Το ελληνικό θέατρο στη Σμύρνη μέχρι το 1922

Το ελληνικό θέατρο στη Σμύρνη μέχρι το 1922

Μικρασιάτες συγγραφείς, ηθοποιοί, σκηνοθέτες και σκηνογράφοι. Μία διαχρονική ολιστική προσέγγιση

Μέρος Α΄: Το ελληνικό θέατρο στη Σμύρνη μέχρι το 1922


Η θε­α­τρι­κή ζωή στη Σμύρ­νη των νε­ό­τε­ρων χρό­νων αρ­χί­ζει με­τά την εγκα­τά­στα­ση στην πό­λη Ευ­ρω­παί­ων (Γάλ­λων κυ­ρί­ως, αλ­λά και Άγ­γλων, Ολ­λαν­δών, Ιτα­λών εποί­κων) τον 16ο αιώ­να, λό­γω της πα­ρα­χώ­ρη­σης οι­κο­νο­μι­κών προ­νο­μί­ων (των γνω­στών διο­μο­λο­γή­σε­ων) από τον Σου­λεϊ­μάν Α΄. (1494-1566). Από τό­τε η Σμύρ­νη, ένα από τα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα λι­μά­νια της Ανα­το­λής, γνω­ρί­ζει με­γά­λη οι­κο­νο­μι­κή ακ­μή, απόρ­ροια της οποί­ας εί­ναι και η αντί­στοι­χη πο­λι­τι­στι­κή, συ­νε­πώς και η θε­α­τρι­κή. Η τουρ­κι­κή θε­α­τρι­κή πα­ρά­δο­ση εί­χε ως τό­τε να επι­δεί­ξει μό­νο τους μί­μους-αφη­γη­τές (meddah ή mukallit) και το Θέ­α­τρο Σκιών με ήρωα τον Κα­ρα­γκιό­ζη.
Οι Ευ­ρω­παί­οι αστοί που φτά­νουν στη Σμύρ­νη φέρ­νουν μα­ζί τους και το θέ­α­τρο, το οποίο –στις πε­ρισ­σό­τε­ρες από τις χώ­ρες τους– έχει ήδη πε­ρά­σει στη φά­ση της Ανα­γέν­νη­σης. Η το­πι­κή ελ­λη­νι­κή αστι­κή κοι­νω­νία υπο­δέ­χε­ται με εν­θου­σια­σμό τα ευ­ρω­παϊ­κά ήθη, πα­ρα­κο­λου­θεί τους τρό­πους δια­σκέ­δα­σης και συμ­με­τέ­χει ενερ­γά σε όλους: γεύ­μα­τα, χο­ρο­ε­σπε­ρί­δες και συ­ναυ­λί­ες βρί­σκο­νται στην ημε­ρή­σια διά­τα­ξη, μα­ζί με τις –ερα­σι­τε­χνι­κές ακό­μα– θε­α­τρι­κές πα­ρα­στά­σεις που δί­νο­νταν σε ιδιω­τι­κούς χώ­ρους έως το 1775, αλ­λά και τα ιδιαι­τέ­ρως δη­μο­φι­λή θε­ά­μα­τα τσίρ­κου.
Ως πρώ­τη πα­ρά­στα­ση στη Σμύρ­νη η έρευ­να θε­ω­ρεί –μέ­χρι σή­με­ρα– εκεί­νη του Νι­κο­μή­δη του Κορ­νέιγ, που δό­θη­κε μέ­σα σε πα­νη­γυ­ρι­κή ατμό­σφαι­ρα στο Γαλ­λι­κό Προ­ξε­νείο τις Από­κριες του 1657, (ας ση­μειω­θεί ότι το έρ­γο παί­χτη­κε στη Γαλ­λία μό­λις 1651). Ο Γάλ­λος πε­ρι­η­γη­τής και δι­πλω­μά­της D’ Arvieux πε­ρι­γρά­φει:
Οι ερα­σι­τέ­χνες ηθο­ποιοί έπαι­ξαν σαν επαγ­γελ­μα­τί­ες, στα δια­λείμ­μα­τα της πα­ρά­στα­σης οι θε­α­τές εί­χαν την ευ­και­ρία να απο­λαύ­σουν άσμα­τα και γλυ­κί­σμα­τα, κου­φέ­τα όλων των ει­δών και ανα­ψυ­κτι­κά, ενώ με­τά το τέ­λος της ακο­λού­θη­σε πλού­σιο δεί­πνο και οι­νο­πο­σία, με απο­τέ­λε­σμα μά­λι­στα κά­ποιοι από τους υψη­λούς προ­σκε­κλη­μέ­νους του Γάλ­λου Πρό­ξε­νου να με­τα­φερ­θούν «ση­κω­τοί» στα σπί­τια τους.
Ήταν ση­μα­ντι­κή η επί­δρα­ση της θε­α­τρι­κής αυ­τής πα­ρά­στα­σης στην το­πι­κή κοι­νω­νία.
Κα­τά τη διάρ­κεια του Καρ­να­βα­λιού, δό­θη­καν χο­ρο­ε­σπε­ρί­δες και έγι­ναν πολ­λές γιορ­τές, πρω­τό­φα­ντα γε­γο­νό­τα για την εκεί κοι­νω­νία που βρι­σκό­ταν στο με­ταίχ­μιο της ανα­το­λι­κής πα­ρά­δο­σης και των δυ­τι­κών νε­ω­τε­ρι­σμών. Οι «κυ­ρί­ες του τό­που» - les Dames du Païs (εν­νο­εί κυ­ρί­ως χρι­στια­νές, Eλ­λη­νί­δες, Aρ­μέ­νισ­σες, κλπ.), πα­ρα­κο­λου­θού­σαν τις πα­ρα­στά­σεις σε ει­δι­κά δια­μορ­φω­μέ­νους χώ­ρους (θε­ω­ρεία με κα­φα­σω­τά – jalousies). Οι εξέ­χο­ντες Τούρ­κοι πλη­ρο­φο­ρή­θη­καν τα κα­θέ­κα­στα και θέ­λη­σαν, να γευ­θούν την ίδια εμπει­ρία. Επέ­τρε­ψαν μά­λι­στα και στις γυ­ναί­κες τους να πα­ρευ­ρε­θούν με­ταμ­φιε­σμέ­νες σε γέ­ρο­ντες, με μα­κριές λευ­κές γε­νειά­δες. Πα­ρα­κο­λού­θη­σαν την πα­ρά­στα­ση, μέ­σα από τα κα­φα­σω­τά του ει­δι­κά δια­μορ­φω­μέ­νου γυ­ναι­κω­νί­τη, συ­νο­δευό­με­νες από τους ευ­νού­χους τους.
Άλ­λες με­τα­γε­νέ­στε­ρες μνεί­ες που έχου­με για θε­α­τρι­κές πα­ρα­στά­σεις στη Σμύρ­νη εί­ναι το 1747, μία πα­ρά­στα­ση Εβραί­ων ερα­σι­τε­χνών με το έρ­γο Ο θά­να­τος του Αμάν για την οποία δεν διευ­κρι­νί­ζε­ται εάν δό­θη­κε δη­μό­σια ή σε ιδιω­τι­κό χώ­ρο. Η πρώ­τη δη­μό­σια πα­ρά­στα­ση από Ευ­ρω­παί­ους ερα­σι­τέ­χνες φαί­νε­ται να δί­νε­ται ανά­με­σα στο 1775 και το 1785 σε ει­δι­κά δια­μορ­φω­μέ­νο θέ­α­τρο με το έρ­γο του Βολ­ταί­ρου Ο θά­να­τος του Καί­σα­ρος, ενώ το 1797 πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε ότι εις το κον­σο­λά­τον των Bενε­τζιά­νων εγί­νε­το ένα θέ­α­τρον και η εί­σο­δος στοί­χι­ζε έναν πα­ρά.

Με τη θε­α­τρι­κή ζωή της Σμύρ­νης συν­δέ­ε­ται και μια από τις με­γα­λύ­τε­ρες σφα­γές του ελ­λη­νι­κού πλη­θυ­σμού της πό­λης, που έμει­νε γνω­στή στην ιστο­ρία ως «ρε­μπε­λιό της Σμύρ­νης». Στις 4 Μαρ­τί­ου του 1797 ο θί­α­σος σχοι­νο­βα­τών και πα­ντο­μί­μας του Βε­νε­τσιά­νου Φρα­σκά­ρα έδι­νε πα­ρά­στα­ση σε τσίρ­κο που εί­χε στη­θεί στην πε­ριο­χή Κο­πριές.
Όπως πε­ρι­γρά­φει ο Χ. Σο­λο­μω­νί­δης στο έρ­γο του Το θέ­α­τρο στη Σμύρ­νη (1657-1922):

Με­ρι­κοί «τζα­μπα­τζή­δες» Ζα­κυν­θι­νοί και Κε­φαλ­λή­νες ναύ­τες, Ενε­τοί υπή­κο­οι, θέ­λη­σαν να υπερ­πη­δή­σουν το ξύ­λι­νο πε­ρί­φραγ­μα του τσίρ­κου και να μπουν μέ­σα, χω­ρίς να πλη­ρώ­σουν. Εμπο­δί­στη­καν όμως από τους Γε­νι­τσά­ρους φύ­λα­κες. Ένας από τους διω­χθέ­ντες Ζα­κυν­θι­νούς, ονό­μα­τι Πα­νάς, επι­στρέ­φει σε λί­γο και σκο­τώ­νει το Γε­νί­τσα­ρο φρου­ρό, που τον εί­χε διώ­ξει. Στο άκου­σμα των πυ­ρο­βο­λι­σμών δη­μιουρ­γή­θη­κε πα­νι­κός κι η πα­ρά­στα­ση διε­κό­πη. Την άλ­λη μέ­ρα οι Τούρ­κοι ζή­τη­σαν από τον Πρό­ξε­νο της Ενε­τί­ας Λου­κά Χορ­τά­τζη να τους πα­ρα­δώ­σει το φο­νέα. Μα επει­δή εκεί­νος αρ­νή­θη­κε, οι Τούρ­κοι φα­να­τί­στη­καν και κα­τέ­βη­καν στο Φρα­γκο­μα­χα­λά, όπου (…) ήταν το Βε­νε­τσιά­νι­κο Προ­ξε­νείο. Εκεί άρ­χι­σαν να σφά­ζουν τους Έλ­λη­νες, να λε­η­λα­τούν τα κα­τα­στή­μα­τα, ν’ ατι­μά­ζουν τις γυ­ναί­κες και στο τέ­λος να βά­ζουν φω­τιά στη χρι­στια­νι­κή συ­νοι­κία. Η σφα­γή και η πυρ­πό­λη­ση θα συ­νε­χι­ζό­ταν, αν ένα ρω­σι­κό κα­ρά­βι, που ήταν αγκυ­ρο­βο­λη­μέ­νο στο λι­μά­νι της Σμύρ­νης, δεν έρι­χνε για εκ­φο­βι­σμό των Τούρ­κων δύο κα­νο­νιές.

Το ελληνικό θέατρο στη Σμύρνη μέχρι το 1922

Ο Κ. Οι­κο­νό­μου ανε­βά­ζει τον αριθ­μό των σφα­γέ­ντων σε 6.000. Θύ­μα της κα­τα­στρο­φής υπήρ­ξε, σύμ­φω­να με τον Χ. Σο­λο­μω­νί­δη, και το πρώ­το θέ­α­τρο της Σμύρ­νης, το οποίο εί­χαν κτί­σει ερα­σι­τέ­χνες στον Φρα­γκο­μα­χα­λά. Αυ­τή εί­ναι η δεύ­τε­ρη με­γά­λη σφα­γή του ελ­λη­νι­κού πλη­θυ­σμού της Σμύρ­νης με­τά το 1770, όταν με­τά τη ναυ­μα­χία του Τσε­σμέ φα­να­τι­κοί μου­σουλ­μά­νοι σφα­γί­α­σαν 1.500 Έλ­λη­νες, για να ακο­λου­θή­σει και ο τρί­τος διωγ­μός, ο φο­βε­ρό­τε­ρος, το 1821, αμέ­σως με­τά την κή­ρυ­ξη της Ελ­λη­νι­κής Επα­νά­στα­σης, που θα επι­φέ­ρει σο­βα­ρό πλήγ­μα στην σμυρ­ναϊ­κή ελ­λη­νι­κή κοι­νό­τη­τα.
Στο διά­στη­μα των δύ­σκο­λων αυ­τών χρό­νων εντο­πί­ζο­νται μό­νο γαλ­λι­κές και ιτα­λι­κές πα­ρα­στά­σεις ευ­ρω­παί­ων ερα­σι­τε­χνών με έρ­γα κυ­ρί­ως του Μο­λιέ­ρου, του Γκολ­ντό­νι και του Σκριμπ, ενώ το 1825 παί­ζε­ται και ο Αρ­τα­ξέρ­ξης του Με­τα­στά­σιου με­τα­φρα­σμέ­νος στα ελ­λη­νι­κά.
Από τη δε­κα­ε­τία του 1840, όταν η πό­λη απο­κτά το πρώ­το με­γά­λο θέ­α­τρό της, το θέ­α­τρο «Ευ­τέρ­πη» (1841), 300 θέ­σε­ων με δύο σει­ρές θε­ω­ρεί­ων, αρ­χί­ζουν να επι­σκέ­πτο­νται τη Σμύρ­νη συ­στη­μα­τι­κά γαλ­λι­κοί και ιτα­λι­κοί με­λο­δρα­μα­τι­κοί θί­α­σοι. Έτσι το θε­α­τρό­φι­λο κοι­νό έχει πλέ­ον την ευ­και­ρία να πα­ρα­κο­λου­θή­σει πα­ρα­στά­σεις επαγ­γελ­μα­τι­κών θιά­σων και να απο­λαύ­σει με­γά­λα ονό­μα­τα του ευ­ρω­παϊ­κού λυ­ρι­κού θε­ά­τρου. Στη σκη­νή του θε­ά­τρου «Ευ­τέρ­πη» θα λάμ­ψει και η πε­ρί­φη­μη Ιτα­λί­δα τρα­γω­δός Αδε­λαϊ­δα Ρι­στό­ρι κα­τά την πρώ­τη πε­ριο­δεία της στην Ανα­το­λή το 1865.
Η σμυρ­ναϊ­κή ελ­λη­νι­κή κοι­νό­τη­τα, από το 1828 και με­τά, απο­μα­κρυ­νό­με­νη από τα εφιαλ­τι­κά γε­γο­νό­τα του 1821, βρί­σκει πά­λι τη γα­λή­νη και τους ρυθ­μούς ανά­πτυ­ξής της. Με την επα­νε­γκα­τά­στα­ση στη γε­νέ­θλια γη προ­σφύ­γων που εί­χαν κα­τα­φύ­γει στην Ελ­λά­δα, πα­ρα­τη­ρεί­ται δη­μο­γρα­φι­κή άνο­δος του ελ­λη­νορ­θό­δο­ξου στοι­χεί­ου, που συ­μπί­πτει με τη γε­νι­κό­τε­ρη αλ­μα­τώ­δη αύ­ξη­ση του πλη­θυ­σμού της πό­λης. Κί­νη­τρο η εκ­με­τάλ­λευ­ση των ευ­και­ριών που προ­σφέ­ρει η ανα­γεν­νώ­με­νη οι­κο­νο­μι­κή ζωή. Οι Έλ­λη­νες παίρ­νουν ξα­νά στα χέ­ρια τους το εμπό­ριο και ανα­συ­γκρο­τού­νται, όπως απο­δει­κνύ­ει ο αριθ­μός των ελ­λη­νι­κών σχο­λεί­ων της πε­ριο­χής και η έκ­δο­ση ελ­λη­νι­κών εντύ­πων (εφη­με­ρί­δων και πε­ριο­δι­κών).
Το ελ­λη­νι­κό θέ­α­τρο θα κά­νει τό­τε την εμ­φά­νι­σή του στα πλαί­σια των πνευ­μα­τι­κών και πο­λι­τι­στι­κών ανα­ζη­τή­σε­ων της σμυρ­ναϊ­κής ελ­λη­νι­κής κοι­νό­τη­τας, απόρ­ροια της οι­κο­νο­μι­κής της ευ­η­με­ρί­ας. Η πρώ­τη ελ­λη­νι­κή πα­ρά­στα­ση δί­νε­ται στις 3 Φεβρ. 1845, στο θέ­α­τρο «Ευ­τέρ­πη», από ερα­σι­τέ­χνες, με την ιτα­λι­κή κω­μω­δία Ο Μα­νιώ­δης που εί­χε με­τα­φρά­σει και εκ­δώ­σει ο Χ. Μι­χα­λό­που­λος στη Σμύρ­νη το 1836 και ακο­λου­θεί τον ίδιο μή­να η πα­ρά­στα­ση της Βα­βυ­λω­νί­ας του Δημ. Βυ­ζά­ντιου που εί­χε εκ­δο­θεί στη Σμύρ­νη το 1841 και 1843.
Η έκ­δο­ση του Χάτ­τι-Χου­μα­γιούν (1856) και οι Εθνι­κοί Κα­νο­νι­σμοί (1860-1862) ανα­γνω­ρί­ζο­ντας στους χρι­στια­νούς πο­λι­τι­κά και θρη­σκευ­τι­κά δι­καιώ­μα­τα θα εξα­σφα­λί­σουν ελευ­θε­ρία δρά­σης στους ελ­λη­νορ­θό­δο­ξους πλη­θυ­σμούς της Μ. Αί­ας που, πέ­ρα από τον οι­κο­νο­μι­κό, θα δώ­σουν λα­μπρούς καρ­πούς στον κοι­νω­νι­κό και πνευ­μα­τι­κό το­μέα.
Κά­τω από τις ευ­νοϊ­κές αυ­τές συν­θή­κες, από το β΄ μι­σό του 19ου αι. μέ­χρι τη με­γά­λη κα­τα­στρο­φή, η σμυρ­ναϊ­κή ελ­λη­νι­κή κοι­νό­τη­τα θα φθά­σει στο από­γειο της ακ­μής της και μα­ζί με αυ­τή και το ελ­λη­νι­κό θέ­α­τρο.
Τρεις εί­ναι οι συ­ντε­λε­στές της άν­θη­σης του ελ­λη­νι­κού θε­ά­τρου στη Σμύρ­νη.

α) οι πε­ριο­δεύ­ο­ντες θί­α­σοι από την Ελ­λά­δα. Οι πρώ­τοι ελ­λη­νι­κοί επαγ­γελ­μα­τι­κοί θί­α­σοι, απο­γοη­τευ­μέ­νοι από την αρ­νη­τι­κή στά­ση της με­γα­λο­α­στι­κής κοι­νω­νί­ας της Αθή­νας, που, μι­μού­με­νη τα ευ­ρω­παϊ­κά ήθη, σύ­χνα­ζε στα ξέ­να θέ­α­τρα, θα ανα­ζη­τή­σουν την τύ­χη τους στις οι­κο­νο­μι­κά ακ­μαί­ες ελ­λη­νι­κές κοι­νό­τη­τες του μεί­ζο­νος Ελ­λη­νι­σμού. Άλ­λω­στε η καρ­διά της Ελ­λά­δας, εκεί χτυ­πού­σε, εάν σκε­φτού­με ότι ο υπό­δου­λος Ελ­λη­νι­σμός υπερ­τε­ρού­σε αριθ­μη­τι­κά του πλη­θυ­σμού της πρω­τεύ­ου­σας του ελεύ­θε­ρου ελ­λη­νι­κού κρά­τους. Εν­δει­κτι­κά ανα­φέ­ρου­με ότι το 1878 ο ελ­λη­νι­κός πλη­θυ­σμός της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης πλη­σί­α­ζε τις 300.000, και της Σμύρ­νης τις 75.000 κα­τοί­κους.

β) οι ντό­πιοι ελ­λη­νι­κοί θί­α­σοι, επαγ­γελ­μα­τι­κοί και ερα­σι­τε­χνι­κοί. Δη­μιουρ­γή­μα­τα των πιο φι­λο­πρό­ο­δων στοι­χεί­ων από τις πο­λυ­ποί­κι­λες συσ­σω­μα­τώ­σεις (συλ­λό­γους, σω­μα­τεία, λέ­σχες, αδελ­φά­τα κ.ά.) οι ντό­πιοι θί­α­σοι θα δώ­σουν το θε­α­τρι­κό πα­ρών τους για μι­κρά χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα, ιδιαί­τε­ρα όταν απου­σιά­ζουν οι με­γά­λοι πε­ριο­δεύ­ο­ντες θί­α­σοι, με σκο­πό να ενι­σχύ­σουν την ελ­λη­νι­κή πα­ρου­σία μέ­σα στο πο­λυ­ε­θνι­κό πε­ρι­βάλ­λον των δύο με­γα­λου­πό­λε­ων, (Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και Σμύρ­νη) αλ­λά τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές για να συ­γκε­ντρώ­σουν χρή­μα­τα για κοι­νω­φε­λή έρ­γα. Εί­ναι εντυ­πω­σια­κή η κοι­νω­νι­κή αλ­λη­λεγ­γύη που πα­ρα­τη­ρεί­ται στο υπό­δου­λο ελ­λη­νι­κό στοι­χείο και τα απο­τε­λέ­σμα­τά της ήταν ορα­τά (σχο­λεία, φι­λαν­θρω­πι­κά ιδρύ­μα­τα, νο­σο­κο­μεία, ορ­γα­νω­μέ­νη κοι­νω­νι­κή πρό­νοια κ.α.),

γ) τρί­τος πα­ρά­γων εί­ναι οι πνευ­μα­τι­κοί άν­θρω­ποι της Σμύρ­νης, που με τη συγ­γρα­φή, με­τά­φρα­ση και έκ­δο­ση θε­α­τρι­κών έρ­γων δη­μιουρ­γούν τη σμυρ­ναϊ­κή θε­α­τρι­κή λο­γο­τε­χνία.

Στη Σμύρ­νη, το ελ­λη­νι­κό στοι­χείο, που μέ­χρι τό­τε πα­ρα­κο­λου­θού­σε τις ξέ­νες πα­ρα­στά­σεις, επι­θυ­μού­σε δια­κα­ώς να απο­κτή­σει θέ­α­τρο ελ­λη­νι­κό. Έτσι από την αρ­χή αγκά­λια­σε τους πε­ριο­δεύ­ο­ντες θιά­σους, πε­ριέ­βα­λε με αγά­πη τους Έλ­λη­νες ηθο­ποιούς και στή­ρι­ξε με θέρ­μη την ελ­λη­νι­κή σκη­νή ως έκ­φρα­ση πο­λι­τι­σμού, ως μέ­σο τό­νω­σης της εθνι­κής συ­νεί­δη­σης και διά­δο­σης της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας.

Ο πρώ­τος πε­ριο­δεύ­ων θί­α­σος που επι­σκέ­πτε­ται τη Σμύρ­νη τον Ια­νουά­ριο του 1866 εί­ναι ο θί­α­σος του Ιω­άν­νη Μαρ­κε­σί­νη, στον οποίο από τον Απρί­λιο της ίδιας χρο­νιάς θα προ­στε­θεί ο Διο­νύ­σιος Τα­βου­λά­ρης, ο με­τέ­πει­τα ιδρυ­τής του θιά­σου «Μέ­ναν­δρος». Λό­γω της θερ­μής υπο­δο­χής του από το εκεί θε­α­τρό­φι­λο κοι­νό ο Τα­βου­λά­ρης θα επα­να­λά­βει την επί­σκε­ψη και την πα­ρα­μο­νή του στην πό­λη επί πολ­λά χρό­νια και για με­γά­λα χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα, πά­ντο­τε με πο­λυ­πρό­σω­πο και κα­λά κα­ταρ­τι­σμέ­νο δυ­να­μι­κό και με πλού­σιο δρα­μα­το­λό­γιο (1866, 1867, 1869, 1872, 1874-75, 1878-79, 1884, 1887, 1888, 1891, 1895, 1898, 1906). Το πα­ρά­δειγ­μά του ακο­λου­θεί ο δεύ­τε­ρος με­γά­λος ηθο­ποιός του 19ου αι., ο Δη­μο­σθέ­νης Αλε­ξιά­δης, που αφή­νει και αυ­τός άρι­στες εντυ­πώ­σεις (1869, 1872-73, 1875-76, 1881-82, 1888, 1889).
Η Σμύρ­νη θα πε­ρι­λη­φθεί στο δρο­μο­λό­γιο των πε­ριο­δειών και άλ­λων θιά­σων: του Μι­χα­ήλ Αρ­νιω­τά­κη (1884, 1886), του Νι­κό­λα­ου Λε­κα­τσά (1884, 1906) και της με­γά­λης Κων­στα­ντι­νου­πο­λί­τι­σας ηθο­ποιού Αι­κα­τε­ρί­νης Βε­ρώ­νη, που θα δη­μιουρ­γή­σει στη Σμύρ­νη ένα ση­μα­ντι­κό μέ­ρος της λα­μπρής θε­α­τρι­κής της κα­ριέ­ρας (1889, 1894, 1895, 1896, 1899, 1904, 1905, 1907, 1908, 1909, 1910, 1911 και το 1912 με τον «Σύν­δε­σμο Ελ­λή­νων Ηθο­ποιών»).
Η τα­κτι­κή αυ­τή θα συ­νε­χι­στεί μέ­χρι τη με­γά­λη κα­τα­στρο­φή, με μό­νη δια­κο­πή το 1897 λό­γω του ελ­λη­νο­τουρ­κι­κού πο­λέ­μου. Ελ­λη­νι­κοί θί­α­σοι πρό­ζας που απα­ντώ­νται στη Σμύρ­νη εί­ναι χρο­νο­λο­γι­κά οι ακό­λου­θοι: Θί­α­σος Νι­κό­λα­ου Καρ­δο­βίλ­λη (1891, 1894, 1901, 1902, 1907, 1909), Ευαγ­γε­λί­ας Πα­ρα­σκευο­πού­λου (1895, 1904, 1905, 1908, 1910), Ευάγ­γε­λου Πα­ντό­που­λου (1891, 1908), Δη­μή­τριου Κο­το­πού­λη (1899, 1900, 1903, 1904, 1906), η «Νέα Σκη­νή» Κων­στα­ντί­νου Χρη­στο­μά­νου (1902, 1903), Πε­ρι­κλή Χρι­στο­φο­ρί­δη (1903), Ευ­τύ­χιου Βο­να­σέ­ρα (1903), Θω­μά Οι­κο­νό­μου (1907 και 1910 με το θί­α­σο της Κυ­βέ­λης), Ανα­στά­σιου και Ελέ­νης Απέρ­γη (1907, 1909, 1910, 1911), Ελε­ω­νό­ρας Λο­ράν­δου (1908), Κυ­βέ­λης Αδρια­νού (1909, 1910, 1911, 1912, 1914, 1919, 1920), Μα­ρί­κας Κο­το­πού­λη – Τη­λέ­μα­χου Λε­πε­νιώ­τη (1910), Νί­κα – Φυρστ (1910, 1914), ο «Σύν­δε­σμος Ελ­λή­νων Ηθο­ποιών» (1911), ο θί­α­σος Ζα­χα­ρία Μέρ­τι­κα (1914-1920), Σω­τη­ρί­ας Ια­τρί­δου (1920), η Εται­ρία του Ελ­λη­νι­κού Θε­ά­τρου (1920), ο θί­α­σος των αδελ­φών Νέ­ζερ (1922), κα­θώς και οι άλ­λοι, ελάσ­σο­νες.
Το ρε­περ­τό­ριο των θε­ά­τρων της Σμύρ­νης χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από τε­ρά­στια ποι­κι­λία: από τις σκη­νές τους πα­ρε­λαύ­νει εκτε­νής αριθ­μός έρ­γων των με­γά­λων κλα­σι­κών (Σαίξ­πηρ, Μο­λιέ­ρος, Γκαί­τε, Σίλ­λερ, Γκολ­ντό­νι κ.ά.), του ευ­ρω­παϊ­κού νε­ο­κλα­σι­κι­σμού (Αλ­φιέ­ρι, Μό­ντι, Με­τα­στά­σιο κ. ά. ), δια­σκευ­ές μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κών δρα­μά­των που ήταν πο­λύ της μό­δας στα τέ­λη του 19ου αιώ­να (π.χ. Αι δύο ορ­φα­ναί, Οι δύο λο­χί­αι, Η μο­σχο­μά­γκα την Πα­ρι­σί­ων κλπ. ), αλ­λά και ελ­λη­νι­κά έρ­γα του δια­φω­τι­σμού ή του ρο­μα­ντι­σμού (Μή­δεια του Ζα­μπέ­λιου, Γα­λά­τεια του Σπυ­ρί­δω­νος Βα­σι­λειά­δη, κλπ.), χω­ρίς βε­βαί­ως να λεί­πουν και οι πο­λύ­πρα­κτες κω­μω­δί­ες των Άγ­γε­λου Βλά­χου, Νι­κό­λα­ου Ζά­νου, Χα­ρά­λα­μπου Άν­νι­νου κ.ά., αλ­λά και πολ­λές μο­νό­πρα­κτες, απα­ραί­τη­τες για το κλεί­σι­μο κά­θε πα­ρά­στα­σης, σύμ­φω­να με τη συ­νή­θεια της επο­χής. Πρέ­πει επί­σης να επι­ση­μά­νου­με την προ­τί­μη­ση των ερα­σι­τε­χνών στην ελ­λη­νι­κή δρα­μα­τουρ­γία και την εύ­λο­γη τά­ση να προ­τι­μά­ται το ανέ­βα­σμα έρ­γων πα­τριω­τι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου σε πε­ριό­δους εθνι­κής έντα­σης με εμ­ψυ­χω­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα όπως: το 1908 Ο ήρω­ας της Μα­κε­δο­νί­ας, Ο Παύ­λος Με­λάς, Θε­ό­δω­ρος Κο­λο­κο­τρώ­νης, το 1909 Η πτώ­σις του Γιλ­δίζ, Οι Λύ­κοι της Μα­κε­δο­νί­ας, ενώ τον Φε­βρουά­ριο του 1919 με­τά την ανα­κω­χή του Μού­δρου και λί­γο πριν την απο­βί­βα­ση του ελ­λη­νι­κού στρα­τού στη Σμύρ­νη, ο Πα­τριω­τι­κός Θί­α­σος των Βά­σου Αρ­γυ­ρο­πού­λου και Βιρ­γι­νί­ας Δε­λε­νάρ­δου ανε­βά­ζει το έρ­γο του Παύ­λου Νιρ­βά­να Προ πα­ντός η πα­τρίς, με τε­ρά­στια επι­τυ­χία.
Πέ­ρα όμως από το «ει­σα­γό­με­νο» αυ­τό ρε­περ­τό­ριο η Σμύρ­νη δια­θέ­τει δι­κό της πνευ­μα­τι­κό δυ­να­μι­κό, που από τη με­τε­πα­να­στα­τι­κή κιό­λας πε­ρί­ο­δο θα καλ­λιερ­γή­σει τη θε­α­τρι­κή λο­γο­τε­χνία, στην αρ­χή με με­τα­φρά­σεις και αρ­γό­τε­ρα με πρω­τό­τυ­πα έρ­γα και νέ­ες δια­σκευ­ές.
Μια γε­νι­κή θε­ώ­ρη­ση της θε­α­τρι­κής εκ­δο­τι­κής πα­ρα­γω­γής στη Σμύρ­νη τον αιώ­να αυ­τό, μας επι­τρέ­πει να κα­τα­λή­ξου­με στο συ­μπέ­ρα­σμα ότι, ένα­ντι της πρω­τό­τυ­πης δρα­μα­τουρ­γί­ας, υπερ­τε­ρούν αριθ­μη­τι­κά οι με­τα­φρά­σεις, φυ­σιο­λο­γι­κός πνευ­μα­τι­κός καρ­πός μιας ευ­κα­τά­στα­της κοι­νω­νί­ας στραμ­μέ­νης προς τη Δύ­ση για λό­γους επαγ­γελ­μα­τι­κούς και ανα­ψυ­χής, αλ­λά και απο­τέ­λε­σμα των συ­να­να­στρο­φών της με μέ­λη των ξέ­νων πα­ροι­κιών, κυ­ρί­ως Γάλ­λους και Ιτα­λούς, στο πλαί­σιο οι­κο­νο­μι­κών συ­νερ­γα­σιών και κοι­νω­νι­κό­τη­τας.
Κύ­ρια θε­ω­ρεί­ται λοι­πόν η συμ­βο­λή των λο­γί­ων της Σμύρ­νης στη με­τα­κέ­νω­ση της κλα­σι­κί­ζου­σας δρα­μα­τουρ­γί­ας στην ελ­λη­νό­φω­νη Ανα­το­λή, των έρ­γων του Μο­λιέ­ρου (Ταρ­τού­φος, Μι­σάν­θρω­πος και Φι­λάρ­γυ­ρος), που με­τα­φρά­ζο­νται από τον Σμυρ­νιό λό­γιο Ιω­άν­νη Ισι­δω­ρί­δη Σκυ­λί­τση, επί­σης έρ­γων του Ρα­κί­να (όπως εί­ναι η Ιφι­γέ­νεια εν Αυ­λί­δι) και του Βολ­ταί­ρου (Οι­δί­πους εν Θή­βαις, και Ζαϊ­ρα), του Αλ­φιέ­ρι (Ορέ­στης) και του Με­τα­στά­σιου (ο Ρου­ζιέ­ρος, που με­τα­φρά­ζε­ται από τον Σμυρ­νιό Κων­στα­ντί­νο Αμη­ρά, Σμύρ­νη, 1838), κα­θώς και έρ­γων του ευ­ρω­παϊ­κού ρο­μα­ντι­σμού (Ου­γκώ, Σίλ­λερ, Σαίξ­πηρ), για να μνη­μο­νεύ­σου­με τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους εκ­προ­σώ­πους της ευ­ρω­παϊ­κής δρα­μα­τουρ­γί­ας.
Η πρώ­τη μνεία πρω­τό­τυ­πης δρα­μα­τουρ­γι­κής συγ­γρα­φής το­πο­θε­τεί­ται στα 1833 με τη δη­μο­σί­ευ­ση της πε­ντά­πρα­κτης τρα­γω­δί­ας Ο θά­να­τος του Έκτο­ρα του Αρ­γυ­ρί­ου Κα­ρά­βα. Το έρ­γο ξα­να­τυ­πώ­νε­ται στη Σμύρ­νη το 1849 με τί­τλο Η εκ­δί­κη­σις του Αχιλ­λέ­ως. Εμπνευ­σμέ­νο από την Ιλιά­δα του Ομή­ρου, όπως φα­νε­ρώ­νει και ο τί­τλος του, το έρ­γο ανή­κει στην κα­τη­γο­ρία των αρ­χαιό­θε­μων έρ­γων του 19ου αιώ­να με πα­τριω­τι­κο­δι­δα­κτι­κή στό­χευ­ση. Δεύ­τε­ρος που πει­ρα­μα­τί­ζε­ται στην πρω­τό­τυ­πη δρα­μα­τουρ­γία εί­ναι ο νε­α­ρός Ξε­νο­φών Ρα­φό­που­λος ή Ρα­φτό­που­λος, ο οποί­ος στο σύ­ντο­μο πέ­ρα­σμά του από τη ζωή συ­νέ­γρα­ψε τρία έμ­με­τρα θε­α­τρό­μορ­φα έρ­γα βου­κο­λι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου (Αρε­τή και Μό­σχος, Ει­δύλ­λιον, Χε­λι­δό­νες), ποι­ή­μα­τα που δη­μο­σιεύ­τη­καν σε πε­ριο­δι­κά της επο­χής και ένα μυ­θι­στό­ρη­μα, Το φρι­κτόν λά­θος, που αρ­γό­τε­ρα θα δια­σκευα­στεί σε θε­α­τρι­κό έρ­γο.
Τρί­τος στη σει­ρά εί­ναι ο Ευαγ­γε­λι­νός Μι­σαη­λί­δης, δη­μο­σιο­γρά­φος από τα Κού­λα της μι­κρα­σια­τι­κής Μα­γνη­σί­ας, που τυ­πώ­νει το 1845 στο τυ­πο­γρα­φείο της Αμάλ­θειας την πε­ντά­πρα­κτη κω­μω­δία του Ο ερω­το­μα­νής Χα­τζη-Ασλά­νης, ήρως της Κα­ρα­μα­νί­ας. Θέ­μα του η δια­κω­μώ­δη­ση του ηλι­κιω­μέ­νου Χα­τζή-Ασλά­νη, με­γα­λέ­μπο­ρου στη Σμύρ­νη, αλ­λά άξε­στου επαρ­χιώ­τη, που μπλέ­κε­ται στον έρω­τα με πο­λύ νε­ό­τε­ρή του γυ­ναί­κα για να γί­νει στο τέ­λος αντι­κεί­με­νο εξα­πά­τη­σης και χλευα­σμού. Σα­τι­ρί­ζε­ται έτσι ένας ακό­μη τύ­πος εξη­ντα­βε­λώ­νη, πα­ράλ­λη­λα με τα σμυρ­ναϊ­κά ελευ­θέ­ρια ήθη, τη σο­φο­λο­γιά­τα­τη εκ­παι­δευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση της πε­ριο­χής, ενώ προ­σφέ­ρο­νται επί­σης πλού­σια δείγ­μα­τα γλωσ­σι­κής σά­τι­ρας, μέ­σα από την ποι­κι­λία των δια­λέ­κτων που χρη­σι­μο­ποιούν οι ήρω­ες.
Το 1851 εκ­δί­δε­ται από τον Σμυρ­νιό Σάβ­βα Σαυ­ριά­κο, το έμ­με­τρο πε­ντά­πρα­κτο Ο θά­να­τος του Ιη­σού με το χα­ρα­κτη­ρι­σμό «σο­σια­λι­στι­κή τρα­γω­δία». Το έρ­γο φαί­νε­ται ότι προ­κά­λε­σε αντι­δρά­σεις, γι’ αυ­τό κα­τα­σχέ­θη­κε και απο­σύρ­θη­κε από τα βι­βλιο­πω­λεία.
Σε γε­νι­κές γραμ­μές οι Σμυρ­νιοί συγ­γρα­φείς κα­τέ­θε­σαν τη συμ­βο­λή τους σε όλα τα εί­δη του θε­α­τρι­κού λό­γου του 19ου αιώ­να. Όσον αφο­ρά την κα­τη­γο­ρία των έρ­γων που πα­ρέ­πε­μπαν στο έν­δο­ξο αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κό πα­ρελ­θόν εκεί εντάσ­σο­νται η τρα­γω­δία Αρι­στό­δη­μος του Κων­στα­ντί­νου Ιε­ρο­κλή, Η έξω­σις των Πει­σι­στρα­τι­δών του Λου­κά Νι­κο­λαϊ­δη και η Αν­δρό­κλεια του Αι­μί­λιου Λό­ρενς. Στον κύ­κλο της βυ­ζα­ντι­νής θε­μα­το­λο­γί­ας επεν­δε­δυ­μέ­να με τον ανά­λο­γο ρο­μα­ντι­κό μαν­δύα, ανή­κουν το δρά­μα Κών­στας ο αδελ­φο­κτό­νος του δη­μο­σιο­γρά­φου και λό­γιου Μη­νά Χα­μου­δό­που­λου, ο Λά­σκα­ρις του Φρα­γκί­σκου Δε­λα­γραμ­μά­τι­κα και η Αυ­το­κρά­τει­ρα Σο­φία του Αι­μί­λιου Λό­ρενς.
Στο ίδιο κλί­μα του ρο­μα­ντι­σμού εντάσ­σο­νται και δύο ακό­μη έρ­γα με θε­μα­το­λο­γία από την Ενε­το­κρα­τία: Ιω­άν­νης ο Κα­τα­λά­νος του Μα­ρί­νου Κου­τού­βα­λη και η θε­α­τρι­κή δια­σκευή του έπους Χί­ος δού­λη του Θε­ό­δω­ρου Ορ­φα­νί­δη από τον Δη­μή­τριο Βαρ­δό­που­λο (Σμύρ­νη 1873).
Στην κα­τη­γο­ρία των πε­ρι­πε­τειω­δών μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κών δρα­μά­των που γνώ­ρι­σαν άν­θη­ση στη θε­α­τρι­κή σκη­νή στο β΄ μι­σό του 19ου αιώ­να ανή­κουν Ο μέ­γας Πέ­τρος (1875) του Ν. Φλα­μπου­ριά­δη, Η ορ­φα­νή της Σμύρ­νης του Γε­ώρ­γιου Υπε­ρί­δη και η Δάφ­νη του Μα­ρί­νου Κου­τού­βα­λη.
Πέ­ρα από την προ­σπά­θεια συ­γκρό­τη­σης εθνι­κής δρα­μα­τουρ­γί­ας η οποία, ακο­λου­θώ­ντας εί­τε την κλη­ρο­νο­μιά του Δια­φω­τι­σμού, εί­τε τις επι­τα­γές του ρο­μα­ντι­σμού, απο­τε­λεί το κυ­ρί­αρ­χο ζη­τού­με­νο της ελ­λη­νι­κής δια­νό­η­σης σ’ όλη τη διάρ­κεια του 19ου αιώ­να, ει­δι­κό­τε­ρα με­τά την ίδρυ­ση του ελ­λη­νι­κού κρά­τους, και στο οποίο, όπως εί­δα­με, αντα­πο­κρί­νο­νται οι Σμυρ­νιοί λό­γιοι με τη δρα­μα­τουρ­γι­κή τους γρα­φή, η σμυρ­ναϊ­κή δρα­μα­τουρ­γία εμπλου­τί­ζε­ται και με μία σει­ρά ανά­λα­φρων έρ­γων, πο­λύ­πρα­κτων και μο­νό­πρα­κτων κω­μω­διών και κω­μει­δυλ­λί­ων, απόρ­ροια της φι­λο­παίγ­μο­νος διά­θε­σης μιας κα­λο­ζω­ϊ­σμέ­νης και κο­σμο­πο­λί­τι­κης κοι­νω­νί­ας.
Έτσι, εκτός από τον Ερω­το­μα­νή Χα­τζή-Ασλά­νη που μό­λις μνη­μο­νεύ­σα­με, γρά­φο­νται οι κω­μω­δί­ες: Αι ζω­η­ραί κοκ­κό­ναι της Σμύρ­νης, Επί του πλοί­ου του Γ. Υπε­ρί­δη, Ιω­άν­νης ο ανό­η­τος σώ­μα­λης, Ο κα­λός γαμ­βρός, Ο κό­ντε Πα­νά­δας, Οι λι­μο­κο­ντό­ροι της Σμύρ­νης, τα κω­μει­δύλ­λια Οι έρω­τες της Νί­νας, Ο εξα­κου­στός μπαρ­μπέ­ρης, η Μι­ράν­δα του Αν­δρέα Κα­βα­φά­κη κ.ά.
Στη Σμύρ­νη, πέ­ρα από το θέ­α­τρο πρό­ζας, γνω­ρί­ζει ημέ­ρες δό­ξας και το ελ­λη­νι­κό με­λό­δρα­μα. Η ελ­λη­νι­κή με­γα­λο­α­στι­κή τά­ξη με τη συ­νε­χή με­τά­κλη­ση ξέ­νων λυ­ρι­κών θιά­σων εί­χε εξοι­κειω­θεί με το θε­α­τρι­κό αυ­τό εί­δος, που με­σου­ρα­νού­σε τό­τε στην Ευ­ρώ­πη και επι­ζη­τού­σε με λα­χτά­ρα τη δη­μιουρ­γία ελ­λη­νι­κού με­λο­δρά­μα­τος. Έτσι οι ελ­λη­νι­κοί με­λο­δρα­μα­τι­κοί θί­α­σοι (Ωδι­κός Θί­α­σος με επι­κε­φα­λής τον βα­ρύ­το­νο Ρο­δό­που­λο το 1886 και ο θί­α­σος του Διο­νύ­σιου Λαυ­ρά­γκα 1905, 1908, 1911) που επι­σκέ­πτο­νται τη Σμύρ­νη, βρί­σκουν την αμέ­ρι­στη συ­μπα­ρά­στα­ση του ει­δι­κού αυ­τού κοι­νού. Παί­ζο­νται όλα τα γνω­στά με­λο­δρά­μα­τα (Τρα­βιά­τα, Φά­ουστ, Αϊ­ντα, Τρο­βα­τό­ρε, Ρι­γκο­λέ­το κ.ά.), κα­θώς και ελ­λη­νι­κά μου­σι­κά έρ­γα με πρώ­το τον Υπο­ψή­φιο βου­λευ­τή του Σπυρ. Ξύν­δα. Στη συ­νέ­χεια το με­λό­δρα­μα θα δώ­σει τη θέ­ση του στην οπε­ρέτ­τα που αν­θεί από το 1909-1922 (θί­α­σοι με­λο­δρα­μα­τιών Ιω­άν­νη Πα­παϊ­ω­άν­νου 1909, 1910, 1912, 1920, με πρω­τα­γω­νί­στρια τη Μελ­πο­μέ­νη Κο­λυ­βά, Ελ­λη­νι­κής Οπε­ρέτ­τας το 1911 με τους Σω­σώ Καν­δύ­λη, Νί­κο Αφε­ντά­κη και Ιω­άν­νη Πρι­νέα, Οπε­ρέ­τας Γε­ωρ. Λα­γκα­δά το 1912 και Οπε­ρέ­τας Έλ­λης Αφε­ντά­κη 1919, 1920, 1922), πα­ράλ­λη­λα με το νέο μου­σι­κό θέ­α­τρο, την Επι­θε­ώ­ρη­ση, που στη­ρι­ζό­με­νο στο ευ­ρύ κοι­νό θα γνω­ρί­σει στη Σμύρ­νη με­γά­λη επι­τυ­χία.
Το 1908 με την εκ­δή­λω­ση του κι­νή­μα­τος των Νε­ό­τουρ­κων και την κα­τάρ­γη­ση της χα­μι­τι­κής λο­γο­κρι­σί­ας, πα­ρα­τη­ρεί­ται ένα θε­α­τρι­κό ξέ­σπα­σμα που επέ­τρε­ψε το ανέ­βα­σμα έρ­γων που μέ­χρι τό­τε ήταν απα­γο­ρευ­μέ­να από τις τουρ­κι­κές αρ­χές. Μέ­σα στο κλί­μα αυ­τό της φι­λε­λευ­θε­ρο­ποί­η­σης και της πρό­σκαι­ρης, όπως απο­δεί­χτη­κε, προ­ο­δευ­τι­κό­τη­τας ανα­πτύ­χθη­κε η σμυρ­ναϊ­κή επι­θε­ώ­ρη­ση, με σα­τι­ρι­κό κοι­νω­νι­κό και πο­λι­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο. Η πρώ­τη γνω­στή σμυρ­ναϊ­κή επι­θε­ώ­ρη­ση εί­ναι τα Πα­νιώ­νια του 1909 με κεί­με­να του δη­μο­σιο­γρά­φου Ευάγ­γε­λου Πα­ντε­λί­δη. Θα ακο­λου­θή­σουν οι επι­θε­ω­ρή­σεις Κορ­δε­λιώ­τισ­σες Κού­κλες, Σμυρ­ναϊ­κός Πα­πα­γά­λος, Εγκυ­κλο­παι­δι­κό Λε­ξι­κό της Σμύρ­νης (1917), Σμυρ­ναϊ­κά Γέ­λια του Λαί­λιου Κα­ρα­κά­ση. Έτσι αρ­χί­ζει μία πε­ρί­ο­δος ακ­μής της σμυρ­ναϊ­κής επι­θε­ώ­ρη­σης, με δια­κε­κρι­μέ­νους επι­θε­ω­ρη­σιο­γρά­φους τους Ευάγ­γε­λο Πα­ντε­λί­δη, Χρ. Πα­πα­ζα­φει­ρό­που­λο, Σύλ­βιο, Λαί­λιο Κα­ρα­κά­ση, Αν­δρέα Κου­τού­βα­λη, Σταύ­ρο Κου­κου­τσά­κη, Θε­ο­δό­ση Δα­νι­η­λί­δη, Γιάν­νη Ανα­στα­σιά­δη, Νέ­στο­ρα Λά­σκα­ρη, Δη­μή­τριο Ιω­αν­νί­δη κ.ά. Τα έρ­γα της σμυρ­ναϊ­κής επι­θε­ώ­ρη­σης παί­ζο­νταν από πε­ριο­δεύ­ο­ντες θιά­σους που τα με­τέ­φε­ραν και στην αθη­ναϊ­κή σκη­νή, κυ­ρί­ως όμως από τους ντό­πιους θιά­σους.
Στα χρό­νια του Α΄ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου, με τον απο­κλει­σμό της Σμύρ­νης από τους Συμ­μά­χους και την έλ­λει­ψη κά­θε επι­κοι­νω­νί­ας με την Ελ­λά­δα και την Ευ­ρώ­πη, άν­θη­σε το κα­θα­ρά σμυρ­ναϊ­κό θέ­α­τρο, με δε­κά­δες επι­θε­ω­ρή­σεις Σμυρ­νιών συγ­γρα­φέ­ων που παί­χτη­καν από ντό­πιους θιά­σους όπως ο Καλ­λι­τε­χνι­κός Θί­α­σος Σμύρ­νης (1917-1919), που απο­δεί­χτη­κε ο ανώ­τε­ρος από κά­θε άλ­λον στο εί­δος του, ο «Πα­τριω­τι­κός Θί­α­σος» Βιρ­γι­νί­ας Δε­λε­νάρ­δου και Βά­σου Αρ­γυ­ρό­που­λου (1919), ο Θί­α­σος Β. Αρ­γυ­ρό­που­λου (1920), ο Σμυρ­ναϊ­κός Μου­σι­κός Θί­α­σος (1920), το Ελ­λη­νοϊ­τα­λο­ρω­σι­κό Με­λό­δρα­μα (1920), ο Θί­α­σος Εθνι­κής Ελ­λη­νι­κής Σκη­νής (1920) και αυ­τός της Αλε­ξάν­δρας Καλ­λι­νέα (1920-1922).
Πρέ­πει επί­σης να το­νι­στεί ότι πα­ράλ­λη­λα με τους επαγ­γελ­μα­τι­κούς θιά­σους, πε­ριο­δεύ­ο­ντες και ντό­πιους, πρό­ζας ή μου­σι­κού θε­ά­τρου, τη θε­α­τρι­κή ζωή στη Σμύρ­νη εμπλου­τί­ζει και η ερα­σι­τε­χνι­κή θε­α­τρι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα. Οι ποι­κι­λώ­νυ­μες συσ­σω­μα­τώ­σεις της σμυρ­ναϊ­κής ελ­λη­νι­κής κοι­νό­τη­τας, που εμ­φα­νί­ζο­νται πο­λυ­πλη­θείς από το 1860 και με­τά, θα πε­ρι­λά­βουν στις δρα­στη­ριό­τη­τές τους τη διορ­γά­νω­ση θε­α­τρι­κών πα­ρα­στά­σε­ων, εί­τε ως μέ­σο εξα­σφά­λι­σης πό­ρων για την εξυ­πη­ρέ­τη­ση των σκο­πών τους (κοι­νω­νι­κών, φι­λεκ­παι­δευ­τι­κών, φι­λαν­θρω­πι­κών κ.ά.), εί­τε για να εντρυ­φή­σουν στη θε­α­τρι­κή τέ­χνη, μέ­σα στα πλαί­σια της γε­νι­κό­τε­ρης κί­νη­σης για την πνευ­μα­τι­κή ανα­γέν­νη­ση του υπό­δου­λου Ελ­λη­νι­σμού. Ο κοι­νω­νι­κός αυ­τός χώ­ρος όπου δρα­στη­ριο­ποιού­νται συ­νή­θως νε­α­ρά δυ­να­μι­κά άτο­μα που αρ­γό­τε­ρα θα δια­κρι­θούν στις επι­στή­μες, στις τέ­χνες, στα γράμ­μα­τα και στο εμπό­ριο, αλ­λά και επι­φα­νή μέ­λη της σμυρ­ναϊ­κής κοι­νω­νί­ας, ήδη επαγ­γελ­μα­τι­κά και κοι­νω­νι­κά κα­τα­ξιω­μέ­να, θα εκ­θρέ­ψει θε­α­τρι­κούς συγ­γρα­φείς και ηθο­ποιούς που θα εξε­λι­χθούν σε επαγ­γελ­μα­τί­ες.
Οι ερα­σι­τε­χνι­κές πα­ρα­στά­σεις δί­νο­νται εί­τε από μέ­λη των δια­φό­ρων αυ­τών συλ­λο­γι­κών ορ­γά­νων, εί­τε συ­στή­νο­νται ανε­ξάρ­τη­τοι φι­λο­δρα­μα­τι­κοί σύλ­λο­γοι για να υπη­ρε­τή­σουν το θέ­α­τρο. Εν­δει­κτι­κά ανα­φέ­ρο­νται τα μέ­λη του Ανα­γνω­στη­ρί­ου Σμύρ­νης «Ομό­νοια» (1869), ο Φι­λο­δρα­μα­τι­κός Όμι­λος Σμύρ­νης (1870), ο Φι­λο­δρα­μα­τι­κός Σύλ­λο­γος Σμύρ­νης (1877), ο Φι­λο­δρα­μα­τι­κός Σύλ­λο­γος «Αι­σχύ­λος» (1894, 1897, 1906), ο Ερα­σι­τε­χνι­κός Θί­α­σος «Απόλ­λων» (1903), ο Φι­λο­δρα­μα­τι­κός Σύλ­λο­γος «Θέ­σπις» (1905), ο Ερα­σι­τε­χνι­κός Θε­α­τρι­κός Σύλ­λο­γος «Σαίξ­πηρ» (1909), ο Σμυρ­ναϊ­κός Φι­λο­δρα­μα­τι­κός Σύλ­λο­γος Ερα­σι­τε­χνών (1910), ο Ερα­σι­τε­χνι­κός Θί­α­σος από Έλ­λη­νες, Γάλ­λους, Άγ­γλους, Ιτα­λούς και Εβραί­ους Σμυρ­νιούς (1915), η Ομά­δα Σμυρ­ναί­ων Συγ­γρα­φέ­ων και Ερα­σι­τε­χνών (1917), ο Ερα­σι­τε­χνι­κός Όμι­λος της Κα­ρα­ντί­νας (1919) και ο Όμι­λος Φι­λο­τέ­χνων Σμύρ­νης (1919).
Στον κύ­κλο της ερα­σι­τε­χνι­κής δρά­σης εντάσ­σε­ται και η σχο­λι­κή θε­α­τρι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα με προ­ε­ξέ­χο­ντες τους μα­θη­τές της Ευαγ­γε­λι­κής Σχο­λής, που με­τέ­χουν στην κί­νη­ση για την ανα­βί­ω­ση του αρ­χαί­ου δρά­μα­τος παί­ζο­ντας Οι­δί­πο­δα Τύ­ραν­νο σε με­τά­φρα­ση Νι­κό­λα­ου Κο­ντό­που­λου (1870) και Μή­δεια στο πρω­τό­τυ­πο (1898), κα­θώς και τις μα­θή­τριες του Παρ­θε­να­γω­γεί­ου Σμύρ­νης, που δί­νουν πα­ρα­στά­σεις στο τέ­λος της σχο­λι­κής χρο­νιάς υπό την κα­θο­δή­γη­ση της φω­τι­σμέ­νης παι­δα­γω­γού και λο­γί­ας Σαπ­φούς Λε­ο­ντιά­δος.
Όλη αυ­τή η τε­ρά­στια επαγ­γελ­μα­τι­κή και ερα­σι­τε­χνι­κή θε­α­τρι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα εί­χε ανά­γκη και κα­τάλ­λη­λους χώ­ρους για να ανα­πτυ­χθεί. Έτσι με­τά το θέ­α­τρο «Ευ­τέρ­πη», το πρώ­το με­γά­λο θέ­α­τρο της Σμύρ­νης, που ήδη μνη­μο­νεύ­σα­με, ακο­λου­θούν το 1862 το θέ­α­τρο «Κα­με­ρά­νο ή Θέ­α­τρο Σμύρ­νης», που κα­τα­στρέ­φε­ται από πυρ­κα­γιά το 1884, τα θε­ρι­νά θέ­α­τρα «Αλά­μπρα», το «Ελ­δο­ρά­δο», που αρ­γό­τε­ρα με­το­νο­μά­ζε­ται σε «Απόλ­λων», το «Κον­κόρ­δια» που το 1886 διαρ­ρυθ­μί­ζε­ται σε χει­με­ρι­νό και το θέ­α­τρο της Προ­κυ­μαί­ας, το κα­τό­πιν θέ­α­τρο «Παρ­θε­νών». Το 1894 ανε­γεί­ρε­ται το θέ­α­τρο «Σπόρ­τιγκ Κλαμπ» στη θέ­ση του πα­λαιό­τε­ρου θε­ά­τρου «Ολύ­μπια», ευ­ρω­παϊ­κών προ­δια­γρα­φών με 600 θέ­σεις, που το 1920 με­το­νο­μά­ζε­ται σε θέ­α­τρο «Κυ­βέ­λης» προς τι­μή της με­γά­λης ηθο­ποιού και απο­τε­λεί τον πυ­ρή­να της θε­α­τρι­κής ζω­ής μέ­χρι την Κα­τα­στρο­φή. Πα­ράλ­λη­λα με τα θέ­α­τρα, πα­ρα­στά­σεις δί­νο­νταν και σε κα­φε­νεία (π.χ. κα­φε­νείο «Κι­βω­τός»). Δύο από αυ­τά με­τε­τρά­πη­σαν σε θέ­α­τρα, το κα­φε­νείο του Λου­κά (Θέ­α­τρο Λου­κά ή Θέ­α­τρο Σμύρ­νης) και το κα­φε­νείο Μπέλ­λα-Βί­στα (θέ­α­τρο «Πα­ρά­δει­σος»).
Την αυ­γή του 20ού αιώ­να κτί­ζε­ται το Θέ­α­τρο Χα­βού­ζας (1900) στον Μπουρ­νό­βα, ενώ μι­κρά θέ­α­τρα, συ­νή­θως θε­ρι­νά, ξε­προ­βάλ­λουν σε διά­φο­ρα προ­ά­στια και συ­νοι­κί­ες της πό­λης, όπου φι­λο­ξε­νού­νται συ­νή­θως δευ­τε­ρεύ­ο­ντες θί­α­σοι (στο Κορ­δε­λιό, στον Μπου­τζά, στο Γκιοζ Τε­πέ, στην Τερ­ψι­θέα, στη συ­νοι­κία της Ευαγ­γε­λί­στριας και στη συ­νοι­κία Τα­μπά­χα­να του Αγ. Δη­μη­τρί­ου). Εκτός από το «Σπόρ­τιγκ Κλαμπ» η θε­α­τρι­κή ζωή στη Σμύρ­νη εξυ­πη­ρε­τεί­ται επί­σης από τα θέ­α­τρα «Γκαίϋ», που κτί­ζε­ται το 1909 και αρ­γό­τε­ρα με­τα­βα­πτί­ζε­ται σε «Ίρι­δα», και από το πο­λυ­τε­λές Θέ­α­τρο «Σμύρ­νης» το 1911, με το οποίο η Σμύρ­νη απο­κτά ένα από τα ωραιό­τε­ρα και κομ­ψό­τε­ρα θέ­α­τρα των Βαλ­κα­νί­ων και της Ανα­το­λής, κα­θώς επί­σης από το θε­ρι­νό θέ­α­τρο «Σπλέ­ντιτ» και το θέ­α­τρο «Κραί­μερ».
Η μα­κρο­χρό­νια πα­ρου­σία τό­σο του ξέ­νου θε­ά­τρου όσο και του ελ­λη­νι­κού ήταν φυ­σι­κό να δη­μιουρ­γή­σει ένα ευ­ρύ καλ­λιερ­γη­μέ­νο κοι­νό που απο­τέ­λε­σε το φυ­τώ­ριο, μέ­σα από το οποίο ξε­πή­δη­σαν νέ­οι θε­ρά­πο­ντες της θε­α­τρι­κής τέ­χνης. Έτσι η Σμύρ­νη μπό­λια­σε την ελ­λη­νι­κή σκη­νή με νέ­ους ηθο­ποιούς που τί­μη­σαν το όνο­μα του καλ­λι­τέ­χνη πρώ­τα στην πα­τρί­δα τους και αρ­γό­τε­ρα στην Ελ­λά­δα. Εν­δει­κτι­κά ανα­φέ­ρου­με τους με­γά­λους ηθο­ποιούς Μή­τσο Μυ­ράτ (1878-1964), Κυ­βέ­λη Αδρια­νού (1887-1978) και Γιώρ­γο Γλη­νό (1895-1966) αλ­λά και τους Νι­κό­λαο Πε­ζό­δρο­μο, Βά­σο Αρ­γυ­ρό­που­λο, Αλε­ξάν­δρα Καλ­λι­νέα, Μά­ριο Πα­λαιο­λό­γο, Αντ. Τζι­νιό­λη, Βασ. Δεν­δρι­νού, Στά­σα Αμη­ρά, Ιω­άν­νη Στυ­λια­νό­που­λο, Ζα­ζά Μπριλ­λά­ντη, Χριστ. Χει­μά­ρα κ.ά.
Από το 1919 και ως το 1922, Σμυρ­νιοί ηθο­ποιοί συμ­με­τεί­χαν επί­σης στους στρα­τιω­τι­κούς λε­γό­με­νους θιά­σους που ακο­λου­θού­σαν τα ελ­λη­νι­κά στρα­τεύ­μα­τα στο μέ­τω­πο, φρο­ντί­ζο­ντας για την εμ­ψύ­χω­ση των στρα­τιω­τών. Στο μέ­τω­πο της Μι­κρα­σί­ας πο­λε­μού­σαν και έδι­ναν πα­ρα­στά­σεις, ο Γε­ώρ­γιος Γλη­νός, ο Ιω­άν­νης Αυ­λω­νί­της, ο Ηλί­ας Βερ­γό­που­λος, ο Άγ­γε­λος Μαυ­ρό­που­λος, ο Κώ­στας Μου­σού­ρης, ο Γε­ώρ­γιος Σα­ρα­ντί­δης, ο Γιάν­νης Ση­μη­ριώ­της, ο Κυ­ριά­κος Μαυ­ρέ­ας, ο Νί­κος Περ­δί­κης, ο Δη­μή­τριος Σι­μό­που­λος, ο Στέ­φα­νος Κα­λου­τάς κ.ά. αλ­λά και γυ­ναί­κες ηθο­ποιοί, όπως η Αθη­νά Λο­ράν­δου, η Κα­τί­να Κα­λου­τά, η Αθη­νά Ση­μη­ριώ­του, η Αγ­γε­λι­κή Ζερ­βί­δου, η Αλέ­κα Νι­κο­λά­ου κ.ά.
Στο μοι­ραίο για την τύ­χη της Σμύρ­νης 1922 εντο­πί­ζο­νται να δί­νουν πα­ρα­στά­σεις: ο θί­α­σος οπε­ρέτ­τας της Έλ­λης Αφε­ντά­κη, που, αφού δώ­σει δέ­κα μό­νο πα­ρα­στά­σεις, ανα­χω­ρεί για τη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Στις 26 Μαρ­τί­ου φθά­νει ο ιτα­λι­κός θί­α­σος της Οδέτ­της Μα­ριόν, που δί­νει με επι­τυ­χία πα­ρα­στά­σεις, με οπε­ρέτ­τες του Λέ­χαρ, το με­λό­δρα­μα Μα­ντάμ Μπα­τερ­φλάυ. Και αυ­τός με­τά από 15 πα­ρα­στά­σεις ανα­χω­ρεί για τη Θεσ­σα­λο­νί­κη.
Το Πά­σχα φθά­νει ο θί­α­σος των αδελ­φών Νέ­ζερ, Κων­στα­ντί­νου και Μα­ρί­κας, τα «Νε­ζε­ρά­κια».
Πρό­κει­ται για πο­λυ­πρό­σω­πο (25) μου­σι­κό θί­α­σο που αρ­χί­ζει να δί­νει πα­ρα­στά­σεις στο θέ­α­τρο «Κυ­βέ­λης», με επι­θε­ω­ρή­σεις και κω­μω­δί­ες με­τ’ ασμά­των. Το θέ­α­τρο γε­μί­ζει κα­θη­με­ρι­νά με πο­λί­τες και αξιω­μα­τι­κούς που έρ­χο­νται να δουν τον Βα­πτι­στι­κό, το Σι­νε­μά κα­μπα­ρέ του Πο­λύ­βιου Δη­μη­τρα­κό­που­λου, Τα σκα­πα­νά­κια και άλ­λες γνω­στές επι­θε­ω­ρή­σεις της επο­χής.
Ο τε­λευ­ταί­ος ελ­λη­νι­κός θί­α­σος που πη­γαί­νει στη Σμύρ­νη εί­ναι ο μου­σι­κός θί­α­σος του Ζα­χα­ρία Μέρ­τι­κα, που έρ­χε­ται τον Ιού­νιο 1922 και μέ­νει ως την Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή, και ο ιτα­λι­κός με­λο­δρα­μα­τι­κός θί­α­σος του Σερ­νέ­λα, πε­νή­ντα ατό­μων με λυ­ρι­κούς καλ­λι­τέ­χνες με­γά­λης αξί­ας, όπως ο Ιτα­λός τε­νό­ρος Del Ry και η φη­μι­σμέ­νη υψί­φω­νος Σα­ρα­τζά­νη. Οι πα­ρα­στά­σεις δί­νο­νται στο θέ­α­τρο «Κυ­βέ­λης», όμως πλέ­ον το κοι­νό εί­ναι αραιό. Το ρε­περ­τό­ριο του πε­ρι­λαμ­βά­νει Τό­σκα, Αϊ­ντα, Τρα­βιά­τα, Ερ­νά­νη, Πα­λιά­τσους, Τρο­βα­τό­ρε, Κα­βαλ­λε­ρία Ρου­στι­κά­να κλπ. Στις 21 Αυ­γού­στου παί­ζε­ται η Αΐ­ντα του Βέρ­ντι, μια όπε­ρα συμ­βο­λι­κή για την εξέ­λι­ξη των γε­γο­νό­των της Σμύρ­νης. Η σκλά­βα ηρω­ϊ­δα από την Αι­θιο­πία που πε­θαί­νει θα μπο­ρού­σε κάλ­λι­στα να συμ­βο­λί­ζει τον χα­μό της Σμύρ­νης και ολό­κλη­ρης της Ιω­νί­ας. Η τε­λευ­ταία πα­ρά­στα­ση δί­νε­ται στις 22 Αυ­γού­στου, ένα μή­να πριν την κα­τα­στρο­φή, με τη Μπο­έμ του Που­τσί­νι.
Έτσι το θέ­α­τρο, μία αντι­προ­σω­πευ­τι­κή έκ­φρα­ση της πο­λι­τι­στι­κής δη­μιουρ­γί­ας του μεί­ζο­νος ελ­λη­νι­σμού, με­τά από ογδό­ντα χρό­νια ακ­μαί­ας πο­ρεί­ας θα δια­κο­πεί βί­αια, πα­ρα­συ­ρό­με­νο μέ­σα στη δί­νη των γε­γο­νό­των. Ακο­λου­θώ­ντας τη μοί­ρα των ξε­ρι­ζω­μέ­νων, άλ­λοι ηθο­ποιοί πέ­φτουν ηρω­ι­κά και άλ­λοι, ύστε­ρα από χί­λιες πε­ρι­πέ­τειες και τα­λαι­πω­ρί­ες, σώ­ζο­νται.
Η Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή θα σα­ρώ­σει τα πά­ντα, ελ­λη­νι­κούς πλη­θυ­σμούς, υπο­δο­μές, θε­σμούς, θέ­α­τρα και θιά­σους. Το ελ­λη­νι­κό θέ­α­τρο στη Σμύρ­νη θα κα­τα­στρα­φεί ακο­λου­θώ­ντας τη μοί­ρα της προ­σφυ­γιάς.
Η Σμύρ­νη, η μυ­ρό­εσ­σα αυ­τή πό­λη της κα­θ’ ημάς Ανα­το­λής, γε­νέ­τει­ρα ση­μα­ντι­κών προ­σω­πι­κο­τή­των των γραμ­μά­των και των τε­χνών, έμελ­λε με­τά την κα­τα­στρο­φή να μπο­λιά­σει με το αί­μα των παι­διών της την πο­λι­τι­στι­κή ζωή της κυ­ρί­ας Ελ­λά­δας και ιδιαί­τε­ρα αυ­τή της αθη­ναϊ­κής ζω­ής. Μία σει­ρά πνευ­μα­τι­κών αν­θρώ­πων, δια­κε­κρι­μέ­νων και μη, θα συ­νε­χί­σουν τη στα­διο­δρο­μία τους στην ελ­λη­νι­κή πρω­τεύ­ου­σα.

Ο θεατρικός συγγραφέας Σύλβιος (Ανδρέας Παπαδόπουλος) με την ηθοποιό Ζαζά Μπριλλάντη (Αρχείο Θεατρικού Μουσείου)
Ο θεατρικός συγγραφέας Σύλβιος (Ανδρέας Παπαδόπουλος) με την ηθοποιό Ζαζά Μπριλλάντη (Αρχείο Θεατρικού Μουσείου)
Μέρος Β΄: Μικρασιάτες θεατρικοί συγγραφείς και λοιποί θεατράνθρωποι (Σμύρνη 20ός αιώνας – Αθήνα μετά το 1922)

Στην ενό­τη­τα αυ­τή πα­ρου­σιά­ζε­ται σε συ­ντο­μία η φυ­σιο­γνω­μία και η πνευ­μα­τι­κή δη­μιουρ­γία σε σχέ­ση με το θέ­α­τρο Μι­κρα­σια­τών συγ­γρα­φέ­ων και λοι­πών θε­α­τραν­θρώ­πων στον 20ό αιώ­να με­τά το 1922.
Λό­γω της πλη­θώ­ρας σπου­δαί­ων προ­σω­πι­κο­τή­των των γραμ­μά­των και της τέ­χνης μι­κρα­σια­τι­κής κα­τα­γω­γής, στην πα­ρού­σα ενό­τη­τα δεν έχουν πε­ρι­λη­φθεί θε­α­τρι­κοί συγ­γρα­φείς και θε­α­τράν­θρω­ποι με κα­τα­γω­γή από την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και την Ανα­το­λι­κή Θρά­κη, οι οποί­οι πρό­κει­ται να πε­ρι­λη­φθούν σε άλ­λο σχε­τι­κό δη­μο­σί­ευ­μα της γρά­φου­σας.
Στο πα­ρόν δη­μο­σί­ευ­μα πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται αμι­γώς οι Μι­κρα­σιά­τες συγ­γρα­φείς και θε­α­τράν­θρω­ποι που έχουν γεν­νη­θεί σε πε­ριο­χές της Μι­κράς Ασί­ας μέ­χρι το 1922 και πα­ρα­τί­θε­νται σε υπο­ε­νό­τη­τες κα­τά χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά της γέν­νη­σής τους και όχι οι Μι­κρα­σιά­τες θε­α­τρι­κοί δη­μιουρ­γοί δεύ­τε­ρης γε­νιάς.

Δρα­μα­τουρ­γία

Άγ­γε­λος Ση­μη­ριώ­της (1870-1944)

Γεν­νή­θη­κε στο Δι­κε­λί της Μι­κράς Ασί­ας το 1870. Απο­φοί­τη­σε από την Εμπο­ρι­κή Σχο­λή της Χάλ­κης και στη συ­νέ­χεια φοί­τη­σε στη Νο­μι­κή Σχο­λή του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών. Με­τά από σπου­δές στην Ελ­βε­τία και στη Γαλ­λία, επέ­στρε­ψε στη Σμύρ­νη, όπου διο­ρί­στη­κε κα­θη­γη­τής γαλ­λι­κών στην Ευαγ­γε­λι­κή Σχο­λή και στο Κε­ντρι­κό Παρ­θε­να­γω­γείο Σμύρ­νης. Με­τά τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή ήρ­θε στην Αθή­να, όπου ερ­γά­στη­κε ως εκ­παι­δευ­τι­κός σε διά­φο­ρα σχο­λεία αλ­λά και ως δη­μο­σιο­γρά­φος όπως εί­χε ήδη κά­νει στη Σμύρ­νη και την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη.Στα Γράμ­μα­τα εμ­φα­νί­στη­κε ως ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος και θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας με σει­ρά ιστο­ρι­κών δρα­μά­των: Φρό­σω Νο­τα­ρά (Σμύρ­νη 1922-Αθή­να 1923), Πρό­λο­γος στην Αστραία (Αθή­να 1929), Αστραία (Σμύρ­νη 1910, Αθή­να 1929), Ζωή Πορ­φυ­ρο­γέν­νη­τη (Αθή­να 1929/1930), Το παι­χνί­δι του βα­σι­λιά Καν­δαύ­λη (Αθή­να 1929), Ο αντι­φω­νη­τής μί­λη­σε, που βρα­βεύ­τη­κε από τον Στα­θά­τειο Δια­γω­νι­σμό, και Οι γά­μοι του Ρω­μα­νού (1931). Επί­σης το δρά­μα Στά­σα Σι­δέ­ρη (1908) και τις κω­μω­δί­ες Μί­στερ Σιμ Ρέ­βυ­θς ή ο ει­κο­νι­κός σύ­ζυ­γος (1932) και Ο άν­θρω­πος και η σκιά του (1934). Με­τέ­φρα­σε επί­σης τον Αγα­μέ­μνο­να του Αι­σχύ­λου. Τα έρ­γα του παί­χτη­καν με επι­τυ­χία στη Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, στη Σμύρ­νη και στην Αθή­να. Πέ­θα­νε στη Νέα Ιω­νία τον Οκτώ­βριο του 1944.

Στυ­λια­νός Σε­φε­ριά­δης (1873-1951)

Γεν­νή­θη­κε στη Σμύρ­νη το 1873. Δια­πρε­πής νο­μι­κός, διε­τέ­λε­σε Κα­θη­γη­τής Διε­θνούς Δι­καί­ου στο Πα­νε­πι­στή­μιο Αθη­νών, Πρύ­τα­νης του ίδιου πα­νε­πι­στη­μί­ου και μέ­λος της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών. Προ­σω­πι­κό­τη­τα με πολ­λά πνευ­μα­τι­κά εν­δια­φέ­ρο­ντα με­τα­ξύ των οποί­ων και η θε­α­τρι­κή γρα­φή και με­τά­φρα­ση. Συ­νέ­γρα­ψε τα θε­α­τρι­κά έρ­γα Τρελ­λός από έρω­τα, Η θυ­σία της Άρ­τας και Γότ­θος και με­τέ­φρα­σε στη δη­μο­τι­κή τον Οι­δί­πο­δα Τύ­ραν­νο του Σο­φο­κλή, που σκαν­δά­λι­σε τους επι­φα­νείς πο­λί­τες της Σμύρ­νης, λά­τρεις της κα­θα­ρεύ­ου­σας, όταν παί­χτη­κε το 1910 στον Αθλη­τι­κό Όμι­λο Σμύρ­νης. Πέ­θα­νε στο Πα­ρί­σι το 1951.

Γε­ώρ­γιος Ση­μη­ριώ­της (1878-1964)

Αδελ­φός του Άγ­γε­λου Ση­μη­ριώ­τη, γεν­νή­θη­κε στο Αδρα­μύ­τιο της Μι­κράς Ασί­ας το 1878. Το 1881 η οι­κο­γέ­νειά του με­τα­κό­μι­σε στη Μυ­τι­λή­νη όπου ο Γε­ώρ­γιος Ση­μη­ριώ­της πέ­ρα­σε τα παι­δι­κά του χρό­νια και ολο­κλή­ρω­σε τις γυ­μνα­σια­κές του σπου­δές. Στη συ­νέ­χεια εγκα­τα­στά­θη­κε στην Αθή­να από το 1898 έως το 1906 και αρ­γό­τε­ρα τα­ξί­δε­ψε στη Σμύρ­νη, τη Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, τη Γαλ­λία, τη Γερ­μα­νία, την Ελ­βε­τία και τις ΗΠΑ. Επέ­στρε­ψε στη συ­νέ­χεια στη Σμύρ­νη και πριν από το 1922 εγκα­τα­στά­θη­κε ορι­στι­κά στην Αθή­να. Εμ­φα­νί­στη­κε στα γράμ­μα­τα ως ποι­η­τής και κυ­ρί­ως ως με­τα­φρα­στής Γάλ­λων συγ­γρα­φέ­ων, θε­α­τρι­κών και μη. Επί­σης υπήρ­ξε πε­ζο­γρά­φος και σε­να­ριο­γρά­φος, διευ­θυ­ντής του Θε­α­τρι­κού Φοι­τη­τι­κού Ομί­λου και σύμ­βου­λος στην Ένω­ση Ελ­λή­νων Λο­γο­τε­χνών. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε στο θέ­α­τρο με το δρά­μα Τα καρ­να­βά­λια του έρω­τα (Σμύρ­νη 1920) και έχει αφή­σει το στίγ­μα του ως ο συγ­γρα­φέ­ας ενός από τα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα ερ­γα­τι­κά δρά­μα­τα, του έρ­γου Η κόκ­κι­νη πρω­το­μα­γιά (Αθή­να 1921), που δεν παί­χτη­κε στην Αθή­να αλ­λά στη Νέα Υόρ­κη το 1923. Έγρα­ψε επί­σης τα θε­α­τρι­κά έρ­γα Τρα­γι­κό ξύ­πνη­μα (1930),Τα φρού­τα της επο­χής (1931), Ποιος; Ποιον; (1932). Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1964.

Πλά­των Ρο­δο­κα­νά­κης (1883-1919)

(Ψευ­δώ­νυ­μο του Πλά­τω­νος Σου­λιώ­τη.) Γεν­νή­θη­κε στη Σμύρ­νη το 1883. Απο­φοί­τη­σε από τη Σχο­λή Μπά­ξερ της Σμύρ­νης και στη συ­νέ­χεια φοί­τη­σε στη Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή της Χάλ­κης, κα­θώς προ­ε­τοι­μα­ζό­ταν για κλη­ρι­κός. Αρ­γό­τε­ρα την εγκα­τέ­λει­ψε και ασχο­λή­θη­κε με τη δη­μο­σιο­γρα­φία στη Σμύρ­νη και κα­τό­πιν στην Αθή­να συ­νερ­γα­ζό­με­νος με την εφη­με­ρί­δα Ακρό­πο­λις, όπου και δη­μο­σί­ευ­σε το αυ­το­βιο­γρα­φι­κό κεί­με­νό του Το φλο­γι­σμέ­νο ρά­σο, το οποίο εί­χε συγ­γρά­ψει στην Χάλ­κη. Υπήρ­ξε φα­να­τι­κός με­λε­τη­τής της βυ­ζα­ντι­νής ιστο­ρί­ας. Στα Γράμ­μα­τα εμ­φα­νί­στη­κε με τρία λο­γο­τε­χνι­κά έρ­γα, με­τα­ξύ των οποί­ων και το θε­α­τρι­κό έρ­γο του Άγιος Δη­μή­τριος, που παί­χτη­κε από τον θί­α­σο Κο­το­πού­λη (1917) με θριαμ­βευ­τι­κή υπο­δο­χή από το κοι­νό. Βρα­βεύ­τη­κε στον Αβε­ρώ­φειο Δρα­μα­τι­κό Δια­γω­νι­σμό το 1918. Συ­νέ­γρα­ψε επί­σης τα μο­νό­πρα­κτα έρ­γα του Ο Πιε­ρό­το, Η θε­α­τρί­να, Το τσα­κά­λι και το ιστο­ρι­κό δρά­μα Κλυ­ται­μνή­στρα. Ρο­μα­ντι­κός και ταυ­τό­χρο­να παρ­νασ­σι­κός, σύμ­φω­να με τον Νά­σο Βα­γε­νά, μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί πρό­δρο­μος των υπερ­ρε­α­λι­στών. Διε­τέ­λε­σε διευ­θυ­ντής της Εθνι­κής Βι­βλιο­θή­κης, έφο­ρος Βυ­ζα­ντι­νών Αρ­χαιο­τή­των και ένας από τους ιδρυ­τές της Εται­ρεί­ας Βυ­ζα­ντι­νών Σπου­δών. Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1919.

Φί­λων Κτε­νί­δης (1889-1963)

Γεν­νή­θη­κε στην Τρα­πε­ζού­ντα το 1889. Το 1906 απο­φοί­τη­σε από το Φρο­ντι­στή­ριο Τρα­πε­ζού­ντας. Άρ­χι­σε να αρ­θρο­γρα­φεί στην εφη­με­ρί­δα Εθνι­κή Δρά­σις και το 1910 ανέ­λα­βε διευ­θυ­ντής της δι­κής του εφη­με­ρί­δας Επι­θε­ώ­ρη­σις. Απε­λά­θη­κε από τους Τούρ­κους και εγκα­τα­στά­θη­κε στην Αθή­να, όπου φοί­τη­σε στην Ια­τρι­κή Σχο­λή του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών. Το 1920 κα­τε­τά­γη εθε­λο­ντής στον ελ­λη­νι­κό στρα­τό και με­τά τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή εγκα­τα­στά­θη­κε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, όπου ασχο­λή­θη­κε με τα προ­βλή­μα­τα του προ­σφυ­γι­κού ελ­λη­νι­σμού. Το 1935 εκλέ­χτη­κε βου­λευ­τής Αθη­νών. Πέ­ρα από την πο­λι­τι­κή και το επάγ­γελ­μα του για­τρού, ασχο­λή­θη­κε με τη δη­μο­σιο­γρα­φία (εξέ­δι­δε το πε­ριο­δι­κό Πο­ντια­κή Εστία) και τη λο­γο­τε­χνία. Έχει συγ­γρά­ψει 17 πο­ντια­κά θε­α­τρι­κά έρ­γα με ηθο­γρα­φι­κό, λα­ο­γρα­φι­κό και πα­τριω­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο: Ο Ξε­νη­τέ­ας (1947), Πα­τρί­δες (1949), Μά­ρα­ντον (1952), Δι­γε­νής Ακρί­τας (1955), Απο­θή­κη της Στο­φο­ρί­νας (1955), Ο Κλή­δο­νας (1959), Η γυ­ναί­κα του πρω­το­μά­στο­ρα (1962), Η προ­ξε­νεία, κ.ά. που παί­χτη­καν κα­τ’ επα­νά­λη­ψη στην Αθή­να, στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και την πε­ρι­φέ­ρεια, τό­σο από επαγ­γελ­μα­τι­κούς όσο και από ερα­σι­τε­χνι­κούς θιά­σους. Έτυ­χε πολ­λών τι­μη­τι­κών δια­κρί­σε­ων για τη δρά­ση του. Πέ­θα­νε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη το 1963.

Ξε­νο­φών Ξε­νί­τας (1895-1961)

(Ψευ­δώ­νυ­μο του Ξε­νο­φώ­ντος Άκο­γλου). Λο­γο­τέ­χνης, λα­ο­γρά­φος και στρα­τιω­τι­κός. Γεν­νή­θη­κε στη Σαμ­ψού­ντα του Πό­ντου όπου ολο­κλή­ρω­σε τις εγκύ­κλιες σπου­δές του. Το 1915 ήρ­θε στην Ελ­λά­δα και κα­τε­τά­γη στα στρα­τεύ­μα­τα της Εθνι­κής Άμυ­νας που έδρευε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Με­τά τη λή­ξη του Α΄ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου υπη­ρέ­τη­σε τη στρα­τιω­τι­κή του θη­τεία. Συμ­με­τεί­χε επί­σης στη Μι­κρα­σια­τι­κή Εκ­στρα­τεία. Αρ­γό­τε­ρα μο­νι­μο­ποι­ή­θη­κε στις ένο­πλες δυ­νά­μεις. Από νε­α­ρή ηλι­κία εί­χε εκ­δη­λώ­σει το εν­δια­φέ­ρον του για τη λα­ο­γρα­φία της ιδιαί­τε­ρης πα­τρί­δας του. Εξέ­δω­σε τα Λα­ο­γρα­φι­κά των Κο­τυώ­ρων (1939) και τα Ηθο­γρα­φι­κά δι­η­γή­μα­τα (1940) και συ­νέ­γρα­ψε στο πο­ντια­κό ιδί­ω­μα το ιστο­ρι­κό δρά­μα Ακρί­τας (1949). Συ­νερ­γά­στη­κε επί­σης με διά­φο­ρα πε­ριο­δι­κά (Μι­κρα­σια­τι­κά Χρο­νι­κά, Πο­ντια­κή Εστία, Αρ­χεί­ον Πό­ντου, Προ­σφυ­γι­κός Κό­σμος). Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1961.

Λά­ζα­ρος Τα­κα­δό­που­λος (1897-1972)

Γεν­νή­θη­κε στη Σι­να­σό της Καπ­πα­δο­κί­ας το 1897. Πτυ­χιού­χος της Νο­μι­κής και της Φι­λο­σο­φι­κής Σχο­λής του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών. Ερ­γά­στη­κε ως κα­θη­γη­τής στη Γαλ­λι­κή Σχο­λή του Πει­ραιά. Διε­τέ­λε­σε Πρό­ε­δρος του Σω­μα­τεί­ου «Νέα Σι­να­σός» του Πει­ραιά, δρα­στή­ριο μέ­λος και σθε­να­ρός αγω­νι­στής των προ­σφυ­γι­κών δι­καί­ων. Έχει εκ­δώ­σει το ιστο­ρι­κό βι­βλίο Η Σι­να­σός (Αθή­να 1974) και έχει συγ­γρά­ψει θε­α­τρι­κά έρ­γα ηθο­γρα­φι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου όπως Τα πα­ντρο­λο­γή­μα­τα και οι πα­ντρειές στην Σι­να­σό στο σι­να­σί­τι­κο γλωσ­σι­κό ιδί­ω­μα, που παί­χτη­κε στο Δη­μο­τι­κό Θέ­α­τρο Πει­ραιά το 1937, το τε­τρά­πρα­κτο Οι νο­σταλ­γοί της Σι­να­σού, που παί­χτη­κε επί­σης στον Πει­ραιά στις 25 Μαρ­τί­ου 1940, και ένα παι­δι­κό μο­νό­πρα­κτο (1960). Πέ­θα­νε στον Πει­ραιά το 1972.

Παύ­λος Φλώ­ρος (1897-1981)

Στους συγ­γρα­φείς με πλού­σιο και ποι­κί­λο λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο συ­γκα­τα­λέ­γε­ται ο Παύ­λος Φλώ­ρος. Γεν­νή­θη­κε στη Σμύρ­νη το 1897, γιος του με­γα­λέ­μπο­ρου Γε­ωρ­γί­ου Φλώ­ρου από τη Δη­μη­τσά­να. Φοί­τη­σε στην Ανα­ξα­γό­ρειο Σχο­λή στα Βουρ­λά, στο Ελ­λη­νο­γαλ­λι­κό Λύ­κειο του Χρή­στου Αρώ­νη και στη Γερ­μα­νι­κή Σχο­λή της Σμύρ­νης. Στη συ­νέ­χεια σπού­δα­σε πο­λι­τι­κές και κοι­νω­νι­κές επι­στή­μες στα Πα­νε­πι­στή­μια της Λω­ζά­νης και του Αμ­βούρ­γου. Ήταν γνώ­στης τεσ­σά­ρων ευ­ρω­παϊ­κών γλωσ­σών. Επέ­στρε­ψε στη Σμύρ­νη, όπου ανέ­λα­βε τις εμπο­ρι­κές επι­χει­ρή­σεις της οι­κο­γέ­νειάς του. Με τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή έφυ­γε για το Αμ­βούρ­γο, όπου πα­ρέ­μει­νε έως το 1929, οπό­τε επέ­στρε­ψε στην Αθή­να και εγκα­τα­στά­θη­κε στη Νέα Σμύρ­νη. Στα Γράμ­μα­τα εμ­φα­νί­στη­κε αρ­χι­κά ως ποι­η­τής, αρ­γό­τε­ρα ως πε­ζο­γρά­φος, ενώ έχει επί­σης εκ­δώ­σει και έξι βι­βλία με τα­ξι­διω­τι­κές εντυ­πώ­σεις. Το 1967 εξέ­δω­σε έναν τό­μο με έξι θε­α­τρι­κά έρ­γα (Δί­κη και θά­να­τος του Σω­κρά­τη, Κυ­βερ­νή­της Κα­πο­δί­στριας, Ο κύ­κλος έκλει­σε, Συ­νά­ντη­ση στο ανά­κτο­ρο, Ο Νι­κη­τής, Corso Umberto). Με­τά­φρα­σε επί­σης το δρά­μα Ο θά­να­τος του Εμπε­δο­κλή του Friedrich Holderin (Αθή­να 1944). Κο­σμο­πο­λί­της, κα­θώς έζη­σε για με­γά­λο χρο­νι­κό διά­στη­μα στην Ευ­ρώ­πη ,εμ­φα­νί­ζε­ται επη­ρε­α­σμέ­νος από το ρεύ­μα του αι­σθη­τι­σμού και τη νι­τσεϊ­κή φι­λο­σο­φία. Μέ­λος της Εται­ρεί­ας Ελ­λή­νων Λο­γο­τε­χνών και της Εθνι­κής Εται­ρεί­ας Ελ­λή­νων Λο­γο­τε­χνών, τι­μή­θη­κε με πολ­λές δια­κρί­σεις όπως με έπαι­νο από τον Κα­λο­και­ρί­νειο Δια­γω­νι­σμό το 1939 για το έρ­γο του Κυ­βερ­νή­της Κα­πο­δί­στριας. Ήταν επί­σης συ­νερ­γά­της πολ­λών εφη­με­ρί­δων και πε­ριο­δι­κών και τα­κτι­κός συ­νερ­γά­της της Νέ­ας Εστί­ας για μία δε­κα­ε­τία. Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1981.

Δη­μή­τρης Φω­τιά­δης (1898-1988)

Μία ξε­χω­ρι­στή φυ­σιο­γνω­μία, ο Δη­μή­τρης Φω­τιά­δης γεν­νή­θη­κε στη Σμύρ­νη το 1898 από εύ­πο­ρη οι­κο­γέ­νεια. Στη διάρ­κεια του Μι­κρα­σια­τι­κού πο­λέ­μου κα­τα­τά­χθη­κε εθε­λο­ντής και με­τά την κα­τα­στρο­φή εγκα­τα­στά­θη­κε στην Αθή­να. Η πρώ­τη εμ­φά­νι­σή του στα Γράμ­μα­τα γί­νε­ται με πέ­ντε θε­α­τρι­κά έρ­γα (Μα­γε­μέ­νο βιο­λί 1931, Μά­νια Μί­τρο­βα 1932, Κα­τα­κτη­τές 1936, Ο κό­σμος ανά­πο­δα 1937, Θε­ο­δώ­ρα 1946 και Μα­κρυ­γιάν­νης 1946), ενώ πα­ράλ­λη­λα γί­νε­ται διευ­θυ­ντής του πε­ριο­δι­κού Νε­ο­ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα (1936-1941), ενός πε­ριο­δι­κού με με­γά­λη απή­χη­ση στους λο­γο­τε­χνι­κούς κύ­κλους. Στη διάρ­κεια της Κα­το­χής έφυ­γε στη Μέ­ση Ανα­το­λή, ενώ με­τά τον Εμ­φύ­λιο εξο­ρί­στη­κε στη Μα­κρό­νη­σο, την Ικα­ρία και τον Άγιο Ευ­στρά­τιο. Από το 1945-1948 εξέ­δι­δε το πε­ριο­δι­κό Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα, όρ­γα­νο έκ­φρα­σης των πνευ­μα­τι­κών αν­θρώ­πων της επο­χής του στο χώ­ρο της Αρι­στε­ράς. Με­τά τον πό­λε­μο θα στρα­φεί στην ιστο­ριο­γρα­φία (βλ. τε­τρά­το­μο έρ­γο του Η επα­νά­στα­ση του ’21 κ.ά.) που τον απα­σχο­λού­σε από την αρ­χή, όπως φαί­νε­ται και από τη θε­μα­το­λο­γία των θε­α­τρι­κών του έρ­γων που όλα γνώ­ρι­σαν τα φώ­τα της σκη­νής από ση­μα­ντι­κούς θιά­σους (Μα­ρί­κα Κο­το­πού­λη Ο κό­σμος ανά­πο­δα, Μά­νια Μί­τρο­βα Λαϊ­κό Θέ­α­τρο Βα­σί­λη Ρώ­τα, Ενω­μέ­νοι Καλ­λι­τέ­χνες, Μά­νος Κα­τρά­κης) με πο­λύ ευ­νοϊ­κές κρι­τι­κές. Τι­μή­θη­κε με το Με­τάλ­λιο της Εται­ρεί­ας Ελ­λη­νι­κών Σπου­δών του Πα­νε­πι­στη­μί­ου της Σορ­βόν­νης το 1939 και το Κρα­τι­κό Βρα­βείο Μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κής Βιο­γρα­φί­ας το 1982. Διε­τέ­λε­σε επί­σης Πρό­ε­δρος της Εται­ρεί­ας Ελ­λή­νων Λο­γο­τε­χνών (1974-1977). Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1988.

Ντό­λης Νίκ­βας (1903-1936)

(Φι­λο­λο­γι­κό ψευ­δώ­νυ­μο του Από­στο­λου Βα­σι­λειά­δη.) Γεν­νή­θη­κε στη Μά­κρη της Μι­κράς Ασί­ας το 1903. Φοί­τη­σε στην Ευαγ­γε­λι­κή Σχο­λή της Σμύρ­νης και συ­νέ­χι­σε τις σπου­δές του στην Αθή­να και τη Γερ­μα­νία. Με­τά τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή εγκα­τα­στά­θη­κε στην Αθή­να. Λο­γο­τέ­χνης και ποι­η­τής, έγρα­ψε δι­η­γή­μα­τα και νου­βέ­λες, κα­θώς επί­σης και θε­α­τρι­κά έρ­γα: Δη­μο­σιο­γρά­φος Βερ­γής (1929), Δια­ζύ­γιο (1930), Μα­ριο­νέ­τες, Η κού­νια (1930), Η λέ­ξη που του χρεια­ζό­τα­νε (1931) και Ο κ. υπα­στυ­νό­μος (1931). Ερ­γά­στη­κε ως δη­μο­σιο­γρά­φος, διά­γο­ντας μία ζωή μπο­έμ. Συ­νερ­γά­στη­κε με πολ­λά έντυ­πα, με­τα­ξύ άλ­λων και με το πε­ριο­δι­κό Εβδο­μάς στο οποίο ήταν διευ­θυ­ντής του (1930-1936) και με την εφη­με­ρί­δα Ελ­λη­νι­κόν Μέλ­λον. Πέ­θα­νε νέ­ος λό­γω προ­βλή­μα­τος υγεί­ας το 1936.

Νί­κος Του­τουν­τζά­κης (1905-; )

Γεν­νή­θη­κε το 1905 στη Σμύρ­νη, όπου απο­φοί­τη­σε από την Ευαγ­γε­λι­κή Σχο­λή. Στη συ­νέ­χεια σπού­δα­σε ια­τρι­κή στο Πα­νε­πι­στή­μιο Αθη­νών και ει­δι­κεύ­τη­κε στη δερ­μα­το­λο­γία. Λο­γο­τέ­χνης, θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας και ποι­η­τής. Έγι­νε γνω­στός με την πε­ρί­φη­μη ποι­η­τι­κή του δη­μιουρ­γία Ιω­νία (1947), η οποία κα­θιε­ρώ­θη­κε ως το σύμ­βο­λο των κα­τα­τρεγ­μέ­νων από τη λαί­λα­πα του πο­λέ­μου. Εξέ­δω­σε επί­σης πε­ζο­γρα­φή­μα­τα αλ­λά και ια­τρι­κά με­λε­τή­μα­τα. Ασχο­λή­θη­κε επί­σης με τη θε­α­τρι­κή γρα­φή. Θε­α­τρι­κά έρ­γα του: Οι καϋ­μοί του Αι­γαί­ου (1927), (Α΄ Βρα­βείο Κα­λο­και­ρί­νειου Δια­γω­νι­σμού), Οι πο­νε­μέ­νοι (1931) (Βρα­βείο θε­α­τρι­κού πε­ριο­δι­κού «Πα­ρα­σκή­νια»), Αν­θυ­πο­λο­χα­γός Κί­μων Ζή­σης (Βρα­βείο Δρα­μα­τι­κής Σχο­λής Αθη­νών), Αλ­κι­βιά­δης (1964), Μά­να, τα οποία εί­δαν τα φώ­τα της ρά­μπας. Από το ρα­διό­φω­νο του ΕΙΡ με­τα­δό­θη­καν Η μά­να και Αν­θυ­πο­λο­χα­γός Κί­μων Ζή­σης. Πέ­ντε θε­α­τρι­κά του έρ­γα εκ­δό­θη­καν σε ένα τό­μο το 1983. Έγρα­ψε επί­σης παι­δι­κό θέ­α­τρο: Πο­νε­μέ­νες ψυ­χές (1926), Άλ­κη (1927), Εσπε­ρι­νός (1928). Έχει δη­μο­σιεύ­σει πλεί­στα όσα κεί­με­να, δι­η­γή­μα­τα κ.ά. σε φι­λο­λο­γι­κά πε­ριο­δι­κά. Ο Χρή­στος Σο­λο­μω­νί­δης εξέ­δω­σε με­λέ­τη για το έρ­γο του (Νί­κος Του­τουν­τζά­κης, ο ποι­η­τής Ιω­νί­ας, 1965), αλ­λά το θε­α­τρι­κό του έρ­γο δεν έχει ακό­μα με­λε­τη­θεί. Έτυ­χε πολ­λών δια­κρί­σε­ων, πα­ρα­ση­μο­φο­ρη­θείς με τον Αρ­γυ­ρό Σταυ­ρό του Φοί­νι­κος.

Δη­μή­τρης Ψα­θάς (1907-1979)

Γεν­νή­θη­κε στην Τρα­πε­ζού­ντα του Πό­ντου το 1907. Το 1923 με τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή εγκα­τα­στά­θη­κε στην Αθή­να, όπου ολο­κλή­ρω­σε τις σπου­δές του και αφιε­ρώ­θη­κε στη δη­μο­σιο­γρα­φία. Το 1925 έκα­νε τα πρώ­τα δη­μο­σιο­γρα­φι­κά του βή­μα­τα ως συ­ντά­κτης του Ελεύ­θε­ρου Βή­μα­τος, στη συ­νέ­χεια ως συ­νερ­γά­της των Αθη­ναϊ­κών Νέ­ων υπέ­γρα­φε τη στή­λη «Από τα δι­κα­στή­ρια» με το ψευ­δώ­νυ­μο «Ο μάρ­τυς». Το 1937 ανέ­λα­βε το χρο­νο­γρά­φη­μα στην ίδια εφη­με­ρί­δα με τί­τλο της στή­λης «Εύ­θυ­μα και Σο­βα­ρά». Συ­νερ­γά­στη­κε επί­σης με την Ελευ­θε­ρο­τυ­πία, κα­θώς και με πολ­λά εβδο­μα­διαία πε­ριο­δι­κά. Δη­μο­σί­ευ­σε τό­μους με τα ευ­θυ­μο­γρα­φή­μα­τά του (Η Θέ­μις έχει κέ­φια, 1937· Η Θέ­μις έχει νεύ­ρα, 1938) και πα­ράλ­λη­λα επι­δό­θη­κε στη συγ­γρα­φή θε­α­τρι­κών έρ­γων με με­γά­λη επι­τυ­χία, γε­γο­νός που τον κα­θιέ­ρω­σε ως τον κο­ρυ­φαίο κω­μω­διο­γρά­φο του 20ού αιώ­να. Με­ρι­κά από τα θε­α­τρι­κά του έρ­γα: Το Στρα­βό­ξυ­λο (1940), Μα­ντάμ Σου­σού (1941), Ο νευ­ρι­κός κύ­ριος (1942), Οι Ελα­φρό­μυα­λοι (1943), Χει­μώ­νας του ’41 (1945), Ο Φον Δη­μη­τρά­κης (1946) και πολ­λά άλ­λα που ακο­λού­θη­σαν. Τα έρ­γα παί­χτη­καν απ’ όλους σχε­δόν τους θιά­σους της Αθή­νας και παί­ζο­νται ακό­μα με επι­τυ­χία μέ­χρι σή­με­ρα, αλ­λά έγι­ναν και κι­νη­μα­το­γρα­φι­κές ται­νί­ες με εξί­σου τε­ρά­στια επι­τυ­χία. Ο Δη­μή­τρης Ψα­θάς έγρα­ψε και ένα εκτε­νές ιστο­ρι­κό χρο­νι­κό για τη ζωή και τους διωγ­μούς του πο­ντια­κού ελ­λη­νι­σμού με τί­τλο Γη του Πό­ντου (1966). Τα έρ­γα του με­τα­φρά­στη­καν σε πολ­λές γλώσ­σες και παί­χτη­καν σε πολ­λές χώ­ρες. Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1979.

Νί­κος Ση­μη­ριώ­της (1911-1996)

Γεν­νή­θη­κε στη Σμύρ­νη το 1911. Ανε­ψιός του Άγ­γε­λου και Γιώρ­γου Ση­μη­ριώ­τη. Σπού­δα­σε πο­λι­τι­κός μη­χα­νι­κός στο Εθνι­κό Με­τσό­βιο Πο­λυ­τε­χνείο και ερ­γά­στη­κε ως μη­χα­νι­κός σε διά­φο­ρες τε­χνι­κές υπη­ρε­σί­ες της ελ­λη­νι­κής επι­κρά­τειας. Πα­ράλ­λη­λα ασχο­λή­θη­κε με τη ζω­γρα­φι­κή, τη γλυ­πτι­κή, τη μου­σι­κή και την ποί­η­ση, για την οποία τι­μή­θη­κε με το βρα­βείο της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών. Πο­λύ­γλωσ­σος όπως ήταν, με­τά­φρα­σε στα ελ­λη­νι­κά Βί­κτω­ρα Ου­γκώ, Ρίλ­κε, Χάι­νε, Δά­ντη, Πε­τράρ­χη, Ντ’ Ανού­τσιο, Λόρ­κα κ.ά. Εκτός από την ποί­η­ση συ­νέ­γρα­ψε και θε­α­τρι­κά έρ­γα: Τ’ αδρά­χτι της μοί­ρα» (1944), Οι κα­μπά­νες της λευ­τε­ριάς (1946) (Α΄ Βρα­βείο Κα­λο­και­ρί­νειου Θε­α­τρι­κού Δια­γω­νι­σμού), Πο­λύ φως (1954), Αφού πε­ρά­σουν πέ­ντε χρό­νια (1964) κ.ά. Ασχο­λή­θη­κε επί­σης με τον κι­νη­μα­το­γρά­φο. Έχει δη­μιουρ­γή­σει επτά τα­ξι­διω­τι­κές ται­νί­ες και δύο ται­νί­ες μυ­θο­πλα­σί­ας. Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1996.

Σί­μος Λια­νί­δης (1915-2001)

Γεν­νή­θη­κε στη Σά­ντα της Τρα­πε­ζού­ντας το 1915. Το 1922 ήρ­θε με την οι­κο­γέ­νειά του στην Ελ­λά­δα και εγκα­τα­στά­θη­κε στην Κα­λα­μα­ριά Θεσ­σα­λο­νί­κης. Αφού ολο­κλή­ρω­σε τις εγκύ­κλιες σπου­δές του στην Κα­λα­μα­ριά, σπού­δα­σε φι­λο­λο­γία στη Φι­λο­σο­φι­κή Σχο­λή του ΑΠΘ. Ερ­γά­στη­κε ως κα­θη­γη­τής στη δη­μό­σια εκ­παί­δευ­ση και πα­ράλ­λη­λα ασχο­λή­θη­κε με τη λο­γο­τε­χνία, δη­μο­σιεύ­ο­ντας ποι­ή­μα­τα και λο­γο­τε­χνι­κά δο­κί­μια σε εφη­με­ρί­δες και φι­λο­λο­γι­κά πε­ριο­δι­κά. Ασχο­λή­θη­κε πα­ράλ­λη­λα με τη θε­α­τρι­κή γρα­φή, συγ­γρά­φο­ντας τα έρ­γα: Σβέ­ντα Νί­κα (1946), Το αί­μα νε­ρό δεν γί­νε­ται (1952), Πρί­α­μος και Αχιλ­λεύς (1953), Οδυσ­σεύς και Ναυ­σι­κά (1954), Σα κρύα τη λου­τρόν (1955), Τό­μπο­λα (1956), Στις φλό­γες της λευ­τε­ριάς (1977), Τρία πο­ντια­κά θε­α­τρι­κά έρ­γα (1979) και άλ­λα. Εξέ­δω­σε επί­σης Πέ­ντε μο­νό­πρα­κτα για σο­βα­ρό σχο­λι­κό θέ­α­τρο (1999) και τη με­λέ­τη Οι τρεις με­γά­λοι τρα­γι­κοί: Αι­σχύ­λος, Σο­φο­κλής και Ευ­ρι­πί­δης για τις γυ­ναί­κες (1966). Υπήρ­ξε τα­κτι­κό μέ­λος ση­μα­ντι­κών επι­στη­μο­νι­κών εται­ρειών όπως της Επι­τρο­πής Πο­ντια­κών Με­λε­τών (Γε­νι­κός Γραμ­μα­τέ­ας), της Ένω­σης Ελ­λή­νων Λο­γο­τε­χνών, της Εται­ρεί­ας Ελ­λή­νων Θε­α­τρι­κών Συγ­γρα­φέ­ων και άλ­λων. Επί­σης συ­νέ­λε­ξε, κα­τέ­γρα­ψε, μα­γνη­το­φώ­νη­σε, κι­νη­μα­το­γρά­φη­σε και τα­ξι­νό­μη­σε πο­λύ­τι­μο λα­ο­γρα­φι­κό και άλ­λο υλι­κό στο Αρ­χείο Επι­τρο­πής Πο­ντια­κών Με­λε­τών. Πέ­θα­νε στην Κα­λα­μα­ριά το 2001.

Ηλί­ας Τσιρ­κι­νί­δης (1915-1999)

Γεν­νή­θη­κε στο Νο­βο­ρο­σίσκ της Ρω­σί­ας το 1915 από γο­νείς Πο­ντί­ους κα­τα­γό­με­νους από την Αρ­γυ­ρού­πο­λη του Πό­ντου. Εγκα­τα­στά­θη­κε το 1925 στην Ελ­λά­δα, όπου σπού­δα­σε οι­κο­νο­μι­κά και στα­διο­δρό­μη­σε στο Δη­μό­σιο (χρη­μά­τι­σε Έπαρ­χος στο Κιλ­κίς και Νο­μάρ­χης Θε­σπρω­τί­ας, Λευ­κά­δος και Κα­βά­λας). Για τη διοι­κη­τι­κή δρά­ση του τι­μή­θη­κε με πολ­λές δια­κρί­σεις, κα­θώς και για την προ­σφο­ρά του στα πο­ντια­κά γράμ­μα­τα. Στη πο­ντια­κή λο­γο­τε­χνία κα­θιε­ρώ­θη­κε ως ποι­η­τής και αν­θο­λό­γος της πο­ντια­κής ποί­η­σης, αλ­λά άφη­σε τη σφρα­γί­δα του και στο πο­ντια­κό θέ­α­τρο με τα θε­α­τρι­κά έρ­γα του: Τ’ άρω­μαν και το κρί­μαν, Ο πό­λε­μον κα­τά­ρα εν, Ιω­άν­νης Κα­λο­γιάν­νης Μ. Κο­μνη­νός, Τη Τρί­χας το γε­φύ­ριν και Δα­βίδ ο Μέ­γας Κο­μνη­νός. Διε­τέ­λε­σε Πρό­ε­δρος του Καλ­λι­τε­χνι­κού Ορ­γα­νι­σμού Πο­ντί­ων Αθη­νών (Κ.Ο.Π.Α.) από το 1967-1991. Πέ­θα­νε στην Αθή­να (Δρο­σιά Ατ­τι­κής) το 1999.

Σπύ­ρος Μή­λας (1917-2007)

Γεν­νη­μέ­νος στον Μπουρ­νό­βα της Σμύρ­νης το 1917, εγκα­τα­στά­θη­κε με­τά το 1922 στη Νέα Ιω­νία. Ου­σια­στι­κά αυ­το­δί­δα­κτος, με πολ­λές πε­ρι­πέ­τειες στη προ­σω­πι­κή του ζωή για την πο­λι­τι­κή του δρά­ση (Εθνι­κή Αντί­στα­ση, Δι­κτα­το­ρία), ερ­γά­στη­κε ως δη­μο­σιο­γρά­φος και πα­ράλ­λη­λα ασχο­λή­θη­κε σχε­δόν με όλα τα εί­δη του γρα­πτού λό­γου, ποί­η­ση, μυ­θι­στό­ρη­μα, δι­ή­γη­ση, δο­κί­μιο και θέ­α­τρο (Ηρω­διάς και Πρό­δρο­μος, 1970, Πε­θαί­νουν όρ­θιοι, 1979, Εκ­δί­κη­ση, 1979, Ηλέ­κτρα Απο­στό­λου, 1999 και Το αδιέ­ξο­δο, 1999). Τι­μή­θη­κε με διε­θνή βρα­βεία και δύο φο­ρές με το βρα­βείο Ιπε­κτσί (1983 και 1987). Τα έρ­γα του με­τα­φρά­στη­καν και δη­μο­σιεύ­τη­καν στο εξω­τε­ρι­κό. Πέ­θα­νε στην Και­σα­ρια­νή το 2007.

Πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία φιλοξενούμενοι προσωρινά στα θεωρεία του Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών. (Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ)
Πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία φιλοξενούμενοι προσωρινά στα θεωρεία του Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών. (Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ)


Γυ­ναι­κεία θε­α­τρι­κή γρα­φή

Στο νε­ο­ελ­λη­νι­κό θέ­α­τρο θα κα­τα­θέ­σουν τη συμ­βο­λή τους και γυ­ναί­κες λο­γο­τέ­χνι­δες με κα­τα­γω­γή από τη Μι­κρά Ασία, που πέ­ρα από το πε­ζο­γρα­φι­κό και ποι­η­τι­κό έρ­γο τους ασχο­λή­θη­καν και με τη θε­α­τρι­κή συγ­γρα­φή.

Έλ­λη Πα­πα­δη­μη­τρί­ου (1906-1993)

Ξε­χω­ρι­στή προ­σω­πι­κό­τη­τα των Ελ­λη­νι­κών Γραμ­μά­των. Γεν­νή­θη­κε στη Σμύρ­νη το 1906 από εύ­πο­ρους γο­νείς, που τη στέλ­νουν για σπου­δές στην Αγ­γλία. Επι­στρέ­φει το 1920 στη Σμύρ­νη ως γε­ω­πό­νος, αλ­λά η Κα­τα­στρο­φή του 1922 θα μα­ταιώ­σει τα επαγ­γελ­μα­τι­κά της σχέ­δια. Θα εγκα­τα­στα­θεί στην Αθή­να με απο­κλει­στι­κό αντι­κεί­με­νο ενα­σχό­λη­σής της το προ­σφυ­γι­κό ζή­τη­μα σε όλες του τις εκ­φάν­σεις του (ολι­κή απο­κα­τά­στα­ση των προ­σφύ­γων: τρο­φή, στέ­γα­ση, πε­ρί­θαλ­ψη, διά­σω­ση της μνή­μης) σε συ­νερ­γα­σία με τη Μέλ­πω Μερ­λιέ. Κα­τ’ αρ­χάς ποι­ή­τρια, η Έλ­λη Πα­πα­δη­μη­τρί­ου θα γρά­ψει το 1952 το θε­α­τρι­κό έρ­γο Ανα­το­λή, με θέ­μα τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή, ένα έρ­γο συ­γκλο­νι­στι­κής αφή­γη­σης, ενώ 100 πε­ρί­που αφη­γή­σεις που συ­γκέ­ντρω­σε σε τέσ­σε­ρις τό­μους με τον τί­τλο Κοι­νός λό­γος θα γί­νουν θε­α­τρι­κές δια­σκευ­ές που πα­ρα­στά­θη­καν στην Αθή­να το 1988, το 1997, το 2004 και το 2013, ως ένα οδοι­πο­ρι­κό γυ­ναι­κεί­ων αφη­γή­σε­ων από τη μα­ζι­κή εξό­ντω­ση των Πο­ντί­ων, τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή, την Κα­το­χή και τον Εμ­φύ­λιο. Άλ­λο έρ­γο της το θε­α­τρι­κό πεί­ρα­μα Το βου­νό (1971) από τον και­ρό της Κα­το­χής. Βα­θιά πο­λι­τι­κο­ποι­η­μέ­νη η Πα­πα­δη­μη­τρί­ου θα δια­τυ­πώ­σει έναν πα­ναν­θρώ­πι­νο λό­γο για την ελευ­θε­ρία, κα­τά της βί­ας του πο­λέ­μου, κα­τά των κοι­νω­νι­κών ανι­σο­τή­των και της κα­τα­πί­ε­σης των λα­ών. Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1993.

Δι­δώ Σω­τη­ρί­ου (1909-2004)

Γεν­νή­θη­κε στο Αϊ­δί­νιο το 1909. Το 1919 η οι­κο­γέ­νειά της εγκα­τα­στά­θη­κε στη Σμύρ­νη και με τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή ήρ­θαν ως πρό­σφυ­γες στον Πει­ραιά και στη συ­νέ­χεια στην Αθή­να, όπου σπού­δα­σε γαλ­λι­κή φι­λο­λο­γία στο Γαλ­λι­κό Ιν­στι­τού­το Αθη­νών. Συ­νέ­χι­σε τις σπου­δές της στη Σορ­βόν­νη στο Πα­ρί­σι, όπου συν­δέ­θη­κε με Γάλ­λους λο­γο­τέ­χνες. Από το 1936 ασχο­λή­θη­κε επαγ­γελ­μα­τι­κά με τη δη­μο­σιο­γρα­φία συ­νερ­γα­ζό­με­νη με διά­φο­ρα έντυ­πα όπως ο Νέ­ος Κό­σμος της Γυ­ναί­κας στο Πα­ρί­σι. Έλα­βε μέ­ρος στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση στη διάρ­κεια της κα­το­χής (1941-1944) και το 1944 ερ­γά­στη­κε ως αρ­χι­συ­ντά­κτρια της εφη­με­ρί­δας Ρι­ζο­σπά­στης. Με­τά τον εμ­φύ­λιο πό­λε­μο συ­νερ­γά­στη­κε με το πε­ριο­δι­κό Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέ­χνης, επί­σης με την εφη­με­ρί­δα Αυ­γή και άλ­λα έντυ­πα. Ασχο­λή­θη­κε συ­στη­μα­τι­κά με τη λο­γο­τε­χνία και θε­ω­ρεί­ται μία από τις ση­μα­ντι­κό­τε­ρες Ελ­λη­νί­δες πε­ζο­γρά­φους του Με­σο­πο­λέ­μου. Το μυ­θι­στό­ρη­μα της Μα­τω­μέ­να χώ­μα­τα εγκαι­νί­α­σε τη μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή τε­χνι­κή με την προ­ο­πτι­κή εξέ­τα­σης των θε­μά­των από ιστο­ρι­κή σκο­πιά. Το έρ­γο αυ­τό δια­σκευά­στη­κε για το θέ­α­τρο το 2004, το 2005 και το 2022. Το 1995 εξέ­δω­σε σε ένα τό­μο με τί­τλο Θέ­α­τρο από τις εκ­δό­σεις «Κέ­δρος» δύο θε­α­τρι­κά έρ­γα και έναν μο­νό­λο­γο (Πε­ρι­πέ­τεια δί­χως τέ­λος, 1968, Στον πλα­νή­τη γη όλα πά­νε κα­λά, 1963, Πο­λι­τεία κω­φα­λά­λων, 1968, μο­νό­λο­γος κα­ταγ­γε­λί­ας της δι­κτα­το­ρί­ας των συ­νταγ­μα­ταρ­χών). Τα θε­α­τρι­κά έρ­γα της, αν και γρά­φτη­καν στα πρώ­τα χρό­νια της δι­κτα­το­ρί­ας, ξε­χά­στη­καν σε μία απο­θή­κη και εκ­δό­θη­καν το 1995, επι­λο­γή της ίδιας που θε­ώ­ρη­σε ότι φυ­σι­κός της χώ­ρος ήταν το μυ­θι­στό­ρη­μα στο οποίο και διέ­πρε­ψε. Το 1975 εξέ­δω­σε το ιστο­ρι­κό κεί­με­νο Η Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή και η στρα­τη­γι­κή του ιμπε­ρια­λι­σμού στην Ανα­το­λι­κή Με­σό­γειο. Έχει τι­μη­θεί με πολ­λές βρα­βεύ­σεις: Βρα­βείο Ιπε­κτσί (1985), Κρα­τι­κό Ει­δι­κό Βρα­βείο Λο­γο­τε­χνί­ας (1989), Βρα­βείο Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών (1999), Τα­ξιάρ­χη του Τάγ­μα­τος του Φοί­νι­κα (1995) κ.ά. Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 2004.

Ιφι­γέ­νεια Χρυ­σο­χό­ου (1909 – 2008)

Γεν­νή­θη­κε στη Μαι­νε­μέ­νη της Μι­κράς Ασί­ας το 1909. Με τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή εγκα­τα­στά­θη­κε με την οι­κο­γέ­νειά της στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, όπου σπού­δα­σε ξέ­νες γλώσ­σες και πα­ράλ­λη­λα μου­σι­κή. Στα Γράμ­μα­τα πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε το 1938 με το αφή­γη­μά της Ο ήλιος βα­σι­λεύ­ει που δη­μο­σί­ευ­σε στη Φι­λο­λο­γι­κή Μα­κε­δο­νία της Δευ­τέ­ρας. Συ­νερ­γά­στη­κε τα­κτι­κά με τον ημε­ρή­σιο και πε­ριο­δι­κό τύ­πο της Θεσ­σα­λο­νί­κης και το ρα­διό­φω­νο. Δια­κρί­θη­κε ως πε­ζο­γρά­φος με τα έρ­γα της που δί­νουν έμ­φα­ση στη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή (Πυρ­πο­λη­μέ­νη γη, 1973, Μαρ­τυ­ρι­κή πο­ρεία, 1974, Ξε­ρι­ζω­μέ­νη γε­νιά, 1977, Εδώ Σμύρ­νη, εδώ Σμύρ­νη, 1985) και στη θέ­ση της γυ­ναί­κας. Με­τα­ξύ άλ­λων εξέ­δω­σε το 1995 το θε­α­τρι­κό της έρ­γο Το ρί­ζω­μα, που αφη­γεί­ται με τρα­γι­κό τρό­πο την εγκα­τά­στα­ση των Μι­κρα­σια­τών στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, τον Σε­πτέμ­βριο του 1922. Ασχο­λή­θη­κε επί­σης με την ποί­η­ση και τη συγ­γρα­φή με­λε­τών και βι­βλί­ων για παι­διά.  Τι­μή­θη­κε με πολ­λά βρα­βεία (Βρα­βείο Κώ­στα και Ελέ­νης Ου­ρά­νη, Έπαι­νο της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών, Αρώ­νειο Έπα­θλο, Βρα­βείο της Εστί­ας Νέ­ας Σμύρ­νης, Βρα­βείο Ιπε­κτσί). Πέ­θα­νε στις 3 Σε­πτεμ­βρί­ου 2008.

Το ελληνικό θέατρο στη Σμύρνη μέχρι το 1922


Επι­θε­ώ­ρη­ση

Σύλ­βιος (1885 ή 1887-1948)

Καλ­λι­τε­χνι­κό ψευ­δώ­νυ­μο του Αν­δρέα Πα­πα­δό­που­λου. Γεν­νή­θη­κε στη Σμύρ­νη το 1885 ή 1887. Συγ­γρα­φέ­ας, επι­θε­ω­ρη­σιο­γρά­φος, θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας, στι­χουρ­γός, με­τα­φρα­στής. Ξε­κί­νη­σε την καλ­λι­τε­χνι­κή του στα­διο­δρο­μία με τη συγ­γρα­φή κει­μέ­νων για σκετς που πα­ρου­σιά­ζο­νταν σε καλ­λι­τε­χνι­κές βρα­διές, κον­σέρ­τα και συ­ναυ­λί­ες για φι­λαν­θρω­πι­κούς σκο­πούς και ερα­σι­τε­χνι­κές πα­ρα­στά­σεις στη Σμύρ­νη. Η παρ­θε­νι­κή του εμ­φά­νι­ση, η οποία υπήρ­ξε και η πρώ­τη του συ­νερ­γα­σία με τον Λαί­λιο Κα­ρα­κά­ση, με τον οποί­ον απε­τέ­λε­σαν σχε­δόν αχώ­ρι­στο καλ­λι­τε­χνι­κό δί­δυ­μο, χρο­νο­λο­γεί­ται το 1913 στο Κορ­δε­λιό με την «το­πι­κή επι­θε­ώ­ρη­ση» Κορ­δε­λιώ­τισ­σες Κού­κλες. Ακο­λού­θη­σαν τα σκετς Δο­ξο­λο­γία, Οι υπνω­τι­σμέ­νο», σε συ­νερ­γα­σία με τον Κώ­στα Μι­σαη­λί­δη και μου­σι­κή Λαί­λιου Κα­ρα­κά­ση, Λο­τα­ρία δω­ρε­άν (1915), σε συ­νερ­γα­σία με τον Κα­ρα­κά­ση. Συ­νερ­γά­στη­κε με τον θί­α­σο Ζα­χα­ρία Μέρ­τι­κα, ενώ το 1917 ίδρυ­σε μα­ζί με τον Κα­ρα­κά­ση και άλ­λους τον «Καλ­λι­τε­χνι­κό Θί­α­σο Σμύρ­νης», στον οποίο ανέ­λα­βε την καλ­λι­τε­χνι­κή διεύ­θυν­σή του, ενώ ο Κα­ρα­κά­σης τη διεύ­θυν­ση ορ­χή­στρας. Στη Σμύρ­νη το δί­δυ­μο Κα­ρα­κά­σης-Σύλ­βιος υπέ­γρα­ψε τις επι­θε­ω­ρή­σεις Σμυρ­ναί­ι­κος Πα­πα­γά­λος (1916), Εγκυ­κλο­παι­δι­κό λε­ξι­κό της Σμύρ­νης (1916), Οι κού­κλες μας, Κα­φέ Σα­ντάν (1917), τις οπε­ρέ­τες Τσιγ­γά­να πρι­γκι­πέσ­σα (1917), δια­σκευή της οπε­ρέ­τας του Emmerich Kálmán Die Csárdársfürstin, Ρό­δο της Στα­μπούλ, δια­σκευή της οπε­ρέ­τας του Leo Fall Die Rose von Stambul κ.ά. Με­τά τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή εγκα­τα­στά­θη­κε στην Αθή­να, συ­νε­χί­ζο­ντας ως επι­θε­ω­ρη­σιο­γρά­φος τη θε­α­τρι­κή και συγ­γρα­φι­κή πο­ρεία του συ­νερ­γα­ζό­με­νος με τον Λαί­λιο Κα­ρα­κά­ση με με­γά­λη επι­τυ­χία. Με­ρι­κές επι­θε­ω­ρή­σεις: Βα­βυ­λω­νία (1928-1929), Τζαζ­μπάντ (1928), Μέ­σα όλοι (1928), Πα­ρι­ζιά­να (1929), Στο Ζέπ­πε­λιν (1929), Τρελ­λή Αθή­να (1930) και πολ­λές ακό­μη. Επί­σης υπέ­γρα­ψε οπε­ρέ­τες, οι πε­ρισ­σό­τε­ρες με τον Λαί­λιο Κα­ρα­κά­ση, όπως: Βεν­ζί­να πα­ρα­κα­λώ (1931), Τα εκα­τομ­μύ­ρια της Λο­λό­τας, Χρυ­σή νε­ράι­δα (1932), Άν­θος της Αθή­νας, Κο­ρί­τσι του κα­μπα­ρέ, Μίσ­σες Μπρά­ουν (1933), Μία νύ­χτα μα­ζί σου, Τρα­γου­δι­στής του κα­ζί­νο, Χα­σίς / Νε­ράι­δα του Νεί­λου» (1934), Δύο άγ­γε­λοι (193;), Εί­μαι δι­κή σου, Πά­με στο Ταμ τουμ, Κύ­ριος υπνω­τι­στής (1935), Μο­ντέρ­να Αφρο­δί­τη (1936), Δύο άγ­γε­λοι /Ο γα­μπρός μου (1937), Τα­γκό νο­τούρ­νο (1938, δια­σκευή από την ομώ­νυ­μη κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή ται­νία), Ρό­δα του Απρί­λη (1940). Έχει επί­σης αφή­σει έρ­γο ως ποι­η­τής, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος αλ­λά και συγ­γρα­φέ­ας παι­δι­κού θε­ά­τρου, ενώ ποι­κί­λες συ­νερ­γα­σί­ες του εντο­πί­ζο­νται σε λαϊ­κά πε­ριο­δι­κά της επο­χής, με σα­τι­ρι­κά κεί­με­να και ηθο­γρα­φί­ες της Σμύρ­νης που απο­τυ­πώ­νουν την ανέ­με­λη πλευ­ρά της σμυρ­ναϊ­κή κοι­νω­νί­ας της επο­χής του. Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1948.

Λαί­λιος Κα­ρα­κά­σης (1885-1951)

Γεν­νή­θη­κε στη Σμύρ­νη το 1885. Από το 1910 διο­ρί­στη­κε υπάλ­λη­λος στην Τρά­πε­ζα Ανα­το­λής. Με­τά το 1922 εγκα­τα­στά­θη­κε στην Αθή­να. Υπήρ­ξε μα­έ­στρος οπε­ρέ­τας, ει­δι­κός σε δια­σκευ­ές τρα­γου­διών, με­τα­φρα­στής ποι­η­τι­κών και θε­α­τρι­κών κει­μέ­νων και επι­θε­ω­ρη­σιο­γρά­φος, σε συ­νερ­γα­σία με τον Σύλ­βιο (βλ. ό.π.). Έχει στο ενερ­γη­τι­κό του πε­ρισ­σό­τε­ρα από 78 έρ­γα (μο­νό­πρα­κτα, οπε­ρέτ­τες και επι­θε­ω­ρή­σεις), που ξε­χώ­ρι­σαν στην αθη­ναϊ­κή σκη­νή. Συ­νερ­γά­στη­κε με πολ­λά πε­ριο­δι­κά της επο­χής, όπου δη­μο­σί­ευ­σε άρ­θρα, ποι­ή­μα­τα και με­τα­φρά­σεις. Πέ­θα­νε στη Μυ­τι­λή­νη το 1951.

Μαγ­γα­νά­ρης Από­στο­λος (1904-1990)

Γεν­νή­θη­κε το 1904 στη Σμύρ­νη, όπου φοί­τη­σε στην Ευαγ­γε­λι­κή Σχο­λή, και στη συ­νέ­χεια σπού­δα­σε νο­μι­κά στο Πα­νε­πι­στή­μιο Αθη­νών και πο­λι­τι­κές επι­στή­μες στη Γερ­μα­νία. Ξε­κί­νη­σε τη στα­διο­δρο­μία του γρά­φο­ντας επι­θε­ω­ρή­σεις και έρ­γα για το θέ­α­τρο. Σε ηλι­κία 24 ετών έγι­νε αρ­χι­συ­ντά­κτης του πε­ριο­δι­κού Εβδο­μάς, ξε­κι­νώ­ντας τη δη­μο­σιο­γρα­φι­κή στα­διο­δρο­μία του που κρά­τη­σε 50 χρό­νια. Αρ­χι­συ­ντά­κτης πολ­λών ημε­ρη­σί­ων εφη­με­ρί­δων και πε­ριο­δι­κών, θε­ω­ρεί­ται ο αρ­χι­τέ­κτο­νας του πε­ριο­δι­κού τύ­που στην Ελ­λά­δα (Φα­ντά­ζιο, Θη­σαυ­ρός, Μπου­κέ­το κ.ά.). Με­τα­ξύ άλ­λων διε­τέ­λε­σε αντι­πρό­ε­δρος της ΕΣΗΕΑ, επί­σης ιδρυ­τής και πρώ­τος πρό­ε­δρος της Ένω­σης Συ­ντα­κτών Πε­ριο­δι­κού Τύ­που. Ως λο­γο­τέ­χνης ασχο­λή­θη­κε κυ­ρί­ως με την ποί­η­ση και εξέ­δω­σε 14 ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές. Ασχο­λή­θη­κε επί­σης με τη θε­α­τρι­κή συγ­γρα­φή (Μαύ­ρα που­λιά, κ.ά.) κυ­ρί­ως με την επι­θε­ώ­ρη­ση (Ρου­κέ­τα, Πι­πε­ριά, Η Αθή­να γε­λά, Κο­ρόι­δο Μου­σο­λί­νι, κ.ά.). Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1990.

Λυ­ρι­κό Θέ­α­τρο

Μα­νώ­λης Κα­λο­μοί­ρης (1883-1962)

Γεν­νή­θη­κε στη Σμύρ­νη το 1883. Φοί­τη­σε στο Παλ­λά­διο Οι­κο­τρο­φείο στη Σμύρ­νη και ολο­κλή­ρω­σε τις εγκύ­κλιες σπου­δές του στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και στην Αθή­να. Συ­νέ­χι­σε στη Βιέν­νη ανώ­τε­ρες μου­σι­κές σπου­δές. Το 1908 εγκα­τα­στά­θη­κε ορι­στι­κά στην Αθή­να. Η μου­σι­κή δη­μιουρ­γία και το πνευ­μα­τι­κό του έρ­γο τον κα­τέ­στη­σαν ως την επι­βλη­τι­κό­τε­ρη μορ­φή της Εθνι­κής Ελ­λη­νι­κής Μου­σι­κής. Το 1910 διο­ρί­στη­κε κα­θη­γη­τής του Ωδεί­ου Αθη­νών, όπου ερ­γά­στη­κε επί 9 χρό­νια, και το 1919 ίδρυ­σε το Ελ­λη­νι­κό Ωδείο. Το 1926 ίδρυ­σε το Εθνι­κό Ωδείο. Το 1911 επι­σκέ­φθη­κε τη Σμύρ­νη όπου με­λο­ποί­η­σε το τρί­πρα­κτο θε­α­τρι­κό έρ­γο του Αλέ­κου Φω­τιά­δη Αμα­ρυλ­λίς. Το έρ­γο του εί­ναι εκτε­νές και πο­λυ­σχι­δές (συν­θέ­σεις, όπε­ρες, συμ­φω­νι­κά έρ­γα, μου­σι­κή δω­μα­τί­ου, έρ­γα για πιά­νο). Όσον αφο­ρά το λυ­ρι­κό θέ­α­τρο, συ­νέ­θε­σε τις όπε­ρες: Πρω­το­μά­στο­ρας (1915),Το δα­χτυ­λί­δι της μά­νας (1917), Ανα­το­λή (1945), Τα ξω­τι­κά νε­ρά (1950), Κων­στα­ντί­νος Πα­λαιο­λό­γος (1961). Το 1945 εκλέ­χτη­κε μέ­λος της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών. Με­τα­ξύ άλ­λων τι­μή­θη­κε με το Εθνι­κό Αρι­στείο Γραμ­μά­των και Τε­χνών (1919) και με πολ­λά ελ­λη­νι­κά πα­ρά­ση­μα. Θε­ω­ρεί­ται από τις προ­σω­πι­κό­τη­τες που προσ­διό­ρι­σαν την πο­λι­τι­στι­κή φυ­σιο­γνω­μία της Ελ­λά­δας στο πρώ­το μι­σό του 20ού αιώ­να.Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1962.

Πέ­τρος Πε­τρί­δης (1892-1977)

Γεν­νή­θη­κε στη Νί­γδη της Καπ­πα­δο­κί­ας το 1892. Νέ­ος πή­ρε μα­θή­μα­τα αρ­μο­νί­ας και πιά­νου στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, όπου σπού­δα­σε στο Ρο­βέρ­τειο Λύ­κειο (1906-1911). Το 1911 με­τέ­βη στο Πα­ρί­σι για σπου­δές Νο­μι­κής στη Σορ­βόν­νη και Πο­λι­τι­κών Επι­στη­μών στην Ελεύ­θε­ρη Σχο­λή Πο­λι­τι­κών Επι­στη­μών. Σύ­ντο­μα επέ­στρε­ψε στην Ελ­λά­δα για να συμ­με­τά­σχει στους Βαλ­κα­νι­κούς Πο­λέ­μους (1912). Στη διάρ­κεια των επι­χει­ρή­σε­ων στην Ήπει­ρο τραυ­μα­τί­στη­κε. Επι­στρέ­φο­ντας στο Πα­ρί­σι, αφο­σιώ­θη­κε στη με­λέ­τη της μου­σι­κής και της σύν­θε­σης (1913). Στη διάρ­κεια του Α΄ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου πα­ρέ­μει­νε στη Γαλ­λία. Διε­τέ­λε­σε μου­σι­κο­κρι­τι­κός του λον­δρέ­ζι­κου Τύ­που της Ελ­λη­νι­κής Πρε­σβεί­ας στο Λον­δί­νο. Συγ­χρό­νως έδι­νε δια­λέ­ξεις για την ελ­λη­νι­κή μου­σι­κή στο Βα­σι­λι­κό Κολ­λέ­γιο. Δί­δα­ξε Νε­ο­ελ­λη­νι­κή Γλώσ­σα στη Σορ­βόν­νη (1919-1921). Συ­νέ­θε­σε πολ­λά έρ­γα συμ­φω­νι­κής μου­σι­κής, μία όπε­ρα, έρ­γα μου­σι­κής δω­μα­τί­ου και φω­νη­τι­κά. Συ­νερ­γά­στη­κε με τις αθη­ναϊ­κές εφη­με­ρί­δες Ελεύ­θε­ρο Βή­μα, Πρω­ία, Κα­θη­με­ρι­νή, Βή­μα και την Christian Science Monitor της Βο­στώ­νης. Εκλέ­χτη­κε αντε­πι­στέλ­λον μέ­λος της Γαλ­λι­κής Ακα­δη­μί­ας Κα­λών Τε­χνών (1958) και μέ­λος της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών (1959). Κα­τά το διά­στη­μα 1944-1975 συ­νερ­γά­στη­κε με την Εθνι­κή Λυ­ρι­κή Σκη­νή ως αρ­χι­μου­σι­κός, διευ­θύ­νο­ντας το ορα­τό­ριο Άγιος Παύ­λος, που πα­ρου­σιά­στη­κε στο Ηρώ­δειο στο πλαί­σιο του Εορ­τα­σμού των 1.900 χρό­νων από την άφι­ξη του Απο­στό­λου Παύ­λου στην Ελ­λά­δα (1951), και το χο­ρό­δρα­μά του Ο Πρα­μα­τευ­τής (1943-1944, 1947-1948, 1957-1958). Μέ­σα στο πλού­σιο έρ­γο του, όσον αφο­ρά το λυ­ρι­κό θέ­α­τρο, ξε­χω­ρί­ζουν η όπε­ρα Ζε­φύ­ρα και τα χο­ρο­δρά­μα­τα Πρα­μα­τευ­τής, Κυ­ρά Φρο­σύ­νη και Θη­σεύς. Ακο­λου­θώ­ντας το πα­ρά­δειγ­μα του Μα­νό­λη Κα­λο­μοί­ρη, δη­μιούρ­γη­σε έρ­γα με­γά­λων δια­στά­σε­ων και άφη­σε το στίγ­μα του ως ση­μα­ντι­κή μορ­φή της ελ­λη­νι­κής μου­σι­κής στο πρώ­το μι­σό του 20ού αιώ­να. Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1977.

Παι­δι­κό Θέ­α­τρο

Στέ­λιος Σπε­ράν­τσας (1888-1962)

Ο Στέ­λιος Σπε­ράν­τσας ένας από τους πρω­το­πό­ρους και πρω­τερ­γά­τες του θε­ά­τρου, γεν­νή­θη­κε το 1888 στη Σμύρ­νη, όπου ολο­κλή­ρω­σε τις εγκύ­κλιες σπου­δές του στην Ευαγ­γε­λι­κή Σχο­λή. Σπού­δα­σε στη συ­νέ­χεια στην Ια­τρι­κή και την Οδο­ντια­τρι­κή Σχο­λή του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών και το 1915 ανα­κη­ρύ­χθη­κε δι­δά­κτο­ρας της Ια­τρι­κής. Ερ­γά­στη­κε επί πολ­λά χρό­νια ως για­τρός και το 1933 εκλέ­χτη­κε κα­θη­γη­τής της Ορ­θο­δο­ντι­κής στο Πα­νε­πι­στή­μιο Αθη­νών ,απ’ όπου συ­ντα­ξιο­δο­τή­θη­κε το 1952. Στα Γράμ­μα­τα εμ­φα­νί­στη­κε ως ποι­η­τής, όμως κύ­ρια εί­ναι η συμ­βο­λή του στην παι­δι­κή λο­γο­τε­χνία και ιδιαί­τε­ρα στο παι­δι­κό θέ­α­τρο, κα­θώς εξέ­δω­σε σει­ρά θε­α­τρι­κών έρ­γων (Παι­δι­κές ψυ­χές, 1925, Ο Ίκα­ρος, 1926, Ακα­κί­ες, 1928, Η σκη­νού­λα μας, Θέ­α­τρο για με­γά­λα παι­διά, 1929, 1η Δό­ξα των Ψαρ­ρών, 1934 κ.ά.) από το 1925 έως το 1961, που παί­χτη­καν τό­σο σε σχο­λεία, όσο και από θιά­σους παι­δι­κού θε­ά­τρου. Έχει επί­σης γρά­ψει πε­ζά, ποί­η­ση για παι­διά, πα­ρα­μύ­θια, σχο­λι­κά εγ­χει­ρί­δια (Νε­ο­ελ­λη­νι­κά ανα­γνώ­σμα­τα) αλ­λά και θε­α­τρι­κά έρ­γα για ενή­λι­κους και λι­μπρέ­τα για έρ­γα όπε­ρας (Μαύ­ρη Πε­τα­λού­δα, 1928, Κρί­νο στ’ ακρο­γιά­λι, 1966, Κασ­σια­νή, 1931, Αμ­φι­τρύ­ων κ.ά.). Ως κα­θη­γη­τής της Ορ­θο­δο­ντι­κής στο Πα­νε­πι­στή­μιο Αθη­νών συ­νέ­γρα­ψε με­γά­λο αριθ­μό επι­στη­μο­νι­κών με­λε­τών. Υπήρ­ξε μέ­λος πολ­λών εται­ρειών (μέ­λος της Ια­τρι­κής Εται­ρεί­ας Αθη­νών, της Ελ­λη­νι­κής Ια­τρι­κής Εται­ρεί­ας Πα­ρι­σί­ων, μέ­λος της Εται­ρεί­ας Ελ­λή­νων Θε­α­τρι­κών Συγ­γρα­φέ­ων και του Ελ­λη­νι­κού Κέ­ντρου του Διε­θνούς Ιν­στι­τού­του Θε­ά­τρου κ.ά.). Συ­νερ­γά­στη­κε με τη Με­γά­λη Ελ­λη­νι­κή Εγκυ­κλο­παί­δεια, όπου δη­μο­σί­ευ­σε 2.500 άρ­θρα κα­θώς και με πολ­λά ελ­λη­νι­κά και ξέ­να πε­ριο­δι­κά. Τι­μή­θη­κε από διά­φο­ρους φο­ρείς για το πλού­σιο και ποι­κί­λο έρ­γο του και από την Ακα­δη­μία Αθη­νών το 1957. Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1962.

Γε­ωρ­γία Δε­λη­γιάν­νη-Ανα­στα­σιά­δη (1904-1998)

(Φι­λο­λο­γι­κό ψευ­δώ­νυ­μο Αύ­ρα Φω­τει­νού.) Η Γε­ωρ­γία Δε­λη­γιάν­νη-Ανα­στα­σιά­δη (1904-1998), γεν­νη­μέ­νη το 1904 στη Σμύρ­νη, όπου σπού­δα­σε στο Κε­ντρι­κό Παρ­θε­να­γω­γείο της Αγί­ας Φω­τει­νής, ήρ­θε με την οι­κο­γέ­νειά της στην Αθή­να το 1920 και άρ­χι­σε να ερ­γά­ζε­ται ως δη­μο­σιο­γρά­φος σε εφη­με­ρί­δες και πε­ριο­δι­κά, ει­δι­κευό­με­νη στο χρο­νο­γρά­φη­μα. Ποι­ή­τρια (το ποί­η­μά της Θρή­νος με­λο­ποί­η­σε ο Μί­κης Θε­ο­δω­ρά­κης στο δί­σκο του Τα τρα­γού­δια του αγώ­να), πε­ζο­γρά­φος, με­τα­φρά­στρια (έχει με­τα­φρά­σει πε­ρισ­σό­τε­ρα από 40 λο­γο­τε­χνι­κά έρ­γα: Θερ­βά­ντες – Ου­γκώ – Κρό­νιν – Μπαλ­ζάκ κ.ά.), έγρα­ψε τρία θε­α­τρι­κά έρ­γα για παι­διά (Μα­γε­μέ­νος σκύ­λος (1935), Δα­βίδ Κόπ­περ­φιλντ (1939), Τα πρώ­τα φτε­ρου­γί­σμα­τα (1948) επί­σης μυ­θι­στο­ρή­μα­τα και πα­ρα­μύ­θια για παι­διά, με­τα­φέ­ρο­ντας την ευαι­σθη­σία μιας μη­τέ­ρας δύο γιων. Ανά­με­σα στα άλ­λα κεί­με­νά της συ­νέ­γρα­ψε και πέ­ντε θε­α­τρι­κά έρ­γα για ενή­λι­κες: Ηλέ­κτρα αφιε­ρω­μέ­νο στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση (1978), Μία ιστο­ρία στο Χέ­ντον (1978), Χο­ρός και ελευ­θε­ρία (1978), Η ανα­κά­λυ­ψη (1983), Ντό­να Ζουά­να, ιστο­ρι­κό δρά­μα (1974). Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1998.

Πη­νε­λό­πη Μα­ξί­μου-Σκαν­δά­λη (1904-2001)

Η Πη­νε­λό­πη Μα­ξί­μου γεν­νή­θη­κε το 1904 στο Αϊ­βα­λί της Μ. Ασί­ας και ήρ­θε στην Ελ­λά­δα το 1911. Πα­ρου­σιά­στη­κε στα Γράμ­μα­τα από τη Νέα Εστία με το ψευ­δώ­νυ­μο «Ιρ­σιμ», το οποίο χρη­σι­μο­ποιού­σε και όταν χρο­νο­γρα­φού­σε στην εφη­με­ρί­δα Φως της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Από το 1947 έως το 1973, έζη­σε στην Πρά­γα και στη Βιέν­νη, όπου συ­νερ­γά­στη­κε με πε­ριο­δι­κά και το ρα­διό­φω­νο, ενώ δού­λε­ψε σαν αντα­πο­κρί­τρια ελ­λη­νι­κών εφη­με­ρί­δων και πε­ριο­δι­κών. Επι­στρέ­φο­ντας στην Ελ­λά­δα, ασχο­λή­θη­κε με τη με­τά­φρα­ση (Βερν, Ανα­τόλ Φρανς κ.ά.) και τη συγ­γρα­φή ιστο­ρι­κών μυ­θι­στο­ρη­μά­των, ιδιαί­τε­ρα για το Βυ­ζά­ντιο. Συ­νερ­γά­στη­κε με τη Διά­πλα­ση των Παί­δων, όπου δη­μο­σί­ευ­σε θε­α­τρι­κά έρ­γα για παι­διά: Ο καυ­χη­σά­ρης (1934), Ο κου­φιο­κε­φα­λά­κης (1937), Το δι­κα­στή­ριο (1937), Το μου­σείο (1937), Το πα­πά­κι (1937), Η σπου­δαία κού­κλα (1937),Τα επαγ­γέλ­μα­τα (1938), Τα γαλ­λι­κά και οι κα­λοί τρό­ποι της Ρού­λας, της Φού­λας και της Μαρ­γα­ρώς (1940). Το 1947 εξέ­δω­σε τον τό­μο Θέ­α­τρο για παι­διά, με 11 κω­μω­δί­ες για σχο­λι­κές γιορ­τές. Συ­νέ­γρα­ψε επί­σης 34 λο­γο­τε­χνι­κά έρ­γα που απευ­θύ­νο­νται κυ­ρί­ως στους νέ­ους. Τι­μή­θη­κε με το βρα­βείο της «Γυ­ναι­κεί­ας Λο­γο­τε­χνι­κής Συ­ντρο­φιάς», το βρα­βείο «Πη­νε­λό­πης Δέλ­τα» και το βρα­βείο του «Κύ­κλου του Ελ­λη­νι­κού Παι­δι­κού Βι­βλί­ου». Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 2001.

Μήτσος Μυράτ (1878-1964. Αρχείο Θεατρκού Μουσείου))
Μήτσος Μυράτ (1878-1964. Αρχείο Θεατρκού Μουσείου))


Σκη­νι­κή Πρά­ξη

Ηθο­ποιοί

Ο Χρή­στος Σο­λο­μω­νί­δης στη με­λέ­τη του Το θέ­α­τρο στη Σμύρ­νη (Αθή­να 1954) πα­ρα­θέ­τει σε ει­δι­κό κε­φά­λαιο πλειά­δα ονο­μά­των ηθο­ποιών που έχουν γεν­νη­θεί στη Μι­κρά Ασία και κυ­ρί­ως στη Σμύρ­νη, οι οποί­οι με την πα­ρου­σία της κό­σμη­σαν την ελ­λη­νι­κή θε­α­τρι­κή σκη­νή. Από αυ­τούς θα πε­ριο­ρι­στού­με στους πλέ­ον επι­φα­νείς:

Μή­τσος Μυ­ράτ (1878-1964)

Γεν­νή­θη­κε στη Σμύρ­νη το 1878 και εξε­λί­χθη­κε ως ένας από τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους Έλ­λη­νες ηθο­ποιούς του νε­ο­σύ­στα­του ελ­λη­νι­κού κρά­τους και πρω­τερ­γά­της της ελ­λη­νι­κής θε­α­τρι­κής σκη­νής. Δια­πρε­πής πρω­τα­γω­νι­στής και θια­σάρ­χης, μα­θή­τευ­σε στη Βα­σι­λι­κή Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή με δά­σκα­λο τον Θω­μά Οι­κο­νό­μου. Συ­νερ­γά­στη­κε με τη «Νέα Σκη­νή» του Κων­στα­ντί­νου Χρη­στο­μά­νου, όπου γνώ­ρι­σε την ανερ­χό­με­νη νέα ηθο­ποιό Κυ­βέ­λη Αδρια­νού την οποία και πα­ντρεύ­τη­κε. Με­τά τη δια­κο­πή της λει­τουρ­γί­ας της «Νέ­ας Σκη­νής» πέ­ρα­σε το 1907 στον θί­α­σο της επί­σης ανερ­χό­με­νης Μα­ρί­κας Κο­το­πού­λη, αντα­γω­νί­στριας της Κυ­βέ­λης. Αυ­τό σή­μα­νε και το τέ­λος του πρώ­του γά­μου του. Πα­ντρεύ­ε­ται στη συ­νέ­χεια την αδελ­φή της Κο­το­πού­λη, Χρυ­σού­λα, και συ­νερ­γά­ζε­ται πλέ­ον με το θί­α­σο της με­γά­λης πρω­τα­γω­νί­στριας για πε­ρισ­σό­τε­ρα από εί­κο­σι χρό­νια. Ο θί­α­σος Κο­το­πού­λη-Μυ­ράτ θα έχει μια πλη­θω­ρι­κή πα­ρου­σία την πε­ρί­ο­δο του με­σο­πο­λέ­μου με τους δύο τους να πρω­τα­γω­νι­στούν στα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα έρ­γα του ελ­λη­νι­κού και ξέ­νου ρε­περ­το­ρί­ου. Από το 1935-1950 θα συ­νερ­γα­στεί με το Εθνι­κό Θέ­α­τρο ερ­μη­νεύ­ο­ντας με επι­τυ­χία ση­μα­ντι­κούς ρό­λους του ελ­λη­νι­κού και διε­θνούς δρα­μα­το­λο­γί­ου. Ο Μ. Μυ­ράτ άφη­σε αξιό­λο­γη συγ­γρα­φι­κή ερ­γα­σία (αυ­το­βιο­γρα­φία, θε­α­τρι­κές δια­σκευ­ές και με­τα­φρά­σεις πολ­λών ξέ­νων έρ­γων), κα­θώς και δύο αξιό­λο­γους απο­γό­νους, τους ηθο­ποιούς Μι­ρά­ντα και Δη­μή­τρη Μυ­ράτ.

Κυ­βέ­λη Αν­δρια­νού (1888-1978)

Όπως ανα­φέ­ρε­ται, η Κυ­βέ­λη γεν­νιέ­ται ως έκ­θε­το παι­δί στη Σμύρ­νη το 1888, αλ­λά με­γα­λώ­νει στην Αθή­να. Την ανα­τρο­φή της ανα­λαμ­βά­νει η οι­κο­γέ­νεια Ανα­στά­ση και Μα­ρί­ας Αν­δρια­νού, ζευ­γά­ρι φτω­χών βιο­πα­λαι­στών, που δεν έχει την οι­κο­νο­μι­κή δυ­να­τό­τη­τα να της προ­σφέ­ρει μια άνε­τη ζωή. Όμως με την οι­κο­νο­μι­κή αρω­γή της οι­κο­γέ­νειας Λε­ο­νάρ­δου, η μι­κρή Κυ­βέ­λη κα­τα­φέρ­νει να φοι­τή­σει στο παρ­θε­να­γω­γείο «Χιλλ» στην Πλά­κα και να λά­βει κα­λή παι­δεία και μόρ­φω­ση. Σύ­ντο­μα εκ­δη­λώ­νει την επι­θυ­μία να ασχο­λη­θεί με το θέ­α­τρο και πα­ρα­κο­λου­θεί μα­θή­μα­τα ορ­θο­φω­νί­ας με τον κα­θη­γη­τή Μ. Σι­γά­λα. Το 1901 δια­κρί­νε­ται σε δια­γω­νι­σμό απαγ­γε­λί­ας που λαμ­βά­νει χώ­ρα στην αί­θου­σα του Συλ­λό­γου «Παρ­νασ­σός» μα­ζί με τη Θε­ώ­νη Δρα­κο­πού­λου και εγ­γρά­φε­ται στη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του «Βα­σι­λι­κού Θε­ά­τρου» που όμως κλεί­νει σύ­ντο­μα. Εντάσ­σε­ται στους μύ­στες της «Νέ­ας Σκη­νής» και γί­νε­ται αγα­πη­μέ­νο παι­δί του Κων­στα­ντί­νου Χρη­στο­μά­νου. Στη «Νέα Σκη­νή» πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε στο θέ­α­τρο στον ρό­λο της Ιου­λιέ­τας με Ρω­μαίο τον Μή­τσο Μυ­ράτ, που θα γί­νει ο πρώ­τος της σύ­ζυ­γος, και στη συ­νέ­χεια εμ­φα­νί­ζε­ται σε μια σει­ρά ρό­λων του κλα­σι­κού ρε­περ­το­ρί­ου, που τη δια­μορ­φώ­νουν καλ­λι­τε­χνι­κά και την ανα­δει­κνύ­ουν σε νέο αστέ­ρι της ελ­λη­νι­κής σκη­νής. Το 1906 γνω­ρί­ζει τον δεύ­τε­ρο σύ­ζυ­γό της, τον επι­χει­ρη­μα­τία Κώ­στα Θε­ο­δω­ρί­δη, με τον οποίο φεύ­γει στο Πα­ρί­σι εγκα­τα­λεί­πο­ντας την οι­κο­γέ­νειά της. Στον αθη­ναϊ­κό Τύ­πο και τους καλ­λι­τε­χνι­κούς κύ­κλους ξε­σπά­ει σκάν­δα­λο για την «απα­γω­γή της Κυ­βέ­λης». Όταν επι­στρέ­φει επα­νέρ­χε­ται θε­α­τρι­κά με την Κοκ­κι­νό­τρι­χα του Ζυλ Ρε­νάρ και τη Νό­ρα του Ίψεν, ση­μειώ­νο­ντας επι­τυ­χία. Το 1908 ξε­κι­νά­ει η πε­ρί­ο­δος της επι­χει­ρη­μα­τι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας του Κώ­στα Θε­ο­δω­ρί­δη, που εκτο­ξεύ­ει την κα­ριέ­ρα της Κυ­βέ­λης, κα­θώς διευ­θύ­νει μέ­χρι και τρεις θιά­σους Κυ­βέ­λης πα­ράλ­λη­λα. Εί­ναι η πε­ρί­ο­δος της βε­ντε­το­κρα­τί­ας, της κυ­ριαρ­χί­ας του βου­λε­βάρ­του και του αντα­γω­νι­σμού με την Μα­ρί­κα Κο­το­πού­λη. Το 1911 συ­νερ­γά­ζε­ται με τον Θω­μά Οι­κο­νό­μου και ανε­βά­ζει σο­βα­ρά έρ­γα ρε­περ­το­ρί­ου (Ίψεν, Χά­ου­πτμαν, Στρίντ­μπεργκ). Συ­νερ­γά­στη­κε με όλους τους Νε­ο­έλ­λη­νες συγ­γρα­φείς της επο­χής της και ανέ­βα­σε έρ­γα των Γρη­γό­ριου Ξε­νό­που­λου, Σπύ­ρου Με­λά, Πα­ντε­λή Χορν, Παύ­λου Νιρ­βά­να, Πο­λύ­βιου Δη­μη­τρα­κό­που­λου, Τί­μου Μω­ραϊ­τί­νη, Γε­ρά­σι­μου Βώ­κου, Θε­ό­δω­ρου Συ­να­δι­νού, Αλέ­κου Λι­δω­ρί­κη, κ.ά. Μέ­χρι το 1967 πραγ­μα­το­ποιεί ση­μα­ντι­κές συ­νερ­γα­σί­ες με με­γά­λους σκη­νο­θέ­τες και πρω­τα­γω­νι­στές της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής σκη­νής. Ανά­με­σά τους ξε­χω­ρί­ζουν η συ­νερ­γα­σία με το Εθνι­κό Θέ­α­τρο και τους σκη­νο­θέ­τες Αλέ­ξη Σο­λο­μό και Κω­στή Μι­χαη­λί­δη (Δάφ­νη Λω­ρε­ό­λα του Τζέιμς Μπράι­ντυ, Το μυ­στι­κό της Κο­ντέ­σας Βα­λέ­ραι­νας του Γρη­γο­ρί­ου Ξε­νό­που­λου, Γλά­ρος του Άντον Τσέ­χωφ, Δό­νια Ρο­ζί­τα του Λόρ­κα, Διά­λο­γοι Καρ­με­λη­τισ­σών του Ζωρζ Μπερ­να­νός). Επί­σης οι συ­νερ­γα­σί­ες της με το ΚΘ­ΒΕ (Ανα­στα­σία των Μο­ρέτ και Μπολ­τόν σε σκη­νο­θε­σία Μή­τσου Λυ­γί­ζου, Το νη­σί της Αφρο­δί­της του Αλέ­ξη Πάρ­νη, σε σκη­νο­θε­σία Σο­λο­μού, κ.ά.), κα­θώς και με το ελεύ­θε­ρο θέ­α­τρο (Μια γυ­ναί­κα χω­ρίς ση­μα­σία του Όσκαρ Ουάιλντ, σε σκη­νο­θε­σία Μι­χά­λη Κα­κο­γιάν­νη, Μά­να Κου­ρά­γιο του Μπρε­χτ, σε σκη­νο­θε­σία Τά­κη Μου­ζε­νί­δη κ.ά.). Ση­μα­ντι­κοί σταθ­μοί απο­τέ­λε­σαν επί­σης η συ­νερ­γα­σία της με τον Θυ­με­λι­κό Θί­α­σο του Λί­νου Καρ­ζή στη Λυ­σι­στρά­τη, που υπήρ­ξε ο μό­νος αρι­στο­φα­νι­κός ρό­λος που ερ­μή­νευ­σε, και η πα­ρά­στα­ση του Μα­τω­μέ­νου Γά­μου του Λόρ­κα, που σκη­νο­θέ­τη­σε η ίδια παί­ζο­ντας τον ρό­λο της Μά­νας. Για τε­λευ­ταία φο­ρά εμ­φα­νί­στη­κε στη σκη­νή ως Κο­ντέσ­σα Βα­λέ­ραι­να στην Κύ­προ το 1967. Στον κι­νη­μα­το­γρά­φο εμ­φα­νί­στη­κε στην ται­νία Κα­κός δρό­μος του 1932 με τη Μα­ρί­κα Κο­το­πού­λη και στην Άγνω­στο, του 1956 που απο­τέ­λε­σε με­τα­φο­ρά του θε­α­τρι­κού έρ­γου του Alexandre Bisson. Υπήρ­ξε μία από τις με­γα­λύ­τε­ρες Ελ­λη­νί­δες ηθο­ποιούς, που επί σει­ρά ετών κυ­ριάρ­χη­σε σε ρό­λους δρα­μα­τι­κούς αλ­λά και κω­μι­κούς, εφά­μιλ­λη με την με­γά­λη Μα­ρί­κα Κο­το­πού­λη. Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1972.

Γιώρ­γος Γλη­νός (1895-1966)

Γεν­νή­θη­κε στη Σμύρ­νη το 1894. Αδελ­φός του παι­δα­γω­γού και πο­λι­τι­κού Δη­μή­τρη Γλη­νού. Η πρώ­τη εμ­φά­νι­σή του γί­νε­ται στη Σμύρ­νη 1917-1919. Το 1920-1922 ως στρα­τιώ­της συμ­με­τέ­χει σε θιά­σους ψυ­χα­γω­γί­ας των στρα­τιω­τών στο μι­κρα­σια­τι­κό μέ­τω­πο. Με­τά το 1922 εντά­χθη­κε στο θί­α­σο της Μα­ρί­κας Κο­το­πού­λη και την ακο­λού­θη­σε το 1929 στην πε­ριο­δεία της στην Αί­γυ­πτο. Από το 1932 εντά­χθη­κε στο καλ­λι­τε­χνι­κό δυ­να­μι­κό του «Εθνι­κού Θε­ά­τρου», όπου πα­ρέ­μει­νε μέ­χρι το θά­να­τό του, με εξαί­ρε­ση κά­ποιες εν­διά­με­σες εμ­φα­νί­σεις του στο ελεύ­θε­ρο θέ­α­τρο (Θί­α­σος Ενω­μέ­νων Καλ­λι­τε­χνών το 1945 με τον Αι­μί­λιο Βε­ά­κη). Ο Γλή­νος δια­κρί­θη­κε κυ­ρί­ως σε ρό­λους του κλα­σι­κού δρα­μα­το­λο­γί­ου και στις αρ­χαί­ες τρα­γω­δί­ες και ξε­χώ­ρι­σε για το ωραίο πα­ρά­στη­μά του, τη σκη­νι­κή του άνε­ση, το θερ­μό παί­ξι­μό του και το δη­μιουρ­γι­κό τα­λέ­ντο του. Το 1953 εξέ­δω­σε το βι­βλίο του Ώρες σκη­νής, που ανα­φέ­ρε­ται στο ελ­λη­νι­κό θέ­α­τρο της επο­χής του. Τι­μή­θη­κε αρ­κε­τές φο­ρές κα­τά τη διάρ­κεια της ζω­ής του για τη ση­μα­ντι­κή προ­σφο­ρά του στο ελ­λη­νι­κό θέ­α­τρο. Το 1943 ο θε­α­τρι­κός κό­σμος διορ­γά­νω­σε τον εορ­τα­σμό των 25 χρό­νων θε­α­τρι­κής πα­ρου­σί­ας του. Τι­μή­θη­κε από την Εται­ρεία Ελ­λή­νων Λο­γο­τε­χνών (1954),από την Εστία Νέ­ας Σμύρ­νης (1962) και από την πο­λι­τεία με το Χρυ­σό Σταυ­ρό του Φοί­νι­κος. Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1966.


Σκη­νο­θέ­τες

Πέ­λος Κα­τσέ­λης (1907-1981)

Γεν­νή­θη­κε στο Νι­σλί της Σμύρ­νης το 1907. Σπού­δα­σε νο­μι­κά στο Πα­νε­πι­στή­μιο Αθη­νών, επί­σης υπο­κρι­τι­κή στην Επαγ­γελ­μα­τι­κή Σχο­λή Θε­ά­τρου και σκη­νο­θε­σία στην Αυ­στρία και τη Γερ­μα­νία. Το 1929 εμ­φα­νί­στη­κε ως ηθο­ποιός κα τον επό­με­νο χρό­νο ερ­μή­νευ­σε και σκη­νο­θέ­τη­σε το Ζω­ντα­νό πτώ­μα. Διε­τέ­λε­σε Διευ­θυ­ντής και σκη­νο­θέ­της του «Άρ­μα­τος Θέ­σπι­δος», επί­σης Διευ­θυ­ντής και συ­νερ­γά­της σε πολ­λούς θιά­σους, σκη­νο­θέ­της της Λυ­ρι­κής Σκη­νής και του Κρα­τι­κού Θε­ά­τρου Βο­ρεί­ου Ελ­λά­δος. Το 1957 ίδρυ­σε τη δι­κή του Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή στη Νέα Σμύρ­νη. Πα­ράλ­λη­λα ασχο­λή­θη­κε με την κρι­τι­κή θε­ά­τρου, τη λο­γο­τε­χνία και τη με­τά­φρα­ση θε­α­τρι­κών έρ­γων. Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1981.

Κά­ρο­λος Κουν (1908 – 1987)

Γεν­νή­θη­κε στην Πρού­σα της Μι­κράς Ασί­ας στις 13 Σε­πτεμ­βρί­ου 1908. Φοί­τη­σε στη Ρο­βέρ­τειο Σχο­λή της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης και σπού­δα­σε αι­σθη­τι­κή στο Πα­νε­πι­στή­μιο της Σορ­βόν­νης. Το 1929 διο­ρί­στη­κε κα­θη­γη­τής αγ­γλι­κών στο Κολ­λέ­γιο Αθη­νών. Η πρώ­τη του εμ­φά­νι­ση ως σκη­νο­θέ­της ήταν με το έρ­γο Το τέ­λος του τα­ξι­διού του Ρό­μπερτ Σέ­ριφ και με μα­θη­τές του από το Κολ­λέ­γιο πα­ρου­σί­α­σε έρ­γα του Αρι­στο­φά­νη και του Σαίξ­πηρ. Ίδρυ­σε τη Λαϊ­κή Σκη­νή (1934-1936) και συ­νερ­γά­στη­κε με πολ­λούς θιά­σους. Το 1942 ίδρυ­σε το Θέ­α­τρο Τέ­χνης, όπου ανέ­βα­σε έρ­γα των Ίψεν, Μπέρ­ναρντ Σω, Λου­ϊ­τζι Πι­ρα­ντέλ­λο και με­τά την απε­λευ­θέ­ρω­ση για πρώ­τη φο­ρά στην Ελ­λά­δα Φε­δε­ρί­κο Γκαρ­θία Λόρ­κα, Τε­νε­σή Ουί­λιαμς, Άρ­θουρ Μίλ­λερ, κ.ά. Το 1942 ίδρυ­σε επί­σης τη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του Θε­ά­τρου του, στην οποία μα­θή­τευ­σαν οι ση­μα­ντι­κό­τε­ροι σκη­νο­θέ­τες και ηθο­ποιοί της με­τα­πο­λε­μι­κής γε­νιάς. Οι­κο­νο­μι­κές δυ­σχέ­ρειες ανά­γκα­σαν το Θέ­α­τρο Τέ­χνης να δια­λυ­θεί το 1949 και να ανοί­ξει πά­λι το 1954 με μορ­φή κυ­κλι­κού θε­ά­τρου, πα­ρου­σιά­ζο­ντας έρ­γα των και­νούρ­γιων ρευ­μά­των του ξέ­νου με­τα­πο­λε­μι­κού θε­ά­τρου, κα­θώς και πολ­λών πρω­το­πο­ρια­κών Ελ­λή­νων θε­α­τρι­κών συγ­γρα­φέ­ων. Πα­ράλ­λη­λα ανε­βά­ζει πα­ρα­στά­σεις αρ­χαί­ου δρά­μα­τος με πρω­το­πο­ρια­κό τρό­πο σκη­νο­θε­σί­ας. Συμ­με­τεί­χε στα Φε­στι­βάλ Αθη­νών και Επι­δαύ­ρου και σε με­γά­λο αριθ­μό ξέ­νων φε­στι­βάλ (Λον­δί­νου, Πα­ρι­σί­ου, Μο­νά­χου, Βιέν­νης κ.ά.). Το 1984 το ελ­λη­νι­κό κρά­τος πα­ρα­χώ­ρη­σε χώ­ρο στην Πλά­κα για την ανέ­γερ­ση του Θε­ά­τρου Κουν. Έγρα­ψε τη με­λέ­τη Η αρ­χαία τρα­γω­δία – κω­μω­δία, Ο σκη­νο­θέ­της και το αρ­χαίο δρά­μα. Η συμ­βο­λή του στην ανα­γέν­νη­ση του σύγ­χρο­νου θε­ά­τρου υπήρ­ξε κα­τα­λυ­τι­κή και απο­φα­σι­στι­κή. Τι­μή­θη­κε με το πα­ρά­ση­μο Φοί­νι­κα, το Αρ­γυ­ρό Με­τάλ­λιο της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών και το βρα­βείο «Θε­ά­τρου των Εθνών». Προς τι­μή του θε­σμο­θε­τή­θη­καν τα Βρα­βεία «Κά­ρο­λος Κουν». Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1987.

Τά­κης (Θε­ό­δω­ρος) Μου­ζε­νί­δης (1909-1981)

Γεν­νή­θη­κε στην Τρα­πε­ζού­ντα του Πό­ντου το 1942. Η κλί­ση του στο θέ­α­τρο εκ­δη­λώ­θη­κε πο­λύ νω­ρίς, όταν μα­θη­τής ακό­μα στο Ζω­γρά­φειο έστη­νε αυ­το­σχέ­διες πα­ρα­στά­σεις Κα­ρα­γκιό­ζη. Με­τά τον ξε­ρι­ζω­μό στην Ελ­λά­δα εγκα­τα­στά­θη­κε με την οι­κο­γέ­νειά του στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, όπου από το 1929 μέ­χρι το 1931 ανέ­λα­βε τη διεύ­θυν­ση του εκεί Ωδεί­ου και πα­ράλ­λη­λα με όμι­λο φοι­τη­τών ίδρυ­σε το «Ελεύ­θε­ρο Θέ­α­τρο Θεσ­σα­λο­νί­κης». Συμ­με­τεί­χε στις Δελ­φι­κές Γιορ­τές του 1927. Σπού­δα­σε νο­μι­κά στο Πα­νε­πι­στή­μιο Αθη­νών και στη συ­νέ­χεια σκη­νο­θε­σία και πα­ρα­κο­λού­θη­σε γε­νι­κά μα­θή­μα­τα φι­λο­σο­φί­ας, ιστο­ρί­ας της τέ­χνης και του πο­λι­τι­σμού, ψυ­χο­λο­γία και αι­σθη­τι­κή στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Αμ­βούρ­γου. Αρ­χι­κά ερ­γά­στη­κε ως βοη­θός σκη­νο­θέ­τη στο Κρα­τι­κό Δρα­μα­τι­κό Θέ­α­τρο και αρ­γό­τε­ρα ως προϊ­στά­με­νος του Τμή­μα­τος Πει­ρα­μα­τι­κής Σκη­νο­θε­σί­ας του Επι­στη­μο­νι­κού Θε­α­τρι­κού Ιν­στι­τού­του του Πα­νε­πι­στη­μί­ου του Βε­ρο­λί­νου. Από το 1939 έως το 1943 σκη­νο­θε­τού­σε στο Βα­σι­λι­κό Θέ­α­τρο. Στο στί­βο του ελεύ­θε­ρου θε­ά­τρου συ­νερ­γά­στη­κε για 17 χρό­νια με όλους σχε­δόν τους με­γά­λους θιά­σους της Αθή­νας. Υπήρ­ξε ο εμ­ψυ­χω­τής και σκη­νο­θέ­της της βρα­χύ­βιας πρω­το­πο­ρια­κής «Αυ­λαί­ας». Συ­νερ­γά­στη­κε με την Εθνι­κή Λυ­ρι­κή Σκη­νή και σκη­νο­θέ­τη­σε τη μο­να­δι­κή του κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή ται­νία Μα­ντάμ Σου­σού (1948), σε σε­νά­ριο Δη­μή­τρη Ψα­θά. Ίδρυ­σε επί­σης και δι­ηύ­θυ­νε την πρώ­τη Σχο­λή Μου­σι­κού Θε­ά­τρου (1952-1955). Από το 1960 έως το 1975 ερ­γά­στη­κε στο Εθνι­κό Θέ­α­τρο, όπου υπέ­γρα­ψε 20 σκη­νο­θε­σί­ες έρ­γων πρό­ζας και 18 αρ­χαί­ου δρά­μα­τος, τα οποία παί­χτη­καν στην Επί­δαυ­ρο, στο Ηρώ­δειο, στη Δω­δώ­νη, στην Κύ­προ και σε φε­στι­βάλ του εξω­τε­ρι­κού. Δη­μιούρ­γη­σε τον χώ­ρο της «Νέ­ας Σκη­νής» του Εθνι­κού Θε­ά­τρου. Με­τά το 1975 σκη­νο­θέ­τη­σε για το «Ελ­λη­νι­κό Λαϊ­κό Θέ­α­τρο» του Μά­νου Κα­τρά­κη, το Κρα­τι­κό Θέ­α­τρο Βο­ρεί­ου Ελ­λά­δος και το «Άρ­μα Θέ­σπι­δος». Η σκη­νο­θε­τι­κή του ερ­γα­σία στο εξω­τε­ρι­κό πε­ρι­λαμ­βά­νει κυ­ρί­ως σκη­νο­θε­σί­ες αρ­χαί­ου δρά­μα­τος σε κρα­τι­κά θέ­α­τρα στην Τουρ­κία, Βουλ­γα­ρία, Αί­γυ­πτο, σε έξι Πα­νε­πι­στή­μια των ΗΠΑ, στο Θε­α­τρι­κό Κέ­ντρο του Dallas και στο Κρα­τι­κό Θέ­α­τρο του Muenster στη Γερ­μα­νία. Τα­ξί­δε­ψε και έδω­σε μα­θή­μα­τα σε όλη την Ευ­ρώ­πη, ΗΠΑ, Κα­να­δά, ΕΣΣΔ, Κί­να, Ια­πω­νία, Ιν­δία, Ισ­ρα­ήλ, Αί­γυ­πτο, Τουρ­κία, δι­δά­σκο­ντας θέ­α­τρο στη νε­ο­λαία των χω­ρών αυ­τών σε πε­ρισ­σό­τε­ρα από 50 Πα­νε­πι­στή­μια, Θε­α­τρο­λο­γι­κά Κέ­ντρα και Ακα­δη­μί­ες Θε­ά­τρου. Ως εμπει­ρο­γνώ­μων της UNESCO συ­νέ­βα­λε στην ίδρυ­ση του Θε­α­τρι­κού Ορ­γα­νι­σμού Κύ­πρου. Έχει συγ­γρά­ψει τις με­λέ­τες: Απαγ­γε­λία και τέ­χνη (1935), Aischylos und sein Theater (Berlin, 1937), Το πο­ντια­κό θέ­α­τρο (1959), Στα­νι­σλάφκ­σι, πα­να­μορ­φω­τής του θε­ά­τρου (1961), Το θέ­α­τρο της Κί­νας (1962), Ο σκη­νο­θέ­της Διά­λε­ξη (1963),Θε­α­τρι­κός χώ­ρος και σκη­νο­θε­σία (1965). Αρ­θρο­γρα­φού­σε συ­στη­μα­τι­κά για θέ­μα­τα θε­ά­τρου και πο­λι­τι­σμού στον κα­θη­με­ρι­νό και πε­ριο­δι­κό τύ­πο. Πέ­θα­νε στην Αθή­να 1981 κλεί­νο­ντας μία μα­κρά πο­ρεία καλ­λι­τε­χνι­κής προ­σφο­ράς και δη­μιουρ­γί­ας.

Σκη­νο­γρά­φοι

Μι­κρα­σιά­τες ζω­γρά­φοι που κα­τέ­θε­σαν τη συμ­βο­λή τους ως σκη­νο­γρά­φοι θε­α­τρι­κών έρ­γων στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή σκη­νή εί­ναι οι:

Φώ­της Κό­ντο­γλου (1895-1965)

Γεν­νή­θη­κε στις Κυ­δω­νιές (Αϊ­βα­λί) της Μι­κράς Ασί­ας το 1895. Ήταν το τέ­ταρ­το παι­δί του Νι­κό­λα­ου Απο­στο­λέ­λη. Έναν χρό­νο με­τά τη γέν­νη­σή του πε­θαί­νει ο πα­τέ­ρας του και την κη­δε­μο­νία του ανα­λαμ­βά­νει ο θεί­ος του, ιε­ρο­μό­να­χος Στέ­φα­νος Κό­ντο­γλου από την οι­κο­γέ­νεια της μη­τέ­ρας του Δέ­σποι­νας Κό­ντο­γλου. Από αγά­πη και ευ­γνω­μο­σύ­νη προς το πρό­σω­πο του θεί­ου του λαμ­βά­νει ως επί­θε­το το επί­θε­το της οι­κο­γέ­νειας της μη­τέ­ρας του. Με­τά τις εγκύ­κλιες σπου­δές του στην πα­τρί­δα του, ο θεί­ος του τον εγ­γρά­φει στην Αθή­να στη Σχο­λή Κα­λών Τε­χνών. Κα­τά τη διάρ­κεια του Α΄ Πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου, η οι­κο­γέ­νειά του ανα­γκά­ζε­ται να του δια­κό­ψει το επί­δο­μα σπου­δών και τό­τε μα­ζί με τον συμ­μα­θη­τή του Σπύ­ρο Πα­πα­λου­κά αρ­χί­ζει να ερ­γά­ζε­ται σε φω­το­γρα­φεία και να βά­φει θε­α­τρι­κά σκη­νι­κά. Με την κα­τα­στρο­φή των Κυ­δω­νιών χά­νει τη μη­τέ­ρα του και τον θείο του, δια­κό­πτει τις σπου­δές του στην Αθή­να και με­τα­βαί­νει στην Ευ­ρώ­πη για σπου­δές. Το 1919 επι­στρέ­φει στο Αϊ­βα­λί όπου δι­δά­σκει γαλ­λι­κά στο Παρ­θε­να­γω­γείο της πό­λης. Με­τά τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή εγκα­θί­στα­ται μό­νι­μα στην Αθή­να όπου αρ­χί­ζει να δη­μιουρ­γεί και να ορ­γα­νώ­νει τις πρώ­τες εκ­θέ­σεις έρ­γων του. Η πε­ρί­ο­δος με­τά τον πό­λε­μο ήταν η πε­ρί­ο­δος της με­γά­λης λο­γο­τε­χνι­κής και ει­κα­στι­κής δη­μιουρ­γί­ας του. Σ’ όλη τη διάρ­κεια της ζω­ής του φι­λο­τέ­χνη­σε φο­ρη­τές ει­κό­νες, αγιο­γρα­φί­ες, τοι­χο­γρα­φί­ες, το­πία, σχέ­δια βι­βλί­ων, πε­ριο­δι­κών, ποι­η­τι­κών συλ­λο­γών, πορ­τραί­τα, αγιο­γρά­φη­σε πολ­λούς ιε­ρούς να­ούς και δια­κό­σμη­σε δη­μό­σια ιδρύ­μα­τα. Εξί­σου πλού­σιο ήταν και το λο­γο­τε­χνι­κό του έρ­γο. Στο θέ­α­τρο κα­τέ­θε­σε τη συμ­βο­λή του ως σκη­νο­γρά­φος των έρ­γων Βα­σι­λι­κός (1927), Εκά­βη (1927), Η θυ­σία του Αβρα­άμ(1929), αλ­λά και ως με­τα­φρα­στής. Για το πλού­σιο λο­γο­τε­χνι­κό και καλ­λι­τε­χνι­κό του έρ­γο, του απο­νε­μή­θη­κε το πα­ρά­ση­μο του Τα­ξιάρ­χη του Βα­σι­λι­κού Τάγ­μα­τος του Φοί­νι­κα το 1960. Η Ακα­δη­μία Αθη­νών του απέ­νει­με την ανώ­τα­τη διά­κρι­σή της, το Αρι­στείο Γραμ­μά­των και Τε­χνών, το 1965. Ήταν επί­σης μέ­λος του Καλ­λι­τε­χνι­κού Επι­με­λη­τη­ρί­ου Ελ­λά­δος και της Εται­ρεί­ας Ελ­λή­νων Λο­γο­τε­χνών. Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1965.

Δια­μα­ντής Δια­μα­ντό­που­λος (1914-1995)

Γεν­νή­θη­κε στη Μα­γνη­σία της Μι­κράς Ασί­ας το 1914, πρω­το­πό­ρος και μο­να­δι­κός στο ύφος Έλ­λη­νας ζω­γρά­φος της με­σο­πο­λε­μι­κής γε­νιάς. Με­τά τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή η οι­κο­γέ­νειά του εγκα­τα­στά­θη­κε στην Αθή­να, όπου από μι­κρός ο Δια­μα­ντής Δια­μα­ντό­που­λος έδει­ξε το καλ­λι­τε­χνι­κό του τα­λέ­ντο, δη­μο­σιεύ­ο­ντας και εκ­θέ­το­ντας πολ­λά έρ­γα του. Από το 1929 δη­μο­σί­ευ­σε στη Διά­πλα­ση των Παί­δων σκί­τσα του, τα οποία υπέ­γρα­φε με το ψευ­δώ­νυ­μο «Ακά­μας», και στη συ­νέ­χεια έρ­γα του σε γνω­στές αί­θου­σες τέ­χνης. Από το 1931 ως το 1936 σπού­δα­σε ζω­γρα­φι­κή στην Ανω­τά­τη Σχο­λή Κα­λών Τε­χνών της Αθή­νας. Την ίδια πε­ρί­ο­δο τα­ξί­δε­ψε στην Ελ­λά­δα για να με­λε­τή­σει τη βυ­ζα­ντι­νή τέ­χνη και έκα­νε σκη­νο­γρα­φί­ες για τη θε­α­τρι­κή πα­ρά­στα­ση Άλ­κη­στις που παί­χτη­κε στη «Λαϊ­κή Σκη­νή» του Κα­ρό­λου Κουν. Ακο­λού­θη­σε μία ανο­δι­κή πο­ρεία στην Ελ­λά­δα και στο εξω­τε­ρι­κό. Από τους Έλ­λη­νες ζω­γρά­φους της επο­χής του θε­ω­ρεί­ται πιο Ευ­ρω­παί­ος αν και πολ­λοί τον κα­τα­τάσ­σουν στην ελ­λη­νο­κε­ντρι­κή γε­νιά του τριά­ντα. Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1995. Λί­γα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα η Ακα­δη­μία Αθη­νών τον τί­μη­σε διορ­γα­νώ­νο­ντας έκ­θε­ση με τριά­ντα έρ­γα του (2001).

Μί­νως Αρ­γυ­ρά­κης (1920-1998)

Γεν­νή­θη­κε στο Αϊ­δί­νιο το 1919. Η οι­κο­γέ­νειά του τον δή­λω­σε γεν­νη­θέ­ντα στη Σμύρ­νη το 1920. Ο πα­τέ­ρα τους, πλού­σιος τρα­πε­ζί­της έπε­σε θύ­μα της τουρ­κι­κής θη­ριω­δί­ας. Στο έρ­γο του Διωγ­μός ο Μί­νως Αρ­γυ­ρά­κης με­τα­φέ­ρει την τραυ­μα­τι­κή εμπει­ρία του από τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή, έτσι όπως την πρω­τό­νιω­σε στηΝ τρυ­φε­ρή του ηλι­κία. Πέ­ρα από τη ζω­γρα­φι­κή ερ­γά­στη­κε ως σκη­νο­γρά­φος και εν­δυ­μα­το­λό­γος συ­νερ­γα­ζό­με­νος με πολ­λούς θιά­σους: με το Βα­σι­λι­κό (Εθνι­κό) Θέ­α­τρο το 1956-57 (Ο Αν­δρο­κλής και το λιο­ντά­ρι), με τον Μά­νο Χα­τζι­δά­κι στη μου­σι­κή επι­θε­ώ­ρη­ση Οδός ονεί­ρων (1962), με τον Μά­νο Χα­τζι­δά­κι και τον Μί­κη Θε­ο­δω­ρά­κη στη Μα­γι­κή πό­λη (1963), στη Σα­μία του Με­νάν­δρου για λο­γα­ρια­σμό της Κυ­πρια­κής Τη­λε­ό­ρα­σης το (1972), με τη Λυ­ρι­κή Σκη­νή στην όπε­ρα Κα­μπα­νέ­λο του Ντο­νι­τσέ­τι (1975), με το Εθνι­κό Θέ­α­τρο στο έρ­γο Νέα από τον κό­σμο που ανα­κα­λύ­φθη­κε στο φεγ­γά­ρι (1978) και στο παι­δι­κό έρ­γο Το αυ­γό της κό­τας (1981) και πά­λι με τον Μά­νο Χα­τζι­δά­κι στην Πορ­νο­γρα­φία (1982-83). Η υγεία του κλο­νί­στη­κε στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του 1990 και έπα­ψε να ζω­γρα­φί­ζει και να συμ­με­τέ­χει ενερ­γά στην καλ­λι­τε­χνι­κή ζωή. Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1998, αφή­νο­ντας ένα τε­ρά­στιο έρ­γο που βρί­σκε­ται στο Μου­σείο Μπε­νά­κη, στην Πι­να­κο­θή­κη Ν. Χα­τζη­κυ­ριά­κου-Γκί­κα, σε ιδιω­τι­κές συλ­λο­γές και έχει εκτε­θεί σε πολ­λές εκ­θέ­σεις στην Ελ­λά­δα και το εξω­τε­ρι­κό.

Θε­α­τρι­κοί Κρι­τι­κοί

Αγ­γε­λομ­μά­της Χρή­στος (1899 ή 1903-1979)

Γεν­νή­θη­κε στη Σμύρ­νη, όπου φοί­τη­σε στο Ελ­λη­νο­γαλ­λι­κό Λύ­κειο του Χρή­στου Αρώ­νη. Ξε­κί­νη­σε τη στα­διο­δρο­μία του ως συ­ντά­κτης και αρ­χι­συ­ντά­κτης σμυρ­ναϊ­κών και αθη­ναϊ­κών εφη­με­ρί­δων και εξε­λί­χθη­κε σε ση­μα­ντι­κό δη­μο­σιο­γρα­φι­κό πα­ρά­γο­ντα, συγ­γρα­φέα, με­τα­φρα­στή και θε­α­τρι­κό κρι­τι­κό. Εξέ­δω­σε το χρο­νι­κό της με­γά­λης τρα­γω­δί­ας (Το έπος της Μι­κράς Ασί­ας), που βρα­βεύ­τη­κε από την Ακα­δη­μία Αθη­νών και πολ­λές ιστο­ρι­κές με­λέ­τες. Γνώ­στης του θε­ά­τρου, δια­σκεύ­α­σε για το θέ­α­τρο πολ­λά ξέ­να θε­α­τρι­κά έρ­γα και δη­μο­σί­ευε συ­χνά θε­α­τρι­κές κρι­τι­κές. Υπήρ­ξε πρό­ε­δρος της Ένω­σης Κρι­τι­κών Θε­ά­τρου και Μου­σι­κής, μέ­λος της ΕΣΗΕΑ και της Ένω­σης Ελ­λή­νων Λο­γο­τε­χνών. Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1979.

Αλέ­ξαν­δρος Βεϊν­νό­γλου (1910 - ;)

Γεν­νή­θη­κε στη Σμύρ­νη το 1910. Με­τά τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή εγκα­τα­στά­θη­κε στην Αθή­να, όπου σπού­δα­σε νο­μι­κά και ακο­λού­θη­σε τον δι­πλω­μα­τι­κό κλά­δο. Διε­τέ­λε­σε πρε­σβευ­τής στην Τουρ­κία, την Αί­γυ­πτο και τη Λι­σα­βώ­να. Δη­μο­σί­ευ­σε λο­γο­τε­χνι­κά έρ­γα, επί­σης το δρά­μα Η φυ­γή (1931 – 1932) και με­τα­φρά­σεις ρα­διο­φω­νι­κών σκέτς. Δη­μο­σί­ευ­σε επί­σης θε­α­τρι­κές κρι­τι­κές.

Βά­σος Βα­ρί­κος (1912-1971)

Γεν­νή­θη­κε στο Αϊ­δί­νιο της Μι­κράς Ασί­ας το 1912. Τα παι­δι­κά του χρό­νια τα πέ­ρα­σε στην Κάρ­πα­θο, από όπου κα­τα­γό­ταν η οι­κο­γέ­νειά του. Με­τά το 1923 ήλ­θε στην Αθή­να, όπου συ­νέ­χι­σε τις γυ­μνα­σια­κές του σπου­δές και ακο­λού­θως σπου­δές στη Φι­λο­σο­φι­κή Σχο­λή του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών. Το 1931-1939 πα­ρα­κο­λού­θη­σε μα­θή­μα­τα ιστο­ρί­ας της τέ­χνης στο Πα­ρί­σι, όπου και ερ­γά­στη­κε ως αντα­πο­κρι­τής της εφη­με­ρί­δας Κα­θη­με­ρι­νή. Από το 1945 έως τον θά­να­τό του ερ­γά­στη­κε ως δη­μο­σιο­γρά­φος στην εφη­με­ρί­δα Τα Νέα, συ­ντά­κτης, αρ­χι­συ­ντά­κτης και διευ­θυ­ντής σύ­ντα­ξης. Χρη­μά­τι­σε επί­σης προϊ­στά­με­νος Δελ­τί­ων Ει­δή­σε­ων του ΕΙΡ. Από το 1947 έως το 1954 δη­μο­σί­ευ­σε βι­βλιο­κρι­σί­ες στην Εφη­με­ρί­δα Τα Νέα και από το 1955 εί­χε στην ίδια εφη­με­ρί­δα τη στή­λη της κρι­τι­κής θε­ά­τρου και στη συ­νέ­χεια στο Βή­μα (1954-1971). Έναν χρό­νο με­τά τον θά­να­τό του εκ­δό­θη­καν σε έναν τό­μο οι κρι­τι­κές θε­ά­τρου της πε­ριό­δου 1961-1971. Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1972.

Πλά­των Μου­σαί­ος (1912-1986)

Γεν­νή­θη­κε στη Σμύρ­νη το 1912. Ήταν γιος του για­τρού Βα­σί­λειου Μου­σαί­ου από το Λι­σί­βι της Μά­κρης Μι­κράς Ασί­ας. Με­τά το 1922 φοί­τη­σε στην Εμπο­ρι­κή Σχο­λή του Κολ­λε­γί­ου Αθη­νών και συ­νέ­χι­σε τις σπου­δές του στο Πα­ρί­σι στην Ανω­τά­τη Εμπο­ρι­κή Σχο­λή. Από το 1932 ως το 1962 ερ­γά­στη­κε στον ιδιω­τι­κό το­μέα σε εται­ρεία οι­νο­ποιεί­ας, από όπου απο­χώ­ρη­σε το 1962, για να αφιε­ρω­θεί στο Κολ­λέ­γιο Αθη­νών, στα Γράμ­μα­τα και το θέ­α­τρο. Διε­τέ­λε­σε Γε­νι­κός Γραμ­μα­τέ­ας της Ελ­λη­νι­κής Σο­σια­λι­στι­κής Ενώ­σε­ως και με­τά την απε­λευ­θέ­ρω­ση Γε­νι­κός Γραμ­μα­τέ­ας της Εται­ρεί­ας Πνευ­μα­τι­κών Ερ­γα­τών. Συ­νέ­βα­λε το 1942 στη δια­τή­ρη­ση του Θε­ά­τρου Τέ­χνης μέ­χρι την εγκα­τά­στα­σή του το Θέ­α­τρο «Αλί­κη» (1946-1949). Διε­τέ­λε­σε ει­ση­γη­τής δρα­μα­το­λο­γί­ου στο Εθνι­κό Θέ­α­τρο και σύμ­βου­λος ση­μα­ντι­κών θιά­σων: Κώ­στα Μου­σού­ρη, Λα­μπέ­τη-Χορν, Δ. Χορν, Δ. Μυ­ράτ. Επί­σης υπήρ­ξε ση­μα­ντι­κός με­τα­φρα­στής έρ­γων από τα γαλ­λι­κά και τα αγ­γλι­κά. Με­τέ­φρα­σε πε­ρί τα 50 έρ­γα των Ουάλντ, Μπέρ­ναρντ Σω, Ρά­τι­γκαν, Γουί­λιαμς, Ου­γκώ, Δου­μά, Μπαλ­ζάκ, Ντε­βάλ, Ρουσ­σέν και άλ­λων. Συ­νερ­γά­στη­κε επί­σης με το θί­α­σο Κά­κιας Ανα­λυ­τή επί επτά έτη, όσο δι­ήρ­κε­σαν οι πα­ρα­στά­σεις του έρ­γου Αγά­πη μου Ουά­ουα που εί­χε με­τα­φρά­σει. Με­τα­ξύ των έρ­γων που έχει εκ­δώ­σει, πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται το Ιστο­ρι­κό του Θε­ά­τρου Τέ­χνης (1942-1948), Το πρό­βλη­μα του θε­ά­τρου πρό­ζας (1950) και Σα­τυ­ρι­κόν λε­ξι­κόν (1962). Επί­σης εί­χε δη­μο­σιεύ­σει ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, χρο­νο­γρα­φή­μα­τα στοΝ πε­ριο­δι­κό τύ­πο και άρ­θρα σε διά­φο­ρες εφη­με­ρί­δες. Υπήρ­ξε επί­σης εκ­δό­της και αρ­χι­συ­ντά­κτης του πε­ριο­δι­κού του Κολ­λε­γί­ου Αθη­νών (1966-1972). Διε­τέ­λε­σε Αντι­πρό­ε­δρος των Λαϊ­κών Χο­ρών της Δώ­ρας Στρά­του, μέ­λος της Εται­ρεί­ας Ελ­λή­νων Θε­α­τρι­κών Συγ­γρα­φέ­ων και του Ελ­λη­νι­κού Κέ­ντρου του Διε­θνούς Ιν­στι­τού­του Θε­ά­τρου. Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1986.

Κώ­στας Πα­ρά­σχος (1912 – 2000)

Γεν­νή­θη­κε στο Αϊ­βα­λί το 1912. Με­τά τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή κα­τέ­φυ­γε με την οι­κο­γέ­νειά του αρ­χι­κά στη Μυ­τι­λή­νη και το 1924 στην Αθή­να, όπου σπού­δα­σε στη Σχο­λή Νο­μι­κών και Πο­λι­τι­κών Επι­στη­μών του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών. Ερ­γά­στη­κε ως δη­μο­σιο­γρά­φος σε πολ­λές αθη­ναϊ­κές εφη­με­ρί­δες (Πρω­ία, Βρα­δυ­νή, Μά­χη, Ελευ­θε­ρία, Εθνι­κός Κή­ρυξ και Η Κα­θη­με­ρι­νή) και πραγ­μα­το­ποί­η­σε απο­στο­λές σε διά­φο­ρες χώ­ρες στην Ευ­ρώ­πη, στην Ασία και στις ΗΠΑ. Το 1957 ανέ­λα­βε τη διεύ­θυν­ση του πε­ριο­δι­κού Η Διά­πλα­σις των Παί­δων μέ­χρι το 1970. Πα­ράλ­λη­λα ασχο­λή­θη­κε με τη λο­γο­τε­χνία, τη φω­το­γρα­φία και δευ­τε­ρευό­ντως με τη θε­α­τρι­κή κρι­τι­κή. Ήταν μέ­λος της Ένω­σης Συ­ντα­κτών Ημε­ρη­σί­ων Εφη­με­ρί­δων Αθη­νών, μέ­λος του Φι­λο­λο­γι­κού Συλ­λό­γου «Παρ­νασ­σός» και άλ­λων ορ­γα­νώ­σε­ων. Πέ­θα­νε στην Αθή­να το 2000.

Ο μα­κρύς κα­τά­λο­γος των σχε­τι­κών με το θέ­α­τρο προ­σω­πι­κο­τή­των μι­κρα­σια­τι­κής κα­τα­γω­γής μπο­ρεί να εμπλου­τι­στεί επί­σης με με­λε­τη­τές του θε­ά­τρου: τον Ιω­άν­νη Συ­κου­τρή από τη Σμύρ­νη (1901-1937) και τον Στίλ­πω­να Πιτ­τα­κή (; -1945) από τη Σμύρ­νη, με­λε­τη­τές του αρ­χαί­ου θε­ά­τρου, επί­σης με τον Χρή­στο Σο­λο­μω­νί­δη από τη Σμύρ­νη (1897-1976) (Το θέ­α­τρο στη Σμύρ­νη Αθή­να, 1954) και τον Οδυσ­σέα Λαμ­ψί­δη (1917-2006) από τον Πό­ντο (Γύ­ρω στο πο­ντια­κό θέ­α­τρο: Υπό­στα­ση και ιστο­ρία του, 1922-1972 Αθή­να, 1978), με­λε­τη­τές του θε­ά­τρου των νε­ό­τε­ρων χρό­νων.
Ας ση­μειω­θεί ότι ο πα­ρα­τι­θέ­με­νος κα­τά­λο­γος ονο­μά­των δρα­μα­τουρ­γών και λοι­πών θε­α­τραν­θρώ­πων μι­κρα­σια­τι­κής κα­τα­γω­γής δεν εί­ναι εξα­ντλη­τι­κός. Η επι­λο­γή ήταν επι­βε­βλη­μέ­νη λό­γω της με­γά­λης έκτα­σης του δη­μο­σιεύ­μα­τος.
Η πλη­θώ­ρα των Μι­κρα­σια­τών δρα­μα­τουρ­γών μπο­ρεί να μην στοι­χειο­θε­τούν την έν­νοια της Σχο­λής, ωστό­σο συ­γκρο­τούν ένα πο­λυά­ριθ­μο σύ­νο­λο με αξιό­λο­γο ποιο­τι­κό και πο­σο­τι­κό έρ­γο, δυ­στυ­χώς όμως μη δε­ό­ντως απο­τι­μη­μέ­νο, μέ­χρι σή­με­ρα, όπως συ­νέ­βη με τους μι­κρα­σιά­τες πε­ζο­γρά­φους.
Όπως πο­λύ σω­στά έχει πα­ρα­τη­ρή­σει ο Θε­ο­δό­σης Πυ­λα­ρι­νός, «προ­φα­νώς η κα­τα­στρο­φή, ο ξε­ρι­ζω­μός, η δια­σπο­ρά, η βί­αιη έντα­ξη, αλ­λά και η απο­φυ­γή υπό­μνη­σης οι­κεί­ων κα­κών συ­ντέ­λε­σαν σε μία ιδιό­τυ­πη και βε­βια­σμέ­νη αφο­μοί­ω­ση» των Μι­κρα­σια­τών δρα­μα­τουρ­γών στην κυ­ρί­ως Ελ­λά­δα, μία αφο­μοί­ω­ση μειο­τι­κή για την αξία τους, όπως συ­νέ­βη και με τους απλούς πρό­σφυ­γες.
Ας ελ­πί­σου­με ότι με αφορ­μή τον εορ­τα­σμό των 100 χρό­νων από τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή θα δο­θεί το έναυ­σμα για ανά­συρ­ση και εμ­βά­θυν­ση στις δρα­μα­τουρ­γι­κές και σκη­νι­κές δη­μιουρ­γί­ες των προ­σω­πι­κο­τή­των αυ­τών με σκο­πό τη με­λέ­τη και τον εντο­πι­σμό πι­θα­νών κοι­νών χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών με στό­χο την ανά­δει­ξη της κοι­νής τους γε­ω­γρα­φι­κής και πνευ­μα­τι­κής κα­τα­γω­γής.
Στον αντί­πο­δα οι μι­κρα­σια­τι­κής κα­τα­γω­γής ηθο­ποιοί (Μή­τσος Μυ­ράτ, Κυ­βέ­λη, Εμαρ­μέ­νη Ξαν­θά­κη, Γιώρ­γος Γλη­νός κ.ά.), συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης και της Κων­στα­ντι­νου­πο­λί­τισ­σας Μα­ρί­κας Κο­το­πού­λη, και οι σκη­νο­θέ­τες (Πέ­λος Κα­τσέ­λης, Κά­ρο­λος Κουν, Τά­κης Μου­ζε­νί­δης) με τη δρά­ση και το έρ­γο τους λά­μπρυ­ναν τη νε­ο­ελ­λη­νι­κή θε­α­τρι­κή σκη­νή και άνοι­ξαν νέ­ους δρό­μους στην υπο­κρι­τι­κή τέ­χνη και τη σκη­νο­θε­σία συμ­βάλ­λο­ντας με τις έντο­νες προ­σω­πι­κό­τη­τές τους στην ανά­πτυ­ξη και την προ­βο­λή της θε­α­τρι­κής τέ­χνης στην Ελ­λά­δα και στο εξω­τε­ρι­κό.

Το ελληνικό θέατρο στη Σμύρνη μέχρι το 1922




ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ανε­στί­δης, Σταύ­ρος. «Η παι­δεία και ο πο­λι­τι­σμός» στον τό­μο Σμύρ­νη: Η μη­τρό­πο­λη του Μι­κρα­σια­τι­κού Ελ­λη­νι­σμού/Smyrna: Metropolis of Asia Minor Greeks. Επιμ. Γιώρ­γος Γιαν­να­κό­που­λος, Κέ­ντρο Μι­κρα­σια­τι­κών Σπου­δών, Έφε­σος, Αθή­να 2001, σσ. 139-160.
Αρ­γυ­ρό­που­λος, Μι­χα­ήλ. Χρο­νι­κά της Ανα­το­λής: Σμύρ­νη: Σκια­γρα­φί­αι, Ένω­σις Σμυρ­ναί­ων, Αθή­ναι 1944.
Βα­λέ­τας, Γ. «Σε­λί­δες από την πνευ­μα­τι­κή ιστο­ρία της Σμύρ­νης». Μι­κρα­σια­τι­κά Χρο­νι­κά, τόμ. Β΄, 1939, σσ. 199-262.
Βο­για­τζό­γλου, Βά­σος, Ιω­νι­κή φι­λο­κα­λία, ήτοι ιστο­ρία των Γραμ­μά­των και των Τε­χνών στη Νέα Ιω­νία Ατ­τι­κής. Ιω­νι­κός Σύν­δε­σμος, Αθή­να 2006. 2 τόμ.
Βο­για­τζό­γλου, Βά­σος, Ίων λό­γος, Πνευ­μα­τι­κό Κέ­ντρο Δή­μου Νέ­ας Ιω­νί­ας, Νέα Ιω­νία 1993.
Βο­για­τζό­γλου, Βά­σος, Νέα Ιω­νία : 60 χρό­νια πα­ρου­σί­ας στα Γράμ­μα­τα, Ιω­νι­κή Έκ­δο­ση, Νέα Ιω­νία 1979.
Γιαν­να­κό­που­λος, Γε­ώρ­γιος, (επιμ.) Σμύρ­νη: Η μη­τρό­πο­λη του Μι­κρα­σια­τι­κού Ελ­λη­νι­σμού. Κέ­ντρο Μι­κρα­σια­τι­κών Σπου­δών, Έφε­σος, Αθή­να, 2001.
Ευ­στρα­τιά­δης, Στρα­τής, Λο­γο­τέ­χνες του Μι­κρα­σια­τι­κού Ελ­λη­νι­σμού, Το Ελ­λη­νι­κό Βι­βλίο, Αθή­να, 1982.
Θε­ο­δω­ρί­δης, Χρυ­σό­στο­μος, Δια­κρι­θέ­ντες του ξε­ρι­ζω­μέ­νου Ελ­λη­νι­σμού Μι­κράς Ασί­ας - Πό­ντου - Αν. Θρά­κης - Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως, τόμ. Α΄. Έκ­δο­σις Συλ­λό­γων Εθνι­κής Μνη­μο­σύ­νης και Φοι­τη­σά­ντων εις την Ευαγ­γε­λι­κήν Σχο­λήν Σμύρ­νης, Αθή­ναι 1975.
Θε­ο­δω­ρί­δης, Χρυ­σό­στο­μος, Δια­κρι­θέ­ντες του ξε­ρι­ζω­μέ­νου Ελ­λη­νι­σμού Μι­κράς Ασί­ας - Πό­ντου - Αν. Θρά­κης - Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως, τόμ. Β΄. Έκ­δο­σις Προ­σφυ­γι­κής Ορ­γα­νώ­σε­ως «Εθνι­κή Μνη­μο­σύ­νη», Αθή­ναι 1976.
Θε­ο­δω­ρί­δης, Χρυ­σό­στο­μος, Δια­κρι­θέ­ντες του ξε­ρι­ζω­μέ­νου Ελ­λη­νι­σμού Μι­κράς Ασί­ας - Πό­ντου - Αν. Θρά­κης - Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως, τόμ. Γ΄. Έκ­δο­σις Προ­σφυ­γι­κής Ορ­γα­νώ­σε­ως «Εθνι­κή Μνη­μο­σύ­νη» και Ενώ­σε­ως Σμυρ­ναί­ων, Αθή­ναι 1977.
Θε­ο­δω­ρί­δης, Χρυ­σό­στο­μος, Δια­κρι­θέ­ντες του ξε­ρι­ζω­μέ­νου Ελ­λη­νι­σμού Μι­κράς Ασί­ας - Πό­ντου - Αν. Θρά­κης - Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως, τόμ. Δ΄. Έκ­δο­σις Ενώ­σε­ως Σμυρ­ναί­ων, Ορ­γα­νώ­σε­ως «Εθνι­κή Μνη­μο­σύ­νη» και Φαρ­μα­κο­βιο­μη­χα­νί­ας Φα­ράν, Αθή­ναι 1980.
Θε­ο­δω­ρί­δης, Χρυ­σό­στο­μος, Οι πρό­σφυ­γες φοι­τη­ταί και σπου­δα­σταί με­τά την Μι­κρα­σια­τι­κήν Κα­τα­στρο­φήν: Επι­στη­μο­νι­κή και επαγ­γελ­μα­τι­κή στα­διο­δρο­μία των, Μαυ­ρί­δης, Αθή­ναι 1974.
Κα­ρα­θα­νά­σης, Πα­να­γιώ­της, Μι­κρα­σιά­τες λό­γιοι και συγ­γρα­φείς από τον 10ο αιώ­να μ.Χ. έως το 1922, Μάιος 2008. https://​issuu.​com/​mik​raas​ia/​docs.
Μη­λιώ­ρης, Νί­κος, Ο Άγ­γε­λος Ση­μη­ριώ­της και το νε­ο­ελ­λη­νι­κό πρό­βλη­μα, Ιωλ­κός 1976.
Μη­λιώ­ρης, Νί­κος, Μι­κρα­σια­τι­κά κεί­με­να, Ιωλ­κός 1977.
Μη­λιώ­ρης, Νί­κος, Μι­κρα­σια­τι­κές επι­φυλ­λί­δες, Αθή­να 1974.
Μη­λιώ­ρης, Νί­κος, Οι μι­κρα­σια­τι­κές σπου­δές, Αθή­να 1975. (Ανά­τυ­πο Μι­κρα­σια­τι­κών Χρο­νι­κών τόμ. ΙΣΤ΄ 1975).
Μη­λιώ­ρης, Νί­κος, Μι­κρα­σια­τι­κή βι­βλιο­γρα­φία, Αθή­ναι 1962. (Ανά­τυ­πον επί των Μι­κρα­σια­τι­κών Χρο­νι­κών τόμ. Ι΄ 1962).
Μη­λιώ­ρης, Νί­κος, Μι­κρα­σια­τι­κή βι­βλιο­γρα­φία, Αθή­ναι 1965. (Ανά­τυ­πον Μι­κρα­σια­τι­κών Χρο­νι­κών τόμ. ΙΒ΄ 1965).
Μη­λιώ­ρης, Νί­κος, Μι­κρα­σια­τι­κή βι­βλιο­γρα­φία, Αθή­ναι 1967. (Ανά­τυ­πον «Μι­κρα­σια­τι­κών Χρο­νι­κών» τόμ. ΙΓ΄ 1967).
Μη­λιώ­ρης, Νί­κος, Μι­κρα­σια­τι­κή βι­βλιο­γρα­φία, Αθή­ναι 1972. (Ανά­τυ­πον εκ των Μι­κρα­σια­τι­κών Χρο­νι­κών τόμ. ΙΕ΄ 1972).
Μη­λιώ­ρης, Νί­κος, Μι­κρα­σια­τι­κή βι­βλιο­γρα­φία, Αθή­ναι 1975. (Ανά­τυ­πον «Μι­κρα­σια­τι­κών Χρο­νι­κών» τόμ. ΙΣΤ΄ 1975).
Μη­λιώ­ρης, Νί­κος, Η μι­κρα­σια­τι­κή πα­ρά­δο­ση και οι νε­ώ­τε­ρες γε­νε­ές, Ένω­σις Σμυρ­ναί­ων, Αθή­ναι 1969. (Εκ­δό­σεις Ενώ­σε­ως Σμυρ­ναί­ων, αρ. 9).
Μη­λιώ­ρης, Νί­κος, Η μι­κρα­σια­τι­κή τρα­γω­δία στη λο­γο­τε­χνία και την τέ­χνη, Αθή­να 1967.
Μη­λιώ­ρης, Νί­κος, «Η πνευ­μα­τι­κή ει­σφο­ρά των Μι­κρα­σια­τών», Αθή­να 1963. (Ανά­τυ­πο Μι­κρα­σια­τι­κών Χρο­νι­κών τόμ. ΙΑ΄ 1963).
Σολ­δά­τος, Χρή­στος, Η εκ­παι­δευ­τι­κή και πνευ­μα­τι­κή κί­νη­ση του Ελ­λη­νι­σμού της Μ. Ασί­ας: 1800 -1922, Αθή­να 1989. 3 τό­μοι.
Σο­λο­μω­νί­δης, Χρή­στος, Η δη­μο­σιο­γρα­φία στη Σμύρ­νη: 1821-1922. Αθή­να, 1959.
Σο­λο­μω­νί­δης, Χρή­στος, Το θέ­α­τρο στη Σμύρ­νη. Αθή­να, 1954.
Σο­λο­μω­νί­δης, Χρή­στος, Η παι­δεία στη Σμύρ­νη: 1821-1922. Αθή­να, 1961.
Σο­λο­μω­νί­δης, Χρή­στος, Στις όχθες του Μέ­λη. Αθή­να, 1951.
Στα­μα­το­πού­λου-Βα­σι­λά­κου, Χρυ­σό­θε­μις, «Το ελ­λη­νι­κό θέ­α­τρο στη Σμύρ­νη: Μία σφαι­ρι­κή προ­σέγ­γι­ση», 3ο Συ­μπό­σιο «Τρεις χι­λιε­τί­ες μι­κρα­σια­τι­κού πο­λι­τι­σμού: Επι­στή­μες-Γράμ­μα­τα -Τέ­χνες, Νέα Ιω­νία, 23-25, Νο­εμ. 2007, Κέ­ντρο Σπου­δής και Ανά­δει­ξη Μι­κρα­σια­τι­κού Πο­λι­τι­σμού (ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ.), Νέα Ιω­νία 2008, σσ 225-237.
Στα­μα­το­πού­λου-Βα­σι­λά­κου, Χρυ­σό­θε­μις, «Το ελ­λη­νι­κό θέ­α­τρο στη Σμύρ­νη: Μία σφαι­ρι­κή προ­σέγ­γι­ση». Στον τό­μο: Σμύρ­νη. Η ζωή και το τέ­λος της πό­λης των Κούρ­δων, επιμ. Βα­σί­λης Καρ­δά­σης, Αρ­τέ­μης Ψα­ρο­μη­λί­γκος, Ελευ­θε­ρο­τυ­πία, Ε-Ιστο­ρι­κά, 2009, σσ 77-100.
Στα­μα­το­πού­λου-Βα­σι­λά­κου, Χρυ­σό­θε­μις, «Το θέ­α­τρο στην ελ­λη­νό­φω­νη εκ­παί­δευ­ση της Σμύρ­νης και η παι­δα­γω­γός Σαπ­φώ Λε­ο­ντάς», Σμύρ­νη: Η ανά­πτυ­ξη μιας μη­τρό­πο­λης της Ανα­το­λι­κής Με­σο­γεί­ου (17ος αιώ­νας - 1922): Πρα­κτι­κό Διε­θνούς Επι­στη­μο­νι­κού Συ­νε­δρί­ου, Υμητ­τός, 20-23 Σε­πτ. 2012 Επιμ. Ιω­άν­νης Κα­ρα­χρή­στος, Πα­ρα­σκευάς Πο­τη­ρό­που­λος, Ακα­δη­μία Αθη­νών, Κέ­ντρον Ερεύ­νης της Ελ­λη­νι­κής Λα­ο­γρα­φί­ας, Αθή­να 2016, σσ 453-466.
Στα­μα­το­πού­λου-Βα­σι­λά­κου, Χρυ­σό­θε­μις, Το θέ­α­τρο στην κα­θ’ ημάς Ανα­το­λή: Κων­στα­ντι­νού­πο­λη -Σμύρ­νη, Οκτώ με­λε­τή­μα­τα, Πο­λύ­τρο­πον 2006.
Στα­μα­το­πού­λου-Βα­σι­λά­κου, Χρυ­σό­θε­μις, «Μι­κρά Ασία: Εκ­παί­δευ­ση - Πνευ­μα­τι­κή Πα­ρα­γω­γή - Πο­λι­τι­σμός - Θέ­α­τρο 1821-1922». Στον τό­μο: Η ιστο­ρία της Μι­κράς Ασί­ας τόμ. 5: Από το 1821 έως το 1919. Επιμ. Αρ­τέ­μης Ψα­ρο­μη­λί­γκος, Βα­σι­λι­κή Λά­ζου, Κυ­ρια­κά­τι­κη Ελευ­θε­ρο­τυ­πία 2011, σσ. 91-126.
Στα­μα­το­πού­λου-Βα­σι­λά­κου, Χρυ­σό­θε­μις, «Η σμυρ­ναϊ­κή δρα­μα­τουρ­γία: Πρω­τό­τυ­πες θε­α­τρι­κές εκ­δό­σεις στη Σμύρ­νη του 19ου αιώ­να», Δελ­τίο Κέ­ντρου Μι­κρα­σια­τι­κών Σπου­δών, τόμ. ΙΣΤ΄, 2009, σσ 211-287.
Χα­τζη­πα­ντα­ζής, Θε­ό­δω­ρος. Από του Νεί­λου μέ­χρι του Δου­νά­βε­ως: Το χρο­νι­κό της ανά­πτυ­ξης του ελ­λη­νι­κού επαγ­γελ­μα­τι­κού θε­ά­τρου στο ευ­ρύ­τε­ρο πλαί­σιο της Ανα­το­λι­κής Με­σο­γεί­ου. Τόμ. Α2, Πα­νε­πι­στη­μια­κές Εκ­δό­σεις Κρή­της, Ηρά­κλειο 2002.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: