Εύα Βλάμη, «Τα όνειρα της Αγγέλικας»: Η ματιά της συγγραφέως στη Μικρασιατική Καταστροφή

H Eύα Βλάμη
H Eύα Βλάμη
.




Τα Όνει­ρα της Αγ­γέ­λι­κας (1958) εί­ναι το τρί­το έρ­γο της Γα­λα­ξι­διώ­τισ­σας πε­ζο­γρά­φου Εύ­ας Βλά­μη και θέ­μα του έχει την κο­ρύ­φω­ση και την πτώ­ση της Με­γά­λης Ιδέ­ας, την πο­λυ­κύ­μα­ντη δη­λα­δή πο­ρεία της χώ­ρας, από τους θριάμ­βους των Βαλ­κα­νι­κών Πο­λέ­μων (1912-1913) μέ­χρι τον όλε­θρο της Μι­κρα­σια­τι­κής Κα­τα­στρο­φής (1922). Εί­ναι το μο­να­δι­κό, κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα, βι­βλίο της με­τα­πο­λε­μι­κής πε­ριό­δου το οποίο, με εντε­λώς ιδιαί­τε­ρο –εί­ναι η αλή­θεια– τρό­πο ανα­φέ­ρε­ται, με­τα­ξύ άλ­λων, στην επι­στρο­φή του τα­λαι­πω­ρη­μέ­νου και δια­λυ­μέ­νου ελ­λη­νι­κού στρα­τού, στην άφι­ξη χι­λιά­δων ξε­ρι­ζω­μέ­νων προ­σφύ­γων στις συ­νοι­κί­ες του Πει­ραιά και στις άθλιες συν­θή­κες ζω­ής τους, στη Δί­κη των Έξι κι ακό­μα στον τρό­πο με τον οποίο οι «επι­τή­δειοι», όπως άλ­λω­στε σε κά­θε επο­χή, εκ­με­ταλ­λεύ­ο­νται την αγω­νία και το δρά­μα του απλού, κα­θη­με­ρι­νού αν­θρώ­που, προ­κει­μέ­νου να απο­κο­μί­σουν προ­σω­πι­κά οφέ­λη και θέ­σεις εξου­σί­ας.

Η πο­ρεία αυ­τή κα­τα­γρά­φε­ται, με έναν, ομο­λο­γου­μέ­νως, ιδιό­τυ­πο τρό­πο, μέ­σα από την ιστο­ρία μιας ει­κο­σι­πε­ντά­χρο­νης δα­σκά­λας πιά­νου, της Αγ­γέ­λι­κας, η οποία πε­ρι­μέ­νει την επι­στρο­φή του αγα­πη­μέ­νου της, Ασή­μη Παλ­λά­σκα, θριαμ­βευ­τή των Βαλ­κα­νι­κών Πο­λέ­μων από το μέ­τω­πο της Μι­κράς Ασί­ας, όπου, πλέ­ον, βρί­σκε­ται. Ο αγα­πη­μέ­νος δεν επι­στρέ­φει πο­τέ και η Αγ­γέ­λι­κα, κα­τά τη διάρ­κεια αυ­τής της τρα­γι­κής και ενα­γώ­νιας ανα­μο­νής, απο­γυ­μνώ­νε­ται στα­δια­κά από κά­θε στή­ριγ­μα και μέ­νει μό­νη, ανυ­πε­ρά­σπι­στη και εκτε­θει­μέ­νη σε συμ­βά­ντα πα­ρά­ξε­να, ανε­ξή­γη­τα διά της λο­γι­κής οδού. Η μορ­φή του Στυ­λια­νού Σου­δά­ρα, πα­νί­σχυ­ρου κυ­βερ­νη­τι­κού αξιω­μα­τού­χου αλ­λά και αν­θρώ­που με σκο­τει­νό πα­ρελ­θόν και ακό­μα σκο­τει­νό­τε­ρες δια­συν­δέ­σεις, κα­τα­δυ­να­στεύ­ει τη ζωή της Αγ­γέ­λι­κας και κλο­νί­ζει τις ισορ­ρο­πί­ες της, κα­θώς φαί­νε­ται να την ελέγ­χει με τρό­πους σχε­δόν με­τα­φυ­σι­κούς και δυ­νά­μεις που υπερ­βαί­νουν τις λο­γι­κές ερ­μη­νεί­ες του κό­σμου τού­του. Πα­ράλ­λη­λα, η εκτυ­λισ­σό­με­νη ιστο­ρία τής, επί­σης, λο­γι­κά ανε­ξή­γη­της κλο­πής σταυ­ρών από τους τά­φους των νε­κρο­τα­φεί­ων της χώ­ρας δη­μιουρ­γεί πε­ραι­τέ­ρω αδιέ­ξο­δα και ερω­τη­μα­τι­κά, ενώ η λύ­ση του μυ­στη­ρί­ου οδη­γεί ακό­μα μια φο­ρά σε με­τα­φυ­σι­κές ατρα­πούς. Η Αγ­γέ­λι­κα, «βαλ­λό­με­νη πα­ντα­χό­θεν», χω­ρίς προ­στα­σία κι απο­κού­μπι στη ζωή, οδη­γεί­ται στα­δια­κά στην πα­ρά­κρου­ση και, όταν πλέ­ον χά­νε­ται κά­θε ελ­πί­δα για την επι­στρο­φή του Ασή­μη της, αυ­το­κτο­νεί πέ­φτο­ντας στη θά­λασ­σα από τον ίδιο βρά­χο στον οποίο κα­θό­ταν και διά­βα­ζε, ανα­πο­λώ­ντας, τα γράμ­μα­τα του αγα­πη­μέ­νου προς τη μη­τέ­ρα του, στα οποία πε­ρι­γρά­φο­νταν οι θριαμ­βευ­τι­κές νί­κες των Βαλ­κα­νι­κών Πο­λέ­μων. Έτσι, ο κύ­κλος κλεί­νει, η ιστο­ρία έχει κα­τα­γρα­φεί.

Η κρι­τι­κή της επο­χής υπο­δέ­χτη­κε το έρ­γο αυ­τό αντι­φα­τι­κά. Άλ­λοι το επαί­νε­σαν, ενώ άλ­λοι υπήρ­ξαν απορ­ρι­πτι­κοί ή εξαι­ρε­τι­κά συ­γκρα­τη­μέ­νοι. «Πράγ­μα­τι μυ­θι­στό­ρη­μα, πράγ­μα­τι μυ­θι­κή, ελ­λη­νι­κή ιστό­ρη­ση», το χα­ρα­κτη­ρί­ζει ο Άρης Δι­κταί­ος,[1]  «πε­ζο­γρά­φη­μα άρ­τιο […] αλ­λά και ένα έρ­γο δυ­σκο­λο­κα­τά­χτη­το, αφού [η συγ­γρα­φέ­ας του] έκα­νε τέ­τοιο πή­δη­μα προς τα μπρος που ξε­πέ­ρα­σε κα­τά πο­λύ την επί­δο­ση της δε­κτι­κό­τη­τας του ελ­λη­νι­κού ανα­γνω­στι­κού κοι­νού», γρά­φει ο Πέ­τρος Μαρ­κά­κης,[2]  «βι­βλίο μα­γι­κό», «σπά­νια σύν­θε­ση», «κο­ρυ­φαίο δείγ­μα της τέ­χνης της [συγ­γρα­φέ­ως]», το ονο­μά­ζει ο Μι­χά­λης Με­ρα­κλής,[3]  ενώ ο Στρα­τής Χα­βια­ράς το χα­ρα­κτη­ρί­ζει «κα­τόρ­θω­μα» και προ­βλέ­πει «ότι το βι­βλίο τού­το όχι μό­νο θ’ αντέ­ξει στο πέ­ρα­σμα του χρό­νου μα και γε­νιά με γε­νιά όλο και πιο πο­λύ θα δέ­νε­ται με το λαό μας».[4]  Εν­δε­χο­μέ­νως, κά­τι από αυ­τή την πρό­βλε­ψη να έχει εν τω με­τα­ξύ επα­λη­θευ­τεί, εφό­σον οι δύο τε­λευ­ταί­ες χρο­νο­λο­γι­κά ανα­φο­ρές στα Όνει­ρα βλέ­πουν το έρ­γο υπό ένα δια­φο­ρε­τι­κό πρί­σμα, με τη βο­ή­θεια, υπο­θέ­τω, και των εν τω με­τα­ξύ εξε­λί­ξε­ων στον χώ­ρο της πε­ζο­γρα­φί­ας. Ο Βα­σί­λης Τσε­κού­ρας το 1990, από τον τί­τλο και τον υπό­τι­τλο ακό­μα της κρι­τι­κής του, χα­ρα­κτη­ρί­ζει το έρ­γο «αρι­στούρ­γη­μα» δη­λώ­νο­ντας: «Να ένα δείγ­μα ελ­λη­νι­κού πε­ζού λό­γου! Επα­νεκ­δό­θη­κε το αρι­στούρ­γη­μα της Εύ­ας Βλά­μη»,[5] ενώ ο Ηλί­ας Κε­φά­λας σε κρι­τι­κή του στο πε­ριο­δι­κό Ευ­θύ­νη, με αφορ­μή την τε­λευ­ταία έκ­δο­ση του Σκε­λε­τό­βρα­χου το 2002, μνη­μο­νεύ­ει τα Όνει­ρα επι­ση­μαί­νο­ντας ότι με το έρ­γο αυ­τό η Εύα Βλά­μη «προη­γή­θη­κε ανυ­πο­ψί­α­στη, κα­τά 2-3 δε­κα­ε­τί­ες του με­τέ­πει­τα μα­γι­κού ρε­α­λι­σμού των πε­ζο­γρά­φων της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής».[6]

Εκτός των επαι­νε­τι­κών όμως σχο­λί­ων, υπάρ­χουν και τα αρ­νη­τι­κά, που, αν και δεν υπερ­βαί­νουν αριθ­μη­τι­κά τα πρώ­τα, ωστό­σο εί­ναι εκεί­να των οποί­ων ο από­η­χος χα­ρα­κτη­ρί­ζει τα Όνει­ρα, ακό­μη και σή­με­ρα. Η Άλ­κης Θρύ­λος, λοι­πόν, κα­τα­λο­γί­ζει στη συγ­γρα­φέα έλ­λει­ψη ικα­νό­τη­τας στη σύν­θε­ση του έρ­γου, «εξε­ζη­τη­μέ­νο και τυ­ραν­νι­σμέ­νο σχη­μα­τι­σμό φρά­σης χω­ρίς ορ­γα­νι­κή ενό­τη­τα με το μύ­θο».[7]  Ο Βά­σος Βα­ρί­κας, από την πλευ­ρά του, εκ­φρά­ζει αβε­βαιό­τη­τα σχε­τι­κά με το απο­τέ­λε­σμα αυ­τών των ανα­ζη­τή­σε­ων της συγ­γρα­φέ­ως και αμ­φι­βάλ­λει εάν «θα τη βοη­θή­σει να αξιο­ποι­ή­σει πλη­ρέ­στε­ρα το τα­λέ­ντο της».[8]  Ο Από­στο­λος Σα­χί­νης χα­ρα­κτη­ρί­ζει το έρ­γο «σχη­μα­τι­κό», «σπα­σμω­δι­κό» και «κα­τα­σκευα­σμέ­νο»,[9]  ενώ ο Πέ­τρος Χά­ρης το αντι­λαμ­βά­νε­ται ως «δύ­σκο­λο πει­ρα­μα­τι­σμό, χω­ρίς αξιό­λο­γο απο­τέ­λε­σμα».[10]

Πά­ντως, όποια κι αν εί­ναι η στά­ση της κρι­τι­κής ένα­ντι του έρ­γου, διό­λου δεν επι­ση­μαί­νε­ται η κοι­νω­νι­κή του διά­στα­ση ού­τε και το γε­γο­νός ότι με το έρ­γο αυ­τό η συγ­γρα­φέ­ας παίρ­νει θέ­ση απέ­να­ντι σε «κα­κώς κεί­με­να» της χώ­ρας εκεί­νη την επο­χή, πολ­λά από τα οποία ακό­μη υφί­στα­νται. Αντί­θε­τα, η Εύα Βλά­μη, πα­ρά το γε­γο­νός ότι εμ­φα­νί­ζε­ται σε μία τρα­γι­κή και δια­τα­ραγ­μέ­νη πε­ρί­ο­δο, τη με­τα­πο­λε­μι­κή, πα­ρου­σιά­ζε­ται ως η συγ­γρα­φέ­ας της οποί­ας το έρ­γο δεν θί­γει ζη­τή­μα­τα κοι­νω­νι­κά. Ωστό­σο, με τα Όνει­ρα της Αγ­γέ­λι­κας όλα δεί­χνουν ότι, εν τέ­λει, θί­γει πολ­λά.

Πρω­τί­στως, το εν λό­γω έρ­γο ανα­φέ­ρε­ται σε μια εξαι­ρε­τι­κά τρα­γι­κή στιγ­μή του ελ­λη­νι­σμού, τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή και κα­τα­γρά­φει, με καυ­στι­κό­τη­τα και απο­λύ­τως ασυ­νή­θι­στο για την επο­χή τρό­πο, ορια­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της αλ­λά όχι μό­νον αυ­τό· συγ­γρά­φε­ται και ολο­κλη­ρώ­νε­ται, επί­σης, σε μια εξί­σου επώ­δυ­νη επο­χή, όταν η Ελ­λά­δα, ακό­μα βα­θιά δι­χα­σμέ­νη και με αστα­θή βη­μα­τι­σμό, επι­χει­ρεί να προ­χω­ρή­σει προ­σπα­θώ­ντας να επου­λώ­σει πλη­γές και να κα­τα­λα­γιά­σει μνή­μες, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να να εκ­συγ­χρο­νι­στεί. Εί­ναι η επο­χή της εσω­τε­ρι­κής και εξω­τε­ρι­κής με­τα­νά­στευ­σης, της αστυ­φι­λί­ας, της αστι­κο­ποί­η­σης, της εκ­βιο­μη­χά­νι­σης, της δύ­σκο­λης προ­σπά­θειας να οι­κο­δο­μη­θεί ένα σύγ­χρο­νο κρά­τος, μέ­σα σ’ έναν τό­πο, ο οποί­ος ακό­μα δι­χά­ζε­ται και θρη­νεί. Ο Γιώρ­γος Μαρ­γα­ρί­της στον επί­λο­γο του έρ­γου του Ιστο­ρία του Ελ­λη­νι­κού Εμ­φυ­λί­ου Πο­λέ­μου, χα­ρα­κτη­ρί­ζο­ντας «δι­πλό ορό­ση­μο» τις πε­ριό­δους αυ­τές, ανα­φέ­ρε­ται με εύ­στο­χο τρό­πο στη συ­νά­φεια αυ­τών των δύο φαι­νο­με­νι­κά άσχε­των αλ­λά όχι ανε­ξάρ­τη­των ιστο­ρι­κών πε­ριό­δων του ελ­λη­νι­σμού, της Μι­κρα­σια­τι­κής Κα­τα­στρο­φής και του Εμ­φυ­λί­ου Πο­λέ­μου:

Και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις, ένα με­γά­λο μέ­ρος του πλη­θυ­σμού ανή­κε στην κα­τη­γο­ρία των ητ­τη­μέ­νων και των τα­πει­νω­μέ­νων, εκεί­νων που εί­χαν δει τους πό­ρους της ζω­ής τους να εξα­νε­μί­ζο­νται, την κοι­νω­νι­κή τους θέ­ση να κα­ταρ­ρέ­ει, τις συλ­λο­γι­κό­τη­τες που τους στή­ρι­ζαν να χά­νο­νται και τον κό­σμο μέ­σα στον οποίο εί­χαν μά­θει να ζουν να βυ­θί­ζε­ται στην άβυσ­σο της ανυ­παρ­ξί­ας. Θα έλε­γε κα­νείς ότι και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις μια νέα αφε­τη­ρία πε­ρί­με­νε τη χώ­ρα, όπως και πολ­λούς από τους πο­λί­τες της.[11]

Εί­ναι προ­φα­νές ότι η ση­μα­σία του απο­σπά­σμα­τος έγκει­ται στο γε­γο­νός ότι εδώ εκ­φρά­ζο­νται με συ­ντο­μία αλ­λά και σα­φή­νεια οι ομοιό­τη­τες ανά­με­σα στις δύο «κο­σμο­γο­νι­κές συ­γκυ­ρί­ες της ελ­λη­νι­κής ιστο­ρί­ας» του 20ου αιώ­να, το 1922 και το 1949. Εί­ναι τα στοι­χεία εκεί­να, τα οποία δεί­χνουν την έντα­ση και τα τρα­γι­κά αδιέ­ξο­δα, που βί­ω­σε στις αντί­στοι­χες πε­ριό­δους η ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία, και προ­κά­λε­σαν –όπως εί­ναι φυ­σι­κό– ζυ­μώ­σεις και ανα­κα­τα­τά­ξεις σε κά­θε επί­πε­δο. Σε ό,τι αφο­ρά ιδιαί­τε­ρα στη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή, που, κυ­ρί­ως, απο­τε­λεί το θέ­μα των Ονεί­ρων, ο Thomas Doulis, σε με­λέ­τη του στην οποία τη συν­δέ­ει με τη λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρα­γω­γή ανα­φέ­ρει: «Η Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή άφη­σε πε­ρί­που ένα εκα­τομ­μύ­ριο νε­κρούς και ενά­μι­ση εκα­τομ­μύ­ριο ξε­ρι­ζω­μέ­νους, ως εκ τού­του θα μπο­ρού­σε, με ευ­ρω­παϊ­κούς όρους, να αξιο­λο­γη­θεί ως μία από τις με­γα­λύ­τε­ρες ανα­τα­ρα­χές του και­ρού μας»,[12]  ενώ ο Πα­σχά­λης Κι­τρο­μη­λί­δης σε σχε­τι­κό άρ­θρο του επι­ση­μαί­νει:

Η συμ­φο­ρά στη Μι­κρά Ασία το 1922 ήταν πά­νω απ’ όλα μια φο­βε­ρή αν­θρώ­πι­νη τρα­γω­δία, μια τρα­γω­δία με ανεί­πω­το τί­μη­μα με όρους αν­θρώ­πι­νου πό­νου. Οι εκα­τόμ­βες των θυ­μά­των, οι σφα­γές, οι ποι­κί­λες φρι­κα­λε­ό­τη­τες, ο ξε­ρι­ζω­μός, η κα­ταρ­ρά­κω­ση κά­θε έν­νοιας αξιο­πρέ­πειας –αυ­τά συν­θέ­τουν την αν­θρώ­πι­νη τρα­γω­δία. Με ση­με­ρι­νούς όρους θα μπο­ρού­σαν να πε­ρι­γρα­φούν ως η κα­τα­πά­τη­ση και η ακύ­ρω­ση κά­θε έν­νοιας δι­καιω­μά­των του αν­θρώ­που για τα θύ­μα­τα της τρα­γω­δί­ας.[13]

Η δυ­να­μι­κή, λοι­πόν, αλ­λά και η οδύ­νη των συ­νε­πειών αυ­τών των συ­γκυ­ριών διο­χε­τεύ­τη­κε σε κά­θε μορ­φή έκ­φρα­σης, ασφα­λώς και στην καλ­λι­τε­χνι­κή. Έτσι, στην πε­ρί­ο­δο αυ­τή, τη με­τα­πο­λε­μι­κή, έχου­με έρ­γα ρε­α­λι­στι­κά, τα οποία απο­τυ­πώ­νουν τα τρα­γι­κά, εθνι­κά και προ­σω­πι­κά αδιέ­ξο­δα αυ­τής της ιστο­ρι­κής φά­σης. Όμως τα Όνει­ρα της Αγ­γέ­λι­κας δεν ανή­κουν από­λυ­τα στην κα­τη­γο­ρία αυ­τή. Η συγ­γρα­φέ­ας εί­ναι πα­ρού­σα με ένα έρ­γο που φαί­νε­ται να απο­τυ­πώ­νει με έναν, αναμ­φί­βο­λα, ιδιό­τυ­πο αλ­λά και καυ­στι­κό τρό­πο όσα ει­σέ­πρα­ξε και αφο­μοί­ω­σε από τους κρα­δα­σμούς δύο δια­φο­ρε­τι­κών και ταυ­τό­χρο­να ποιο­τι­κά συ­να­φών επο­χών. Δη­μιουρ­γεί έτσι ένα, κα­τά κύ­ριο λό­γο, φα­ντα­στι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα με έντο­να στοι­χεία γοτ­θι­κής γρα­φής, αλ­λη­γο­ρί­ας, αστυ­νο­μι­κής πλο­κής και σά­τι­ρας το οποίο όμως, από την άλ­λη πλευ­ρά, εμ­φα­νώς και ρε­α­λι­στι­κά δη­λώ­νει την επο­χή που απο­τε­λεί το θέ­μα του.

Ωστό­σο, αν και το εν λό­γω έρ­γο εκ­κο­λά­πτε­ται και γρά­φε­ται σ’ αυ­τή τη συ­γκε­κρι­μέ­νη και τα­ραγ­μέ­νη ιστο­ρι­κή πε­ρί­ο­δο, που ασφα­λώς δεν ανή­κει στην επο­χή κα­τά την οποία ανα­πτύ­χθη­κε το γοτ­θι­κό στοι­χείο, τί­πο­τε, απ’ ό, τι φαί­νε­ται, δεν εμπό­δι­σε τη συγ­γρα­φέα του να υιο­θε­τή­σει, ευ­φυώς πι­στεύω, τη γοτ­θι­κή γρα­φή ως μέ­σο απο­τύ­πω­σης του υλι­κού και των προ­βλη­μα­τι­σμών της. Εξέ­φρα­σε έτσι τον από­η­χο μιας βα­θιάς και μα­κρό­χρο­νης κοι­νω­νι­κής ανα­τα­ρα­χής, η οποία συ­γκλό­νι­σε τη χώ­ρα τό­σο με­τά τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή όσο και κα­τά τη διάρ­κεια του Εμ­φυ­λί­ου. Απ’ ό,τι λοι­πόν δεί­χνουν τα πράγ­μα­τα, η ανα­τρε­πτι­κή δύ­να­μη της γοτ­θι­κής γρα­φής δεν προ­κύ­πτει τό­σο μέ­σα από τα στοι­χεία που αυ­τή εκ­φρά­ζει και κα­τα­γρά­φει όσο μέ­σα από εκεί­να που την πυ­ρο­δο­τούν. Κα­τά το Λε­ξι­κό Λο­γο­τε­χνι­κών Όρων του Abrams,

Το γοτ­θι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα εί­ναι ένας τύ­πος μυ­θο­πλα­στι­κής πε­ζο­γρα­φί­ας […] και άν­θη­σε στις αρ­χές του 19ου αιώ­να. Ο χώ­ρος [του] εί­ναι συ­χνά ένα ζο­φε­ρό κά­στρο με μπου­ντρού­μια, υπό­γειους δια­δρό­μους και κα­τα­πα­κτές […], ενώ πα­ράλ­λη­λα γι­νό­ταν άφθο­νη χρή­ση φα­ντα­σμά­των, μυ­στη­ριω­δών εξα­φα­νί­σε­ων και άλ­λων εντυ­πω­σια­κών και υπερ­φυ­σι­κών συμ­βά­ντων (που σε κά­ποια μυ­θι­στο­ρή­μα­τα εί­χαν εν τέ­λει φυ­σι­κή εξή­γη­ση). Ο κύ­ριος σκο­πός των μυ­θι­στο­ρη­μά­των αυ­τού του εί­δους ήταν να προ­κα­λούν ρί­γη τρό­μου στους ανα­γνώ­στες καλ­λιερ­γώ­ντας το μυ­στή­ριο και τη φρί­κη με διά­φο­ρους τρό­πους. […], τα κα­λύ­τε­ρα γοτ­θι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα διά­νοι­ξαν για τη μυ­θο­πλα­σία την προ­ο­πτι­κή του πα­ρά­λο­γου, των διε­στραμ­μέ­νων τά­σε­ων και των εφιαλ­τι­κών φό­βων που κρύ­βο­νται κά­τω από την ήρε­μη επι­φά­νεια του πο­λι­τι­σμέ­νου νου.[14]

Ση­μα­ντι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις για τη φύ­ση του γοτ­θι­κού τρό­που γρα­φής κά­νει ο Robert Miles στο βι­βλίο του Gothic Writing, ο οποί­ος υπο­στη­ρί­ζει σχε­τι­κά ότι το “γοτ­θι­κό” δεν ανα­πτύ­χθη­κε «στην απο­μό­νω­ση», αλ­λά ήταν απο­τέ­λε­σμα ενός πο­λύ ευ­ρύ­τε­ρου φά­σμα­τος αλ­λα­γών κά­θε επι­πέ­δου, γε­γο­νός το οποίο φόρ­τι­σε την και­νούρ­για αυ­τή έκ­φρα­ση με ιδε­ο­λο­γι­κό πε­ριε­χό­με­νο. «Αρ­χι­κά», επι­ση­μαί­νει, «η γοτ­θι­κή αι­σθη­τι­κή δια­μορ­φώ­νε­ται σαν απο­τέ­λε­σμα ενός κύ­μα­τος αρ­χαιό­πλη­κτου εν­δια­φέ­ρο­ντος σχε­τι­κού με το εθνι­κό πα­ρελ­θόν» και ανα­κα­λεί την ερ­μη­νεία του Φου­κώ για τα τέ­λη του δέ­κα­του όγδο­ου αιώ­να ως πε­ριό­δου κρί­σης, η οποία εκ­φρά­ζε­ται με την εμ­φά­νι­ση της νο­σταλ­γί­ας. «Νο­σταλ­γία», διευ­κρι­νί­ζει ο Miles, «εί­ναι η ανα­γνώ­ρι­ση της δια­φο­ράς (το πα­ρελ­θόν εί­ναι ανα­ντι­κα­τά­στα­το) συν­δυα­σμέ­νης με μια εμ­μο­νή στην ομοιό­τη­τα (ελ­πί­ζου­με ότι το πα­ρελ­θόν θα υπο­δεί­ξει τι ακρι­βώς εί­μα­στε τώ­ρα)»[15]  ή ακό­μα «η γοτ­θι­κή αι­σθη­τι­κή εί­ναι πά­νω απ’ όλα μια αι­σθη­τι­κή αλ­λα­γής, μια με­τά­βα­ση, ένα μα­νι­φέ­στο νέ­ας γρα­φής, βα­σι­σμέ­νης στην αυ­θε­ντία του πα­λιού».[16]

Αν λοι­πόν τα στοι­χεία, τα οποία χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τη γοτ­θι­κή γρα­φή αντι­κα­το­πτρί­ζουν έναν κό­σμο που επι­βε­βλη­μέ­να αλ­λά­ζει, εί­τε το επι­θυ­μεί εί­τε όχι, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να απο­τε­λούν και το «μα­νι­φέ­στο» αυ­τής της αλ­λα­γής, η οποία έχει τα μά­τια στραμ­μέ­να σ’ ένα πα­ρελ­θόν, που θαυ­μά­ζει, τό­τε πι­θα­νό­τα­τα εί­ναι δυ­να­τόν να υπο­στη­ρι­χτεί ότι αυ­τός ο τρό­πος έκ­φρα­σης εί­ναι απο­τέ­λε­σμα τα­ραγ­μέ­νων, με­τα­βα­τι­κών επο­χών, οι οποί­ες, βέ­βαια, δεν εί­ναι γνώ­ρι­σμα μό­νο του 19ου αιώ­να. Η ιδιο­τυ­πία λοι­πόν αυ­τής της γοτ­θι­κής έκ­φρα­σης δεί­χνει επί­σης την τά­ση της να απε­λευ­θε­ρώ­νει δυ­νά­μεις ζω­τι­κές –ορ­μη­τι­κές θα μπο­ρού­σε κά­ποιος να υπο­στη­ρί­ξει– οι οποί­ες για κά­ποιους λό­γους δε­σμεύ­τη­καν ασφυ­κτι­κά στις πα­γιώ­σεις του πα­ρελ­θό­ντος και εκρή­γνυ­νται όταν το πλή­ρω­μα του χρό­νου και οι κα­τάλ­λη­λες συν­θή­κες το επι­τρέ­ψουν. Ο Mario Praz στην ει­σα­γω­γή του βι­βλί­ου Three Gothic Novels το­νί­ζει τον τρό­πο με τον οποίο ο μαρ­κή­σιος ντε Σαντ εί­δε τις ιστο­ρί­ες του τρό­μου: «Αυ­τό το εί­δος», υπο­στη­ρί­ζει ο ντε Σαντ, «υπήρ­ξε το ανα­πό­φευ­κτο προ­ϊ­όν του επα­να­στα­τι­κού σοκ που αντη­χού­σε σ’ ολό­κλη­ρη την Ευ­ρώ­πη. […]. Αλ­λά αυ­τό το εί­δος γρα­φής πα­ρου­σί­α­ζε και πολ­λές ση­μα­ντι­κές δυ­σκο­λί­ες! […]∙ εί­τε [έπρε­πε κα­νείς] να εξη­γή­σει κά­θε μα­γι­κό στοι­χείο και εις το εξής να μην υπάρ­χει πλέ­ον κα­νέ­να εν­δια­φέ­ρον, ή να μην απο­κα­λύ­ψει τί­πο­τε και ιδού η πιο τρο­μα­κτι­κή φα­ντα­σία!»[17]  Εί­ναι προ­φα­νής στο από­σπα­σμα η σύν­δε­ση που γί­νε­ται ανά­με­σα στο εί­δος αυ­τό της γρα­φής και στις κοι­νω­νι­κές ανα­κα­τα­τά­ξεις, όπως επί­σης εί­ναι ση­μα­ντι­κή η επι­σή­μαν­ση ότι ο συγ­γρα­φέ­ας ενός τέ­τοιου έρ­γου δεν εί­χε και πολ­λά πε­ρι­θώ­ρια επι­λο­γής∙ αν για κά­ποιους λό­γους επι­θυ­μού­σε να προ­σγειώ­σει το κεί­με­νό του στο ρε­α­λι­στι­κό κό­σμο, θα μπο­ρού­σε ασφα­λώς να το κά­νει με τί­μη­μα να κα­τα­στρέ­ψει τη γοη­τεία του, την οποία, εν προ­κει­μέ­νω, φαί­νε­ται να εγ­γυά­ται το μα­γι­κό, το μη ρε­α­λι­στι­κό στοι­χείο.

Αυ­τή την κοι­νω­νι­κή διά­στα­ση της γοτ­θι­κής γρα­φής φαί­νε­ται να προ­σεγ­γί­ζει επί­σης ο Robert Miles σχο­λιά­ζο­ντας από­ψεις του Frederic Jameson, o οποί­ος ανα­φέ­ρε­ται στην κοι­νω­νι­κή λει­τουρ­γία του κλα­σι­κού ρο­μάν­τσου και το πα­ρου­σιά­ζει ως ένα όρα­μα μέ­σα στο οποίο απορ­ρο­φώ­νται ή «ψα­λι­δί­ζο­νται» όλα εκεί­να «τα χα­λα­ρά άκρα του κοι­νω­νι­κού πε­πρω­μέ­νου μας». Ο Robert Miles χρη­σι­μο­ποιεί αυ­τή την ανα­φο­ρά για να αντι­δια­στεί­λει την κοι­νω­νι­κή λει­τουρ­γία του γοτ­θι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος προς εκεί­νη της γνω­στής ρο­μα­ντι­κής ιστο­ρί­ας και πα­ρα­τη­ρεί:

[…] το Γοτ­θι­κό δη­λώ­νει τη ση­μα­ντι­κό­τη­τά του μέ­σα από την απο­τυ­χία του να εκ­πλη­ρώ­σει αυ­τό ακρι­βώς το όρα­μα, να με­του­σιώ­σει τις ανα­λο­γι­κές κοι­νω­νι­κές ωθή­σεις σε λο­γο­τε­χνία. Τα άκρα εξα­κο­λου­θούν να αιω­ρού­νται. Ή ίσως, ει­δι­κό­τε­ρα, τα γοτ­θι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα εί­τε αντι­στέ­κο­νται σ’ αυ­τή τη συγ­χώ­νευ­ση, εί­τε, αν αυ­τό συμ­βεί, γί­νε­ται τό­σο έξυ­πνα, ώστε τα άκρα δεν εί­ναι δυ­να­τόν να συ­γκρο­τή­σουν αυ­τή τη φα­ντα­στι­κή ισορ­ρο­πία με απο­τέ­λε­σμα η ενέρ­γεια να ξε­χει­λί­ζει.[18]

Αν ορ­θά σχο­λιά­ζω το πε­ριε­χό­με­νο του απο­σπά­σμα­τος, τό­τε φαί­νε­ται πως το γοτ­θι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα ή γε­νι­κό­τε­ρα το μυ­θι­στό­ρη­μα, το οποίο πε­ρι­λαμ­βά­νει στοι­χεία του φα­ντα­στι­κού, απο­κτά­ει μια ιδιαί­τε­ρη κοι­νω­νι­κή διά­στα­ση και εκ­φρά­ζει βα­θύ­τα­τες και απω­θη­μέ­νες πτυ­χές της ύπαρ­ξής μας, οι οποί­ες για άγνω­στους λό­γους αντι­στέ­κο­νται στις αφο­μοιω­τι­κές κοι­νω­νι­κές τά­σεις. Έτσι το γοτ­θι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα μοιά­ζει να δια­θέ­τει μιαν εκρη­κτι­κή εσω­τε­ρι­κό­τη­τα, η οποία απο­τυ­πώ­νει ένα κοι­νω­νι­κού τύ­που μή­νυ­μα: πως η ευ­τα­ξία της κοι­νω­νί­ας εί­ναι ιδιαί­τε­ρα ευά­λω­τη και ανά πά­σα στιγ­μή έτοι­μη να δια­σα­λευ­τεί, εφό­σον τα προ­ϊ­ό­ντα της αν­θρώ­πι­νης φα­ντα­σί­ας δεν εί­ναι μό­νο στοι­χεία που δεν υπάρ­χουν, αλ­λά και δυ­νά­μεις που δεν υπα­κού­ουν και, δι’ αυ­τού του τρό­που, τε­λι­κά εκ­φρά­ζο­νται.

Το γε­γο­νός μά­λι­στα ότι τα Όνει­ρα γρά­φο­νται από γυ­ναί­κα συγ­γρα­φέα φαί­νε­ται να συ­να­ντά την πα­ρα­τή­ρη­ση του Mario Praz, ο οποί­ος, σχο­λιά­ζο­ντας ότι εί­ναι απο­ρί­ας άξια η εμ­φά­νι­ση των αι­σθη­τι­κών αυ­τών τά­σε­ων μέ­σα στον δέ­κα­το ένα­το αιώ­να, τον κα­τ’ εξο­χήν αιώ­να της αβρό­τη­τας και της ρο­μα­ντι­κής ατμό­σφαι­ρας, απα­ντά­ει με σα­φή­νεια ότι οφεί­λε­ται ακρι­βώς σ’ αυ­τά του τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, τα οποία στην ου­σία υπο­δη­λώ­νουν μια γυ­ναι­κεί­ου τύ­που ταυ­τό­τη­τα. «Εί­χαν με­τα­φυ­σι­κές ανη­συ­χί­ες», πα­ρα­τη­ρεί για τις γυ­ναί­κες της επο­χής ο Mario Praz και αφή­νει να εν­νοη­θεί ότι η ατμό­σφαι­ρα αυ­τή, που συν­δύ­α­ζε την ομορ­φιά με την πλή­ξη, την αβρό­τη­τα με τις με­τα­φυ­σι­κές ανη­συ­χί­ες, τον θά­να­το και τη φρί­κη δεν ήταν πα­ρά ο ίδιος ο ρο­μα­ντι­σμός.[19]

Εί­ναι, λοι­πόν, προ­φα­νές ότι η Εύα Βλά­μη υιο­θε­τεί έναν ανα­τρε­πτι­κό τρό­πο γρα­φής για να σχο­λιά­σει και να κα­ταγ­γεί­λει άμε­σα τις εκρη­κτι­κές συν­θή­κες της επο­χής στην οποία ανα­φέ­ρε­ται, δη­λα­δή της Μι­κρα­σια­τι­κής Κα­τα­στρο­φής, έμ­με­σα όμως και εκεί­νης κα­τά την οποία το έρ­γο πα­ρου­σιά­ζε­ται, δη­λα­δή της με­τεμ­φυ­λια­κής. Ταυ­τό­χρο­να, δια­τη­ρεί εντο­νό­τα­το το στοι­χείο της φα­ντα­σί­ας, που δι­καιώ­νει τη γοη­τεία της γοτ­θι­κής γρα­φής και καλ­λιερ­γεί το φρι­κώ­δες μυ­στή­ριο, ενώ ισχυ­ρές εί­ναι οι δό­σεις σαρ­κα­σμού και ει­ρω­νεί­ας. Εί­ναι αυ­τός ο εκρη­κτι­κός συν­δυα­σμός στοι­χεί­ων, ο οποί­ος δεν επι­ση­μάν­θη­κε από την κρι­τι­κή, με εξαί­ρε­ση το άρ­θρο του Θα­νά­ση Αγά­θου, στο πε­ριο­δι­κό Δια­βά­ζω (αφιέ­ρω­μα στην Εύα Βλά­μη), με τί­τλο «Ίχνη φα­ντα­στι­κού στο μυ­θι­στό­ρη­μα Τα Όνει­ρα της Αγ­γέ­λι­κας». Εδώ ο συ­ντά­κτης –βοη­θού­σης πι­θα­νόν της χρο­νι­κής από­στα­σης από το έρ­γο, αλ­λά και της εξέ­λι­ξης της πε­ζο­γρα­φί­ας– ανα­φέ­ρε­ται σ’ αυ­τήν ακρι­βώς την πο­λύ­πλο­κη σύν­θε­ση, επι­ση­μαί­νο­ντας ότι «τα Όνει­ρα της Αγ­γέ­λι­κας δια­θέ­τουν αξιο­ση­μεί­ω­τα στοι­χεία φα­ντα­στι­κής λο­γο­τε­χνί­ας» ή επί­σης ότι «το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος της Βλά­μη με­τε­ω­ρί­ζε­ται ανά­με­σα στην αλή­θεια και την ψευ­δαί­σθη­ση, την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και το όνει­ρο (ακρι­βέ­στε­ρα τον εφιάλ­τη), με απο­τέ­λε­σμα να ει­σχω­ρεί διαρ­κώς στον ανα­γνώ­στη, […], η αμ­φι­βο­λία για το εάν τα δια­δρα­μα­τι­ζό­με­να γε­γο­νό­τα ανή­κουν στον πραγ­μα­τι­κό κό­σμο […]».[20]

Το δεύ­τε­ρο ερ­γα­λείο, το οποίο η συγ­γρα­φέ­ας υιο­θε­τεί και δια του οποί­ου κα­θι­στά ακό­μη εντο­νό­τε­ρο το απο­τέ­λε­σμα της κοι­νω­νι­κής κρι­τι­κής της, εί­ναι ο άκρως κα­ταγ­γελ­τι­κός μη­χα­νι­σμός της σά­τι­ρας. Ο όρος «Σά­τι­ρα» έχει, κα­τά και­ρούς, δε­χτεί ποι­κί­λους σχο­λια­σμούς, και έχει επι­χει­ρη­θεί η απο­σα­φή­νι­σή του. Η Κα­τε­ρί­να Κω­στί­ου στην Ποι­η­τι­κή της Ανα­τρο­πής ανα­φέ­ρει:

Κα­νέ­νας ορι­σμός δεν μπο­ρεί να συ­μπε­ρι­λά­βει την πο­λυ­πλο­κό­τη­τα μιας λέ­ξης η οποία δη­λώ­νει από τη μια με­ριά ένα εί­δος λο­γο­τε­χνί­ας και από την άλ­λη ένα πνεύ­μα ή ένα τό­νο που μπο­ρεί να εκ­φρα­στεί μέ­σα από πολ­λά λο­γο­τε­χνι­κά εί­δη», ενώ η ίδια σε άλ­λο ση­μείο πα­ρα­τη­ρεί: «Η ει­δο­ποιός δια­φο­ρά της όμως εί­ναι ότι πά­ντα κρί­νει, ανα­τρέ­πει, δια­σκε­δά­ζει. Κά­θε από­πει­ρα να τα­ξι­νο­μη­θεί ή να πε­ρι­γρα­φεί επα­κρι­βέ­στε­ρα οδη­γεί σε αυ­θαι­ρε­σί­ες».[21]

Ωστό­σο, πα­ρά τη δυ­σκο­λία οριο­θέ­τη­σης της έν­νοιας, η ανα­τρε­πτι­κή και σκω­πτι­κή διά­στα­σή της εί­ναι γε­νι­κώς απο­δε­κτή. Στο Λε­ξι­κό Λο­γο­τε­χνι­κών Όρων, λοι­πόν, του M. H. Abrams ανα­φέ­ρε­ται:

Η σά­τι­ρα, εί­ναι η τέ­χνη του να μειώ­νεις ή να υπο­βι­βά­ζεις ένα θέ­μα, γε­λοιο­ποιώ­ντας το και κά­νο­ντας το κοι­νό να το πε­ρι­φρο­νή­σει, να δια­σκε­δά­σει, να θυ­μώ­σει ή να αγα­να­κτή­σει μα­ζί του. Δια­φέ­ρει από το κω­μι­κό, κα­θό­τι αυ­τό προ­κα­λεί το γέ­λιο ως αυ­το­σκο­πό, ενώ η σά­τι­ρα καυ­τη­ριά­ζει, δη­λα­δή χρη­σι­μο­ποιεί το γέ­λιο ως όπλο για να χτυ­πή­σει ένα στό­χο που βρί­σκε­ται εκτός έρ­γου. Ο στό­χος αυ­τός μπο­ρεί να εί­ναι ένα άτο­μο […] ή ένας αν­θρώ­πι­νος τύ­πος, μια κοι­νω­νι­κή τά­ξη, ένας θε­σμός, ή ακό­μη και ολό­κλη­ρο το αν­θρώ­πι­νο γέ­νος.[22]

Ένα ση­μα­ντι­κό σχό­λιο επί­σης για το κοι­νω­νι­κό πλαί­σιο μέ­σα στο οποίο γεν­νιέ­ται η σά­τι­ρα δί­νε­ται στο Princeton Encyclopedia of Poetry and Poetics. «Η σπου­δαιό­τε­ρη σά­τι­ρα», επι­ση­μαί­νει ο συ­ντά­κτης του λήμ­μα­τος «γρά­φε­ται σε πε­ριό­δους, κα­τά τις οποί­ες τα ηθι­κά και λο­γι­κά πρό­τυ­πα εί­ναι τό­σο ισχυ­ρά ώστε να απο­σπούν ευ­ρεία συ­ναί­νε­ση και, την ίδια στιγ­μή, τό­σο ανί­σχυ­ρα ώστε να μην μπο­ρούν να επι­βάλ­λουν την από­λυ­τη συμ­μόρ­φω­ση∙ εί­ναι ακρι­βώς όταν εκεί­νος ο οποί­ος ασκεί τη σά­τι­ρα συμ­με­τέ­χει στην κοι­νω­νία και ταυ­τό­χρο­να την πα­ρα­τη­ρεί».[23]  Στο ίδιο πε­ρί­που μή­κος κύ­μα­τος βρί­σκε­ται η επι­σή­μαν­ση του Arthur Pollard: «Η σά­τι­ρα», υπο­στη­ρί­ζει, «έχει πά­ντο­τε έντο­νη συ­νεί­δη­ση της δια­φο­ράς ανά­με­σα στο πώς εί­ναι τα πράγ­μα­τα και στο πώς θα ’πρε­πε να εί­ναι. Ο σα­τι­ρι­κός ανή­κει συ­χνά στη μειο­ψη­φία, δεν μπο­ρεί όμως να εί­ναι δε­δη­λω­μέ­νος από­βλη­τος. Για να έχει επι­τυ­χία, θα πρέ­πει η κοι­νω­νία του να απο­δέ­χε­ται έστω και τυ­πι­κά τα ιδα­νι­κά, που αυ­τός υπε­ρα­σπί­ζε­ται».[24]   Ο Αν­δρέ­ας Λα­σκα­ρά­τος, ένας από τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους σα­τι­ρι­κούς ποι­η­τές της Επτα­νη­σια­κής Σχο­λής, επι­ση­μαί­νει σχε­τι­κά με τον χα­ρα­κτή­ρα της σά­τι­ρας: «Ύλη της», γρά­φει, «εί­ναι τα ελατ­τώ­μα­τα της κοι­νω­νί­ας και εκεί­να των ατό­μων. Σκο­πός της το σιά­ση­μο των στρα­βών και κα­κώς εχό­ντων. Χα­ρα­κτή­ρας της η αυ­στη­ρό­τη­τα, η μα­στί­γω­ση. Απο­τέ­λε­σμά της η χα­λί­νω­ση των ελατ­τω­μά­των (και το γε­νι­κό μί­σος προς τον σα­τι­ρι­στήν)»,[25]  ενώ ο Δη­μή­τρης Αγ­γε­λά­τος, σχο­λιά­ζο­ντας την κρι­τι­κή λει­τουρ­γία της σά­τι­ρας, ανα­φέ­ρει:

Η σά­τι­ρα εί­ναι επι­κε­ντρω­μέ­νη στην κρι­τι­κή ανα­πα­ρά­στα­ση προ­σώ­πων και κα­τα­στά­σε­ων, οι­κεί­ων στους απο­δέ­κτες στους οποί­ους απευ­θύ­νε­ται, […]. Το κρι­τι­κό αυ­τό ήθος της σά­τι­ρας συ­γκρού­ε­ται με οτι­δή­πο­τε απει­λεί φα­νε­ρά ή κα­λυμ­μέ­να να ακι­νη­το­ποι­ή­σει τη ζω­ντα­νή αν­θρώ­πι­νη συ­νεί­δη­ση σε στε­γα­νά και κα­λού­πια, επι­διώ­κο­ντας να υπε­ρα­σπι­στεί τον άν­θρω­πο, […], απέ­να­ντι στην υπο­κρι­σία, τη δια­στρο­φή, την εκ­με­τάλ­λευ­ση, τη δη­μο­κο­πία, τις προ­λή­ψεις, την ηλι­θιό­τη­τα, […].[26]

Σε γε­νι­κές γραμ­μές, οι πα­ρα­τη­ρή­σεις αυ­τές φαί­νε­ται να συ­να­ντούν, κα­τά μία έν­νοια, την επο­χή της συγ­γρα­φής των Ονεί­ρων. Κα­θώς φαί­νε­ται, τό­τε προ­σφέ­ρε­ται το κοι­νω­νι­κό υλι­κό εκεί­νο, το οποίο προ­κα­λεί τέ­τοιου εί­δους σχό­λια. Σε μια κοι­νω­νία ακό­μα αρ­κε­τά αυ­στη­ρή και ανε­λα­στι­κή, κα­θό­λου επιει­κή απέ­να­ντι σε θέ­σεις δια­φο­ρε­τι­κές από τις κα­τε­στη­μέ­νες, λο­γι­κό εί­ναι να ανα­πτύσ­σο­νται αφε­νός η κοι­νω­νι­κή υπο­κρι­σία, η οποία σκο­πί­μως απο­κρύ­πτει το δια­φο­ρε­τι­κό προ­βάλ­λο­ντας το αρε­στό, αφε­τέ­ρου φω­νές δια­μαρ­τυ­ρί­ας απέ­να­ντι σ’ αυ­τόν τον τύ­πο κοι­νω­νι­κής συ­μπε­ρι­φο­ράς, που στραγ­γα­λί­ζει την ελεύ­θε­ρη έκ­φρα­ση. Σ’ αυ­τό το πλαί­σιο, δύο από τους τρό­πους απε­λευ­θέ­ρω­σης του αυ­θε­ντι­κού μπο­ρεί να εί­ναι η φα­ντα­σία και η σά­τι­ρα. Μια τέ­τοιου, λοι­πόν, τύ­που κα­ταγ­γελ­τι­κή φω­νή κοι­νω­νι­κής κρι­τι­κής φαί­νε­ται να ανα­δύ­ε­ται μέ­σα από τα Όνει­ρα της Αγ­γέ­λι­κας. Εν­σω­μα­τώ­νο­ντας στο έρ­γο αυ­τό κα­τάλ­λη­λους τύ­πους και σκη­νές χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές, η συγ­γρα­φέ­ας όχι μό­νο διο­χε­τεύ­ει μέ­σα σ’ έναν κό­σμο φα­ντα­σί­ας τους κοι­νω­νι­κούς τριγ­μούς, αλ­λά επί­σης σαρ­κά­ζει και ταυ­τό­χρο­να κα­ταγ­γέλ­λει τον τρό­πο λει­τουρ­γί­ας των θε­σμών, του κοι­νο­βου­λί­ου, την υπο­κρι­σία και τη μα­ταιο­δο­ξία της αστι­κής τά­ξης, η οποία θε­ω­ρεί δι­κή της απο­κλει­στι­κό­τη­τα τα ιδα­νι­κά, την κοι­νω­νι­κή προ­σφο­ρά, τη φι­λαν­θρω­πία, τη θυ­σία για τον άν­θρω­πο. Ταυ­τό­χρο­να και απο­λύ­τως σπα­ρα­κτι­κά πα­ρου­σιά­ζει ει­κό­νες από το δρά­μα των προ­σφύ­γων, του ητ­τη­μέ­νου στρα­τού, της μά­ται­ης ανα­ζή­τη­σης αγα­πη­μέ­νων ανά­με­σα στους τε­λευ­ταί­ους επι­ζώ­ντες. Το κυ­ριό­τε­ρο απ’ όλα εί­ναι ότι, αν στα Όνει­ρα τα φαι­νό­με­να αυ­τά πε­ρι­γρά­φουν μια ει­κό­να κρί­σης, μέ­σα από την οποία διέρ­χε­ται η ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία με­τά την Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή, κα­νείς δεν μπο­ρεί να αμ­φι­σβη­τή­σει ότι αυ­τά τα ίδια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά αντι­κα­το­πτρί­ζουν δια­χρο­νι­κά στοι­χεία της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας. Δια­χρο­νι­κή, λοι­πόν και επο­μέ­νως, πα­ρού­σα πα­ρα­μέ­νει η ιδιό­τυ­πη μα­τιά της Εύ­ας Βλά­μη ως φο­ρέ­ας κα­ταγ­γε­λί­ας και ανα­τρο­πής.


Τα απο­σπά­σμα­τα που ακο­λου­θούν στην πα­ρού­σα ερ­γα­σία ανα­δει­κνύ­ουν, θε­ω­ρώ, όσα υπο­στη­ρί­χτη­καν εδώ, σχε­τι­κά με τη γοτ­θι­κή γρα­φή και τη σά­τι­ρα.

Στους πρω­τα­γω­νι­στι­κούς, λοι­πόν, χα­ρα­κτή­ρες του έρ­γου εντάσ­σε­ται ο σκο­τει­νός Στυ­λια­νός Σου­δά­ρας. Το όνο­μα του πα­ρα­πέ­μπει άμε­σα στο σου­δά­ριον, το μα­ντί­λι που σκέ­πα­ζε το πρό­σω­πο του νε­κρού, στοι­χείο κα­θό­λου τυ­χαίο για έναν χα­ρα­κτή­ρα οι δρα­στη­ριό­τη­τες του οποί­ου στην εξέ­λι­ξη του έρ­γου σχε­τί­ζο­νται ποι­κι­λο­τρό­πως με τον θά­να­το. Το από­σπα­σμα που ακο­λου­θεί εί­ναι το ση­μείο της ει­σα­γω­γής του στο έρ­γο και των πρώ­των υπαι­νιγ­μών σχε­τι­κά με το εί­δος των δρα­στη­ριο­τή­των του.

Βλέ­πο­ντας από μα­κριά μιαν άμα­ξα στα­μα­τη­μέ­νη μπρο­στά στο σπί­τι της γρη­γό­ρε­ψε ανη­συ­χι­σμέ­νη το βή­μα. […]. Μα κυ­ρια­κά­τι­κη βί­ζι­τα με τέ­τοιον αμα­ξά κι έτσι πρωί πρωί, ποιος να ’ταν; Σαν ένα χέ­ρι να της έσφι­ξε ξάφ­νου την καρ­διά, κα­θώς σι­μώ­νο­ντας εί­δε το ολό­μαυ­ρο αμά­ξι με τα τέσ­σε­ρα κα­τά­μαυ­ρα άλο­γα, με τα ολό­μαυ­ρα λο­φία δε­μέ­να στη γυα­λι­στε­ρή τους πε­τσέ­νια κε­φα­λα­ριά, απ’ όπου ξε­κι­νού­σαν μαύ­ρα, κα­τά­μαυ­ρα χά­μου­ρα, μ’ ολό­χρυ­σα πυ­κνο­κε­ντί­δια που ξά­στρα­φταν. […]. Η Λα­μπρι­νή η γει­τό­νισ­σα της πρό­φτα­σε πως ήρ­θε ένας Κύ­ριος – Κύ­ριος Σου­δά­ρας λέ­γε­ται, Με­γά­λο πρό­σω­πο […]. Ένας Κύ­ριος; Με­γά­λο πρό­σω­πο; Για τον Ασή­μη θα ’τα­νε κι ένοιω­σε τα γό­να­τά της να λυ­γί­ζουν. Στην κρε­μά­στρα εί­δε το στρογ­γυ­λω­τό ολό­μαυ­ρο κα­πέ­λο του επι­σκέ­πτη και το μαύ­ρο εβέ­νι­νο μπα­στού­νι του με το μα­λα­μα­τέ­νιο χε­ρού­λι. […]. Μπαί­νο­ντας η Αγ­γέ­λι­κα εί­δε έναν μα­κρό­ψη­λο άντρα ντυ­μέ­νο κα­τά­μαυ­ρα, μ’ ορ­θό κο­λά­ρο που το πε­ρί­ζω­νε κά­τα­σπρη γρα­βά­τα, ση­κω­μέ­νον από την πο­λυ­θρό­να να τη χαι­ρε­τή­σει.[…]. Τον άκου­σε να λέ­ει με βα­θειά κι από­μα­κρη φω­νή «πως θε­ώ­ρη­σε χρέ­ος του, ως πρό­ε­δρος του Τα­μεί­ου Πε­ρι­θάλ­ψε­ως Ορ­φα­νών Πο­λέ­μου, να έλ­θη αυ­το­προ­σώ­πως να την ευ­χα­ρι­στή­σει δια την συ­γκι­νη­τι­κήν προ­σφο­ράν της, και πρό­σμε­νε ορ­θός μπρο­στά της να του δώ­σει το χέ­ρι. Στο ακού­μπι­σμα του κρύ­ου και νο­τι­σμέ­νου χε­ριού ανα­τρί­χια­σε και με­τα­βιάς κρα­τή­θη­κε να μην απο­τρα­βή­ξει το δι­κό της.[27]

Το ζο­φε­ρό στοι­χείο, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της γοτ­θι­κής γρα­φής, γί­νε­ται ευ­θύς εξαρ­χής φα­νε­ρό στο από­σπα­σμα. Το κα­τά­μαυ­ρο χρώ­μα που κυ­ριαρ­χεί, όχι μό­νο στην πο­λυ­τε­λή άμα­ξα, η οποία ιδιαί­τε­ρα θυ­μί­ζει νε­κρο­φό­ρα της επο­χής, αλ­λά επί­σης στα ρού­χα του επί­ση­μου επι­σκέ­πτη, στο κα­πέ­λο και το μπα­στού­νι του κα­θι­στούν σα­φή την από­κο­σμη αί­σθη­ση την οποία προ­κα­λεί στην Αγ­γέ­λι­κα η πα­ρου­σία του. Η ανα­φο­ρά στον Ασή­μη, τον ενα­γω­νί­ως ανα­με­νό­με­νο από τη Μι­κρά Ασία αγα­πη­μέ­νο, συ­νο­δευό­με­νη από την έντο­νη τα­ρα­χή της Αγ­γέ­λι­κας –«ένοιω­σε τα γό­να­τά της να λυ­γί­ζουν»–, επι­τεί­νει την έντα­ση και λει­τουρ­γεί υπαι­νι­κτι­κά σε σχέ­ση με ό,τι πρό­κει­ται να ακο­λου­θή­σει, ενώ η αί­σθη­ση της ανα­τρι­χί­λας της «στο ακού­μπι­σμα του κρύ­ου και νο­τι­σμέ­νου χε­ριού» του επι­σκέ­πτη ενι­σχύ­ει σθε­να­ρά την μυ­στη­ριώ­δη ατμό­σφαι­ρα που, στα­δια­κά, δη­μιουρ­γεί­ται. Εδώ, όμως, πέ­ρα από τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που εγκαι­νιά­ζουν τη γοτ­θι­κή γρα­φή στο έρ­γο, πα­ρα­τη­ρού­με ένα στοι­χείο αξιο­πρό­σε­κτο. Ο πα­ρά­ξε­νος επι­σκέ­πτης της Αγ­γέ­λι­κας, το «Με­γά­λο πρό­σω­πο», κα­τά τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό της γει­τό­νισ­σας, φο­ρέ­ας δη­λα­δή ιδιαί­τε­ρης εξου­σί­ας, έρ­χε­ται να την ευ­χα­ρι­στή­σει με την ιδιό­τη­τα του Προ­έ­δρου του «Τα­μεί­ου Πε­ρι­θάλ­ψε­ως Ορ­φα­νών Πο­λέ­μου»,[28]  στο οποίο εκεί­νη έχει προ­σφέ­ρει ολό­ψυ­χα τα κο­σμή­μα­τά της. Η ανα­φο­ρά στο «Τα­μείο» πα­ρα­πέ­μπει ευ­θέ­ως στους μη­χα­νι­σμούς υπο­δο­χής και απο­κα­τά­στα­σης των προ­σφύ­γων, οι οποί­οι εί­χαν συ­στα­θεί από το ελ­λη­νι­κό κρά­τος πριν ακό­μα από τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή, κα­θώς «μα­ζι­κές αφί­ξεις προ­σφύ­γων στην Ελ­λά­δα έχου­με από πο­λύ πιο πριν, ήδη από το τέ­λος των Βαλ­κα­νι­κών Πο­λέ­μων».[29]  Ο ρό­λος των επι­τρο­πών αυ­τών, σε συν­δυα­σμό με ση­μα­ντι­κή διε­θνή βο­ή­θεια, υπήρ­ξε κα­τα­λυ­τι­κός ως προς τη φρο­ντί­δα και την εν­σω­μά­τω­ση των προ­σφύ­γων στη χώ­ρα. «Δεν θα ήταν υπερ­βο­λή», υπο­στη­ρί­ζει ο Πα­σχά­λης Κι­τρο­μη­λί­δης, «να λε­χθεί ότι η απο­κα­τά­στα­ση του προ­σφυ­γι­κού πλη­θυ­σμού απο­τέ­λε­σε το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο επί­τευγ­μα της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας στη δια­δρο­μή του ει­κο­στού αιώ­να».[30]

Η άμε­ση όμως και αιχ­μη­ρό­τα­τη κοι­νω­νι­κή κρι­τι­κή γί­νε­ται κυ­ρί­ως μέ­σα από το πνεύ­μα της σά­τι­ρας. Η συ­χνό­τη­τα της εμ­φά­νι­σης των σα­τι­ρι­κών σχο­λί­ων και η οξύ­τη­τά τους προ­φα­νώς δεν εί­ναι τυ­χαία και μαρ­τυ­ρεί τη διά­θε­ση της συγ­γρα­φέ­ως να πα­ρω­δή­σει και να καυ­τη­ριά­σει μ’ έναν έμ­με­σο τρό­πο κα­τα­στά­σεις, οι οποί­ες ενο­χλούν. Εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ανε­κτός ο σαρ­κα­σμός ή η κα­ταγ­γε­λία όταν γί­νε­ται από τον αφη­γη­τή ή τον χα­ρα­κτή­ρα ενός έρ­γου, ιδιαί­τε­ρα σε επο­χές, κα­τά τις οποί­ες για λό­γους ιστο­ρι­κούς το πλαί­σιο των κοι­νω­νι­κών και πο­λι­τι­κών ελευ­θε­ριών δεν εί­ναι τό­σο ευ­ρύ­χω­ρο.

Στο έκτο, λοι­πόν, κε­φά­λαιο και στο πλαί­σιο της σα­τι­ρι­κής πτυ­χής, η Αγ­γέ­λι­κα πα­ρευ­ρί­σκε­ται σε ώρα συ­νε­δριά­σε­ως στην αί­θου­σα της Βου­λής, ελ­πί­ζο­ντας πά­ντα ότι κά­ποιον θα συ­να­ντή­σει και θα μά­θει νέα από τον Ασή­μη. Σ’ αυ­τό το σκη­νι­κό ει­σά­γε­ται ο χα­ρα­κτή­ρας της Αν­θε­μί­ου, κυ­ρί­ας της αστι­κής τά­ξης, η οποία έχει μό­λις επι­στρέ­ψει από το Μι­κρα­σια­τι­κό Μέ­τω­πο. Η συγ­γρα­φέ­ας την το­πο­θε­τεί, αρ­χι­κά του­λά­χι­στον, στον χώ­ρο της Βου­λής, ανά­με­σα σε όσα εκεί δια­δρα­μα­τί­ζο­νται, και έτσι κα­τα­φέρ­νει ταυ­τό­χρο­να να δια­κω­μω­δή­σει αφε­νός τον τύ­πο της κυ­ρί­ας Αν­θε­μί­ου –τυ­πι­κό δείγ­μα εν­σάρ­κω­σης της αστι­κής κοι­νω­νι­κής υπο­κρι­σί­ας– και αφε­τέ­ρου τον τρό­πο λει­τουρ­γί­ας του κοι­νο­βου­λί­ου και των εκ­προ­σώ­πων του έθνους αυ­τές τις δύ­σκο­λες, τις εξαι­ρε­τι­κά κρί­σι­μες για την πα­τρί­δα στιγ­μές. Γρά­φει η Εύα Βλά­μη:

Μό­λις εί­χε γυ­ρί­σει η Αν­θε­μί­ου από το Μέ­τω­πο, το με­ση­μέ­ρι έφτα­σε, και το βρά­δυ ξα­να­πή­ρε τη θέ­ση της στο θε­ω­ρείο της Βου­λής, όπως πά­ντα. Ανά­με­σα στις άλ­λες γυ­ναί­κες, τις ντυ­μέ­νες το με­νε­ξε­λί, ξε­χώ­ρι­ζε με τη στρα­τιω­τι­κή της στο­λή, που δε θέ­λη­σε να τη βγά­λει. Εί­χε γυ­ρί­σει τη Μι­κρα­σία σπι­θα­μή με σπι­θα­μή, για να μοι­ρά­σει στους στρα­τιώ­τες τα τσι­γά­ρα που στέλ­ναν οι Κυ­ρί­ες των Αθη­νών – σί­γου­ρα τώ­ρα θα της δί­ναν το πα­ρά­ση­μο του Ακτι­νω­τού Αστέ­ρος: «Δε μου το τά­ξα­τε, Κύ­ριοι; Πή­γα στο Μέ­τω­πο; Κα­τε­βά­στε το τώ­ρα».[…].

— Φι­λιά από τον Ασή­μη, Αγ­γέ­λι­κα, έκα­νε πιά­νο­ντας το χέ­ρι της κο­πέ­λας που κά­θι­ζε δί­πλα της: — Να μου θυ­μί­σεις να σου πω για τις  Ι ά δ ε ς... που σε μια με­γά­λη γιορ­τή στη Σμύρ­νη απαγ­γεί­λα­νε γράμ­μα­τα των Πε­σό­ντων…

Αυ­στη­ρά βλέμ­μα­τα και φα­σα­μέν που ανε­βή­καν στα μά­τια απει­λη­τι­κά, στα­μα­τή­σα­νε την Αν­θε­μί­ου που εί­χε ση­κώ­σει τη φω­νή στο  Ι ά δ ε ς, για ν’ ακού­σουν όλες τη γιορ­τή που εί­χε ορ­γα­νώ­σει στη Σμύρ­νη, με αρ­χαί­ους Ιω­νι­κούς χο­ρούς και απαγ­γε­λί­ες γραμ­μά­των πε­σό­ντων στρα­τιω­τών από παρ­θέ­νες με ιω­νι­κάς αμ­φιέ­σεις, […] (69-70).

Το στίγ­μα της κυ­ρί­ας Αν­θε­μί­ου δί­νε­ται αμέ­σως. Πρό­κει­ται για κυ­ρία της κα­λής κοι­νω­νί­ας, η οποία στό­χο δεν έχει πα­ρά την από­κτη­ση ενός πα­ρα­σή­μου. Τα υπό­λοι­πα, η φι­λαν­θρω­πι­κή ή η εθνι­κή της δρά­ση, στο βαθ­μό που υπάρ­χουν, εί­ναι απλώς τα μέ­σα, τα οποία με­τέρ­χε­ται με τον ίδιο πά­ντα σκο­πό∙ το πα­ρά­ση­μο, το οποίο, κα­θώς η ίδια δη­λώ­νει αρ­γό­τε­ρα στην Αγ­γέ­λι­κα, «θέ­λουν δε θέ­λουν, θα της [το] δώ­σουν […], μα το ευ­τύ­χη­μα θα ’ταν να της το ’δι­ναν πριν από το Μνη­μό­συ­νο του Πα­λαιο­λό­γου, για να μπο­ρέ­σει κι αυ­τή να πα­ρου­σια­στεί σαν άν­θρω­πος, με τους επι­σή­μους δη­λα­δή, […]» (72). Για τον σκο­πό αυ­τό τα­ξι­δεύ­ει στο Μι­κρα­σια­τι­κό Μέ­τω­πο, μοι­ρά­ζο­ντας τσι­γά­ρα στους στρα­τιώ­τες, διορ­γα­νώ­νει γιορ­τές εθνι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου και τις ανα­φέ­ρει σε τό­νο τέ­τοιο, ώστε να μπο­ρούν ν’ ακού­σουν όλοι, σπεύ­δει στη Βου­λή, στην ου­σία αμέ­σως με­τά τη επι­στρο­φή της από το Μέ­τω­πο, πα­ρα­μέ­νο­ντας ντυ­μέ­νη με τη στρα­τιω­τι­κή στο­λή ανά­με­σα στις κυ­ρί­ες με τα «με­νε­ξε­λιά», για να φα­νεί και, ασφα­λώς, να σχο­λια­στεί η δια­φο­ρά. «Η από­κρυ­ψη και η υπο­κρι­σία εί­ναι η πιο πλού­σια πη­γή της σά­τι­ρας», το­νί­ζει η Κ. Κω­στί­ου και συ­νε­χί­ζει ανα­πτύσ­σο­ντας την ιδέα ότι εί­ναι στη φύ­ση του αν­θρώ­που να απο­κρύ­πτει την αρ­νη­τι­κή πλευ­ρά του και να επι­θυ­μεί τον υπερ­το­νι­σμό των θε­τι­κών του στοι­χεί­ων, τά­ση βε­βαί­ως η οποία οδη­γεί στην υπο­κρι­σία, εφό­σον ο άν­θρω­πος «θέ­λει να δεί­χνει ότι πά­ντα κι­νεί­ται από το κα­λό, το ηθι­κό, το ιδα­νι­κό, […]».[31]  Τέ­τοια ακρι­βώς συ­μπε­ρι­φο­ρά ανα­πτύσ­σει η κυ­ρία Αν­θε­μί­ου, η οποία, όχι μό­νο επι­χει­ρεί να με­τα­φέ­ρει τον «θρί­αμ­βο» της δρά­σης της στην Αγ­γέ­λι­κα, αλ­λά υψώ­νει και τον τό­νο της φω­νής της, προ­κει­μέ­νου να ακου­στεί το πε­ριε­χό­με­νο των λό­γων της και να κα­τα­δει­χτεί στους πα­ρι­στά­με­νους η «προ­σφο­ρά» της στο Έθνος, ιδιαί­τε­ρα μέ­σα στον ιε­ρό χώ­ρο του Κοι­νο­βου­λί­ου.

Ο σαρ­κα­σμός όμως της συγ­γρα­φέ­ως δεν στα­μα­τά­ει εδώ. Με αφορ­μή πραγ­μα­τι­κή συ­ζή­τη­ση στην Ελ­λη­νι­κή Βου­λή, η οποία αφο­ρού­σε στη δυ­να­τό­τη­τα ύπαρ­ξης και άλ­λων θρη­σκειών στο πλαί­σιο του ελ­λη­νι­κού κρά­τους[32]  πα­ρου­σιά­ζει «τον ρή­το­ρα της βρα­διάς […], έναν από τους καλ­λί­τε­ρους της Βου­λής» να ει­ση­γεί­ται τη βιο­γρα­φία του Βού­δα, εφό­σον «ύστε­ρα από συ­ζή­τη­ση ενός μη­νός και μιας βδο­μά­δας, γί­νη­κε γνω­στό πως εί­ναι αδύ­να­το να νο­μο­θε­τή­σει η Βου­λή, αν πρώ­τα δεν εμόρ­φω­νε γνώ­μη για κά­θε μια από τις Θρη­σκεί­ες» (71). Πα­ρα­θέ­τω εν­δει­κτι­κό από­σπα­σμα:

— Ίνα μη πο­λυ­πραγ­μο­νώ –συ­νέ­χι­σε ο ρή­το­ρας, αφού ευ­χα­ρί­στη­σε με σε­μνή υπό­κλι­ση τα ζω­η­ρά χει­ρο­κρο­τή­μα­τα που τον δια­κό­ψα­νε– ήτο ο πρί­γκηψ εί­κο­σι και εν­νέα ετών ότε απε­φά­σι­σεν να προ­βή εις την Με­γά­λην Απάρ­νη­σιν, εγκα­τα­λεί­πων πλού­τη και οι­κο­γέ­νειαν και κα­τα­φεύ­γων εις το δά­σος, ίνα αφιε­ρω­θή εις τον μο­νή­ρη στο­χα­σμόν και επι­τύ­χη το Ύψι­στον της Αθα­να­σί­ας. Ει­ρή­σθω εν πα­ρό­δω ότι εις την από­φα­σίν του ταύ­την ενε­δυ­να­μώ­θη εκ της θέ­ας των γυ­ναι­κών του Πα­λα­τί­ου του, τας οποί­ας επι­σκε­φθείς, εύ­ρεν εις πολ­λα­πλώς ακό­σμους στά­σεις κοι­μω­μέ­νας. […]. Ίπευ­σε την ίπ­πον αυ­τού Καν­δά­καν και εγκα­τέ­λει­ψε διά νυ­κτός την πο­λι­τεί­αν. Θαύ­μα­τα και ση­μεία συ­νώ­δευον την ανα­χώ­ρη­σιν Αυ­τού […]. Οι ίδιοι οι Θε­οί κα­τε­σί­γη­σαν τον χρε­με­τι­σμόν της ίπ­που του, ίνα μη τον αντι­λη­φθούν οι φρου­ροί, και εκρά­τουν ενα­ε­ρί­ους τας οπλάς, ίνα μη εγ­γί­ζουν το χώ­μα. […]. Ο βα­σι­λεύς της Ρα­για­γκρί­χα Τον εχαι­ρέ­τη­σε ως το μέλ­λο­ντα Βού­δα […]. Εις τοιού­τον ση­μεί­ον εξέ­τει­νε, Κύ­ριοι, τους ασκη­τι­σμούς, ώστε το σώ­μα αυ­τού απι­σχνά­σθη πα­ντε­λώς, απο­λέ­σαν όλην αυ­τού την λα­μπρό­τη­τα και την χά­ριν. […]. Τα έτη που πα­ρήλ­θον, έλε­γε, υπήρ­ξαν δι’ αυ­τόν “και­ρός εξο­δευ­θείς εις την μα­ταί­αν προ­σπά­θειαν, όπως δέ­ση τον αέ­ραν εις κόμ­βους… ”. (72)

Εί­ναι προ­φα­νές ότι η χρή­ση της κα­θα­ρεύ­ου­σας και το στομ­φώ­δες ύφος του «καλ­λί­τε­ρου ρή­το­ρα της Βου­λής», γύ­ρω από ένα θέ­μα τό­σο ξέ­νο προς την ελ­λη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ιδιαί­τε­ρα σε μια τό­σο τρα­γι­κά κρί­σι­μη για την Ελ­λά­δα χρο­νι­κή πε­ρί­ο­δο, απο­τε­λεί το στοι­χείο μέ­σω του οποί­ου εκ­φρά­ζε­ται η αμ­φι­σβή­τη­ση ένα­ντι του ρό­λου των πο­λι­τι­κών, της ικα­νό­τη­τας και της απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τάς τους στη δια­χεί­ρι­ση κρί­σε­ων, αλ­λά και της λει­τουρ­γί­ας των θε­σμών σ’ εκεί­νη την εξαι­ρε­τι­κά δύ­σκο­λη συ­γκυ­ρία. Ενώ η χώ­ρα ποι­κι­λο­τρό­πως συ­γκλο­νί­ζε­ται, η τε­λευ­ταία φρά­ση του ρή­το­ρα –«όπως δέ­ση τον αέ­ρα εις κόμ­βους»– σε συν­δυα­σμό με το ευ­φυ­ές αλ­λά, επί­σης, γε­μά­το ορ­γή λο­γο­παί­γνιο, το οποίο μέ­λος της αντι­πο­λί­τευ­σης εκ­στο­μεί –«Ό, τι κά­νε­τε δυο μή­νες τώ­ρα κ’ εσείς»– εί­ναι το ση­μείο που κα­θι­στά σα­φή για τον ανα­γνώ­στη τον προ­ο­ρι­σμό και τον στό­χο της πα­ρου­σί­α­σης του πε­ριε­χο­μέ­νου αυ­τής της αγό­ρευ­σης, εάν εί­χε μέ­χρι εδώ ανα­ρω­τη­θεί. Η σο­βα­ρο­φά­νεια υπο­γραμ­μί­ζε­ται από την επι­βε­βλη­μέ­νη, λό­γω θέ­σης και δια­δι­κα­σί­ας, έκρη­ξη του Προ­έ­δρου της Βου­λής, ο οποί­ος αφαι­ρεί τον λό­γο και χτυ­πά «αν­δρι­κώς» το κου­δού­νι, ρω­τώ­ντας τον βου­λευ­τή της Αντι­πο­λί­τευ­σης «πώς δια­κό­πτε­τε;», ενώ η δια­κω­μώ­δη­ση επι­σφρα­γί­ζε­ται από τις «γλυ­κές και πα­ρα­πο­νε­μέ­νες σα μα­ρα­μέ­να τρια­ντά­φυλ­λα» φω­νές τών, κα­τά τα λοι­πά, δή­θεν πο­λυά­σχο­λων πλην, επί της ου­σί­ας, ασχέ­των κυ­ριών του «κα­λού κό­σμου», οι οποί­ες ταυ­τι­ζό­με­νες με την επί­πλα­στη όσο και εύ­θραυ­στη τά­ξη και ιε­ρό­τη­τα του χώ­ρου κραυ­γά­ζουν: «Μα ναι, κα­λέ!.. Πώς..; Πώς..; Πώς..;».

Στο έβδο­μο κε­φά­λαιο και έπει­τα από μια αιφ­νί­δια αλ­λα­γή, το κέ­ντρο της αφή­γη­σης με­τα­το­πί­ζε­ται στην πε­ρι­γρα­φή της άφι­ξης προ­σφύ­γων στο λι­μά­νι του Πει­ραιά.

Γρά­φει η Εύα Βλά­μη:

Η δια­τα­γή του λι­με­ναρ­χεί­ου εί­ναι το φορ­τη­γό να τρα­βή­ξει στο νη­σί του Άη-Γιώρ­γη, να πε­ρά­σει από κα­ρα­ντί­να και να φέ­ρει την προ­σφυ­γιά στο Λι­μά­νι. Με τα ξάρ­τια του τα τε­τρά­ψη­λα και τους γε­ρα­νούς ανα­κρε­μα­στούς, που πες κι ώρα την ώρα θ’ αρ­πά­ξουν με τους θε­ό­ρα­τους γάν­τζους τους τη ζω­ντα­νή πρα­μά­τεια να την ξε­φορ­τώ­σου­νε, το με­γά­λο πλε­ού­με­νο μοιά­ζει με νε­κρό­κα­σα μαύ­ρη. […]. Κά­τι μι­κρά ση­μα­δά­κια, κρε­μα­σμέ­να στη μά­σκα από την κου­πα­στή, δεί­χνουν μπα­λο­τια­σμέ­να τα κορ­μιά που ξε­ψυ­χή­σα­νε στο τα­ξί­δι. Δεν προ­φταί­νει να ρί­ξει άγκυ­ρα, που αρ­χί­ζει από την πο­λι­τεία το πέν­θι­μο σή­μα­μα, και δεν προ­φταί­νει ν’ αρ­χί­σει το πέν­θι­μο σή­μα­μα, π’ άλ­λο βα­πό­ρι ξο­πί­σω του, γιο­μά­το ξε­ρι­ζω­μέ­νο ντου­νιά, κ άλ­λο ξο­πί­σω, προ­βαί­νουν. […]. Πρώ­τα πη­γαί­νουν στ’ Άη-Γιώρ­γη το νη­σί, περ­νού­νε από την κα­ρα­ντί­να που στή­νε­ται εκεί, κ ύστε­ρα φέρ­νου­νε τις σα­κα­τε­μέ­νες ψυ­χές στο Λι­μά­νι. Φω­νές, αλα­λη­τό, ανα­κα­λη­τά, βα­γί­σμα­τα, γό­σμα­τα, ρυα­τά, ο ζω­ντα­νός τρε­χο­πό­τα­μος ξε­χύ­νε­ται κα­τά την πο­λι­τεία, ανα­φου­σκώ­νει και κά­θε τό­σο ανα­κλα­δί­ζε­ται στα πα­ρά­στρα­τα […] δί­χως ωστό­σο να λι­γεύ­ει… […]. Άντρες ντυ­μέ­νοι με δί­λο­γα μαλ­λί­τι­κα πα­νιά, με κε­τσε­δέ­νιες φου­φου­λό­βρα­κες ανε­μι­στές οι γε­ρο­ντό­τε­ροι, με κα­λα­μό­βρα­κα δι­μι­τσέ­νια οι στά­με­νοι, […] πρω­τά­τοι, τσι­φλι­κά­δες, ιε­ρω­μέ­νοι πρα­μα­τευ­τά­δες, χε­ρο­δού­λη­δες, κα­λουρ­γοί, μα­ρι­νά­ροι και πλέ­μπα. Γυ­ναί­κες με κα­μι­ζό­λες και πλη­για­σμέ­να από τις φλό­γες κορ­μιά, με τα μα­κριά μαλ­λιά τους τσου­ρου­φλι­σμέ­να, βρώ­μι­κες με ξε­γυ­μνω­μέ­να τα στή­θη τους κι ορ­θά­νοι­χτα τα μά­τια από τη φρί­ξη. […]. Οι χω­ρο­φυ­λά­κοι πα­σχί­ζουν να τους βο­λέ­ψου­νε σε σπί­τια, σε στρα­τώ­νες και σε μα­γα­ζιά μι­σο­γκρε­μι­σμέ­να. Δί­χως ρού­χα, δί­χως σι­γυ­ρι­κά –όλα τ’ απα­ρα­τή­σα­νε για να σω­θούν– ο συ­φο­ρια­σμέ­νος ντου­νιάς απλώ­νει κιό­λας το χέ­ρι. Μο­νά­χα τα ει­κο­νί­σμα­τά του δεν εί­χε στρέ­ξει να χω­ρι­στεί που τα βα­στού­νε χε­ρα­γκα­λιά τα παι­διά και οι γε­ρό­ντοι. Εί­ναι σα να βα­στούν τα κόκ­κα­λα των απο­θα­μέ­νων τους πα­που­δο­γο­νι­κών, που μες τη φρί­ξη και στον ξε­κλη­ρι­σμό δεν πρό­κα­μαν να τα πά­ρουν μα­ζί τους… […]… Εί­ναι σα να βα­στού­νε κά­τι από την πα­τρί­δα τους, τη ζη­λε­μέ­νη τους, που αλ­λοί! τη χά­σαν για πά­ντα. […]. Σα βρί­σκει μια δρα­σκε­λιά τό­πο ν’ ανα­πά­ψει το τυ­ρα­γνι­σμέ­νο του κορ­μί, το ψυ­χο­μέ­τρι γιουρ­ντά­ρει ποιος θα προ­κά­νει. Απο­γε­ρα­σμέ­νοι αμπώ­χνουν και πα­ρα­γκω­νί­ζουν και­νού­ριες ζω­ές, παι­διά ξε­μπρο­στί­ζουν γε­ρό­ντισ­σες, μα­νά­δες σαν ού­γαι­νες που ξε­φω­λεύ­ουν περ­δι­κό­που­λα, χυ­μούν και ξε­το­πί­ζουν ορ­φα­νά, πώς ν’ απα­γκιά­σου­νε τα δι­κά τους βρε­φού­δια. Κι όλα τού­τα μες σε σκου­ξί­μα­τα και βογ­γη­χτά και πα­ρα­κά­λια κι ανα­κα­λη­τά με την τουρ­κο­με­ρί­τι­κη μι­λιά τους. (96-97)

Εδώ, λί­γα σχό­λια μπο­ρούν να γί­νουν. Κα­νέ­νας μη­χα­νι­σμός γοτ­θι­κής γρα­φής ή σά­τι­ρας, κα­μία θε­ω­ρη­τι­κή θέ­ση δεν εί­ναι απα­ραί­τη­τη για να υπο­στη­ρί­ξει μια τέ­τοια πε­ρι­γρα­φή. Αρ­κεί η ιστο­ρι­κή συ­γκυ­ρία και η ρε­α­λι­στι­κή απο­τύ­πω­σή της. Με λέ­ξεις πρω­τό­γνω­ρες και δυ­σεύ­ρε­τες, αντλη­μέ­νες από τα κα­τά­βα­θα της δη­μο­τι­κής μας γλώσ­σας, η οποία σε ορι­σμέ­να ση­μεία του έρ­γου, όπως στο συ­γκε­κρι­μέ­νο από­σπα­σμα, γί­νε­ται πραγ­μα­τι­κό ερ­γα­λείο και κα­θι­στά το κεί­με­νο μνη­μείο λό­γου, η Εύα Βλά­μη πε­ρι­γρά­φει όχι μό­νο την ει­κό­να αλ­λά και τη φρί­κη. Η αί­σθη­ση πως, κα­θώς η ανά­γνω­ση του απο­σπά­σμα­τος προ­χω­ρεί, η ατμό­σφαι­ρα αντα­ριά­ζει εί­ναι έντο­νη και, εν τέ­λει, η από­στα­ση ανά­με­σα στον απελ­πι­σμέ­νο που κρα­τά­ει το ει­κό­νι­σμα στην καρ­διά του σαν απο­κού­μπι και στή­ριγ­μα και τον απελ­πι­σμέ­νο που πα­λεύ­ει για «μια δρα­σκε­λιά τό­πο ν’ ανα­πά­ψει το τυ­ρα­γνι­σμέ­νο του κορ­μί» (97) αμπώ­χνο­ντας, πα­ρα­γκω­νί­ζο­ντας, χι­μώ­ντας, ξε­το­πί­ζο­ντας εί­ναι ανύ­παρ­κτη. Εί­ναι η στιγ­μή κα­τά την οποία η προ­σπά­θεια επι­βί­ω­σης, η ίδια η κυ­ριαρ­χία του εν­στί­κτου, ανα­δυό­με­νη από τα έγκα­τα του αν­θρώ­που, κα­τα­λύ­ει κά­θε αξία, κά­θε ευαι­σθη­σία, κά­θε αξιο­πρέ­πεια. Κα­θό­λου τυ­χαία η συγ­γρα­φέ­ας δια­κό­πτει τέσ­σε­ρις φο­ρές την πε­ρι­γρα­φή της άφι­ξης των προ­σφύ­γων και το­πο­θε­τεί τον Σου­δά­ρα να πα­ρα­κο­λου­θεί μέ­σα από την κα­τά­μαυ­ρη άμα­ξα τα τε­κται­νό­με­να στο λι­μά­νι. «Με στυ­λω­μέ­να τα μά­τια του στη γε­λα­στή ερη­μιά του Σα­ρω­νι­κού, ο Σου­δά­ρας μα­κρα­κού­ει μέ­σα από την κα­τά­μαυ­ρην άμα­ξα ν’ αρ­γο­ση­μαί­νου­νε της συμ­φο­ράς οι κα­μπά­νες…». (97) Η φρά­ση επα­να­λαμ­βά­νε­ται, δί­κην επω­δού, με μι­κρές δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις, αλ­λά με πα­ρού­σα πά­ντο­τε τη «μα­τιά» του σκο­τει­νού χα­ρα­κτή­ρα που συν­δέ­ε­ται με τον θά­να­το, η οποία άλ­λο­τε «στυ­λω­μέ­νη», άλ­λο­τε «ασά­λευ­τη» συ­νο­δεύ­ει όσους «επέ­ζη­σαν» της τρα­γω­δί­ας και συμ­βο­λί­ζει ακρι­βώς ό,τι έζη­σαν, δη­λα­δή τον κα­τα­τρεγ­μό και τον θά­να­το και ό,τι στε­ρού­νται, πλέ­ον, δη­λα­δή την ίδια τους τη ζωή. Αυ­τή η σκο­τει­νή μα­τιά και η κα­τά δια­στή­μα­τα επα­νερ­χό­με­νη «νε­κρό­θω­ρη» μορ­φή του Σου­δά­ρα, που κυ­ριαρ­χεί στο στε­ρέ­ω­μα «πά­νου απ’ τ’ ακρο­για­λό­γυ­ρα τ’ αφρο­φί­λη­τα, πά­νου απ’ τους κά­βους τους τρι­κυ­μι­σμέ­νους» (99) μοιά­ζει να συμ­βο­λί­ζει την πα­γω­νιά, την από­γνω­ση, το αδιέ­ξο­δο, τη συμ­φο­ρά, εν τέ­λει, που απλώ­νε­ται σαν κύ­μα και κα­τα­κλύ­ζει την Ελ­λά­δα, ύστε­ρα από τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή.

Τη συμ­βο­λι­κή «μα­τιά» του Σου­δά­ρα ας ακο­λου­θή­σει τώ­ρα η πραγ­μα­τι­κή της Ιστο­ρί­ας:

Το 1922 και 1923 οι συν­θή­κες αυ­τές [υγεί­ας και υγιει­νής του πλη­θυ­σμού] με­τα­τρά­πη­καν σε τρα­γι­κές με τη μα­ζι­κή αύ­ξη­ση των προ­σφύ­γων. Επι­δη­μί­ες ευ­λο­γιάς, εξαν­θη­μα­τι­κού τύ­φου, τυ­φοει­δούς πυ­ρε­τού, τρα­χώ­μα­τος, αλ­λά και γα­στρε­ντε­ρί­τι­δες ή παι­δι­κές ασθέ­νειες θα κά­νουν την εμ­φά­νι­σή τους και θα προ­κα­λέ­σουν πολ­λά θύ­μα­τα, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να και την κι­νη­το­ποί­η­ση, συ­χνά επι­τυ­χη­μέ­νη, των κρα­τι­κών μη­χα­νι­σμών.[33]

Κι ακό­μα: «Αυ­τό υπήρ­ξε το αν­θρώ­πι­νο πε­ριε­χό­με­νο της τρα­γω­δί­ας που κα­τα­γρά­φη­κε κυ­ρί­ως από τη λο­γο­τε­χνία και τις προ­σω­πι­κές μαρ­τυ­ρί­ες δε­κά­δων προ­σφύ­γων, που με την αφή­γη­ση του προ­σω­πι­κού του δρά­μα­τος ο κα­θέ­νας επι­ζή­τη­σαν “την των πα­θη­μά­των κά­θαρ­σιν”».[34]

Ιδιαί­τε­ρα στοι­χεία φα­ντα­σί­ας, κα­θο­ρι­στι­κού πα­ρά­γο­ντα για την κει­με­νι­κή επί­τευ­ξη της με­θό­δου της γοτ­θι­κής γρα­φής, απο­τε­λούν η θέ­α­ση του Σου­δά­ρα ως Ασή­μη από την Αγ­γέ­λι­κα αλ­λά και άλ­λους αν­θρώ­πους του πε­ρι­βάλ­λο­ντός της, κα­θώς και η ενί­ο­τε πα­ρου­σία του στο σπί­τι του δεύ­τε­ρου, με την ιδιό­τη­τα του ιδιο­κτή­τη, χω­ρίς πο­τέ το κεί­με­νο να προ­σφέ­ρει οποια­δή­πο­τε λο­γι­κή εξή­γη­ση γι’ αυ­τά. Στο από­σπα­σμα, που ακο­λου­θεί, η συγ­γρα­φέ­ας το­πο­θε­τεί τον Σου­δά­ρα στο σα­λό­νι του σπι­τιού του Ασή­μη, το οποίο άνοι­ξε με δι­κά του κλει­διά, να ξε­φυλ­λί­ζει ένα λεύ­κω­μα με ανα­μνη­στι­κά εν­θύ­μια των θριάμ­βων των Βαλ­κα­νι­κών Πο­λέ­μων. Αιφ­νί­δια, οι θρί­αμ­βοι εκ­χω­ρούν τη θέ­ση τους στην πε­ρι­γρα­φή του κου­ρα­σμέ­νου και ητ­τη­μέ­νου στρα­τού:

Κο­βα­λί­τσα, Άκ-Μπου­νάρ, Του­λού, Μπο­λα­τλί, Πρού­σα, Αλι­τζά-νταγ… Ο χάρ­της του Με­τώ­που από τον Εύ­ξει­νο ίσα­με το Αι­γαίο… Σέρ­νει τα κου­ρα­σμέ­να βή­μα­τά του με το δά­χτυ­λο στη σκα­ντά­λη του όπλου του ο Στρα­τός, με στη­τό το κα­τα­κόκ­κι­νο από την ξα­γρύ­πνια του μά­τι. Σέρ­νει τα κου­ρα­σμέ­να βή­μα­τά του μέ­σα σε χα­ρά­δρες που βυ­ζα­κώ­νουν το χλοϊ­σμέ­νο το χώ­μα τους κι αλ­λού βα­θια­βυσ­σώ­νου­νε τη μαυ­ρο­γής τους. Σέρ­νει τα κου­ρα­σμέ­να βή­μα­τά του σε σι­δε­ρο­ντυ­μέ­να βου­νά που κα­πνί­ζου­νε, κά­του σε απέ­ρα­ντες λαγ­γά­δες που αντι­βο­ού­νε. Σέρ­νει τα κου­ρα­σμέ­να βή­μα­τά του με το δά­χτυ­λο στη σκα­ντά­λη ο Στρα­τός, με στη­τό το κα­τα­κόκ­κι­νο από την ξα­γρύ­πνια του μά­τι. Τό­νε πα­ρα­μο­νεύ­ει ο Θά­να­τος από πα­ντού, εδώ με το δρε­πα­νο­φέγ­γα­ρο στην κα­τα­κόκ­κι­νη πα­ντιέ­ρα του, εκεί με τη δρο­σιά του γάρ­γα­ρου νε­ρού τη μο­λε­μέ­νη… Κε­ρέν­τζο­γλου, Τα­μπού­ρο­γλου, Άκ-σερ, Αρ­ντίζ-νταγ, Πα­ζα­τζίκ, Αϊ­νε­γκιόλ, Σι­βρή-Χι­σάρ… Ατέ­λειω­τη η Αλ­μυ­ρά Έρη­μος μπρος και πί­σω και γύ­ρω. Ατέ­λειω­τος ου­ρα­νός, μου­ντι­σμέ­νος, βα­ρύς, ατέ­λειω­τη αμ­μου­δα­ριά, βυ­θός πλα­τυ­θά­λασ­σας ξε­στραγ­γι­σμέ­νης. Στο βού­ι­σμα και στο αντι­βού­ι­σμα του δι­ψα­σμέ­νου ανέ­μου, κύ­μα­τα από άμ­μο, κύ­μα­τα βου­νά, σί­φου­νες πέ­τρι­νοι που στέ­κου­νται ασά­λευ­τοι τ’ αψή­λου. Σέρ­νου­νται τυ­φλω­μέ­να τα ζω­ντα­νά, τα με­τα­γω­γι­κά γο­να­τί­ζουν. Βή­μα το βή­μα, αγκο­μα­χη­τό τ’ αγκο­μα­χη­τό, φά­ντα­σμα που πο­δο­λα­τεί ο Στρα­τός σ’ ατέ­λειω­το κα­τα­κί­τρι­νο μνή­μα... Αβγκίν, Γε­ντίζ, Εσκή-Σε­χίρ, Κα­λέ-Γκροτ, Κα­ρά-Μπου­γιού, Κιου­τά­χεια, Αφιόν-Κα­ρα­χι­σάρ… Σιω­πη­λός, αγέ­λα­στος, μυ­στη­ρια­κός, οχτώ μή­νες τώ­ρα ο Σαγ­γά­ριος πο­τα­μός αρ­γο­κυ­λά μες την καρ­διά της Μι­κρα­σί­ας τα θο­λά νε­ρά του. Σμά­ρια κο­ρα­κο­πού­λια κα­λο­ζυ­γιά­ζο­νται πά­νου από τις συρ­μα­το­πλεγ­μέ­νες του οχτιές, σύρ­μα­τα, αγκα­θο­σύρ­μα­τα, χα­ρα­κώ­μα­τα, κα­νό­νια, γιο­φύ­ρια, στρα­τοί, αντι­στρά­φτου­νε μέ­σα. Νύ­χτες και μέ­ρες, ήλιοι και φεγ­γά­ρια πο­ντί­ζου­νται στα πη­χτω­μέ­να του νε­ρά, στις όχτες του φυ­τρώ­νου­νε σα­πι­σμέ­να κου­φά­ρια... Σιω­πη­λός, αγέ­λα­στος, μυ­στη­ρια­κός, οχτώ μή­νες τώ­ρα ο Σαγ­γά­ριος πο­τα­μός αρ­γο­κυ­λά μες την καρ­διά της Μι­κρα­σί­ας τα θο­λά νε­ρά του... (100-101)

Εί­ναι, αρ­χι­κά, εν­δια­φέ­ρον και αξιο­πρό­σε­κτο το γε­γο­νός ότι η διά­λυ­ση του κου­ρα­σμέ­νου στρα­τού συ­μπα­ρου­σιά­ζε­ται, κα­τά μία έν­νοια, με τις κι­νή­σεις του Σου­δά­ρα στο εσω­τε­ρι­κό του σπι­τιού του Ασή­μη. Δεν φαί­νε­ται τυ­χαίο ότι η δύ­να­μη του σκό­τους, της αντί­δρα­σης και του θα­νά­του, που αντι­προ­σω­πεύ­ει ο Σου­δά­ρας, συ­νο­δεύ­ει από την αρ­χή ως το τέ­λος την ει­κό­να του στρα­τού, ο οποί­ος δεν εί­ναι, πλέ­ον, ο νι­κη­φό­ρος, ο θριαμ­βευ­τής του πα­ρελ­θό­ντος, αυ­τός του οποί­ου τα εν­θυ­μή­μα­τα της δό­ξας κο­σμούν το λεύ­κω­μα στο σα­λό­νι του Ασή­μη, αλ­λά ο ητ­τη­μέ­νος, ο δια­λυ­μέ­νος, ο κου­ρα­σμέ­νος, ο απελ­πι­σμέ­νος, αυ­τός που αγκο­μα­χά­ει και «πο­δο­λα­τεί» μέ­σα στα κύ­μα­τα της άμ­μου και τον «δι­ψα­σμέ­νο άνε­μο», χω­ρίς έλε­ος. Η εντυ­πω­σια­κή πε­ρι­γρα­φή, τυ­πι­κό γλωσ­σι­κό δείγ­μα της Εύ­ας Βλά­μη, βα­ρύ, ακαν­θώ­δες, στι­βα­ρό, ενί­ο­τε δυ­σπρό­σι­το νοη­μα­τι­κά ή και άγνω­στο, κα­θώς συ­χνά επι­στρα­τεύ­ο­νται σύν­θε­τες λέ­ξεις που σπα­νί­ζουν, ου­δέ­πο­τε όμως αδιά­φο­ρο, εδώ συ­νται­ριά­ζει από­λυ­τα με τον από­η­χο της ήτ­τας, τη βα­ριά ατμό­σφαι­ρα, το κα­ταρ­ρα­κω­μέ­νο ηθι­κό, την κού­ρα­ση, τις πα­γί­δες θα­νά­του, την αί­σθη­ση της μά­ται­ης προ­σπά­θειας η οποία επι­τεί­νε­ται από την ατέ­λειω­τη έρη­μο. Η πε­ρι­γρα­φή δια­κό­πτε­ται από τα το­πω­νύ­μια που σχη­μα­τί­ζουν τον χάρ­τη του Με­τώ­που, μα ου­σια­στι­κά τον χάρ­τη του θα­νά­του για τον ελ­λη­νι­κό στρα­τό. Η επα­νά­λη­ψη της πε­ρι­γρα­φής του Σαγ­γά­ριου πο­τα­μού ως «σιω­πη­λού» και «αγέ­λα­στου» με τα «πη­χτω­μέ­να του νε­ρά» και τα σα­πι­σμέ­να κου­φά­ρια στις όχθες του, η οποία κλεί­νει το συ­γκε­κρι­μέ­νο από­σπα­σμα, δεν αφή­νει κα­νέ­να πε­ρι­θώ­ριο δια­φο­ρε­τι­κής αί­σθη­σης, πα­ρά μο­νά­χα αυ­τό της πνιγ­μο­νής και της βα­θιάς πί­κρας που προ­κα­λεί η από­γνω­ση και ο θά­να­τος, μέ­σα σ’ αυ­τό «το ατέ­λειω­το κα­τα­κί­τρι­νο μνή­μα».

Αυ­τό το ση­μείο της ερ­γα­σί­ας θε­ω­ρώ ότι εί­ναι το κα­ταλ­λη­λό­τε­ρο θε­μα­τι­κά για να πε­ρι­λη­φθεί η ανα­με­νό­με­νη λύ­ση της πα­ράλ­λη­λα εκτυ­λισ­σό­με­νης με τον κε­ντρι­κό άξο­να του έρ­γου υπό­θε­σης της κλο­πής των σταυ­ρών, η οποία δια­θέ­τει στοι­χεία μυ­στη­ρί­ου, αν και πα­ρου­σιά­ζε­ται στο προ­τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο του βι­βλί­ου. Το κομ­μά­τι αυ­τό απο­τε­λεί ένα πο­λύ εν­δια­φέ­ρον δείγ­μα κα­τά­λυ­σης των ορί­ων, όχι πια του υπο­κει­μέ­νου, όπως κα­τα­δει­κνύ­ουν οι δι­πλές θε­ά­σεις του Ασή­μη-Σου­δά­ρα στο έρ­γο, αλ­λά των δύο κό­σμων: του κό­σμου των ζώ­ντων και του κό­σμου των νε­κρών. Ο Σου­δά­ρας, λοι­πόν, υπο­δέ­χε­ται στο μέ­γα­ρό του με την απλή και εγκάρ­δια φρά­ση, «κα­λώς τά τα Παι­διά!..», τους νε­κρούς και άτα­φους στρα­τιώ­τες της Αλ­μυ­ράς Ερή­μου, οι οποί­οι ει­σέρ­χο­νται, απλά και αβί­α­στα, στον κό­σμο των ζω­ντα­νών για να διεκ­δι­κή­σουν το δι­καί­ω­μά τους να ση­μα­το­δο­τούν την ύπαρ­ξή τους στον άλ­λο κό­σμο με έναν τά­φο και έναν σταυ­ρό. Άλ­λω­στε, η διεκ­δί­κη­ση αυ­τή εί­χε ήδη εκ­φρα­στεί με ιδιαί­τε­ρο τρό­πο, από την πλευ­ρά των νε­κρών στρα­τιω­τών∙ με τις πα­ρά­ξε­νες κλο­πές των σταυ­ρών, εφό­σον αυ­τοί ήταν οι δρά­στες.

Ό,τι εντυ­πω­σιά­ζει σ’ αυ­τό το κε­φά­λαιο εί­ναι η αί­σθη­ση μιας άλ­λης ατμό­σφαι­ρας, εί­ναι η βε­βαιό­τη­τα και η σα­φή­νεια σε σχέ­ση με τον προσ­διο­ρι­σμό των ταυ­το­τή­των –εί­ναι απο­λύ­τως ευ­διά­κρι­το το «ποιος εί­ναι ποιος»– και σ’ αυ­τό το ση­μείο του έρ­γου το βα­σί­λειο των νε­κρών εί­ναι το μό­νο που δεν δια­χω­ρί­ζε­ται από τον κό­σμο των ζω­ντα­νών. Αυ­τή η πα­ρά­ξε­νη συν­θή­κη, η οποία εδώ βιώ­νε­ται ως απο­λύ­τως φυ­σιο­λο­γι­κή, εξα­κο­λου­θεί να συ­νά­δει με την ατμό­σφαι­ρα του θα­νά­του, αλ­λά και του φα­ντα­στι­κού, κυ­ρί­αρ­χη έτσι κι αλ­λιώς σε ολό­κλη­ρο το έρ­γο. «Ηλί­ας του Δη­μη­τρί­ου και της Μα­ρί­ας, Εξο­χώ­τα­τε, από τα Λε­χαι­νά, εκ των Αγνο­ου­μέ­νων», πα­ρου­σιά­ζε­ται με σα­φή­νεια στον Σου­δά­ρα ο νε­κρός στρα­τιώ­της-επι­σκέ­πτης του, μα­ζί με άλ­λους πολ­λούς, πα­ρα­λεί­πο­ντας το επώ­νυ­μο, το οποίο τί­πο­τε δεν προ­σθέ­τει στον κό­σμο των νε­κρών, σε αντί­θε­ση με τον προσ­διο­ρι­σμό «εκ των Αγνο­ου­μέ­νων» που δί­νει το στίγ­μα. Κι όταν ο «Εξο­χώ­τα­τος» το ζη­τά­ει, ει­σπράτ­τει την απά­ντη­ση: «Εί­πα εκ των Αγνο­ου­μέ­νων, Εξο­χώ­τα­τε… Άγα­μος, Άτα­φος και Σταυ­ρο­φό­ρος…» (211).

Ο εκ των Αγνο­ου­μέ­νων Ηλί­ας διεκ­δι­κεί τά­φους, εκ μέ­ρους των νε­κρών συ­μπο­λε­μι­στών του, ο Σου­δά­ρας όμως αντι­τεί­νει πως για ένα τό­σο σο­βα­ρό θέ­μα εί­ναι απα­ραί­τη­το το αί­τη­μα να τε­θεί από κά­ποιον ανώ­τε­ρο αξιω­μα­τι­κό και όχι απλό στρα­τιώ­τη. Ο δεύ­τε­ρος, ωστό­σο, τον πλη­ρο­φο­ρεί πως στον δι­κό τους κό­σμο «κρα­τεί η αντί­στρο­φος ιε­ραρ­χία, ήτοι δια­τάσ­σουν οι οπλί­ται και εκτε­λούν οι αξιω­μα­τι­κοί… […]. Ο ου­δέ­πο­τε προ­τα­θείς δι’ οιον­δή­πο­τε βαθ­μόν, διοι­κώ αρ­χι­στρα­τη­γι­κώ τί­τλω τας στρα­τιάς των Νε­κρών…» (212), το­νί­ζει σθε­να­ρά ο νε­κρός. Εί­ναι προ­φα­νές ότι, πέ­ρα από οποια­δή­πο­τε άλ­λη ερ­μη­νεία συ­να­φή προς το ιστο­ρι­κό πλαί­σιο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, δεν εί­ναι δυ­να­τόν να μην ανα­φερ­θεί εδώ ο ανα­τρε­πτι­κός ρό­λος του θα­νά­του και μά­λι­στα ως απο­τέ­λε­σμα ενός αι­μα­τη­ρού πο­λέ­μου με χι­λιά­δες θύ­μα­τα. Αυ­τό το ανα­πό­τρε­πτο, κα­τά τον φυ­σι­κό νό­μο, γε­γο­νός, το οποίο –ού­τως ή άλ­λως– λει­τουρ­γεί κα­τα­λυ­τι­κά στον ρε­α­λι­στι­κό κό­σμο, εδώ απο­κτά μιαν άλ­λη διά­στα­ση. Η με­γά­λη ση­μα­σία, η οποία κοι­νω­νι­κά απο­δί­δε­ται στην ιε­ραρ­χία και ό,τι αυ­τή συ­νε­πά­γε­ται, στο πλαί­σιο αυ­τό δεν υφί­στα­ται. Ο θά­να­τος, κυ­ριο­λε­κτι­κά ως κυ­ρί­αρ­χος του παι­χνι­διού, «φέρ­νει τα πά­νω κά­τω» και, επι­βάλ­λο­ντας την εξου­σία του με δυο απλές κου­βέ­ντες ενός ασή­μα­ντου νε­κρού, ανα­τρέ­πει και γε­λοιο­ποιεί, όχι μό­νο τον «Εξο­χώ­τα­το» αλ­λά, ακό­μα, το ίδιο το σκε­πτι­κό της εξου­σί­ας και την αδιαμ­φι­σβή­τη­τη ισχύ κά­θε εί­δους ιε­ραρ­χί­ας. Ο νε­κρός στρα­τιώ­της, διεκ­δι­κώ­ντας το δι­καί­ω­μα της τα­φής, πο­λύ εύ­κο­λα αμ­φι­σβη­τεί ένα πα­νί­σχυ­ρο σύ­στη­μα, το οποίο επέ­βα­λε έναν πό­λε­μο και κα­τα­στρα­τή­γη­σε, μ’ αυ­τό τον τρό­πο, το απα­ρά­γρα­πτο για κά­θε άν­θρω­πο δι­καί­ω­μα της ζω­ής. Η ευ­κο­λία βέ­βαια, με την οποία ο νε­κρός στέ­κε­ται απέ­να­ντι στον «Εξο­χώ­τα­το» και ο ξε­κά­θα­ρος τρό­πος, με τον οποίο επι­χει­ρεί να επι­βάλ­λει τη νέ­ου τύ­που ιε­ραρ­χία, δεν σχε­τί­ζε­ται πα­ρά μό­νο με τον κό­σμο της φα­ντα­σί­ας και μό­νον εκεί μπο­ρεί να υπάρ­ξει, για­τί η απά­ντη­ση του Σου­δά­ρα προς το αί­τη­μα του νε­κρού στρα­τιώ­τη –«όλοι μας θέ­λου­με τά­φους εις την πα­τρί­δα, Εξο­χώ­τα­τε»– επα­να­φέ­ρει το νό­η­μα της αφή­γη­σης στον κό­σμο του ρε­α­λι­σμού: «Δε γί­νε­ται, παι­διά, […]» απα­ντά­ει ο Σου­δά­ρας με τον αέ­ρα του ρυθ­μι­στή των πραγ­μά­των. «Η ιστο­ρία της Μι­κρα­σί­ας τε­λεί­ω­σε… Ακού­τε; […] Τε-λεί-ω-σε… Αύ­ριο θα ’χου­με άλ­λο πό­λε­μο, με­θαύ­ριο άλ­λο­νε, και ού­τω κα­θε­ξής… Πού να μα­ζεύ­ου­με τους νε­κρούς; Αυ­τή τη δου­λειά τώ­ρα θ’ αρ­χί­σου­με;». Στην απά­ντη­ση αυ­τή εί­ναι φα­νε­ρό ποιος απο­φα­σί­ζει. Έχει όμως ήδη το­νι­στεί ότι η πα­ρέκ­βα­ση προς το φα­ντα­στι­κό υπη­ρε­τεί την έκ­φρα­ση σκέ­ψε­ων, προ­βλη­μα­τι­σμών ή δια­θέ­σε­ων, οι οποί­ες σε άλ­λη πε­ρί­πτω­ση θα έμε­ναν ανο­μο­λό­γη­τες. Ηχη­ρή εί­ναι η κοι­νω­νι­κή διά­στα­ση, η οποία, ακό­μα μια φο­ρά, δί­νε­ται εδώ, μία ισχυ­ρή φω­νή εί­ναι πα­ρού­σα και καυ­τη­ριά­ζει την αυ­θαί­ρε­τη κα­τά­λυ­ση του απα­ρα­βί­α­στου δι­καιώ­μα­τος της ζω­ής, όσο και την ανε­λέ­η­τη επα­να­φο­ρά συν­θη­κών κρί­σε­ων, κα­τά πώς ανο­μο­λό­γη­τες ισορ­ρο­πί­ες και συμ­φέ­ρο­ντα προ­στά­ζουν, ενώ η συγ­γρα­φέ­ας φαί­νε­ται να αξιο­ποιεί πο­λύ εύ­στο­χα τον χώ­ρο του φα­ντα­στι­κού για να σχο­λιά­σει πτυ­χές του ρε­α­λι­στι­κού κό­σμου, πα­ρα­κάμ­πτο­ντάς τον.

Η κυ­ρία Αν­θε­μί­ου θα απο­τε­λέ­σει μια ακό­μα φο­ρά, στο πλαί­σιο αυ­τού του έρ­γου, το όχη­μα δια του οποί­ου η Εύα Βλά­μη εφαρ­μό­ζει εκ νέ­ου τη σα­τι­ρι­κή μέ­θο­δο, προ­κει­μέ­νου να επι­τύ­χει τον στό­χο της. Στην αρ­χή, λοι­πόν, του ένα­του κε­φα­λαί­ου, με αφορ­μή την επί­σκε­ψη της Αγ­γέ­λι­κας στο σπί­τι της κυ­ρί­ας Αν­θε­μί­ου, για την πα­ρά­δο­ση μα­θή­μα­τος μου­σι­κής στην κό­ρη της, η συγ­γρα­φέ­ας με σα­τι­ρι­κό και υπαι­νι­κτι­κό τρό­πο δια­κω­μω­δεί στο πρό­σω­πό της τον ρό­λο και τις πραγ­μα­τι­κές σκο­πι­μό­τη­τες όσων δή­θεν έκα­ναν θυ­σί­ες για την πα­τρί­δα, εκεί­νη τη δύ­σκο­λη επο­χή. Την Αγ­γέ­λι­κα υπο­δέ­χε­ται η ψυ­χο­κό­ρη, η Δια­μά­ντα, η οποία την πλη­ρο­φο­ρεί πως η κυ­ρά της βρί­σκε­ται στην κλι­νι­κή. Στην ερώ­τη­σή της αν πρό­κει­ται για καρ­δια­κό επει­σό­διο, εκεί­νη απα­ντά:

Ποια καρ­διά, κό­ρη μου, ποια καρ­διά; Σου­μπλι­μέ[35]  πή­ρε η Κο­ρίν­να μας και με το δί­κιο της βέ­βαια… Πώς αύ­ριο-με­θαύ­ριο θα πα­ρου­σια­στεί η δό­λια στη δο­ξο­λο­γία που θα γί­νει μέ­σα στην Αγία Σο­φία, χω­ρίς να φο­ρεί το πα­ρά­ση­μο που της τά­ξαν; Γύ­ρι­σε όλο το Μέ­τω­πο για να της φο­ρέ­σου­νε το πα­ρά­ση­μο –«Αχ, σαν ήλιος» μου ’λεε «θα λά­μπει, Ήλιος της Νυ­κτός» – και να το δώ­σου­νε στην Τρα­μου­ντά­να, μια μα­τρό­να δη­λα­δής, με το συ­μπά­θιο, δε­σποι­νίς; Τη μέ­ρα, λέ­ει, που ξε­μπάρ­κα­ρε στη Σμύρ­νη ο Στρα­τός, έβα­λε τις πα­στρι­κές, τα κο­ρί­τσια δη­λα­δής, να φτιά­ξου­νε μια πα­ντιέ­ρα που την έρι­ξε από το τρί­το πά­τω­μα του «μα­γα­ζιού» της κ’ έφτα­σε στη γής, με γράμ­μα­τα πά­νου χρυ­σά: “Ζή­τω η Πα­τρίς! Και για τα Ναυ­τά­κια μας Τζά­μπα!” Με­γά­λη υπε­ρε­σία, βλέ­πεις, στην πα­τρίς, για να της δώ­σουν το πα­ρά­ση­μο αυ­τη­νής… «Ο Ήλιος της Νυ­κτός για τις δου­λειές της νυ­κτός», που λέ­ει κ’ η Κυ­ρία. Και τώ­ρα δα πα­ντρεύ­ε­ται τον Ου­ρα­νό­πο­λι, κα­λό κι αυ­τό ζα­γά­ρι, δε­σποι­νίς Αγ­γέ­λι­κά μου. (120-121)

Εί­ναι φα­νε­ρή και σ’ αυ­τό το ση­μείο η εφαρ­μο­γή της με­θό­δου της υπερ­βο­λής, η οποία εκ­φρά­ζε­ται τό­σο στην ακραία υστε­ρι­κή και αυ­το­κτο­νι­κή αντί­δρα­ση της Αν­θε­μί­ου, λό­γω της απώ­λειας του πα­ρά­ση­μου, όσο και στον πα­ρα­λη­ρη­μα­τι­κό τρό­πο με τον οποίο η ψυ­χο­κό­ρη της σχο­λιά­ζει το γε­γο­νός. Η αι­τιο­λό­γη­ση της από­πει­ρας αυ­το­κτο­νί­ας –«και με το δί­κιο της βέ­βαια»– αλ­λά και η θυ­μα­το­ποί­η­ση της Αν­θε­μί­ου, από την πλευ­ρά της Δια­μά­ντας –«πώς θα πα­ρου­σια­στεί η δό­λια στη δο­ξο­λο­γία»– εί­ναι τα ση­μεία, μέ­σα από τα οποία η συγ­γρα­φέ­ας στη­λι­τεύ­ει την τα­κτι­κή κά­θε «επι­τή­δειου» –εί­δους που αφθο­νεί σε ανά­λο­γες κοι­νω­νι­κές κα­τα­στά­σεις και εδώ αντι­προ­σω­πεύ­ε­ται από την Αν­θε­μί­ου– ο οποί­ος επι­δει­κνύ­ο­ντας θρά­σος, αλ­λά και κοι­νω­νι­κή υπο­κρι­σία κα­πη­λεύ­ε­ται ορά­μα­τα και αξί­ες, προ­κει­μέ­νου να ικα­νο­ποι­ή­σει ίδια συμ­φέ­ρο­ντα και προ­σω­πι­κή μα­ταιο­δο­ξία. Απα­ραί­τη­το εί­ναι σ’ αυ­τό το ση­μείο να σχο­λια­στεί ο τρό­πος με τον οποίο η Εύα Βλά­μη αξιο­ποιεί ένα θέ­μα που σπα­νιό­τα­τα επι­στρα­τεύ­ε­ται στο έρ­γο της, αλ­λά «εί­ναι αιώ­νιο θέ­μα στη σά­τι­ρα» και σχε­τί­ζε­ται με το σεξ και τον γυ­ναι­κείο αι­σθη­σια­σμό.[36]  Η απο­νο­μή του πα­ρά­ση­μου, όχι στην Αν­θε­μί­ου που «γύ­ρι­σε όλο το Μέ­τω­πο», αλ­λά στη μα­τρό­να Τρα­μου­ντά­να για τις «υπε­ρε­σί­ες» της στον στρα­τό προ­κα­λεί αι­σθή­μα­τα ντρο­πής και αγα­νά­κτη­σης στην αθώα ψυ­χο­κό­ρη. Έχο­ντας ταυ­τι­στεί με την όποια συ­μπε­ρι­φο­ρά της κυ­ρί­ας της, ει­σπράτ­τει δι­καιω­μα­τι­κά, θα ’λε­γε κα­νείς, μέ­ρος της αδι­κί­ας, ενώ αφή­νει το πα­ρά­πο­νο και την ορ­γή της να ξε­σπά­σει με δη­κτι­κούς υπαι­νιγ­μούς, που προ­κα­λούν πέ­ρα από την όποια διά­θε­ση γέ­λιου και τον προ­βλη­μα­τι­σμό του ανα­γνώ­στη, ο οποί­ος πε­ριέρ­χε­ται σε κα­τά­στα­ση σύγ­χυ­σης, αφού εί­ναι σε θέ­ση να αντι­λη­φθεί «το ανα­κά­τε­μα των αξιών»[37]  που εδώ συ­ντε­λεί­ται. Αν το πα­ρά­ση­μο τε­λι­κά απο­τε­λεί δι­καί­ω­ση για θυ­σί­ες και πραγ­μα­τι­κή προ­σφο­ρά, η απο­νο­μή του στη «μα­τρό­να», ασφα­λώς, δεν εί­ναι η επι­βε­βαί­ω­ση μιας γνή­σιας τέ­τοιας θυ­σί­ας, αλ­λά η ανά­δει­ξη της ει­ρω­νι­κής εξύ­μνη­σης ενός ρό­λου, ο οποί­ος μέ­σα στο αξια­κό πλέγ­μα της ίδιας κοι­νω­νί­ας, απο­κη­ρύσ­σε­ται με­τά βδε­λυγ­μί­ας από τη μια πλευ­ρά, ενώ ταυ­τό­χρο­να επι­βρα­βεύ­ε­ται με ύψι­στες δια­κρί­σεις. Ανα­δει­κνύ­ε­ται επί­σης εδώ, όχι η επι­βρά­βευ­ση αλ­λά το κο­ντα­ρο­χτύ­πη­μα δύο εξί­σου υπο­κρι­τι­κών μο­ντέ­λων συ­μπε­ρι­φο­ράς, τέ­τοιων που βρί­θουν σε κα­τα­στά­σεις κοι­νω­νι­κής ανα­τα­ρα­χής. Ο γά­μος, τέ­λος, της μα­τρό­νας με τον Ου­ρα­νό­πο­λι, δια­κε­κρι­μέ­νο δη­μο­σιο­γρά­φο, αγω­νι­στή και φί­λο του Ασή­μη στο πα­ρελ­θόν, ενώ τώ­ρα σκο­τει­νό δε­κα­νί­κι των ισχυ­ρών, επι­βε­βαιώ­νει απλώς τη βα­ρύ­τη­τα των υπαι­νιγ­μών οι οποί­οι εκ­φρά­ζο­νται, και το μέ­γε­θος της δια­πλο­κής, το οποίο κα­ταγ­γέλ­λε­ται.

Η «Δί­κη των Έξι»,[38]  αυ­τή η σκο­τει­νή σε­λί­δα της σύγ­χρο­νης Ελ­λη­νι­κής Ιστο­ρί­ας, εί­ναι το ιστο­ρι­κό γε­γο­νός από το οποίο η συγ­γρα­φέ­ας θα αντλή­σει τις ανα­φο­ρές της στο δω­δέ­κα­το κε­φά­λαιο του βι­βλί­ου. Στην πα­ρού­σα ερ­γα­σία θα σχο­λια­στούν απο­σπά­σμα­τα, όχι, ασφα­λώς, ως ιστο­ρι­κά συμ­βά­ντα, αλ­λά ως ρε­α­λι­στι­κά στοι­χεία, τα οποία εντάσ­σο­νται στο πλαί­σιο του φα­ντα­στι­κού και ενι­σχύ­ουν την κοι­νω­νι­κή και κα­ταγ­γελ­τι­κή πτυ­χή του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Η πε­ρί­πτω­ση της Δί­κης εί­ναι ανά­με­σα στα στοι­χεία εκεί­να που η συγ­γρα­φέ­ας επι­λέ­γει για να στη­λι­τεύ­σει την αμεί­λι­κτη συ­μπε­ρι­φο­ρά της εκά­στο­τε εξου­σί­ας ένα­ντι όσων αρ­χι­κά την υπη­ρε­τούν, οι οποί­οι, ωστό­σο, κα­τό­πιν «θυ­σιά­ζο­νται» εί­τε επει­δή δια­φο­ρο­ποιεί­ται η ισορ­ρο­πία των συμ­φε­ρό­ντων εί­τε επει­δή, για ποι­κί­λους λό­γους, οι έως εκεί­νη τη στιγ­μή «ημέ­τε­ροι» κρί­νο­νται ως ανε­παρ­κείς.

Πα­ρά την από­στα­σή μου από τα «χω­ρά­φια» της Ιστο­ρί­ας, ας ανα­φερ­θεί εδώ η σχε­τι­κή με τη Δί­κη των Έξι άπο­ψη, όπως πε­ριέ­χε­ται στο αντί­στοι­χο κε­φά­λαιο του ΙΕ΄ τό­μου της Ιστο­ρί­ας του Ελ­λη­νι­κού Έθνους:

Για την από­φα­ση του στρα­το­δι­κεί­ου ωστό­σο δεν υπήρ­χαν πολ­λές αμ­φι­βο­λί­ες ού­τε πριν από την έναρ­ξη της δί­κης ού­τε κα­τά τη διάρ­κειά της. Πα­ρά τις αναμ­φι­σβή­τη­τες ευ­θύ­νες των κα­τη­γο­ρου­μέ­νων για τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή, η πα­ρα­πο­μπή τους με το συ­γκε­κρι­μέ­νο κα­τη­γο­ρη­τή­ριο και η κα­τα­δί­κη τους με βά­ση το κα­τη­γο­ρη­τή­ριο αυ­τό, υπήρ­ξαν πρά­ξεις σκο­πι­μό­τη­τας· “εθνι­κής σκο­πι­μό­τη­τος” όπως, πο­λύ εύ­στο­χα, πα­ρα­δέ­χτη­κε τό­σο ο Πά­γκα­λος όσο και οι πε­ρισ­σό­τε­ροι πρω­τα­γω­νι­στές, δευ­τε­ρα­γω­νι­στές ή με­λε­τη­τές των γε­γο­νό­των της επο­χής εκεί­νης. Το κα­τη­γο­ρη­τή­ριο τυ­πι­κά αστή­ρι­κτο […] πα­ρέ­μει­νε και ου­σια­στι­κά αστή­ρι­κτο με­τά την ολο­κλή­ρω­ση της ακρο­α­μα­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας, εφό­σον από κα­νέ­να στοι­χείο της δια­δι­κα­σί­ας αυ­τής δεν προ­έ­κυ­ψε η έν­νοια του δό­λου των κα­τη­γο­ρου­μέ­νων. Χω­ρίς όμως τον δι­καιω­τι­κό μύ­θο της “εσχά­της προ­δο­σί­ας” των δια­χει­ρι­στών της εξου­σί­ας κα­τά τη διε­τία 1920-22 και την απο­κλει­στι­κή τους ευ­θύ­νη για την κα­τα­στρο­φή, δεν ήταν δυ­να­τόν να δο­θεί απά­ντη­ση στο ερώ­τη­μα “τις πταί­ει” στο οποίο κα­τέ­λη­γε το πό­ρι­σμα της ανα­κρι­τι­κής επι­τρο­πής, και, το κυ­ριό­τε­ρο, δεν ήταν δυ­να­τόν να κα­λυ­φθεί το κε­νό η πιε­στι­κή πα­ρου­σία του οποί­ου μπο­ρού­σε να οδη­γή­σει στο ερώ­τη­μα – τι πταί­ει».[39]

Όλα, λοι­πόν, δεί­χνουν ότι ένα σύ­στη­μα ολό­κλη­ρο ερ­γά­ζε­ται για να μην απα­ντη­θεί, σε ορι­σμέ­νες ορια­κές στιγ­μές της Ιστο­ρί­ας, το ερώ­τη­μα «τι πταί­ει;». Ανα­λό­γως κι εδώ.

Στην υπερ­πο­λυ­τε­λή σά­λα του με­γά­ρου του, η οποία απο­τε­λεί ένα ακό­μη υπο­βλη­τι­κό και επι­βλη­τι­κό ταυ­τό­χρο­να σκη­νι­κό, εκεί όπου «τ’ αση­μέ­νια σερ­βί­τσια και τα κρου­στάλ­λι­να χρυ­σό­δε­τα πο­τή­ρια στρα­φτο­κο­πού­σα­νε κά­του από το φως των κε­ριών και του με­γά­λου απο­πά­νου πο­λυ­ε­λαί­ου» (179), ο Σου­δά­ρας δε­ξιώ­νε­ται σε με­τα­με­σο­νύ­κτιο δεί­πνο έξι μυ­στη­ριώ­δεις και αό­ρα­τους, από την κυ­ρία Ζωή που πα­ρί­στα­ται, εξαι­ρε­τι­κά επί­ση­μους, ωστό­σο, προ­σκε­κλη­μέ­νους. Τους οδη­γεί τε­λε­τουρ­γι­κά στις θέ­σεις τους γύ­ρω από το τρα­πέ­ζι και τους προ­σφω­νεί με τους τί­τλους τους. Οι αό­ρα­τοι συν­δαι­τυ­μό­νες του Σου­δά­ρα εί­ναι ο Πρω­θυ­πουρ­γός της χώ­ρας, οι υπουρ­γοί Εξω­τε­ρι­κών, Εσω­τε­ρι­κών, Οι­κο­νο­μι­κών και Στρα­τιω­τι­κών κα­θώς και «ο έν­δο­ξος Αρ­χι­στρά­τη­γος».[40]   Ανα­μέ­νε­ται επί­σης και ένας έβδο­μος, που η ταυ­τό­τη­τά του δεν απο­κα­λύ­πτε­ται από τον οι­κο­δε­σπό­τη, χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται όμως «ως ο επι­ση­μό­τε­ρος όλων, εις τον οποί­ον η τι­μη­τι­κή θέ­σις ανή­κει κα­τ’ εξο­χήν […]» (178).

Με­τά από μία μα­κρά συ­ζή­τη­ση με­τα­ξύ του Σου­δά­ρα και των προ­σκε­κλη­μέ­νων του, κα­τά τη διάρ­κεια της οποί­ας αυ­τοί επι­χει­ρούν να υπε­ρα­μυν­θούν των επι­λο­γών τους στην εκ­στρα­τεία και να απο­σπά­σουν από τον οι­κο­δε­σπό­τη τους την αυ­το­νό­η­τη, κα­τά την αντί­λη­ψή τους, υπό­σχε­ση ότι θα εξα­σφα­λί­σει την αθώ­ω­σή τους στη δί­κη, εκεί­νος παίρ­νει τον λό­γο όχι για να τους υπο­σχε­θεί και να δώ­σει απά­ντη­ση στο αί­τη­μά τους αλ­λά για να τους μι­λή­σει ως «Υπη­ρέ­της του Θα­νά­του». Γρά­φει η Εύα Βλά­μη:

[…] θα σας ομι­λή­σω, φί­λοι μου, ως υπη­ρέ­της του Θα­νά­του, ως Νε­κρο­θά­πτης εν­νοώ, και κα­τά πρώ­τον πε­ρί της αξί­νης μου, Κύ­ριοι, της οποί­ας το ίν­δαλ­μα, εξ εβέ­νου και χρυ­σού, πρό­κει­ται ενώ­πιόν σας. […]. Η πα­λαιά αξί­νη, εκ ξύ­λου και με­τάλ­λου κοι­νού, δεν επήρ­κει να θά­πτη πα­ρά μό­νον έναν νε­κρόν ή δύο ή τρεις ή δέ­κα ή εί­κο­σι το πο­λύ την ήμέ­ραν. Η εβε­νό­χρυ­σος όμως αξί­νη […] θά­πτει μυ­ριά­δας κα­θ’ ημέ­ραν νε­κρών, όντως αξί­νη μυ­ριο­θά­να­τος και πα­ντα­χού αο­ρά­τως πα­ρού­σα. Δεν υπάρ­χει γω­νία της Ελ­λά­δος, Κύ­ριοι, που να μην ακού­ε­ται ανά πά­σαν στιγ­μήν ο κρό­τος της αξί­νης αυ­τής, αξί­νης επί δύο και πλέ­ον έτη υπε­ραν­θρώ­πως ερ­γα­σθεί­σης και επί της ευ­δαί­μο­νος Μι­κράς Ασί­ας […], μ’ όλον τού­το και­νουρ­γής και χα­ρί­εσ­σα, ως μη έθι­ξε πο­τέ το χώ­μα. Διά την κα­τα­σκευ­ήν ενός ορ­γά­νου τό­σον ευ­χα­ρί­στου και θαυ­μα­στού, σας ευ­γνω­μο­νώ, Κύ­ριοι, εκ βά­θους καρ­δί­ας (183).

Ένα ση­μείο που εδώ προ­κα­λεί τον σχο­λια­σμό εί­ναι η δή­λω­ση, από τον ίδιο τον οι­κο­δε­σπό­τη, της ιδιό­τη­τας με την οποία απευ­θύ­νε­ται στους προ­σκε­κλη­μέ­νους του. Ο Σου­δά­ρας, σε άψο­γη κα­θα­ρεύ­ου­σα, τη γλώσ­σα της εξου­σί­ας, δη­λώ­νει πως τους απευ­θύ­νε­ται ως «υπη­ρέ­της του Θα­νά­του», ενώ ο ανα­γνώ­στης αντι­λαμ­βά­νε­ται ότι η διευ­κρί­νι­ση, «ως Νε­κρο­θά­πτης εν­νοώ», πε­ρισ­σό­τε­ρο πρό­κει­ται για ει­ρω­νι­κό σχό­λιο, το οποίο σκο­πό έχει να συ­σκο­τί­σει την ου­σία της δη­λω­θεί­σας ιδιό­τη­τας, πα­ρά να την απο­σα­φη­νί­σει. Ο Σου­δά­ρας, λοι­πόν, ενώ­πιον των επι­σή­μων προ­σκε­κλη­μέ­νων του, πα­ρα­δό­ξως, εξυ­μνεί μιαν αξί­να, η οποία μά­λι­στα δε­σπό­ζει στο κέ­ντρο του τρα­πε­ζιού του και το κο­σμεί. Δη­λώ­νο­ντας απρο­κά­λυ­πτα πλέ­ον την ιδιό­τη­τά του, δεν έχει πα­ρά να επαι­νέ­σει το σύμ­βο­λο αυ­τό του θα­νά­του και της τα­φής χι­λιά­δων στρα­τιω­τών, το οποίο στα­δια­κά έχει ήδη με­τα­τρέ­ψει τον ίδιο σε πραγ­μα­τι­κό άρ­χο­ντα του σκό­τους και τη χώ­ρα σ’ ένα απέ­ρα­ντο νε­κρο­τα­φείο, με ευ­θύ­νη των στρα­τη­γι­κών επι­λο­γών και στό­χων της εξου­σί­ας. Η συγ­γρα­φέ­ας σαρ­κά­ζει τρα­γι­κά, κα­θι­στώ­ντας την αξί­να σύμ­βο­λο άξιο επαί­νου, ενώ για τους «πα­ντο­δύ­να­μους» εκ­προ­σώ­πους της εξου­σί­ας δεν επι­φυ­λάσ­σει πα­ρά μό­νο λό­γο αγω­νί­ας, σχε­τι­κό με τη διά­σω­σή τους. Η έκ­φρα­ση της ευ­γνω­μο­σύ­νης του Σου­δά­ρα προς τους προ­σκε­κλη­μέ­νους του δεν απο­τε­λεί, από την πλευ­ρά της συγ­γρα­φέ­ως, πα­ρά τον υπαι­νιγ­μό της ότι συ­χνά η πο­ρεία της Ιστο­ρί­ας εί­ναι εντε­ταλ­μέ­νη. Ο οι­κο­δε­σπό­της, εδώ, δεν ευ­χα­ρι­στεί ασφα­λώς για την κα­τα­σκευή της αξί­νας, αλ­λά για τη δη­μιουρ­γία των συν­θη­κών εκεί­νων που τε­λι­κά υπη­ρέ­τη­σαν τους σκο­πούς του.

Κι ενώ ο έβδο­μος προ­σκε­κλη­μέ­νος δεν έχει ακό­μη εμ­φα­νι­στεί, ο Σου­δά­ρας απευ­θύ­νε­ται στους υψη­λούς κα­λε­σμέ­νους του «ως τα­πει­νός υπη­ρέ­της του Θα­νά­του» και «κα­τ’ εντο­λήν του» τους με­τα­φέ­ρει «την βα­θεί­αν εκτί­μη­σιν και τον θαυ­μα­σμόν» που τρέ­φει για αυ­τούς ο «Κύ­ριός» του, εφό­σον διά του Σου­δά­ρα υπα­γό­ρευε και εκεί­νοι ανα­ντίρ­ρη­τα εκτε­λού­σαν∙ και τό­τε εκεί­νος, προ­σθέ­τει ο οι­κο­δε­σπό­της, «ανε­κάγ­χα­ζε εξ επι­κρο­τού­σης χα­ράς, ώστε πολ­λά­κις πα­ρέ­στη ανά­γκη να μα­ζεύω τη σια­γό­να του, η οποία εξε­τι­νάσ­σε­το, και να την προ­σαρ­μό­ζω εις το στό­μα του πά­λιν» (184). Εί­ναι προ­φα­νές ότι στα­δια­κά ο Σου­δά­ρας απο­κα­λύ­πτει την ταυ­τό­τη­τα του «Κυ­ρί­ου» του, υπό τις εντο­λές του οποί­ου λει­τουρ­γεί ο ίδιος αλ­λά και οι αό­ρα­τοι προ­σκε­κλη­μέ­νοι του. Συ­γκε­κρι­μέ­να, ορι­σμέ­να στοι­χεία της ανα­φο­ράς προς τον μυ­στη­ριώ­δη «Κύ­ριο» πα­ρα­πέ­μπουν ευ­θέ­ως στην ει­κό­να του σκε­λε­τού, του Χά­ρου, όπως συ­νή­θως πα­ρου­σιά­ζε­ται στην πα­ρα­δο­σια­κή του απει­κό­νι­ση. Οι τε­λευ­ταί­ες φρά­σεις του οι­κο­δε­σπό­τη προς τους συν­δαι­τυ­μό­νες του επι­βε­βαιώ­νουν τους αρ­χι­κούς υπαι­νιγ­μούς του για την ταυ­τό­τη­τα του μυ­στη­ριώ­δους όσο και πα­ντο­δύ­να­μου «Κυ­ρί­ου», ο οποί­ος εί­ναι και ο έβδο­μος προ­σκε­κλη­μέ­νος του δεί­πνου. «Μη τα­ρασ­σέ­σθω η καρ­δία υμών […]», σαρ­κά­ζει ο Σου­δά­ρας, «έρ­χε­ται [ο Κύ­ριος] πά­ντο­τε αρ­γό­τε­ρον από όσον φο­βού­με­θα και ενω­ρί­τε­ρον από όσον ελ­πί­ζο­μεν» (184). Εί­ναι επί­σης φα­νε­ρό ότι, πα­ρά τις ευ­ρύ­τε­ρες ρε­α­λι­στι­κές ανα­φο­ρές, που αντλού­νται από το πε­δίο της Ιστο­ρί­ας, βρι­σκό­μα­στε πά­ντα στο πλαί­σιο του φα­ντα­στι­κού, εφό­σον κα­μία λο­γι­κή εξή­γη­ση δεν έχει προ­κύ­ψει έως τώ­ρα για το πα­ρά­δο­ξο των αό­ρα­των προ­σκε­κλη­μέ­νων.

Από τα λό­για του Σου­δά­ρα προς τους επί­ση­μους κα­λε­σμέ­νους του δια­φαί­νε­ται στα­δια­κά ότι ο έβδο­μος προ­σκε­κλη­μέ­νος προ­σέρ­χε­ται στο δεί­πνο με συ­γκε­κρι­μέ­νο σκο­πό∙ να «απο­σύ­ρει» με τε­λε­σί­δι­κο τρό­πο τους μέ­χρι τώ­ρα εντε­ταλ­μέ­νους του. Στον πα­ρα­κλη­τι­κό λό­γο του «έν­δο­ξου Αρ­χι­στρά­τη­γου» «να απο­τρα­πούν αι γνω­ρι­μί­αι αυ­ταί», ο Σου­δά­ρας εμ­φα­νί­ζε­ται αλα­ζών και επηρ­μέ­νος:

Εγώ να απο­τρέ­ψω την γνω­ρι­μί­αν σας με τον Κύ­ριόν μου; Την ανέ­βα­λα, όσον να επι­τε­λέ­ση­τε το έρ­γον σας και τώ­ρα δεν υπάρ­χει λό­γος ού­τε εί­ναι δυ­να­τόν να την ανα­βά­λω πε­ρισ­σό­τε­ρον, […]. Η λέ­ξη «επι­τε­λέ­σα­τε», αξιό­τι­μοι Κύ­ριοι, έχει εν εαυ­τή και την έν­νοιαν του τέ­λους. Φα­ντα­σθή­τε τους εαυ­τούς σας, Κύ­ριοι, ως ενερ­γού­με­να, τα οποία εδώ­σα­τε από σκη­νής την τε­λευ­ταί­αν πα­ρά­στα­σίν σας. Κι­νού­με­να με νή­μα­τα εξηρ­τη­μέ­να εις τα δά­κτυ­λα αρι­στο­τέ­χνου υπο­κι­νη­τού, ως κο­λα­κεύ­ο­μαι να πι­στεύω εμαυ­τόν, εδώ­σα­τε την τε­λευ­ταί­αν σας πα­ρά­στα­σιν με τε­λειό­τη­τα ανε­πί­λη­πτον, […]. Η πα­ρά­στα­σις όμως ετε­λεί­ω­σε, το Κοι­νόν απήλ­θεν, ο θια­σάρ­χης έχει την ανά­γκη νέ­ου τύ­που αν­δρει­κέ­λων (185).

Επι­φυ­λάσ­σο­ντας για τον εαυ­τό του τον ρό­λο του «αρι­στο­τέ­χνου υπο­κι­νη­τού», ο Σου­δά­ρας δεν αφή­νει στους «πα­γι­δευ­μέ­νους» κα­τά μία έν­νοια, πλέ­ον, προ­σκε­κλη­μέ­νους του την πα­ρα­μι­κρή ελ­πί­δα ότι η μοί­ρα τους μπο­ρεί να εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κή από την ήδη προ­α­πο­φα­σι­σθεί­σα. Ψυ­χρός, αμεί­λι­κτος και πά­ντα πι­στός στις εντο­λές του σκο­τει­νού «ερ­γο­δό­τη» του, αφού τους επι­ση­μαί­νει πα­γε­ρά ότι όλο αυ­τό το διά­στη­μα ήταν απλώς ενερ­γού­με­να, δεν δι­στά­ζει να τους «απο­στρα­τεύ­σει» εκ­στο­μί­ζο­ντας στυ­γνή την αλή­θεια∙ αν και πε­ρά­τω­σαν με επι­τυ­χία «την επί σκη­νής πα­ρά­στα­σή τους», «ο θια­σάρ­χης έχει την ανά­γκη νέ­ου τύ­που αν­δρει­κέ­λων». Πι­θα­νό­τα­τα εκεί­νων, τα οποία θα υπη­ρε­τή­σουν τυ­φλά νέ­ους εντο­λο­δό­χους και θα συ­ντε­λέ­σουν στη δια­τή­ρη­ση νέ­ων ισορ­ρο­πιών.

Εί­ναι φα­νε­ρό ότι εδώ κα­ταγ­γέλ­λε­ται η πά­για στά­ση της εξου­σί­ας, σε κά­θε επο­χή, κυ­ρί­ως όμως κα­τά τη διάρ­κεια τα­ραγ­μέ­νων και­ρών, όπως η συ­γκε­κρι­μέ­νη ιστο­ρι­κή πε­ρί­ο­δος, τό­τε που οι ισορ­ρο­πί­ες γί­νο­νται εξαι­ρε­τι­κά ευά­λω­τες, η δια­τή­ρη­σή τους πο­λύ δύ­σκο­λη και απρό­βλε­πτη υπό­θε­ση, οι άν­θρω­ποι ιδιαι­τέ­ρως κα­χύ­πο­πτοι και οι ισχυ­ροί ανε­λέ­η­τοι. Τό­τε ου­δείς ορ­ρω­δεί προ ου­δε­νός, οι αρ­μό­διοι και οι ρό­λοι τους εύ­κο­λα εναλ­λάσ­σο­νται, «κε­φά­λια πέ­φτουν» αδί­στα­κτα, οι «εκλε­κτοί» γί­νο­νται έσχα­τοι και οι έσχα­τοι «πρώ­τοι». Τού­το στο κεί­με­νο επι­βε­βαιώ­νε­ται από την απά­ντη­ση του Σου­δά­ρα στον τρο­μο­κρα­τη­μέ­νο υπουρ­γό Εσω­τε­ρι­κών, ο οποί­ος, υπό το κρά­τος έντο­νης συ­ναι­σθη­μα­τι­κής φόρ­τι­σης, έχει ξε­χά­σει τον πλη­θυ­ντι­κό της ευ­γέ­νειας και του πρω­το­κόλ­λου: «Και δε μου λες, […], τι πά­ει να πει δη­λα­δή τα νέα αν­δρεί­κε­λα που λες; Δεν σε κα­τα­λα­βαί­νω κα­λά». Στο κε­νό πέ­φτει η προ­σπά­θεια του υπουρ­γού Εξω­τε­ρι­κών να διευ­κρι­νί­σει δή­θεν, επί της ου­σί­ας όμως να εξευ­με­νί­σει τον ήδη απο­φα­σι­σμέ­νο να προ­χω­ρή­σει σε αλ­λα­γή «φρου­ράς» οι­κο­δε­σπό­τη: «Θέ­λει να μά­θει ποί­ους έχε­τε κα­τά νουν, Εξο­χώ­τα­τε, να προ­ω­θή­σε­τε κα­τό­πιν ημών…». Κα­τα­πέλ­της, αλ­λά και σα­φέ­στα­τη ως προς τις σκο­πι­μό­τη­τες που υπη­ρε­τεί, εί­ναι η απά­ντη­ση του Σου­δά­ρα: «Τους Αντι­πά­λους σας, Κύ­ριοι…» (188). Η «φρου­ρά» αλ­λά­ζει, το κοι­νω­νι­κό μή­νυ­μα αλ­λά και η έντα­ση της διά­θε­σης δια­μαρ­τυ­ρί­ας αυ­τών των ανα­φο­ρών εί­ναι ισχυ­ρό και δια­χρο­νι­κό, ενώ το φα­ντα­στι­κό πα­ρα­μέ­νει, εφό­σον ου­δε­μία λο­γι­κή εξή­γη­ση για όσα πα­ρά­ξε­να συμ­βαί­νουν δεν δί­νε­ται στο κεί­με­νο.

Ωστό­σο, ας ανα­φερ­θεί εδώ η πε­ρι­γρα­φή της με­τά την εκτέ­λε­ση των Έξι δια­δι­κα­σί­ας, από τον Γε­ώρ­γιο Ι. Πε­σμα­ζό­γλου, προ­κει­μέ­νου να επι­βε­βαιω­θεί με οδυ­νη­ρό, μάλ­λον, τρό­πο όσα το όχη­μα της φα­ντα­σί­ας και του πι­κρού σαρ­κα­σμού κα­ταγ­γέλ­λει στο πε­δίο της λο­γο­τε­χνί­ας:

Τα αι­μα­το­βαμ­μέ­να πτώ­μα­τα ερ­ρί­φθη­σαν εντός ενός φορ­τη­γού που τα με­τέ­φε­ρεν εις το Α΄ νε­κρο­τα­φεί­ον. Εστάθ­μευ­σε με το οπί­σω μέ­ρος εστραμ­μέ­νον προς το πα­ρεκ­κλή­σιον το ευ­ρι­σκό­με­νον εις τον κή­πον του νε­κρο­τα­φεί­ου και δύο στρα­τιώ­ται τα επέ­τα­ξαν προ του ναϊ­δρί­ου. Πε­ρί την 1ην μ.μ. τό­σον η αδελ­φή του Γού­να­ρη όσον και η κυ­ρία Πρω­το­πα­πα­δά­κη μας τη­λε­φώ­νη­σαν ότι ει­δο­ποι­ή­θη­σαν ότι μέ­χρι της 3ης μ.μ. οι συγ­γε­νείς ηδύ­να­ντο να εντα­φιά­σουν τους νε­κρούς των, άλ­λως θα επε­λαμ­βά­νε­το η Αστυ­νο­μία. Όταν πε­ρί τας 2 μ.μ. εφθά­σα­με με την σύ­ζυ­γον μου εις το νε­κρο­τα­φεί­ον, πλή­θος κό­σμου εί­χε συ­να­θροι­σθή εις τον πε­ρί­βο­λόν του, ενώ ισχυ­ρά δύ­να­μις της αστυ­νο­μί­ας εί­χεν απο­κλεί­σει την εί­σο­δον του νε­κρο­τα­φεί­ου. Το θέ­α­μα ήτο φρι­κώ­δες! Τα σώ­μα­τα των εκτε­λε­σθέ­ντων έκει­ντο επί με­ρι­κών σα­νί­δων. Το ένα χέ­ρι του Θε­ο­τό­κη εί­χεν απο­σπα­σθή από το σώ­μα του. Το κα­πέλ­λο του Πρω­το­πα­πα­δά­κη πε­ριεί­χεν ό,τι εί­χεν απο­μεί­νει από το κε­φά­λι του και επί του πτώ­μα­τος του Γού­να­ρη εφαί­νο­ντο αι­μα­τη­ρά ίχνη τα οποία προ­ξέ­νη­σαν εις το πτώ­μα του οι μπό­τες του στρα­τη­γού Χα­τζα­νέ­στη κα­τά την με­τα­φο­ράν. Εις τας 2.30΄ έφθα­σαν εξ φέ­ρε­τρα κα­τα­σκευα­σμέ­να από κα­κο­κομ­μέ­νας σα­νί­δας, όπου κά­θε οι­κο­γέ­νεια ετο­πο­θέ­τη­σε τον νε­κρόν της. Τέσ­σα­ρες φρα­κο­φό­ροι, οι ίδιοι δι’ όλους με­τέ­φε­ραν τα φέ­ρε­τρα εις τους τά­φους και με­τά πρό­χει­ρον ψαλ­μω­δί­αν ετο­πο­θε­τού­ντο όπως όπως εντός της γης. Η σύ­ζυ­γός μου και εγώ ηκο­λου­θή­σα­μεν τον νε­κρόν του Πρω­το­πα­πα­δά­κη, ο οποί­ος ετά­φη τε­λευ­ταί­ος. Απερ­χό­με­νος ο ιε­ρεύς που τον εντα­φί­α­σεν, εί­πεν εις επή­κο­ον όλων:

— Κα­λά του έκα­μαν, αφού μας τα έκο­ψεν εις τα δύο! Υπο­νο­ών την δι­χο­τό­μη­σιν του νο­μί­σμα­τος».[41]

Πά­ντως, το τυ­πι­κό μέ­ρος τη­ρή­θη­κε απο­λύ­τως… «τα φέ­ρε­τρα εις τους τά­φους» τα με­τέ­φε­ραν φρα­κο­φό­ροι… «ίδιοι δι’ όλους»…

Το δέ­κα­το τρί­το κε­φά­λαιο, λει­τουρ­γεί ως προ­οί­μιο των τε­λι­κών «λύ­σε­ων», οι οποί­ες, στα­δια­κά, ει­σά­γο­νται. Η Αγ­γέ­λι­κα, εδώ, μοιά­ζει να τα­κτο­ποιεί εκ­κρε­μό­τη­τες, ενώ το κέ­ντρο της ζω­ής της δεν εί­ναι άλ­λο από την ενα­γώ­νια, πα­θια­σμέ­νη θα ’λε­γε κα­νείς, ανα­ζή­τη­ση του Ασή­μη ανά­με­σα στους κα­τα­λό­γους με τα ονό­μα­τα των φο­νευ­θέ­ντων, ανά­με­σα στους κα­τα­λό­γους με τα ονό­μα­τα των αγνο­ου­μέ­νων, ανά­με­σα στους τε­λευ­ταί­ους επι­ζώ­ντες που επι­στρέ­φουν, ερεί­πια, με τα κα­ρά­βια στο λι­μά­νι. Ενώ, λοι­πόν, η Αγ­γέ­λι­κα ξε­κι­νά­ει για μια τέ­τοια, από τις τε­λευ­ταί­ες, ανα­ζή­τη­ση, μια εν­δια­φέ­ρου­σα σκη­νή από τη ζωή της προ­σφυ­γιάς πε­ρι­γρά­φε­ται από την Εύα Βλά­μη:

Ακού­γο­ντας την κα­μπά­να πε­τά­χτη­κε. Πώς; Χτυ­πού­σε κιό­λας με­ση­μέ­ρι; Κι αυ­τή βρι­σκό­ταν ακό­μα εδώ; Μπή­κε μέ­σα, σα να μην πρό­φται­νε, άρ­πα­ξε την τζά­ντα της και πή­ρε να κα­τε­βαί­νει… Ακού­γο­ντας το βια­στι­κό της κα­τέ­βα­σμα οι γυ­ναί­κες της προ­σφυ­γιάς την πε­ρι­τρι­γυ­ρί­σα­νε στα μι­σά της σκά­λας. Κο­ντο­στά­θη­κε. Στο με­σια­νό πά­τω­μα του σπι­τιού της, που έμε­νε πρώ­τα η σχω­ρε­μέ­νη η Βγε­νι­κή, μέ­να­νε τώ­ρα τρεις προ­σφυ­γο­φα­μί­λιες… Η Κό­να Πα­ρα­σκευή με τις ανη­ψά­δες τις δύο, ο ψάλ­της ο Αυ­γου­στής –που βρέ­θη­κε κά­ποιος χρι­στια­νός και τό­νε βό­λε­ψε στον Προ­φή­τη Ηλία– με την αδερ­φή του, τη γυ­ναί­κα του και τα τέσ­σε­ρα παι­διά τους κ η Αρι­στώ με το μω­ρό της, που εί­χε πα­ρα­κα­λέ­σει την Αγ­γέ­λι­κα να της το χρι­στια­νέ­ψει: –«Έτσι να μά­θεις με το κα­λό για τον αρ­ρα­βω­νια­στι­κό σου…» –Με λι­γο­στά τσου­μπλέ­κια που τους έδω­σε πο­ρεύ­ο­νταν σε νοι­κο­κυ­ριό κι όλη μέ­ρα ανε­βο­κα­τέ­βαι­ναν από τη σκά­λα της λά­τρας, αφή­νο­ντας την εί­σο­δο και τη σκά­λα δι­κή της… Σα σκο­τεί­νια­ζε, βά­ζα­νε τα παι­διά να κοι­μη­θούν κι ο ψάλ­της έπαιρ­νε το λυ­ρά­κι… Αρ­γά και που έκρου­γε κα­μιά νό­τα – όσο ν’ απι­θώ­σουν οι γυ­ναί­κες το φτω­χο­με­ζε­δά­κι, το ού­ζο, το ναρ­γι­λέ κα­τα­με­σίς και να σταυ­ρο­πο­διά­σουν ολό­γυ­ρά του… Ξάφ­νου η ίδια νό­τα κρου­γό­ταν δυο τρεις φο­ρές δυ­να­τά κ’ οι ψυ­χές σαν κουρ­ντι­σμέ­νες χορ­δές τε­ντω­νό­ταν… Έπια­νε η Αρι­στώ να ξε­τυ­λί­γει με την κρου­στή της φω­νή το για­ρε­δά­κι[42] της κι άλ­λες γύ­ρω τε­τέ­ρι­ζαν σα να σι­γα­νο­μι­λού­σαν, Το λυ­ρά­κι έμπαι­νε κά­του από το δο­ξά­ρι κι αρ­χι­νού­σε αρ­γά να βα­στά­ει το σκο­πό… Δι­στα­χτι­κές οι φω­νές ψά­χναν, σα λα­βω­μέ­νες, ώσπου σμί­γαν όλες μα­ζί σ’ ένα μα­κρό­συρ­το τρα­γού­δι… Μια δυ­νά­μω­νε, μια κα­τά­πε­φτε σα μοι­ρο­λόι συ­γκρα­τη­χτό […] που έδε­νε τις καρ­διές κό­μπο. Με τα μά­τια στυ­λω­μέ­να πέ­ρα, μα­κριά, ξα­να­γυ­ρί­ζα­νε στα χώ­μα­τά τους τα τρι­σα­γα­πη­μέ­να. […]. Εκεί που απο­μεί­ναν οι αγα­πη­μέ­νοι τους, που πέ­ρα­σαν από σπα­θί, εκεί που η μέ­ρα έκλει­νε ανα­πα­μέ­νη κά­θε βρά­δυ τα βλέ­φα­ρα, για­τί δεν εί­χε την αγκού­σα της άλ­λης… Το δά­κρυ έδε­νε στις βρύ­σες των μα­τιών, σι­γα­να­τρέ­μι­ζε η φω­νή, ώσπου κα­τά­πε­φτε βα­ρειά από την πί­κρα… Με τον ήχο του τον επί­μο­νο, το σου­γλε­ρό, που σου τρυ­πού­σε την καρ­διά, το λυ­ρά­κι έπαιρ­νε και ξα­νά­παιρ­νε το τσά­κι­σμα το πο­νε­ρό και το βα­ρού­σε πει­σμα­τι­κά πά­νω στα πο­νε­μέ­να του τέ­λια… (196-197)

Ού­τε φα­ντα­σία, ού­τε γοτ­θι­κή γρα­φή, ού­τε σά­τι­ρα, εδώ. Η αξιο­πρό­σε­κτη αλ­λα­γή στη γλώσ­σα, απο­τυ­πώ­νει λυ­ρι­σμό και νο­σταλ­γία, ενώ, χω­ρίς να χά­νει το ιδιαί­τε­ρο ύφος της, συ­νται­ριά­ζε­ται με ό,τι πε­ρι­γρά­φει απα­λεί­φο­ντας τη ρω­μα­λε­ό­τη­τα και το βά­ρος άλ­λων πε­ρι­γρα­φών. Οι τυ­χε­ρές προ­σφυ­γι­κές οι­κο­γέ­νειες, που βρή­καν κα­τα­φύ­γιο στο σπί­τι της Αγ­γέ­λι­κας, μοιά­ζει να έχουν απο­κτή­σει μια ζε­στή σχέ­ση μα­ζί της, κα­θώς, απ’ ό,τι φαί­νε­ται, τους έχει συ­ντρέ­ξει και συ­μπα­ρα­στα­θεί, ενώ εκεί­νοι αντα­πο­δί­δουν ανα­γνω­ρί­ζο­ντας την υπε­ρο­χή της ως ιδιο­κτή­τριας του σπι­τιού, ανε­βο­κα­τε­βαί­νο­ντας από τη σκά­λα της υπη­ρε­σί­ας κι αφή­νο­ντας δι­κή της την κύ­ρια εί­σο­δο. Κι ακό­μα, η Αρι­στώ ζη­τά από την Αγ­γέ­λι­κα «να χρι­στια­νέ­ψει» το μω­ρό της, μια πρό­τα­ση που, ακό­μα και σή­με­ρα, προ­ϋ­πο­θέ­τει ιδιαί­τε­ρη απο­δο­χή και εκτί­μη­ση, ενώ πε­ρι­ποιεί με­γά­λη τι­μή. Το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο όμως εί­ναι ότι το ση­μείο αυ­τό πε­ρι­γρά­φει συ­νή­θειες και τρό­πο ζω­ής των προ­σφύ­γων, ενώ ακό­μη προ­σπα­θούν να βρουν τον βη­μα­τι­σμό τους στη νέα πα­τρί­δα, με το βλέμ­μα και την ψυ­χή τους αφη­μέ­να στους τό­πους που έχα­σαν, σε μια ζωή που ξε­ρι­ζώ­θη­κε πριν τη ζή­σουν, στους αν­θρώ­πους που έχα­σαν για πά­ντα πριν τους χορ­τά­σουν, στα νιά­τα που απο­χαι­ρέ­τη­σαν πριν αυ­τά προ­λά­βουν να μα­ρα­θούν. Το λυ­ρά­κι, ο ναρ­γι­λές, ο φτω­χο­με­ζές, το ού­ζο και το αβί­α­στο –ομα­δι­κά τρα­γου­δι­σμέ­νο– για­ρε­δά­κι, που γρή­γο­ρα μπου­κώ­νει από τη νο­σταλ­γία και τη συ­γκί­νη­ση και πι­σω­γυ­ρί­ζει, δεν εί­ναι πα­ρά ένας με­γά­λος καη­μός που ξε­χει­λί­ζει ασυ­γκρά­τη­τος κι ακο­λου­θεί την κα­τεύ­θυν­ση του στυ­λω­μέ­νου βλέμ­μα­τος προς τη χα­μέ­νη πα­τρί­δα. «Οι πρό­σφυ­γες», ση­μειώ­νε­ται σε αντί­στοι­χο κε­φά­λαιο στα Θέ­μα­τα Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Ιστο­ρί­ας, «εί­χαν ζή­σει σε τό­πους με πο­λι­τι­στι­κή πα­ρά­δο­ση πολ­λών αιώ­νων την οποία με­τέ­φε­ραν στη νέα τους πα­τρί­δα. Η μου­σι­κή που έφε­ραν μα­ζί τους επη­ρέ­α­σε τον τρό­πο έκ­φρα­σης των λαϊ­κών στρω­μά­των και ανα­δεί­χτη­κε σε λαϊ­κή μου­σι­κή της πό­λης (ρε­μπέ­τι­κα). Πρό­σφυ­γες ορ­γα­νο­παί­χτες και τρα­γου­δι­στές κυ­ριάρ­χη­σαν στη λαϊ­κή μου­σι­κή σκη­νή μέ­χρι το 1940».[43]

Εντύ­πω­ση προ­κα­λεί ότι η Εύα Βλά­μη ανα­φέ­ρε­ται σε όλα αυ­τά, με­τα­ξύ πολ­λών άλ­λων, με σα­φή­νεια. Δεν φαί­νε­ται να το πρό­σε­ξε κα­νείς.

«Η σά­τι­ρα, υπο­στη­ρί­ζει ο Arthur Pollard, […]δεν έχει μέ­σα της τί­πο­τε το υπερ­βα­τι­κό. […] Οι εμπει­ρί­ες που μπο­ρούν να δη­μιουρ­γή­σουν αυ­τή την κα­τά­στα­ση, π.χ. της αγά­πης και του θα­νά­του βρί­σκο­νται έξω από τα όρια της σά­τι­ρας».[44] Έτσι, εύ­λο­γα θα μπο­ρού­σε κά­ποιος να ανα­ρω­τη­θεί τι ρό­λο παί­ζει η σά­τι­ρα σ’ ένα έρ­γο, του οποί­ου ο κύ­ριος θε­μα­τι­κός άξο­νας εί­ναι ο θά­να­τος. «Κι όμως», σχο­λιά­ζει και πά­λι ο Pollard, «η σά­τι­ρα εί­ναι μια διέ­ξο­δος που μας εί­ναι ανα­γκαία για να μπο­ρέ­σου­με να συ­νε­χί­σου­με ν’ αντι­με­τω­πί­ζου­με προ­βλή­μα­τα εξαι­ρε­τι­κής ση­μα­σί­ας. Τι μπο­ρεί να γί­νει με τη χρη­σι­μο­ποί­η­ση της σά­τι­ρας άμε­σα ή έμ­με­σα σε σύν­δε­ση με σο­βα­ρά θέ­μα­τα θα εξαρ­τη­θεί ώς ένα ορι­σμέ­νο όριο από τη σχέ­ση του συγ­γρα­φέα με το ακρο­α­τή­ριό του».[45] Να λοι­πόν η αντι­θε­τι­κή, αλ­λά και λυ­τρω­τι­κή ταυ­τό­χρο­να σχέ­ση της σά­τι­ρας με τον θά­να­το. Οι εμ­βό­λι­μες σκη­νές των δη­κτι­κών σα­τι­ρι­κών σχο­λια­σμών στα Όνει­ρα της Αγ­γέ­λι­κας δεν μπο­ρεί να εί­ναι τυ­χαί­ες, αλ­λά ού­τε και αταί­ρια­στες. Βρί­σκο­νται εδώ για να λυ­τρώ­σουν από το άλ­γος του θα­νά­του, αλ­λά και να ενι­σχύ­σουν τις προ­θέ­σεις της συγ­γρα­φέ­ως να γε­λοιο­ποι­ή­σει με έμ­με­σο πλην σα­φή τρό­πο συ­μπε­ρι­φο­ρές και φαι­νό­με­να, τα οποία δεν ήταν διό­λου σπά­νια στην επο­χή της, αλ­λά ού­τε και σή­με­ρα. Αυ­τός εί­ναι και ο λό­γος για τον οποίο η συγ­γρα­φέ­ας επα­να­φέ­ρει την κυ­ρία Αν­θε­μί­ου στο τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο του έρ­γου. Διό­τι μία από τις τε­λευ­ταί­ες εντυ­πώ­σεις του βι­βλί­ου πρέ­πει να εί­ναι ο σα­τι­ρι­κός της λό­γος. Έτσι λοι­πόν με τρό­πο, άλ­λο­τε αιχ­μη­ρό κι άλ­λο­τε πι­κρό, η Εύα Βλά­μη μας κά­νει να χα­μο­γε­λά­σου­με, ακό­μα και με­λαγ­χο­λι­κά. Γρά­φει:

Ο για­τρός τής το εί­πε κα­θα­ρά πως η ζωή της κι­ντυ­νεύ­ει με την πά­θη­σή της, την ανε­πάρ­κεια της Στε­φα­νιαί­ας, κ’ εκεί­νη πως δεν τον αγκά­λια­σε να τον φι­λή­σει, για­τί εί­χε ακού­σει πως ο βα­σι­λιάς Εδουάρ­δος VII πή­γε από την ίδια αρ­ρώ­στια. Στο δρό­μο απά­ντη­σε τη φι­λε­νά­δα της, την Κυ­ρία Σω­σι­πά­τρου: -«Ξέ­ρεις, πά­σχω από ανε­πάρ­κεια της Στε­φα­νιαί­ας!» Όταν της εξή­γη­σε πως ο Εδουάρ­δος VII πέ­θα­νε από την ίδια αρ­ρώ­στια κι αυ­τός, η άλ­λη πρα­σί­νι­σε από τη ζή­λεια. […], πέ­ρα­σε από ’να βι­βλιο­πω­λείο στο Σύ­νταγ­μα και γύ­ρε­ψε μια βιο­γρα­φία του Εδουάρ­δου VII. Έβρι­σε τον υπάλ­λη­λο που της εί­πε πως δεν υπάρ­χει βιο­γρα­φία αυ­του­νού του χα­ρα­μο­φάη κι αγό­ρα­σε πα­ρα­κά­τω μια βιο­γρα­φία της μά­νας του, της Βι­κτώ­ριας.[…]. Λο­γά­ρια­ζε ν’ αναγ­γεί­λει επί­ση­μα το γε­γο­νός στον άντρα της και στην κό­ρη της στο δεί­πνο. Κα­θώς άνοι­γε την πόρ­τα της, το μά­τι της έπε­σε σ’ ένα φά­κελ­λο με σφρα­γί­δα και σή­μα. Σί­γου­ρα από κά­ποιον από τους αμέ­τρη­τους φι­λαν­θρω­πι­κούς συλ­λό­γους που ανα­κα­τευό­τα­νε σαν Πρό­ε­δρος ή Σύμ­βου­λός τους. Μια γλυ­κειά λύ­πη πα­ρα­μέ­ρι­σε τό­τε την ανα­γάλ­λια της σα στο­χά­στη­κε πό­σοι φτω­χοί θα ορ­φα­νεύ­α­νε με τον θά­να­τό της (217).

Αναμ­φί­βο­λα, ο χα­ρα­κτή­ρας της Αν­θε­μί­ου γί­νε­ται ο τρό­πος, μέ­σω του οποί­ου κα­ταγ­γέλ­λε­ται η επι­τή­δευ­ση και η υπο­κρι­σία της αστι­κής τά­ξης, στην οποία η ίδια η Αν­θε­μί­ου ανή­κει. Από τον τρό­πο που χει­ρί­ζε­ται η Εύα Βλά­μη τον τύ­πο αυ­τό μέ­χρι το τέ­λος του έρ­γου, γί­νε­ται αντι­λη­πτό ότι η πρό­θε­σή της δεν εί­ναι να τον ολο­κλη­ρώ­σει, αλ­λά να τον αξιο­ποι­ή­σει έτσι ώστε να εκ­πλη­ρω­θεί ο σα­τι­ρι­κός του ρό­λος. Οι χει­ρι­σμοί αυ­τοί της συγ­γρα­φέ­ως φαί­νε­ται να συ­να­ντούν τις πα­ρα­τη­ρή­σεις του Arthur Pollard σχε­τι­κά με το ζή­τη­μα της ανε­ξαρ­τη­σί­ας του σα­τι­ρι­κού χα­ρα­κτή­ρα. «Ανε­ξάρ­τη­τα από το τί εί­ναι ο ίδιος, πά­ντο­τε πα­ρα­μέ­νει δη­μιούρ­γη­μα της σα­τι­ρι­κής πρό­θε­σης του αφε­ντι­κού του», επι­ση­μαί­νει ο Pollard και προ­σθέ­τει: «Η σα­τι­ρι­κή θέ­ση προσ­διο­ρί­ζε­ται γρή­γο­ρα σ’ ένα έρ­γο και ο χα­ρα­κτή­ρας χρη­σι­μεύ­ει σαν πα­ρά­δειγ­μα γι’ αυ­τή τη θέ­ση. Δεν γί­νε­ται, υπάρ­χει».[46] Πά­ντως, με το εύ­ρη­μα της «κομ­ψής» ασθέ­νειας, η οποία επι­λέ­γει ανά­με­σα στους «εκλε­κτούς» της κοι­νω­νί­ας τους φο­ρείς της, αλ­λά και την ακραία εκ­δή­λω­ση της επι­τή­δευ­σης και εγω­πά­θειας από την πλευ­ρά της Αν­θε­μί­ου, η συγ­γρα­φέ­ας –εκτός από τη στη­λί­τευ­ση μιας συ­γκε­κρι­μέ­νης συ­μπε­ρι­φο­ράς– επι­χει­ρεί να μας θυ­μί­σει ότι η αρ­ρώ­στια και ο θά­να­τος δεν γνω­ρί­ζουν κρι­τή­ρια τα­ξι­κής ή άλ­λης φύ­σε­ως, δεν ανα­γνω­ρί­ζουν την κοι­νω­νι­κή ιε­ραρ­χία, τα σχή­μα­τα εξου­σί­ας δεν τους πτο­ούν. Έτσι, το νή­μα αυ­τής της σκέ­ψης φαί­νε­ται να συν­δέ­ε­ται με τον ανα­τρε­πτι­κό ρό­λο του θα­νά­του, όπως πα­ρου­σιά­στη­κε μέ­σα από τον διά­λο­γο του Σου­δά­ρα με τον νε­κρό στρα­τιώ­τη Ηλία, εκ των Αγνο­ου­μέ­νων, ενώ η κοι­νω­νι­κή διά­στα­ση του έρ­γου μοιά­ζει στα­θε­ρά να ανα­δει­κνύ­ε­ται τό­σο μέ­σα από τη λει­τουρ­γία του φα­ντα­στι­κού, όσο και μέ­σα από τον ρό­λο της σά­τι­ρας.

Θα αφή­σω ασχο­λί­α­στο το τε­λευ­ταίο από­σπα­σμα του βι­βλί­ου σ’ αυ­τήν την ερ­γα­σία. Επέ­λε­ξα να εί­ναι η πε­ρι­γρα­φή της άφι­ξης του κα­ρα­βιού που με­τέ­φε­ρε στο λι­μά­νι του Πει­ραιά τους τε­λευ­ταί­ους ζώ­ντες αιχ­μά­λω­τους της Μι­κράς Ασί­ας και της απε­γνω­σμέ­νης, ανά­με­σα σ’ αυ­τούς, ανα­ζή­τη­σης του Ασή­μη από την Αγ­γέ­λι­κα. Εί­ναι η ώρα της κο­ρύ­φω­σης του προ­σω­πι­κού της δρά­μα­τος, η ώρα της τρα­γι­κής πε­ρά­τω­σης μιας ενα­γώ­νιας, μά­ται­ης και, εν τέ­λει, απέλ­πι­δας ανα­μο­νής, εί­ναι η ώρα που η Αγ­γέ­λι­κα ει­σέρ­χε­ται στον κό­σμο των νε­κρών και πο­ρεύ­ε­ται στη συ­νά­ντη­σή τους, προ­τού ακό­μα δρα­σκε­λί­σει απο­φα­σι­στι­κά το κα­τώ­φλι του κό­σμου τους.

Η Εύα Βλά­μη

Γρά­φει η Εύα Βλά­μη:

Ο κό­σμος γύ­ρω της όλο και πλή­θαι­νε… Αντί­κρυ στη “Μπύ­ρα” δεν πρό­φται­ναν να βγά­ζουν κα­ρέ­κλες... Η Αγ­γέ­λι­κα μπο­ρού­σε να στέ­κε­ται στη θέ­ση της ώρες… «ΣΗ­ΜΕ­ΡΟΝ ΜΕ­ΤΑ ΤΗΝ ΜΕ­ΣΗΜ­ΒΡΙΑΝ ΜΕ­ΤΑ­ΦΕ­ΡΟ­ΝΤΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΛΟΙ­ΜΟ­ΚΑ­ΘΑΡ­ΤΗ­ΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕ­ΩΡ­ΓΙΟΥ ΟΙ ΤΕ­ΛΕΥ­ΤΑΙΟΙ ΖΩ­ΝΤΕΣ ΑΙΧ­ΜΑ­ΛΩ­ΤΟΙ ΟΙ­ΤΙ­ΝΕΣ ΔΙΕ­ΚΟ­ΜΙ­ΣΘΗ­ΣΑΝ ΧΘΕΣ ΔΙΑ ΤΗΣ “ΕΣΠΕ­ΡΙΑΣ” ΕΚ ΤΗΣ ΜΙ­ΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ…» «ΟΙ ΤΕ­ΛΕΥ­ΤΑΙΟΙ ΖΩ­ΝΤΕΣ ΑΙΧ­ΜΑ­ΛΩ­ΤΟΙ…» Τα κα­τά­μαυ­ρα γράμ­μα­τα της εφη­με­ρί­δας εί­χαν τυ­πω­θεί στα λα­δο­πρά­σι­να νε­ρά του λι­μα­νιού, στο κά­τρα­σπρο μου­ρά­γιο, στην ολο­γά­λα­ζη θά­λασ­σα, στα ου­ρα­νο­θέ­με­λα, ψη­λά στο διά­φα­νο θό­λο… «ΟΙ ΤΕ­ΛΕΥ­ΤΑΙΟΙ ΖΩ­ΝΤΕΣ ΑΙΧ­ΜΑ­ΛΩ­ΤΟΙ…» […]. Αλα­λη­τό ξαφ­νι­κά και φω­νές: «Έρ­χε­ται… Έρ­χε­ται…» Οι βάρ­κες με τον κό­σμο ανοί­χτη­καν, ενώ η αν­θρω­πο­πλημ­μύ­ρα πε­ρί­σφιγ­γε τη σκά­λα… Η “Εσπε­ρία” πρό­βαι­νε στο έμπα του λι­μα­νιού κ’ ερ­χό­ντα­νε μ’ ανα­κομ­μέ­νη τη φό­ρα… Φω­νές, ονό­μα­τα, γέ­λια, χαι­ρε­τι­σμοί με­σ’ από τις βάρ­κες που πιά­νου­νταν από τα λα­σκα­ρι­σμέ­να σκοι­νιά του βα­πο­ριού και τα κρε­μα­στά πα­λα­μά­ρια. Όλα τα μά­τια από τη στε­ριά εί­χα­νε στυ­λω­θεί στο κα­τά­μαυ­ρο βα­πό­ρι που έστα­ζε χα­κί, χα­κί στοι­βαγ­μέ­νο από την πλώ­ρα ίσα­με την πρύ­μη του κι από τη γέ­φυ­ρα ίσα­με τ’ αμπά­ρια… Τα γό­να­τα της Αγ­γέ­λι­κας λυ­γού­σα­νε όσο το ’βλε­πε να σι­μώ­νει… […]. Η “Εσπε­ρία” ανά­κο­βε τη φό­ρα της μ’ “όπι­σθεν ολο­τα­χώς”, κά­του από την πρύ­μη της η θά­λασ­σα αφρο­κο­πού­σε αντα­ρια­σμέ­νη… Οι βάρ­κες αφή­σα­νε τα σκοι­νιά, οι ναύ­τες από ψη­λά τρέ­χαν στις άγκυ­ρες κι άλ­λοι τοι­μά­ζα­νε τις πρυ­μά­τσες… Αρ­χί­ζαν οι μα­νού­βρες για το δι­πλά­ρω­μα, το βα­πό­ρι γύ­ρι­ζε αρ­γά την μπά­ντα του τη ζερ­βιά, η κα­δέ­να γκρε­μί­στη­κε στη θά­λασ­σα που βρό­ντη­ξε ανα­πη­δώ­ντας ίσα­με το μου­ρά­γιο… Ο κό­σμος κρά­τη­σε την ανα­πνοή, τα μά­τια ψι­λο­τρώ­γαν το χα­κί, το χα­κί πή­χτω­νε κ’ έσκυ­βε ανε­βά­στα­γο, ο κό­σμος και το χα­κί με­τρού­σαν τα λί­γα μέ­τρα ή την άβυσ­σο που χω­ρί­ζαν τους δι­κούς από τους δι­κούς που θ’ αντα­μώ­να­νε, τους δι­κούς από τους δι­κούς που δε θ’ αντά­μω­ναν… Το κα­τά­μαυ­ρο βα­πό­ρι πλεύ­ρι­σε πια κ’ η Αγ­γέ­λι­κα εί­δε τα πα­νύ­ψη­λά του πλευ­ρά ν’ ανοί­γου­νε σα σι­δε­ρό­πορ­τες κά­στρου: «Γιώρ­γη, παι­δί μου!» η φω­νή μιας μά­νας ξέ­σκι­σε σπα­ρα­χτι­κά τη σιω­πή κι αμέ­τρη­τες με­μιάς φω­νές, ονό­μα­τα, χαι­ρε­τι­σμοί, πε­ρι­ζώ­σαν, σω­στό παν­δαι­μό­νιο, τ’ αλα­λια­σμέ­νο κο­πά­δι που άρ­χι­σε ν’ ανα­ξε­χύ­νε­ται από τα σω­θι­κά του βα­πο­ριού: Οι τε­λευ­ταί­οι ζω­ντα­νοί της Μι­κρα­σί­ας… Εκεί­νοι πέ­φταν μπρού­μυ­τα και φι­λού­σαν τη γη, άλ­λοι πη­δού­σα­νε ξέ­φρε­νοι από το κά­σα­ρο και τα πα­ρα­πέ­τα στις αγκα­λιές που τους ανοί­γα­νε… «Πα­λά­σκας Ασή­μης… Έφε­δρος Αξιω­μα­τι­κός… του έντε­κα κλη­ρω­τός…». (199-200)

Η Αγ­γέ­λι­κα σπρώ­χνο­ντας το ανε­ξέ­λεγ­κτο πλή­θος, ξέ­φρε­να ανα­ζη­τά­ει τον Ασή­μη, επα­να­λαμ­βά­νο­ντας απε­γνω­σμέ­να ως δρα­μα­τι­κή επω­δό τα στοι­χεία του: «Πα­λά­σκας Ασή­μης… Έφε­δρος Αξιω­μα­τι­κός… του έντε­κα κλη­ρω­τός…». (200) «Εγώ τον πή­γα στο Χα­τζη­κυ­ριά­κειο», έρ­χε­ται κά­πο­τε η απά­ντη­ση από έναν «λια­νό­ψη­λο τραυ­μα­τιο­φο­ρέα, μ’ άσπρη μπλού­ζα». (200) Δεν ήρ­θε όμως ακό­μα η ώρα να γί­νει αυ­τό το αντά­μω­μα… «Ήρ­θε η γυ­ναί­κα του με τα παι­διά του και τον πή­ρα­νε σή­με­ρα… [… ]. Για την πα­τρί­δα του… το Τσε­πέ­λο­βο… στην Ήπει­ρο…». (202). Μια συ­νω­νυ­μία «από­σβη­σε» τη για λί­γο ανα­πτε­ρω­θεί­σα ελ­πί­δα της Αγ­γέ­λι­κας… Η τε­λι­κή συ­ντρι­βή ήρ­θε με τη μορ­φή μιας ακό­μα απά­ντη­σης κά­ποιου από τον το­μέα του Ασή­μη, από το Ου­σάκ.

— Μια κυ­ρία πα­ρα­κα­λεί για κά­ποιον του Ου­σάκ…
— Πα­λά­σκας Ασή­μης… Έφε­δρος Αξιω­μα­τι­κός… του Έντε­κα…
— Το πα­λη­κά­ρι με τα δε­μέ­να μά­τια μι­σά­νοι­ξε τα χεί­λη…
— Όσοι γλυ­τώ­σα­με από το Ου­σάκ…
— Η φω­νή του κό­μπια­σε…
— Γυ­ρί­σα­με όλοι… (203)

Ένας μι­κρός διά­λο­γος τεσ­σά­ρων, κα­θη­με­ρι­νών, συ­νη­θι­σμέ­νων προ­τά­σε­ων, και δύο ακό­μα από τον αφη­γη­τή, χω­ρίς κα­μιά γλωσ­σι­κή επι­τή­δευ­ση, χω­ρίς ίχνος ιδιαί­τε­ρου ύφους, έκλει­σαν στα όριά τους με τρό­πο λι­τό και ξε­κά­θα­ρο τη συ­ντρι­βή μιας γυ­ναί­κας και το δρά­μα μιας χώ­ρας. Η Αγ­γέ­λι­κα πο­ρεύ­ε­ται, πλέ­ον, για ν’ αντα­μώ­σει τε­λε­σί­δι­κα τον Ασή­μη της, η χώ­ρα για να επου­λώ­σει με κά­θε τρό­πο τα πρω­τό­γνω­ρα τραύ­μα­τά της.

Ανα­κε­φα­λαιώ­νο­ντας, με­τά από όσα στην πα­ρού­σα ερ­γα­σία επι­ση­μάν­θη­καν, εί­ναι προ­φα­νές ότι το μυ­θι­στό­ρη­μα δια­θέ­τει μια έντο­νη κοι­νω­νι­κή πτυ­χή, μέ­σα από την αξιο­ποί­η­ση τό­σο του μη­χα­νι­σμού της σά­τι­ρας, όσο και της ίδιας της φύ­σης της γοτ­θι­κής γρα­φής. Η συγ­γρα­φέ­ας σχο­λιά­ζει και κρί­νει τα γε­γο­νό­τα που ση­μά­δε­ψαν τη χώ­ρα κα­τά την πο­ρεία της από τη δό­ξα των Βαλ­κα­νι­κών Πο­λέ­μων στον όλε­θρο της Μι­κρα­σια­τι­κής Κα­τα­στρο­φής, κα­θώς και κοι­νω­νι­κές πτυ­χές που ανα­δεί­χτη­καν μέ­σα από αυ­τή τη τρα­γω­δία. Η μα­τιά αυ­τή εστιά­ζει τό­σο στους απλούς αν­θρώ­πους ως πά­σχο­ντες μέ­σα στη συμ­φο­ρά και τον επι­βε­βλη­μέ­νο θά­να­το, όσο και στον ρό­λο της άρ­χου­σας τά­ξης, των πο­λι­τι­κών και διοι­κη­τι­κών αρ­χη­γών, όλων εκεί­νων οι οποί­οι κι­νούν τα νή­μα­τα, επη­ρε­ά­ζουν και, εν πολ­λοίς, κα­θο­ρί­ζουν την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα των απλών πο­λι­τών. Αυ­τόν τον σκο­πό υπη­ρε­τούν μέ­σα στο έρ­γο ο κυ­βερ­νη­τι­κός αξιω­μα­τού­χος Σου­δά­ρας, ο δη­μο­σιο­γρά­φος Ου­ρα­νό­πο­λις, η φι­λάν­θρω­πος κυ­ρία Αν­θε­μί­ου, οι πο­λι­τι­κοί και στρα­τιω­τι­κοί τα­γοί, που δι­κά­ζο­νται. Πα­ράλ­λη­λα, ασχο­λεί­ται με την κα­τά­λυ­ση των ορί­ων του εαυ­τού και του κό­σμου ως απο­τέ­λε­σμα των τρο­μα­κτι­κών ψυ­χι­κών κρα­δα­σμών, τη σύγ­χυ­ση ανά­με­σα στην ενο­χή και την αθω­ό­τη­τα και ιδιαί­τε­ρα την αδυ­να­μία των απλών αν­θρώ­πων, όπως η Αγ­γέ­λι­κα, να ξε­χω­ρί­σουν, μέ­σα σ’ αυ­τές τις τρα­γι­κές συ­γκυ­ρί­ες, την αλή­θεια από το ψέ­μα, τους ήρω­ες από τους φταί­χτες. Και ανά­με­σα σ’ όλα αυ­τά κυ­ρί­αρ­χο και πα­ντο­δύ­να­μο το φά­σμα του Θα­νά­του, που ανα­τρέ­πει κά­θε ισορ­ρο­πία και, επί της ου­σί­ας, κα­θι­στά τον άν­θρω­πο έρ­μαιο και τη χώ­ρα ένα απέ­ρα­ντο νε­κρο­τα­φείο.

Πά­ντως, εί­ναι αλή­θεια ότι ο με­λε­τη­τής του έρ­γου αυ­τού δεν εί­ναι εύ­κο­λο να δια­χω­ρί­σει τους δια­πλε­κό­με­νους δρό­μους του ρε­α­λι­σμού και της φα­ντα­σί­ας. Υφί­στα­ται σύγ­χυ­ση· το ίδιο και ο ανα­γνώ­στης. Το στοι­χείο αυ­τό το επι­σή­μα­νε το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της κρι­τι­κής, προ­σμε­τρώ­ντας το όμως στα αρ­νη­τι­κά του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, ίσως επει­δή η επο­χή επέ­βα­λε η ει­κό­να του κό­σμου, τον οποίο απο­τυ­πώ­νει ένα έρ­γο τέ­χνης, να εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο σα­φής. Εκεί­νο το οποίο, κα­τ’ εμέ, πα­ρα­μέ­νει απο­ρί­ας άξιον εί­ναι πώς διέ­φυ­γε από την οξυ­δέρ­κεια των ει­δι­κών εκεί­νου του και­ρού η τό­σο ιδιαί­τε­ρη, μέ­σω αυ­τού του έρ­γου, κραυ­γή δια­μαρ­τυ­ρί­ας ένα­ντι της Ιστο­ρί­ας και των συ­γκυ­ριών της, η τό­σο άκρως ευαί­σθη­τη και διεισ­δυ­τι­κή μα­τιά της Εύ­ας Βλά­μη, στα Όνει­ρα της Αγ­γέ­λι­κας.


 

ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ

α. Πη­γές

Εύα Βλά­μη, Τα Όνει­ρα της Αγ­γέ­λι­κας, Εκ­δό­σεις του Αι­γαί­ου», Αθή­να 1958.

β. Λε­ξι­κά

Abrams, M., H., Λε­ξι­κό Λο­γο­τε­χνι­κών Όρων, Με­τά­φρα­ση: Γιάν­να Δε­λη­βο­ριά- Σο­φία Χα­τζη­ιω­αν­νί­δου, εκδ. Πα­τά­κη 2005. Princeton Encyclopedia of Poetry and Poetics, Alex Preminger (editor), Enlarged Edition, Princeton University Press, Πρίν­στον-Νιού Τζέρ­σι.

γ. Βι­βλία

Αγ­γε­λά­τος, Δη­μή­τρης, «Δα­ντι­κά τρί­στι­χα “Λυ­ρι­κο­σα­τι­ρι­κής χροιάς”, “Στο­χα­στι­κές γε­νι­κό­τη­τες και υπο­νοη­τι­κές ει­κό­νες”. Η σά­τι­ρα και η λει­τουρ­γία της στα Σα­τι­ρι­κά Γυ­μνά­σμα­τα του Κω­στή Πα­λα­μά». [Κω­στής Πα­λα­μάς. Εξή­ντα χρό­νια από τον θά­να­τό του (1943-2003). Β΄ Διε­θνές Συ­νέ­δριο, Γραμ­μα­το­λο­γι­κά – Εκ­δο­τι­κά – Κρι­τι­κά – Ερ­μη­νευ­τι­κά Ζη­τή­μα­τα, Πρα­κτι­κά τ. Β΄, Αθή­να 2006 (Ανά­τυ­πο)].
Άπα­ντα Αν­δρέα Λα­σκα­ρά­του, Πρό­λο­γος Μα­ρί­νου Σι­γού­ρου, Ει­σα­γω­γή – Κρι­τι­κή – Αν­θο­λο­γία – Γλωσ­σά­ριο Αλέ­κου Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου, Επι­μέ­λεια – Κα­τά­τα­ξη κει­μέ­νων Αντώ­νη Μο­σχο­βά­κη, τ. 2, εκ­δό­σεις «Άτλας» Ο. Ε., Αθή­να 1959.
Γιαν­νου­λό­που­λος, Ιω­άν­νης «Η Δί­κη των Έξ» στο: Ιστο­ρία του Ελ­λη­νι­κού Έθνους, Νε­ώ­τε­ρος Ελ­λη­νι­σμός. Από το 1913 ως το 1941, τ. ΙΕ΄, Εκ­δο­τι­κή Αθη­νών Α. Ε., Αθή­να 1978, σ. 255-259.
Θέ­μα­τα Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Ιστο­ρί­ας (Γε­ώρ­γιος Μαρ­γα­ρί­της, Αγα­θο­κλής Αζέ­λης, Νι­κό­λα­ος Αν­δριώ­της, Θε­ο­χά­ρης Δε­το­ρά­κης, Κων­στα­ντί­νος Φω­τιά­δης), Γ΄ τά­ξη Γε­νι­κού Λυ­κεί­ου, Ιν­στι­τού­το Τε­χνο­λο­γί­ας Υπο­λο­γι­στών και Εκ­δό­σε­ων «Διό­φα­ντος», εκτύ­πω­ση 2020.
Κω­στί­ου, Κα­τε­ρί­να, Η Ποι­η­τι­κή της Ανα­τρο­πής. Σά­τι­ρα, Ει­ρω­νεία, Πα­ρω­δία, Χιού­μορ, Νε­φέ­λη 2002.
Μαρ­γα­ρί­της, Γιώρ­γος, Ιστο­ρία του Ελ­λη­νι­κού Εμ­φυ­λί­ου Πο­λέ­μου 1946-1949, τ. 2., εκ­δό­σεις Βι­βλιό­ρα­μα, Αθή­να 32001.
Πε­σμα­ζό­γλου, Γε­ώρ­γιος, Ι., Το χρο­νι­κόν της ζω­ής μου (1889-1979), Δευ­τέ­ρα έκ­δο­σις, ιδιω­τι­κή έκ­δο­ση, Αθή­ναι 1980.
Σα­χί­νης, Από­στο­λος, Νέ­οι Πε­ζο­γρά­φοι. Εί­κο­σι χρό­νια Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Πε­ζο­γρα­φί­ας 1945-1965, Βι­βλιο­πω­λεί­ον της «Εστί­ας», Ι. Δ. Κολ­λά­ρου 1965.
Το­ντό­ροφ, Τσβέ­ταν, Ει­σα­γω­γή στη Φα­ντα­στι­κή Λο­γο­τε­χνία, Μτ­φρ. από τα γαλ­λι­κά: Αρι­στέα Πα­ρί­ση, εκ­δό­σεις Οδυσ­σέ­ας 1991.
Χά­ρης, Πέ­τρος, Μι­κρή Πι­να­κο­θή­κη, εκ­δό­σεις «Κρι­τι­κών Φύλ­λων», Αθή­να 1975.
Pollard, Arthur, Σά­τι­ρα, Με­τά­φρα­ση Θε­ο­χά­ρης Πα­πα­μάρ­γα­ρης, Ερ­μής 1972.
Miles, Robert, Gothic Writing 1750-11820, Routledge, Λον­δί­νο & Νέα Υόρ­κη 1993.
The Handbook to Gothic Literature, Edited by Marie Mulvey-Roberts, New York University Press, Nέα Υόρ­κη 1998.
Three Gothic Novels, Edited by Peter Fairlough with an introductory essay by Mario Praz, Penguin Books, Mι­ντλέ­σεξ 1968.

δ. Πε­ριο­δι­κά

Αγά­θος, Θα­νά­σης, «Ίχνη του φα­ντα­στι­κού στο μυ­θι­στό­ρη­μα Τα Όνει­ρα της Αγ­γέ­λι­κας», περ. Δια­βά­ζω, τχ. 485, σ. 146-148.
Βαρ­βα­ρή­γου, Πα­ντο­φί­λη, Εύ­ας Βλά­μη, Τα Όνει­ρα της Αγ­γέ­λι­κας: «Η αγνοη­μέ­νη κοι­νω­νι­κή τους διά­στα­ση», περ. Θέ­μα­τα Λο­γο­τε­χνί­ας, τχ. 57, Ιού­λιος-Δε­κέμ­βριος 2017, σ. 57-80.
Δια­βά­ζω (Αφιέ­ρω­μα στο Γοτ­θι­κό Μυ­θι­στό­ρη­μα), τχ. 468, Νο­έμ­βριος 2006.
Δι­κταί­ος, Άρης, <Πε­ζο­γρα­φία>, «Τα Όνει­ρα της Αγ­γέ­λι­κας», περ. Και­νούρ­για Επο­χή, Χει­μώ­νας 1958, σ. 368-372 = Δι­κταί­ος, Άρης, Ανοι­κτοί Λο­γα­ρια­σμοί με το Χρό­νο. Κρι­τι­κά και άλ­λα, εκ­δο­τι­κός οί­κος Γ. Φέ­ξη, Αθή­να 1963, σ. 321-340.
Θρύ­λος, Άλ­κης, <Πε­ζο­γρα­φία>, «Τα Όνει­ρα της Αγ­γέ­λι­κας», περ. Και­νούρ­για Επο­χή, Χει­μώ­νας 1958, σ. 362.
Κε­φά­λας, Ηλί­ας, «Εύ­ας Βλά­μη: Τα Όνει­ρα της Αγ­γέ­λι­κας», περ. Ευ­θύ­νη, τ. ΛΑ΄, τχ. 371, Νο­έμ­βριος 2002, σ. 535-536.
Μαρ­κά­κης, Πέ­τρος, <Πε­ζο­γρα­φία>, «Εύ­ας Βλά­μη: Τα Όνει­ρα της Αγ­γέ­λι­κας», περ. Και­νούρ­για Επο­χή, Χει­μώ­νας 1959, σ. 252-256.
Με­ρα­κλής, Μι­χά­λης, «Η Ελ­λη­νι­κή Πε­ζο­γρα­φία της τε­λευ­ταί­ας δε­κα­ε­τί­ας», περ. Νέα Πο­ρεία, τχ. 119-123, Ια­νουά­ριος-Μάιος 1965, σ. 23-36.

ε. Εφη­με­ρί­δες

Βα­ρί­κας, Βά­σος, <Συγ­γρα­φείς και Κεί­με­να>, «Νέα Μυ­θι­στο­ρή­μα­τα», εφ. Το Βή­μα, 4-7-1959.
Τσε­κού­ρας, Βα­σί­λης, «Να ένα δείγ­μα ελ­λη­νι­κού πε­ζού λό­γου! Τα Όνει­ρα της Αγ­γέ­λι­κας», εφ. Εξόρ­μη­ση, 8-1-1990.
Χα­βια­ράς, Στρα­τής, <Τα βι­βλία μας>, «Εύ­ας Βλά­μη: Τα Όνει­ρα της Αγ­γέ­λι­κας», εφ. Προ­ο­δευ­τι­κός Φι­λε­λεύ­θε­ρος, 4-9-1965.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: