαηλίδη (Δάφνη Λωρεόλα του Τζέιμς Μπράιντυ, Το μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας του Γρηγορίου Ξενόπουλου, Γλάρος του Άντον Τσέχωφ, Δόνια Ροζίτα του Λόρκα, Διάλογοι Καρμελητισσών του Ζωρζ Μπερνανός). Επίσης οι συνεργασίες της με το ΚΘΒΕ (Αναστασία των Μορέτ και Μπολτόν σε σκηνοθεσία Μήτσου Λυγίζου, Το νησί της Αφροδίτης του Αλέξη Πάρνη, σε σκηνοθεσία Σολομού, κ.ά.), καθώς και με το ελεύθερο θέατρο (Μια γυναίκα χωρίς σημασία του Όσκαρ Ουάιλντ, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, Μάνα Κουράγιο του Μπρεχτ, σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη κ.ά.). Σημαντικοί σταθμοί αποτέλεσαν επίσης η συνεργασία της με τον Θυμελικό Θίασο του Λίνου Καρζή στη Λυσιστράτη, που υπήρξε ο μόνος αριστοφανικός ρόλος που ερμήνευσε, και η παράσταση του Ματωμένου Γάμου του Λόρκα, που σκηνοθέτησε η ίδια παίζοντας τον ρόλο της Μάνας. Για τελευταία φορά εμφανίστηκε στη σκηνή ως Κοντέσσα Βαλέραινα στην Κύπρο το 1967. Στον κινηματογράφο εμφανίστηκε στην ταινία Κακός δρόμος του 1932 με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και στην Άγνωστο, του 1956 που αποτέλεσε μεταφορά του θεατρικού έργου του Alexandre Bisson. Υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες Ελληνίδες ηθοποιούς, που επί σειρά ετών κυριάρχησε σε ρόλους δραματικούς αλλά και κωμικούς, εφάμιλλη με την μεγάλη Μαρίκα Κοτοπούλη. Πέθανε στην Αθήνα το 1972.

Γιώργος Γληνός (1895-1966)

Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1894. Αδελφός του παιδαγωγού και πολιτικού Δημήτρη Γληνού. Η πρώτη εμφάνισή του γίνεται στη Σμύρνη 1917-1919. Το 1920-1922 ως στρατιώτης συμμετέχει σε θιάσους ψυχαγωγίας των στρατιωτών στο μικρασιατικό μέτωπο. Μετά το 1922 εντάχθηκε στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη και την ακολούθησε το 1929 στην περιοδεία της στην Αίγυπτο. Από το 1932 εντάχθηκε στο καλλιτεχνικό δυναμικό του «Εθνικού Θεάτρου», όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του, με εξαίρεση κάποιες ενδιάμεσες εμφανίσεις του στο ελεύθερο θέατρο (Θίασος Ενωμένων Καλλιτεχνών το 1945 με τον Αιμίλιο Βεάκη). Ο Γλήνος διακρίθηκε κυρίως σε ρόλους του κλασικού δραματολογίου και στις αρχαίες τραγωδίες και ξεχώρισε για το ωραίο παράστημά του, τη σκηνική του άνεση, το θερμό παίξιμό του και το δημιουργικό ταλέντο του. Το 1953 εξέδωσε το βιβλίο του Ώρες σκηνής, που αναφέρεται στο ελληνικό θέατρο της εποχής του. Τιμήθηκε αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του για τη σημαντική προσφορά του στο ελληνικό θέατρο. Το 1943 ο θεατρικός κόσμος διοργάνωσε τον εορτασμό των 25 χρόνων θεατρικής παρουσίας του. Τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών (1954),από την Εστία Νέας Σμύρνης (1962) και από την πολιτεία με το Χρυσό Σταυρό του Φοίνικος. Πέθανε στην Αθήνα το 1966.


Σκηνοθέτες

Πέλος Κατσέλης (1907-1981)

Γεννήθηκε στο Νισλί της Σμύρνης το 1907. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, επίσης υποκριτική στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και σκηνοθεσία στην Αυστρία και τη Γερμανία. Το 1929 εμφανίστηκε ως ηθοποιός κα τον επόμενο χρόνο ερμήνευσε και σκηνοθέτησε το Ζωντανό πτώμα. Διετέλεσε Διευθυντής και σκηνοθέτης του «Άρματος Θέσπιδος», επίσης Διευθυντής και συνεργάτης σε πολλούς θιάσους, σκηνοθέτης της Λυρικής Σκηνής και του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Το 1957 ίδρυσε τη δική του Δραματική Σχολή στη Νέα Σμύρνη. Παράλληλα ασχολήθηκε με την κριτική θεάτρου, τη λογοτεχνία και τη μετάφραση θεατρικών έργων. Πέθανε στην Αθήνα το 1981.

Κάρολος Κουν (1908 – 1987)

Γεννήθηκε στην Προύσα της Μικράς Ασίας στις 13 Σεπτεμβρίου 1908. Φοίτησε στη Ροβέρτειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης και σπούδασε αισθητική στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Το 1929 διορίστηκε καθηγητής αγγλικών στο Κολλέγιο Αθηνών. Η πρώτη του εμφάνιση ως σκηνοθέτης ήταν με το έργο Το τέλος του ταξιδιού του Ρόμπερτ Σέριφ και με μαθητές του από το Κολλέγιο παρουσίασε έργα του Αριστοφάνη και του Σαίξπηρ. Ίδρυσε τη Λαϊκή Σκηνή (1934-1936) και συνεργάστηκε με πολλούς θιάσους. Το 1942 ίδρυσε το Θέατρο Τέχνης, όπου ανέβασε έργα των Ίψεν, Μπέρναρντ Σω, Λουϊτζι Πιραντέλλο και μετά την απελευθέρωση για πρώτη φορά στην Ελλάδα Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Τενεσή Ουίλιαμς, Άρθουρ Μίλλερ, κ.ά. Το 1942 ίδρυσε επίσης τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου του, στην οποία μαθήτευσαν οι σημαντικότεροι σκηνοθέτες και ηθοποιοί της μεταπολεμικής γενιάς. Οικονομικές δυσχέρειες ανάγκασαν το Θέατρο Τέχνης να διαλυθεί το 1949 και να ανοίξει πάλι το 1954 με μορφή κυκλικού θεάτρου, παρουσιάζοντας έργα των καινούργιων ρευμάτων του ξένου μεταπολεμικού θεάτρου, καθώς και πολλών πρωτοποριακών Ελλήνων θεατρικών συγγραφέων. Παράλληλα ανεβάζει παραστάσεις αρχαίου δράματος με πρωτοποριακό τρόπο σκηνοθεσίας. Συμμετείχε στα Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και σε μεγάλο αριθμό ξένων φεστιβάλ (Λονδίνου, Παρισίου, Μονάχου, Βιέννης κ.ά.). Το 1984 το ελληνικό κράτος παραχώρησε χώρο στην Πλάκα για την ανέγερση του Θεάτρου Κουν. Έγραψε τη μελέτη Η αρχαία τραγωδία – κωμωδία, Ο σκηνοθέτης και το αρχαίο δράμα. Η συμβολή του στην αναγέννηση του σύγχρονου θεάτρου υπήρξε καταλυτική και αποφασιστική. Τιμήθηκε με το παράσημο Φοίνικα, το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών και το βραβείο «Θεάτρου των Εθνών». Προς τιμή του θεσμοθετήθηκαν τα Βραβεία «Κάρολος Κουν». Πέθανε στην Αθήνα το 1987.

Τάκης (Θεόδωρος) Μουζενίδης (1909-1981)

Γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου το 1942. Η κλίση του στο θέατρο εκδηλώθηκε πολύ νωρίς, όταν μαθητής ακόμα στο Ζωγράφειο έστηνε αυτοσχέδιες παραστάσεις Καραγκιόζη. Μετά τον ξεριζωμό στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη, όπου από το 1929 μέχρι το 1931 ανέλαβε τη διεύθυνση του εκεί Ωδείου και παράλληλα με όμιλο φοιτητών ίδρυσε το «Ελεύθερο Θέατρο Θεσσαλονίκης». Συμμετείχε στις Δελφικές Γιορτές του 1927. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια σκηνοθεσία και παρακολούθησε γενικά μαθήματα φιλοσοφίας, ιστορίας της τέχνης και του πολιτισμού, ψυχολογία και αισθητική στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Αρχικά εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη στο Κρατικό Δραματικό Θέατρο και αργότερα ως προϊστάμενος του Τμήματος Πειραματικής Σκηνοθεσίας του Επιστημονικού Θεατρικού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου του Βερολίνου. Από το 1939 έως το 1943 σκηνοθετούσε στο Βασιλικό Θέατρο. Στο στίβο του ελεύθερου θεάτρου συνεργάστηκε για 17 χρόνια με όλους σχεδόν τους μεγάλους θιάσους της Αθήνας. Υπήρξε ο εμψυχωτής και σκηνοθέτης της βραχύβιας πρωτοποριακής «Αυλαίας». Συνεργάστηκε με την Εθνική Λυρική Σκηνή και σκηνοθέτησε τη μοναδική του κινηματογραφική ταινία Μαντάμ Σουσού (1948), σε σενάριο Δημήτρη Ψαθά. Ίδρυσε επίσης και διηύθυνε την πρώτη Σχολή Μουσικού Θεάτρου (1952-1955). Από το 1960 έως το 1975 εργάστηκε στο Εθνικό Θέατρο, όπου υπέγραψε 20 σκηνοθεσίες έργων πρόζας και 18 αρχαίου δράματος, τα οποία παίχτηκαν στην Επίδαυρο, στο Ηρώδειο, στη Δωδώνη, στην Κύπρο και σε φεστιβάλ του εξωτερικού. Δημιούργησε τον χώρο της «Νέας Σκηνής» του Εθνικού Θεάτρου. Μετά το 1975 σκηνοθέτησε για το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» του Μάνου Κατράκη, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και το «Άρμα Θέσπιδος». Η σκηνοθετική του εργασία στο εξωτερικό περιλαμβάνει κυρίως σκηνοθεσίες αρχαίου δράματος σε κρατικά θέατρα στην Τουρκία, Βουλγαρία, Αίγυπτο, σε έξι Πανεπιστήμια των ΗΠΑ, στο Θεατρικό Κέντρο του Dallas και στο Κρατικό Θέατρο του Muenster στη Γερμανία. Ταξίδεψε και έδωσε μαθήματα σε όλη την Ευρώπη, ΗΠΑ, Καναδά, ΕΣΣΔ, Κίνα, Ιαπωνία, Ινδία, Ισραήλ, Αίγυπτο, Τουρκία, διδάσκοντας θέατρο στη νεολαία των χωρών αυτών σε περισσότερα από 50 Πανεπιστήμια, Θεατρολογικά Κέντρα και Ακαδημίες Θεάτρου. Ως εμπειρογνώμων της UNESCO συνέβαλε στην ίδρυση του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου. Έχει συγγράψει τις μελέτες: Απαγγελία και τέχνη (1935), Aischylos und sein Theater (Berlin, 1937), Το ποντιακό θέατρο (1959), Στανισλάφκσι, παναμορφωτής του θεάτρου (1961), Το θέατρο της Κίνας (1962), Ο σκηνοθέτης Διάλεξη (1963),Θεατρικός χώρος και σκηνοθεσία (1965). Αρθρογραφούσε συστηματικά για θέματα θεάτρου και πολιτισμού στον καθημερινό και περιοδικό τύπο. Πέθανε στην Αθήνα 1981 κλείνοντας μία μακρά πορεία καλλιτεχνικής προσφοράς και δημιουργίας.

Σκηνογράφοι

Μικρασιάτες ζωγράφοι που κατέθεσαν τη συμβολή τους ως σκηνογράφοι θεατρικών έργων στη νεοελληνική σκηνή είναι οι:

Φώτης Κόντογλου (1895-1965)

Γεννήθηκε στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας το 1895. Ήταν το τέταρτο παιδί του Νικόλαου Αποστολέλη. Έναν χρόνο μετά τη γέννησή του πεθαίνει ο πατέρας του και την κηδεμονία του αναλαμβάνει ο θείος του, ιερομόναχος Στέφανος Κόντογλου από την οικογένεια της μητέρας του Δέσποινας Κόντογλου. Από αγάπη και ευγνωμοσύνη προς το πρόσωπο του θείου του λαμβάνει ως επίθετο το επίθετο της οικογένειας της μητέρας του. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην πατρίδα του, ο θείος του τον εγγράφει στην Αθήνα στη Σχολή Καλών Τεχνών. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, η οικογένειά του αναγκάζεται να του διακόψει το επίδομα σπουδών και τότε μαζί με τον συμμαθητή του Σπύρο Παπαλουκά αρχίζει να εργάζεται σε φωτογραφεία και να βάφει θεατρικά σκηνικά. Με την καταστροφή των Κυδωνιών χάνει τη μητέρα του και τον θείο του, διακόπτει τις σπουδές του στην Αθήνα και μεταβαίνει στην Ευρώπη για σπουδές. Το 1919 επιστρέφει στο Αϊβαλί όπου διδάσκει γαλλικά στο Παρθεναγωγείο της πόλης. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα όπου αρχίζει να δημιουργεί και να οργανώνει τις πρώτες εκθέσεις έργων του. Η περίοδος μετά τον πόλεμο ήταν η περίοδος της μεγάλης λογοτεχνικής και εικαστικής δημιουργίας του. Σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του φιλοτέχνησε φορητές εικόνες, αγιογραφίες, τοιχογραφίες, τοπία, σχέδια βιβλίων, περιοδικών, ποιητικών συλλογών, πορτραίτα, αγιογράφησε πολλούς ιερούς ναούς και διακόσμησε δημόσια ιδρύματα. Εξίσου πλούσιο ήταν και το λογοτεχνικό του έργο. Στο θέατρο κατέθεσε τη συμβολή του ως σκηνογράφος των έργων Βασιλικός (1927), Εκάβη (1927), Η θυσία του Αβραάμ(1929), αλλά και ως μεταφραστής. Για το πλούσιο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό του έργο, του απονεμήθηκε το παράσημο του Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος του Φοίνικα το 1960. Η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε την ανώτατη διάκρισή της, το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, το 1965. Ήταν επίσης μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Πέθανε στην Αθήνα το 1965.

Διαμαντής Διαμαντόπουλος (1914-1995)

Γεννήθηκε στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας το 1914, πρωτοπόρος και μοναδικός στο ύφος Έλληνας ζωγράφος της μεσοπολεμικής γενιάς. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου από μικρός ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος έδειξε το καλλιτεχνικό του ταλέντο, δημοσιεύοντας και εκθέτοντας πολλά έργα του. Από το 1929 δημοσίευσε στη Διάπλαση των Παίδων σκίτσα του, τα οποία υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Ακάμας», και στη συνέχεια έργα του σε γνωστές αίθουσες τέχνης. Από το 1931 ως το 1936 σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Την ίδια περίοδο ταξίδεψε στην Ελλάδα για να μελετήσει τη βυζαντινή τέχνη και έκανε σκηνογραφίες για τη θεατρική παράσταση Άλκηστις που παίχτηκε στη «Λαϊκή Σκηνή» του Καρόλου Κουν. Ακολούθησε μία ανοδική πορεία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Από τους Έλληνες ζωγράφους της εποχής του θεωρείται πιο Ευρωπαίος αν και πολλοί τον κατατάσσουν στην ελληνοκεντρική γενιά του τριάντα. Πέθανε στην Αθήνα το 1995. Λίγα χρόνια αργότερα η Ακαδημία Αθηνών τον τίμησε διοργανώνοντας έκθεση με τριάντα έργα του (2001).

Μίνως Αργυράκης (1920-1998)

Γεννήθηκε στο Αϊδίνιο το 1919. Η οικογένειά του τον δήλωσε γεννηθέντα στη Σμύρνη το 1920. Ο πατέρα τους, πλούσιος τραπεζίτης έπεσε θύμα της τουρκικής θηριωδίας. Στο έργο του Διωγμός ο Μίνως Αργυράκης μεταφέρει την τραυματική εμπειρία του από τη Μικρασιατική Καταστροφή, έτσι όπως την πρωτόνιωσε στηΝ τρυφερή του ηλικία. Πέρα από τη ζωγραφική εργάστηκε ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος συνεργαζόμενος με πολλούς θιάσους: με το Βασιλικό (Εθνικό) Θέατρο το 1956-57 (Ο Ανδροκλής και το λιοντάρι), με τον Μάνο Χατζιδάκι στη μουσική επιθεώρηση Οδός ονείρων (1962), με τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη στη Μαγική πόλη (1963), στη Σαμία του Μενάνδρου για λογαριασμό της Κυπριακής Τηλεόρασης το (1972), με τη Λυρική Σκηνή στην όπερα Καμπανέλο του Ντονιτσέτι (1975), με το Εθνικό Θέατρο στο έργο Νέα από τον κόσμο που ανακαλύφθηκε στο φεγγάρι (1978) και στο παιδικό έργο Το αυγό της κότας (1981) και πάλι με τον Μάνο Χατζιδάκι στην Πορνογραφία (1982-83). Η υγεία του κλονίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και έπαψε να ζωγραφίζει και να συμμετέχει ενεργά στην καλλιτεχνική ζωή. Πέθανε στην Αθήνα το 1998, αφήνοντας ένα τεράστιο έργο που βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη, στην Πινακοθήκη Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα, σε ιδιωτικές συλλογές και έχει εκτεθεί σε πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Θεατρικοί Κριτικοί

Αγγελομμάτης Χρήστος (1899 ή 1903-1979)

Γεννήθηκε στη Σμύρνη, όπου φοίτησε στο Ελληνογαλλικό Λύκειο του Χρήστου Αρώνη. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως συντάκτης και αρχισυντάκτης σμυρναϊκών και αθηναϊκών εφημερίδων και εξελίχθηκε σε σημαντικό δημοσιογραφικό παράγοντα, συγγραφέα, μεταφραστή και θεατρικό κριτικό. Εξέδωσε το χρονικό της μεγάλης τραγωδίας (Το έπος της Μικράς Ασίας), που βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών και πολλές ιστορικές μελέτες. Γνώστης του θεάτρου, διασκεύασε για το θέατρο πολλά ξένα θεατρικά έργα και δημοσίευε συχνά θεατρικές κριτικές. Υπήρξε πρόεδρος της Ένωσης Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής, μέλος της ΕΣΗΕΑ και της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών. Πέθανε στην Αθήνα το 1979.

Αλέξανδρος Βεϊννόγλου (1910 - ;)

Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1910. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά και ακολούθησε τον διπλωματικό κλάδο. Διετέλεσε πρεσβευτής στην Τουρκία, την Αίγυπτο και τη Λισαβώνα. Δημοσίευσε λογοτεχνικά έργα, επίσης το δράμα Η φυγή (1931 – 1932) και μεταφράσεις ραδιοφωνικών σκέτς. Δημοσίευσε επίσης θεατρικές κριτικές.

Βάσος Βαρίκος (1912-1971)

Γεννήθηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας το 1912. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Κάρπαθο, από όπου καταγόταν η οικογένειά του. Μετά το 1923 ήλθε στην Αθήνα, όπου συνέχισε τις γυμνασιακές του σπουδές και ακολούθως σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1931-1939 παρακολούθησε μαθήματα ιστορίας της τέχνης στο Παρίσι, όπου και εργάστηκε ως ανταποκριτής της εφημερίδας Καθημερινή. Από το 1945 έως τον θάνατό του εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Τα Νέα, συντάκτης, αρχισυντάκτης και διευθυντής σύνταξης. Χρημάτισε επίσης προϊστάμενος Δελτίων Ειδήσεων του ΕΙΡ. Από το 1947 έως το 1954 δημοσίευσε βιβλιοκρισίες στην Εφημερίδα Τα Νέα και από το 1955 είχε στην ίδια εφημερίδα τη στήλη της κριτικής θεάτρου και στη συνέχεια στο Βήμα (1954-1971). Έναν χρόνο μετά τον θάνατό του εκδόθηκαν σε έναν τόμο οι κριτικές θεάτρου της περιόδου 1961-1971. Πέθανε στην Αθήνα το 1972.

Πλάτων Μουσαίος (1912-1986)

Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1912. Ήταν γιος του γιατρού Βασίλειου Μουσαίου από το Λισίβι της Μάκρης Μικράς Ασίας. Μετά το 1922 φοίτησε στην Εμπορική Σχολή του Κολλεγίου Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι στην Ανωτάτη Εμπορική Σχολή. Από το 1932 ως το 1962 εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα σε εταιρεία οινοποιείας, από όπου αποχώρησε το 1962, για να αφιερωθεί στο Κολλέγιο Αθηνών, στα Γράμματα και το θέατρο. Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας της Ελληνικής Σοσιαλιστικής Ενώσεως και μετά την απελευθέρωση Γενικός Γραμματέας της Εταιρείας Πνευματικών Εργατών. Συνέβαλε το 1942 στη διατήρηση του Θεάτρου Τέχνης μέχρι την εγκατάστασή του το Θέατρο «Αλίκη» (1946-1949). Διετέλεσε εισηγητής δραματολογίου στο Εθνικό Θέατρο και σύμβουλος σημαντικών θιάσων: Κώστα Μουσούρη, Λαμπέτη-Χορν, Δ. Χορν, Δ. Μυράτ. Επίσης υπήρξε σημαντικός μεταφραστής έργων από τα γαλλικά και τα αγγλικά. Μετέφρασε περί τα 50 έργα των Ουάλντ, Μπέρναρντ Σω, Ράτιγκαν, Γουίλιαμς, Ουγκώ, Δουμά, Μπαλζάκ, Ντεβάλ, Ρουσσέν και άλλων. Συνεργάστηκε επίσης με το θίασο Κάκιας Αναλυτή επί επτά έτη, όσο διήρκεσαν οι παραστάσεις του έργου Αγάπη μου Ουάουα που είχε μεταφράσει. Μεταξύ των έργων που έχει εκδώσει, περιλαμβάνονται το Ιστορικό του Θεάτρου Τέχνης (1942-1948), Το πρόβλημα του θεάτρου πρόζας (1950) και Σατυρικόν λεξικόν (1962). Επίσης είχε δημοσιεύσει ποιητική συλλογή, χρονογραφήματα στοΝ περιοδικό τύπο και άρθρα σε διάφορες εφημερίδες. Υπήρξε επίσης εκδότης και αρχισυντάκτης του περιοδικού του Κολλεγίου Αθηνών (1966-1972). Διετέλεσε Αντιπρόεδρος των Λαϊκών Χορών της Δώρας Στράτου, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων και του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου. Πέθανε στην Αθήνα το 1986.

Κώστας Παράσχος (1912 – 2000)

Γεννήθηκε στο Αϊβαλί το 1912. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή κατέφυγε με την οικογένειά του αρχικά στη Μυτιλήνη και το 1924 στην Αθήνα, όπου σπούδασε στη Σχολή Νομικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε πολλές αθηναϊκές εφημερίδες (Πρωία, Βραδυνή, Μάχη, Ελευθερία, Εθνικός Κήρυξ και Η Καθημερινή) και πραγματοποίησε αποστολές σε διάφορες χώρες στην Ευρώπη, στην Ασία και στις ΗΠΑ. Το 1957 ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων μέχρι το 1970. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, τη φωτογραφία και δευτερευόντως με τη θεατρική κριτική. Ήταν μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» και άλλων οργανώσεων. Πέθανε στην Αθήνα το 2000.

Ο μακρύς κατάλογος των σχετικών με το θέατρο προσωπικοτήτων μικρασιατικής καταγωγής μπορεί να εμπλουτιστεί επίσης με μελετητές του θεάτρου: τον Ιωάννη Συκουτρή από τη Σμύρνη (1901-1937) και τον Στίλπωνα Πιττακή (; -1945) από τη Σμύρνη, μελετητές του αρχαίου θεάτρου, επίσης με τον Χρήστο Σολομωνίδη από τη Σμύρνη (1897-1976) (Το θέατρο στη Σμύρνη Αθήνα, 1954) και τον Οδυσσέα Λαμψίδη (1917-2006) από τον Πόντο (Γύρω στο ποντιακό θέατρο: Υπόσταση και ιστορία του, 1922-1972 Αθήνα, 1978), μελετητές του θεάτρου των νεότερων χρόνων.
Ας σημειωθεί ότι ο παρατιθέμενος κατάλογος ονομάτων δραματουργών και λοιπών θεατρανθρώπων μικρασιατικής καταγωγής δεν είναι εξαντλητικός. Η επιλογή ήταν επιβεβλημένη λόγω της μεγάλης έκτασης του δημοσιεύματος.
Η πληθώρα των Μικρασιατών δραματουργών μπορεί να μην στοιχειοθετούν την έννοια της Σχολής, ωστόσο συγκροτούν ένα πολυάριθμο σύνολο με αξιόλογο ποιοτικό και ποσοτικό έργο, δυστυχώς όμως μη δεόντως αποτιμημένο, μέχρι σήμερα, όπως συνέβη με τους μικρασιάτες πεζογράφους.
Όπως πολύ σωστά έχει παρατηρήσει ο Θεοδόσης Πυλαρινός, «προφανώς η καταστροφή, ο ξεριζωμός, η διασπορά, η βίαιη ένταξη, αλλά και η αποφυγή υπόμνησης οικείων κακών συντέλεσαν σε μία ιδιότυπη και βεβιασμένη αφομοίωση» των Μικρασιατών δραματουργών στην κυρίως Ελλάδα, μία αφομοίωση μειοτική για την αξία τους, όπως συνέβη και με τους απλούς πρόσφυγες.
Ας ελπίσουμε ότι με αφορμή τον εορτασμό των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή θα δοθεί το έναυσμα για ανάσυρση και εμβάθυνση στις δραματουργικές και σκηνικές δημιουργίες των προσωπικοτήτων αυτών με σκοπό τη μελέτη και τον εντοπισμό πιθανών κοινών χαρακτηριστικών με στόχο την ανάδειξη της κοινής τους γεωγραφικής και πνευματικής καταγωγής.
Στον αντίποδα οι μικρασιατικής καταγωγής ηθοποιοί (Μήτσος Μυράτ, Κυβέλη, Εμαρμένη Ξανθάκη, Γιώργος Γληνός κ.ά.), συμπεριλαμβανομένης και της Κωνσταντινουπολίτισσας Μαρίκας Κοτοπούλη, και οι σκηνοθέτες (Πέλος Κατσέλης, Κάρολος Κουν, Τάκης Μουζενίδης) με τη δράση και το έργο τους λάμπρυναν τη νεοελληνική θεατρική σκηνή και άνοιξαν νέους δρόμους στην υποκριτική τέχνη και τη σκηνοθεσία συμβάλλοντας με τις έντονες προσωπικότητές τους στην ανάπτυξη και την προβολή της θεατρικής τέχνης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Το ελληνικό θέατρο στη Σμύρνη μέχρι το 1922




ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ανεστίδης, Σταύρος. «Η παιδεία και ο πολιτισμός» στον τόμο Σμύρνη: Η μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού/Smyrna: Metropolis of Asia Minor Greeks. Επιμ. Γιώργος Γιαννακόπουλος, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Έφεσος, Αθήνα 2001, σσ. 139-160.
Αργυρόπουλος, Μιχαήλ. Χρονικά της Ανατολής: Σμύρνη: Σκιαγραφίαι, Ένωσις Σμυρναίων, Αθήναι 1944.
Βαλέτας, Γ. «Σελίδες από την πνευματική ιστορία της Σμύρνης». Μικρασιατικά Χρονικά, τόμ. Β΄, 1939, σσ. 199-262.
Βογιατζόγλου, Βάσος, Ιωνική φιλοκαλία, ήτοι ιστορία των Γραμμάτων και των Τεχνών στη Νέα Ιωνία Αττικής. Ιωνικός Σύνδεσμος, Αθήνα 2006. 2 τόμ.
Βογιατζόγλου, Βάσος, Ίων λόγος, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Νέας Ιωνίας, Νέα Ιωνία 1993.
Βογιατζόγλου, Βάσος, Νέα Ιωνία : 60 χρόνια παρουσίας στα Γράμματα, Ιωνική Έκδοση, Νέα Ιωνία 1979.
Γιαννακόπουλος, Γεώργιος, (επιμ.) Σμύρνη: Η μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Έφεσος, Αθήνα, 2001.
Ευστρατιάδης, Στρατής, Λογοτέχνες του Μικρασιατικού Ελληνισμού, Το Ελληνικό Βιβλίο, Αθήνα, 1982.
Θεοδωρίδης, Χρυσόστομος, Διακριθέντες του ξεριζωμένου Ελληνισμού Μικράς Ασίας - Πόντου - Αν. Θράκης - Κωνσταντινουπόλεως, τόμ. Α΄. Έκδοσις Συλλόγων Εθνικής Μνημοσύνης και Φοιτησάντων εις την Ευαγγελικήν Σχολήν Σμύρνης, Αθήναι 1975.
Θεοδωρίδης, Χρυσόστομος, Διακριθέντες του ξεριζωμένου Ελληνισμού Μικράς Ασίας - Πόντου - Αν. Θράκης - Κωνσταντινουπόλεως, τόμ. Β΄. Έκδοσις Προσφυγικής Οργανώσεως «Εθνική Μνημοσύνη», Αθήναι 1976.
Θεοδωρίδης, Χρυσόστομος, Διακριθέντες του ξεριζωμένου Ελληνισμού Μικράς Ασίας - Πόντου - Αν. Θράκης - Κωνσταντινουπόλεως, τόμ. Γ΄. Έκδοσις Προσφυγικής Οργανώσεως «Εθνική Μνημοσύνη» και Ενώσεως Σμυρναίων, Αθήναι 1977.
Θεοδωρίδης, Χρυσόστομος, Διακριθέντες του ξεριζωμένου Ελληνισμού Μικράς Ασίας - Πόντου - Αν. Θράκης - Κωνσταντινουπόλεως, τόμ. Δ΄. Έκδοσις Ενώσεως Σμυρναίων, Οργανώσεως «Εθνική Μνημοσύνη» και Φαρμακοβιομηχανίας Φαράν, Αθήναι 1980.
Θεοδωρίδης, Χρυσόστομος, Οι πρόσφυγες φοιτηταί και σπουδασταί μετά την Μικρασιατικήν Καταστροφήν: Επιστημονική και επαγγελματική σταδιοδρομία των, Μαυρίδης, Αθήναι 1974.
Καραθανάσης, Παναγιώτης, Μικρασιάτες λόγιοι και συγγραφείς από τον 10ο αιώνα μ.Χ. έως το 1922, Μάιος 2008. https://issuu.com/mikraasia/docs.
Μηλιώρης, Νίκος, Ο Άγγελος Σημηριώτης και το νεοελληνικό πρόβλημα, Ιωλκός 1976.
Μηλιώρης, Νίκος, Μικρασιατικά κείμενα, Ιωλκός 1977.
Μηλιώρης, Νίκος, Μικρασιατικές επιφυλλίδες, Αθήνα 1974.
Μηλιώρης, Νίκος, Οι μικρασιατικές σπουδές, Αθήνα 1975. (Ανάτυπο Μικρασιατικών Χρονικών τόμ. ΙΣΤ΄ 1975).
Μηλιώρης, Νίκος, Μικρασιατική βιβλιογραφία, Αθήναι 1962. (Ανάτυπον επί των Μικρασιατικών Χρονικών τόμ. Ι΄ 1962).
Μηλιώρης, Νίκος, Μικρασιατική βιβλιογραφία, Αθήναι 1965. (Ανάτυπον Μικρασιατικών Χρονικών τόμ. ΙΒ΄ 1965).
Μηλιώρης, Νίκος, Μικρασιατική βιβλιογραφία, Αθήναι 1967. (Ανάτυπον «Μικρασιατικών Χρονικών» τόμ. ΙΓ΄ 1967).
Μηλιώρης, Νίκος, Μικρασιατική βιβλιογραφία, Αθήναι 1972. (Ανάτυπον εκ των Μικρασιατικών Χρονικών τόμ. ΙΕ΄ 1972).
Μηλιώρης, Νίκος, Μικρασιατική βιβλιογραφία, Αθήναι 1975. (Ανάτυπον «Μικρασιατικών Χρονικών» τόμ. ΙΣΤ΄ 1975).
Μηλιώρης, Νίκος, Η μικρασιατική παράδοση και οι νεώτερες γενεές, Ένωσις Σμυρναίων, Αθήναι 1969. (Εκδόσεις Ενώσεως Σμυρναίων, αρ. 9).
Μηλιώρης, Νίκος, Η μικρασιατική τραγωδία στη λογοτεχνία και την τέχνη, Αθήνα 1967.
Μηλιώρης, Νίκος, «Η πνευματική εισφορά των Μικρασιατών», Αθήνα 1963. (Ανάτυπο Μικρασιατικών Χρονικών τόμ. ΙΑ΄ 1963).
Σολδάτος, Χρήστος, Η εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση του Ελληνισμού της Μ. Ασίας: 1800 -1922, Αθήνα 1989. 3 τόμοι.
Σολομωνίδης, Χρήστος, Η δημοσιογραφία στη Σμύρνη: 1821-1922. Αθήνα, 1959.
Σολομωνίδης, Χρήστος, Το θέατρο στη Σμύρνη. Αθήνα, 1954.
Σολομωνίδης, Χρήστος, Η παιδεία στη Σμύρνη: 1821-1922. Αθήνα, 1961.
Σολομωνίδης, Χρήστος, Στις όχθες του Μέλη. Αθήνα, 1951.
Σταματοπούλου-Βασιλάκου, Χρυσόθεμις, «Το ελληνικό θέατρο στη Σμύρνη: Μία σφαιρική προσέγγιση», 3ο Συμπόσιο «Τρεις χιλιετίες μικρασιατικού πολιτισμού: Επιστήμες-Γράμματα -Τέχνες, Νέα Ιωνία, 23-25, Νοεμ. 2007, Κέντρο Σπουδής και Ανάδειξη Μικρασιατικού Πολιτισμού (ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ.), Νέα Ιωνία 2008, σσ 225-237.
Σταματοπούλου-Βασιλάκου, Χρυσόθεμις, «Το ελληνικό θέατρο στη Σμύρνη: Μία σφαιρική προσέγγιση». Στον τόμο: Σμύρνη. Η ζωή και το τέλος της πόλης των Κούρδων, επιμ. Βασίλης Καρδάσης, Αρτέμης Ψαρομηλίγκος, Ελευθεροτυπία, Ε-Ιστορικά, 2009, σσ 77-100.
Σταματοπούλου-Βασιλάκου, Χρυσόθεμις, «Το θέατρο στην ελληνόφωνη εκπαίδευση της Σμύρνης και η παιδαγωγός Σαπφώ Λεοντάς», Σμύρνη: Η ανάπτυξη μιας μητρόπολης της Ανατολικής Μεσογείου (17ος αιώνας - 1922): Πρακτικό Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου, Υμηττός, 20-23 Σεπτ. 2012 Επιμ. Ιωάννης Καραχρήστος, Παρασκευάς Ποτηρόπουλος, Ακαδημία Αθηνών, Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 2016, σσ 453-466.
Σταματοπούλου-Βασιλάκου, Χρυσόθεμις, Το θέατρο στην καθ’ ημάς Ανατολή: Κωνσταντινούπολη -Σμύρνη, Οκτώ μελετήματα, Πολύτροπον 2006.
Σταματοπούλου-Βασιλάκου, Χρυσόθεμις, «Μικρά Ασία: Εκπαίδευση - Πνευματική Παραγωγή - Πολιτισμός - Θέατρο 1821-1922». Στον τόμο: Η ιστορία της Μικράς Ασίας τόμ. 5: Από το 1821 έως το 1919. Επιμ. Αρτέμης Ψαρομηλίγκος, Βασιλική Λάζου, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 2011, σσ. 91-126.
Σταματοπούλου-Βασιλάκου, Χρυσόθεμις, «Η σμυρναϊκή δραματουργία: Πρωτότυπες θεατρικές εκδόσεις στη Σμύρνη του 19ου αιώνα», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τόμ. ΙΣΤ΄, 2009, σσ 211-287.
Χατζηπανταζής, Θεόδωρος. Από του Νείλου μέχρι του Δουνάβεως: Το χρονικό της ανάπτυξης του ελληνικού επαγγελματικού θεάτρου στο ευρύτερο πλαίσιο της Ανατολικής Μεσογείου. Τόμ. Α2, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2002.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: