Επιστρατεύοντας τους κλασικούς· για να μιλήσουμε και για το 1922

Στρατής Δούκας και Διδώ Σωτηρίου. Δύο συγγραφείς που έχουν συνδεθεί με τη Μικρασιατική Καταστροφή, χάρη και στο έργο τους, στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929) και τα Ματωμένα χώματα (1962) αντίστοιχα. Κώστας Ακρίβος και Λένα Διβάνη. Δύο σύγχρονοι συγγραφείς επιστρέφουν στους παλαιότερους δημιουργούς. Ο πρώτος με την Ιστορία ενός οδοιπόρου: Στρατής Δούκας (2020) και η δεύτερη με το Ονειρεύτηκα τη Διδώ (2022).
Η αναμέτρηση με το κλασικό αποτελεί αναμφίβολα διακριτή τάση στο λογοτεχνικό πεδίο (όχι μόνο της εποχής μας). Στην περίπτωση, ειδικότερα, του Ακρίβου και της Διβάνη δεν έχουμε να κάνουμε με νεόκοπους λογοτέχνες, ώστε να σκεφτεί κάποιος ότι επιχειρούν ίσως να αποκομίσουν οφέλη από τη δόξα του κλασικού (αναπόφευκτα θα συμβεί σε μια επετειακή χρονιά, όπως η φετινή). Τι τους ώθησε να στραφούν στον Δούκα και τη Σωτηρίου;
Και οι δύο απαντούν στο παραπάνω ερώτημα. Ο Ακρίβος εύχεται στην Ιστορία ενός οδοιπόρου: Στρατής Δούκας (στο οπισθόφυλλο) αποδέκτες της «μυθοπλαστικής εξιστόρησης» του βίου του Δούκα να είναι «όλες οι κατοπινές γενιές», ιδίως «οι νέοι αυτού του τόπου». Η Διβάνη (στον πρόλογο) αποκαλύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, επιστρέφει συνειδητά στη ζωή και το έργο της Διδώς Σωτηρίου, που πάντα ήταν για αυτή «το μέτρο της ζωής», και επιχειρεί να συνθέσει μια «αντισυμβατική βιογραφία» η οποία, εκτός από την αμεροληψία της ματιάς, φωτίζει την αισιοδοξία της Σωτηρίου, την πίστη της στη ζωή, τη χαρά και την ομορφιά, παρά τις δυσκολίες και τις απώλειες.
Μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση συνδέει τα δύο έργα, παρά τη χρονική απόσταση που τα χωρίζει. Και στα δύο ο νεότερος δημιουργός “συνομιλεί” με τον παλαιότερο ομότεχνό του. Στην περίπτωση του Ακρίβου, ακροατής της εξομολόγησης του Δούκα είναι ένας δημοσιογράφος (διαβάζουμε πάλι στο οπισθόφυλλο). Βουβό πρόσωπο μέσα στο κείμενο. Μοιάζει μάλλον με φανταστικό φίλο του Μικρασιάτη συγγραφέα. Η «παρουσία» του αποκαλύπτεται χάρη στις σύντομες ερωτήσεις που του απευθύνει ο Δούκας στο τέλος κάθε κεφαλαίου. Στην περίπτωση της Διβάνη, συμβαίνει το αντίθετο: η παρουσία της τελευταίας (θέτει ερωτήσεις) είναι το ίδιο ισχυρή με εκείνη της χειμαρρώδους Διδώς (δίνει απαντήσεις). Ο αναγνώστης διαβάζει τον «φανταστικό» διάλογο δύο γυναικών-δημιουργών που δεν έχουν συναντηθεί ποτέ.

Ο Στρατής Δούκας διά χειρός Φώτη Κόντογλου (1927)
Ο Στρατής Δούκας διά χειρός Φώτη Κόντογλου (1927)
Στρατής Δούκας: αιχμάλωτος και οδοιπόρος

Στο έργο του Κώστα Ακρίβου δεν είναι μόνο ο τίτλος που παραπέμπει στο πιο δημοφιλές έργο του Δούκα. Η αφήγηση του Ακρίβου μιμείται τον λιτό, προφορικό, λόγο του Μικρασιάτη συγγραφέα. Επίσης, η Ιστορία ενός οδοιπόρου: Στρατής Δούκας εκκινεί με την καταστροφή της Σμύρνης:

Όταν έγινε η καταστροφή της Σμύρνης, εγώ ήμουν με το στράτευμα στην Προύσα. Μια εβδομάδα νωρίτερα είχαμε ακούσει για το μέτωπο που έσπασε. Από μέρα σε μέρα περιμέναμε να επιτεθούν και σε μας οι Τούρκοι. Τα κακά μαντάτα τα μάθαμε το ίδιο κιόλας βράδυ τ’ Αυγούστου. Πέσαμε όλοι σε στεναχώρια. Τη νύχτα την πέρασα στον στρατώνα μέσα σε θλίψη και σε δάκρυα. Έκλαιγα για τη χαμένη μου πατρίδα. Κι ας ήταν καιρός πολύς που τη περίμενα αυτή τη συμφορά.[1]

Ο ηλικιωμένος πια Δούκας ξεκινά την εξομολόγησή του, ανακαλώντας τον πόνο της προσφυγιάς: «Η πατρίδα ήταν στο μαύρο χάλι και εμείς τα ορφανά της». Κατόπιν, πιάνει το νήμα από την αρχή: περιγράφει τον γενέθλιο τόπο, τα Μοσχονήσια της Μικρασίας, ως τον απόλυτο επίγειο παράδεισο. Ανακαλεί την ειδυλλιακή παιδική ηλικία, τους «ανθρώπους της Ανατολής» που είχαν «ψυχές απλές σαν μωρά»: «Ζούσαν όλοι παραδεισένια μες στη γλυκιά αγκαλιά της φύσης. Λες και οι παππούδες τους δεν φάγανε απ’ το καταραμένο δέντρο. Με το τίποτα ζούσανε και τίποτα δεν τους έλειπε. (...) Ανάκατες είναι μες στο κεφάλι μου οι κουβέντες, ελληνικές και των Τούρκων» (11-13).
Ο Δούκας του Ακρίβου δανείζεται τον τρόπο του Κόντογλου από το Αϊβαλί, η πατρίδα μου για να αποτυπώσει την ειρηνική συνύπαρξη Ελλήνων και Τούρκων, τους στενούς δεσμούς με τους Τούρκους. Θυμάται επίσης πώς έπαιζαν, παιδιά, όλοι μαζί, τα αστεία τους, και καταλήγει: «Μ’ αυτό θέλω να πω άλλον θεό είχαμε οι Έλληνες και άλλον οι Τούρκοι. Όμως τα ίδια χώματα πατούσαμε, τα ίδια είχαμε κι οι δυο για πατρίδα» (13).
Όσο προχωρά η εξιστόρηση, ο Δούκας παραθέτει τους σημαντικότερους σταθμούς προς την ενηλικίωση και κατάκτηση της καλλιτεχνικής του ταυτότητας (γυμνάσιο στο Αϊβαλί, φιλία με τον Κόντογλου, πρώτα ποιήματα και πρώτοι έρωτες, Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, επίσκεψη στο Άγιο Όρος, αγάπη για τη ρωσική λογοτεχνία). Ως κομβικό σημείο σε αυτή την πορεία καταγράφεται η αλλαγή της στάσης των Τούρκων στα 1916 και ο διωγμός των Ελλήνων από τις πατρογονικές εστίες: «Εκείνο τον χρόνο πήρα την απόφαση να γίνω πιο δραστήριος στα πατριωτικά» (22). Υπηρετεί πρώτα στο Μακεδονικό, και κατόπιν στο Μικρασιατικό Μέτωπο. Δεν λησμονεί τον Μάη του 1919 στη Σμύρνη: «Χάρηκα το μεγάλο όνειρο. Κρατημένα τα έχω μέσα, στο μυαλό και στην καρδιά μου. Μέχρι και τι τραγούδησε στην αποβάθρα η Μαρίκα Κοτοπούλη, η ηθοποιός που συνόδευε το στράτευμα, δεν μπορώ να ξεχάσω. Ύστερα, βέβαια, άρχισε ο σφοδρός πόλεμος» (22).
Ο Δούκας υπογραμμίζει πως όσο πολεμούσε στο Μέτωπο της Προύσας ποτέ δεν σήκωσε όπλο εναντίον Τούρκου. Παραδέχεται ωστόσο πως «άλλοι το έκαναν. Κάποιοι μάλιστα με μεγάλη ευχαρίστηση. Έλεγαν πως έτσι ξεπληρώνονται χρέη αίματος από αιώνες. Αυτό έλεγαν» (23). Ωστόσο, στην ελληνική φρουρά καταφεύγουν Γιουρούκηδες, Τούρκοι χωρικοί και ασθενείς γέροντες, και τα Σάββατα έρχονται στον Έλληνα κουρέα. Όσο όμως περνούν οι μέρες, τα νέα από το «μέσα μέτωπο» δεν είναι καλά, μέχρι που το μέτωπο σπάει και ακολουθούν «σκηνές πανικού» (23). Αυτή μόνο η γενική αναφορά, καμιά περιγραφή της Μικρασιατικής καταστροφής.
Στα επόμενα τέσσερα κεφάλαια της «συνέντευξης» του Δούκα, πληροφορούμαστε πώς ο τελευταίος εντάσσεται στο καλλιτεχνικό στερέωμα, ερχόμενος στην Ελλάδα. «Τόπος μου είναι η Ελλάδα» (25), παραδέχεται. Ειδικά η «Μακεδονία έγινε για μένα η καινούρια μου πατρίδα». Οι πρόσφυγες ενώνονται με τους ντόπιους και, παρά τις δύσκολες συνθήκες, μετατρέπουν τον ξεριζωμό σε «νέα ζωή» (26). Στη Μακεδονία και συγκεκριμένα σ’ ένα προσφυγοχώρι της Κατερίνης, το Στουπί, ακούει την περιπέτεια του «γνήσιου ανατολίτη» Καζάκογλου. Ο Δούκας παραθέτει την ιστορία, όπως την κατέγραψε βιαστικά, και τονίζει ότι στο τέλος ζήτησε από τον ξανθομάλλη χωρικό να υπογράψει τις σημειώσεις του. Όταν αργότερα τον επισκέπτεται, η αφήγηση του χωρικού δεν έχει την ίδια γλύκα, ωστόσο ο τελευταίος γράφει ένα γράμμα στον Τούρκο που τον είχε περιθάλψει πίσω στη Μικρασία, χωρίς να ξέρει πως είναι Έλληνας χριστιανός: του λέει ποιος είναι πραγματικά, τον ενημερώνει για την «καινούργια πατρίδα», τον ευχαριστεί και σημειώνει πως δεν ήθελε να τον ξεγελάσει, δανειζόμενος τη γνωστή φράση από τα Ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου: «Μα έτσι είναι οι πόλεμοι, θηρίο τον κάνουν τον άνθρωπο» (35).
Κατόπιν, ο Δούκας συνθέτει το δικό του κείμενο, στηριζόμενος στην αφήγηση του αιχμαλώτου («Ήθελα να μπω στη θέση του πρόσφυγα. Να μοιραστώ την περιπέτεια», 36). Το 1929 η Ιστορία ενός αιχμαλώτου εκδίδεται και ο Δούκας τη δίνει στον πραγματικό αιχμάλωτο. Του ζητά να σκεφτεί τι θα άλλαζε ή τι θα πρόσθετε, το αποτέλεσμα όμως δεν τον ικανοποιεί. Αντίθετα οι απανωτές επεξεργασίες και τα «τεχνάσματα» του Δούκα είναι αυτά που τελειοποιούν την αρχική προφορική αφήγηση. Έτσι μαθαίνουμε πώς έφτασε σε εμάς σήμερα ένα από τα σημαντικότερα κείμενα για τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Στο επόμενο κεφάλαιο, ο Δούκας του Ακρίβου μάς πληροφορεί για την πρόσληψη του έργου του. Ανακαλεί-παραθέτει αποσπάσματα από τις κριτικές που δέχτηκε το βιβλίο. Στο εξής η αφήγηση αφιερώνεται στην καλλιτεχνική ωρίμαση του Δούκα, και στην παρουσίαση του αισθητικού του πιστεύω: απλότητα, τιμιότητα, να μπει κανείς στην ψυχή του λαού, πίστη στην τέχνη πέρα από «πατρίδες» και «πάτρωνες», όπως η τέχνη η «ανατολίτικη τέχνη, η αρχαία», από τα μέρη όπου κατάγεται.
Ο Ακρίβος αφιερώνει το πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο στην αποδοχή του έργου του Δούκα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, τις αντιδράσεις της απογόνου του Καζάκογλου που διεκδίκησε δικαιώματα, αλλά και το πώς η Ιστορία ενός αιχμαλώτου δεν αποδίδει μόνο τα «κοινά μαρτύρια του ελληνικού και τουρκικού λαού», αλλά «τα κοινά μαρτύρια των λαών», όπως μαρτυρά η αλλαγή στην αφιέρωση του βιβλίου.
Με τη σειρά της η Ιστορία ενός οδοιπόρου: Στρατής Δούκας του Ακρίβου αναδεικνύει κυρίως την πλούσια δράση του Μικρασιάτη συγγραφέα στο ελληνικό καλλιτεχνικό πεδίο, τη στροφή στη ζωγραφική, την πίστη στην Αριστερά, τη στράτευση στα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου. Προοδευτικά, στην αφήγηση-χρονολόγιο του βίου του Μικρασιάτη συγγραφέα, αποτυπώνεται η κούραση του ηλικιωμένου Δούκα που επιστρέφει στο παρελθόν, απογοητευμένος μάλλον και πικραμένος.


Επιστρατεύοντας τους κλασικούς· για να μιλήσουμε και για το 1922
Διδώ Σωτηρίου: «ασορτί με την Ελλάδα»


Το Ονειρεύτηκα τη Διδώ, από την άλλη, διαθέτει κέφι και χιούμορ. Η Λένα Διβάνη σκιαγραφεί το πορτρέτο της δυναμικής Διδώς Σωτηρίου, η οποία βρέξει χιονίσει δεν χάνει το κουράγιο της. Για να το πούμε με τα λόγια της Διβάνη, η Σωτηρίου είναι «πρώτη στα πάρτι, πρώτη στον αγώνα».[2] Από τη γέννησή της στο Αϊδίνι (1909) έως τον θάνατό της στην Αθήνα (2004), παρακολουθούμε τα σημαντικότερα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας του 20ού αιώνα και πώς η Σωτηρίου τα αντιμετώπισε ηρωικά, έξω από νόρμες και στερεότυπα (κοινωνικά και ιδεολογικά).
Ενώ ο Ακρίβος στέκεται στο προσωπικό βίωμα (δικαιολογημένα αφού στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου απουσιάζει ως γνωστόν η απόπειρα πολιτικής ερμηνείας των γεγονότων), η Διβάνη σκιαγραφεί τις διαφορετικές ιστορικές ερμηνείες τού πώς φτάσαμε στην Καταστροφή (ζήτημα που απασχόλησε τη Διδώ Σωτηρίου στα Ματωμένα χώματα και όχι μόνο), με επίκεντρο την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920. Κυρίως επιχειρεί η Διβάνη (στις ερωτήσεις που θέτει στη Σωτηρίου) να κατανοήσει τα γεγονότα, φωτίζοντας τα κίνητρα των ανθρώπων. Για τους Έλληνες της Σμύρνης διαβάζουμε: «Να ’ναι νικήτρια η Ελλάδα και λείψανο η Τουρκιά και να μην αρπάξει την περίσταση;» (76). Για τους Ελλαδίτες που καταψήφισαν τον Βενιζέλο: «Ποιος θέλει να βολοδέρνει στα ξένα, με το κεφάλι στον τουρβά, για να πάρει τη Σμύρνη, ξέρω ’γω, ή την Ανατολική Θράκη; Όλα έχουν ένα όριο λυγάει ο άνθρωπος...» (76). Για τους Τούρκους που πέρασαν στην αντεπίθεση: «Πώς να αντέξει ο Τούρκος να βλέπει την αυτοκρατορία του να διαμελίζεται από τις Μεγάλες Δυνάμεις με τη Συνθήκη των Σερβών;» (80).
Η αφήγηση της Διβάνη, όταν οι δύο γυναίκες συζητούν για την Καταστροφή, παραπέμπει στον τρόπο της Σωτηρίου. Ενδεικτικά, στη μελέτη της τελευταίας Η Μικρασιατική καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο, διαβάζουμε με αφορμή την πανηγυρική ατμόσφαιρα και “παράφορη χαρά” που επικράτησε στη Σμύρνη τη μέρα της υποδοχής του ελληνικού στρατού: «Ποιος να ζητήσει λογική κείνη την ώρα από το ραγιά; Ποιος να τον κακίσει που μέθυσε από το ζαλιστικό κρασί της λευτεριάς, ποδοπατούσε το φέσι της υποταγής και πίστευε πως έγιναν πραγματικότητα τα προαιώνια όνειρα για μια μεγάλη Ελλάδα, όνειρα που τα πίστευε και τα ήθελε και που μ’ αυτά γαλουχήθηκαν γενεές γενεών;»[3] Συχνά στην ίδια μελέτη επανέρχεται η έννοια του δίκαιου και του άδικου: «Είχε δίκιο λοιπόν ο Κεμάλ ν’ αναφωνεί μετά την ανακωχή του Μούδρου...» (34). Και σε αυτήν τη μελέτη η Σωτηρίου, όπως και στα Ματωμένα χώματα, δεν διστάζει να υπογραμμίσει τις ευθύνες και της ελληνικής πλευράς. Χαρακτηρίζει, για παράδειγμα, τη μικρασιατική εκστρατεία «τρέλα» και σημειώνει: «Η παραπλανητική ζάλη της μεγάλης ιδέας, ντυμένη με τα πιο λαμπερά στολίδια, μπέρδευε και ζάλιζε τη σκέψη του ελληνικού λαού. Λίγοι, εκείνη την εποχή, ήταν σε θέση να διακρίνουν που τέλειωναν τα εθνικά δίκαια και από πού άρχιζε η επεκτατική μεγαλομανία» (94). Η Σωτηρίου ξεδιπλώνει πώς η ελληνική πλευρά δεν προστάτευσε τον μικρασιατικό ελληνισμό, πώς οι αυταπάτες γέννησαν μίση και φούντωσαν τον τουρκικό εθνικισμό. Με αφορμή την καταστροφή της γενέθλιας πόλης, σημειώνει: «Πώς να το χωρέσει ανθρώπινο μυαλό πως οι χθεσινοί καλοκάγαθοι ευγενικοί φίλοι μας, που η αγάπη της κοινής γης και η κοινή ζωή τους είχε δέσει τόσο ζεστά μαζί μας, είχαν μεταβληθεί σε άγρια θηρία! Κίρκη είναι ο πόλεμος. Αβυσσαλέα πρωτόγονα ξέσπασαν τα μίση. (...) Προμήνυμα τραγικό του μεγάλου θρήνου ολόκληρης της Μικρασίας» (42-3).
Είναι αξιοπρόσεκτο πως η Σωτηρίου της Διβάνη θυμάται τον επίγειο παράδεισο της μικρασιατικής πατρίδας. Σε αντίθεση όμως με τον Δούκα του Ακρίβου, παραδέχεται πως ερχόμενη στην Ελλάδα ως πρόσφυγας δεν βρήκε μια πατρίδα-μητέρα, αλλά μια πατρίδα-μητριά (86). Περιγράφει την εχθρότητα των Ελλαδιτών απέναντι στους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Η Διβάνη, με τη σειρά της, στέκεται στη «μοίρα του πρόσφυγα» που έρχεται αντιμέτωπος με τον φόβο και την προκατάληψη: «Τι Σύριος, τι Κύπριος, τι Μικρασιάτης, όλοι την ίδια πίκρα πήραν» (87).
Η ήττα του 1922 και το τραύμα που έπρεπε να διαχειριστούν οι πρόσφυγες, οι απόγονοί τους και όχι μόνο, αποτελούν ένα κεφάλαιο στην πλούσια και γεμάτη περιπέτειες ζωή της Διδώς Σωτηρίου. Διαβάζουμε αναλυτικά στη βιογραφία της Διβάνη για τις περιπέτειες που αντιμετώπισε η Σωτηρίου με τα Ματωμένα χώματα, τα οποία στηρίχθηκαν στην αφήγηση του Μικρασιάτη Μανόλη Αξιώτη, αλλά και την αναγνώριση που της χάρισαν. Ωστόσο, η Σωτηρίου βίωσε ως γνωστόν στο πετσί της τα σημαντικότερα γεγονότα του 20ού αιώνα (Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, Δικτατορία) και τα αποτύπωσε στο μετέπειτα πλούσιο και σημαντικό έργο της. Η Μικρασιατική καταγωγή και Καταστροφή είναι ένα μέρος της περιπετειώδους ζωής της. Στις πιο συγκινητικές σελίδες τού Ονειρεύτηκα τη Διδώ ανήκουν η περιγραφή της φυλάκισης της αδελφής της Έλλης Παππά και η στάση που κράτησε η Διδώ Σωτηρίου. Άλλο ένα παράδειγμα από τα πολλά που αναδεικνύουν στο βιβλίο τον δυναμισμό της. Χαρακτηριστική η σκηνή, όπου η τελευταία καταφθάνει στη φυλακή με ξώπλατο φόρεμα: «Δεν πρόκειται να βάλω το κεφάλι μου κάτω και να κλαφτώ. Θα εμφανιστώ γκράντε και θα τρίβουν τα μάτια τους οι εχθροί». Ξενίζει ωστόσο τον αναγνώστη η συνέχεια, όταν η Διδώ της Διβάνη σχολιάζει:

Εσείς δεν τα πιάνετε αυτά τα ψιλά γράμματα γιατί είστε μαλθακοί, χρυσή μου. Βουτυρομπεμπέδες. Δε ζήσατε και καμιά δυσκολία να ψηθείτε. Ξέρεις αυτό είναι και τύχη και ατυχία. Σας παρακολουθώ τώρα που κάνετε σαν τρελοί γιατί φτωχύνατε με την κρίση ή κλειστήκατε στο σαλονάκι λόγω του ιού. Σιγά τη συμφορά! Σας φωνάζουν αποκεί ψηλά ψυχές και ψυχές, στρατιές ολόκληρες κολασμένων. Συμφορά είναι να βλέπεις το παιδί σου να τουμπανιάζει και να πεθαίνει απ’ την πείνα, όχι να σε απολύει το αφεντικό σου και να κρέμεσαι από το επίδομα ανεργίας... (269-270).[4]

Δίκιο έχεις, θα απαντήσει η Διβάνη, σχολιάζοντας την λιποψυχία των συγχρόνων της: «Σαν μωρά κάνουμε» (270). Γιατί, αναρωτιέται ο αναγνώστης, να βάλει κανείς στη ζυγαριά ένα παιδί που πεινάει στην Κατοχή και έναν άνεργο; Ενδυναμώνει μια τέτοια σύγκριση την αλληλεγγύη ή μήπως όλοι πορευόμαστε μονήρεις συναπαντώντας επιφανειακά φίλους, αγαπημένους, τον άλλο (ξένο ή οικείο); Αξίζει να θυμηθούμε το παρακάτω κείμενο της Διδώς Σωτηρίου:

Συμπόνια γι’ αυτούς που σε μια στιγμή χάνουν τη νιότη της καρδιάς και συνεχίζουνε να ζούνε έτσι... Σαν να μην πίστεψαν ποτέ. Ποτέ να μην κάναν όνειρα. Σαν να μη νιώσαν ποτέ σκιρτήματα, αισθήματα.
Σ’ έναν παγωμένο κόσμο ζούνε. Αγάλματα που δεν κλαίνε μηδέ γελούνε δεν αγαπούνε, δε μισούνε. Στέκουν νεκρά, με δανεισμένη αξιοπρέπεια. Ένας πραγματικός θάνατος θα τα λύτρωνε. Ποιος τα εκδικείται τόσο απάνθρωπα, και το πέτρινο, συντηρημένο μίσος δεν εξαντλείται...[...]
Τώρα... τι θες να πεις; Άφησέ το το ‘τώρα’. Οι συγκρίσεις με το παρελθόν δεν είναι πάντα σωστές, ούτε και δίκαιες. Άλλωστε δε θα προλάβεις να το δώσεις αυτό το ‘τώρα’. Άλλοι θα το γράψουν με νέες γραφές. (101-2)[5]

Συμπόνια, ακόμα και (ή μάλλον κυρίως) όταν ο άνθρωπος χάνει το κουράγιο του, σύμφωνα με τη Δδώ Σωτηρίου. Επιπλέον, αποφυγή των εύκολων συγκρίσεων του παρελθόντος με το παρόν. Διαπιστώσεις που γεννούν νέα ερωτήματα: Πώς βιώνω την καταστροφή; Τι σημαίνει την ξεπερνώ; Πώς τη θυμάμαι ή αναμετριέμαι μαζί της; Τα παραπάνω ερωτήματα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επανέρχονται στο μυαλό του σύγχρονου αναγνώστη είτε διαβάζει την Ιστορία ενός οδοιπόρου: Στρατής Δούκας, όπου οι άνθρωποι της Ανατολής έχουν ψυχές σαν μωρά παιδιά, είτε το Ονειρεύτηκα τη Διδώ, όταν διαβάζουμε για όλους όσοι κάνουμε σαν μωρά.
Η Διδώ Σωτηρίου είχε δώσει τις απαντήσεις της. Είχε επισημάνει τους κινδύνους: «Όταν βουτάς την πένα σου σε αίμα και προσπαθείς ν’ αναβιώσεις εποχές, χρειάζεται προσοχή. Ο ρόλος της μνήμης κόβει και ράβει. Ο χρόνος, η απόσταση από τα παιδικά χρόνια και η διάθεση της μνήμης να δημιουργεί, ακόμα και να εξωραΐζει».[6] Επίσης, είχε διατυπώσει τις επιφυλάξεις της απέναντι σε μια άνευ όρων και ορίων αισιοδοξία ή αγωνιστικότητα, υπερασπιζόμενη τους νέους (παρά τις αντιρρήσεις ή τους φόβους που είχε εκφράσει):

Εσείς της ηρωικής γενιάς βρίσκετε τελικά τρόπο να εξωραΐζετε κάπως, να ανοίγετε πορτοπαράθυρα, να αυγατίζετε τις δόσεις μιας μάταιης αισιοδοξίας. Αλήθεια, οι νέοι τι λένε για όλα αυτά; Οι νέοι, που είναι τέλος πάντων, το καμάρι και η ελπίδα μας, το λαμπρό μέλλον της ανθρωπότητας... Ώρα είναι να ζητήσουμε τώρα δα τα ρέστα από τη νεολαία. Δε φτάνει που τους μπλέξαμε ως το λαιμό με άλυτα δικά μας προβλήματα και διλήμματα... Πάντως δεν θα διστάσω να πω πως για την ώρα μένουν απαθείς, ως να μην τους αφορούν τα όσα γίνονται γύρω τους. (...) Το ρίχνουν, λοιπόν, στο σορολόπ, σεξ, ποτό, μουσική, έξαλλα συγκροτήματα ροκάδων, νέγρικα τραγούδια απελπισίας... (...) Δεν ακούς για πολιτικούς κρατουμένους, εκτελέσεις, φυλακές, εξορίες. (...) Φοβάμαι το πας ξανά στις εύκολες ρητορικές αισιοδοξίες, στους εξωραϊσμούς, που και τα δύο προκαλούν δυσπιστία και καχυποψία στους νέους. Τι από τα δυο σ’ απασχολεί τέλος πάντων; Η ζωή ή ο θάνατος; Τα νέα μηνύματα των καιρών μην επιχειρήσεις να τα πιάσεις στον αέρα....


Εκατό χρόνια μετά την Καταστροφή


Δεν κομίζει κανείς γλαύκα εις Αθήνας σημειώνοντας πώς τόσο ο Στρατής Δούκας όσο και η Διδώ Σωτηρίου αποτύπωσαν στα έργα τους την οδύνη των ανθρώπων που ξεριζώθηκαν, χωρίς να στραφούν εναντίον των Τούρκων ή να προχωρήσουν σε εθνικιστικά σχόλια (έστω και αν ο πρώτος δεν προχώρησε σε πολιτικές ερμηνείες, όπως η Διδώ Σωτηρίου).[7][8] Δύο νεότεροι δημιουργοί, ο Ακρίβος και η Διβάνη, επιχειρούν να δώσουν, και αυτοί με τη σειρά τους, μια πανανθρώπινη διάσταση στο τραύμα του πρόσφυγα και τη διαχείρισή του. Ειδικότερα, είδαμε πως το 1922 καθορίζει τον Δούκα ως άνθρωπο και καλλιτέχνη. Ωστόσο, αν ο αιχμάλωτος του Στρατή Δούκα ήταν αιχμάλωτος των Τούρκων στα 1922, ο Στρατής Δούκας του Κώστα Ακρίβου είναι αιχμάλωτος της τέχνης μάλλον παρά της Ιστορίας, νοσταλγός που αναζήτησε την υπέρβαση του τραύματος στην ομορφιά (το αποδεικνύει και το μετέπειτα —άδικα παραγνωρισμένο— έργο του Μικρασιάτη καλλιτέχνη):

Τους πρώτους χρόνους της ζωής μου τους θυμάμαι πάντοτε με βαριά νοσταλγία. Και κάθε φορά νιώθω τα δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια μου. Έλληνες και Τούρκοι, όλοι αντάμα. Μέχρι που ήρθε ο πόλεμος...’ (24) [...] Η φύση έχει τη δύναμη να στάζει μπάλσαμο στην ταραγμένη καρδιά. Περπατούσα και ξεχνούσα τα βάσανα. Βάδιζα μες στην ψαλμουδιά της λεπτής βροχούλας. Ένιωθα έρωτα για τα χορταράκια, τους αγκαθωτούς θάμνους, τα πουλιά. Νόμιζα πως έτσι θα ’ναι η ζωή μου για τα επόμενα χρόνια. Μου έμοιαζε ο χρόνος σαν μια ατέρμονη στιγμή. (50).

Η Διδώ Σωτηρίου της Διβάνη δεν είναι μια Μικρασιάτισσα συγγραφέας που αξίζει να τη θυμόμαστε μόνο για τα Ματωμένα χώματα. «Για μένα η Εντολή είναι το καλύτερο βιβλίο σου, Διδώ. Ό,τι αρχειακό υλικό κι αν διάβασα, ό,τι βιβλίο, εγώ από την Εντολή κατάλαβα τι θα πει μετεμφυλιακό κράτος», ομολογεί η Διβάνη (σ. 248). Και το σημαντικότερο, στο Ονειρεύτηκα τη Διδώ ο σύγχρονος αναγνώστης ανακαλύπτει πως η Σωτηρίου έζησε έντονα, τόσο στη δημόσια όσο και την ιδιωτική σφαίρα.
Ο Στρατής Δούκας του Ακρίβου, νοσταλγός της χαμένης εξιδανικευμένης πατρίδας και της στιγμιαίας αιωνιότητας που βιώνει το υποκείμενο στην επαφή του με τη φύση, πέρα από την Ιστορία. Η Διδώ Σωτηρίου της Διβάνη, βουτηγμένη μέχρι το κόκκαλο στην Ιστορία, κοιτά πάντα μπροστά αγέρωχη και δυνατή. Δύο στάσεις που αντικατοπτρίζουν πώς οι δύο νεότεροι δημιουργοί επιστρατεύουν δύο κλασικές μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας, για να μιλήσουν και για το 1922, στην αρχή του 21ου αιώνα: άλλοτε αναζητώντας σε αυτό ένα παράδειγμα του πώς ο ξεριζωμός γίνεται δημιουργία, άλλοτε φωτίζοντας πολυπρισματικά τη Μικρασιατική Εκστρατεία και ήττα, καταδικάζοντας τον εθνικισμό από όπου κι αν προέρχεται, συνδέοντας την Ιστορία με υπαρξιακά, ιδεολογικά ή αισθητικά ζητήματα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: