Οι Έλληνες ποιητές για τη Μικρασιατική Καταστροφή και το προσφυγικό ζήτημα

Φωτ. Αρχείo EKIM
Φωτ. Αρχείo EKIM


Τώρα πια είναι συνηθισμένο πράγμα να μιλάς για τις καταστροφές των πολέμων. Όμως είναι κάτι βαρύτερο να ’χεις μέσα στ’ άντερά σου τον ξαφνικό ξολοθρεμό ενός ολοζώντανου κόσμου με τους φωτισμούς του, με τους ίσκιους του, με τις τελετές της χαράς και της θλίψης, με το πυκνό δίχτυ της ζωής του. Να ’χεις ακόμη μέσα στ’ αυτιά σου το τρίξιμο των αρμών του την ώρα του αφανισμού. Και τ’ άσχημα φερσίματα την ώρα εκείνη. Είναι άλλο πράγμα αυτή η μοίρα μέσα στο αίμα σου, που έσμιξε πια, όπως ήταν αναπότρεπτο, με τη μοίρα της σύγχρονης οικουμενικής φρίκης.[1]

Αυτά έγραψε στο ημερολόγιό του, τις Μέρες, ο Μικρασιάτης στην καταγωγή ποιητής Γιώργος Σεφέρης, στις 23 Οκτωβρίου 1950. Ο άνθρωπος που δια βίου έμεινε συνειδησιακά και ψυχοσυναισθηματικά πρόσφυγας θυμόταν τη Μικρασιατική Καταστροφή, ως πικρό καταστάλαγμα του ταξιδιού του στη Μικρά Ασία, συγκεκριμένα της επιστροφής του, σχεδόν 35 χρόνια μετά, στη Σμύρνη και στα Βουρλά, τους τόπους όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια. Ο Σεφέρης αναμετριέται με το ανεπούλωτο τραύμα της μνήμης. Η μνήμη ως τραύμα γίνεται εφιαλτικό παρόν, μία Ερινύα που σε καταδιώκει ή μία Νέκυια, η επίσκεψη στον Άδη, όπου αγαπημένοι νεκροί σου ζητούν να τους αφήσεις να πιούν λίγο αίμα για να σου μιλήσουν και να τους ακούσεις.
Σε απόσταση ενός αιώνα από τη Μικρασιατική Καταστροφή, σε αυτό το κείμενο θα επιχειρήσω να καταγράψω ορισμένες βασικές παρατηρήσεις για το πώς οι Έλληνες ποιητές διαδοχικών γενεών εξέφρασαν το τραύμα αρχικά της άμεσης εμπειρίας και στη συνέχεια της μνήμης τους, το τραύμα που άνοιξε ο ξεριζωμός και η άφιξη των προσφύγων και, αργότερα, η εγκατάστασή τους, ή το ρίζωμά τους, στη νέα τους πατρίδα. Ξεκινώ από μία επισκόπηση του διαθέσιμου υλικού, μένοντας στα κύρια σημεία του, τους οδοδείκτες προσανατολισμού στο θέμα μου. Το 1962 και σε συμπληρωμένη έκδοση το 1972 ο Δημήτρης Π. Λιάτσος στο βιβλίο του Η Μικρασιατική Καταστροφή στη νεοελληνική λογοτεχνία κατέγραψε και σχολίασε βασικά ποιήματα αναφερόμενα στην Καταστροφή.[2] Το 1967 και το 1980 το ζήτημα επανεξέτασε διεξοδικότερα ο Νίκος Ε. Μηλιώρης σε δύο εκτεταμένες εργασίες του, η δεύτερη σε μορφή βιβλίου.[3] Το 1981 εκδόθηκε το έργο του Παύλου Χατζημωυσή, Βιβλιογραφία 1919-1978: Μικρασιατική εκστρατεία-ήττα, προσφυγιά: άρθρα, αφηγήσεις, διηγήματα, μελέτες, μυθιστορήματα, περιοδικά, ποίηση, θέατρο. Το 1997 η ίδια βιβλιογραφία εκδόθηκε σε συμπληρωμένη ηλεκτρονική έκδοση, όπου το βιβλιογραφικό υλικό φτάνει μέχρι το έτος 1992.[4] Ο Χατζημωυσής στις δύο εκδόσεις της βιβλιογραφίας του καταγράφει, μεταξύ άλλων, και πολλά ποιήματα με θέμα τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το 1988 ο Μικρασιάτης στην καταγωγή λογοτέχνης και δημοσιογράφος Απόστολος Μαγγανάρης και η σύζυγός του Καίτη Μαγγανάρη επιμελήθηκαν την ανθολογία Θρήνοι και παινέματα για τις χαμένες πατρίδες –η ανθολογία αυτή επανεκδόθηκε εφέτος.[5] Στις 590 σελίδες της η εν λόγω ανθολογία παραθέτει, χωρίς πάντως καμία πραγματολογική πληροφορία και δίχως κανένα ερμηνευτικό ή άλλο σχόλιο, κατά την αλφαβητική σειρά των ονομάτων των ποιητών, εκατοντάδες ποιήματα 286 ποιητών (ορισμένοι είναι ανώνυμοι ή τα ποιήματα είναι δημοτικά τραγούδια) αναφερόμενα στη Μικρασία, γραμμένα πριν και κυρίως μετά από την Καταστροφή, τόσο από Μικρασιάτες όσο και από Ελλαδίτες ποιητές. Παρά την αμέθοδη συμπαράθεση ποιημάτων που εκθειάζουν τη Μικρά Ασία ως αγαπημένη γενέτειρα στα χρόνια πριν από τη Μικρασιατική Εκστρατεία με ποιήματα στενά συνδεδεμένα με τα γεγονότα και κυρίως με το συντριπτικό κλίμα της Καταστροφής, η ανθολογία είναι ένα ποσοτικά πλούσιο αποθετήριο ποιημάτων, πολύ χρήσιμο για να αντιληφθεί ο αναγνώστης το εύρος του θέματος, και ως άμεσου γεγονότος (η Καταστροφή), ιδίως ως προς τον πολύ μεγάλο ψυχοσυναισθηματικό αντίκτυπό του στους δέκτες του, και ως τραυματικής εμπειρίας-μνήμης για τους μεταγενέστερους. Ο τελευταίος σταθμός της αναδρομής μου στο διαθέσιμο υλικό είναι η μελέτη της φιλόλογου νεοελληνίστριας Νταϊάνα Χάας, «Η ποιητική απάντηση στη Μικρασιατική Καταστροφή», δημοσιευμένη το 1992, η έρευνα της οποίας εστιάστηκε στο πώς θεματοποιείται ή απηχείται η Μικρασιατική Καταστροφή στο έργο τριών σημαντικών ποιητών, του Κωστή Παλαμά, του Κ.Π. Καβάφη και του Κ.Γ. Καρυωτάκη.[6]
Βασισμένος κυρίως στο υλικό των ανθολογιών, παρατηρώ, πολύ αδρά, τα εξής. Είναι σαφής η διάκριση ανάμεσα στα ποιήματα των Mικρασιατών που εκφράζουν την οδύνη για την απώλεια των πατρίδων τους και για τα δεινά που υπέστησαν κατά την Καταστροφή, από τη μια μεριά, και τα ποιήματα των Eλλαδιτών, από την άλλη, που πρέπει να διαχειριστούν και να εκφράσουν το δικό τους συγγενικό αλλά όχι και όμοιο τραύμα, άρρηκτα δεμένο αφενός με τη συντριβή της Μεγάλης Ιδέας και αφετέρου με το τεράστιο για την ελληνική κοινωνία ζήτημα της ενσωμάτωσης των προσφύγων. Συνολικά θεωρημένα τα ποιήματα τόσο των Mικρασιατών όσο και των Eλλαδιτών στη συντριπτική πλειονότητά τους μας ενδιαφέρουν σήμερα ως αποτύπωση του ψυχοσυναισθηματικού τραύματος, χωρίς να κατορθώνουν να το μεταπλάσουν σε έκφραση της ανθρώπινης εμπειρίας που, μέσα από το πέρασμα του χρόνου, γίνεται ποιητική τέχνη. Ίσως αυτό οφείλεται στις συμβάσεις του ποιητικού είδους. Κυρίως η συναισθηματική υπερεκχείλιση, όπως υπαγορεύεται από τη λυρική διάθεση, θολώνει στα ποιήματα την εμπειρία, την εξωραΐζει με την κακή έννοια, σε αντίθεση με την πεζογραφία της ίδιας εποχής, όπου ο ρεαλισμός ευνοεί σαφώς περισσότερο τη μετάπλαση της άμεσης εμπειρίας σε λογοτεχνία, ανθεκτική στον χρόνο. Έτσι, ενώ πολλά από τα πεζογραφικά κείμενα μυθοπλασίας για τη Μικρασιατική Καταστροφή, γραμμένα τόσο στον Mεσοπόλεμο όσο και στα μεταπολεμικά χρόνια, κινούνται στη γραμμή του ρεαλισμού, ενίοτε ακόμα και του στυγνού ρεαλισμού, και στο μεταιχμιακό όριο της εγγύτητάς τους με τα γραπτά ατόφυας μαρτυρίας, και γι’ αυτό παραμένουν δραστικά, τα περισσότερα ποιήματα, αντιθέτως, έλκονται και παγιδεύονται στην, ευεξήγητη βεβαίως, συναισθηματική έξαρση των ανθρώπων που τα έγραψαν, με αποτέλεσμα να αδρανοποιούνται αισθητικά. Υπάρχουν, παράλληλα, οι περιπτώσεις των ποιητών με ισχυρή ιδιοσυγκρασία όπου αυτή η συναισθηματική έκφραση ελέγχεται ή και διυλίζεται μέσα από την περιοχή της τέχνης τους. Η περίπτωση του Σεφέρη, όπου η ιστορία του ξεριζωμού ανάγεται στον διαχρονικό μύθο του κατατρεγμένου ελληνισμού, στον καημό της Ρωμιοσύνης, ήδη από το συνθετικό ποίημα Μυθιστόρημα (1935), είναι πολύ γνωστή για να τη σχολιάσω. Σε ό,τι αφορά τους τρεις ποιητές που εξέτασε η Χάας παρατηρώ επιγραμματικά τα εξής: ο Παλαμάς, ο ποιητής του καιρού του και του τόπου του, με τα αναφερόμενα στη Μικρασιατική Καταστροφή ποιήματά του, λειτουργεί ως ο άμεσος δέκτης και ο εκφραστής των κλυδωνισμών που προκάλεσε η Καταστροφή, με την έκφραση της πικρίας, της οργής, της διάψευσης, αλλά και της αναγεννημένης ελπίδας και αντοχής, των συγχρόνων και ομοεθνών του. Στον Καβάφη η ιστορική εμπειρία λανθάνει σε ποιήματα όπως το «Ιωνικόν» και το «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες», όπου η εικαζόμενη στο βάθος του ποιήματος σύγχρονη ιστορική εμπειρία μεταπλάθεται στη βιοθεωρία ενός ποιητή που έλεγε ότι είναι όχι Έλλην, αλλά Ελληνικός. Στον Καρυωτάκη, τέλος, τα αρκετά στιχουργημένα και πεζά ποιήματά του είναι από τις πιο δραματικές και δραστικές ποιητικές εκφράσεις του τραύματος, δεδομένου ότι ηλικιακά ανήκει στη γενιά των Ελλαδιτών που συμμετείχαν και υπέστησαν την Εκστρατεία και την Καταστροφή και στα πεδία των μαχών –το 1922 ήταν 26 ετών. Γι’ αυτό και θα παραθέσω το άτιτλο ποίημά του «[Όταν άνθη εδένατε…]», από την ενότητα «Ελεγεία» της συλλογής του Ελεγεία και σάτιρες το 1927, επειδή το θεωρώ ως την πιο πυκνή ποιητικά έκφραση του τραύματος της μνήμης ως συντελεσμένης πλέον απώλειας, της απώλειας των ανθρώπων μίας ολόκληρης γενιάς:

Όταν άνθη εδένατε στα τεφρά μαλλιά σας,
και μες στην καρδιά σας
αντηχούσαν σάλπιγγες, κι ήρθατε σε χώρα
πιο μεγάλη τώρα —
οι άνθρωποι με τα έξαλλα πρόσωπα, τα ρίγη,
είχαν όλοι φύγει.

Όταν άλλο επήρατε πρόσταγμα, άλλο δρόμο,
σκύβοντας τον ώμο,
τη βαθιάν ακούγοντας σιωπή, τους γρύλους,
στην άκρη του χείλους
ένα στάχυ βάζοντας με πικρία τόση –
είχε πια νυχτώσει.

Κι όταν εκινήσατε λυτρωμένα χέρια
πάνω από τ’ αστέρια,
κι όταν στο κρυστάλλινο βλέμμα, που ανεστράφη,
ο ουρανός εγράφη,
κι όταν εφορέσατε το λαμπρό στεφάνι –
είχατε πεθάνει
.[7]

Στο ποίημά του ο Καρυωτάκης ισορροπεί αριστοτεχνικά τον βασισμένο στη νεοσυμβολιστική τεχνοτροπία ελεγειακό τόνο με υπαινικτικά στοιχεία ιστορικού ρεαλισμού.

Περνώντας στο πολύ ενδιαφέρον πεδίο των ποιημάτων που θεματοποιούν την εμπειρία της προσφυγικής κρίσης στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας, ξεχωρίζω το τολμηρό ποίημα του Ελλαδίτη Ρώμου Φιλύρα, «Ο θρήνος των προσφύγων», περιλαμβανόμενο στη συλλογή του Θυσία (1923) – ο Φιλύρας ήταν 34 ετών το 1922. Το διαβάζω και στη συνέχεια θα το σχολιάσω συνοπτικά:

Στο λευκό βράδυ της Αθήνας έρχονται
οι πρόσφυγες, οι αιχμάλωτοι κι οι σκλάβοι,
σκλάβοι Τουρκιάς αιμόδιψης και ρίχνουνε,
στην πίκρα μας, λάδι να την ανάβει.

Το βράδυ, ενώ η Χαρά πάει στο περπάτημα
κι η Αθηναία προβαίνει να ξεσκάσει
στον Κήπο και στο Ζάππειο και στο Σύνταγμα
κι ανάπνοια κάρωσης τινάζει όλη την Πλάση,

πασπατευτά προβάλλουν απ’ τα πέριορα,
τις συνοικίες τις ευτυχισμένες
αλλοτινά και πάντα και το χέρι τους
απλώνουνε, ζητιάνοι, στις παρθένες.

Δεν είν’ οι χθεσινοί, δεν είν’ οι απόκληροι,
καθημερνά ναυάγια της Αθήνας,
δεν είναι μιας πρωτεύουσας ξαστόχημα,
γέροι αφημένοι, σκέλεθρα της πείνας.

Δεν είν’ απομεινάρια ξαφνορφάνευτης
γενιάς και ξεκληρίσματα φαμίλιας,
δεν είν’ ατυχισμένα γυναικόπαιδα
μάνας, που κύλησε σαράκι ζήλιας.

Είν’ οι αδελφοί μας της Ασίας, στο χάλασμα
που ρήμαξε απ’ το ντρόπιασμα τη Σμύρνη,
που φύγαν ξάφνου, στη φοβέρα του άνομου,
ενώ ως τα χθες εζήσαν σ’ ευφροσύνη.

Να τοι! περνούν και μας ζητούν περίκλαυτοι 
βοήθεια στην τρανή τους δυστυχία,
είναι πολλοί, κουρελιασμένοι κι άμοιροι
κι εμάς η μπόρεσή μας για έναν, μία.

Α! πίκρα, αλόη και το ποτό να γίνεται
στα χείλη μας, σαν ’γγίξουν το ποτήρι,
αχ! δάκρυα στερεμένα που δε χύνεστε 
πλημμύρα, στης ζωής το πανηγύρι.

Δάκρυα κλαμένα κι άκλαυτα, μα αιώνια,
πιο δυνατά τ’ άχυτα απ’ τα χυμένα,
να σπαρταράτε στις αδένες, στα μελίγγια μας,
για όλους πλούσια κι ούτε για τον ένα.
[8]

Η αντιπαράθεση, τοποθετημένη στον δημόσιο χώρο της κοσμικής Αθήνας, ανάμεσα στην ευκατάστατη αθηναϊκή κοινωνία, από τη μια μεριά, και τους αξιολύπητους Μικρασιάτες πρόσφυγες, από την άλλη, τους «αδελφούς μας της Ασίας», καταλήγει στην πικρή διαπίστωση ότι η συναισθηματική φίμωση και η κοινωνική υποκρισία μάς κάνουν να χύνουμε δάκρυα για όλους αδιακρίτως αλλά δεν μας αφήνουν εντέλει να νιώθουμε οίκτο και να συμπαραστεκόμαστε στον καθένα ξεχωριστά. Έτσι, αυτό το απλό ποίημα-αθηναιογράφημα μίας πολύ αλγεινής κοινωνικής δοκιμασίας αποκτά διαχρονική αξία, καθώς αντανακλάται στη σύγχρονη προσφυγική κρίση και γίνεται και ο δικός μας σκληρός καθρέφτης.

Μετά τη συντριβή της Μεγάλης Ιδέας, τον τερματισμό του μοντέλου του εθνικού ποιητή και τα συλλογικά δεινά που ακολούθησαν στον ιστορικό χρόνο (Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος, δικτατορία των Συνταγματαρχών) η ένταση της μνήμης του τραύματος της Μικρασιατικής Καταστροφής ελαττώθηκε, με αποτέλεσμα τα ποιήματα που την εξέφραζαν, στη μεταπολεμική και τη μεταπολιτευτική εποχή, να είναι πολύ λιγότερα σε σύγκριση με τα ύστερα από το 1922 μεσοπολεμικά χρόνια. Αναφέρω, ενδεικτικά, με βάση το υλικό της ανθολογίας Μαγγανάρη, ποιήματα των Γιώργου Γεραλή, Νίκου Γρηγοριάδη, Άρη Δικταίου και Γιώργου Θέμελη. Σε αυτή πλέον την εποχή το τραύμα της μνήμης, που στο βάθος του μένει ακόμα ανοιχτό, φιλτράρεται συνάμα μέσα από την ειρωνεία για την αλλαγή των εποχών –ο ιστορικός χρόνος, έστω ψευδαισθητικά, προχωρά. Επέλεξα ως παράδειγμα το ποίημα του Γιώργου Γεραλή «Αναζητήσεις μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού», δημοσιευμένο το 1966 στη συλλογή του Κλειστός κήπος:

Όταν κατασιγάζει ο αλαλαγμός
από το πρώτο ημίχρονο,
κι ενώ προβάλλει το εναγώνιο ερώτημα
αν ως το τέλος θα προηγείται ο Άρης,
συνήθως μεταδίδονται οι «Αναζητήσεις
μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού».
Σχεδόν πανομοιότυπα: Η Αγγελική
αναζητεί τον σύζυγόν της Γαβριήλ Γαβριήλογλου
εκ Πισιδίας. Εξηφανίστη
κατά την Μικρασιατικήν καταστροφήν
εν έτει 1922. Έκτοτε
η Αγγελική στερείται ειδήσεών του…» Το παράδοξο
δεν είναι, βέβαια, η αναμονή
σαράντα τέσσερα χρόνια, όταν σκεφτεί κανείς
εκείνους που έζησαν διαστήματα τρομαχτικά
χωρίς να περιμένουν τίποτα (κι ας αφήσουμε πια,
γιατί παράγινε, των αγαλμάτων τη μοίρα).
Το παράδοξο
είναι η σιωπή του Γαβριήλ, που αγνοώντας
τις τόσες δυνατότητες επιστροφής
–ή έστω μιας κάποιας επικοινωνίας–
τα ουράνια φέγγη χαίρεται και στων αγγέλων
το ουδέτερο κάλλος εντρυφά, κι ασυλλόγιστα
από την υπεργήινη μουσική μεθυσμένος,
της συζύγου τη θαλερήν αγκάλη ελησμόνησε.

Κι εκείνη
μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού
επίμονα εκπέμπει
το ραδιοφωνικό της άγγελμα
ανάμεσα σε δύο ημίχρονα. Πιστή
σε όσα από τους πατέρες διδάχτηκε,
το χρέος της εκτελεί, το μήνυμά της ακούει
και ήσυχη πια, μπορεί να παρακολουθήσει,
–ίσως με έγνοια για τη δόξα του εγγονού–
αν ως το τέλος θα προηγείται ο Άρης.
[9]

Στο ποίημα του Γεραλή αξιοποιείται ένα προφανώς πραγματικό κοινωνικό συμβάν, οι ανακοινώσεις μέσω ραδιοφώνου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, ενώ μεταδίδονται ποδοσφαιρικοί αγώνες. Η τραγικότητα η πρόσφυγας και σύζυγος να μην αποδέχεται, ύστερα από 44 χρόνια, ότι είναι πλέον χήρα και να συνεχίζει να αναζητεί τον αγνοούμενο Μικρασιάτη σύζυγό της σχολιάζεται από τον αφηγητή του ποιήματος με πικρή ειρωνεία: οι καιροί έχουν αλλάξει, το οδυνηρό ιστορικό γεγονός απομακρύνεται στο παρελθόν, ο νεκρός δεν πρόκειται να επιστρέψει, η πρόσφυγας ως γιαγιά πια οφείλει να νοιαστεί για τη δόξα του φίλαθλου ή και ποδοσφαιριστή εγγονού της· συνάμα, όμως, οι παραδόσεις τηρούνται, η αφοσίωση στον νεκρό παραμένει, η μνήμη ως χρέος δεν διαγράφεται. Έτσι το ποίημα, παρά τον μέσω της ειρωνείας σκεπτικιστικό τόνο του, υπερασπίζεται την αξία τού «δεν ξεχνώ», αιτήματος που θα ανατροφοδοτηθεί, επίσης τραγικά, μερικά χρόνια ύστερα από τη γραφή του ποιήματος, όταν θα συμβεί η τουρκική εισβολή στην Κύπρο και θα ακολουθήσει η κυπριακή τραγωδία.

Θεωρώντας συνολικά, εν κατακλείδι, τα αναφερόμενα στη Μικρασιατική Καταστροφή και στο προσφυγικό ζήτημα ποιήματα, η γενική διαπίστωση είναι ότι η οδύνη για την απώλεια της πατρίδας και το συνεπακόλουθο τραύμα της ένταξης των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία παρέμειναν ζωντανά για μεγάλο χρονικό διάστημα, λειτουργώντας συνάμα ως πηγή γόνιμης τροφοδοσίας για την ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα, συγκεκριμένα για τον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητάς της ως προς την έννοια της πατρίδας. Υπό αυτή την έννοια, ένα μέρος αυτών των ποιημάτων συνέβαλε στη διατήρηση της κληροδοτημένης από το παρελθόν έκφρασης της βαθιάς αγάπης για την πατρίδα και τη συλλογική ιδέα. Από την άλλη πλευρά, ένα έτερο μέρος των σχετικών με το θέμα μας ποιημάτων εντάχθηκε και τροφοδότησε την ισχυρή ύστερα από τη Μικρασιατική Καταστροφή τάση της ελληνικής ποίησης να θεματοποιεί την πατρίδα ως πληγή και την εθνική συλλογικότητα ως χαμένη ιδέα ή ως εναγώνιο ζητούμενο.
Πώς η μνήμη του τραύματος, εν προκειμένω της Μικρασιατικής Καταστροφής, εκβάλλει, μέσα από το σκοτεινό ποτάμι της ιστορίας, στο παρόν μας; Νομίζω ότι ο καλύτερος τρόπος που έχω για να σχολιάσω αυτό το ερώτημα είναι να παραθέσω το τέλος της ημερολογιακής εγγραφής του Γιώργου Σεφέρη με την οποία ξεκίνησα αυτό το κείμενο:
Το λυκόφως απλώνει στον ουρανό και στη θάλασσα το χρώμα μιας ανεξάντλητης αγάπης. Και ντρέπεσαι που έχεις όρεξη να ουρλιάξεις πως είναι ένα υπέρογκο ψέμα. Γιατί το ξέρεις πως ο κύκλος δεν έκλεισε· πως οι Ερινύες που εξαπολύθηκαν σε τούτον εδώ τον περιορισμένο και απόμακρο τόπο για τους μεγάλους και τους μικρούς της γης, δεν κοιμούνται, και δε θα τις δεις, μήτε συ μήτε τα παιδιά σου, «γας υπό κεύθος».[10]

Το κείμενο αυτό αναγνώστηκε σε προγενέστερη μορφή του στην ημερίδα «ὦ γῆ, 1922-2022, Αφιέρωμα του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη στα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή» (28 Μαΐου 2022) που διοργανώθηκε από το Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη.


Νοσοκομείο προσφύγων στη Χίο
Νοσοκομείο προσφύγων στη Χίο
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: