Για τη μουσική στη Σμύρνη πριν το ολοκαύτωμα

Για τη μουσική στη Σμύρνη πριν το ολοκαύτωμα


Οι ξεριζωμένοι το 1922 πρόσφυγες κουβάλησαν στη Μητέρα Πατρίδα μαζί με τις ζωές τους τον ιδιαίτερο πολιτισμό τον οποίο είχαν αναπτύξει και καλλιεργήσει στα παράλια της Μικράς Ασίας. Κοινωνική συμπεριφορά, παραδόσεις, εμφάνιση, γαστριμαργικές συνήθειες –αχ, η Πολίτικη Κουζίνα, με τις λάγνες γεύσεις της–, ιεραρχικές αξίες και προσωπικά αξιώματα, και βεβαίως τη μουσική και τα τραγούδια τους, στοιχεία συνδεδεμένα άμεσα με κάθε λαό σε κάθε τόπο, σε κάθε χρόνο κι εποχή.
Πόσο και πώς επηρέασε η μουσική που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες τη μέχρι τότε διαμορφωμένη μουσική έκφραση είναι λίγο πολύ γνωστό από τις σημαντικές έρευνες και καταγραμμένες μαρτυρίες που παρακολούθησαν την εξέλιξη – ενδεικτική βιβλιογραφία μετά το τέλος του κειμένου. Η μουσική πραμάτεια που έφτασε το 1922 με τους καταδιωγμένους συνέβαλε κυρίως στον εμπλουτισμό, την ανάπτυξη και την καθιέρωση του ρεμπέτικου, αλλά όχι μόνον αυτού, μια και στις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα η Σμύρνη, αλλά και οι άλλες, οι αντίπερα του Αιγαίου περιοχές, όπου υπήρχαν θαλερές και εύρωστες ελληνικές κοινότητες, χαρακτηρίζονταν από μουσική πανσπερμία: δυτικοευρωπαϊκή μουσική, κλασική και ελαφρά, τούρκικα και αραβόφωνα τραγούδια, ελληνικά τραγούδια της ηπειρωτικής και της νησιωτικής χώρας, τραγούδια, όπερες και οπερέτες, καρσιλαμάδες, αμανέδες, ζεϊμπέκικα, τσιφτετέλια, κλπ., κλπ. συνόδευαν την καθημερινότητα των κατοίκων. Λεπτομέρειες, ωστόσο, για όλα αυτά δεν ήταν γνωστές αφού η διαστολή του χρόνου ξεθώριασε τα γεγονότα και αποδυνάμωσε τις μαρτυρίες.
Επομένως είναι πολύ σημαντικές, αν και αργοπορημένες, οι δυο ξεχωριστές εκδόσεις στις οποίες υπάρχουν τεκμηριωμένες πληροφορίες για τη μουσική ζωή του κέντρου του μικρασιατικού ελληνισμού πριν το 1922. Η μια βασίζεται σε προσωπικές μαρτυρίες και εξετάζει τη μουσική και τη ζωή πριν και μετά το 1922, η άλλη βασίζεται σε ενδελεχή έρευνα και εστιάζει αποκλειστικά στη μουσική ζωή της Σμύρνης, από την αρχή του 20ού αιώνα μέχρι τη χρονιά αναφοράς, το 1922 δηλαδή. Η πρώτη, που είναι και ευρύτερα γνωστή, αποτελεί τις καταγραμμένες –δια χειρός Γιώργη Παπάζογλου– μαρτυρίες της Αγγέλας Παπάζογλου (1899-1983), γυναίκας του ξεχωριστού και με σημαντική προσφορά μεσοπολεμικού ρεμπέτη Βαγγέλη Παπάζογλου (1896-1943). Ο τίτλος της προσδιορίζει άμεσα το περιεχόμενο, το ήθος και το ύφος της: Ονείρατα της άκαυτης και της καμμένης Σμύρνης. Αγγέλα Παπάζογλου «Τα χαΐρια μας εδώ», έκδοση του 2003 (εκδ. Επτάλοφος), όχι άδικα πολυπαινεμένη –έγινε και θεατρικό έργο– με συνεχείς εκδόσεις. Η πέμπτη έκδοση κυκλοφόρησε το Μάιο του 2022, από τον εκδοτικό οίκο Κουκκίδα /Αιγαίον· είναι επετειακή, συνοδεύεται από ένθετο και έχει 664 σελίδες. Σημειώνεται ότι ο Γιώργης Παπάζογλου, ο οποίος φέρεται ως συγγραφέας του πονήματος, είναι ανιψιός και υιοθετημένος γιος της Αγγέλας Παπάζογλου. Αυτός κατέγραψε τις μαρτυρίες. Ειρήσθω εν παρόδω ότι ο Γιώργος Παπάζογλου εξέδωσε το 2011 το βιβλίο Ρεμπέτικοι νόμοι - Τα χαΐρια μας εδώ, ως τρίτο της σειράς και συμπλήρωμα των άλλων δυο – η αρχική έκδοση δηλώνεται ως «βιβλίο πρώτο – βιβλίο δεύτερο).


Πολλές οι αναφορές που έχουν γίνει στην έκδοση, τα παρεπόμενα και παρελκόμενά της, οπότε θεωρούμε περιττή μίαν ακόμη αναλυτική. Αντιθέτως οφείλουμε μιαν εμπεριστατωμένη αναφορά στην άλλη έκδοση, τελείως διαφορετική από την πρώτη αφού δεν βασίζεται μόνον στην πολύτιμη μαρτυρία ενός ατόμου που έζησε, είδε και άκουσε, αλλά στις επίσης πολύτιμες μαρτυρίες πολλών και σε πολλά τεκμήρια. Πρόκειται για το απόσταγμα του επισταμένου ερευνητικού έργου του Αριστομένη Καλυβιώτη το οποίο προσδιορίζεται από τον τίτλο Σμύρνη – Η μουσική ζωή 1900-1922 και τον υπότιτλο Η διασκέδαση, τα μουσικά καταστήματα, οι ηχογραφήσεις δίσκων. Αποτέλεσε καρπό συνεργασίας του δισκοπωλείου Music Corner με τις εκδόσεις Τήνελλα. Εκδόθηκε το 2002 – επέτειος των 80 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή– με επιμελητή τον Νίκο Διονυσόπουλο, έχει 202 σελίδες και συνοδεύεται από δίσκο ακτίνας (CD) με πρωτότυπες παλιές ηχογραφήσεις. Υπήρξε ωφέλιμο αντιστάθμισμα, ως αποτέλεσμα αφοσιωμένης και δημιουργικής ενασχόλησης με μιαν επέτειο και τις συνιστώσες της, στις βλαβερές συνέπειες των παντός είδους επετείων, που έχουν συνήθως τη μορφή της υπερβολής και αποσκοπούν στον αλόγιστο καταναλωτισμό. Ο συγγραφέας του, Αριστομένης Καλυβιώτης, είναι πολιτικός μηχανικός του ΕΜΠ, ο οποίος διαμένει και εργάζεται στην Καρδίτσα. Ρέκτης ερευνητής, συλλέκτης και μελετητής της λαϊκής ελληνικής μουσικής και κυρίως του μουσικού ελληνικού μικρασιατικού πολιτισμού, παραθέτει σε αυτό καρπούς πολύχρονης έρευνας και μελέτης που εκτείνονται σε όλες σχεδόν τις εκφράσεις και εκφάνσεις του θέματος στο οποίο έχει επικεντρωθεί η προσοχή του. Το έργο το οποίο προσφέρει αποτελεί συνεπές και υπεύθυνο δείγμα τόσο επεξεργασίας και αξιοποίησης των από τον ίδιο συγκεντρωμένων πληροφοριών και στοιχείων, όσο και αγαστής συνεργασίας με αλλοδαπούς … συνοδοιπόρους του. Όπως αναφέρει σε προλογικό σημείωμά του, η πληρότητα του έργου του θα ήταν μικρότερη, κυρίως όσον αφορά τα μουσικά καταστήματα και τις ηχογραφήσεις δίσκων, χωρίς την πολύμορφη αρωγή του Ολλανδού φίλου του, ερευνητή και συλλέκτη μουσικών αγαθών επίσης, Hugo Strötbaum.


Το πόνημα είναι πρωτότυπο και γι' αυτό πολύ σημαντικό, αφού είναι γνωστό, και παραδεκτό, ότι ο λαϊκός μουσικός πολιτισμός της Σμύρνης υπήρξε μεγάλη προίκα και δραστικός αιμοδότης της λαϊκής μουσικής έκφρασης, η οποία αναπτύχθηκε στη μητροπολιτική Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή· η έκφραση αυτή, ευρύτερα γνωστή με την ονομασία «Ρεμπέτικο τραγούδι», απετέλεσε τη μήτρα του νεότερου αστικού ελληνικού τραγουδιού. Η κορύφωση της ανθοφορίας του μικρασιατικού τραγουδιού παρατηρείται στην περίοδο 1900 έως 1922 και σε αυτήν εστιάζει τον μόχθο του ο Καλυβιώτης. Μεθοδικός, συγκέντρωσε πλήθος από γραπτές μαρτυρίες για την εποχή και τον τόπο, τις μελέτησε προσεκτικά και τις αξιοποίησε επ’ ωφελεία του έργου του, όπως φαίνεται από τα αποσπάσματα τα οποία έχει εντάξει και τις παραπομπές-υποσημειώσεις του. Φρόντισε όμως να εντοπίσει και να τεκμηριώσει καλώς και τις πληροφορίες που υποκρύπτονται στα προσωπικά του κτήματα-ευρήματα. Όπου δεν δύναται να βεβαιώσει την αλήθεια, δεν διστάζει να εκθέσει τις υποθέσεις του, με διάφορες πιθανές εκδοχές, προτείνοντας μάλιστα την, κατ’ αυτόν, επικρατέστερη.
Στα πέντε μέρη-κεφάλαια του συγγράμματός του ο συγγραφέας προσεγγίζει κατά σειρά τα ακόλουθα θέματα: Η μουσική ζωή στη Σμύρνη, στις αρχές του 20ού αιώνα· τα καταστήματα πώλησης μουσικών οργάνων και δίσκων γραμμοφώνου· ηχογραφήσεις σμυρνέικου ενδιαφέροντος την περίοδο 1900-1922· συντελεστές της μουσικής κίνησης στη Σμύρνη που δεν συμμετείχαν σε ηχογραφήσεις· πρωταγωνιστές της σμυρναίικης μουσικής ζωής μετά το 1922. Σε παράρτημα παρουσιάζει χαρακτηριστικές ετικέτες δίσκων καθώς και καταλόγους ηχογραφημάτων κατά εταιρεία και χρονιά. Το πλέον εκτεταμένο μέρος του βιβλίου είναι το τρίτο («Ηχογραφήσεις σμυρνέικου ενδιαφέροντος»), στο οποίο παρατίθενται πλούσια στοιχεία για τις δισκογραφικές εταιρείες, τους καλλιτέχνες, τα τραγούδια, τις μεθόδους των ηχογραφήσεων αλλά και για την εμπορία των ηχογραφημάτων.
Χωρίς να διεκδικεί φιλολογικές δάφνες ο Αριστομένης Καλυβιώτης χρησιμοποιεί λόγο ακριβή, σαφή, γλαφυρό και περιεκτικό, απαλλάσσοντας το έργο του από την πλήξη που προκαλεί ενίοτε, κυρίως στον μη εξοικειωμένο αναγνώστη, η σχοινοτενής παράθεση σχετικών ή λιγότερο σχετικών στοιχείων με το επεξεργαζόμενο θέμα. Τα εξαιρετικά εύστοχα κείμενά του είναι απογυμνωμένα από τον καιροφυλακτούντα συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις συναισθηματισμό και αποφεύγουν τις συνδιαλλαγές με τη νοσταλγία. Ομολογεί, στον επίλογο, με ειλικρίνεια τις ελλείψεις του πονήματός του και τις απαριθμεί-κατονομάζει, προτείνοντας μάλιστα αδρά και τρόπους έρευνας για τη συμπλήρωση του εγχειρήματος. Το μελέτημά του είναι, ωστόσο, έτσι κι αλλιώς, χρήσιμο έως και πολύτιμο. Διδάσκει πολλά· από το ότι τα γραμμόφωνα τα ονόμαζαν τότε «ομιλούσες μηχανές», έως το ότι κατά την περίοδο 1900-1922 ηχογραφήθηκαν στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη πολύ περισσότερα ελληνικά τραγούδια απ’ όσα στην Αθήνα, αλλά και ότι ανθούσε (και) την εποχή εκείνη στην ευρύτερη περιοχή η … δισκοπειρατεία.


Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας αγωνιά περισσότερο για τη μουσική με τα λαϊκά ερείσματα. Δεν αδιαφορεί όμως για τις άλλες εκφράσεις της. Ο συγκεκριμένος προσανατολισμός του πάντως, εμπόδισε την εμφάνιση κάποιων πληροφοριών οι οποίες άξιζε να συμπληρώσουν τα λιγοστά σχετιζόμενα με τη λόγια μουσική που περιλαμβάνει στην πραγματεία του: αναφέρεται π.χ. η κωμική όπερα «Ο Υποψήφιος βουλευτής», χωρίς όνομα συνθέτη (Σπυρίδων Ξύνδας) και χωρίς να μνημονεύεται ότι πρόκειται για την πρώτη ελληνική όπερα στην ιστορία της μουσικής –ελληνικό ποιητικό κείμενο (λιμπρέτο) και πρώτη παρουσίαση από ελληνικό θίασο (τραγουδιστές και μουσικούς) το 1867. Αναφέρεται ο Γιάννης Αγγελόπουλος, χωρίς να προσδιορίζεται η φωνή (βαρύτονος) και η σπουδαιότητά του. Δεν αναφέρεται όμως καθόλου ο Γιάννης Κωνσταντινίδης (ο «Ιανός» της ελληνικής μουσικής, γνωστός και ως Κώστας Γιαννίδης), μολονότι στη Σμύρνη γεννήθηκε (1903), εκεί σπούδασε μουσική και έζησε μέχρι το 1922, ενώ μνημονεύεται, έστω συνοπτικά, ο λιγότερο Σμυρνιός Μανώλης Καλομοίρης. Μικρές και μη σημαντικές βεβαίως, ως προς το όλον, ενστάσεις οι οποίες ουδόλως μειώνουν τις εξαιρετικές εντυπώσεις.
Πέραν αυτών, η υποδειγματική έκδοση, εμπλουτισμένη με περισσότερες από εκατό σπάνιες φωτογραφίες και μαρτυρίες της εποχής, καταφέρνει να ζωντανέψει το παρελθόν. Λιτός αλλά επαινετά καλαίσθητος ο σχεδιασμός της, σε πολυτονικό σύστημα τα κείμενά της, διαλεγμένο το χαρτί της, οφείλει πολλά στον επιμελητή της Νίκο Διονυσόπουλο (επιστημονική και πραγματολογική επιμέλεια των κειμένων αλλά και συνολική σχεδίαση) και παραπέμπει στην παλιά ζηλευτή τυπογραφική τέχνη, που μας χάριζε την αίσθηση του αχειροποίητου βιβλίου. Ο επιμελητής φρόντισε και για την ηχητική βελτίωση των δεκαοκτώ ηχογραφημάτων με τα οποία δομείται ο γενναιόδωρος δίσκος ακτίνας (CD) που τη συνοδεύει και τη συμπληρώνει. Σπουδαία αντιπροσωπευτικά ηχογραφήματα της περιόδου 1906- 1912, προερχόμενα, εικάζουμε, από το προσωπικό αρχείο του συγγραφέα, ευρείας αισθητικής –από σμυρνέικους αμανέδες και σπουδαίους ερμηνευτές, από τον περίφημο ήχο που είχαν οι φημισμένες Εστουδιαντίνες, μέχρι τη δημοτικοφανή άρια «Ο Γέρο Δήμος», από την όπερα του Παύλου Καρρέρ Μάρκος Μπότσαρης–, ανέκδοτα στην πλειοψηφία τους, τεκμηριώνουν πολλά από τα εκτιθέμενα στην έκδοση και της προσδίδουν πρόσθετη αξία, χωρίς μάλιστα ιδιαίτερη οικονομική επιβάρυνση. Συνδυάζεται έτσι κατ’ ευχήν «το τερπνόν μετά του ωφελίμου».
Σημειώνεται τέλος ότι το 2013 το βιβλίο εκδόθηκε και στην Τουρκία με τίτλο Izmir Rumlarinin Müzigi 1900-1922 και στοιχεία Yapi Kredi Yayinlari, Instanbul. Απόδειξη αναμφισβήτητη της μεγάλης αξίας του.



Παράρτημα με επιλεγμένες εκδόσεις που εστιάζουν στο ρεμπέτικο

1. Ηλίας Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα τραγούδια – Λαογραφική έρευνα (Ιδιωτική έκδοση, 1968) β΄ έκδοση 1972, έκδοση εμπλουτισμένη ογκώδης και μεγάλου σχήματος, Κέδρος 1979)

2. Μάρκος Βαμβακάρης (Αγγελική Βέλλου Κάιλ), Αυτοβιογραφία (Ιδιωτική έκδοση Αγγελικής Κάιλ, 1973, Β΄ έκδοση Παπαζήσης 1978)

3. Στάθης Δαμιανάκος, Κοινωνιολογία του ρεμπέτικου (εκδόσεις Ερμείας 1976, επανέκδοση Πλέθρον 2001)

4. Τάσος Σχορέλης, Ρεμπέτικη ανθολογία (τέσσερις τόμοι Α, Β, Γ, Δ) άρχισε να εκδίδεται το 1977 (Πλέθρον)

5. Γκαίηλ Χολστ, Δρόμος για το ρεμπέτικο (μετάφραση από τα αγγλικά, εμπλουτισμένη με «Άρθρα για το ρεμπέτικο τραγούδι από τον ελληνικό τύπο [1947-76]», εκδόσεις Denise Harvey, Αγγλοελληνικαί Εκδόσεις, Λίμνη Ευβοίας 1977)

6. Κώστας Βλησίδης, Για μια βιβλιογραφία του ρεμπέτικου 1873-2001 (2002), Όψεις του ρεμπέτικου (2004), Σπάνια κείμενα για το ρεμπέτικο 1929-1959 (2006 – νέα έκδοση συμπληρωμένη το 2018)· και τα τρία από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου

7. Λάμπρος Λιάβας, Το Ελληνικό τραγούδι από το 1821 έως τη δεκαετία του 1950 (έκδοση: Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος 2009)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: