«Σμύρνη μου αγαπημένη»

«Σμύρνη μου αγαπημένη»

Ο τίτλος του θεατρικού έργου, που έγραψα πριν 10 χρόνια, όχι για κάποια επετειακή εκδήλωση, αλλά από πάθος για την κομβική αυτή σελίδα της ιστορίας μας, ήταν Σμύρνη μου αγαπημένη. Τον ίδιο τίτλο διατήρησα και στην ταινία. Και είναι αλήθεια πως η Σμύρνη είναι η πιο αγαπημένη πόλη των Ελλήνων.
Παρόλο που δεν την είδαμε ποτέ! Παρόλο που έπαψε να υπάρχει εδώ και 100 χρόνια! Από εκείνο τον φοβερό Σεπτέμβρη του 1922, που ανέβηκε σαν μάρτυρας στον ουρανό αφήνοντας πίσω της μόνο στάχτες και αίμα. Χάθηκαν οι Ελληνικές, οι Αρμένικες, οι Ευρωπαϊκές συνοικίες. Τις έκαψε όλες η μεγάλη πυρκαγιά. Η κοσμοπολίτικη Σμύρνη, The Paris of the East, The Jewel of the Levant, la Fleur d'Ionie, η Γκιαούρ Ιζμίρ, η πόλη των απίστων, σβήστηκε απ’ τον χάρτη μαζί με τον ελληνικό πληθυσμό της, που πέθανε επιτόπου ή σκόρπισε στην Ελλάδα και σε όλον τον κόσμο.
Η Σμύρνη ήταν ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Μεσογείου, ξακουστό για το εμπόριο, τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα, το μορφωτικό επίπεδο αλλά και τη χαρά της ζωής. Το joie de vivre όπως το έλεγαν οι Σμυρνιοί. Μια μοναδική πόλη που άκουγες ανάκατα τη φωνή του Μουεζίνη, με τους Χριστιανικούς ψαλμούς και τους πωλητές που διαλαλούσαν τα σερμπέτια και τους ντοντουρμάδες σε όλες τις γλώσσες της υφηλίου. Μια πόλη που έβλεπες κόσμο ντυμένο με την τελευταία λέξη της Ευρωπαϊκής μόδας ανάκατα με κόσμο ντυμένο με ανατολίτικες φορεσιές και νησιώτικες βράκες, ψηλά καπέλα και τουρμπάνια μαζί με ψαθάκια και φερετζέδες. Ήταν μια πόλη που σου πρόσφεραν σουτζουκάκια και χουνκιάρ μπεγιεντί, αλλά και χαβιάρι με μπλινί και εγγλέζικες πουτίγκες. Που τραγούδαγαν αμανέδες και σμυρνέϊκα, αλλά χόρευαν και τανγκό και φοξ τροτ.
Η Σμύρνη συνδύαζε τον σύγχρονο πολιτισμό της Δύσης, με τον αρχαίο πολιτισμό της Ιωνίας και της Ανατολής. Το 1920 είχε μια Όπερα όμοια με τη Σκάλα του Μιλάνου, 10 θέατρα, 15 σινεμά, 513 καφενεία, 226 καπηλειά και ταβέρνες, 55 εστιατόρια και 43 μπυραρίες. Στην οδό τον Φράγκων –rue Franque– μπορούσες να ψωνίσεις στα καλύτερα Ευρωπαϊκά μαγαζιά, στο Bon Marché, στο Petit Louvre, στο Angloeastern, στου Ξενόπουλου, στου Μουτάφη, στου Γεωργιάδη.
Είχε δεκάδες clubs privés όπως το Sporting Club, τη Λέσχη των Κυνηγών, την Ελληνική Λέσχη. Αλλά και πολλά σχολεία και μορφωτικά ιδρύματα, όπως την Ευαγγελική Σχολή, το Ομήρειο Παρθεναγωγείο και το Αμερικάνικο Κολλέγιο, που στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Αθήνα.
Πολλές βιβλιοθήκες γεμάτες αρχαία χειρόγραφα, σύγχρονα νοσοκομεία, μεγάλα ξενοδοχεία σαν το Κραίμερ και το Χουκ και φυσικά την περίφημη προκυμαία, το Quai, που όμοιά της δεν υπήρχε στην Ευρώπη. Τον Σεπτέμβρη του 1922 θα άνοιγε και το Ιωνικό Πανεπιστήμιο, με επικεφαλής τον περίφημο μαθηματικό και συνεργάτη του Αϊνστάιν, Καραθεοδωρή.
Οι γυναίκες της Σμύρνης ήταν κοκέτες αλλά και νοικοκυρές, μορφωμένες, με άποψη κοινωνική και πολιτική. Έλληνες και Τούρκοι, Αρμένιοι και Εβραίοι αλλά και Λεβαντίνοι –Ευρωπαίοι δηλαδή που ήταν από αιώνες εκεί– ζούσαν αρμονικά. Παρόλο που βρισκόταν κάτω από τον ζυγό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Σμύρνη ήταν σχεδόν ανεξάρτητη. Η σημαντική της θέση κι η οικονομική της ευμάρεια, έδιναν την ψευδαίσθηση ασφάλειας στους κατοίκους.
Οι σφαγές του 1914 στη Φώκαια, 40 μόλις χιλιόμετρα απ’ τη Σμύρνη, όπως και η Γενοκτονία 1.500.000 Αρμενίων το 1915, τάραξαν τους Σμυρνιούς, δεν τους φόβισαν όμως, σε σχέση με τη μοίρα της πόλης τους. Κανείς δεν θα τολμούσε ποτέ να πειράξει μια τόσο πολυπολιτισμική πόλη, έλεγαν. Είχαν εμπιστοσύνη στους συμμάχους της Ελλάδας, που ήταν γι’ αυτούς πάντα η Μεγάλη Πατρίδα. Αυτή η σιγουριά ήταν και ένας απ’ τους λόγους για τους οποίους κανείς δεν έφυγε πριν την Καταστροφή. Η Σμύρνη μαζί με τον ευτυχισμένο πληθυσμό της καταστράφηκε βίαια και ολοκληρωτικά το 1922 και οι κάτοικοι της κατέληξαν πρόσφυγες εν μία νυκτί. «Εμείς κοιμηθήκαμε νοικοκυραίοι», λέει η ηρωίδα μου η Φιλιώ, και «ξυπνήσαμε ζητιάνοι».
Ο χαμένος παράδεισος, η Σμύρνη, ζει για πάντα στις καρδιές μας. Γιατί όμως χάθηκε; Τι έφταιξε; Είναι τόσα πολλά τα ερωτηματικά, τόσες πολλές οι πτυχές αυτής της τραγωδίας που μένουν ακόμα σκοτεινές, που όποιος ασχοληθεί με το θέμα, βρίσκεται μπροστά σε έναν κυκεώνα πληροφοριών και αντιφάσεων. Ήταν σωστή η απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων να στείλουν τον Ελληνικό Στρατό το 1919 στη Σμύρνη; Και γιατί το δέχτηκε ο Βενιζέλος χωρίς εγγυήσεις; Τι ρόλο έπαιξε ο Μεγάλος Διχασμός του 1915-1916 στην έκβαση της Μικρασιατικής Εκστρατείας; Γιατί έκανε εκλογές ο Βενιζέλος το 1920; Ήταν αναγκασμένος; Γιατί προχώρησαν οι βασιλικοί μέχρι την Άγκυρα, παρόλες τις υποσχέσεις τους για κατάπαυση του πολέμου; Γιατί άλλαξαν στάση οι μέχρι τότε σύμμαχοι της Ελλάδας; Πώς κατάφεραν να νικήσουν οι Τούρκοι έναν τόσο δυνατό στρατό; Γιατί ψήφισε η Ελλάδα τον νόμο περί διαβατηρίων, που απαγόρευε την είσοδο στην χώρα όσων είχαν ξένο διαβατήριο; Γιατί κράτησαν ουδετερότητα οι Μεγάλες Δυνάμεις στη διάρκεια της Καταστροφής; Αυτά κι άλλα πολλά απασχολούν ακόμα τους ιστορικούς κι ο καθένας δίνει τη δική του εξήγηση. Το
σίγουρο είναι πως πρόκειται για μια τραγωδία χωρίς κάθαρση.
Όπως λέει στο βιβλίο του Η μάστιγα της Ασίας ο Αμερικανός πρόξενος George Horton: «Είναι η μόνη καταστροφή στην ιστορία της ανθρωπότητας, που έγινε μπροστά στα μάτια όλων των πολιτισμένων κρατών». 800.000 περίπου ήταν τα θύματα και 1.500.000 οι άνθρωποι που ξεριζώθηκαν. Λίγα πράγματα αναφέρονται στα σχολικά μας βιβλία. Λίγα και στα πανεπιστημιακά. Αυτό το μεγάλο τραύμα της Ιστορίας μας του 20ου αιώνα, δεν πέρασε ποτέ ολοκληρωμένα στην επίσημη ιστορία. Ίσως γιατί παραμένει πάντα ένα ευαίσθητο θέμα για την Ελλάδα και την Τουρκία.
Η Καταστροφή το 1922 ήτανε το πρώτο θέμα σε όλες τις εφημερίδες του κόσμου. Οι Times είχαν πρωτοσέλιδο τη φωτογραφία της καμένης πόλης, με τίτλο «Ο θάνατος μιας πόλης». Μετά από λίγο, όμως, το θέμα ξεχάστηκε και παρόλο που δεν αφορά μόνο στη χώρα μας αλλά και στην Ευρώπη, δεν αναφέρεται σχεδόν πουθενά. Η Ευρώπη γνωρίζει τις ευθύνες της, όπως και η Ελλάδα τα λάθη της εξαιτίας του Διχασμού, και έτσι κατέληξαν όλοι σε μία αμήχανη σιωπή. Όπως σιωπηλοί ήταν και οι πρόσφυγες όταν ήρθαν στην Ελλάδα. Αισθάνονταν πως ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν τους ήθελε, προσπαθούσαν λοιπόν να ενταχθούν στην κοινωνία, μένοντας σχεδόν αόρατοι. Η Ελλάδα, από την άλλη, είχε κουραστεί από τους πολέμους, είχε χάσει πολλά από τα παιδιά της και υπέφερε από μεγάλη φτώχεια. Πέρασαν πολλά χρόνια για να γίνουν αποδεκτοί από το κοινωνικό σύνολο οι πρόσφυγες και η Νέα Ελλάδα τους οφείλει πολλά. Εμπλούτισαν τον σύγχρονο πολιτισμό μας με τις αξίες, τις τέχνες, τη μουσική, τη λογοτεχνία, τη μαγειρική, τις καθημερινές τους συνήθειες.
Όλα αυτά μου κινούσαν το ενδιαφέρον και ήθελα πάντα να γράψω για τη Σμύρνη. Ήταν όμως ένα πολύ δύσκολο θέμα, που χρειαζόταν πολλή μελέτη. Από τα πρώτα χρόνια της καριέρας μου μετέφραζα έργα από διάφορες γλώσσες. Στη συνέχεια άρχισα να γράφω δικά μου και, καθώς πάντα γυρνάμε στην πρώτη μας αγάπη, γύρισα στην Ιστορία. Είχα τελειώσει τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, τον κλάδο Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών, και έτσι έγραψα κάποια έργα για μεγάλες ηρωίδες μας. Πάντα όμως για εμένα η μεγαλύτερη ηρωίδα ήταν η ανώνυμη γυναίκα της Μικρασίας. Παρ’ όλα αυτά, το θέμα της Σμύρνης, δεν τολμούσα να το αγγίξω. Πιστεύω πως αυτό που λέμε τυχαίο, είναι πάντα το μοιραίο. Έτσι τυχαία ή μάλλον από μια μεγάλη ατυχία, γεννήθηκε το θεατρικό μου έργο για τη Σμύρνη. Έπαιζα στο Κρατικό Θέατρο στην Κύπρο με τη σπουδαία Ελληνοαμερικανίδα ηθοποιό Ολυμπία Δουκάκη. Ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό ατύχημα με καθήλωσε στο κρεβάτι για καιρό. Μία μέρα η Ολυμπία μου έφερε ένα ταλαιπωρημένο, παλιό βιβλίο. Δεν ήξερα πως η καταγωγή της ήταν από τη Μικρασία. Εκείνη τη μέρα μου είπε πως οι δικοί της έφυγαν από εκεί και κατέληξαν, μέσα από τη φλεγόμενη Σμύρνη, σ’ ένα αμερικάνικο πλοίο, που τους έφερε στη Νέα Υόρκη. Το βιβλίο ήταν γραμμένο από τη γιατρό Esther Lovejoy. Ήταν η τελευταία Αμερικανίδα που έμεινε στο Quai, για να βοηθάει γυναίκες που γεννούσαν, κορίτσια που είχαν βιαστεί, ανθρώπους που πέθαιναν. Έφτασα σε μια σκηνή που περιγράφει τι γινόταν τη νύχτα, «κάθε νύχτα γύρω στα μεσάνυχτα, άκουγα», λέει, «απ’ το δωμάτιο μου, κλάματα, βογγητά, κραυγές, που ανακατεύονταν με τις μουσικές που έφερνε ο άνεμος από τα πλοία των συμμάχων. Και ξαφνικά όλα σταμάταγαν καθώς οι ναύτες απ’ τα πλοία, έριχναν τους προβολείς πάνω στο λιμάνι και έπαυαν οι βιαιότητες». Αυτή η σκηνή μου φάνηκε βγαλμένη απ’ την κόλαση αλλά κι από κάποια ταινία. Τότε αποφάσισα να γράψω το έργο. Οι αντιδράσεις του κόσμου όταν παίχτηκε στο θέατρο, ήταν συγκλονιστικές. Έκλαιγαν δυνατά, τραγουδούσαν, πολλοί λιποθύμαγαν, δεν ήταν σαν να έβλεπαν θέατρο. Ήταν σαν να το ζούσαν. Έβλεπαν την ζωή των προγόνων τους επί σκηνής. Ήταν το πρώτο ολοκληρωμένο έργο που γράφτηκε για τη Μικρασία. 90 χρόνια μετά την Καταστροφή κανείς δεν ήθελε να καταπιαστεί με ένα θέμα που θεωρείται ακόμα επικίνδυνο. Για αυτό και η επιτυχία ήταν τεράστια.

Έτσι αποφασίστηκε να γίνει ταινία. Γιατί μια ταινία μένει για πάντα κι η ιστορία της Σμύρνης και του ξεριζωμού των Ελλήνων από τις πατρογονικές τους εστίες μετά από 3.000 χρόνια πρέπει να μείνει για πάντα. Είναι καιρός να κάνουμε την ιστορία μας γνωστή παγκοσμίως, αλλά και να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας πως ιστορίες σαν κι αυτήν, δεν πρέπει να επαναλαμβάνονται. Γιατί, όπως λέει η ηρωίδα μου: «Άμα σε βρουν τα δύσκολα και δεν θέλεις να πεθάνεις, να θυμάσαι, μην ξεχνάς. Να θυμάσαι το παρελθόν κι ό,τι συμφορά σε βρήκε, για να μην ξανασυμβεί». Και δυστυχώς ακόμα και σήμερα τα ίδια συμβαίνουν ξανά και ξανά…

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: