Ο Νίκος Θέμελης ανατέμνει την πορεία της αστικής τάξης πριν, προς και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή

«Μεγάλη Ιδέα» εναντίον Μεγάλης Ιδέας

O Nίκος Θέμελης
O Nίκος Θέμελης


Η Μικρασιατική Εκστρατεία και συντριβή βρίσκεται στο επίκεντρο των μυθιστορημάτων του Νίκου Θέμελη, αφού σ’ αυτό το εθνικό ορόσημο τελειώνει μια περίοδος και έρχεται ένα τέλος όπου ο ελληνισμός αποτυγχάνει στρατιωτικά, ακριβώς επειδή πρώτα έχει αποτύχει κοινωνικά. Αυτό φαίνεται αν παρακολουθήσει κανείς τα ιστορικά μυθιστορήματα του συγγραφέα, αρχής γενομένης από την Τριλογία του, η οποία, με παράλληλες και αλληλοδιασταυρούμενες πορείες των ηρώων της, καλύπτει ένα ευρύ άνυσμα πενήντα περίπου ετών, από τη δεκαετία του 1880 έως τα πρόθυρα της Δικτατορίας του Μεταξά το 1936. Στην Αναζήτηση (1998) και στην Ανατροπή (2000) έχουμε ένα εκτεταμένο «πριν», που εκβάλλει στη Σμύρνη ποικιλοτρόπως, και στην Αναλαμπή ένα «πριν», ένα «ακριβώς» κι ένα «μετά», που συμπληρώνει τον ιστορικό συλλογισμό του, συνεπικουρούμενο από το έκτο μυθιστορήμα του, τις Αλήθειες των άλλων (2008), το οποίο ξεκινά από το 1923.

Σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο, πρωταγωνιστής δεν είναι καθένας από τους τρεις κεντρικούς ήρωες (ο Νικολής στην Αναζήτηση, ο Θωμάς –και η Ελένη– στην Ανατροπή και ο Στέφανος στην Αναλαμπή), αλλά η ανερχόμενη αστική τάξη, που προσπαθεί να ανορθωθεί και να βρει τον βηματισμό της, καταρχάς στον χώρο του μείζονος Ελληνισμού. Κι είναι η ευρυχωρία τόσο της Οθωμανικής και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας όσο και της Αυστροουγγαρίας, που επιτρέπει τη διακίνηση εμπορικών αγαθών, ιδεών και νοοτροπιών και ευνοεί την ευδοκίμηση ανθρώπων ανοιχτόμυαλων, πρωτοπόρων, καινοτόμων. Αυτή η πορεία των ανοιχτών οριζόντων ανακόπτεται, σύμφωνα με τον Ν. Θέμελη, όταν ο ελληνισμός εγκλωβίζεται στην ελλαδική του μικρόνοια και δεν αναπτύσσει σε βάθος τις εκσυγχρονιστικές του δυνατότητες. Έτσι, ενώ η πορεία των δύο πρώτων μυθιστορημάτων χαράζεται προς Ανατολάς, από τα Ζαγοροχώρια μέχρι τη Σμύρνη και τη Μανησά κι από τη Σιάτιστα ώς την Οδησσό, στο τέλος η ίδιου προσανατολισμού περιπέτεια από την Ελλάδα στη Μικρά Ασία αναχαιτίζεται, γυρίζοντας πίσω τα όποια ανοίγματα είχαν επιτευχθεί ώς τότε.

Τα ερωτήματα που θέτει ο Ν. Θέμελης είναι συνυφασμένα με την άνοδο και την ελλιπή ολοκλήρωση της αστικής τάξης: μπόρεσε αυτή να εκσυγχρονίσει την Ελλάδα όσο έπρεπε; Συνέχισε να ανοίγεται στις έξωθεν ιδεολογίες και να αφομοιώνει ρεύματα και τάσεις ή σταμάτησε σε μια εθνική εσωστρέφεια; Και εντέλει συμπορεύτηκε με τη Μεγάλη Ιδέα της εδαφικής επέκτασης ή προσπάθησε να προωθήσει μιαν άλλη «Μεγάλη Ιδέα», όπως θα ήθελε ο Νικολής-εφέντης, αυτήν της παιδείας που τελικά θα έδινε και την καθοριστική ώθηση στο έθνος; Είναι δηλαδή η Μικρασιατική Εκστρατεία απόρροια των άναρχων φιλοδοξιών της αστικής τάξης ή ιστορικό Βατερλώ που δεν την άφησε να ολοκληρώσει την πορεία της;

Η πορεία προς Ανατολάς κι η πικρή ματαίωση

Στην Αναζήτηση ο νεαρός Νικολής καταφεύγει στη Μυτιλήνη, όπου ενισχύει την πίστη του στα γράμματα, στην αξία του εμπορίου, στην πρόοδο μέσω της τεχνολογίας του ατμού, κι έπειτα στη Σμύρνη και τη Μανησά, όπου με το επινοητικό μυαλό του αναλαμβάνει να ξαναβάλει μπρος μια χρεωκοπημένη επιχείρηση. Και, παράλληλα, οργανώνει την εκπαίδευση των παιδιών των κολίγων, αλλά και τη δική τους φώτιση, ώστε με τη δύναμη του νου να διευρύνουν τους στενούς τους ορίζοντες κι έτσι να δουν προκοπή. Ανάλογα, στην Ανατροπή ο πατέρας του Νίκου, ο Θωμάς, κλέβει τη νεαρή Ελένη, κόρη του συνεταίρου του, και καταφεύγει στην Οδησσό. Εκεί παρακολουθούμε την άνοδο της αστικής τάξης, μέλος της οποίας αναδεικνύεται ο Θωμάς, ο οποίος με το εμπόριο πλουτίζει πάλι και εξελίσσεται σε βασικό στέλεχος της ελληνικής παροικίας. Η άνοδος αυτή δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά και πνευματική με ιδέες, δράσεις, φεμινιστικές κινήσεις –όπου πρωτοστατεί η Ελένη–, βιβλία και βιβλιοθήκες, μια γενική δηλαδή ανύψωση της παιδείας, μέσω της οποίας πιστεύεται ότι όλα μπορούν να βελτιωθούν.

Δυο παράλληλες πορείες προς την Ανατολή, τη Μικρά Ασία και τον Εύξεινο Πόντο αντίστοιχα, αντικατοπτρίζουν την πίστη του Ν. Θέμελη στη Μεγάλη Ιδέα της παιδείας. Όπως φαίνεται στη σκέψη του Νικολή, ο Ελληνισμός δεν χρειάζεται τίποτα άλλο, ούτε πολέμους ούτε έχθρες ούτε κλειστά σύνορα ούτε δεσμεύσεις στα πατρώα χώματα, παρά μόνο γράμματα, ευρύτητα νου, ανοιχτούς ορίζοντες που να φέρνουν από την Ευρώπη νέες ιδέες και καινοτομίες, εμπόριο και πλούτο που να καταστήσουν το ελληνικό στοιχείο, ακόμα και μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ισχυρή δύναμη. Τα δύο πρώτα βιβλία της Τριλογίας οραματίζονται μιαν αυτοδημιούργητη αστική τάξη που με τον πλούτο και την κουλτούρα της να ζει με ποιότητα και να αποβαίνει ρυθμιστικός παράγοντας στη νέα κοινωνία που χτίζεται από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά.

Η Αναζήτηση συνομιλεί άμεσα ή έμμεσα με το Στου Χατζηφράγκου (1962-1963) του Κοσμά Πολίτη, ο οποίος σκιαγραφεί τη ζωή στη Σμύρνη πριν από την Καταστροφή. Η ελληνική μεγαλούπολη, τόσο στις φτωχογειτονιές της όσο και στις πλούσιες συνοικίες της αλλά και στο πολυσύχναστο Και, παρουσιάζεται ως μητρόπολη, με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, με την ευτυχία που επικρατούσε πριν από την οριστική απώλεια, με εσωτερικές αντιθέσεις που οδηγούν σε προσωπικά δράματα, πριν από το μεγάλο…

Όλα αυτά αλλάζουν ή κορυφώνονται στην Αναλαμπή. Εκεί βρισκόμαστε μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους, στην πρωτεύουσα Αθήνα, όπου η οικογένεια του εμπόρου Αδαμάντιου Λέκκα ζει τα δικά της ανεβοκατεβάσματα και τις εθνικές εξελίξεις. Σε προσωπικό επίπεδο ο κουνιάδος Δημήτριος, δικηγόρος, συνεργεί ώστε το εξώγαμο του Αδαμάντιου με την Ευαγγελία να το υιοθετήσει εν κρυπτώ το ζεύγος του κουνιάδου του και της αδελφής του Αριστέας. Είναι ο Στέφανος που σπουδάζει τελικά δικηγόρος στο Βερολίνο και πολύ αργότερα ανακαλύπτει την νόθη γέννηση του. Η τραγικότητα της φιγούρας του Δημητράκη, όταν αυτός συνειδητοποιεί την προσωπική του αποτυχία (άγαμος, μόνος και μακριά από την πρώην ερωμένη του Ευαγγελία που κάποια στιγμή παντρεύεται) κι όταν επιπλέον έρχεται η Καταστροφή της Σμύρνης, που τη θεωρεί εθνική αποτυχία αλλά και αποτυχία της τάξης του, τον οδηγεί στην αυτοκτονία.

Η αυτοκτονία αυτή συνδέει στενά το μυθοπλαστικό πλαίσιο της ζωής ενός εκπροσώπου της αστικής τάξης με το ιστορικό πλαίσιο της εθνικής τραγωδίας. Ο Δημητράκης συνειδητοποιεί ότι η ζωή του, που συμπορεύτηκε με ένα ψέμα, που στηρίχτηκε στην κατά καιρούς σεξουαλική σχέση με την Ευαγγελία και τώρα νιώθει προδομένος από αυτήν, ήταν μια αυταπάτη. Ακόμα περισσότερο (ή σε αναλογία με την προσωπική σφαίρα), η τάξη του είναι υπεύθυνη για τη Μικρασιατική Καταστροφή και για το ξεσπίτωμα εκατομμυρίων ανθρώπων· κι είναι υπαίτια γιατί πίστεψε στη συνέχεια του ελληνισμού, η οποία οδήγησε νομοτελειακά στη Μεγάλη Ιδέα, στην εδαφική δηλαδή επέκταση χωρίς μέτρο, ώστε να ξαναφτάσει τα όρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και γιατί παρασύρθηκε από τον «τυφλό εθνικισμό, τον επεκτατισμό, τη μεγαλομανία» (Αναλαμπή, σελ. 1129).

Τέλος, το όριο του 1922 αποτελεί την αφετηρία του βιβλίου Οι αλήθειες των άλλων, το οποίο συνεχίζει κατά κάποιο τρόπο την Αναλαμπή. Εδώ η πορεία είναι προς Δυσμάς: ο Μανόλης Λινός, που δεν έφυγε αμέσως με την ανταλλαγή των πληθυσμών, επειδή είχε καταφέρει να αποκτήσει την ψευδεπίγραφη ταυτότητα του Τούρκου και Μουσουλμάνου, καταφέρνει να πάρει μαζί του ένα σεντούκι με αρχεία και βιβλία της οικογένειάς του και να καταφύγει εντέλει στην Αθήνα. Εκεί σπουδάζει Ιστορία κι Αρχαιολογία και διακηρύσσει, όταν πλέον γίνεται καθηγητής στην Κομοτηνή, μια αντιηρωική εκδοχή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ότι δηλαδή δεν πέθανε με αυτοθυσία αλλά πήγε να μονάσει στο Άγιο Όρος.

Οι δύο δρόμοι που δεν συναντήθηκαν

Ενώ, λοιπόν, στα δύο πρώτα βιβλία της Τριλογίας, τα ιστορικά γεγονότα περνάνε πίσω από τους μυθιστορηματικούς ήρωες και κάποια στιγμή τους συναντάνε, στην Αναλαμπή τα ιστορικά ορόσημα φαίνεται να έρχονται άμεσα στο προσκήνιο. Εδώ διατυπώνεται πιο ρητά το συμπέρασμα πως το σταυροδρόμι των δύο Μεγάλων Ιδεών διχοτομήθηκε ανεπιστρεπτί, με αποτέλεσμα αντί η αστική τάξη να πριμοδοτήσει ένα εκπαιδευτικό-πολιτικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, να επιλέξει την επεκτατική πολιτική της κρατικής διεύρυνσης. Ας δούμε αυτούς τους δύο δρόμους:

Η Μεγάλη Ιδέα της παιδείας, που φυσά αέρα στα πανιά των φιλοπρόοδων εμπόρων, είναι, σύμφωνα με τον Ν. Θέμελη, η λυδία λίθος της επιτυχίας. Όσο βρισκόμαστε στα ευρέα όρια των αυτοκρατοριών, όπου τα σύνορα δεν εμποδίζουν το εμπόριο και τη διακίνηση ιδεών, παιδεία σημαίνει επαφή με τις νέες αντιλήψεις, τα βιβλία και τον Διαφωτισμό, την επιστήμη και την τεχνολογία, οι οποίες δίνουν ώθηση στον Ελληνισμό και τον εδραιώνουν ως οικονομική, πνευματική και πολιτική εντέλει δύναμη. «Οι ήρωες της “Ανατροπής”, γράφει η Αγγελική Μπιρμπίλη (2000) σε συνέντευξή της με τον συγγραφέα, «δεν αντιλαμβάνονται την πατρίδα τους σαν έναν τόπο-φυλακή, αλλά σαν τα ανοιχτά σύνορα ενός κόσμου πολυπολιτισμικού και ελεύθερου. Ο Νικολής ρώταγε τον πατέρα του πώς γίνεται να μην υπάρχουν σύνορα, και εκείνος αποκρινόταν “Και όμως γίνεται, κάποτε θα καταλάβεις”. Το σημαντικό είναι η καλλιέργεια της συνείδησης του ελληνικού έθνους. Το πιο σημαντικό η παιδεία που “δίνει γλώσσα, πίστη, συνείδηση, γνώσεις, δύναμη, που φωτίζει”. Αυτή είναι η αληθινή, η διαρκής επανάσταση. Και η τεχνολογία που πάντοτε φέρνει αθόρυβα την αλλαγή».

Είναι χαρακτηριστικά δοσμένοι αυτοί οι δύο άξονες, που ενσαρκώνει ο Νικολής. Από τη μία, προωθεί νέες τεχνολογικές καινοτομίες και τρόπους διοίκησης, από την παραγωγή και την οργάνωση της εργασίας μέχρι τη διακίνηση των αγαθών, τρόπους δηλαδή με τους οποίους οι παραδοσιακές τεχνικές θα ανανεωθούν. Το ίδιο έκανε κι ο Θωμάς στην Οδησσό, ο οποίος προμηθεύτηκε βιβλία για να μάθει πώς οργανώνονται οικονομικά οι επιχειρήσεις και ποιες νέες αντιλήψεις περί εμπορίου και λογιστικής μπορούν να ενισχύσουν το επιχειρηματικό πνεύμα. Από την άλλη, η πρόσληψη δασκάλου στη Μανησά για να διδάξει στα παιδιά γραφή και ανάγνωση, αλλά και οι κύκλοι συζήτησης τους οποίους εισήγαγε ο Νικολής-εφέντης, για να ανυψώσει τη σκέψη των απλών ανθρώπων, ώστε αυτοί να μπορούν να σκέφτονται λίγο πιο αυτόνομα, δείχνει την κατεύθυνση προς την ανάγκη πνευματικής ανύψωσης. Και τέλος η «Φιλοπρόοδος Αδελφότης Κυριών», όπως και η Ελένη με τις (προ)φεμινιστικές της ενέργειες, σηματοδοτούν μια νεωτερική αντίληψη περί προόδου, στηριγμένης στη σκέψη και τη διεύρυνση των οριζόντων.

Οι ευρείς αυτοί ορίζοντες συνδέονται και με τη διεθνιστική νοοτροπία, όπου το ελληνικό στοιχείο συνυπάρχει με τις υπόλοιπες εθνότητες, Τούρκους, Εβραίους, Αρμένιους, Γιουρούκους, Ρώσους, Γάλλους, Ιταλούς, Γερμανούς κ.λπ. Η πολυπολιτιστική κοινωνία, σύμφωνα με τον συγγραφέα, δεν στηρίζεται τόσο στις θρησκευτικές ή άλλες διαφορές, όσο σε μια διαχωριστική γραμμή –κι αυτή όχι απόλυτη– ανάμεσα στις εμπροσθοβαρείς απόψεις των προοδευτικών ανθρώπων, που εκφράζουν το πνεύμα του οδυσσεϊκού ελληνισμού, και τις οπισθοδρομικές αγκυλώσεις των προγονόπληκτων συντηρητικών.

Η ίδια παιδεία στο ελλαδικό κράτος, που ενίοτε διακηρυσσόταν και μερικές φορές προωθούνταν από τους πολιτικούς (ιδίως από τον Ελ. Βενιζέλο), θα μπορούσε να οδηγήσει στην εκ βάθρων αναμόρφωση της Ελλάδας στα σύνορα του 1918. Από το 1909 και τις βενιζελικές μεταρρυθμίσεις ώς το 1928-1932 οι προσπάθειες για κοινωνική ανύψωση, τόσο πριν από τη Μικρασιατική Εκστρατεία όσο και μετά, θα έδιναν ώθηση στη μεταβολή, την εκλογίκευση και τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας (Λιάκος, 2011). Αυτή θα σηματοδοτούσε την ουσιαστική μόρφωση του λαού –πολιτισμικά και γλωσσικά– και μαζί τον βαθύ εκδημοκρατισμό της κοινωνίας και των δομών της, με πυλώνες τη δικαιοσύνη, την αξιοκρατία, την ισότητα και την αλληλεγγύη. Ακόμα και μετά την εθνική ήττα, όταν η προηγούμενη ιδεολογία ξεψύχησε στα παράλια της Ιωνίας, το νέο όραμα θα μπορούσε να συμπεριλάβει όλα αυτά, αν η αστική τάξη είχε τη δύναμη να συνειδητοποιήσει τον ρόλο της.

Ποιος θα ήταν αυτός; Να στηρίξει με όλες της τις δυνάμεις ένα πρόγραμμα, που αποσπασματικά είχε ξεκινήσει, ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού, με την αγροτική, γλωσσική και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Να προωθήσει την εκβιομηχάνιση της χώρας και να μην μείνει μόνο στις εμπορικές συναλλαγές. Να προχωρήσει την εδραίωση της δημοκρατίας, καταργώντας τη βασιλεία, ώστε να μην υπάρχει μια συντηρητική δύναμη που να αναχαιτίζει τις εξελίξεις. Να ενδυναμώσει τις κοινωνικές αξίες και να αναμορφώσει τη δημόσια διοίκηση.

Αντίθετα, ειδικά μέχρι το 1922, όλοι προτίμησαν τυφλά τη Μεγάλη Ιδέα που για δεκαετίες οιστρηλατούσε την ελληνική κοινωνία, Ιδέα που, όπως αποδείχθηκε, έθαψε ή παραγκώνισε τις υγιείς προσπάθειες εκσυγχρονισμού. Στήριξε έναν κόσμο πάνω στο ψέμα (αυτό της εθνικής συνέχειας) και πρόβαλε πιο πολύ το όραμα της επέκτασης και όχι της εσωτερικής ενδυνάμωσης, με αποτέλεσμα να μην εξαλειφθούν ποτέ «οι πελατειακές σχέσεις και η διαφθορά στη δημόσια διοίκηση, οι κλίκες και ο κομματισμός, οι σχέσεις οι διαπροσωπικές, η αναξιοκρατία, οι άθλιες συνθήκες μες στις οποίες δούλευαν και κέρδιζαν το ψωμί τους οι χαμηλότερες βαθμίδες της δημοσιοϋπαλληλίας» (Αναλαμπή, σελ. 1190).

Ο ίδιος ο συγγραφέας στο πολύ εύστοχο ερώτημα της Σταυρούλας Παπασπύρου (2003) «Τι στο καλό πήγε λάθος;» απαντά: «υπάρχει ένα ζήτημα ευθύνης της τάξης που με τους όρους εκείνης της εποχής μπορούσε να θεωρηθεί αστική. Δεν ανταποκρίθηκε στην ανάγκη να διαμορφωθεί κι εδώ μια κοινωνική συνείδηση που να στηρίζεται στις αξίες της αστικής δημοκρατίας. Κυνήγησε τη Μεγάλη Ιδέα, σύρθηκε να εγκαθιδρύσει την αβασίλευτη δημοκρατία, δεν την στήριξε και παρέδωσε την εξουσία στην 4η Αυγούστου». Όπως φαίνεται στην Αναλαμπή, οι φυγόκεντρες τάσεις μιας εύπορης οικογένειας, από τον φιλοβασιλικό παππού και τον συντηρητικό πατέρα έως τον βενιζελικό θείο και τον άλλο θείο, ο οποίος ήταν σοσιαλιστής κι έπειτα κομμουνιστής, δεν βοήθησαν σε μια ενιαία γραμμή δράσης.

Η αποτυχία είναι φυσικά αποτέλεσμα και του Εθνικού Διχασμού, που χώρισε τη χώρα σε Φιλοβασιλικούς και Βενιζελικούς, από τους οποίους οι δεύτεροι οδήγησαν τη Μεγάλη Ιδέα στο κράτος «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» κι οι πρώτοι, παρόλο που διακήρυτταν την αντίθεσή τους με τη Μικρασιατική Εκστρατεία, συνέχισαν ακόμα περισσότερο την ίδια πολιτική, και μάλιστα χωρίς μέτρο, με τα γνωστά οδυνηρά αποτελέσματα. Αλλά είναι και απόρροια πολλών επιμέρους παραγόντων, όπως των πελατειακών σχέσεων πολιτικών και λαού, η διαίρεση της αστικής τάξης μεταξύ παλιών και νέων μορφών επιχειρηματικότητας κ.λπ. (Σούλη 2011).

Το 1922 προέκυψε, λοιπόν, ακριβώς επειδή η αστική τάξη προσδέθηκε στο άρμα της επέκτασης του κράτους, όπως το όριζε η Μεγάλη Ιδέα, και δεν επιχείρησε την εσωτερική ενίσχυσή του. Η Ιδέα ξεκινά από τον Γερμανικό Ιδεαλισμό, που υποστήριξε τη συνέχεια του Ελληνισμού από τον αρχαιότητα, το Βυζάντιο ως σήμερα, μια πολιτική που ακολούθησαν και οι ίδιοι οι Γερμανοί με αποτέλεσμα την ήττα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η δική μας εκδοχή της ιστορικής συνέχειας, όπως τη στήριξαν οι ιστορικοί Σπ. Ζαμπέλιος, Κ. Παπαρρηγόπουλος κ.ά., οραματιζόταν μια μεγάλη Ελλάδα, που να πλησιάζει τη Βυζαντινή αίγλη. Ο Ν. Θέμελης καταδικάζει μυθιστορηματικά αυτήν την τάση τόσο στην Αναλαμπή όσο και στις Αλήθειες των άλλων, όπου ο μύθος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ο οποίος συντηρούσε οράματα για την ανακατάληψη της Πόλης, αποδεικνύεται παραπλανητικός.

Στα τέσσερα έργα του Νίκου Θέμελη που μελέτησα, το 1922 δεν είναι μια στρατιωτική αποτυχία, αλλά μια αποτυχία της αστικής τάξης να εδραιώσει το κράτος με όρους νεωτερικότητας. Έτσι, αυτή η βαθιά και ευρεία οπτική του συγγραφέα μυθιστορηματοποιεί πολύ πετυχημένα μιαν εποχή αλλά και μια αντίληψη, η οποία αναζητεί κοινωνικές ρίζες στη Μικρασιατική στόχευση και εξηγεί την τραγωδία, πολύ πριν αυτή συμβεί.




Μικρή βιβλιογραφία

Νίκος Θέμελης, Η τριλογία. Η Αναζήτηση / Η Ανατροπή / Η Αναλαμπή, Μεταίχμιο 2018.
Νίκος Θέμελης, Οι αλήθειες των άλλων, Κέδρος 2008.

Αλιβιζάτος, Νίκος (2003): «Μια απαισιόδοξη ανάγνωση της Ιστορίας. Αστική ιδεολογία και πολιτική στην Αναλαμπή του Νίκου Θέμελη», περ. Νέα Εστία, τεύχ. 1760, Οκτώβριος 2003, σελ. 409-420.

Βέικου, Χριστίνα (2010): «Πολιτισμικές επιστρώσεις ενός πολυφωνικού κόσμου: οι επάλληλες αντιστικτικές ταυτότητες στο έργο του Ν. Θέμελη Οι αλήθειες των άλλων», στο Κωνσταντίνος Α. Δημάδης (επιμ.), Ταυτότητες στον ελληνικό κόσμο (από το 1204 έως σήμερα): Δ' Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών Γρανάδα, 9-12 Σεπτεμβρίου 2010: πρακτικά; Identities in the Greek world (from 1204 to the present day): 4th European Congress of Modern Greek Studies Granada, 9-12 September 2010: proceedings, τόμ. Β΄, σελ. 225-233. [https://www.eens.org/EENS_cong... class="f-smaller">

Γαραντούδης, Ευριπίδης (2008): «Πολιτικώς ορθές αλήθειες και εκσυγχρονισμός», εφ. Τα Νέα, 18.10.2008.

Κοτζιά, Ελισάβετ (2012): «Ο Νίκος Θέμελης και το νέο ιστορικό μυθιστόρημα», www.protagon.gr, 29.3.2012. [https://www.protagon.gr/apopse... class="f-smaller">

Κουτρουδίτσου, Γεωργία Κ. (2016): «“Αναλαμπή” του Νίκου Θέμελη, ένα Ιστορικό Μυθιστόρημα της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας», https://www.researchgate.net/p... class="f-smaller">

Λιάκος, Αντώνης (2011): «Το λογοτεχνικό μανιφέστο του Εκσυγχρονισμού», περ. The Books’ Journal, τεύχ. 11, Σεπτέμβριος 2011, σελ. 54-57. [http://repository.costas-simit... class="f-smaller">

Μπακουνάκης, Νίκος (2008): «Νίκος Θέμελης: “Η αλήθεια των άλλων είναι ανοησία”», εφ. Το Βήμα, 19.10.2008. [https://www.tovima.gr/2008/10/... class="f-smaller">

Μπιρμπίλη, Αγγελική (2000): «Συνέντευξη με τον Νίκο Θέμελη» (συνέντευξη), περ. Κλικ, Ιούλιος 2000. [αναδημοσίευση στην Athens Voice: https://www.athensvoice.gr/politismos/vivlio/727290/mia-synenteyxi-toy-nikoy-themeli-kai-i-istoria-enos-vivlioy/]

Παπασπύρου, Σταυρούλα (2003): «Τι στο καλό πήγε λάθος…» (συνέντευξη), εφ. Η Καθημερινή (Η Τέχνη της Ζωής), 6.3.2003. [αναδημοσιεύτηκε στο Χωρίς μαγνητόφωνο, εκδ. Πόλις, Αθήνα, 2018, σελ. 177-182]

Παπασπύρου, Σταυρούλα (2021): «“Αναλαμπή” του Ν. Θέμελη: Το πικρό χρονικό του εθνικισμού που οδήγησε στη μικρασιατική καταστροφή», εφ. Lifo, 21.12.2021. [https://www.lifo.gr/culture/vi... class="f-smaller">

Σούλη, Αγγελική (2011): «“Η Αναλαμπή” Νίκος Θέμελης, εκδ. Κέδρος, 2003», neaanagnosi.blogspot.com, 9.7.2011. [http://neaanagnosi.blogspot.com/2011/07/blog-post.html]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: