Η προσφυγική εμπειρία του 1922 στη μεσοπολεμική πεζογραφία

Εικόνες προσφύγων, αναπαραστασιακές στρατηγικές, αφηγηματικά μοτίβα
Η προσφυγική εμπειρία του 1922 στη μεσοπολεμική πεζογραφία

Μια ενδεικτική περιδιάβαση στα κείμενα

Η Μικρασιατική Καταστροφή και η έλευση των προσφύγων στην Ελλάδα με τη νέα πραγματικότητα που διαμόρφωσαν στην ελληνική κοινωνία άσκησαν σημαντική επίδραση και στη λογοτεχνία. Πέραν του εμπλουτισμού των ελληνικών γραμμάτων με το έργο των προσφύγων λογοτεχνών, αποτέλεσαν την αφετηρία μίας νέας εποχής για την ελληνική λογοτεχνία, προσδίδοντάς της νέα χαρακτηριστικά. Τα γνωρίσματα της μεσοπολεμικής λογοτεχνίας αντλούν την καταγωγή τους, άμεσα ή έμμεσα, από τα γεγονότα του 1922 (τέλος της Μεγάλης Ιδέας, συρρίκνωση του ελληνισμού εντός των ελλαδικών συνόρων, εγκατάσταση των προσφύγων), τις αλλαγές που αυτά επέφεραν, τις διαδικασίες που ενεργοποίησαν στην εξέλιξη της διανόησης του ελληνικού χώρου. Διαμόρφωσαν νέα πνευματική συνείδηση, προκάλεσαν ιδεολογικές ζυμώσεις και αναζητήσεις, οδήγησαν σε νέες καλλιτεχνικές επιλογές.
Ταυτόχρονα, η εμπειρία της Μικρασιατικής Καταστροφής και της προσφυγιάς, θα αποτελέσει μια ιδιαίτερη θεματική στην ελληνική πεζογραφία, απαντώντας με τρεις τρόπους, οι οποίοι βέβαια συχνά αλληλοδιαπλέκονται στο ίδιο αφηγηματικό έργο: α) ανάπλαση της ζωής στις χαμένες πατρίδες πριν από την Καταστροφή, β) αφηγήσεις και χρονικά του πολέμου, της αιχμαλωσίας και του διωγμού, γ) απεικόνιση των ποικίλων προβλημάτων που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες κατά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα και της περιπέτειας της ένταξής τους στην ελληνική κοινωνία.
Σε μία πανοραμική εποπτεία του θέματος από το 1922 μέχρι σήμερα, διαπιστώνεται ότι συνολικά η εμπειρία της Μικρασιατικής Καταστροφής και της προσφυγιάς αποτελεί ήδη από τη δεκαετία του 1920 μια σταθερή θεματική στην πεζογραφία του 20ού αιώνα, ενώ δεν λείπει ούτε από έργα του 21ου αιώνα. Με την πάροδο βέβαια του χρόνου και τη σώρευση νέων ιστορικών εμπειριών, κυρίως από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και εξής, το θέμα συνδέεται με νεότερες εθνικές περιπέτειες, κι ενώ γενικά διατηρεί σταθερά κάποια από τα αφηγηματικά του μοτίβα, σαφώς σημειώνονται αλλαγές, καθώς η συγκεκριμένη ιστορική εμπειρία επαναπροσλαμβάνεται από τους λογοτέχνες σε νέες ιστορικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και διαπλέκεται με νέα γεγονότα. Όσο για τα πλέον πρόσφατα σχετικά έργα, του τέλους πια του 20ού αι. και στη μετάβαση στον 21ο, αυτά, σύμφωνα με την Έρη Σταυροπούλου, κινούνται σε τρεις κατευθύνσεις: «τη συμφιλίωση των παλαιών εχθρών, Ελλήνων και Τούρκων· την τοποθέτηση της Μικρασιατικής Καταστροφής μέσα στη συνολική ελληνική ιστορία […] από τα έργα μαρτυρίας [των προσφύγων λογοτεχνών και της πρώτης γενιάς απογόνων] έχουμε περάσει στα καθαρώς ιστορικά μυθιστορήματα […] [ενώ τέλος] γίνεται πλέον προσπάθεια να διερευνηθούν τα γεγονότα από τη σκοπιά του Άλλου».[1]


Aρχείο ΕΚΙΜ


Το παρόν κείμενο έχει ως αντικείμενο τη θεματική της προσφυγιάς και τις εικόνες των προσφύγων του 1922 στη μεσοπολεμική πεζογραφία, δηλαδή την πεζογραφία της εποχής που το προσφυγικό ζήτημα σε όλες του τις εκφάνσεις είναι κυρίαρχο στην ελληνική κοινωνία. Καταρχάς, αναζητώντας τη διασπορά της θεματικής στους πεζογράφους της μεσοπολεμικής περιόδου, διαπιστώνει κανείς ότι οι γηγενείς πεζογράφοι αξιοποίησαν το θέμα μάλλον ευκαιριακά, όταν, υιοθετώντας τη ρεαλιστική αφήγηση, αυτοβιογραφούμενοι ή επιχειρώντας συνθετικές αποδόσεις της ελληνικής κοινωνίας μετά το 1922, συμπεριλαμβάνουν στα έργα τους τους πρόσφυγες, με αναφορές μικρές σε έκταση και ενταγμένες σε άλλους στόχους. Ακόμη, για μια κατηγορία από αυτούς –αυτή που συμπορεύτηκε με τη φιλελεύθερη βενιζελική παράταξη– προβάλλεται η συμμετοχή των προσφύγων στο όραμα μιας νέας Ελλάδας, η οποία αντικατέστησε στα βενιζελικά οράματα τη «μεγάλη Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Για μια άλλη κατηγορία, αυτούς που στρατεύτηκαν στην καταγγελία της άδικης κοινωνικής κατάστασης και την αλλαγή της, στο επίκεντρο βρίσκεται ο προλετάριος πρόσφυγας περισσότερο από τον πρόσφυγα αυτόν καθαυτόν. Οι πρόσφυγες αποτελούν γι’ αυτούς προνομιακή κατηγορία μειονεκτούσας ομάδας και κατεξοχήν στρατεύσιμα υποκείμενα στην κοινωνική επανάσταση.[2]  Ταυτόχρονα είναι και αυτός τρόπος ενσωμάτωσής τους στο έθνος, η ένταξή τους δηλαδή στο ελληνικό προλεταριάτο και στην ενδοεθνική διαπάλη. Τέλος όσοι πειραματίστηκαν με νεοτερικούς τρόπους αφήγησης, όπως η ομάδα των μοντερνιστών, ενσωματώνουν ελάχιστα την προσφυγιά ως θεματική.
Οι πρόσφυγες συγγραφείς είναι εκείνοι που κυρίως γράφουν για τους πρόσφυγες. Γι’ αυτούς, η ενασχόληση με μια τέτοια θεματική μοιάζει ως ανταπόκριση σε ένα χρέος, προσπάθεια επούλωσης του τραύματος. Όπως το περιγράφει η Τατιάνα Σταύρου σε συνέντευξή της: «Είχα μέσα μου επί χρόνια, δύο καημούς μεγάλους […] έναν του πολέμου κι έναν της προσφυγιάς. Επειδή δεν κάτεχα άλλον τρόπο να τους πω στον κόσμο, για να μου φύγει το βάρος, πήρα μια μέρα ένα μολύβι κι ένα χαρτί κι άρχισα».[3]  Πρόκειται για τη διάσταση της αφήγησης ως μαρτυρίας αλλά και ως πράξης ανακουφιστικής από μία τραυματική εμπειρία,[4]  διευθέτησης της μνήμης, αναδόμησης της διαλυμένης ταυτότητας, αναπλήρωσης της στέρησης του γενέθλιου τόπου.[5]

Συνολικά η πεζογραφία του Μεσοπολέμου –ή καλύτερα δημιουργών που εντάσσονται στη μεσοπολεμική γενιά–, όχι μόνο επηρεάζεται από την Καταστροφή και την προσφυγιά αλλά και αναλαμβάνει –ας μην ξεχνάμε ότι διακηρυσσόταν άλλωστε μία τέτοια αποστολή για την πεζογραφία, και ειδικά για το μυθιστόρημα– ως έναν βαθμό να διαχειριστεί την εθνική, κοινωνική και προσωπική κρίση.[6]  Με παρεμβατική λοιπόν πρόθεση και συνείδηση κοινωνικής αποστολής, επιχειρεί να πάρει θέση, να κάνει προτάσεις για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσης∙ της εθνικής, με αίτημα τον επαναπροσδιορισμό της εθνικής ιδεολογίας και ταυτότητας∙ της κοινωνικο-πολιτικής, συνέπεια της πολύ μεγάλης κοινωνικής διαφοροποίησης ταυτόχρονα με τη διάλυση της προηγούμενης συναίνεσης μπροστά στο εθνικό όραμα∙ της υποκειμενικής, με την ψυχική διασάλευση των προσφύγων ως προσώπων και ομάδας, αποτέλεσμα της εμπειρίας του πολέμου και της προσφυγιάς, της απώλειας των προσδιορισμών του παρελθόντος σε έναν καινούργιο, άγνωστο τόπο, ο οποίος προσλαμβάνεται παράλληλα ως πατρικός και μέσα σε μια κοινωνία ομοεθνών και ομοθρήσκων, οι οποίοι όμως αμφισβητούν τη θέση τους και τα δικαιώματά τους. Επιχειρεί εντέλει να ενσωματώσει τον προσφυγικό πληθυσμό στον εθνικό κορμό, υπηρετώντας την υπόθεση της εθνικής ομοιογένειας. Έτσι, οι πεζογραφικές εικόνες του πρόσφυγα κινούνται γύρω από δύο βασικούς αναπαραστασιακούς άξονες, αυτόν της μειονεξίας και αυτόν της υπεραναπλήρωσης αυτής της μειονεξίας. Γύρω από τον πρώτο άξονα, συγκεντρώνονται εκείνα τα στοιχεία που αποδίδουν τον τραυματικό χαρακτήρα της προσφυγιάς, ο οποίος συνίσταται στην ανατροπή της τάξης της ζωής, την εμπειρία ενός σκληρού πολέμου, τις ποικίλες απώλειες, το αίσθημα της περιφρόνησης της ανθρώπινης βούλησης των προσφύγων, λόγω του βίαιου τρόπου με τον οποίο η μετακίνησή τους συντελέστηκε με την καινοφανή σύμβαση της Ανταλλαγής. Τέτοιες εικόνες είναι επίσης αυτές που παρουσιάζουν τη θέση των προσφύγων στην Ελλάδα, την ανοικειότητα που αισθάνονται στο νέο περιβάλλον, τις δυσκολίες προσαρμογής που τους προκαλεί η αγιάτρευτη νοσταλγία για τον γενέθλιο τόπο, τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, την ένδεια, την αντιπαλότητα με τους γηγενείς, τη σχέση με το ελληνικό κράτος. Γύρω από τον δεύτερο άξονα, της υπεραναπλήρωσης της μειονεξίας, συγκεντρώνονται τα στοιχεία εκείνα που προβάλλουν την καθαρότητα της ελληνικής τους ταυτότητας, την εξαιρετική τους επιβιωτικότητα, δημιουργικότητα, προϋποθέσεις της επιτυχούς προσαρμογής. Εδώ συγκροτείται η στερεοτυπική εικόνα του εύστροφου, εργατικού, δυναμικού, προικισμένου με μία υψηλής ποιότητας πολιτισμική εμπειρία πρόσφυγα, ο οποίος αφενός θα δημιουργήσει μια καινούργια ζωή και αφετέρου θα συμβάλει, σύμφωνα τουλάχιστον με μία ομάδα συγγραφέων της εποχής, σε μια δημιουργική πορεία της Ελλάδας προς το μέλλον, μετά την οδυνηρή κατάληξη των μεγαλοϊδεατικών οραμάτων. Εικόνες υπέρβασης της προσφυγιάς συνιστούν ακόμα οι αναφορές στο χαρισάμενο παρελθόν, ικανές να διασκεδάζουν το ταπεινωτικό παρόν, αποδίδοντας στον πρόσφυγα τη χαμένη του αυτοεκτίμηση, να οικοδομούν μια αίσθηση «υπεροχής» απέναντι στον περισσότερο προνομιούχο ντόπιο ή έστω να ισοσκελίζουν την υστέρησή του. Τελικά, αποτελεί το μέσο που θα οδηγήσει στη συμβολική εξομοίωση των προσφύγων με τον γηγενή πληθυσμό. Με άλλα λόγια αυτή η διαλεκτική μειονεξίας-υπεροχής είναι η αναπαραστασιακή στρατηγική, η οποία οδηγεί στην εμφατική ενσωμάτωση των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία και την ένταξή τους στον εθνικό κορμό.[7]

Αρχείο ΕΚΙΜ



Α) Εικόνες της προσφυγιάς (ο άξονας της μειονεξίας)

Εδώ έχουμε την εικονοποίηση του τραύματος, που σχετίζεται με τις συνθήκες του πολέμου και του διωγμού, τη βίαιη αποκοπή από την εστία, τη θέση των προσφύγων στην κοινωνία υποδοχής. Η ίδια αυτή εικόνα γίνεται, σε μεγάλο βαθμό, εικόνα και της ηττημένης Ελλάδας και του πληγωμένου ελληνικού εθνικισμού, σε μια παραλληλία των δύο τραυμάτων, του προσωπικού και του εθνικού.

Το αιφνίδιο και το ακαταμάχητο της ανατροπής: «Μας πήρε μεμιάς ένα κύμα φοβερό και μας αναποδογύρισε σαν παιγνιδάκια»[8]

Συνδεμένα με την εικονοποιία των προσφύγων, τα γεγονότα του 1922, ο πόλεμος, η Καταστροφή και η προσφυγιά ως απόλυτη ανατροπή της ζωής γίνονται αφορμή για στοχασμούς πάνω στην ανθρώπινη μοίρα, τη δέσμευση των ατομικών υπάρξεων από την Ιστορία, τις συνέπειες της βαρβαρότητας του πολέμου. Γίνεται επίσης ο πρόσφυγας, μάρτυρας μιας βαθιάς κρίσης πολιτισμού, ως άθυρμα συντριπτικών ιστορικών εξελίξεων.
Το αιφνίδιο, το βίαιο και το ταχύ των γεγονότων που επέφεραν την ανατροπή της ζωής είναι το πρώτο στοιχείο που κωδικοποιείται στους λόγους για το γεγονός της Καταστροφής και της προσφυγιάς. Το μέγεθος της αλλαγής, η ανεπίστρεπτη πορεία της, η αδυναμία του ανθρώπου απέναντί της την κάνει όμοια με φυσικό φαινόμενο έξω από την Ιστορία και την ιστορία των ανθρώπων, έξω από τη σφαίρα του κοινωνικού. Ήταν ένα «ανιστόρητο πράμα, που δεν είχε ματασταθεί».[9]

Ο άνθρωπος και η Ιστορία: «Ο Λεωνής, θέλοντας και μη θέλοντας, ήτανε πάλι βουτηγμένος, ως το λαιμό, στην Ιστορία»[10]

Κωδικοποιείται επίσης η δέσμευση της ατομικής ύπαρξης από τις ιστορικές εξελίξεις και αποκαλύπτει το πεπερασμένο της ανθρώπινης δυνατότητας. Πρόκειται για αντίληψη της Ιστορίας ως γίγνεσθαι έξω από τον ατομική βούληση και τη δυνατότητα παρέμβασης, γίγνεσθαι στο οποίο οι άνθρωποι, στην ατομική τους ύπαρξη, υποτάσσονται και, αν μπορούν, προσαρμόζονται:

είχε φύγει από την πολιτεία του, όχι όπως ήξερε ότι φεύγουν κι έρχονται συνήθως οι άνθρωποι, ακολουθώντας την ατομική τους θέληση ή την ατομική τους ανάγκη, αλλά σερνάμενος μονομιάς από ένα τεράστιο κύμα, ασύγκριτα πιο δυνατό από τις θελήσεις των ατόμων, που έκοβε στη μέση τις ζωές, καταργούσε τις συνήθειες, διάλυε τα σπίτια, αναποδογύριζε τις κοινωνίες, άρπαζε έναν ολόκληρο λαό και τον έριχνε απότομα από τη μια όχθη της θάλασσας στην άλλη. Είτανε πάλι, ως φαίνεται, εκείνο που οι εφημερίδες ονόμαζαν Ιστορία.[11]

Η «χαμένη» γενιά: «Κουρελιαστήκατε παιδιά ακόμα»[12] 

Το ζήτημα εξειδικεύεται επιπλέον στους νέους, αυτούς που πολέμησαν και αυτούς που βρέθηκαν αιχμάλωτοι. Είναι η ελληνική εκδοχή του τραύματος που μοιράζεται ολόκληρη η Ευρώπη μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, η προβολή της ψυχικής διασάλευσης των νέων που έζησαν τη φρίκη του πολέμου. Ο Αντρέας από τη Γαλήνη, ο μόνος που γύρισε από την αιχμαλωσία, θυμάται τους φίλους που πέθαναν στην Ανατολή, θρηνεί τα χαμένα όνειρα, την ακύρωση της νεανικής δύναμης για «καλά έργα προς τους ανθρώπους και τη ζωή». Το παράπονό του είναι το παράπονο μιας χαμένης νιότης, που «συνηθίζει να μην πιστεύει σε τίποτα, και να μην ονειρεύεται, δηλαδή ν’ απογυμνώνεται από κάθε τι που μας συμφιλιώνει με τους ανθρώπους και με τη ζωή. Συνηθίζει και να σκοτώνει, τον εαυτό του, άλλους, –κι όλα μέσα του να σωπαίνουν, ο φόβος και η φαντασία και ο έλεος».[13]  Αλλά και οι Ελλαδίτες στρατιώτες του μικρασιατικού μετώπου, πολλοί από αυτούς έχοντας υπάρξει στρατιώτες συχνά επί μία δεκαετία, δυσκολεύονται να προσαρμοστούν και να συνεχίσουν τη ζωή τους, όπως ο Λεωνής από την Δασκάλα με τα χρυσά μάτια του Στράτη Μυριβήλη, ο οποίος νιώθει έντονη την ανάγκη του θρήνου και διαπιστώνει την αδυναμία να βρει σε αυτόν τη λύτρωση:

Αλήθεια, ας μπορούσε να δοθεί ολάκερος σ’ αυτή την ηδονική λύτρωση. Θάκλαιγε σχεδόν χαρούμενος, μεθυσμένος από τη γλύκα του θρήνου. Έτσι θα ξέπλενε την ψυχή του από τόσο φαρμάκι. Να κλάψει για τόσα πράματα. Για τόσους θανάτους, για τόση φρίκη και για τόση ταπείνωση. Για τον τόσο ξεπεσμό του ανθρώπου, που από κοντά τον είδε, τον έψαξε. Να κλάψει ώσπου να μουσκέψει την ταφόπετρα που κουβάλησε μέσα στο στήθος του από τον πόλεμο, ώσπου να τη μαλακώσει, να την ψιχουλιάσει σα βρεγμένο ψωμί. Η αδελφούλα, κι όλοι οι άλλοι, δεν ήτανε τρόπος να καταλάβουν και δεν θα καταλάβαιναν. Αφού ακόμα κι ένα πλήθος άνθρωποι που είδαν τον πόλεμο «δεν κατάλαβαν»...[14]

Έλληνες πρόσφυγες από την Κιλικία στο κατάστρωμα ατμόπλοιου. (Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ)



Το ταξίδι: μια μάζα ανθρώπινη που δε σαλεύει πια παρά με το πλατύ, το βαθύ σάλεμα της θάλασσας[15]

Είναι αξιοπρόσεχτο ότι οι εικόνες του ταξιδιού και της άφιξης δίνονται κυρίως από γηγενείς πεζογράφους. Είναι το βλέμμα του παρατηρητή. Το ταξίδι είναι κυρίως θαλασσινό. Καράβια του πένθους, «μαύρα θαλασσοπούλια, μαύρα καράβια»[16]  φέρνουν τους Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ελλάδα. Πέρα από την πραγματικότητα της μεταφοράς τους διά θαλάσσης, το θαλασσινό ταξίδι αποκτά και συμβολική σημασία: το καράβι είναι μέσο μετάβασης σε άλλο κόσμο. Η θάλασσα χωρίζει, διακόπτει τον χώρο αλλά και τον χρόνο των προσφύγων, ενέχει όμως και τον συμβολισμό της αναγέννησης, της δυναμικής της ζωής. Γίνεται ταυτόχρονα εικόνα της ζωής και του θανάτου. Χωρίζει από το παρελθόν, αλλά ενώνει με το μέλλον. Πάνω στα πλοία οι πρόσφυγες ρίχνουν ένα τελευταίο βλέμμα προς τα πίσω στην εικόνα της φωτιάς που καταστρέφει τη Σμύρνη, και σβήνει κάθε ίχνος από το παρελθόν. Η Σμύρνη γίνεται ολόκληρη η Μικρασία και η καταστροφή της συνεκδοχικά η Μικρασιατική Καταστροφή. Οι άνθρωποι μεταβάλλονται σε αντικείμενα, που φορτώνονται και ξεφορτώνονται. Οι επιβάτες δεν έχουν φύλο, πρόσωπο, ηλικία, χαρακτηριστικά, είναι η «προσφυγιά, παράξενο φορτίο, αλλόκοτο στοίβαγμα».[17]  Ποτέ άλλοτε ο πρόσφυγας δεν εικονοποιεί εναργέστερα την οδύνη και την απώλεια παρά τη στιγμή που βρίσκεται πάνω στο πλοίο που τον διασώζει και την αμέσως επόμενη στιγμή που επιβιβάζεται σε κάποιο ελληνικό λιμάνι μπροστά στα έκπληκτα μάτια των ντόπιων. Ο Μικρασιάτης όμως Τάσος Αθανασιάδης, γράφοντας βεβαίως πολλά χρόνια αργότερα, στα Παιδιά της Νιόβης αναφέρεται στο ταξίδι διαφορετικά, παρουσιάζοντας τον ήρωά του να αποχαιρετά όρθιος τον τόπο του: «Παίρνω μαζί μου, Σμύρνη, το όραμά σου, σήμερα, αυγή της 28ης Αυγούστου 1922. […] Όχι! Όχι! Ιωνία δε σε χάνω! Διατηρώ στο αίμα μου τα μέταλλα απ’ το έδαφός σου∙ στα σπλάχνα μου τους χυμούς απ’ τα φυτά σου∙ την αιθρία σου μέσα στην ψυχή μου∙ στο ήθος μου την αρχοντιά σου».[18]  

Η άφιξη: «Μαυρολόγησαν τα νησιά, τα περιγιάλια, οι δρόμοι, οι κάμποι, οι πολιτείες»[19]

Η άφιξη στα λιμάνια της Ελλάδας αποτελεί τη συνέχεια του ταξιδιού. Κυρίως είναι η στιγμή της συνάντησης με τον «Άλλον», ομόθρησκο και ομοεθνή, αλλά ταυτόχρονα ξένο. Στη φάση αυτή, οι «Έλληνες της Μικράς Ασίας» θα γίνουν οι «πρόσφυγες»: «Είναι πρόσφυγες, λέει στην πιο μεγάλη αδελφή. Είναι οι Έλληνες της Μικράς Ασίας. Είναι η προσφυγιά. [...] Έρχονται να σωθούν! Πού αλλού να πάνε;»[20]  Και αλλού καταγράφονται η έκπληξη αλλά και ο φόβος των γηγενών:

Εκείνο το σεπτεμβριάτικο απόγεμα οι περαστικοί του Παλαιού Φαλήρου κόψανε απότομα το βήμα τους. Κοίταξαν ξαφνιασμένοι στο βάθος. Μέσα στη χρυσορόδινη αχλύ είχαν προβάλει μια συνοδεία πλοία με κατεύθυνση τον Πειραιά. «Έρχονται οι πρόσφυγες! ..Έρχονται οι πρόσφυγες!..» ξεφώνισε κάποιος πανικόβλητος σα να ‘ταν εχθροί. Η είδηση, από στόμα σε στόμα, έφτασε ως την πρωτεύουσα σαν απειλή.[21]

Οι εικόνες δίνουν έμφαση στη σωματική κακουχία, την αρρώστια, τους τραυματισμούς. Η απόδοση του πρόσφυγα μέσα από την περιγραφή ενός πάσχοντος σώματος, ενδεδυμένου με άθλια κουρέλια είναι σταθερή. Το πλήθος των προσφύγων είναι «σερνάμενο άθλιο κοπάδι»,[22]  «γδυμνό και ξετραχηλισμένο. Βρόμικο κι αναμάλλιαρο»,[23]  «πηχτό και πονεμένο ανθρωπολόι, πεινασμένο, λαβωμένο, απελπισμένο, που μόλις κατάφερνε να σύρει τα πόδια του».[24] Γυμνοί ή ρακένδυτοι, γυναίκες με ρούχα αντρικά, άντρες με ρούχα γυναικεία, τσουβάλια ίσα να καλυφθεί η γύμνια. Τα ρούχα, η έλλειψή τους ή το αταίριαστο αυτών των ρούχων γίνονται σημεία της αποδιαρθρωμένης προσωπικής και κοινωνικής ταυτότητας και της ενόχλησης που προκαλεί η θέα τους στους γηγενείς. Η περιγραφή των μορφών τους, και μέσα από αυτές η ανθρώπινη οδύνη αποδίδεται με παρόμοιους τρόπους: «κοκαλωμένες ματιές απόκοσμων όντων, σε τραβά το ακίνητο –στεγνό βάθος των ματιών τους»,[25]  «κόκκινα μάτια πρισμένα από την αγρύπνια, δόντια σφιχτά κλειδωμένα»,[26]  «χείλη παγωμένα σε σπασμό φρίκης».[27]  Μέρος της εικόνας τους και τα αντικείμενα που κουβαλούν μαζί τους, «τα πράματά τους, τα κακόμοιρα, τα άθλια πραματάκια».[28]  Ακολουθεί η περιπλάνησή τους κυρίως στους δρόμους της πρωτεύουσας, που έχει γεμίσει κόσμο, τον κόσμο της νέας Ελλάδας σε ειρωνική αντιστροφή: «Πλήθος ανάκατο, κόσμος απ’ όλες τις μεριές του ελληνισμού, παλαιοελλαδίτες και προσφυγιά, όλη η ναυαγισμένη Ανατολή σέρνεται στους δρόμους πανάθλια κουρελιασμένη».[29]  Οι άνθρωποι κινούνται ζαλισμένοι από τη συμφορά: «Ένας κόσμος αλλιώτικος. Πλήθος άνθρωποι που πηγαίνανε σα ζαλισμένοι, σα ναρκωμένοι από κακό βότανο…»[30]  Ταυτόχρονα, καταγράφεται αμήχανα η παρουσία τους σε εμβληματικά κτίρια της Αθήνας: «Γέμισαν τα σχολεία προσφυγιά, γέμισαν οι εκκλησίες. Γέμισαν όσα σπίτια βρέθηκαν αδειανά […] Γέμισαν οι σιδηροδρομικοί σταθμοί, τα θέατρα, το Ζάππειο, ο Παρνασσός, το Πανεπιστήμιο, το Πολυτεχνείο. Απλώθηκαν σεντόνια και κατσαρόλια γέμισαν τα θεωρεία στο Δημοτικό Θέατρο –μια οικογένεια σε κάθε θεωρείο– και οι φουφούδες όπου μαγειρεύουν οι δυστυχισμένες νοικοκυρές μαυρίζουν τους τοίχους με αιθάλη»[31]

Τις εικόνες της προσφυγικής άφιξης, κυρίως στην πρωτεύουσα, συμπληρώνουν και οι εικόνες των ρακένδυτων ταλαιπωρημένων στρατιωτών όσων επέστρεψαν από το μέτωπο:

Μες στο παραζαλισμένο πλήθος διαβαίνανε πότε-πότε κάτι άνθρωποι σα φαντάσματα, ντυμένοι με κουρελιασμένες στολές χακί, λιγνοί πετσί και κόκαλο, καμπουριασμένοι, με τα χέρια κρεμασμένα και άβουλα σαν ξύλινα, με τα μάτια γουρλωμένα, αμίλητοι, ανέκφραστοι, αποβλακωμένοι. Είταν οι αιχμάλωτοι, που γυρνούσαν από τη Μικρασία και πήγαιναν στην τύχη, χωρίς σκοπό, ζητώντας με μουγγρητά ψωμί και νερό. Μονάχα ψωμί και νερό. Άλλο τίποτα δεν ήξεραν, μήτε τα ονόματά τους καλά-καλά δε θυμόντανε. Το πλήθος τραβιότανε στο διάβα τους αγριεμένο. Δεν τολμούσε να αναγνωρίσει σ’ αυτά τα ανθρώπινα συντρίμμια τους νικηφόρους πολεμιστές των «δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών»[32] 

Η καινοφανής σύμβαση της Ανταλλαγής: «Έτσι, σαν τα ζωντανά που τ’ αλλάζουν!»[33]

Η έκπληξη απέναντι στον καινοφανή τρόπο επίτευξης εθνικής ομοιογένειας, που αποτέλεσε η σύμβαση της Ανταλλαγής αποτυπώνεται επίσης στην πεζογραφία. Οι πρόσφυγες εμφανίζονται, περισσότερο και από θύματα πολέμου, ως το παράδειγμα μέγιστης περιφρόνησης της ανθρώπινης βούλησης, ανθρώπων που για πρώτη φορά στην ιστορία υποχρεούνται να προσαρμοστούν αναγκαστικά και γρήγορα σε μία νέα πραγματικότητα, αποτέλεσμα ψυχρών χειρισμών, χωρίς καμία ανθρωπιστική διάσταση, ενώ το ανάθεμα στους ισχυρούς απηχείται επίσης. Ειδικά στον λόγο των αριστερών συγγραφέων έντονη είναι η καταγγελία του ιμπεριαλισμού και της παντοδυναμίας των διεθνών συμφερόντων σε βάρος των λαών. «Ύστερα πέσανε πάνω τα μεγάλα χατζάρια. Ανατολή και Δύση. Κόψανε, ράψανε. Φκιάρισαν τους ανθρώπους σαν «πράμα», το πέταξαν όπου θέλανε, στήσανε το Νόμο του Ληστή».[34]  Αυτή τη διάσταση θα αναπτύξει και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο η Διδώ Σωτηρίου στα Ματωμένα Χώματα (1962), στο οποίο μέσα από την προσωπική ιστορία του Μανόλη Αξιώτη και συνολικά την περιπέτεια του μικρασιατικού ελληνισμού, υπογραμμίζονται τα πολιτικά και διπλωματικά παιχνίδια σε βάρος των λαών.

Το αίσθημα του ξένου: «Όλα είναι ξένα και η φύση και οι άνθρωποι»[35]

Εμφατικά αποδίδεται το άγχος του ανθρώπου που νιώθει ξένος στο περιβάλλον, το ψυχικό τραύμα που συνεπάγεται η στέρηση του οικείου. Ενδεικτικά ας δούμε την ομάδα των προσφύγων στη Γαλήνη του Βενέζη, οι οποίοι φθάνουν εξαντλημένοι στην «ερημιά της Αναβύσσου». Γυναικόπαιδα και γέροντες στην πλειονότητά τους, τρομάζουν με τον αφιλόξενο τόπο, προβλέποντας τον θάνατό τους στην έρημη και άνυδρη περιοχή. Μόνη φιλική εικόνα η θάλασσα με τις αλυκές, που τους φέρνουν στο νου την πατρίδα τους, τους προκαλούν «ένα ξαφνικό ανασάλεμα της μνήμης και της καρδιάς, ένα μακρινό μήνυμα απ’ την εφέστια γη».[36]  Είναι αυτό το ελάχιστο της οικειότητας που έχουν ανάγκη για να νιώσουν καλύτερα. Αντίστοιχα, η εγκατάσταση μιας άλλης λογοτεχνικής ομάδας, των Αϊβαλιωτών του Στρατή Μυριβήλη στο Η Παναγιά η Γοργόνα, διευκολύνεται κατά πολύ λόγω της ομοιότητας που έχει το νησί της Λέσβου με την πατρίδα που μόλις άφησαν και της γειτνίασης των δύο τόπων, η οποία τους επιτρέπει ακόμα και να ατενίζουν από μακριά την παλιά πατρίδα.[37]
Οι πρόσφυγες ήρωες παριστάνονται σταθερά να προσπαθούν να διασκεδάσουν το αίσθημα της ανοικειότητας, αναζητώντας και το ελάχιστο στοιχείο που θα διευκόλυνε την ψευδαίσθηση της επιστροφής στον παλιό χώρο. Ο μπάρμπα Κοσμάς στη Γαλήνη του Βενέζη επιχειρεί να φυτέψει στην παραλία της Αναβύσσου κάποιο δέντρο του τόπου του, γιατί, όπως λέει: «με τον ίσκιο ενός δέντρου μπορείς να ’χεις οικειότητα, με τον ίσκιο ενός άλλου όχι».[38]  Παρόμοια και η ηρωίδα της Σταύρου από τις Πρώτες Ρίζες, στο αστικό τοπίο της Αθήνας, περιμένει έστω τη βροχή: «— Αν έβρεχε τουλάχιστον! Η βροχή δεν μπορεί να μη μοιάζει, θα είναι ίδια με κείνη που ξεύρουμε… θα είναι σα μια επίσκεψη αγαπημένη».[39]
Έπιπλα και αντικείμενα που μπόρεσαν να μεταφερθούν γίνονται τα μέσα για την ανάπλαση, όσο είναι δυνατό, του απωλεσθέντος περιβάλλοντος, διευκολύνουν τις περιπλανήσεις της μνήμης στο παρελθόν: «Η σάλα του Ασημάκη είταν ένα κομμάτι Σμύρνη. Η Σμύρνη ξεριζώθηκε, κάηκε, ρήμαξε. Μα η σάλα του Ασημάκη ξεφύτρωσε κάτω από τον αττικό ουρανό, ίδια κι’ απαράλλαχτη, με την ασήμαντη μόνο διαφορά πως εκεί βρισκόταν στα Τράσσα, κι εδώ στο Παλιό Φάληρο».[40]  Άλλοτε πάλι αναγνωρίζεται η ματαιοπονία τέτοιων προσπαθειών, διαπίστωση οδυνηρή, που εντείνει το αίσθημα της μοναξιάς. Έτσι, σε ορισμένες περιπτώσεις, κάποια έπιπλα, «μισοχαλασμένα πράματα», που με τόσα έξοδα και κόπο μεταφέρθηκαν για να θυμίζουν «την πατρίδα εδώ στην ξενητιά», αρχίζουν να φαίνονται «γελοία και περιττά», σαν τον μεγαλόπρεπο μπουφέ που «θα παριστάνει τον ξεπεσμένο βασιλιά στο μικρότερο σπίτι […] απομεινάρι μιας εποχής σα ντοκουμέντο για λόγους πλέον ιστορικούς!»[41] 

Ο διχασμός ανάμεσα στις δυο πατρίδες

Το αίσθημα του ξένου όμως στην περίπτωση των Μικρασιατών προσφύγων διαπλέκεται επιπλέον με τον διχασμό τους ανάμεσα στις δύο πατρίδες: την Ανατολή, στην οποία είναι βιωματικά προσκολλημένοι, και την Ελλάδα, με την οποία ταυτίζονται ιδεολογικά. Αντιμετωπίζουν την Ελλάδα, το εθνικό κέντρο, ως πατρίδα, αλλά αισθάνονται ταυτόχρονα ξένοι τόσο με τον τόπο όσο και με τους ανθρώπους. Παρότι δηλαδή βρίσκονται στη μητέρα πατρίδα, ανακαλύπτουν ότι νιώθουν σαν ξενιτεμένοι. Διχάζονται ανάμεσα στην εθνική πατρίδα, που οργανώνεται συμβολικά με αναφορά στον χρόνο, δηλαδή στο παρελθόν της και το μέλλον της, και στην πατρίδα ως αναπαράσταση ενός βιωμένου παρελθόντος. Από κανέναν πρόσφυγα αφηγηματικό ήρωα δεν αμφισβητείται η Ελλάδα ως πατρίδα, η ταυτότητά του ως ελληνική, όλοι όμως, όταν λένε «πατρίδα», αναφέρονται στη γενέθλια γη της Μικράς Ασίας. Πρόκειται λοιπόν για μια ιδιόρρυθμη ετερότητα. Έτσι, η ηλικιωμένη ηρωίδα της Τατιάνας Σταύρου από τις Πρώτες Ρίζες υποφέρει στη σκέψη ότι θα ταφεί στον ξένο τόπο όσο κι αν οφείλει να τον θεωρεί δικό της. «[Ε]δώ είναι ο τόπος που τον λατρέψαμε αιώνες και ζήσαμε με τ’ όνειρο να τον αξιωθούμε. Αυτά από τη μια μεριά. Από την άλλη βαραίνει η δική της γη. Η πατρίδα που γεννήθηκε, ο τάφος του παιδιού της, των γονιών της».[42]

Αλλά και η νεότερη αισθάνεται ένοχη που δεν καταφέρνει να αισθανθεί πατρίδα την Ελλάδα:

«...Ποτέ δεν σε ελησμόνησα, ποτέ,
Με είδε το πέμπτον του αιώνος εις ξένα έθνη…»
Σε βλέπω, αυστηρή διδασκάλισσα, ετοιμάζεσαι να με μαλώσεις ότι εδώ δεν είναι «ξένα έθνη». Το αναγνωρίζω όμως έτσι τα νοιώθω ακόμη μέσα μου.[43]

Στο έργο της Σταύρου ο τόπος εγκατάστασης είναι η Αθήνα. Η Αθήνα, ως πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, θέτει πάραυτα το ζήτημα της σχέσης των προσφύγων με το εθνικό κέντρο. Μετά από ένα πρώτο διάστημα που κάποιοι από αυτούς, γαλουχημένοι με τους μύθους της Μεγάλης Ιδέας, ενθουσιάζονται που αξιώνονται να κατοικούν κάτω από την Ακρόπολη, γρήγορα ανακαλύπτουν ότι το γεγονός αυτό δεν αρκεί να τους παρηγορήσει για την αλγεινή καθημερινότητα ούτε για τη στέρηση του παλιού και του οικείου: «—Ομολογείστε πως την ευτυχία τούτη δεν την ονειρευτήκατε ποτέ σας, έλεγε το άλλο πρωί ο Βασίλης Πολίτης […] —Να βλέπεις την Ακρόπολη πίνοντας τον καφέ σου!». Όταν όμως οι δυσκολίες τον καταβάλλουν, ο ίδιος άνθρωπος «δε ρίχνει πια κανένα βλέμμα στην Ακρόπολη, όπως τον πρώτο καιρό. Δεν την καμαρώνει. Σα να την ξέχασε. Σα να τη βρίσκει λιγάκι αχρείαστη αφού δε φελά να ζήσουν καλύτερα οι άνθρωποι που μυρμηκιάζουν από κάτω της».[44]

Τελικά, τα παραπάνω θα μπορούσαν εύστοχα να συνοψιστούν:
πατρίδα δεν είναι μια ιδέα στον αέρα, δεν είναι οι περασμένες δόξες κ’ οι τάφοι και τα ρημαγμένα μάρμαρα. Πατρίδα είναι το χώμα, ο τόπος, τα χωράφια κι οι θάλασσες και τα βουνά. Πατρίδα είναι οι σημερινοί άνθρωποι, κι αγάπη της πατρίδας είναι να θες την ευτυχία τους.[45] 



Η αθεράπευτη νοσταλγία του πρόσφυγα: «Έμνησκε έτσι με τις ώρες. […] Γυρνούσε πίσω σε μιαν άλλη ζωή, πολύ μακρινή, σβησμένη πια για πάντα»[46]

Η νοσταλγία των προσφύγων για τη γενέθλια γη είναι σταθερό γνώρισμα της λογοτεχνικής τους εικόνας. Οι πρόσφυγες διαρκώς ακροβατούν από τον έναν χώρο στον άλλον, από το παρόν στο παρελθόν, το καθετί εδώ ανακαλεί το αντίστοιχο εκεί. Η μνήμη της παλιάς πατρίδας και ζωής λειτουργεί διττά. Από τη μία αποτελεί, όπως θα δούμε, τον βασικό συντελεστή του δεύτερου εικονοποιητικού άξονα της υπεραναπλήρωσης της μειονεξίας. Η μνήμη της ζωής πριν την Καταστροφή, στη συστηματική εξιδανίκευσή της, θα αποτελέσει πηγή άντλησης αισθημάτων υπεροχής στη διαδικασία υπεραναπλήρωσης της κοινωνικής μειονεξίας. Ενώ όμως η μνήμη των προσφύγων είναι γενικά θετικός παράγοντας στη συγκρότηση της ταυτότητάς τους και στην εξασφάλιση της ψυχολογικής τους επιβίωσης, συχνά η προσήλωση στο παρελθόν εμποδίζει την προσαρμογή. Το δικαίωμα της μελαγχολικής νοσταλγίας παραχωρείται σε όλους. Ας δούμε τους πρόσφυγες από την Παναγιά τη Γοργόνα, στους οποίους η γεωγραφική εγγύτητα δίνει τη δυνατότητα να ατενίζουν και να ξαναζωντανεύουν εύκολα τον τόπο και τις αναμνήσεις τους. Καθημερινή ανάγκη και φόρος τιμής το αγνάντεμα της απέναντι ακτής. Μοναχική δραστηριότητα που κάνουν όλοι τους μαζί:

Τώρα πια οι ψαράδες της Σκάλας ανεβαίνουν στης Παναγιάς τα ράχτα να δουν την Ανατολή, σαν πάρει να βασιλέψει ο ήλιος κι αρχίσουν πάνω στη θάλασσα να παίζουν τα γλυκά χρώματα με τις χρυσαφιές νεροφεγγιές. Ανεβαίνουν ένας-ένας, δυο-δυο, καθίζουν στις πέτρες ξυπόλητοι. [...] Από κει αγναντεύουν τ’ αντικρινά ακρογιάλια, που κοκκινίζουν πέρ’ από το πέλαγο σαν φρεσκοχτυπημένο χάλκωμα. Βλέπουν και δε μιλούν.[47]

Η επίμονη όμως προσκόλληση στο παρελθόν ή η ανεδαφική προσδοκία της επιστροφής εμποδίζει την προσαρμογή. Οι απροσάρμοστοι της πεζογραφίας είναι αυτοί που αντιστέκονται στη λήθη. Ένα από τα πρόσωπα της Σταύρου ομολογεί: «Για ν’ αρχίσει –λέει– να μου αρέσει κάτι εδώ πρέπει πρώτα να ξεχάσω! Και θαρρείς πως κλείνει τα μάτια της, μαζώνει και την ψυχή της. Φοβάται μην ξεχάσει. Τρέμει μην απιστήσει στην λαμπρήν ανάμνηση».[48]

Στο έργο της Σταύρου μάλιστα, σχεδόν αυτονομείται ένας λόγος γύρω από τη μνήμη. Έτσι διαβάζουμε ότι η λήθη είναι προϋπόθεση της συνέχειας της ζωής: «— Ύστερα από λίγα χρόνια θα συνηθίσουμε, […].— Ζω θα πει ξεχνώ… Αυτό με δίδαξε η πείρα».[49]  Σε άλλο σημείο υποστηρίζεται ότι η αναπόληση του παρελθόντος είναι μια πολυτελής ενασχόληση μπροστά στον αγώνα της επιβίωσης: «Μη μου μιλείς λοιπόν για νοσταλγίες και παρελθόν. Τώρα που τέλειωσαν τα λεφτουδάκια του καθενού πάνε ξεχάστηκαν όλα αυτά. Μελαγχολείς σαν έχεις κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι σου και στα ποδάρια σου παπούτσι». Όμως λίγες σελίδες παρακάτω, διαβάζουμε ότι ο πρόσφυγας όχι μόνο δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τη μνήμη του, αλλά οφείλει να αντισταθεί στη λήθη, η δε μνήμη ανάγεται σε συνώνυμο της ανθρώπινης ιδιότητας.

Τα λερά κορμιά θάρχεται ώρα που με όλο τους το μόχτο θ’ αφήνουν την «βιωτικήν μέριμναν» και θ’ αναστενάζουν. Για τον τόπο που άφησε ο καθένας και δεν θα ξαναϊδεί. Ναι, είμαι βέβαιη πως θάναι έτσι∙ δε θα ξεχάσουνε κι ας βούλιαξαν μέσα στη δυστυχία ως τ’ αυτιά. Τρέμω μη δε μου μείνει λιγουλάκι ανθρωπιά για να θυμούμαι όσο ζω.[50]


Ορισμός της πατρίδας: οι πρόσφυγες που είχαν στερηθεί τις πατρίδες τους: «το χώμα που τους ανάστησε και τη συνέχεια του χρόνου τους»[51]

Τι συνιστά λοιπόν πατρίδα, η βιωμένη εμπειρία και η τοπικότητα ή το φαντασιακό συνανήκειν; Ποια πατρίδα είναι πιο ισχυρή, αυτή που άφησαν ή αυτή στην οποία βρίσκονται τώρα; Η έννοια της πατρίδας βλέπουμε ότι συγκροτείται κυρίως γύρω από τις σημασίες του χώματος, γι’ αυτό και η προσφυγιά αποδίδεται ως ξερίζωμα, ενώ η ενσωμάτωση στον νέο τόπο ως ρίζωμα. Η στέρηση του πρόσφυγα είναι η στέρηση από το οικείο χώμα, κι ο ίδιος είναι αυτός που ξεριζώθηκε για να μεταφυτευτεί αλλού. Έλληνες και Τούρκοι στη συμβολική συνάντησή τους, είναι κατά τον Μ. Λουντέμη «[κ]άτι ήμερα, καλόβολα δεντριά, που τα ξερίζωσαν άπονα για να τα φυτέψουνε σε πικρά χώματα και ξένα.[52]  Αλλά και οι πρόσφυγες από τη Γαλήνη είναι ένα κοπάδι ξεριζωμένοι άνθρωποι, που έπρεπε να δεθούν και να ριζώσουν, έπρεπε, με το τυφλό ένστιχτο του γερού φυτού».[53]
Το μοτίβο του ριζώματος είναι από τα πιο αξιοποιημένα μοτίβα, προκειμένου να αποδοθούν οι σημασίες της εγκατάλειψης του παλιού τόπου και της συγκρότησης σχέσεων με τον καινούργιο. Στο έργο της Σταύρου δηλώνεται ήδη από τον τίτλο. «Οι πρώτες ρίζες» φαίνεται να είναι ο αγώνας των προσφύγων της πρώτης γενιάς:

Χρειάζεται αγώνας να μπηχτείς μέσα σε τούτη την άσπρη ξερή γη. Είναι στιγμές [λέει μία από τις ηρωίδες] που νοιώθω σα να μην είμαι άνθρωπος παρά γίνουμαι δέντρο. Προσπαθώ κι αγκομαχώ να χώσω όσο μπορώ τις ρίζες μου, να ρουφήξω με τα τρεμάμενα κλωστένια στόματά μου λίγη δροσούλα. Λίγη που να καταφέρω να βασταχτώ, ίσως κι αντιπαλέψω στους ανέμους. Σκέπτουμαι τα παιδιά μου […] Νοιώθω με φόβο και λαχτάρα πως εμείς θα είμαστε οι πρώτες ρίζες! Αυτά, οι πρώτοι ανθοί, θα λουλουδίσουν ή θα μαραζιάσουνε ανάλογα με τα δικά μας αγκομαχητά.[54]

Έντονος και συνδεμένος με τη γενικότερη λειτουργία του χώματος προβάλλεται επίσης ο δεσμός που δημιουργεί σ’ έναν τόπο η ύπαρξη σε αυτόν νεκρών προγόνων. Η ηλικιωμένη γυναίκα που σκέφτεται με τρόμο ότι θα ταφεί στην Ελλάδα, παρηγορείται μόνο με τη σκέψη ότι ο δικός της τάφος θα αποτελέσει «το θεμέλιο που θα στεριώσετε εσείς οι άλλοι, οι νέοι, τα παιδιά...»[55]
Πατρίδα είναι επίσης οι κοινωνικοί δεσμοί, η από κοινού αναφορά σε βιώματα, ενώ η απομόνωση από οικεία με αυτή την έννοια πρόσωπα παρουσιάζεται τραυματική, η δε συνάντηση με οποιονδήποτε γνωστό γίνεται πηγή μεγάλης χαράς: «Στην ξενητειά κι ο πιο ασήμαντος γνωστός σου γίνεται αφορμή πολύ μεγάλης αγαλλίασης».[56]  Η αναζήτηση συμπατριωτών είναι αυθόρμητη ενέργεια, «οι πρόσφυγες τόχανε μανία να ρωτούνε του καθενού την προέλευση», ελπίζοντας σε συνάντηση με συμπατριώτη για να διασκεδαστεί το αίσθημα του «σα νάπεσες από τον ουρανό».[57]  Αλλά και στα Παιδιά της Νιόβης, ο ήρωας ομολογεί: «Προσπαθώ να φέρω σε επικοινωνία όσους Σαλιχλιώτες ανακαλύπτω στην Αθήνα, για να αποτελέσουμε μια νοερή παροικία μέσα στην πρωτεύουσα».[58]  
Πατρίδα είναι επίσης η αναγνώριση του χώρου:[59] «Πίσω της το τραμ στρίβει. —Καστέλλα 20. —Πόσες φορές δεν τόχει διαβάσει, μα δεν ξυπνά η ονομασία τίποτε μέσα της. Πέφτει και χάνεται»· αλλά και οι συνήθειες, οι συλλογικές πρακτικές, η οργάνωση της ζωής. «Θα μάθουμε άραγε να ζούμε τη ζωή που θα ταιριάζει εδώ;» αναρωτιέται η ηρωίδα της Σταύρου.[60]  Η απάντηση σε όλα είναι η υπομονετική απόκτηση εμπειριών και βιωμάτων.[61] 
Πατρίδα λοιπόν για τους ανθρώπους είναι η ένταξή τους σε ένα θεμελιωμένο στον χώρο και τον χρόνο πλέγμα σχέσεων, δεσμών και κοινών αναφορών που συστήνει την ιδιαίτερή τους ταυτότητα, την ιστορία τους, τον κόσμο τους. Δεν μπορεί εδώ να μη σκεφτεί κανείς τη δραστική διατύπωση του Νίκου Καζαντζάκη: «ένα χταπόδι είναι η ψυχή κι όλα ετούτα απλόκαμοί της».[62]  

Η ηλικία ως καθοριστικός παράγοντας της προσαρμογής: «Εμείς δεν πιάνουμε πουθενά πια. Μα αυτά θα πιάσουν. Τα παιδιά μας, λέω»[63]

Γι’ αυτό οι ηλικιωμένοι δεν θα οικειωθούν τον νέο τόπο ως πατρίδα. Αμέτοχοι στο παρόν και προφανώς αδιάφοροι για το μέλλον, αναπολούν μονάχα το παρελθόν. Όμως και οι μεσήλικες ήρωες σε άλλο έργο ομολογούν: «Εμάς η ζωή μας έκλεισε στη Σμύρνη. […] Μας βαραίνει η νοσταλγία σαν ισόβιο χρέος που μόνο ο θάνατος θα ξεπλερώσει. Μόνο τα παιδιά μας είναι ελεύθερα».[64] Τα παιδιά είναι αυτά που θα ενταχθούν με επιτυχία, όπως παραδειγματικά η Αυγή από τη Γαλήνη, το νεαρό κορίτσι που γεννήθηκε εδώ, χωρίς εικόνες από την παλιά πατρίδα, με όλους τους δεσμούς της με το νέο τόπο, αντιπροσωπεύει όπως δηλώνει και το όνομά της, τον ριζωμένο πλέον πρόσφυγα.[65]

Η ανάμνηση της φρίκης: «Το πρόσωπό της ήτανε χλωμό σα νάτρεχε στις φλέβες της χολή και όχι αίμα. Τα βαθουλά της μάτια διηγούνταν ιστορίες φοβερές»[66]

Ο πρόσφυγας κατακλύζεται επίσης από αναμνήσεις οδυνηρές ως θύμα ενός βίαιου πολέμου και ενός βίαιου εκτοπισμού. Οι απώλειες, οι σκηνές βίας, ο τρόμος και η αγωνία, οι ενοχές για όσα δεν έκαναν όσοι σώθηκαν για να σώσουν τους οικείους τους, η ανάκληση του φόβου και της αγωνίας διαταράσσουν κάθε τόσο τη ζωή του. Ειδικά οι μητέρες συνταράσσονται από τη συνειδητοποίηση της απώλειας των παιδιών τους, όπως η κοκώνα Σμαραγδή από τα Μοσχονήσια, που υπάκουσε στις κόρες της να προηγηθεί στο πλοίο της σωτηρίας, ενώ εκείνες δεν γύρισαν ποτέ: «Παράδερνε μέσα στα τόσα χέρια που την κρατούσανε. Όταν φούντωνε η απόγνωση χτυπούσε το κεφάλι της στον τοίχο, ξερίζωνε τούφες τα μαλλιά της. Την άλλη φορά δεν την πρόλαβαν, χτύπησε τόσο δυνατά που έπεσε κάτω αναίσθητη».[67]

Η ατελείωτη προσμονή των «χαμένων»: «Κι ο Άγγελος θα γυρίσει μια απ’ αυτές τις μέρες...»[68]

Χαρακτηριστικό επίσης στοιχείο των εικόνων τους, ειδικά των γυναικείων προσώπων, είναι η αναμονή κάποιου συζύγου, πατέρα, αδελφού ή γιου, είτε από την αιχμαλωσία είτε χαμένου πάνω στον πανικό της αγωνιώδους φυγής. Έτσι η θεία Μαρία από τη Γαλήνη του Βενέζη περιμένει πάντα τον γιο της: «Είχε μια βεβαιότητα απίθανη, μια πίστη τόσο στέρεη μέσα στις φοβερές διαδόσεις που κυκλοφορούσαν για όσους είχαν μείνει στην Ανατολή μετά την Καταστροφή του ’22». Και θα τον περιμένει μέχρι τέλους, σε πείσμα της λογικής: «Κι ο Άγγελος θα γυρίσει μια απ’ αυτές τις μέρες..., μουρμούρισε η θεία-Μαρία σε έκσταση, κινημένη απ’ την ατμόσφαιρα της πίστης και της χίμαιρας που πλημμύριζε το δωμάτιο».[69]

Η σκληρή ζωή του πρόσφυγα: «Προσφυγιά […] φτώχεια, θλίψη»[70]

Ας περάσουμε τώρα στον δεύτερο συντελεστή της κατασκευής των εικόνων των προσφύγων, τις συνθήκες ζωής τους. Η ζωή του πρόσφυγα είναι σκληρή, γεμάτη μόχθο. Έμφαση στην κοινωνική και οικονομική υστέρηση των προσφύγων θα δώσουν κυρίως οι συγγραφείς που καλλιεργούν τον κοινωνικό προβληματισμό και βέβαια οι αριστεροί πεζογράφοι.

Στέγη: «Ένα ντάμι με τενεκέδια που δε χωράει μέσα ούτε ενάμισης σκύλος»[71]

Η στέγη, κατεξοχήν έκδηλη εικόνα της κατάστασης, όχι μόνο τα πρόχειρα ομαδικά καταλύματα του πρώτου καιρού, αλλά και η μονιμότερη εγκατάσταση στους συνοικισμούς. Η ακαταλληλότητα των χώρων, οι ελλείψεις, των εγκαταστάσεων, όλα προκαλούν την κριτική, ειδικά των αριστερών συγγραφέων:

Δεν ρωτάς και μας την προσφυγιά, πώς ζήσαμε ύστερα από τον διωγμό; …Τι ξέρεις από αληθινή φτώχεια; Είδες, πήγες ποτέ σου να δεις σε τι καταυλισμούς, σε τι τρώγλες ζούνε ακόμα σήμερα τα παιδιά των προσφύγων; Πήγε κανείς να δει, νoιάστηκε να μάθει πώς ζούνε στο συνοικισμό του Ασυρμάτου, έξω από το Θησείο; Μέσα σε τρώγλες, κάτω από βράχους, σαν τρωγλοδύτες μέσα σε βρώμικα νερά και τη φτώχεια...[72] 

Ο βιοποριστικός αγώνας: «Δουλειές του ποδαριού! […] και κείνος που τ’ ακούει δεν υποψιάζεται καν τι ξεθέωμα, τι ιδρώτας κρύβεται από κάτω»[73]

Οι πρόσφυγες απασχολούνται οπουδήποτε για ένα πενιχρό μεροκάματο, «για ένα κομμάτι ψωμί».[74]  Η δε ανατροπή που επήλθε στη ζωή των άλλοτε «νοικοκυραίων» καταδεικνύει δραστικά τι σημαίνει προσφυγιά, όπως στο έργο της Σταύρου, που διαδραματίζεται στην Αθήνα και αφορά αστούς πρόσφυγες. Διαβάζουμε λοιπόν ότι «ένας διευθυντής εφημερίδας ψήνει τούβλα σε κάποιον προσφυγικό συνοικισμό, ή ότι ο φαρμακοποιός, [...] σοβαρός, επιστήμων άνθρωπος, έκαμε ένα κουβούκλιο με σανίδες και κλείστηκε αυτού για να πουλεί γκαζόζες». Και συνεχίζει με εμπόρους «που συλλογιούνται αν θα μπορούσαν να γίνουνε γκαρσόνια ή κάτι τέτοιο, που νάχουν την ελπίδα ότι στο τέλος της ημέρας θα βγει ένα μεροκάματο εργατικό», μαθαίνουμε για τον γιατρό που κάνει τον σαράφη, έχοντας το παλτό του «[κ]αι στρώμα και κουβέρτα και πάπλωμα. Το άπαντον!»[75] 

Ελληνικό κράτος και πρόσφυγες: «Το Κράτος […] μπροστά σε τούτον τον κατακλυσμό κάνει ό,τι μπορεί»[76] ή «Ας είναι καλά το Κράτος που μας βοηθάει τουλάχιστον να αποθάνομεν»[77]

Οι αναφορές στην αντιμετώπιση των προσφύγων από το ελληνικό κράτος είναι αρκετές στην πεζογραφία. Έχουν ποικίλο χαρακτήρα, ανάλογα με την τοποθέτηση του συγγραφέα. Άλλοτε γίνεται λόγος για την αντικειμενική αδυναμία της φτωχής Ελλάδας, όπως για παράδειγμα από τον βενιζελικό Πετσάλη-Διομήδη, άλλοτε καταγγέλλεται η αναποτελεσματικότητα, η γραφειοκρατία ή η διαφθορά των αρμοδίων, όπως κάνουν οι Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος και Μυριβήλης, και άλλοτε, στο έργο των αριστερών συγγραφέων, τα προβλήματα των προσφύγων δεν συνδέονται πλέον με την ανεπάρκεια ή τις δυσλειτουργίες ενός κράτους, αλλά με τη δομή ενός κοινωνικού και πολιτικού συστήματος, που καταδικάζει κοινωνικές ομάδες σε εξαθλίωση και επιτρέπει την εκμετάλλευσή τους. Έτσι, ο Λουντέμης ή η Μέλπω Αξιώτη καταγγέλλουν την ελλιπή αποκατάσταση, η οποία βάρυνε τους ίδιους τους πρόσφυγες:

Πέρασαν πολλά χρόνια, ώσπου ο κόσμος εκείνος τέλος καταλάγιασε. Σαν τα σκουλήκια τρύπωσε μές σε κοτέτσια ξύλινα που η διεθνής φιλανθρωπία του τα ’δωσε, κάνοντάς του τη χάρη να τα πληρώσει με υπομονή. Κι αν δεν προλάβαινε ο παππούς, δεν πειράζει είναι το εγγόνι του. Σε κείνα τα κοτέτσια μπήκανε κουρτινάκια σε πόρτες και παράθυρα, κι ένα κάρτο του αιώνα που πέρασε από τότε, κρέμουνται πάντα εκεί, κάτασπρα και κολλάτα, δίπλα στα χέρια που τα κρέμασαν προσωρινά∙ κι όμως δεν ξαναβγήκανε μέχρι σήμερα. Πιάσανε εκεί τη ρίζα.[78]

Ντόπιοι και πρόσφυγες: «τι θ’ απογίνουμε; — τι θα τους κάνουμε;»[79]

Το δίπολο πρόσφυγας-γηγενής είναι κυρίαρχο στις λογοτεχνικές εικόνες του Μεσοπολέμου. Από τη συγκίνηση και τη συμπαράσταση του πρώτου καιρού της άφιξης, οι γηγενείς καταλήγουν να βλέπουν στους ομοεθνείς πρόσφυγες τους «τουρκόσπορους» σφετεριστές των δικών τους αγαθών:

Βρίζει τους πρόσφυγες που πιάσανε όλες τις δουλειές και οι ντόπιοι δε βρίσκουνε πια μεροκάματο […] Εξυπνάκηδες, χαραμοφάηδες, από πού κι ως πού δηλαδής, είναι δικά τους τα τούρκικα τσιφλίκια; Αυτά είναι, λέει, αυτουνών που τα δουλεύουνε από πάππου προσπάππου. Αυτοί, ας μη φεύγανε από τις περιουσίες και από τα μέρη τους. Μια πέτρα να έπιανε ο καθένας τους θάχανε τσακίσει τα κεφάλια της Τουρκιάς. Μα πού φιλότιμο! […] Εμείς δεν έχουμε να φάμε, δε χωράμε στην ψωροκώσταινα, κι ορίστε κι ενάμιση εκατομμύριο τουρκόσποροι να σου παρασταίνουμε τους ρωμηούς και να γυρεύουνε μερτικό από τη γη μας.[80]

Τα έργα βρίθουν από καταγγελίες για αδιαφορία, ελλιπή συμπαράσταση ακόμα και εκμετάλλευση από τους ομοεθνείς γηγενείς. Στις Πρώτες Ρίζες της Σταύρου, ταυτόχρονα με τη διατύπωση του παράπονου, διατυπώνεται ένας υπερασπιστικός για τους ντόπιους λόγος που επιδιώκει να δικαιολογήσει τη στάση τους, επιχειρώντας ένα είδος “εθνικής συμφιλίωσης”. Είναι χαρακτηριστικό όμως ότι σε αυτόν τον λόγο υπάρχει έντονο το στοιχείο της σύγκρισης που κατατείνει στην ανωτερότητα της οργάνωσης της ζωής των προσφύγων στη Μικρά Ασία. Ας δούμε ενδεικτικά:

Μα τούτο ήτανε φοβερό για τον Ελλαδίτη που δεν είχε μήτε τόπο αρκετό να βολέψει δυο ανθρώπους, μήτε σπιτικά καλοστεκούμενα με την τάξη και τον ρυθμό των Ανατολίτικων. Εκεί ο μουσαφίρης είναι θεσμός περασμένος απ’ αιώνες στη ζωή και το αίμα του καθενού. Και το πιο μέτριο νοικοκυρόσπιτο είχε και τον «μουσαφίρ οντά» του.[81]

Και ασφαλώς έχει σημασία η πολιτική τοποθέτηση. Το εκφράζει εύστοχα ο Αθανασιάδης στα Παιδιά της Νιόβης, ως παρατήρηση του ήρωά του: «Οι Αθηναίοι μας συμπεριφέρονται ανάλογα με τα πολιτικά τους φρονήματα — ως “πρόσφυγες” οι βενιζελικοί, ως “πρόσφυγκες” οι βασιλόφρονες...»[82]
Τις σχέσεις επιβάρυνε ακόμα και το πένθος των γηγενών για τα νεκρά παιδιά τους, στρατιώτες του μετώπου, και τη μάταιη θυσία τους, όπως στην περίπτωση του καφετζή στο Μπογιάτι, που ξεσπά την οργή του στους Μικρασιάτες πελάτες, μαθαίνοντας την καταγωγή τους:

Το πρόσωπο του καφετζή έγινε κατακόκκινο. Έπαιξε τα γκριζογάλανα ματάκια του σκυθρωπός:
— Εκεί σκοτώθηκε ο γιος μου... «Αλή Βεράν» τον λέγανε τον τόπο.... Χάθηκε ανωφέλεφτα, αφού μας φευγατίσανε οι Τούρκοι. ...Ξαφνικά, σα να τον πλημμύρισε η οργή, τινάχτηκε σύγκορμος: Αντέστε, φύγετε από ‘δω...! Δεν έχετε καμιά δουλειά στον τόπο μας, θεοκαταραμένοι... Δεν θέλω τη δραχμή σας...
[...] Ο καφετζής άπλωσε τα χέρια του έξαλλος. Το αξύριστο σαγόνι του έτρεμε.
— Φύγετε, σας λέω! Ξεφώνισε.[83]

Στη Γαλήνη, η σχέση προσφύγων-ντόπιων είναι μια πραγματική αναμέτρηση με σαφώς συμβολικό χαρακτήρα. Οι παλιοί κάτοικοι της περιοχής είναι το ίδιο εχθρικοί με το έδαφός της. Μετά την πρώτη τους έκπληξη για την άφιξη των προσφύγων, τους κηρύσσουν τον πόλεμο:

Μείνετε λοιπόν και θα δούμε ποιος θα στεριώσει σ’ αυτή τη γη! Θα σας χτυπήσουμε όπου σας βρούμε, θα σκοτώσουμε τα ζωντανά σας αν τύχει και κάμετε, θα πατήσουμε τα σπαρτά σας αν ριζώσουν! Χάρη ποτέ σας δε θα βρείτε σ’ εμάς και στα παιδιά μας, ίσαμε που να ξεκληριστεί η φύτρα σας και να σβήσει![84]

Δεν θα λείψουν επιθετικές ενέργειες και δολιοφθορές, η μεταμόρφωση της περιοχής όμως που θα επιτύχουν οι πρόσφυγες θα πείσει τους ντόπιους να αποδεχτούν τη συγκατοίκηση: «—Τούτοι είναι άλλοι άνθρωποι, συμπέρανε πάλι η σοφία των αρχόντων του βουνού, αποφασισμένων να υποταχτούν στη μοίρα τους».[85]  Στην αντιπαράθεση αυτή, υπογραμμίζεται η υπεροχή των προσφύγων. Ευστροφία, γνώση, εμπειρία, εργατικότητα διαφοροποιούν τους πρόσφυγες από τους ντόπιους και εμφανίζουν τους πρώτους να υπερέχουν. Απέδειξαν την ανωτερότητά τους έναντι των παραδοσιακών κυρίων του τόπου και αυτόν τον ίδιο τον μεταμόρφωσαν όπως εκείνοι δεν μπόρεσαν ποτέ να κάνουν. Θα μπορούσε κανείς να διαβάσει στη σχέση ντόπιων-προσφύγων στη Γαλήνη τη συνολική σχέση γηγενών-προσφύγων: η αντιπαλότητα, ο ανταγωνισμός στην αρχή, η τελική αποδοχή των προσφύγων από τους ντόπιους και η συμβολή των προσφύγων στη «μεταμόρφωση» του τόπου:

Ανάβυσσος είναι ένας τόπος σε κάποιον απόμερο κόρφο του Σαρωνικού. Άλλοτε εκεί ήταν το μέρος όπου οι αρχαίοι κάτοικοι της περιοχής βάζανε τους νεκρούς τους ν’ αναπαυθούν. Ύστερα πέρασαν πολλοί αιώνες, πολλά στρώματα γη σκέπασαν τις επιτύμβιες στήλες και τους νεκρούς, και στη μνήμη των ανθρώπων δεν έμεινε τίποτα για τη χώρα που ερημώθηκε. Τώρα στον ίδιο τόπο έχουν σηκώσει τα καλύβια τους πρόσφυγες Φωκιανοί, που ήρθαν απ’ την Ανατολή. Σκάψαν το χώμα και φύτεψαν ρίζες κλήματα, και τα καλοκαίρια ο μικρός ο κάμπος είναι πράσινος, εκεί που άλλοτε φύτρωναν μονάχα βούρλα και θάμνα.[86]

Καταυλισμός προσφύγων στη Μακεδονία, 1923. Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ



Β) Εικόνες «υπέρβασης της προσφυγιάς»

Η μειονεκτική διάσταση της προσφυγικής ιδιότητας, στηριζόμενη στην ανοικειότητα, τις συνθήκες της ζωής, αλλά και την τροχοπέδη της μνήμης, υπερβαίνεται στην πεζογραφία στα ίδια αυτά στοιχεία της. Ο πρόσφυγας είναι τελικά ένας πολιτισμένος, φιλοπρόοδος, αγωνιστής άνθρωπος, που καταφέρνει να βελτιώσει τη ζωή του. Τέλος, η μνήμη του, η ανάκληση δηλαδή των στοιχείων του παρελθόντος διασκεδάζει τις μειονεξίες του και του προσφέρει αυτοπεποίθηση, αξιοπρέπεια, ακόμη και υπεροχή έναντι του ντόπιου.

Η χαρά της ζωής: «στους προσφυγικούς συνοικισμούς […] η φτώχεια έχει ζωτικότητα και κέφι»[87]

Από τους καταυλισμούς δεν λείπει η χαρά της ζωής, η σκληρή καθημερινότητα διανθίζεται με γιορτές και κέφι. Οι πρόσφυγες μπορεί να είναι φτωχοί, αλλά όχι παραιτημένοι, διατηρώντας αμείωτο το αίτημα της ευτυχίας. Η αισιοδοξία και το κέφι τους αποτελούν και εγγύηση της ανθεκτικότητάς τους και υπόσχεση της δυνατότητάς τους να συνεχίσουν τη ζωή, τόσο τη δική τους όσο και της χώρας:

Στους προσφυγικούς συνοικισμούς, στο Βύρωνα, στη Νέα Ιωνία, στη Νέα Φιλαδέλφεια, η φτώχεια έχει ζωτικότητα και κέφι. Το βράδυ, μετά τη δουλειά, τα κέντρα αντηχούν από φλυαρίες, γέλια, καβγάδες, οι δρόμοι πλημμυρούν από μια παρδαλή ανθρωπότητα, θορυβώδικη και ερωτιάρα. Τα κορίτσια περπατούν αγκαλιασμένα, με μεταξωτές κάλτσες, με χτυπητά χρώματα, με μεγάλους φιόγκους στα μαλλιά, σφίγγουνται με προκλητικά κουνήματα, πυρπολούν τα πάντα τριγύρω τους με πονηρές, ηδονικές ματιές, τάχατες αδιάφορες. Τα παλληκάρια κορδώνουνται με το καπέλο στραβά, διορθώνουν τη γραβάτα τους, στήνουν ένα γαρύφαλλο στη μπουτονιέρα. [...] Οι γέροι πρόσφυγες αναλογίζουνται το Κορδελιό, τις ακτές του Μαρμαρά, τη Μαύρη Θάλασσα, την πατρίδα, τα νιάτα. Μερακλώνουνται, σιγοτραγουδούν και κουτσοπίνουν.[88]

Τα γλέντια των προσφύγων σύντομα έγιναν χαρακτηριστικά της ζωής τους, δείγμα του πολιτισμού τους και του τρόπου που δημιουργούσαν τους μεταξύ τους δεσμούς και διασκέδαζαν τις δυσκολίες της προσφυγιάς:[89]

Στρογγυλοκάθισαν σε μικρές παρέες. Βγάλανε τα φαγώσιμά τους. Το κρασί ήταν απ’ το βαρέλι του οικοδεσπότη. Βάλανε στο γραμμόφωνο σκοπούς Μικρασιάτικους. Ήταν σωστό πανηγυριώτικο θέαμα –να τρωγοπίνουν, να κάνουν ευχές, πειράγματα, να θυμούνται τα δικά τους απ’ τις χαμένες πατρίδες, τις περιπέτειές τους ωσότου ριζώσουνε στην Ελλάδα. Οι πιο νέοι στρώθηκαν κάποια ώρα στο χορό. «Να ζήσεις προσφυγιά!...Θα θεριέψουμε στην Ελλάδα...», ξεφώνιζαν μερακλωμένοι οι πιο ηλικιωμένοι πάνω στο τσακίρ κέφι.[90] 

Η στέγη: «Αριστούργημα ήταν αυτοί οι προσφυγικοί συνοικισμοί»[91]

Επίσης, διατηρούν τον πολιτισμό τους, κληρονομιά από το παρελθόν, και στην πιο στοιχειώδη παράγκα. Η άθλια στέγη των προηγούμενων αναφορών είναι αλλού ένα νοικοκυρεμένο σπιτικό, ο συνοικισμός ένα πολιτισμένο μέρος:

Αριστούργημα ήταν αυτοί οι προσφυγικοί συνοικισμοί. Σκηνικό για ιταλικές μαριονέτες, όπου η νοικοκυρά σου χαμογελούσε από το δεύτερο πάτωμα και είχες την εντύπωση ότι τα πόδια της ακουμπούσαν στο πάτωμα του ισογείου. Οι πιο πολλές παράγκες, με ατομική πρωτοβουλία βαμμένες διάφορα χρώματα. Τα δρομάκια ανάμεσα στις παράγκες θεοκάθαρα. Πουθενά τρεχούμενα νερά, πουθενά σκουπίδια.[92]


Απασχόληση: «Καθώς ήταν όλοι δουλευτάδες, προκόψανε γρήγορα»[93]

Η βιοποριστική απασχόληση των προσφύγων προβάλλεται ως ακαταπόνητος αγώνας και επιλογή εντιμότητας και εργατικότητας, αντί παραβατικότητας και μοιρολατρίας, κι επίσης ένας αγώνας που οδηγεί στην προκοπή. «Δουλευτάδες», αγωνιστές της ζωής, δραστηριοποιούνται από την πρώτη στιγμή: «δε γέμισαν τα καταγώγια και τις φυλακές του τόπου [...] Δεν σταύρωσαν τα χέρια να περιμένουν απ’ την πατρίδα να τους ταΐσει».[94] Οι περιγραφές της Μ. Ιορδανίδου αποδίδουν υπερδραστηριοποίηση:

Οι άντρες ξυλουργοί, ταπητουργοί, εργάτες οικοδομών, μικροπωλητές με καταπληκτική εφευρετικότητα. Ένα σαραβαλιασμένο καροτσάκι παιδικό και πάνω χτισμένο ολόκληρο συγκρότημα με μαγκάλι και αναμμένα κάρβουνα και φουγάρο, με τζαμαρία για να προστατεύονται τα φαγώσιμα απ’ τις σκόνες και τις μύγες. Ολόκληρο φορητό μπαρ, απ’ όπου ανεβαίνει στον αττικό ουρανό η τσίκνα από το πρώτο, άγνωστο ως τότε προσφυγικό σουβλάκι, που σαν αστραπή απλώθηκε και σκέπασε ολόκληρη την Ελλάδα, γιατί είναι και φτηνό και πρακτικό.[…] Στην έξοδο των σχολείων, των κινηματογράφων, στέκονται οι φορητές ψησταριές και θησαυρίζουν. Περιουσίες γίνονται! Και στο Χρηματιστήριο, οι υποσιτισμένοι Αθηναίοι χρηματιστές, μαθημένοι στο κουλούρι και το τυρί, δρόσισαν την ψυχή τους με την πρώτη τους τυρόπιτα. Με τις μπουγάτσες του Μερακλή και τις λεμονάδες από αληθινό χυμό λεμονιού.[95]

Δεν λείπουν και οι αναφορές στη γυναικεία εργασία, κυρίως από τις γυναίκες συγγραφείς. Πράγματι οι Μικρασιάτισσες, αρχηγοί πολλών οικογενειών, αναγκάστηκαν να εργαστούν έξω από το σπίτι, συντελώντας στην πρώτη μαζική έξοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας, όσο και μέσα σε αυτό:

Mέσα σε πολλές παράγκες έχουν στηθεί μικροί πρόχειροι αργαλιοί, όπου υφαίνουνται κουρελούδες. Άλλες γυναίκες είναι πεσμένες με τα μούτρα και κεντούν αριστουργήματα. Άλλες πλέκουν, άλλες ράβουν. Άλλες λείπουν απ’ τα σπίτια τους, λείπουν στα μεροκάματα. Γέμισε η Aθήνα πλύστρες, καθαρίστριες, κάθε είδους άξια και τίμια χέρια για φτηνή δουλειά.[96] 


Ο υπεραναπληρωτικός ρόλος της μνήμης

Η μνήμη αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα στη συγκρότηση της ταυτότητας των προσφύγων και στην εξασφάλιση της ψυχολογικής τους επιβίωσης. Οι αναμνήσεις τους από τη ζωή τους στο παρελθόν είναι ικανές να τους κάνουν όχι μόνο να αντέξουν το παρόν τους αλλά και να αισθανθούν ανώτεροι των ντόπιων.

Η Γη της Επαγγελίας: «Άγια χώματα, βλογημένη γης…»[97]

Η Ανατολή περιγράφεται παντού ως επίγειος παράδεισος. Οι αναπαραστάσεις της συναρτώνται προς τη διαδεδομένη εικονοποιία της Ανατολής ως Κήπου της Εδέμ ή Γης της Επαγγελίας. Χαρακτηριστικά του τόπου η ομορφιά, η ισορροπία, η ευφορία, ο πλούτος των αγαθών, τα οποία οδηγούν στην ευτυχισμένη ύπαρξη των ανθρώπων και στην ισορροπημένη οργάνωση της ζωής: «Ο Γλάρος λέει στα παιδιά του, στην Αυγή, παράξενα πράματα για ένα μακρινό τόπο απ’ όπου ήρθαν. Εκεί η γη ήταν βλογημένη κ’ έδινε εκατό φορές ό,τι έσπερνες, κ’ οι άνθρωποι ζούσαν ξεκούραστοι και ήσυχοι, ίσαμε να πεθάνουν».[98]  Και αλλού:

Πρασινάδες όπου να γύριζες το μάτι σου. Δέντρα ψηλά και περιπλεγμένα βάτα και μέσα τους φώλιαζαν πλήθος τα πουλιά∙ τι βουή και τι πλούτος! Μάη κι Ιούνιο που βγαίναν τα κεράσια γεμίζαμε τις κόφες. Τον Οχτώβρη οι ελιές∙ τις ρίχναμε με τα ραβδιά. Τις ραβδίζαμε και γεμίζαμε τα πιθάρια. Είχαμε, βλέπεις, τα νερά που τρέχανε άφθονα και στους δρόμους. Ήτανε πέτρα, καλντερίμι, στρωμένοι οι δρόμοι και τρέχανε ολούθε πεντακάθαρα. Κελαηδούσανε σαν αηδόνια. Σωστή παράδεισο [...] Σταμάτησε ο νους της ξελογιασμένος, σηκώθηκε και ξέβγαλε τη γειτόνισσα, αμίλητη τώρα, να τρέχει πίσω από μιαν εικόνα που πέταξε για πάντα.[99]

Συνεχώς υπογραμμίζεται η διαφορά ανάμεσα στους δύο τόπους, την Ανατολή, τον ευλογημένο τόπο, που επιτρέπει στους ανθρώπους να ευτυχούν, και την Ελλάδα, τον ξερό τόπο, που δυσκολεύει τους ανθρώπους και τους καταδικάζει στην κούραση και τη στέρηση. Ο νέος τόπος, ο ελλαδικός, ωχριά σε σύγκριση με τον παλιό, ενώ διαπιστώνεται η εχθρότητά του, πραγματική και συμβολική, απέναντι στους πρόσφυγες. Κάθε αναφορά στο καινούργιο, φύση και οικισμένο περιβάλλον, εικόνες, νοοτροπίες επιφέρουν υποτιμητικά σχόλια. Η στέρηση του ελλαδικού χώρου, η λειψυδρία, ο καύσωνας, το άγονο χώμα, η φτωχή φύση, η στοιχειώδης, μη λειτουργική κατοικία, η ρυπαρότητα των χώρων αντιπαραβάλλονται με την αφθονία, το νερό, το ισορροπημένο κλίμα, τη γονιμότητα, την καθαριότητα της Ανατολής. Απορεί ο ήρωας της Σταύρου «πώς βρίσκουνται άνθρωποι που έρχουνται να ζήσουνε χωρίς να τους βιάζει τίποτε».[100]

Σαν τη φύση της Ανατολής και οι άνθρωποι που την κατοικούν. Οι Τούρκοι περιγράφονται σαν τη φύση της Ανατολής, ήρεμοι, ειρηνικοί, καλοί γείτονες.[101]  Οι κοινότητες της Ανατολής περιγράφονται για παράδειγμα στο έργο του Μυριβήλη να ζουν σε ειρηνική κι αρμονική συνύπαρξη: «Οι ρωμιοί ζούσαν ανάμεσα στους αγαθούς ανατολίτες κι ο Θεός βλογούσε όλο τον κόσμο. Πλήθαινε τ’ αγαθά».[102]

Σε άλλο περιβάλλον, η κοσμοπολίτικη προηγμένη Σμύρνη: «Εγώ, τι να σας πω, δεσποινίς μου», λέει η Σμυρνιά που εγκαταστάθηκε στο Ρέθυμνο από την Κυρία Ντορεμί της Λιλίκας Νάκου:

Τρόμαξα να τους καταλάβω τους ανθρώπους εδώ… Εγώ είμαι μέσα από τη Σμύρνη. Εκεί είχαμε να κάνουμε με κόσμο πολιτισμένο: Εγγλέζους, Γάλλους, ανώτερη κοινωνία. Η Σμύρνη ήταν μια πολιτεία με λογής-λογής ξένους. Και Τουρκαλάδες πλούσιους είχε και οι φαμίλιες τους καλές ήταν. Μα έτσι το 'θελε η τύχη μας, να καταστραφούμε, να γίνουμε πρόσφυγες και να ρθούμε σε τούτον εδώ τον περίεργο κόσμο…[103] 




Μετά τη Μεγάλη Ιδέα: «—Λες να έρθουν καινούργια ιδανικά;»[104]

Στον διάλογο δύο νεαρών φοιτητών από το έργο του Νίκου Αθανασιάδη Σταύρωση χωρίς ανάσταση, οι οποίοι συζητούν για το πλήγμα της Καταστροφής ως κρίση του πολιτισμού αλλά και ως ιδεολογικό κενό που οφείλει να αναπληρωθεί, τίθεται το ερώτημα για τη μετά την Καταστροφή εποχή:

— Λες να έρθουν καινούργια ιδανικά; ρώτησε πάλι ο νεαρός ακαδημαϊκός πολίτης.
Ήταν τότε που φτάνανε οι τελευταίες βαποριές με τα ανθρωποφορτία τότε το 22. Από τα μέρη της Ανατολής. Το πιο μεγάλο ξεκλήρισμα. Ολότελα πρωτόφαντο. Χρειάστηκε και τούτη η τεράστια σκηνογραφία να στολίσει πιο καλά καθώς του άξιζε, τον πολιτισμό των νεώτερων χρόνων. Ξερριζώθηκαν ζωές, φλέγονταν η γης της Αιολίας. Φυγή των ανθρώπων. Φυγή των αγριμιών σαν σε ζούγκλα που στ’ άξαφνα ζώστηκε φλόγες και φούντωσε πυρκαγιά.
Μπροστά στα μάτια της καινούργιας γενιάς που ζούσε ακόμα την πιο τρυφερή ώρα της, η φρίκη άλλαξε χίλια πρόσωπα.[...]
— Θυμάσαι εκείνα τα όνειρα; ρωτά ο υποψήφιος φιλόσοφος τον νεαρό φοιτητή της νομικής. Τι έγινε λοιπόν ο κόσμος των παραμυθιών; Τι έγινε η παράδοση των παλιών χρόνων; [...]
— Θάψανε την ψυχή του γένους, μουρμουρίζουν μελαγχολικά τα χείλη του νέου, [...]
— Αισθάνομαι πως είμαι κούφιος, ξανάπε ο φοιτητής της φιλοσοφίας.
— Ως τόσο πρέπει κάτι να βρούμε για να γεμίσουμε ξανά τη ζωή μας.[105]

Ό,τι συζητούν οι νεαροί φοιτητές του Αθανασιάδη αντιστοιχεί στη γνωστή χαρακτηριστική διαπίστωση του Γιώργου Θεοτοκά: «Οι πρεσβύτεροί μας βούλιαξαν στο λιμάνι της Σμύρνης όχι μόνο τις δυνάμεις τους αλλά και τα ιδανικά τους και την αυτοπεποίθησή τους. Στα 1922 έπαυσαν να έχουν εμπιστοσύνη στην Ελλάδα».[106]

Στο παρακάτω παράθεμα από τον Πετσάλη-Διομήδη αναγνωρίζουμε την πρόταση ανασυγκρότησης της ελληνικής ταυτότητας και το νέο όραμα μετά την Καταστροφή, το όραμα που συμμερίστηκε η γενιά του ’30, τη βενιζελική εκδοχή μιας νέας Ελλάδας, που θα υλοποιηθεί εντός πλέον των συνόρων και προϋποθέτει την εμφατική ένταξη των προσφύγων στον ελληνικό κοινωνικό ιστό και τον εθνικό κορμό. Έτσι, ο γάμος μιας Παλαιοελλαδίτισσας κι ενός Μικρασιάτη, με τον οποίο κλείνει το έργο, γίνεται το σύμβολο του μέλλοντος:

— Η καταστροφή μας έσμιξε, είπε ο Αργύρης. Από την καταστροφή, δεν μπορεί, κάτι θα βγει καινούργιο. Από κάθε καταστροφή… Θα βαλθούμε, λίγο-λίγο, όλοι μας να χτίσουμε έναν καινούργιο κόσμο, ένα καινούργιο σπίτι, εσύ και εγώ. Ένα μεγάλο όνειρο σκόρπισε μέσ’ τους καπνούς της Σμύρνης. Γονατίσαμε όλοι. Αργά- αργά σηκωνόμαστε πάλι. Προχωρούμε Θα προχωρήσουμε.
— Δεν είμαστε μόνοι, είπε η Δήμητρα. Μέσα σ’ αυτό το τεράστιο χωνευτήρι που είναι τώρα η παμπάλαιη, η φτωχή γη μας, η φτωχή γη της Ελλάδας, ε, εσείς που ήρθατε από εκεί κάτω κι εμείς που σας δεχτήκαμε εδώ, θα προσπαθήσουμε να χτίσουμε μαζί το καινούργιο σπίτι, να ορθώσουμε έναν καινούργιο τόπο.
— Θα γεννήσουμε τα καινούργια παιδιά! είπε ο Αργύρης ζωηρά. Θα στήσουμε την καινούργια Ελλάδα.[107]

Συνοψίζοντας, παρατηρούμε ότι η πεζογραφία των δημιουργών της μεσοπολεμικής περιόδου διαχειρίζεται το προσωπικό και εθνικό τραύμα της Καταστροφής και της προσφυγιάς, επιχειρώντας όχι μόνο την απάλυνση και θεραπεία των δύο αυτών τραυμάτων αλλά και την άμβλυνση της απόστασης ανάμεσα στα δύο τραυματικά πεδία, το πρόσωπο και την ομάδα από τη μία και την εθνική συλλογικότητα από την άλλη. Ο πρόσφυγας, ως θύμα της αποτυχίας της ιδεολογίας που γαλούχησε, ένωσε αλλά και δίχασε τους Έλληνες από τα μέσα του 19ου αι., αλλά και το υλικό σύμβολο του κενού που αυτή η αποτυχία άφησε και όφειλε επειγόντως να αναπληρωθεί, συνδέεται στη μεσοπολεμική πεζογραφία με τις καινούργιες προτάσεις για τη συγκρότηση μιας νέας εθνικής ιδεολογίας και τη διαδικασία προς μια νέα εθνική αυτογνωσία. Έτσι, ο πρόσφυγας μοιάζει να γίνεται εικόνα της Ελλάδας, στην αρχή της τραυματισμένης, κατεστραμμένης, διαψευσμένης Ελλάδας, και τελικά μίας Ελλάδας νέας, η οποία ακριβώς με τη συμβολή των «εξαιρετικών» προσφύγων θα οδηγηθεί σε έναν καινούργιο βίο δημιουργίας και προόδου. Οι στρατηγικές υπεραναπλήρωσης δεν υιοθετούνται μόνο προς αποκατάσταση της προσφυγικής ομάδας σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο, αλλά διαπλέκονται και με την αποκατάσταση του τραυματισμένης ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Από τη μία η προβαλλόμενη ανθεκτικότητα του Έλληνα, η πεισματική δυνατότητα να αντεπεξέρχεται σε όλα, όπως και η συχνή αναφορά στην «επιστροφή» των Μικρασιατών, δηλαδή σε έναν επαναπατρισμό αντί ενός εκπατρισμού, αποτελούν και μέσα επούλωσης του εθνικού τραύματος. Δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να πούμε ότι ειδικά για τους συγγραφείς της γενιάς του ’30 η προσφυγιά στη διπλή της παρουσίαση, αρχικά της μειονεκτικής, που τελικά θα ανατραπεί από τη δημιουργικότητα και θα οδηγηθεί στην πρόοδο, γίνεται και εικόνα της Ελλάδας, η οποία οφείλει, μέσα από τη δημιουργική προσπάθεια και κατά την «ενδυναμωτική» συνάντηση των δύο συνιστωσών της, του ελλαδικού και του εξωελλαδικού ελληνισμού, να οδηγηθεί στην πρόοδο και να πραγματώσει την εικόνα ενός σύγχρονου κράτους.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: