Ο Μικρασιατικός Πόλεμος, η ζωή των Ελλήνων στις πόλεις και τα χωριά της Μικράς Ασίας, καθώς και η Μικρασιατική Καταστροφή έχουν πολλαπλά προσεγγιστεί από την ιστορική έρευνα, ενώ ως γεγονότα, μαζί με τις ποικίλες προεκτάσεις τους, διεισέδυσαν υψηλόβαθμα στην νεοελληνική αφηγηματική πεζογραφία[1] καθώς και στο πεδίο της νεοελληνικής ποίησης.[2] Παρότι ο ερμηνευτικός σχολιασμός και η ανθολόγηση λογοτεχνικών κειμένων για τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας και την καταστροφή του 1922 έχουν έως έναν βαθμό στοιχειοθετηθεί, δεν έχουν προσεχτεί οι σχετικές μυθοπλαστικές εγγραφές του Θανάση Βαλτινού στο Ημερολόγιο 1836-2011.[3]
Το εν λόγω μυθιστόρημα οικειοποιείται τις νόρμες της ημερολογιακής γραφής, ενταγμένες όμως στον χώρο μιας μυθοπλασίας που «μιμείται» δημιουργικά τις ημερολογιακές εγγραφές επινοημένων από τον συγγραφέα προσώπων, μετουσιώνοντας σε λογοτεχνική έκφραση υλικό δυνάμει βιωμένο, αλλά όχι κατ’ ανάγκην πραγματολογικά διακριβωμένο. Τα όσα εκφράζει ο Βαλτινός, θα μπορούσαν να έχουν βιωθεί από τα πρόσωπα και συνακόλουθα να έχουν γραφτεί από αυτά ως θραύσματα ημερολογίου, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι ο λογοτέχνης συνένωσε ποικίλες ημερολογιακές εγγραφές: μυθοπλαστικά τις δημιούργησε, ώστε να τις εντάξει σε μία μυθιστορηματική οργανικότητα, δομημένη σε θραύσματα «ημερολογιακού» λόγου. Στο συγκεκριμένο έργο του Θανάση Βαλτινού: το αποσπασματικό με το εν συνόλω οργανικό, το συναισθηματικά ανάλαφρο με το τραγικό, το υφολογικά λόγιο με το γλωσσικά λαϊκότροπο, το χαώδες με το οργανωμένο, το αντιφατικό με το διανοητικά συνεπές, συλλειτουργούν και συνδυάζονται ως όψεις όχι απλώς μιας ιστορικά περίπλοκης περιόδου, η οποία υπερβαίνει τις επτά δεκαετίες, αλλά και ως ανθρωπολογικές παράμετροι της διαχρονικής υπαρξιακής περιπέτειας, που αποτυπώνεται στον λογοτεχνικό ιστό.[4] Παρότι το έργο του Θανάση Βαλτινού, γενικότερα, έχει συνδεθεί από μερίδα της κριτικής και της λογοτεχνικής θεωρίας με τον μεταμοντερνισμό, το Ημερολόγιο 1836-2011 είναι ένα γνήσια νεωτερικό κείμενο, ένα λειτουργικό δείγμα αφηγηματικού μοντερνισμού των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα (εκδόθηκε το 2001. Ας προσεχτεί και το γεγονός ότι ορισμένες εγγραφές του κειμένου αποτυπώνουν –με όρους πιθανής αληθοφάνειας– έναν δυνάμει μελλοντικό χρόνο. Εκτείνονται σε άνυσμα δεκαετίας, μετά την έκδοση του βιβλίου, και αυτό το στοιχείο ενδυναμώνει τον νεωτερικό χαρακτήρα της αφήγησης). Στο λογοτεχνικό πεδίο, ο μεταμοντερνισμός δεν διαθέτει ακόμη ως πνευματική και καλλιτεχνική παρουσία διαυγώς αποκρυσταλλωμένα γνωρίσματα.[5] Εάν περιορίσουμε την οπτική μας σε ορισμένα δομικά γνωρίσματα της πεζογραφικής παραγωγής του Θανάση Βαλτινού, θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε με το ότι «άμεσα συνδεδεμένη με την ποιητική του μεταμοντερνισμού, η χρήση της τεκμηριοπλασίας και των ειδών λόγου βρίσκει την εφαρμογή της στην επανεπίσκεψη του παρελθόντος εντός της αφήγησης και ορίζεται ως ιστορική μεταμυθοπλασία (historiographic metafiction)».[6] Εάν όμως αξιολογώντας το πώς εκλαμβάνεται από αρκετούς το περιεχόμενο του όρου «μεταμοντερνισμός», συμπεράνουμε πως αυτός συγκεφαλαιώνει «ένα μη αξιολογικό και πολυσυλλεκτικό anything goes, που καταπίνει τα πάντα στο διάβα του, χωρίς να οδεύει προς την οποιαδήποτε προοπτική ή κατεύθυνση»,[7] τότε δεν θα εντάξουμε το Ημερολόγιο 1836-2011 στον χώρο της μεταμοντέρνας αφήγησης, αλλά στη νεωτερική πεζογραφική έκφραση, που ξαφνιάζει δημιουργικά και προβληματίζει γόνιμα.
Είναι αλήθεια ότι σε πολλά νεοελληνικά μυθοπλαστικά αφηγήματα ανιχνεύονται η σχετικότητα της οπτικής γωνίας θέασης των βιωμάτων και των γεγονότων, η αξιοποίηση μυθοπλαστικά δομημένων γραπτών και προφορικών πηγών, ο θρυμματισμός του ενιαίου αφηγηματικού υποκειμένου. Ακριβώς αυτά τα στοιχεία καθρεφτίζουν πάνω στη δομή των λογοτεχνημάτων και βιοθεωρητικές απόψεις των δημιουργών τους: κανείς δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια, η σχετικότητα και η υποκειμενική ματιά είναι οργανικά στοιχεία της ιστορικής εξέλιξης, καθώς και της ανθρώπινης καθημερινότητας, το τραγικό έχει και συναισθηματικά ανάλαφρες όψεις το εφήμερο δεν αφίσταται των διαχρονικών προεκτάσεων, η μικρότητα και η μεγαλοσύνη συνυπάρχουν στο σύνθετο πεδίο της ηθικής και πολιτικής συμπεριφοράς. Ανεξαρτήτως του αν αυτά τα γνωρίσματα συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενός κοινωνικού γίγνεσθαι με οργανική, αν και περίπλοκη, ενότητα, στον χώρο της λογοτεχνικής έκφρασης υπάρχουν δημιουργήματα που αναδεικνύουν αυτήν την πολυσύνθετη οργανική ενότητα, εναρμονίζοντας τις μερικότητες, τις ελλειπτικές οπτικές γωνίες, τις θραυσματικές μονάδες και τις αντιφάσεις σε ενιαίο και λειτουργικό καλλιτεχνικό σύνολο.
Οι εγγραφές του Ημερολογίου 1836-2011 δεν είναι συγγραφικά καταταγμένες κατά χρονολογικά σειρά. Νεότερες χρονικά εγγραφές προηγούνται παλαιοτέρων, αλλά όχι κατά τάξη και συγκεκριμένο σύστημα, με αποτέλεσμα παρελθόν, παρόν, αλλά και μέλλον να συλλειτουργούν δυναμικά, υπογραμμίζοντας, εμμέσως και υποδήλως αλλά σαφώς, τη διαχρονική ταλάντωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Κατά τούτο, οι ημερολογιακές εγγραφές για τον Μικρασιατικό Πόλεμο και την επακόλουθη καταστροφή είναι διάσπαρτες, επιτρέποντας, συσσωρευόμενες, την κατά διαστήματα τροφοδότηση της αναγνωστικής μνήμης, που βαθμιαία διαμορφώνεται ως αντλούσα από τη λογοτεχνική δραστικότητα και σε ιστορική μνήμη.
Οι σχετικές εγγραφές του μυθιστορήματος είναι επτά και θα μπορούσαν να υπαχθούν σε ένα γενικό θεματικό κέλυφος, αυτό που αφορά ημερολογιακές καταγραφές βιωμάτων Ελλήνων στρατιωτών κατά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού. Τέσσερις από αυτές, στο κεντρικό τους περίγραμμα, οροθετούν το βίωμα της καταδίωξης, τη σωματική κακουχία, την απειλή αλλά και την έλευση του θανάτου:
Μπήκαμε στα δέντρα και κρυφτήκαμε. Το φεγγάρι στη χάση του.
Στην άκρη του δάσους άρχισαν να περνάνε μουλάρια τούρκικα, φορτωμένα. Πέρναγαν, πέρναγαν και μεις κοιτάζαμε μέσα από τα κλαριά τον σκοτεινό ουρανό.
— Το αλετροπόδι, μου λέει ο Κώστας κάποια στιγμή.
Ήσαν τα δικά μας αστέρια και δω.
— Μη μιλάς, του λέω, θα μας ακούσουνε.
29.8.1922[8]
—Ζεις ακόμα, Αντρέα;
— Ζω.
Και πηγαίναμε, ο τόπος αμίλητος. Φτάσαμε σ’ ένα ποτάμι. Ήταν μια Αρμένισσα, δεν μπόρηγε να περάσει. Απαντάμε έναν πεσμένο:
— Σύρτε, εγώ είμαι αποφασισμένος, μας λέει.
26.8.1922[9]
Φτάσαμε στο μέρος εκείνο. Φύσαγε ένας μικρός αέρας, μεσημεριάτικος. Ήταν ένα σπίτι χριστιανικό, μια οικογένεια. Είχαν και άλλοι συγκεντρωθεί, σιγοκουβέντιαζαν. Μας έδωσαν νερό, μας γέμισαν τα παγούρια. Μας κέρασαν ούζο.
— Πού πηγαίνετε;
— Δεν ξέρουμε.
Στο καλό.
Ήμασταν η τελευταία ομάδα. Στη Σμύρνη κοντά, ένας Παλαιοελλαδίτης φαντάρος είχε παντρευτεί εκεί. Μας άφησε να βρει τη γυναίκα του.
2.9.1922[10]
Μπήκαμε στο αμπέλι, είχε λίγο φεγγάρι.
Πέσαμε μέσα στα κλήματα να μη φαινόμαστε. Το χώμα ήταν ακόμα ζεστό. Φάγαμε. Έβαλα σταφύλια στον κόρφο μου, λιώσανε. Κατέβηκαν τα ζουμιά στα μεριά μου, κόλλαγα. Γεμίσαμε και ένα μαξιλάρι, φύγαμε.
Να μας πιάναν οι Τσέτες, θα μας καλίγωναν.
Οδεμήσιον, 11.9.1920[11]
Μία έγγραφη είναι περιφερειακή ως προ το θέμα μας (προφανώς ο «κληρωτός του 1917» διέσχισε κατά τον Μικρασιατικό Πόλεμο την Αλμυρά Έρημο), αλλά συγκροτεί και δίοδο προς την λογοτεχνική ανάπλαση του ερωτικού στοιχείου:
Έζησαν μαζί σχεδόν μισόν αιώνα. Έκαναν πέντε παιδιά. Αυτός κληρωτός του 1917. Στα είκοσι δύο του πέρασε την Αρμυρή Έρημο.
Πέθανε το 1973. Εκείνη συνέχισε μόνη της για άλλα είκοσι ένα χρόνια.
Ανακομιδή και ταφή την αυτή ημέρα. Τα οστά του, σε ένα κιβώτιο 40Χ40Χ50 από κυπαρισσόξυλο, ενταφιάστηκαν ξανά μαζί της. Το είχε ζητήσει η ίδια, από τον πρωτότοκο γιο της, την τελευταία στιγμή της απόλυτης, φοβερής διαύγειας. Μερικοί το εξέλαβαν ως έκφραση έρωτα. Ρητορείες. Τον ήθελε δίπλα της για να τη φυλάει, όπως πάντα — και για όσο θα διαρκούσε το ταξίδι στο σκότος.
28.10.1994[12]
Πίσω από τα εκ πρώτης όψεως διατυπωμένα («ρητορείες», με απαξιωτική φόρτιση), υποκρύπτεται μία πτυχή του ουσιαστικού έρωτα, εκείνη που εκλαμβάνει την ερωτική σχέση πρωτίστως ως συντροφική, ως αντίδοτο της βαθιάς υπαρξιακής μοναξιάς.
Ο Βαλτινός, βέβαια, δεν είναι απλώς ερωτικός συγγραφέας (με αγάπες, λουλούδια και γλυκερά ερωτόλογα). Είναι συγγραφέας σεξουαλικός, ο οποίος σε μερικές από τις κορυφαίες λογοτεχνικές στιγμές του αποτυπώνει τον έρωτα ως σεξουαλικό βίωμα, πολύμορφο και πολυποίκιλο και όχι στενά περιορισμένο στις ειδυλλιακές του εκδοχές. Πέραν του εθνοκεντρισμού και των στερεοτυπικών του απόψεων, πέραν του ηθικά politically correct, αποτυπώνει την ερωτική πράξη ως απόρροια ενός πανίσχυρου βιολογικού ενστίκτου, ερωτικής πράξης σαφώς καταδικαστέας, απάνθρωπης και άθλιας στην πρώτη εγγραφή –μια και πρόκειται ουσιαστικά για βιασμό, ικανής να απαλύνει με τη νεανική της «αθωότητα» την ερωτική στέρηση ενός σκληρού παρόντος, στη δεύτερη εγγραφή:
Το Πυροβολικό έχει γκρεμίσει τον πύργο υδρεύσεως αλλά οι γραμμές δουλεύουν. Ο λοχίας θέλει να περιμένουμε. Να περιμένουμε πόσο; Ακόμα κι αν περάσει τρένο, θα είναι γεμάτο.
Πίσω από κάτι παλιές στοιβαγμένες τραβέρσες παρουσιάζονται δυο κολλημένα σκυλιά. Η θέα τους με ερεθίζει. Μας ερέθισε όλους. Ο λοχίας τούς πετάει μια πέτρα. Πόσο καιρό έχω να κοιμηθώ με γυναίκα; Από το Ουτς Σεράι. Μπήκα σε έναν στάβλο ψάχνοντας για κότες και βρήκα τη χανούμισσα με τα δυο της κορίτσια. Η χανούμισσα άφησε μια τρομαγμένη κραυγή και σήκωσε τα φουστάνια να κρύψει το πρόσωπό της. Τώρα καταλαβαίνω ότι το έκανε για να φυλάξει τις θυγατέρες της.
Τούρκικο ξυρισμένο πράμα, παραμονή της Παναγίας. Και μαγάρισα – και κολάστηκα.
Προς Σαλιχλί, 28 Αυγούστου 1922[13]
Σταματήσαμε στο χωράφι του Ρεβελιώτη. Είχε νερό κοντά. Ξεφορτώσαμε τα μουλάρια και οι γυναίκες έστρωσαν να κοιμηθούμε. Παρακάτω ήταν ο Καλογερικός Μύλος. Το πρωί θα κατεβαίναμε προς Μπαρμπάσαινα – Πύργο. Μας είχαν πει ότι είναι η γρίπη, να φυλαγόμαστε. Αλλά αυτό ήταν άλλη φορά. Τώρα ήταν Αύγουστος, στο τέλος του. «Εδώ ξάδερφε, που φυσάει», είπε η Χρυσάνθη. Πήρε ένα χράμι και το έστρωσε πάνω στις καλαμιές. Πήγα, έπεσα κοντά της και έβαλα το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια της. Μου λέει: «Με μένα, με το αίμα σου;». Αλλά δεν κουνήθηκε και το χέρι μου πολέμαγε να ανεβεί στην κιλότα της, να χωθεί μέσα.
Η Χρυσάνθη πεθαμένη από το ’18 και για τρύγο κατεβαίναμε στην Ηλεία το ’16 - ’17.
Ξύπνησα βρεγμένος, όλη η λαχτάρα αδειασμένη από μέσα μου. Είχα δέσει το καπίστρι του μουλαριού στο χέρι μου και εκείνο βόσκοντας με είχε σούρει δέκα δεκαπέντε μέτρα. Τέτοιος ύπνος.
Περιοχή Ουσάκ, 22 Αυγούστου 1922[14]
Ο λιτός, υποβλητικός λόγος του Θανάση Βαλτινού, καίρια σμιλεμένος στη φόρμα της ημερολογιακής καταγραφής και έντεχνα απομακρυσμένος από την παγίδα της συγγραφικής οίησης και της λογοτεχνικής πόζας, κατορθώνει να φτάσει στον βαθύ πυρήνα της συγκινησιακής δραστικότητας. Μας δείχνει με τον τρόπο του, ότι είχε δίκιο ο Raymond Williams, ο οποίος μιλώντας για τη «δομή της αίσθησης» (Structure of Feeling,[15] θεώρησε, μεταξύ άλλων, και ότι η λογοτεχνία αποδίδει με ψυχική διαύγεια τα οράματα, τα συναισθήματα, τα βιώματα, τις επιθυμίες των ανθρώπων, με άλλα λόγια αποδίδει με εσωτερικής έντασης ακρίβεια την ατμόσφαιρα μιας εποχής. Όταν διαβάζουμε ιστορικές πραγματείες, που αναφέρονται σε συγκεκριμένα γεγονότα, μπορούμε να πληροφορηθούμε, να διευρύνουμε τον γνωστικό και ιδεολογικό μας ορίζοντα, να κρίνουμε με νηφαλιότητα. Ωστόσο, μπορούμε να συναισθανθούμε πολύ πιο λειτουργικά ορισμένες πτυχές της ζωής και της ύπαρξης, διαβάζοντας λογοτεχνικά έργα σαν το Ημερολόγιο 1836-2011.