Η Σμύρνη της Μιμής Ντενίση: ιστορία, ψυχολογία, κοινωνιολογία

Η Σμύρνη της Μιμής Ντενίση: ιστορία, ψυχολογία, κοινωνιολογία






Έργα με θέμα τη Μικρασιατική Καταστροφή τόσο στον Μεσοπόλεμο όσο και μεταπολεμικά εμφανίστηκαν μερικά, αλλά κυρίως αν όχι αποκλειστικά από συγγραφείς όχι ακριβώς έγκριτους ή γνωστούς για το υπόλοιπο έργο τους, και αν παραστάθηκαν ορισμένα, οι παραστάσεις τους θα πρέπει να ήταν ερασιτεχνικές ή ημι-ερασιτεχνικές στα πλαίσια πολιτιστικών εκδηλώσεων συλλόγων και μόνο ειδικές έρευνες και μάλιστα πολύ σύγχρονες τα έχουν αποκαλύψει και αναφέρει λ.χ. σε συνέδρια, το 2022 επετειακά.[1] Το εθνικό τραύμα θα πρέπει να ήταν πολύ οδυνηρό για να ανακληθεί στις μνήμες, ενώ ίσως και η πολιτική κατάσταση να μην ευνοούσε την εμφάνιση έργων που απέδιδαν ευθύνες για την άδοξη εκστρατεία και την τρομερή ήττα σε πολιτικούς που βρίσκονταν ακόμη εν ζωή ή και να μην γινόταν αποδεκτή η από σκηνής εικόνα της αρνητικής στάσης της ελληνικής κοινωνίας προς τους πρόσφυγες. Πέρα από κάποιες αναφορές στο έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη Η αυλή των θαυμάτων (1957) ή στο Πανηγύρι (1964) του Δημήτρη Κεχαΐδη, η Μικρασιατική Καταστροφή ως θέμα δεν εμφανίζεται πιο περίοπτα στο ελληνικό θέατρο παρά ελάχιστα στη δεκαετία του 1970, με το έργο των Παναγιώτη Παπαδούκα – Κώστα Καραγιάννη – Νίκου Καμπάνη Πενήντα χρόνια δάκρυα, πενήντα χρόνια γέλιο (1972),[2] με μια σκηνή στο Μεγάλο μας τσίρκο του Καμπανέλλη (1973) και με δύο ομότιτλα και ομοθεματικά έργα: Η δίκη των εξ, όπως καθιερώθηκε ως ιστορικός όρος στην καθαρεύουσα της εποχής (1922), το ένα γραμμένο το 1973 από τον Βασίλη Βασιλικό και τα άλλο το 1974 από τον Γιώργο Μιχαηλίδη, ο οποίος το ανέβασε μάλιστα με τον θίασό του, το Ανοιχτό Θέατρο.[3] Φαίνεται πως η εθνική ήττα και η κατάρρευση του οράματος της Μεγάλης Ιδέας υπήρξαν τόσο τραυματικά ώστε να δημιουργήσουν ένα είδος ταμπού στη δραματουργία, καθόσον στην πεζογραφία έργα με το θέμα αυτό υπάρχουν αρκετά. Μόνο στον 21ο αιώνα η Μιμή Ντενίση το αντιμετώπισε με θάρρος και έγραψε δύο ιστορικά έργα επί του θέματος: τα Σμύρνη μου αγαπημένη (2014) και Από Σμύρνη Σαλονίκη (2019).

Eίχε ήδη γράψει δύο ιστορικά θεατρικά έργα,[4] όταν αποφάσισε να καταπιαστεί με τη Σμύρνη και την Καταστροφή της. Οι λόγοι της ήταν η διαπίστωση ότι το κοινό έχει ιδιαίτερη αδυναμία στα ιστορικά θέματα, και η δική της ανάγκη να ασχοληθεί με ελληνικά ζητήματα παραμελημένα από «όλους μας», όπως η Μικρασιατική Καταστροφή, όπως δεν έπρεπε, επειδή αποτελεί κομβικό σημείο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, με πολλά επακόλουθα έως σήμερα.[5]

Το Σμύρνη μου αγαπημένη (2014) αρχίζει με δραματικό χώρο έναν προσφυγικό συνοικισμό στον Πειραιά και χρόνο το 1923. Είναι φτωχόσπιτα που σχηματίζουν μιαν αυλίτσα.[6] Η αξονική ηρωίδα και των δύο έργων, η Φιλιώ Μπαλτατζή,[7] ώριμη γυναίκα πρόωρα γερασμένη προφανώς από τον πόνο, τις ταλαιπωρίες και τα βάσανα, κάνει την εμφάνισή της με φτωχικά, φθαρμένα ρούχα, όπου όμως διακρίνεται η παλιά ομορφιά και ποιότητά τους, συζητώντας πεζά με την πρώην ψυχοκόρη της και αγαπημένη του γιου της για φαγητά και γλυκά. Η δεύτερη σκηνή μεταφέρει στη Σμύρνη του 1917, και εισάγεται με παρόμοια συζήτηση περί μπακλαβά. Η Φιλιώ εμφανίζεται τώρα πολύ νεότερη από τα έξι χρόνια που απέχουν οι δύο σκηνές, υπέρκομψη μέσα σε βραδινό φόρεμα που υποδηλώνει κάποια προκείμενη γιορτή. Οι σκηνικές οδηγίες, κάπως μυθιστορηματικά αν και συνοπτικά, δίνουν και τον χαρακτήρα της: απλή και καταδεχτική, προστατευτική με όλους, μορφωμένη και με άποψη ιδίως πολιτική, αγαπάει πολύ τον άντρα της. Ίσως θεωρήθηκε απαραίτητη υπόδειξη σε κάποιαν ηθοποιό που ενδεχομένως θα υποδυθεί τον ρόλο μελλοντικά, καθόσον η ίδια η Ντενίση προφανώς γνώριζε πώς να την παραστήσει. Ο διάλογος είναι πεζός και καθημερινός, αλλά η Φιλιώ αποστασιοποιείται και αρχίζει τις άμεσες απευθύνσεις στο κοινό, με τις οποίες εξηγεί τη δράση ιστορικά και παρουσιάζει την ευρύτερη εικόνα. Εδώ περιγράφει τη Σμύρνη, όπου γεννήθηκε και ανατράφηκε, μια πόλη της Ανατολής πολυεθνική και ονειρεμένη. Η ελληνική παροικία είχε άντρες προκομμένους εμπόρους και γυναίκες άφθαστες νοικοκυρές, που ήξεραν να δίνουν χαρά στον περίγυρό τους. Αυτά ως το 1914, όταν άρχισε ο Μεγάλος Πόλεμος και οι δυσκολίες, αν και πάλι ζούσαν καλά. Εδώ η Φιλιώ αποκλίνει από την ιστορία, ίσως για να τονίσει δραματουργικά τις αντιθέσεις. Τότε άρχισαν οι οθωμανικές διώξεις εναντίον του ελληνικού πληθυσμού με τα τρομερά Τάγματα Εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού), έγινε η σφαγή της Φώκαιας και άλλα πολλά. Οι οιωνοί ήταν σαφείς και η χαρισάμενη ζωή ήδη φαινόταν επισφαλής. Οι Έλληνες της Μικρασίας έπρεπε να αρχίσουν να σκέφτονται σοβαρά το μέλλον τους εκεί. Ωστόσο αυτή συνεχίζεται, με καλοπέραση, φαγητά και γλέντια. Η Φιλιώ στο aside της τονίζει πόσο αδελφικά ζούσαν με τους Τούρκους, υπηρέτες και γειτόνους τους. Στους Τούρκους υπηρέτες φέρονταν ιδιαίτερα καλά, σαν μέλη της οικογένειας. Πάντως οι υπηρέτες πιθανόν να είχαν άλλη γνώμη για το ποια έπρεπε να είναι η θέση τους, και πράγματι στο έργο εμφανίζεται ένας νέος (Χαλίλ) που έχει δεχτεί τη νεοτουρκική προπαγάνδα.[8] Η Φιλιώ πληροφορεί για τα βιογραφικά της έως τότε: ορφανή από μητέρα, καλοαναθρεμμένη κόρη πλούσιου χρυσοχόου, που παντρεύτηκε τον Δημητράκη της, επιτυχημένο έμπορο, με έρωτα αμοιβαίο και έγινε η πρώτη κυρά στη Σμύρνη, ευτυχισμένη και αδιάφορη για τον φθόνο που προκαλούσε· αυτή απολάμβανε τη ζωή της. Ακολουθεί το γλέντι, γιατί, όπως εξηγεί, οι Σμυρνιοί έδειχναν τα πλούτη τους και γιόρταζαν τις επιτυχίες τους. Έχουν δύο παιδιά: τον Βασιλάκη, δεκαέξι και τη Λευκοθέα, δεκαοχτώ, σε ηλικία γάμου πλέον. Γνωρίζουμε και τα υπόλοιπα μέλη της (ευρύτερης) οικογένειας. Τρώνε, πίνουν, κουτσομπολεύουν και πολιτικολογούν. Έχουν διαφωνίες ουσιαστικές: ο πατέρας και ο άντρας της Φιλιώς είναι εφησυχασμένοι, σίγουροι για την κατάσταση και τα προνόμιά τους, για την υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο αδελφός του άντρα της, ακόμα πιο πλούσιος και πετυχημένος, είναι αντιβενιζελικός και αδιάφορος για τα ελληνικά πράγματα. Ο Δημητράκης, ο σύζυγος, αντίθετα είναι θερμός πατριώτης, όπως και ο γιος τους, που δηλώνει πρόθυμος να πολεμήσει, κάτι ανήκουστο για τους υπόλοιπους. Όταν ολοκληρώνεται το φαγοπότι έρχεται ένας γνωστός τραγουδιστής της Σμύρνης και χορεύουν. Οι Τούρκοι υπηρέτες πάντως έχουν αντίθετη άποψη για την πολιτική κατάσταση. Στις ακόλουθες σκηνές το θέμα των φαγητών είναι σημαντικό όταν τα θεατρικά πρόσωπα είναι θηλυκού γένους, ενώ ο Βασίλης, ο γιος, τεμπελιάζει, ενημερώνεται και ονειρεύεται πολεμικά κατορθώματα. Ανάμεσα σε κοινωνικές και πολιτικές παρατηρήσεις ερωτοτροπεί και με την τσαχπίνα και έξυπνη ψυχοκόρη-υπηρέτρια Ζαχαρούλα, που θα γίνει γυναίκα του, αλλά προς το παρόν μόνον η Λευκοθέα ράβεται και κάνει κοσμικές εμφανίσεις εις άγραν άξιου γαμπρού. Η Φιλιώ δίνει πληροφορίες για τα μαγαζιά και τα λούσα και τον καταναλωτισμό των Ανατολιτών: αγόραζαν ό,τι τους έκανε κέφι, γιατί το χρήμα έρρεε άφθονο στη Σμύρνη τότε και κανένας δεν φοβόταν για το αύριο – κακώς, τα προμηνύματα ήδη υπήρχαν. Οι Αρμένιοι όμως που είχαν βιώσει τις σφαγές (1896, 1915) έτρεμαν. Οι Έλληνες, παρά τη σφαγή της Φώκαιας, μαθαίνουμε από τη Φιλιώ ότι θεωρούσαν τη Σμύρνη με τα συμμαχικά πλοία στο λιμάνι άλλο πράγμα. Η αρμένισσα μοδίστρα, πρώην «αρχόντισσα», που έσφαξαν οι Τούρκοι την οικογένειά της και πήραν τον άντρα της και τους μικρούς γιους της στα Τάγματα Εργασίας, ανατριχιάζει όταν έρχεται στο σπίτι των Μπαλτατζήδων και βλέπει τους τούρκους υπηρέτες. Η Φιλιώ προσπαθεί να μάθει τι έγιναν οι δικοί της μέσω των γνωριμιών της. Στη μεγάλη πρεμιέρα της Όπερας της Σμύρνης,[9] που οι Σμυρνιοί θεωρούν ισάξια της Σκάλας, στο θεωρείο των Μπαλτατζή μπαίνει μια οικογένεια Λεβαντίνων, μάλλον αγγλικής προέλευσης. Ο νεαρός Έντυ Γκουίνταλ καλοβλέπει τη Λευκοθέα και εκείνη αυτόν, αν και η Φιλιώ την καθιστά προσεκτική: είναι σαν βασιλιάδες στη Σμύρνη και παντρεύονται μεταξύ τους. Δύο Τούρκοι χτυπούν τον Δημητράκη έξω από το θέατρο και παρά λίγο να τον σκοτώσουν, αλλά τον σώζει ο γιος του οδηγού τους (ο Χαλίλ), που τον έχουν σπουδάσει. Ο Βασίλης διασκεδάζει με τη Ζαχαρούλα σε λαϊκή ταβέρνα, αν και εκείνη προσπαθεί να διατηρήσει ό,τι πολυτιμότερο έχει. Στην κουβέντα για τους λόγους της επίθεσης, ο Χαλίλ ναι μεν δείχνει ότι είναι πάντα δικός τους άνθρωπος, αλλά τα μπερδεύει κάπως και αποκαλύπτει μια νεοτουρκική ιδεολογία. Ο Δημητράκης σχεδόν τον υποψιάζεται, αλλά η Φιλιώ συστήνει στον άντρα της απλώς να μιλάει λιγότερο ανοιχτά για την ελληνική συνείδησή του και γενικώς να κρατάει το στόμα του κλειστό. Επί τέλους αρχίζουν να μπαίνουν στο νόημα. Ακόμα και οι Τούρκοι υπηρέτες τους τούς προειδοποιούν. Ομοίως και ο αδελφός του Δημητράκη, αλλά αυτός είναι αγύριστο κεφάλι. Η Φιλιώ, ανάμεσα στις μαγειρικές συζητήσεις, συνεχίζει τα μαθήματα Ιστορίας, περιγράφοντας σημαντικές προσωπικότητες όλων των εθνικοτήτων που έπαιζαν κάποιο αποφασιστικό ρόλο στα πράγματα. Στο μεταξύ η νίκη του Βενιζέλου επί του βασιλιά Κωνσταντίνου τους ενθουσίασε και τον έχρισαν ελευθερωτή τους. Συμφωνούσαν με τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Μεγάλο Πόλεμο και ήταν χαρούμενοι και αισιόδοξοι το καλοκαίρι του 1917. Η μοδίστρα Τακουή μαθαίνει με αγαλλίαση ότι οι δικοί της ζουν –αν και δεν αποκλείεται να τους σκοτώσουν προσεχώς. Η Φιλιώ την καθησυχάζει ότι τώρα οι Σύμμαχοι θα τους προστατεύσουν. Η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο, αλλά στη Σμύρνη το μεγάλο γεγονός είναι ο χορός των Γκουίνταλ. Ο Χαλίλ πληροφορεί τη Φιλιώ ότι πρόκειται να καταταγεί στον τουρκικό στρατό. Εκείνη δεν καταλαβαίνει και της εξηγεί την πατριωτική οπτική του, προκαλώντας την απορία της, πώς αλλάξανε οι καταστάσεις ενώ ζούσανε Έλληνες και Τούρκοι τόσο μονιασμένοι. Προσπαθεί ο ένας να εξηγήσει στον άλλο τη δική του θέση και οπτική και ίσως να κρατήσουν τη δική τους καλή σχέση, κάτι που προφανώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Στο μεταξύ όλο και περισσότερη βία εμφανίζεται ποικιλοτρόπως και στη Σμύρνη, όπου οι βολεμένοι Έλληνες προσπαθούν να πιστέψουν ότι πρόκειται για μεμονωμένα γεγονότα. Τα δύο πλούσια αδέλφια εμμένουν ο καθένας στη στάση του. Η Φιλιώ με έκπληξή της διαπιστώνει ότι ο εγωιστής και κυνικός κουνιάδος της είναι πιο κοντά στην αλήθεια και εξηγεί τη διεθνή περίπλοκη πολιτική κατάσταση με τα ανταγωνιστικά συμφέροντα. Ο Χαλίλ έρχεται και τους αναγγέλλει ότι προσχώρησε στον στρατό του Κεμάλ. Η Φιλιώ κατηγορεί τον Κεμάλ για εθνικιστή, ο Χαλίλ τον υπερασπίζεται ως πατριώτη. Το χάσμα μεγαλώνει. Αν οι Έλληνες εισβάλουν ως ελευθερωτές, ο Κεμάλ θα τους σφάξει – όχι, δεν θα μπει τάξη στο χάος όπως επιμένει η Φιλιώ. Ο στρατός μπαίνει στη Σμύρνη (1919) και οι Έλληνες πανηγυρίζουν μέσα σε έξαρση.

Η δεύτερη πράξη αρχίζει το 1919. Η Φιλιώ πιστεύει ότι ο στρατός και οι πολίτες μέθυσαν και δεν κατάλαβαν τα προμηνύματα. Αρχίζουν να πέφτουν πυροβολισμοί, να γίνονται αιματηρά επεισόδια, αλλά Τούρκοι και Έλληνες είναι διστακτικοί. Η άφιξη του Στεργιάδη, πρώτου Έλληνα διοικητή ύστερα από 466 χρόνια, έβαλε τάξη και η ζωή πήρε τον δρόμο της, και μάλιστα ζωηρότερα και πλουσιότερα από πριν. Αλλά ο Στεργιάδης αποδείχτηκε δυσάρεστος και αντιπαθής, ενώ κατάφερε να τσακωθεί και με τον Χρυσόστομο, τον μητροπολίτη που θα πέθαινε μαρτυρικά, αρνούμενος να εγκαταλείψει το ποίμνιό του –ο Στεργιάδης όμως το εγκατέλειψε, αφού για ανεξήγητους λόγους δεν ενημέρωσε τον ελληνικό πληθυσμό για την κατάρρευση του μετώπου και μάλιστα προσπαθούσε παράλογα να τον κρατήσει μέσα στη Μικρά Ασία. Η οικογένεια Μπαλτατζή συζητάει τα πολιτικά ζητήματα –όχι μόνο τα μέλη της αλλά και με τους Τούρκους του προσωπικού. Ο Βασίλης μεγαλώνει, θέλει να καταταχτεί και ερωτοτροπεί με τη Ζαχαρούλα. Τον προειδοποιούν: είναι κρίμα να παρασύρει την ορφανή, και η μάνα του δεν θα του επιτρέψει να πάρει το «δουλάκι». Η Φιλιώ πληροφορεί ότι, παρότι η Ανατολή «βυθιζότανε στη βία», αυτοί καλοπερνούσαν όσο πάντα, αν όχι όσο ποτέ. Εξηγεί την πολιτική κατάσταση σε βάθος, αναλύοντας την εύθραυστη συνθήκη των Σεβρών. Ο νεαρός Έντυ Γκουίνταλ ζητάει το χέρι της Λευκοθέας και αρραβωνιάζονται επισήμως. Η απόπειρα εναντίον του Βενιζέλου στο Παρίσι και η δολοφονία του Δραγούμη τους παγώνει. Η Φιλιώ προσπαθεί να αποτρέψει τον γιο της και να τον πείσει ότι με τις σπουδές και την προκοπή θα προσφέρει περισσότερα. Εκείνος φεύγει κρυφά. Ο Χαλίλ εξηγεί την κατάσταση στη Φιλιώ εκ των έσω και της κάνει ερωτική εξομολόγηση, διαισθανόμενος ότι μάλλον βλέπονται για τελευταία φορά. Η συντριπτική εκλογική ήττα του Βενιζέλου είναι το μοιραίο χτύπημα. Η Φιλιώ καταλαβαίνει: ο λαός δεν ήθελε πια τη Μεγάλη Ιδέα, ήθελε τα παιδιά του πίσω. Αποδέχτηκαν τον Κωνσταντίνο και επέστρεψαν στα γλέντια και τις ψευδαισθήσεις τους. Η Φιλιώ πιστεύει ότι αυτή η βαθιά ριζωμένη διχόνοια έφερε την καταστροφή. Ο Σπύρος, ο ρεαλιστής αδελφός, προσπαθεί να τους ξυπνήσει, αλλά επειδή ρίχνει όλες τις ευθύνες στον Βενιζέλο, δεν τον προσέχουν. Ο Δημητράκης αρνείται να βγάλει τα χρήματά τους από τη Μικρά Ασία και να στείλει τα παιδιά του στην Ελλάδα, μάλιστα μαλώνει με τη Φιλιώ, που θέλει να το κάνει αυτό για ασφάλεια, και τη βάζει στη θέση της ως γυναίκας. Και ο πατέρας της ομοίως. Η Φιλιώ, όμως, παίρνει πληροφορίες από τους Τούρκους της και καταλαβαίνει πως η εκστρατεία στον Σαγγάριο θα είναι μοιραία. Έρχεται ο Βασίλης τραυματισμένος –Δεκέμβρης 1921 και η Πρωτοχρονιά του ’22 θα είναι η τελευταία της γλυκιάς ζωής. Η Λευκοθέα ετοιμάζεται να παντρευτεί, και ο στρατός υποχωρεί άτακτα. Ακόμα δεν πιστεύουν ότι θα πάθουν κακό. Η Φιλιώ αφηγείται τις εξελίξεις. Η Σμύρνη γεμίζει πρόσφυγες. Οι αισιόδοξοι Σμυρνιοί επί τέλους πείθονται ότι πρέπει να φύγουν και προσπαθούν, αλλά πλέον είναι πολύ δύσκολο. Ο Στεργιάδης ακατανόητα τους εμποδίζει, ενώ ετοιμάζεται ο ίδιος να το σκάσει. Είχε όμως εντολές από την ελληνική κυβέρνηση που έβλεπε την επικείμενη καταστροφή με την αιτιολόγηση του Γούναρη, του πρωθυπουργού που εκτελέστηκε ως υπαίτιος της καταστροφής, για να αποφευχθεί προσφυγικό πρόβλημα στην Ελλάδα. Στην ουσία τους πρόδωσαν, «άλλο που εμείς κοιμόμασταν», συμπεραίνει η Φιλιώ. Ο Δεσπότης δεν φεύγει. Η Φιλιώ περιγράφει την τελευταία λειτουργία προτού ορμήσουν οι Τσέτες. Η οικογένεια Μπαλτατζή προσπαθεί να μαζέψει ό,τι μπορεί για να φύγουν. Ο Γκουίνταλ έρχεται σε κακή κατάσταση, περιγράφει τις σφαγές και τις ωμότητες –αυτοί θα φύγουν ως Άγγλοι αλλά μόνο τη Λευκοθέα μπορούν να πάρουν μαζί. Αυτή αρνείται να αφήσει την οικογένειά της. Η Φιλιώ αφηγείται το μαρτύριο του Χρυσόστομου. Φεύγουν. Ο πατέρας της μένει στο σπίτι και φυσικά τον σκοτώνουν. Σκηνές πλήθους, προσπαθούν να φτάσουν στην προκυμαία, η Σμύρνη καίγεται. Τους επιτίθενται Τούρκοι, βιάζουν τη Λευκοθέα και σκοτώνουν τον Δημητράκη. Τους σώζει ο Χαλίλ, αξιωματικός του κεμαλικού στρατού, αν και δεν καταφέρνουν να μείνουν όλοι μαζί. Φτάνουν στην προκυμαία, 300.000 άνθρωποι, ανάμεσα στη φωτιά, τους Τσέτες και το νερό. «Όχι, δεν ήτανε συνωστισμός, ήταν η ίδια η κόλαση»[10] απαντάει η συγγραφέας σε μια νεότερη ιστορικό που προκάλεσε σκάνδαλο με αυτή την ανοησία. 1923 Πειραιάς. Η Φιλιώ μαζεύει γύρω της τους δικούς της και άλλους πρόσφυγες, και μοιράζει μπακλαβά, τον πρώτο που έφτιαξε μετά την καταστροφή: αρχίζουν καινούργια ζωή στην Ελλάδα.

Η υπερπαραγωγή που οργάνωσε και σκηνοθέτησε η συγγραφέας, με γνωστούς καλούς ηθοποιούς να τη στελεχώνουν υποκριτικά, είχε μεγάλη και διαρκή επιτυχία.[11] Η κριτική ανταποκρίθηκε θετικά, ενώ παλαιότερες προκαταλήψεις, οφειλόμενες και στην (άδικη) σάτιρα του Λάκη Λαζόπουλου φαίνεται να παραμερίστηκαν. Κέρδισε μια επαινετική και εμπεριστατωμένη κριτική από τον Γιάννη Μόσχο: «…Το έργο αποτελεί τον τελικό προορισμό εξονυχιστικής ιστορικής έρευνας ετών από την ίδια την Μιμή Ντενίση η οποία καλύπτει την περίοδο από το 1917 έως το 1923. Η ιστορία αναβιώνει μέσα από μια εύπορη οικογένεια στη Σμύρνη και μέσα στις 3 ώρες της παράστασης βλέπουμε διάφορες πτυχές της καθημερινής ζωής τους. Μπαίνουμε μέσα στα σαλόνια και την κουζίνα τους, βλέπουμε τον τρόπο που διασκεδάζουν και ακούμε τη μουσική τους και γινόμαστε παρατηρητές των πολιτικών διενέξεων που αντικατοπτρίζουν ό,τι συνέβαινε πίσω στην Ελλάδα και που τελικά οδήγησαν κατευθείαν «στο χείλος του γκρεμού». Όλα αυτά ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μας μέσα από πλούσιο φωτογραφικό υλικό της εποχής, εντυπωσιακά σκηνικά που αλλάζουν συνεχώς, λαμπερά κοστούμια που αντικατοπτρίζουν την κοσμοπολίτικη φύση της πρωτεύουσας της Ιωνίας και ζωντανή μουσική [...] Η απόφαση της Μιμής Ντενίση να διατηρήσει, πέρα από το κείμενο, τη σκηνοθεσία και τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αποδεικνύεται καθοριστική, αφού η ίδια έχει κάνει την έρευνα και γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο πώς πρέπει να αποδοθεί το θέμα και τι τόνο πρέπει να επιλέξει. Οι ζωντανές αλλαγές χώρων και σκηνικών λειτουργούν καταπληκτικά και διατηρούν το κοινό σε εγρήγορση. Είναι ελάχιστες οι φορές που βλέπουμε κάτι τόσο φιλόδοξο στη θεατρική σκηνή της χώρας μας και ακόμη πιο σπάνιες είναι αυτές που λειτουργεί. Η εστίαση πάνω σε μια συγκεκριμένη οικογένεια βοηθά στο να τονωθεί η δραματουργία της παράστασης, την ίδια στιγμή που μέσα από αυτή διακρίνονται ευρύτερα χαρακτηριστικά της ζωής στη Σμύρνη. Γιατί αν δεν καταλάβεις τι είχες, τότε δε θα αξιολογήσεις σωστά όσα έχασες. Πολύ σημαντικό κομμάτι είναι, ωστόσο, και αυτό που αφιερώνεται στους χαρακτήρες των Τούρκων. Δεν ήταν μια αόρατη απειλή, ούτε η Καταστροφή ήλθε ξαφνικά μια μέρα του Σεπτέμβρη. Όλα άρχισαν χρόνια πριν με το κίνημα των Νεότουρκων. Και από τη μια οι ανισότητες της κοσμικής ζωής των ελληνικών πληθυσμών και της όχι και τόσο πλουσιοπάροχης των Τούρκων και από την άλλη η διχόνοια και οι δισταγμοί στην ελληνική πολιτική σκηνή που οδήγησαν σε έναν επεκτατισμό που δεν μπορούσε να στηριχθεί, απλώς φούντωσαν ένα ήδη υπάρχον μίσος [...] είναι το magnum opus της Μιμής Ντενίση και αξίζει να τη δείτε ως έναν “θησαυρό” μιας τόσο σημαντικής εποχής του ελληνισμού».[12] Πιο αυστηρά η Μαρία Κρύου γράφει «Αν το ζητούμενο της συγγραφέως και σκηνοθέτιδας ήταν να μας κάνει να θυμηθούμε και να συγκινηθούμε, το κατάφερε στο μέγιστο. Ωστόσο, η παράσταση είναι μια ηθογραφία που δεν χτίζει ούτε χαρακτήρες ούτε τις σχέσεις τους, εστιάζει πρωτίστως στην παράθεση στιγμών της ζωής τους μέσα από μονότονα αφηγηματικά μέρη, ενώ προβάλλει κυρίως τον πλούτο­ και την κοινωνική ζωή της πόλης και καθόλου το υψηλό επίπεδο της πνευματικής ζωής της, που έπαιξε τον σημαντικότερο ίσως ρόλο στο να χαρακτηριστεί ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα του ελληνισμού κατά το 19ο αιώνα. Η επανάληψη πανομοιότυπων σκηνών στους δύο βασικούς χώρους όπου διαδραματίζεται το έργο κουράζει και η προσπάθεια να εκτεθούν –και μάλιστα με λεπτομέρεια και ακρίβεια– όλα τα γεγονότα σε τρεις ώρες κάνει την παράσταση να μοιάζει με ιστορικό ντοκουμέντο και της στερεί σε καίρια σημεία τη θεατρικότητα».[13] H Ειρήνη Μἀρκου επαινεί κυρίως την παράσταση, με κάποιες ενστάσεις. «Οι μόνες ενστάσεις που ενδεχομένως θα είχαμε αφορούν λιγάκι στην ισορροπία του ηθογραφικού με το δραματολογικό στοιχείο της παράστασης. Οι ωραιότερες στιγμές του έργου υπήρξαν οι στιγμές που οι χαρακτήρες ανακάλυπταν και αποκάλυπταν και εξέλισσαν την σχέση τους. Μπορεί η συγγραφέας να έδωσε σε όλους τους ηθοποιούς της την ευκαιρία να το κάνουν (και είναι αξιέπαινη γι’ αυτό), όμως θα θέλαμε να τους γνωρίσουμε ακόμα περισσότερο. Η μεγάλη διάρκεια της παράστασης δεν κουράζει, όμως οι εντυπώσεις θα ήταν ακόμη ισχυρότερες εάν μειώνονταν λιγάκι τα πληροφοριακά-ηθογραφικά στοιχεία και πύκνωναν περισσότερο τα δραματικά. Μία δουλειά φτιαγμένη με πολλή αγάπη και την μεγαλύτερη σοβαρότητα, που την υπηρετεί πιστά ένας ταλαντούχος θίασος και χαρίζει στο κοινό μεγάλη συγκίνηση για ένα κομμάτι της ιστορίας μας, που αλίμονό μας αν το ξεχάσουμε».[14]
Τον επόμενο χρόνο, για νέα σειρά παραστάσεων μια ανώνυμη, αν και άκρως επαινετική κριτική. «Το κείμενο είναι ακριβές, λεπτομερές και αναπαριστά πιστά την εποχή και την ακμή και την παρακμή της πόλης. Μια αναπόφευκτη συγκίνηση και νοσταλγία είναι διάχυτη σε αυτό και έχει ροή και σχετική ισορροπία ανάμεσα στους ήρωές του, τις περιπέτειές τους και το αφηγηματικό του μέρος. [...] Η κ. Ντενίση ανέλαβε και τη σκηνοθεσία του εγχειρήματος αυτού και φρόντισε να το εμπλουτίσει με τη ζωντανή μουσική της Εστουδιαντίνας και την ερμηνεία σμυρνέικων τραγουδιών από τους Τσέρτο και Μέρμηγκα, αλλά και διαφορετικές μικρές υπο-ιστορίες που εξελίσσονται παράλληλα με την ιστορική εξέλιξη της πόλης. Έτσι καταφέρνει να σπάσει τη στείρα αφήγηση, η οποία θα καταντούσε ακαδημαϊκή και κουραστική και να ενσωματώσει σε αυτήν αληθινούς χαρακτήρες. Το αφηγηματικό κομμάτι θα μπορούσε ίσως να περιοριστεί λιγάκι, μειώνοντας ίσως και την τρίωρη διάρκεια της παράστασης, αλλά κάποιες φορές είναι μοιραίο να παρασύρεσαι σε κάποιους πλατειασμούς, όταν η ιστορία είναι τόσο πλούσια γεγονότων και καταστάσεων. Ο σκηνικός χώρος αλλάζει συνέχεια, κρατώντας το θεατή σε εγρήγορση και βοηθώντας με την εναλλαγή σκηνών και χαρακτήρων να διατηρείται η συγκέντρωσή του. Υπάρχει μια επαναληπτικότητα σε κάποιες σκηνές είναι η αλήθεια, αλλά η τοιχογραφία που δημιουργεί η σκηνοθέτις στη σκηνή του “Θεάτρου” δε χάνει τη ζωντάνια της και τη λειτουργικότητά της. [...] Μία ακόμα ένστασή μου αποτελεί η υπέρμετρη προβολή στην παράσταση της “αστικής” Σμύρνης, εις βάρος της “πνευματικής” Σμύρνης, με εξαίρεση τη σκηνή της όπερας. Κάποιοι τόνοι μελό δεν αποφεύγονται, αλλά και αυτοί εντάσσονται με γενικά δημιουργικό τρόπο σε κάποιες από τις ανθρώπινες ιστορίες των ηρώων του έργου. Γενικότερα, η παράσταση, συνδυάζοντας ντοκουμέντα και δραματουργία κρατάει το μέτρο και τις ισορροπίες, έχει λίγα σκαμπανεβάσματα στον ρυθμό της και καταφέρνει να κρατά το θεατή στον ιστό της ατμόσφαιράς της [...] στη σκηνή του Ελληνικού Κόσμου, η Μιμή Ντενίση έστησε ένα θέαμα υψηλών προδιαγραφών, που πέρα από εντυπωσιακά σκηνικά και φαντασμαγορία είχε και ουσία και αξιοπρέπεια. Το υλικό του κειμένου προσεγμένο, υπήρξε ισορροπία πρόζας, μουσικής και αφήγησης και ρυθμός με λίγες δυσαρμονίες, ενώ οι ερμηνείες κυμάνθηκαν σε πολύ ικανοποιητικά επίπεδα. Αρρυθμίες σίγουρα υπήρξαν, αλλά δεν επηρέασαν σημαντικά τη συνολικά θετική εικόνα που εξέπεμψε η παράσταση. Και τόσο για την ίδια, όσο και για τους θεατές του εγχειρήματος αυτού, το στοίχημα πρέπει να θεωρείται κερδισμένο».[15]



Όπως εξηγεί η Μιμή Ντενίση στον πρόλογο του sequel Κι από Σμύρνη… Σαλονίκη (2019), το δεύτερο έργο γράφτηκε ως φυσική συνέπεια, «σχεδόν από μόνο του. Σαν να το ζήτησαν οι ήρωές μου αλλά και το κοινό», που τη ρωτούσε συχνά τι απέγιναν τα θεατρικά πρόσωπά της.[16] Στον πρόλογο, όπως και στο προηγούμενο έργο, παραθέτει τα ιστορικά στοιχεία με συνοπτικό και εύληπτο τρόπο, ώστε να γίνει κατανοητή η ένταξη των ιστοριών της μέσα σ’ αυτά, με δεύτερο άξονα αυτή τη φορά το εβραϊκό στοιχείο της Θεσσαλονίκης, πριν το τσακίσει το Ολοκαύτωμα. Φυσικά η Φιλιώ εξηγεί ξανά μέσα στο κείμενο τα στοιχεία αυτά, καθόσον γράφτηκε για να παιχτεί και είναι βέβαιο ότι λίγοι θεατές είναι γνώστες τους. Για τους θεατρικούς Σμυρνιούς της πάντως δίνει διεξόδους και τους βολεύει, καθόσον η ζωή συνεχίζεται.

Στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, χειμώνα 1924, φθάνουν όσα μέλη της οικογένειας Μπαλτατζή επέζησαν, δηλαδή η Φιλιώ και τα παιδιά της, συν μερικά οιονεί μέλη όπως η Ζαχαρούλα, σταθερή σύντροφος του Βασίλη και μητέρα του παιδιού του. Ευτυχώς έχουν συγγενείς εδώ, ζαχαροπλάστες, επιτυχημένους επιχειρηματίες όπως είναι συνήθως οι Σμυρνιοί. Τους απονέμεται ένα σπιτάκι στην Άνω Πόλη, από το οποίο εκδιώκονται μουσουλμάνοι με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Είναι καλοί άνθρωποι, θρηνούν και οδύρονται για το ξερίζωμά τους, αλλά δείχνονται και μεγαλόψυχοι προς τους Έλληνες που θα κάνουν κατάληψη στο σπίτι τους. Δεν φταίνε αυτοί, οι άνθρωποι του λαού, τις αποφάσεις τις παίρνουν οι ισχυροί. Η Ντενίση δεν πιστεύει στη μοίρα, ούτε και οι ήρωές της. H Φιλιώ παραπονιέται σε ένα από τα κατ’ ιδίαν της ότι στην Ελλάδα τους υποδέχτηκαν με μεγάλη αρνητικότητα, ως «τουρκόσπορους», και ύστερα από τόσες κακουχίες νιώθουν ξένοι. Κατόπιν αφηγείται τα της συνθήκης της Λωζάννης και τη δύσκολη ζωή τους. Κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη επειδή είναι το μόνο μέρος όπου υπάρχει ένας συγγενής τους. Η Θεσσαλονίκη τους θυμίζει περισσότερο από την Αθήνα τη Σμύρνη, με το παρόμοιο κλίμα και την πολυπολιτισμικοτητά της. Η Φιλιώ θυμάται τις συμφορές τους, αλλά μένει σταθερή: ό,τι και να καταστραφεί, η ρωμιοσύνη μέσα τους δεν ξεριζώνεται. Στο μεταξύ τρώνε στα συσσίτια, προς μεγάλη δυσαρέσκεια της Φιλιώς, και υφίστανται τις άδικες επιθέσεις. Τους εχθρεύονται και ως βενιζελικούς. Λίγη παρηγοριά βρίσκουν στη συντροφιά με τους φτωχούς γείτονές τους –η πυρκαγιά του 1917 δημιούργησε πολλούς φτωχούς, ενώ υπάρχουν επίσης Πόντιοι και Αρμένιοι και άλλοι, που οι συμφορές συνένωσαν σε ένα έθνος. Δημιουργούν φιλίες και βρίσκουν υποστήριξη. Πρώτος ο Βασίλης βρίσκει δουλειά σε καπνεργοστάσιο. Η πολιτική πόλωση είναι πανταχού παρούσα: Βενιζέλος ή βασιλιάς. Αλλά και η ταξική πάλη και οι εργατικές διεκδικήσεις βράζουν μέσα στο εργοστάσιο, από τις οποίες ο Βασίλης απέχει φρονίμως ποιών. Η Φιλιώ δεν μπορεί να αποφύγει το παράπονο: νοικοκυραίοι κοιμήθηκαν, ζητιάνοι ξύπνησαν. Πώς να συνηθίσουν την απότομη μεταστροφή της τύχης, και πώς να ξεχάσουν τους ανθρώπους τους που έχασαν και με τέτοιον τρόπο. Τώρα πεινάνε, ζητιανεύουν, τα κορίτσια τους γίνονται πόρνες. Η Λευκοθέα βρίσκει δουλειά σε μοδιστράδικο, και μάλιστα απαιτητική, καθόσον στο Αμερικάνικο Κολλέγιο όπου μορφώθηκε δίδασκαν και δύσκολα κεντήματα και εργόχειρα στις κοπέλες των καλών οικογενειών και έτσι ευτυχώς έχει δεξιότητες για να δουλέψει. Η ιδιοκτήτρια επισημαίνει με οξυδέρκεια ότι τα προσόντα των προσφύγων είναι άλλος ένας παράγων εχθρότητας, καθόσον υπερτερούν και προτιμώνται από τους ντόπιους στις δουλειές. Ελπίζουν πάντως σε αποζημιώσεις. Ανακαλύπτουν τον συγγενή τους, που έχει καφενείο. Αυτός και η γυναίκα του την υποδέχονται με πόνο και θερμότητα. Προσλαμβάνουν μάλιστα τη Φιλιώ για να φτιάχνει γλυκά –δεν συνηθίζονται αλλά θα τα μάθουν αυτοί στην πελατεία τους, οι ανατολίτες που ξέρουν να ομορφαίνουν τη ζωή. Πραγματικά σε λίγο καιρό γίνονται ξακουστά. Μια πλούσια Εβραία την καλεί να αναλάβει τη ζαχαροπλαστική σε μια δεξίωσή της και τα γλυκά της Φιλιώς ξετρελαίνουν τους καλεσμένους, ενώ η ίδια η Φιλιώ έναν ειδικά: τον εργοστασιάρχη και εργοδότη του γιου της Χατζηπέτρου, που είναι ένας ελκυστικός ώριμος εργένης. Πηγαίνει να τη βρει στο καφενείο και την αναγνωρίζει: την είχε πρωτοδεί στη Σμύρνη, εντυπωσιακή αρχόντισσα και του φάνηκε πως ήταν η ίδια η Σμύρνη: Ελληνίδα και Ευρωπαία ταυτόχρονα. Αυτός δηλώνει πως εκτιμά πολύ τους Έλληνες της διασποράς, αλλά φαίνεται μάλλον να ελκύεται από την ώριμη γοητεία της Φιλιώς. Ανακαλύπτει και τον Βασίλη στο εργοστάσιο και τον προάγει στα γραφεία, για τα οποία άλλωστε έχει τα προσόντα. Οι πρόσφυγες οργανώνουν φτωχικά γλέντια στις φτωχικές αυλές τους και τα ομορφαίνουν με τις μουσικές τους. Ένας φίλος του Βασίλη από το εργοστάσιο αρχίζει να πολιορκεί τη Λευκοθέα, αλλά ύστερα από τον βιασμό της αυτή δεν έχει διάθεση για έρωτες, συν ότι είναι ακόμα ερωτευμένη με τον Λεβαντίνο της, που όμως δεν της μένει παρά να ξεχάσει. Η γειτόνισσα και φίλη τους ανακαλύπτει τη χαμένη κόρη της που έχει γίνει πόρνη και την περιμαζεύει. Η Φιλιώ δικαιολογεί τις προσφυγοπούλες που κατέφυγαν στην πορνεία –δεν είχαν άλλη διέξοδο επιβίωσης και τις παρέσερναν οι επιτήδειοι προαγωγοί· η Καταστροφή προκάλεσε την κοινωνική κρίση. Σε άλλη δεξίωση των Λεβί ο Χατζηπέτρου αποκαλύπτει την ταυτότητά της στους οικοδεσπότες. Ο Λεβί πηγαίνει στο καφενείο-ζαχαροπλαστείο να ζητήσει συγνώμη από τη Φιλιώ για τη συμπεριφορά της γυναίκας του, εφόσον αγνοούσε ότι ανήκε στην τάξη τους και η Φιλιώ του κάνει κήρυγμα για την ισότητα των ανθρώπων. Εκείνος την καλεί σε γεύμα και γίνεται αντιληπτό ότι η Φιλιώ έχει αποκτήσει θαυμαστές. Ο Χατζηπέτρου εντείνει την πολιορκία, αλλά μια παρεξήγηση πάει το πράγμα πίσω. Οι εργάτες έχουν τις διαφορές τους πολιτικής φύσεως και η Φιλιώ εξηγεί τα βασικά για τις σχέσεις του Βενιζέλου με το Κομμουνιστικό Κόμμα (παράνομο) και τα συνδικάτα, που κατέληξε στο Ιδιώνυμο (1929).[17] Ο αντισημιτισμός επίσης φούντωνε, καθόσον οι Εβραίοι θεωρούνταν όλοι κομμουνιστές. Στο μεταξύ, στο γεύμα, η παρεξήγηση με τον Χατζηπέτρου λύνεται και η αντίσταση της Φιλιώς αρχίζει να κάμπτεται. Η Ζαχαρούλα ανακαλύπτει την Ευταλία σε κάποια γειτονιά με χαμένα τα λογικά της και την παίρνει κοντά τους. Σε μια ακόμα γιορτή (αρραβώνων της ανιψιάς του) στο σπίτι του Χατζηπέτρου, αυτός εκδηλώνεται πλέον ανοιχτά. Η Φιλιώ όμως είναι επιφυλακτική. Η συμφιλιωτική πολιτική του Βενιζέλου προσλαμβάνεται ως προδοσία από τους πρόσφυγες, που πρόκειται να πάρουν ψίχουλα για αποζημιώσεις. Η αλήθεια είναι ότι τους αδικεί, αλλά και πώς να δικαιωθούν; Με άλλη εκστρατεία; Οι ηττημένοι δεν επιβάλλουν όρους, στην καλύτερη περίπτωση απλώς κερδίζουν κάτι. Οι συγγενείς παραχωρούν την κυριότητα του μαγαζιού στη Φιλιώ και εκείνη κάνει σχέδια να διευρύνει την επιχείρηση με εργαστήριο ζαχαροπλαστικής. Στο μεταξύ είναι Ιούλιος του 1931, η πολιτική αντιπαράθεση κορυφώνεται με τον εμπρησμό της εβραϊκής συνοικίας. Παρ’ όλες τις προσπάθειες του Βενιζέλου, το 1932, η χώρα δεν γλίτωσε την πτώχευση. Όχι όμως και η Φιλιώ. Οι δουλειές της πάνε καλά και αποφασίζει – διστακτικά– να σμίξει με τον Χατζηπέτρου. Η Φιλιώ αφηγείται τη δεύτερη απόπειρα κατά του Βενιζέλου, ο Βενιζέλος έφυγε διωγμένος (1935) και ο βασιλιάς, ύστερα από τις αποτυχημένες εκλογές, διόρισε πρωθυπουργό τον Μεταξά. Η μεγάλη απεργία των καπνεργατών πνίγεται στο αίμα, αλλά οι Μπαλτατζή ευδοκιμούν όλο και περισσότερο. Ο Βασίλης παντρεύεται επί τέλους τη Ζαχαρούλα του, και τα δύο κορίτσια, παρότι με τα μέτρα της εποχής θα ήταν ατιμασμένες και περιθωριοποιημένες, βρίσκουν συζύγους: καλά παιδιά της εργατικής τάξης που ξεπερνούν το θέμα της παρθενίας, κατανοώντας άλλωστε ότι τα κορίτσια ήταν θύματα. Η Φιλιώ παίρνει σπίτι με δάνειο και επί τέλους λέει το ναι στον Χατζηπέτρου. Οι θεατρικοί μας πρόσφυγες φτιάχνουν τις ζωές τους, όχι όμως και οι χώρες: ο Μεταξάς έκανε τη βασιλευομένη δικτατορία του και οι πολιτικές αντιθέσεις παρέμειναν ισχυρές, παρά την καταστολή –που μάλλον τις όξυνε. Ομοίως οξυνόταν και ο αντισημιτισμός. Η ιδιοκτήτρια του μοδιστράδικου αποκαλύπτει στις μοδίστρες της ότι είναι κατά το ήμισυ Εβραία, τους αφήνει το μαγαζί και φεύγει για την Παλαιστίνη. Και οι Λεβί σκέφτονται να φύγουν, η Φιλιώ προσπαθεί να τους πείσει να πράξουν έγκαιρα προτού χαθούν, για να μην πάθουν ότι και οι υπεραισιόδοξοι Σμυρνιοί. Το 1938 έγινε το πογκρόμ. Το 1939 αρχίζει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, και η ευτυχία πρέπει να παραμεριστεί, οι νέοι να στρατευτούν, η ζωή να μπει πάλι σε νέες περιπέτειες.
Η δεύτερη αυτή παραγωγή υπήρξε ισάξια της πρώτης, εξίσου πλούσια και άρτια. Η συγγραφέας τη σκηνοθέτησε ξανά.[18]
Και πάλι κοινό και κριτικοί ανταποκρίθηκαν δεόντως. «Η ανέλιξη των προσφύγων από την απόλυτη φτώχεια σε μια καινούρια αξιοπρεπή ζωή, η προσπάθειά τους να γίνουν ένα με τ’ αδέλφια τους στην Ελλάδα, η άνοδος και η πτώση της ακμάζουσας Εβραϊκής κοινότητας, δίνονται ανάγλυφα μέσα από τους χαρακτήρες. Το έργο είναι μια μεγάλη νωπογραφία της εποχής με φόντο την πολιτική κατάσταση μέσα από προσωπικές ιστορίες και με τη μουσική της εποχής από τα σεφαραδίτικα, μέχρι τα ρεμπέτικα και τον Αττίκ, να αναδεικνύουν τις αισθητικές και πολιτιστικές αντιθέσεις ανάμεσα σε ντόπιους και πρόσφυγες».[19] «Το κείμενο, αναγκαστικά μεγάλο σε έκταση, αλλά με αξιοσημείωτη ευρυθμία, μπλέκει τις προσωπικές ιστορίες των ηρώων με την Ιστορία, επιχειρώντας και καταφέρνοντας να πετύχει μια ψύχραιμη αφήγησή της, διάσπαρτη με χιούμορ κι αίσθημα ελπίδας. Δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κάποιος την ανάγκη της συγγραφέα να δηλώσει, σχεδόν με πείσμα, το ουμανιστικό πνεύμα της. Η ηρωίδα της, η Φιλιώ Μπαλτατζή, η αρχόντισσα της Σμύρνης με την αμέτρητη περιουσία, που έφτασε απένταρη στην Ελλάδα, γίνεται μια οικουμενική φωνή των ανθρώπων εκείνων που δεν το βάζουν κάτω, που δεν μεμψιμοιρούν. Το έργο δεν αποφεύγει τη συναισθηματολογία, ούτε τον διδακτισμό, αλλά έρχονται ο στοχασμός, η συγκίνηση και το χιούμορ προς εξισορρόπησή τους. Τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα που σφράγισαν την εικοσιπενταετία που διατρέχει το έργο στηρίζουν ως κεντρικοί άξονες τη δράση. Η πολιτική αστάθεια, η σύγκρουση βενιζελικών και βασιλικών, το ρεύμα του αντισημιτισμού και η άνοδος του ναζισμού, η αμφίθυμη αντιμετώπιση των προσφύγων από τους ντόπιους, τα πολιτικά παιχνίδια εις βάρος τους φιλτράρονται στις ιστορίες των προσώπων –της οικογένειας Μπαλτατζή, των νέων φίλων και γειτόνων τους, των αφεντικών και των συναδέλφων τους. Ο πλούτος του γλωσσικού ιδιώματος, τα «δια­φορετικά» ελληνικά που μιλούσαν οι Πόντιοι, οι Σμυρνιοί και οι (λίγοι) ντόπιοι Θεσσαλονικείς, δίνει πνοή στο κείμενο, όπως κάνει και το πολύχρωμο μωσαϊκό που έχει χτιστεί επί σκηνής, αναδεικνύοντας την πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη των Eβραίων, των μουσουλμάνων και των χριστιανών».[20] «Πρόκειται για ένα έργο πρώτα από όλα ανθρώπινο, συγκινητικό, ευαίσθητο, με μπόλικες λυρικές αποχρώσεις. Το σημαντικό είναι πως η σκηνοθεσία έδωσε την κατευθυντήρια γραμμή μιας ρεαλιστικής πραγματικότητας, χωρίς καμία ηθικοπλαστική πρόθεση. Μα πάνω από όλα την προσοχή του θεατή έλκει το αξιακό σύστημα που προβάλλεται, για έναν κόσμο ελεύθερο, που σέβεται το διαφορετικό σε κάθε κοινωνία, χρόνο και τόπο. Και αν δεχτούμε πως αυτό είναι στοιχείο πολιτισμού, που μόνο η τέχνη μπορεί να προσφέρει, τότε αυτή η θεατρική δημιουργία έχει πετύχει το στόχο της. Και βέβαια η συνεπαγόμενη διαχρονικότητά της είναι που την μεταποιεί σε αξιόλογη παρακαταθήκη και σε σημείο αναφοράς κάθε λαού που δεν θέλει να στρουθοκαμηλίζει».[21]

H ιστορική τραγωδία και το ιστορικό και πατριωτικό δράμα, είδη που δεν έχουν σαφή ειδοποιά χαρακτηριστικά ώστε να διακρίνονται ξεκάθαρα μεταξύ τους, βρίσκονται στα θεμέλια του θεάτρου κάθε χώρας μετά τους δέκα αιώνες εξαφάνισης του θεάτρου στον Μεσαίωνα, από την Αναγέννηση και εξής. Δεν είναι βέβαια τυχαίο φαινόμενο: μετά τη μεσαιωνική «διεθνικότητα», με τα φέουδα ως κρατίδια και τη λατινική γλώσσα ως esperado, άρχισαν να δημιουργούνται τα εθνικά κράτη με τη δική τους γλώσσα έκαστο και μέσω της λογοτεχνίας τους (μεταξύ άλλων παραγόντων) να διερευνούν τη νέα τους ταυτότητα ή τη λιγότερο νέα, προϊόντος του χρόνου, που όμως δεν ήταν κάτι στατικό αλλά μεταβαλλόταν και χρειαζόταν διαρκή επαναπροσδιορισμό μέσα στις θύελλες ή τις υφέσεις του ιστορικού γίγνεσθαι. Εκτός της ταυτότητας, το ιστορικό δράμα καλείται να συμβάλει στη στήριξη και εμβάθυνση της εθνικής ιδεολογίας, ενίοτε και της εθνικής μυθολογίας. Ενδεχομένως είναι τυχαίο γεγονός αλλά πάντως συμβολικό το ότι το πρώτο ολόκληρο έργο που σώζεται από καταβολής (όχι το πρώτο που γράφτηκε βέβαια) είναι οι Πέρσες του Αισχύλου (472 π.Χ.), μια ιστορική και όχι μυθολογική τραγωδία, όπως είναι οι περισσότερες. Στο ελληνικό θέατρο το πρώτο έργο που γράφτηκε μέσα στην επανάσταση (1826), λίγους μήνες μετά την έξοδο του Μεσολογγίου ήταν ο Νικήρατος της Ευανθίας Καΐρη, με θέμα ακριβώς την έξοδο.[22] Σε εμπεριστατωμένη μελέτη ειδικά για το ελληνικό θέατρο, διερευνάται η εξέλιξη του είδους αυτού και παρατίθενται σχεδόν όλα τα σχετικά έργα καταλογάδην.[23] Ο συγγραφέας της –και άλλοι Έλληνες θεατρολόγοι που έχουν ασχοληθεί με το θέμα συμφωνούν– επισημαίνει ότι στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα το είδος τείνει να εξαφανιστεί, αν και γράφονται μερικά έργα σε μοντέρνο ύφος ανοιχτής φόρμας, σατιρικά τα περισσότερα πλέον: η παλαιότερη πατριωτική ιδεολογία με τον ξεκάθαρο ή υπόρρητο μεγαλοϊδεατισμό έχει εκλείψει ή εμφανίζεται για να στηλιτευτεί και έχει αντικατασταθεί από την ιστορική και πολιτική κριτική. Ως τελευταίο έργο του είδους θεωρείται το Μπουκάλι του Βασίλη Ζιώγα (1979) για την πολιορκία και την έξοδο του Μεσολογγίου ξανά, σε ύφος υπερρεαλιστικό κατά την άποψη του συγγραφέα του, με σαφείς μπεκετικές αναφορές, λένε οι θεατρολόγοι, που θεωρούν τη διακειμενικότητα γόνιμο λογοτεχνικό και γενικά καλλιτεχνικό φαινόμενο και όχι λογοκλοπή, όπως παλαιότερα.[24] Γράφτηκαν και μερικά άλλα έργα, πιο mainstream υφολογικά, αλλά μοντέρνα νοηματικά και παρουσιάζοντας την ιστορία ρεαλιστικά μέσα από τους συμβολισμούς τους: Ο μπαμπάς ο πόλεμος του Καμπανέλλη (~ 1952, 1980), ο Χαρίλαος Τρικούπης του Νίκου Ζακόπουλου (1983), η Ζωή της Μαργαρίτας Λυμπεράκη (1985). Δηλαδή το είδος έπαψε να είναι δημοφιλές, αλλά δεν εξαφανίστηκε. Υπάρχει και Η αρχή της ζωής (1995) και η Λήθη (1998) του Δημήτρη Δημητριάδη, που χειρίζεται εθνικά θέματα με προκλητικό και βλάσφημο τρόπο, κατά την άποψη τουλάχιστον της κριτικής, που αντέδρασε έντονα με ενστάσεις και διαμαρτυρίες. Προφανώς ο συγγραφέας θέλησε να ωθήσει τον ρεαλισμό ως την πρόκληση, μέσα σε ένα πνεύμα (ενδεχομένως) μεταμοντέρνου διδακτισμού: να καταργηθούν οι ψευδαισθήσεις επί τέλους, μήπως και η γυμνή αλήθεια ωφελήσει περισσότερο.

Η Μιμή Ντενίση άρχισε να γράφει ιστορικά έργα με συγκλονιστικούς αξονικούς ρόλους από το 1990 με τη Θεοδώρα, αγία των φτωχών. Συνέχισε με το Εγώ η Λασκαρίνα το 1999.[25] Με τα δύο τελευταία έργα της για τη Σμύρνη και την Καταστροφή της, για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες που μέτρησαν τρομερές απώλειες, όχι και δίχως υπαιτιότητά τους, για τη δύναμη και την ικανότητα επιβίωσης, ακόμα και άνθισης που έδειξαν παρά την απρόθυμη υποδοχή στον ελλαδικό χώρο, για την προσφορά τους σ’ αυτόν με την ανώτερη κουλτούρα και τα προσόντα τους και την ακάματη εργατικότητά τους, η συγγραφέας αναδεικνύει το ελληνικό στοιχείο ύστερα από μελέτη, εισάγοντας την Ιστορία στα έργα της με στοχασμό για το σύνολο, με διορατικότητα και ψυχολογική ικανότητα για τη σύνθεση των θεατρικών προσώπων και των διαπροσωπικών σχέσεων. Είναι ψυχαγωγία ανώτερης μορφής: πολυτελείς και πολυέξοδες υπερπαραγωγές με ενδιαφέροντες ρόλους, που τους υποδύθηκαν ταλαντούχοι, δημοφιλείς και –γιατί όχι;– ευειδείς ηθοποιοί, ενώ ταυτόχρονα διαποτιζόταν με ένα απλοποιημένο αλλά σωστό μάθημα Ιστορίας διά στόματος της πρωταγωνίστριας – σκηνοθέτριας – συγγραφέα για να μαθαίνουν οι νεότεροι και να θυμούνται οι παλαιότεροι. Είναι γεγονός ότι οι προθέσεις υλοποιήθηκαν και ανταμείφθηκαν με την αποδοχή του κοινού, αν όχι και της κριτικής. Αν μπορούσε κανένας ψάχνοντας να εντοπίσει δραματουργικές ή άλλες ατέλειες, θα ήταν ασήμαντες. Επί τέλους γράφτηκαν και έργα για τη Σμύρνη και το εθνικό μας τραύμα. Βέβαια το 2022, λόγω της εκατονταετηρίδας, παρουσιάστηκαν πολλά θεατρικά με το θέμα αυτό, αλλά κανένα, όσο γνωρίζω, δεν ήταν καθαυτό θεατρικό, αλλά μοντέρνες και μεταμοντέρνες συνθέσεις και διασκευές πεζογραφίας είτε απομνημονευμάτων είτε μαρτυριών, όπως π.χ. η Αγγέλα Παπάζογλου, που παίζεται αρκετά χρόνια τώρα ή το εξαιρετικό έργο του Γιάννη Σολδάτου για τον Γεώργιο Χατζανέστη Όταν ο αρχιστράτηγος φόρεσε γυάλινα πόδια. Μέχρι στιγμής στην ουσία η Ντενίση σώζει την τιμή της ελληνικής κλασικής δραματουργίας.

Η Σμύρνη της Μιμής Ντενίση: ιστορία, ψυχολογία, κοινωνιολογία
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: