Στον παλαιό δάσκαλό μου Άρη Η. Μισαηλίδη
Είναι πολύ δύσκολο να αποφύγει κανείς τη συναισθηματική φόρτιση όταν αναφέρεται στον μικρασιατικό αθλητισμό –ειδικά όταν από τα παιδικά του χρόνια υποστηρίζει τον Πανιώνιο Γυμναστικό Σύλλογο Σμύρνης και τον συνοδεύουν, πέρα από τις βαριές ιστορικές-συλλογικές καταβολές, μνήμες αγαπημένων προσώπων, αγώνες στους στίβους με τα χρώματα της ομάδας, σχέσεις με διαχρονικούς φίλους και αγωνίες για την τύχη του συλλόγου (όπως, βέβαια, και άλλων ιστορικών σωματείων). Γιατί, πραγματικά, αυτό είναι (καλύτερα: πρέπει να είναι) το μεγαλείο του αθλητισμού: να σφυρηλατεί την αγάπη για την άσκηση και την ψυχαγωγία, να καλλιεργεί την ευγενή άμιλλα και να προάγει τον πολιτισμό, δημιουργώντας οικογενειακό κλίμα και αληθινές φιλίες που βασίζονται στην αλληλεγγύη και στην αλληλοκατανόηση τόσο των αθλητών όσο και των φιλάθλων. Τα μετάλλια σκουριάζουν, οι νίκες ξεθωριάζουν, οι ήττες ξεχνιούνται, αλλά οι φιλίες και οι ανθρώπινες σχέσεις μένουν.
Αυτό είχε την τύχη να το ζήσει αλλεπάλληλες φορές ο γράφων σε όσα αθλητικά σωματεία έτυχε να βρεθεί, με διαφορετικές ιδιότητες, για πολλά χρόνια: ο Πανιώνιος στη Νέα Σμύρνη, ο ΠΑΟ Αγίου Δημητρίου, ο Πανελλήνιος Γυμναστικός Σύλλογος στην Κυψέλη και ο Εθνικός Γυμναστικός Σύλλογος της Αθήνας αποτελούν ενδεικτικές περιπτώσεις: παντού το ίδιο κλίμα και άνθρωποι αφοσιωμένοι στον αθλητισμό και στον πολιτισμό, έτοιμοι να δώσουν και όχι να πάρουν· μέσα σε συνθήκες αντίξοες, με πενιχρά μέσα και ελλιπή στήριξη αγωνίζονται και δεν το βάζουν κάτω – όπως συμβαίνει με πάμπολλους αφανείς εργάτες του αθλητισμού, σε όλη την Ελλάδα, που ζουν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και ονειρεύονται ένα καλύτερο μέλλον για τα νιάτα και την κοινωνία, ευρύτερα.
Πρόσφατα, έπεσαν στα χέρια του υπογραφομένου δύο βιβλία που σχετίζονται με τη γέννηση, την ανάπτυξη, την αναβίωση –μέσα από την τέφρα της καταστροφής– και την εξάπλωση του μικρασιατικού αθλητισμού στα νέα συμφραζόμενα, γραμμένα από τον Ανδρέα Μπαλτά·[1] και τα δύο, κίνησαν το ενδιαφέρον του πρώτου και τον ώθησαν να αναζητήσει συναφή βιβλιογραφία που θα τον βοηθούσε να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους τα παλαιότερα ελληνικά αθλητικά σωματεία εμφανίστηκαν στα χώματα της Ιωνίας και τον βαθμό στον οποίο αυτά συνέβαλαν στην περαιτέρω άνθιση (και σε κάποιες περιπτώσεις ανανέωση) του ελλαδικού αθλητισμού, κυρίως στα χρόνια που ακολούθησαν τη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά και αργότερα. Φυσικά, η έμφαση δόθηκε κατά την αναζήτηση αυτή στα προερχόμενα από τη Σμύρνη σωματεία, πρωτίστως επειδή αυτά είναι παλαιότερα και χωρίς καμμιά διάθεση από την πλευρά του συντάκτη της εργασίας να υποτιμήσει ή να υποβαθμίσει τη συνεισφορά και τη λαμπρή ιστορία άλλων συλλόγων με σημείο αναφοράς όχι μόνο τη Μικρά Ασία, αλλά και την Κωνσταντινούπολη ή τον Πόντο.
Όπως έχει προ πολλού καταδειχθεί,[2] οι πρώτοι ελληνικοί αθλητικοί σύλλογοι[3] συνέπεσαν με την εμφάνιση αρκετών πρώιμων θεσμικών και γραφειοκρατικών διαδικασιών σε σχέση με τον αθλητισμό, οδηγώντας στη θέσπιση κάποιας μορφής αθλητικής νομοθεσίας και επιβάλλοντας μια πρώτη συστηματοποίηση και κωδικοποίηση των κανονισμών κάθε αθλήματος – φαινόμενα που, άλλωστε, παρατηρήθηκαν και στον διεθνή χώρο. Αυτά έχουν σωστά διασυνδεθεί με την ανάπτυξη των μεσαίων / αστικών στρωμάτων τόσο στους ευρωπαϊκούς όσο και στους ελληνικούς πληθυσμούς.
Ειδικότερα, η ανάπτυξη αυτή εντός των ορίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνέβαλε στην ίδρυση πολυάριθμων θρησκευτικών, φιλανθρωπικών, επαγγελματικών, εμπορικών, όπως και πολιτιστικών, εκπαιδευτικών, φιλολογικών, καλλιτεχνικών και αθλητικών σωματείων, αφού, ιδίως ως προς τα τελευταία, η μέριμνα για την ανάπτυξη του ανθρώπινου σώματος λαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερη αξία για τους αστούς της περιόδου, ενώ ο αθλητισμός έχει καταστεί γι’ αυτούς όχι μόνο μέσο ψυχαγωγίας και ευεξίας, αλλά και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για ανάπτυξη φιλικών δεσμών και κοινωνικών συναναστροφών. Καθώς, μάλιστα, έδειξαν σχετικές έρευνες,[4] η εμφάνιση και εδραίωση των ελληνικών αθλητικών σωματείων της Σμύρνης, απότοκες της ανόδου, καταπώς ειπώθηκε, της αντίστοιχης αστικής τάξης, αφενός μεν, συνέτειναν στη διαμόρφωση και διατήρηση ιδιαίτερων χαρακτηριστικών (σε σύγκριση με άλλες εθνοτικές κοινότητες της περιοχής), αφετέρου δε, συνέβαλαν, προοδευτικά και συν τω χρόνω, στην προώθηση της αναπτυσσόμενης τότε ελληνικής εθνικής ιδεολογίας, με την οποία τα συγκεκριμένα σωματεία ταυτίστηκαν.[5]
Ταυτόχρονα δε, οι προσπάθειες αυτές πραγματώθηκαν μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο απόπειρας πολιτικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας[6] που, ιδίως μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, αγωνιζόταν να ενσωματωθεί στις καπιταλιστικές συνήθειες της Δύσης, αφήνοντας χώρο για ανάπτυξη πολυπολιτισμικού περιβάλλοντος και πολιτιστικών δραστηριοτήτων, παράλληλα προς τις εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές, σε πλήθος εθνοτικών κοινοτήτων στην επικράτειά της, ανάμεσα στις οποίες κυρίαρχη θέση κατείχε η ελληνορθόδοξη. Σε τέτοια πολυπολιτισμικά συμφραζόμενα, ακόμη, ήταν φυσικό η έντονη παρουσία των ευρωπαϊκών κοινοτήτων (των λεγόμενων Λεβαντίνων), όπως και των Αρμενίων, να συντελέσει στην υιοθέτηση και ανάπτυξη όλων των τάσεων που εμφανίζονταν στον αθλητισμό, ειδικά στις δυτικές κοινωνίες. Από την άλλη, και ο ελληνόφωνος ημερήσιος και περιοδικός Τύπος της περιοχής κάθε άλλο παρά ασχολίαστες άφηνε τις αθλητικές δραστηριότητες της ελληνικής, πρωτίστως, κοινότητας, αφού δεν περιοριζόταν στην απλή καταγραφή των αθλητικών γεγονότων, αλλά άφηνε να διαφανεί ο αντίκτυπός τους στο φίλαθλο κοινό.
Ήδη από το 1874 παραδίδεται πως στο σμυρναϊκό ιδιωτικό σχολείο Ισοκράτης γίνονταν μαθήματα σπαθασκίας, ραβδομαχίας και γυμναστικής, ενώ στα 1880 λειτουργούσε υποτυπώδες Γυμναστήριο στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης.[7] Ωστόσο, η ουσιαστική απαρχή του σωματειακού αθλητισμού στην πόλη έγινε με την ίδρυση του μουσικογυμναστικών σωματείων Ορφεύς (το 1890) –πρόγονο του Γυμνασίου (1893) και του Πανιωνίου Γυμναστικού Συλλόγου Σμύρνης (1898)[8] – και Απόλλων (1891 – ανασυσταθέντος το 1905),[9] με προφανείς τις ανασημασιοδοτήσεις τους σε συνάφεια με το αρχαιοελληνικό παρελθόν[10] και στη διασύνδεσή του με την τέχνη και τον αθλητισμό, κάτι που καθίστατο εμφανές και από την οργάνωση εορταστικών και αγωνιστικών εκδηλώσεων, προεξαρχόντων των Πανιωνίων Αγώνων που παρέπεμπαν άμεσα στους αντίστοιχους της αρχαιότητας και στο πνεύμα της αρχαίας Ιωνικής Ομοσπονδίας.[11] Ήταν δε τέτοια η επιτυχία του εγχειρήματος, ώστε το Γυμνάσιον, που αποτελούσε αμιγώς αθλητικό σωματείο, συνέπραξε στην ίδρυση του Συνδέσμου Ελληνικών Αθλητικών και Γυμναστικών Σωματείων (ΣΕΑΓΣ, πρόδρομο του ΣΕΓΑΣ), το 1897, ενώ, παράλληλα, πέραν του Πανιωνίου και του Απόλλωνα, η πόλη γέμισε από αθλητικούς συλλόγους: η Λέσχη των Κυνηγών (1890-1899), το Σπόρτινγκ Κλουμπ (1893) και η Φιλαρμονική Εταιρία (1896) ιδρύθηκαν μέσα στην ίδια δεκαετία και ακολουθήθηκαν από πολυάριθμα άλλα σωματεία τα αμέσως επόμενα χρόνια, τόσο μέσα στην ίδια τη Σμύρνη όσο και στην ευρύτερη επικράτεια της Μικράς Ασίας, της Κωνσταντινούπολης και του Πόντου.[12]
Από πολύ ενωρίς, επίσης, οργανώνονταν πολλοί τοπικοί ή και μικρασιατικοί αγώνες, στους οποίους συμμετείχαν και αθλητές άλλης εθνικότητας καθώς και εκπρόσωποι από διάφορες περιοχές του ελληνισμού, ενώ Μικρασιάτες αθλητές λάμβαναν μέρος σε αγώνες της ελληνικής επικράτειας (στις Ζάππειες Ολυμπιάδες ή Ολύμπια και στα Τήνια), ήδη από τη δεκαετία του 1850, καταλαμβάνοντας επίζηλες θέσεις και επιτυγχάνοντας αξιόλογες, για τα δεδομένα της εποχής, επιδόσεις.[13] Μάλιστα, από τα τέλη του 19ου αιώνα, οι σημαντικότεροι από τους εν Μικρά Ασία αθλητικοί αγώνες, οι μνημονευθέντες Πανιώνιοι, πραγματοποιούνταν βάσει του Ειδικού Κανονισμού Αθλητικών Γυμναστικών και Ποδηλατικών Αγωνισμάτων που είχε συνταχθεί με άξονα τον κανονισμό των Ολυμπιακών Αγώνων, ενώ αντίστοιχες διοργανώσεις (αλλά μικρότερης εμβέλειας) πραγματοποίησε ο Απόλλων Σμύρνης (Απολλώνια ή Απολλώνιοι Αγώνες). Φυσικά, σχετικά σύντομα δημιουργήθηκαν και οι απαιτούμενες –με τα μέτρα της περιόδου– υποδομές για την άθληση των Σμυρνιών: στα τέλη του 19ου αιώνα υπήρχαν τρία στάδια, ιπποδρόμιο και ποδηλατοδρόμια στη συγκεκριμένη περιοχή, ενώ στην πρώτη δεκαετία του 20ού κτίστηκε Γυμναστήριο (του Πανιωνίου) που ακολούθως, χάρη στη φροντίδα του μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου, εξελίχθηκε σε στάδιο με ξύλινη εξέδρα χιλίων θέσεων και στίβο 335 μέτρων.
Παράλληλα δε, αναπτύχθηκε και η άθληση / εκγύμναση σε σχολικό επίπεδο, όπως αφήνεται να διαφανεί από τις δημοσιευμένες σχετικές πηγές, που δείχνουν ότι το μάθημα της γυμναστικής υφίστατο σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια από το 1874[14] και πως πραγματοποιούνταν γυμναστικές επιδείξεις από το 1891 κ.εξ.[15] Τόσο μεγάλη δε ήταν η έμφαση που δόθηκε σε αυτόν τον τομέα, ώστε, για πάνω από είκοσι χρόνια (1901-1922), να οργανώνονται από τον Πανιώνιο (όχι χωρίς αντιδράσεις κάποιων παιδαγωγών) ετήσιοι σχολικοί αγώνες με τη συμμετοχή όλων των σχολείων της Σμύρνης. Μάλιστα, το 1902 ο εν λόγω Σύλλογος ίδρυσε Σχολή Γυμναστών,[16] της οποίας προΐστατο ο Σοφοκλής Μάγνης, διπλωματούχος γυμναστής του Διδασκαλείου Γυμναστικής Αθηνών, δίδοντας πτυχία σε περισσότερους από διακόσιους γυμναστές έως το 1914, συνεργαζόμενος προς τούτο με τις τοπικές εκκλησιαστικές αρχές.
Μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων και τους Βαλκανικούς Πολέμους, και καθώς οι στόχοι της Μεγάλης Ιδέας έδειχναν να ευδοκιμούν, οι παρεμβάσεις του ελληνικού κράτους στον αθλητισμό της Σμύρνης έγιναν εμφανέστερες, κυρίως μέσω χρηματικών επιχορηγήσεων σε όσα σωματεία της περιοχής λάμβαναν μέρος σε Πανελλήνιους Αγώνες. Ταυτόχρονα, όλο και περισσότερο εμφανής γινόταν η απουσία των οθωμανικών αρχών από τις οικείες εκδηλώσεις. Τέλος, στη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας δεν ήταν λίγες οι περιστάσεις κατά τις οποίες οργανώθηκαν εσωτερικοί αγώνες, με τα εκεί αθλητικά σωματεία, όχι μόνο για την εξύψωση του ηθικού αλλά και για τη βελτίωση της φυσικής κατάστασης των Ελλήνων στρατιωτών, ενώ το στάδιο του Πανιωνίου έγινε χώρος πολλών εκδηλώσεων πατριωτικού-εθνικού χαρακτήρα. Ήταν η περίοδος, άλλωστε, που πολλοί Σμυρνιοί αθλητές κατετάγησαν στον Ελληνικό Στρατό και πολυάριθμοι Ελλαδίτες συνάδελφοί τους είχαν μεταβεί στη Μικρά Ασία ως στρατιώτες, συμμετέχοντας παράλληλα, από κοινού, σε αγώνες που διοργανώθηκαν κατά τη διάρκεια της Εκστρατείας.
Ας σημειωθεί ότι τα αθλητικά σωματεία της Σμύρνης (κυρίως ο Πανιώνιος και ο Απόλλων) ανέπτυξαν στενές επαφές τόσο μεταξύ τους (παρά τις όποιες αντιπαλότητές τους που εμφανίστηκαν κατά καιρούς) όσο και με αντίστοιχους ελληνικούς συλλόγους, μέσω ανταλλαγής αλληλογραφίας αλλά και οργάνωσης αθλητικών αγώνων και εκδηλώσεων στους οποίους συμμετείχαν αθλητές τους. Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι τόσο ο Πανιώνιος όσο και ο Απόλλων πρωτοεμφανίστηκαν με τη μορφή μουσικογυμναστικών σωματείων αποτελεί αδιάψευστο τεκμήριο της από την αρχαιότητα γνωστής διασύνδεσης αθλητικών και πολιτιστικών δράσεων στη Σμύρνη αλλά και στη Μικρά Ασία. Ως τέτοια, λοιπόν, σωματεία, δεν έπαψαν να εμφανίζουν πλούσια καλλιτεχνική και πολιτιστική δραστηριότητα, παράλληλα προς τα αθλητικά τους επιτεύγματα, οργανώνοντας ποιητικούς διαγωνισμούς, εκθέσεις ζωγραφικής, γλυπτικής και φωτογραφίας, μουσικές συναυλίες, φιλολογικές διαλέξεις, προσκαλώντας, μάλιστα, προσωπικότητες των ελληνικών γραμμάτων (όπως, μεταξύ άλλων, οι Κωστής Παλαμάς, Νικόλαος Πολίτης, Γεώργιος Δροσίνης, Γεώργιος Μιστριώτης, Αριστομένης Προβελέγγιος κ.ά.) να στελεχώσουν τις οικείες κριτικές επιτροπές.
Είναι, τέλος, η περίοδος που και οι γυναίκες, δειλά-δειλά, αρχίζουν να ασχολούνται με την εκγύμναση του σώματός τους, παρακολουθώντας μαθήματα σουηδικής γυμναστικής ή παίζοντας τένις – στο οποίο κάποιες εξ αυτών διακρίθηκαν ήδη από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, παρέχοντας τη βάση σε Σμυρνιούς παράγοντες για την εισαγωγή του γυναικείου αθλητισμού στην Ελλάδα, σε κατοπινότερα χρόνια, όπως θα καταδειχθεί εν συνεχεία.
Σε γενικές γραμμές, αθλήματα όπως η ποδηλασία, το ποδόσφαιρο, η πετοσφαίριση (βόλεϊ), η αντισφαίριση (τένις), οι λεμβοδρομίες (κωπηλασία), η κολύμβηση, οι καταδύσεις, η υδατοσφαίριση (γουότερ πόλο), οι ιπποδρομίες, η σκοποβολή-οπλομαχία, η ξιφασκία, μαζί με την πάλη, την άρση βαρών, τη γυμναστική και, φυσικά, τον στίβο, αναπτύχθηκαν με ζηλευτούς (για την εποχή) ρυθμούς και προσέλκυσαν εκατοντάδες αθλητές και χιλιάδες φιλάθλους κατά την πραγματοποίησή τους.
Όλ’ αυτά ίσαμε το 1922. Γιατί μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, τα αθλητικά σωματεία της Σμύρνης μοιραία διαλύθηκαν, αθλητές και παράγοντές τους αιχμαλωτίστηκαν ή θανατώθηκαν και όσοι από τους εμπλεκόμενους σε αυτά βρέθηκαν στην Ελλάδα έπρεπε να παλέψουν με μια νέα, σκληρή πραγματικότητα, στην οποία δεν ήταν αντιμέτωποι μόνο με την καχυποψία των γηγενών που, πολλές φορές, έβλεπαν τους πρόσφυγες με «μισό μάτι», αλλά και με τη διστακτικότητα των γονιών, ανεξαρτήτως της καταγωγής τους, που δεν άφηναν εύκολα τα παιδιά τους να αθληθούν. Κι όμως: χάρη στις επίμονες προσπάθειες Σμυρνιών, Μικρασιατών, Ποντίων και Κωνσταντινουπολιτών παραγόντων, ιδρύθηκαν σωματεία στα οποία εντάχθηκαν αξιόλογοι παράγοντες και αθλητές, με αποτέλεσμα να επανακαθοριστεί η φυσιογνωμία του ελληνικού αθλητισμού, η οποία, έτσι και αλλιώς, προσδιορίστηκε, σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, «από τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις που επέφερε η Μικρασιατική Καταστροφή το 1922».[17]
Στο δίπολο, τώρα: εκσυγχρονισμός της εκγύμνασης και ανοίγματος των αθλητικών δραστηριοτήτων προς ευρύτερα κοινωνικά στρώματα (ιδίως μέσω του ποδοσφαίρου), που προωθούσαν οι φιλοβενιζελικοί και πολλοί αθλητικοί παράγοντες, και σύνδεση της άσκησης με τις αθλητικές και γυμναστικές παραδόσεις της αρχαίας Ελλάδας, που πρέσβευαν οι αντιβενιζελικοί γυμναστές, όσα προσφυγικά σωματεία ανασυστάθηκαν από την τέφρα (κυρίως οι Πανιώνιος, Απόλλων, Πέλοψ) ή συγκροτήθηκαν από Μικρασιάτες πρόσφυγες, Κωνσταντινουπολίτες και Ποντίους, παρά την κάποια προτίμησή τους προς το πρόσωπο του Ελευθερίου Βενιζέλου, φάνηκαν να μην μπαίνουν, ως επί το πλείστον, στο παιχνίδι του διχασμού και δούλεψαν για την πραγματική προαγωγή του αθλητισμού.
Όλ’ αυτά δε, σε μιαν περίοδο κατά την οποία δημιουργήθηκαν εκατοντάδες σύλλογοι άθλησης τόσο από κατοίκους της λεγόμενης Παλαιάς Ελλάδας όσο και από πρόσφυγες, ενώ, πλάι στον ΣΕΑΓΣ (ΣΕΓΑΣ από το 1929) και στην ΕΟΑ (Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων) που προϋπήρχαν της Καταστροφής, ιδρύθηκαν επιμέρους αθλητικές ομοσπονδίες και κυριάρχησε, σταδιακά, το ποδόσφαιρο.[18] Και πάλι, όμως, τα προσφυγικά σωματεία, ιδίως τα προερχόμενα από τη Σμύρνη, δεν μπήκαν σε διαμάχες του τύπου: Αθήνα - Πειραιάς ή Θεσσαλονίκη - Αθήνα και Πειραιάς. Ούτε μπήκαν ποτέ δυνατά στο παιχνίδι της εμπορευματοποίησης και του επαγγελματισμού. Πάντοτε υπήρξαν φυτώρια ταλέντων και προασπιστές της αθλητικής άμιλλας. Σπάνια δε οι οπαδοί αυτών των σωματείων αντιμετώπισαν τους αθλητικούς (και δη ποδοσφαιρικούς) αγώνες ως προέκταση διχαστικών διαμαχών του πολιτικού στίβου ή ως προέκταση της κοινωνικής πραγματικότητας.[19] Παράλληλα, Σμυρνιοί αθλητές και μέλη συλλόγων, με χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις εκείνες των Δημητρού Δάλλα[20] και Δημητρίου Μαρσέλλου, καθώς και του θρύλου των στίβων και ποικίλων τερέν Δημητρού Καραμπάτη, αναδείχθηκαν σε κορυφαίους αθλητικούς παράγοντες. Ας σημειωθεί, εντελώς ενδεικτικά, η συμβολή του πρώτου εξ αυτών, ως προέδρου του Πανιωνίου, στη θέσπιση Βαλκανικών Αγώνων (1929) –θέση που στήριξε από το βήμα της Βουλής και ο δεύτερος ως πρόεδρος του Απόλλωνα–, καθώς και στην εισαγωγή του γυναικείου αθλητισμού στην Ελλάδα.
Μέσα στις δύσκολες συνθήκες της προσέλευσης, εγκατάστασης και ενσωμάτωσης των προσφυγικών πληθυσμών στην ελλαδική κοινωνία της περιόδου, ειδικά τα παλαιά σωματεία της Σμύρνης, εκπρόσωποι των οποίων είχαν καταφτάσει στην Αθήνα, όχι μόνον επιχείρησαν να εντοπίσουν και να επανεντάξουν στο δυναμικό τους παλαιούς αθλητές τους, αλλά περιέρχονταν τις γειτονιές παρακινώντας προσφυγόπουλα και τέκνα γηγενών να στραφούν προς τον αθλητισμό, παρακάμπτοντας προκαταλήψεις, αντιμαχίες, επιφυλάξεις των γονιών κ.ά.π. Σε αυτήν την προσπάθεια στάθηκε αρωγός η Ελληνική Πολιτεία, καθώς και αθλητικοί φορείς και σωματεία, ενισχύοντας οικονομικά τις πρωτοβουλίες Σμυρνιών παραγόντων, όπως ο Δάλλας, παρέχοντας εγκαταστάσεις και διευκολύνοντας την εκγύμναση των αθλητών των προσφυγικών σωματείων ή οργανώνοντας αγώνες τις εισπράξεις των οποίων διέθεταν «αποκλειστικώς υπέρ της οικονομικής ενισχύσεως των συναδέλφων προσφύγων αθλητών Πανιωνίου, Απόλλωνος και Αρμενικού Συλλόγου Σμύρνης».[21] Άλλωστε, μόλις τον Νοέμβριο του 1922 είχε αποφασιστεί η μεταφορά των εδρών των τριών σημαντικότερων ελληνικών σωματείων της Σμύρνης (Πανιωνίου, Απόλλωνα και Πέλοπα) στην ελληνική πρωτεύουσα –κάτι που συντελέστηκε τους αμέσως επόμενους μήνες–, ενώ αρχικά υπήρξε η σκέψη, με πρωτοβουλία των τριών προέδρων-πρωτεργατών των πιο πάνω Συλλόγων (Δημητρού Δάλλα, Δημητρίου Μαρσέλλου και Αλεξάνδρου Νικολοπούλου), να συμπτυχθούν σε ένα σωματείο με την επωνυμία Σμυρναϊκή Αθλητική Ένωσις – κάτι που, τελικά, δεν έγινε.[22]
Ταυτόχρονα, ιδρύθηκαν από άλλους Μικρασιάτες, Κωνσταντινουπολίτες και Ποντίους πρόσφυγες πολυάριθμα αθλητικά σωματεία (γνωστότερα των οποίων κατέστησαν η ΑΕΚ και ο ΠΑΟΚ)[23] που συνέβαλαν στην πρόοδο του ελληνικού αθλητισμού και απέκτησαν εκατομμύρια οπαδούς και θαυμαστές, δίπλα σε πάμπολλες προσφυγικές ενώσεις, ομίλους, λέσχες, συλλόγους και εταιρείες με παράλληλη πνευματική, καλλιτεχνική και πολιτιστική στόχευση. Ο στίβος, η γυμναστική, η κολύμβηση, η αντισφαίριση, η πάλη, η κωπηλασία, η ποδηλασία, το βόλεϊ, το μπάσκετ, το χάντμπολ, το πόλο, η ορειβασία, το πινγκ-πονγκ, η σκοποβολή, η πυγμαχία και, φυσικά, το ποδόσφαιρο, στην ανάπτυξη του οποίου οι πρόσφυγες συνέβαλαν καθοριστικά, ειδικά στην ελληνική επαρχία, ήταν τα πρώτα αθλήματα που καλλιέργησαν στη νέα πατρίδα οι διάφοροι προσφυγικοί σύλλογοι στην περίοδο του Μεσοπολέμου.[24]
Ειδικά δε στον στίβο (και δευτερευόντως στο βόλεϊ) η τεχνογνωσία του Πανιωνίου Γυμναστικού Συλλόγου Σμύρνης, που είχε αποκτηθεί από την πολύχρονη οργάνωση των Πανιωνίων και Σχολικών Αγώνων, σε συνδυασμό με τη διαρκή επαφή του με δυτικά σωματεία στη Σμύρνη, την υιοθέτηση νέων τάσεων στην αθλητική περιβολή, στην προπονητική και στους κανονισμούς και την τόλμη του να δίνει ώθηση στην παρουσία των γυναικών στους αγωνιστικούς χώρους συνέβαλαν στην εδραίωση και καταξίωση του αντικειμένου και στη νέα πατρίδα του Συλλόγου – κυρίως μέσα από τη διαρκή και συστηματική εκγύμναση νέων παιδιών και την οργάνωση αγωνιστικών εκδηλώσεων (με αποκορύφωμα τη συνέχιση των Πανιωνίων και Σχολικών Αγώνων), άλλοτε με τη συνεργασία σωματείων που ανήκαν στον ΣΕΓΑΣ (διάδοχο του ΣΕΑΓΣ) και άλλοτε με συμμετοχή ανεξάρτητων αθλητών ή ανεπίσημων συνοικιακών σωματείων (στους Λαϊκούς Αθλητικούς Αγώνες), διαδίδοντας το αθλητικό ιδεώδες σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα.
Ως προς την εγκαθίδρυση του γυναικείου αθλητισμού από τον Πανιώνιο, καλό θα ήταν να σημειωθεί πως συνέχιζε μιαν παράδοση της Σμύρνης,[25] αλλά και άλλων ελληνικών σωματείων, όπως του Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου, που είχε από τη δεκαετία του 1890 επιχειρήσει να συστήσει σχολή γυμναστριών,[26] ή του Εθνικού Γυμναστικού Συλλόγου που, επίσης πρώιμα, υποστήριξε ανάλογη πρωτοβουλία του Εκπαιδευτικού Τμήματος της Ενώσεως των Ελληνίδων, προχωρώντας, παράλληλα, στην επιλογή τριών γυναικών στο διοικητικό του συμβούλιο, στα 1901.[27] Σε κάθε περίπτωση, όμως, για να είναι κανείς δίκαιος, οφείλει να σημειώσει πως στις 2 Σεπτεμβρίου του 1923, ο Πανιώνιος τέλεσε στο Παναθηναϊκό Στάδιο εσωτερικούς αγώνες νέων, ανάμεσα στα αγωνίσματα των οποίων περιλαμβάνονταν –για πρώτη φορά σε σωματειακούς αγώνες στίβου– δρόμος 60 μέτρων και άλμα εις μήκος κορασίδων, ενώ τον Οκτώβριο του 1926 συνέστησε τμήμα γυναικείου αθλητισμού και προκήρυξε γυναικείους αθλητικούς αγώνες για τις 28 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς, οι οποίοι στέφθηκαν από μεγάλη επιτυχία. Ας επισημανθεί, επίσης, ότι από το 1925 ο ίδιος σύλλογος είχε ιδρύσει γυναικεία ομάδα βόλεϊ και τον Απρίλιο του 1926 είχε οργανώσει πρωτάθλημα πετοσφαίρισης δεσποινίδων. Με τον τρόπο αυτόν, οι όποιες απόπειρες φεμινιστριών για τη συγκρότηση εγχώριας γυναικείας αθλητικής κίνησης που είχαν προηγηθεί, λάμβαναν, πραγματικά, σάρκα και οστά. Αντίστοιχα δε εγχειρήματα εμφανίστηκαν την ίδια περίοδο και από σωματεία άλλων πόλεων, ιδίως δε της Θεσσαλονίκης.
Έτσι, ο Δημητρός Δάλλας δεν κατάφερε απλώς να πείσει το ευρύτερο κοινό πως και οι γυναίκες είχαν το δικαίωμα συμμετοχής στην άθληση (δίχως να κινδυνεύουν να γίνουν οι μέλλουσες μητέρες, καταπώς διέδιδαν, μεταξύ άλλων, οι πολέμιοι του γυναικείου αθλητισμού), αλλά και να αποσαθρώσει το στερεότυπο που ήθελε τις «Σμυρνιές» ως «μαλθακές, σαρκώδεις και φιλήδονες» Ανατολίτισσες, «για τα κοινά γούστα», όπως τις είχε περιγράψει ο Κώστας Ουράνης[28] — κάτι που, βέβαια, ερχόταν σε αντίθεση με τον ρόλο των γυναικών στη Σμύρνη και την κοινωνική τους δράση.
Και όλ’ αυτά, παρά τις δυσκολίες και τα προσκόμματα που έφερναν παράγοντες και φορείς του αθλητισμού, και μέσα σε ένα κλίμα διαρκούς αντιπαράθεσης των γηγενών και των προσφύγων (ή και μεταξύ των ίδιων των προσφύγων, κάποιες φορές), σε αρκετές περιοχές, ιδίως της περιφέρειας, με κοινωνικές προεκτάσεις και πολιτικές αναφορές.[29] Δυσκολίες που, ειδικά τον Πανιώνιο Γυμναστικό Σύλλογο Σμύρνης, ποτέ δεν τον εμπόδισαν να απονείμει τον Χρυσό Σταυρό του σωματείου σε εξέχοντες Έλληνες αθλητές (και όχι μόνο δικούς του) – ήδη από την εποχή της Σμύρνης αλλά και ίσαμε σήμερα. Ενός συλλόγου που μόλις στο τέλος του Μεσοπολέμου βρέθηκε με ολότελα δικές του εγκαταστάσεις στη Νέα Σμύρνη, πλέον – με ό,τι αυτό σηματοδοτούσε όχι μόνο ως προς την ανάπτυξή του, αλλά και ως προς τη διατήρηση της μνήμης της γενέτειρας πόλης (μιας μνήμης που με παρόμοιους ή/και άλλους τρόπους επιχειρείται να κρατηθεί ζωντανή σε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις προσφυγικών σωματείων).[30]
Είναι, τελικά, θετικό το πρόσημο από την παρουσία των προσφυγικών αθλητικών σωματείων –και ειδικά αυτών της Σμύρνης– στο κοινωνικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι της σύγχρονης Ελλάδας;[31] Όποιος δεν το παραδεχθεί, θα έχει μάλλον άδικο. Όχι μόνο για όσα δεδομένα επισημάνθηκαν στις γραμμές που προηγήθηκαν και που στόχο είχαν να περιγράψουν, σε αδρές, έστω, γραμμές, τόσο την πορεία του σμυρναϊκού αθλητισμού και τη διασύνδεσή του με τον πολιτισμό στα χώματα της Ιωνίας όσο και την ουσιαστική συμβολή του στον εκσυγχρονισμό και στην ανανέωση του ελλαδικού αθλητισμού στα χρόνια του Μεσοπολέμου, αλλά και αργότερα. Θα έχει άδικο γιατί είναι ευρύτερα, κατά τη γνώμη του γράφοντος τουλάχιστον, γνωστό ότι τα σωματεία της Σμύρνης (όπως και άλλων εστιών του προσφυγικού ελληνισμού) που μετέφεραν τις έδρες τους σε κέντρα της ελληνικής ενδοχώρας ή όσα ιδρύθηκαν εδώ μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή πρόσφεραν –και συνεχίζουν να προσφέρουν– πολλές συγκινήσεις στους Έλληνες φιλάθλους, καλλιέργησαν ανθρωπιστικές αξίες και πίστεψαν πως ο αθλητισμός είναι και πολιτισμός, μακριά από φανατισμούς και διχαστικές λογικές. Γι’ αυτό και αγαπήθηκαν και υποστηρίχθηκαν διαχρονικά από όλες τις κοινωνικές τάξεις και απέκτησαν πάρα πολλούς οπαδούς. Περισσότερο, ωστόσο, από το τελευταίο, παρέμειναν και παραμένουν συμπαθή σε αναρίθμητους υγιώς σκεπτόμενους φιλάθλους, ενώ η συντριπτική πλειονότητα από αυτά (και πάντως οι σμυρναϊκοί σύλλογοι) δεν μπήκαν ποτέ (ευτυχώς!) στο κλίμα του εφήμερου μάρκετινγκ και της ανταγωνιστικής εμπορευματοποίησης. Διατήρησαν έναν (περισσότερο) οικογενειακό χαρακτήρα και έμειναν με το κεφάλι ψηλά. Αν, μάλιστα, κάποιος ζήσει από τα μέσα αυτό το κλίμα, τότε θα καταλάβει καλύτερα όσα υποστηρίζονται από τον υπογραφόμενο.
Αυτή είναι η μεγάλη, η σπουδαία παρακαταθήκη του προσφυγικού αθλητισμού. Και για τούτο τον αγαπούν και τον στηρίζουν και πάρα πολλοί με μη προσφυγικές καταβολές. Αγαπούν την αύρα του, την ατμόσφαιρά του, το ήθος του και την ποιότητά του. Μια ποιότητα που ονειρεύονται να μείνει πάντοτε υψηλού πολιτιστικού επιπέδου και να συνεχίσει να μεταλαμπαδεύεται στις επόμενες γενιές, ειδικά σε καιρούς έκπτωσης και πλήθους παρακμιακών φαινομένων. Σε πείσμα των καιρών, λοιπόν, όσοι νοιάζονται για ένα πιο καινοτόμο και φωτεινότερο μέλλον του ελληνικού αθλητισμού, μπορούν να διδαχθούν πολλά από το παρελθόν και το παρόν των προσφυγικών αθλητικών σωματείων – γενικά των αθλητικών συλλόγων, θα μπορούσε άφοβα να πει κανείς, που με πενιχρά μέσα και εντός συνθηκών αντίξοων συνεχίζουν να παράγουν ήθος, να διαπλάθουν προσωπικότητες και να υπηρετούν το κοινωνικό σύνολο.