Επιστρατεύοντας τους κλασικούς· για να μιλήσουμε και για το 1922

Στρα­τής Δού­κας και Δι­δώ Σω­τη­ρί­ου. Δύο συγ­γρα­φείς που έχουν συν­δε­θεί με τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή, χά­ρη και στο έρ­γο τους, στην Ιστο­ρία ενός αιχ­μα­λώ­του (1929) και τα Μα­τω­μέ­να χώ­μα­τα (1962) αντί­στοι­χα. Κώ­στας Ακρί­βος και Λέ­να Δι­βά­νη. Δύο σύγ­χρο­νοι συγ­γρα­φείς επι­στρέ­φουν στους πα­λαιό­τε­ρους δη­μιουρ­γούς. Ο πρώ­τος με την Ιστο­ρία ενός οδοι­πό­ρου: Στρα­τής Δού­κας (2020) και η δεύ­τε­ρη με το Ονει­ρεύ­τη­κα τη Δι­δώ (2022).
Η ανα­μέ­τρη­ση με το κλα­σι­κό απο­τε­λεί αναμ­φί­βο­λα δια­κρι­τή τά­ση στο λο­γο­τε­χνι­κό πε­δίο (όχι μό­νο της επο­χής μας). Στην πε­ρί­πτω­ση, ει­δι­κό­τε­ρα, του Ακρί­βου και της Δι­βά­νη δεν έχου­με να κά­νου­με με νε­ό­κο­πους λο­γο­τέ­χνες, ώστε να σκε­φτεί κά­ποιος ότι επι­χει­ρούν ίσως να απο­κο­μί­σουν οφέ­λη από τη δό­ξα του κλα­σι­κού (ανα­πό­φευ­κτα θα συμ­βεί σε μια επε­τεια­κή χρο­νιά, όπως η φε­τι­νή). Τι τους ώθη­σε να στρα­φούν στον Δού­κα και τη Σω­τη­ρί­ου;
Και οι δύο απα­ντούν στο πα­ρα­πά­νω ερώ­τη­μα. Ο Ακρί­βος εύ­χε­ται στην Ιστο­ρία ενός οδοι­πό­ρου: Στρα­τής Δού­κας (στο οπι­σθό­φυλ­λο) απο­δέ­κτες της «μυ­θο­πλα­στι­κής εξι­στό­ρη­σης» του βί­ου του Δού­κα να εί­ναι «όλες οι κα­το­πι­νές γε­νιές», ιδί­ως «οι νέ­οι αυ­τού του τό­που». Η Δι­βά­νη (στον πρό­λο­γο) απο­κα­λύ­πτει ότι, κα­τά τη διάρ­κεια της παν­δη­μί­ας, επι­στρέ­φει συ­νει­δη­τά στη ζωή και το έρ­γο της Δι­δώς Σω­τη­ρί­ου, που πά­ντα ήταν για αυ­τή «το μέ­τρο της ζω­ής», και επι­χει­ρεί να συν­θέ­σει μια «αντι­συμ­βα­τι­κή βιο­γρα­φία» η οποία, εκτός από την αμε­ρο­λη­ψία της μα­τιάς, φω­τί­ζει την αι­σιο­δο­ξία της Σω­τη­ρί­ου, την πί­στη της στη ζωή, τη χα­ρά και την ομορ­φιά, πα­ρά τις δυ­σκο­λί­ες και τις απώ­λειες.
Μια εν­δια­φέ­ρου­σα σύμ­πτω­ση συν­δέ­ει τα δύο έρ­γα, πα­ρά τη χρο­νι­κή από­στα­ση που τα χω­ρί­ζει. Και στα δύο ο νε­ό­τε­ρος δη­μιουρ­γός “συ­νο­μι­λεί” με τον πα­λαιό­τε­ρο ομό­τε­χνό του. Στην πε­ρί­πτω­ση του Ακρί­βου, ακρο­α­τής της εξο­μο­λό­γη­σης του Δού­κα εί­ναι ένας δη­μο­σιο­γρά­φος (δια­βά­ζου­με πά­λι στο οπι­σθό­φυλ­λο). Βου­βό πρό­σω­πο μέ­σα στο κεί­με­νο. Μοιά­ζει μάλ­λον με φα­ντα­στι­κό φί­λο του Μι­κρα­σιά­τη συγ­γρα­φέα. Η «πα­ρου­σία» του απο­κα­λύ­πτε­ται χά­ρη στις σύ­ντο­μες ερω­τή­σεις που του απευ­θύ­νει ο Δού­κας στο τέ­λος κά­θε κε­φα­λαί­ου. Στην πε­ρί­πτω­ση της Δι­βά­νη, συμ­βαί­νει το αντί­θε­το: η πα­ρου­σία της τε­λευ­ταί­ας (θέ­τει ερω­τή­σεις) εί­ναι το ίδιο ισχυ­ρή με εκεί­νη της χει­μαρ­ρώ­δους Δι­δώς (δί­νει απα­ντή­σεις). Ο ανα­γνώ­στης δια­βά­ζει τον «φα­ντα­στι­κό» διά­λο­γο δύο γυ­ναι­κών-δη­μιουρ­γών που δεν έχουν συ­να­ντη­θεί πο­τέ.

Ο Στρατής Δούκας διά χειρός Φώτη Κόντογλου (1927)
Ο Στρατής Δούκας διά χειρός Φώτη Κόντογλου (1927)
Στρατής Δούκας: αιχμάλωτος και οδοιπόρος

Στο έρ­γο του Κώ­στα Ακρί­βου δεν εί­ναι μό­νο ο τί­τλος που πα­ρα­πέ­μπει στο πιο δη­μο­φι­λές έρ­γο του Δού­κα. Η αφή­γη­ση του Ακρί­βου μι­μεί­ται τον λι­τό, προ­φο­ρι­κό, λό­γο του Μι­κρα­σιά­τη συγ­γρα­φέα. Επί­σης, η Ιστο­ρία ενός οδοι­πό­ρου: Στρα­τής Δού­κας εκ­κι­νεί με την κα­τα­στρο­φή της Σμύρ­νης:

Όταν έγι­νε η κα­τα­στρο­φή της Σμύρ­νης, εγώ ήμουν με το στρά­τευ­μα στην Πρού­σα. Μια εβδο­μά­δα νω­ρί­τε­ρα εί­χα­με ακού­σει για το μέ­τω­πο που έσπα­σε. Από μέ­ρα σε μέ­ρα πε­ρι­μέ­να­με να επι­τε­θούν και σε μας οι Τούρ­κοι. Τα κα­κά μα­ντά­τα τα μά­θα­με το ίδιο κιό­λας βρά­δυ τ’ Αυ­γού­στου. Πέ­σα­με όλοι σε στε­να­χώ­ρια. Τη νύ­χτα την πέ­ρα­σα στον στρα­τώ­να μέ­σα σε θλί­ψη και σε δά­κρυα. Έκλαι­γα για τη χα­μέ­νη μου πα­τρί­δα. Κι ας ήταν και­ρός πο­λύς που τη πε­ρί­με­να αυ­τή τη συμ­φο­ρά.[1]

Ο ηλι­κιω­μέ­νος πια Δού­κας ξε­κι­νά την εξο­μο­λό­γη­σή του, ανα­κα­λώ­ντας τον πό­νο της προ­σφυ­γιάς: «Η πα­τρί­δα ήταν στο μαύ­ρο χά­λι και εμείς τα ορ­φα­νά της». Κα­τό­πιν, πιά­νει το νή­μα από την αρ­χή: πε­ρι­γρά­φει τον γε­νέ­θλιο τό­πο, τα Μο­σχο­νή­σια της Μι­κρα­σί­ας, ως τον από­λυ­το επί­γειο πα­ρά­δει­σο. Ανα­κα­λεί την ει­δυλ­λια­κή παι­δι­κή ηλι­κία, τους «αν­θρώ­πους της Ανα­το­λής» που εί­χαν «ψυ­χές απλές σαν μω­ρά»: «Ζού­σαν όλοι πα­ρα­δει­σέ­νια μες στη γλυ­κιά αγκα­λιά της φύ­σης. Λες και οι παπ­πού­δες τους δεν φά­γα­νε απ’ το κα­τα­ρα­μέ­νο δέ­ντρο. Με το τί­πο­τα ζού­σα­νε και τί­πο­τα δεν τους έλει­πε. (...) Ανά­κα­τες εί­ναι μες στο κε­φά­λι μου οι κου­βέ­ντες, ελ­λη­νι­κές και των Τούρ­κων» (11-13).
Ο Δού­κας του Ακρί­βου δα­νεί­ζε­ται τον τρό­πο του Κό­ντο­γλου από το Αϊ­βα­λί, η πα­τρί­δα μου για να απο­τυ­πώ­σει την ει­ρη­νι­κή συ­νύ­παρ­ξη Ελ­λή­νων και Τούρ­κων, τους στε­νούς δε­σμούς με τους Τούρ­κους. Θυ­μά­ται επί­σης πώς έπαι­ζαν, παι­διά, όλοι μα­ζί, τα αστεία τους, και κα­τα­λή­γει: «Μ’ αυ­τό θέ­λω να πω άλ­λον θεό εί­χα­με οι Έλ­λη­νες και άλ­λον οι Τούρ­κοι. Όμως τα ίδια χώ­μα­τα πα­τού­σα­με, τα ίδια εί­χα­με κι οι δυο για πα­τρί­δα» (13).
Όσο προ­χω­ρά η εξι­στό­ρη­ση, ο Δού­κας πα­ρα­θέ­τει τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους σταθ­μούς προς την ενη­λι­κί­ω­ση και κα­τά­κτη­ση της καλ­λι­τε­χνι­κής του ταυ­τό­τη­τας (γυ­μνά­σιο στο Αϊ­βα­λί, φι­λία με τον Κό­ντο­γλου, πρώ­τα ποι­ή­μα­τα και πρώ­τοι έρω­τες, Πρώ­τος Πα­γκό­σμιος Πό­λε­μος, επί­σκε­ψη στο Άγιο Όρος, αγά­πη για τη ρω­σι­κή λο­γο­τε­χνία). Ως κομ­βι­κό ση­μείο σε αυ­τή την πο­ρεία κα­τα­γρά­φε­ται η αλ­λα­γή της στά­σης των Τούρ­κων στα 1916 και ο διωγ­μός των Ελ­λή­νων από τις πα­τρο­γο­νι­κές εστί­ες: «Εκεί­νο τον χρό­νο πή­ρα την από­φα­ση να γί­νω πιο δρα­στή­ριος στα πα­τριω­τι­κά» (22). Υπη­ρε­τεί πρώ­τα στο Μα­κε­δο­νι­κό, και κα­τό­πιν στο Μι­κρα­σια­τι­κό Μέ­τω­πο. Δεν λη­σμο­νεί τον Μάη του 1919 στη Σμύρ­νη: «Χά­ρη­κα το με­γά­λο όνει­ρο. Κρα­τη­μέ­να τα έχω μέ­σα, στο μυα­λό και στην καρ­διά μου. Μέ­χρι και τι τρα­γού­δη­σε στην απο­βά­θρα η Μα­ρί­κα Κο­το­πού­λη, η ηθο­ποιός που συ­νό­δευε το στρά­τευ­μα, δεν μπο­ρώ να ξε­χά­σω. Ύστε­ρα, βέ­βαια, άρ­χι­σε ο σφο­δρός πό­λε­μος» (22).
Ο Δού­κας υπο­γραμ­μί­ζει πως όσο πο­λε­μού­σε στο Μέ­τω­πο της Πρού­σας πο­τέ δεν σή­κω­σε όπλο ενα­ντί­ον Τούρ­κου. Πα­ρα­δέ­χε­ται ωστό­σο πως «άλ­λοι το έκα­ναν. Κά­ποιοι μά­λι­στα με με­γά­λη ευ­χα­ρί­στη­ση. Έλε­γαν πως έτσι ξε­πλη­ρώ­νο­νται χρέη αί­μα­τος από αιώ­νες. Αυ­τό έλε­γαν» (23). Ωστό­σο, στην ελ­λη­νι­κή φρου­ρά κα­τα­φεύ­γουν Γιου­ρού­κη­δες, Τούρ­κοι χω­ρι­κοί και ασθε­νείς γέ­ρο­ντες, και τα Σάβ­βα­τα έρ­χο­νται στον Έλ­λη­να κου­ρέα. Όσο όμως περ­νούν οι μέ­ρες, τα νέα από το «μέ­σα μέ­τω­πο» δεν εί­ναι κα­λά, μέ­χρι που το μέ­τω­πο σπά­ει και ακο­λου­θούν «σκη­νές πα­νι­κού» (23). Αυ­τή μό­νο η γε­νι­κή ανα­φο­ρά, κα­μιά πε­ρι­γρα­φή της Μι­κρα­σια­τι­κής κα­τα­στρο­φής.
Στα επό­με­να τέσ­σε­ρα κε­φά­λαια της «συ­νέ­ντευ­ξης» του Δού­κα, πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε πώς ο τε­λευ­ταί­ος εντάσ­σε­ται στο καλ­λι­τε­χνι­κό στε­ρέ­ω­μα, ερ­χό­με­νος στην Ελ­λά­δα. «Τό­πος μου εί­ναι η Ελ­λά­δα» (25), πα­ρα­δέ­χε­ται. Ει­δι­κά η «Μα­κε­δο­νία έγι­νε για μέ­να η και­νού­ρια μου πα­τρί­δα». Οι πρό­σφυ­γες ενώ­νο­νται με τους ντό­πιους και, πα­ρά τις δύ­σκο­λες συν­θή­κες, με­τα­τρέ­πουν τον ξε­ρι­ζω­μό σε «νέα ζωή» (26). Στη Μα­κε­δο­νία και συ­γκε­κρι­μέ­να σ’ ένα προ­σφυ­γο­χώ­ρι της Κα­τε­ρί­νης, το Στου­πί, ακού­ει την πε­ρι­πέ­τεια του «γνή­σιου ανα­το­λί­τη» Κα­ζά­κο­γλου. Ο Δού­κας πα­ρα­θέ­τει την ιστο­ρία, όπως την κα­τέ­γρα­ψε βια­στι­κά, και το­νί­ζει ότι στο τέ­λος ζή­τη­σε από τον ξαν­θο­μάλ­λη χω­ρι­κό να υπο­γρά­ψει τις ση­μειώ­σεις του. Όταν αρ­γό­τε­ρα τον επι­σκέ­πτε­ται, η αφή­γη­ση του χω­ρι­κού δεν έχει την ίδια γλύ­κα, ωστό­σο ο τε­λευ­ταί­ος γρά­φει ένα γράμ­μα στον Τούρ­κο που τον εί­χε πε­ρι­θάλ­ψει πί­σω στη Μι­κρα­σία, χω­ρίς να ξέ­ρει πως εί­ναι Έλ­λη­νας χρι­στια­νός: του λέ­ει ποιος εί­ναι πραγ­μα­τι­κά, τον ενη­με­ρώ­νει για την «και­νούρ­για πα­τρί­δα», τον ευ­χα­ρι­στεί και ση­μειώ­νει πως δεν ήθε­λε να τον ξε­γε­λά­σει, δα­νει­ζό­με­νος τη γνω­στή φρά­ση από τα Μα­τω­μέ­να χώ­μα­τα της Δι­δώς Σω­τη­ρί­ου: «Μα έτσι εί­ναι οι πό­λε­μοι, θη­ρίο τον κά­νουν τον άν­θρω­πο» (35).
Κα­τό­πιν, ο Δού­κας συν­θέ­τει το δι­κό του κεί­με­νο, στη­ρι­ζό­με­νος στην αφή­γη­ση του αιχ­μα­λώ­του («Ήθε­λα να μπω στη θέ­ση του πρό­σφυ­γα. Να μοι­ρα­στώ την πε­ρι­πέ­τεια», 36). Το 1929 η Ιστο­ρία ενός αιχ­μα­λώ­του εκ­δί­δε­ται και ο Δού­κας τη δί­νει στον πραγ­μα­τι­κό αιχ­μά­λω­το. Του ζη­τά να σκε­φτεί τι θα άλ­λα­ζε ή τι θα πρό­σθε­τε, το απο­τέ­λε­σμα όμως δεν τον ικα­νο­ποιεί. Αντί­θε­τα οι απα­νω­τές επε­ξερ­γα­σί­ες και τα «τε­χνά­σμα­τα» του Δού­κα εί­ναι αυ­τά που τε­λειο­ποιούν την αρ­χι­κή προ­φο­ρι­κή αφή­γη­ση. Έτσι μα­θαί­νου­με πώς έφτα­σε σε εμάς σή­με­ρα ένα από τα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα κεί­με­να για τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή.
Στο επό­με­νο κε­φά­λαιο, ο Δού­κας του Ακρί­βου μάς πλη­ρο­φο­ρεί για την πρό­σλη­ψη του έρ­γου του. Ανα­κα­λεί-πα­ρα­θέ­τει απο­σπά­σμα­τα από τις κρι­τι­κές που δέ­χτη­κε το βι­βλίο. Στο εξής η αφή­γη­ση αφιε­ρώ­νε­ται στην καλ­λι­τε­χνι­κή ωρί­μα­ση του Δού­κα, και στην πα­ρου­σί­α­ση του αι­σθη­τι­κού του πι­στεύω: απλό­τη­τα, τι­μιό­τη­τα, να μπει κα­νείς στην ψυ­χή του λα­ού, πί­στη στην τέ­χνη πέ­ρα από «πα­τρί­δες» και «πά­τρω­νες», όπως η τέ­χνη η «ανα­το­λί­τι­κη τέ­χνη, η αρ­χαία», από τα μέ­ρη όπου κα­τά­γε­ται.
Ο Ακρί­βος αφιε­ρώ­νει το πέμ­πτο και τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο στην απο­δο­χή του έρ­γου του Δού­κα στην Ελ­λά­δα και το εξω­τε­ρι­κό, τις αντι­δρά­σεις της απο­γό­νου του Κα­ζά­κο­γλου που διεκ­δί­κη­σε δι­καιώ­μα­τα, αλ­λά και το πώς η Ιστο­ρία ενός αιχ­μα­λώ­του δεν απο­δί­δει μό­νο τα «κοι­νά μαρ­τύ­ρια του ελ­λη­νι­κού και τουρ­κι­κού λα­ού», αλ­λά «τα κοι­νά μαρ­τύ­ρια των λα­ών», όπως μαρ­τυ­ρά η αλ­λα­γή στην αφιέ­ρω­ση του βι­βλί­ου.
Με τη σει­ρά της η Ιστο­ρία ενός οδοι­πό­ρου: Στρα­τής Δού­κας του Ακρί­βου ανα­δει­κνύ­ει κυ­ρί­ως την πλού­σια δρά­ση του Μι­κρα­σιά­τη συγ­γρα­φέα στο ελ­λη­νι­κό καλ­λι­τε­χνι­κό πε­δίο, τη στρο­φή στη ζω­γρα­φι­κή, την πί­στη στην Αρι­στε­ρά, τη στρά­τευ­ση στα χρό­νια του Με­γά­λου Πο­λέ­μου. Προ­ο­δευ­τι­κά, στην αφή­γη­ση-χρο­νο­λό­γιο του βί­ου του Μι­κρα­σιά­τη συγ­γρα­φέα, απο­τυ­πώ­νε­ται η κού­ρα­ση του ηλι­κιω­μέ­νου Δού­κα που επι­στρέ­φει στο πα­ρελ­θόν, απο­γοη­τευ­μέ­νος μάλ­λον και πι­κρα­μέ­νος.


Επιστρατεύοντας τους κλασικούς· για να μιλήσουμε και για το 1922
Διδώ Σωτηρίου: «ασορτί με την Ελλάδα»


Το Ονει­ρεύ­τη­κα τη Δι­δώ, από την άλ­λη, δια­θέ­τει κέ­φι και χιού­μορ. Η Λέ­να Δι­βά­νη σκια­γρα­φεί το πορ­τρέ­το της δυ­να­μι­κής Δι­δώς Σω­τη­ρί­ου, η οποία βρέ­ξει χιο­νί­σει δεν χά­νει το κου­ρά­γιο της. Για να το πού­με με τα λό­για της Δι­βά­νη, η Σω­τη­ρί­ου εί­ναι «πρώ­τη στα πάρ­τι, πρώ­τη στον αγώ­να».[2] Από τη γέν­νη­σή της στο Αϊ­δί­νι (1909) έως τον θά­να­τό της στην Αθή­να (2004), πα­ρα­κο­λου­θού­με τα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα γε­γο­νό­τα της ελ­λη­νι­κής ιστο­ρί­ας του 20ού αιώ­να και πώς η Σω­τη­ρί­ου τα αντι­με­τώ­πι­σε ηρω­ι­κά, έξω από νόρ­μες και στε­ρε­ό­τυ­πα (κοι­νω­νι­κά και ιδε­ο­λο­γι­κά).
Ενώ ο Ακρί­βος στέ­κε­ται στο προ­σω­πι­κό βί­ω­μα (δι­καιο­λο­γη­μέ­να αφού στην Ιστο­ρία ενός αιχ­μα­λώ­του απου­σιά­ζει ως γνω­στόν η από­πει­ρα πο­λι­τι­κής ερ­μη­νεί­ας των γε­γο­νό­των), η Δι­βά­νη σκια­γρα­φεί τις δια­φο­ρε­τι­κές ιστο­ρι­κές ερ­μη­νεί­ες τού πώς φτά­σα­με στην Κα­τα­στρο­φή (ζή­τη­μα που απα­σχό­λη­σε τη Δι­δώ Σω­τη­ρί­ου στα Μα­τω­μέ­να χώ­μα­τα και όχι μό­νο), με επί­κε­ντρο την ήτ­τα του Βε­νι­ζέ­λου στις εκλο­γές του 1920. Κυ­ρί­ως επι­χει­ρεί η Δι­βά­νη (στις ερω­τή­σεις που θέ­τει στη Σω­τη­ρί­ου) να κα­τα­νο­ή­σει τα γε­γο­νό­τα, φω­τί­ζο­ντας τα κί­νη­τρα των αν­θρώ­πων. Για τους Έλ­λη­νες της Σμύρ­νης δια­βά­ζου­με: «Να ’ναι νι­κή­τρια η Ελ­λά­δα και λεί­ψα­νο η Τουρ­κιά και να μην αρ­πά­ξει την πε­ρί­στα­ση;» (76). Για τους Ελ­λα­δί­τες που κα­τα­ψή­φι­σαν τον Βε­νι­ζέ­λο: «Ποιος θέ­λει να βο­λο­δέρ­νει στα ξέ­να, με το κε­φά­λι στον τουρ­βά, για να πά­ρει τη Σμύρ­νη, ξέ­ρω ’γω, ή την Ανα­το­λι­κή Θρά­κη; Όλα έχουν ένα όριο λυ­γά­ει ο άν­θρω­πος...» (76). Για τους Τούρ­κους που πέ­ρα­σαν στην αντε­πί­θε­ση: «Πώς να αντέ­ξει ο Τούρ­κος να βλέ­πει την αυ­το­κρα­το­ρία του να δια­με­λί­ζε­ται από τις Με­γά­λες Δυ­νά­μεις με τη Συν­θή­κη των Σερ­βών;» (80).
Η αφή­γη­ση της Δι­βά­νη, όταν οι δύο γυ­ναί­κες συ­ζη­τούν για την Κα­τα­στρο­φή, πα­ρα­πέ­μπει στον τρό­πο της Σω­τη­ρί­ου. Εν­δει­κτι­κά, στη με­λέ­τη της τε­λευ­ταί­ας Η Μι­κρα­σια­τι­κή κα­τα­στρο­φή και η στρα­τη­γι­κή του ιμπε­ρια­λι­σμού στην Ανα­το­λι­κή Με­σό­γειο, δια­βά­ζου­με με αφορ­μή την πα­νη­γυ­ρι­κή ατμό­σφαι­ρα και “πα­ρά­φο­ρη χα­ρά” που επι­κρά­τη­σε στη Σμύρ­νη τη μέ­ρα της υπο­δο­χής του ελ­λη­νι­κού στρα­τού: «Ποιος να ζη­τή­σει λο­γι­κή κεί­νη την ώρα από το ρα­γιά; Ποιος να τον κα­κί­σει που μέ­θυ­σε από το ζα­λι­στι­κό κρα­σί της λευ­τε­ριάς, πο­δο­πα­τού­σε το φέ­σι της υπο­τα­γής και πί­στευε πως έγι­ναν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τα προ­αιώ­νια όνει­ρα για μια με­γά­λη Ελ­λά­δα, όνει­ρα που τα πί­στευε και τα ήθε­λε και που μ’ αυ­τά γα­λου­χή­θη­καν γε­νε­ές γε­νε­ών;»[3] Συ­χνά στην ίδια με­λέ­τη επα­νέρ­χε­ται η έν­νοια του δί­καιου και του άδι­κου: «Εί­χε δί­κιο λοι­πόν ο Κε­μάλ ν’ ανα­φω­νεί με­τά την ανα­κω­χή του Μού­δρου...» (34). Και σε αυ­τήν τη με­λέ­τη η Σω­τη­ρί­ου, όπως και στα Μα­τω­μέ­να χώ­μα­τα, δεν δι­στά­ζει να υπο­γραμ­μί­σει τις ευ­θύ­νες και της ελ­λη­νι­κής πλευ­ράς. Χα­ρα­κτη­ρί­ζει, για πα­ρά­δειγ­μα, τη μι­κρα­σια­τι­κή εκ­στρα­τεία «τρέ­λα» και ση­μειώ­νει: «Η πα­ρα­πλα­νη­τι­κή ζά­λη της με­γά­λης ιδέ­ας, ντυ­μέ­νη με τα πιο λα­μπε­ρά στο­λί­δια, μπέρ­δευε και ζά­λι­ζε τη σκέ­ψη του ελ­λη­νι­κού λα­ού. Λί­γοι, εκεί­νη την επο­χή, ήταν σε θέ­ση να δια­κρί­νουν που τέ­λειω­ναν τα εθνι­κά δί­καια και από πού άρ­χι­ζε η επε­κτα­τι­κή με­γα­λο­μα­νία» (94). Η Σω­τη­ρί­ου ξε­δι­πλώ­νει πώς η ελ­λη­νι­κή πλευ­ρά δεν προ­στά­τευ­σε τον μι­κρα­σια­τι­κό ελ­λη­νι­σμό, πώς οι αυ­τα­πά­τες γέν­νη­σαν μί­ση και φού­ντω­σαν τον τουρ­κι­κό εθνι­κι­σμό. Με αφορ­μή την κα­τα­στρο­φή της γε­νέ­θλιας πό­λης, ση­μειώ­νει: «Πώς να το χω­ρέ­σει αν­θρώ­πι­νο μυα­λό πως οι χθε­σι­νοί κα­λο­κά­γα­θοι ευ­γε­νι­κοί φί­λοι μας, που η αγά­πη της κοι­νής γης και η κοι­νή ζωή τους εί­χε δέ­σει τό­σο ζε­στά μα­ζί μας, εί­χαν με­τα­βλη­θεί σε άγρια θη­ρία! Κίρ­κη εί­ναι ο πό­λε­μος. Αβυσ­σα­λέα πρω­τό­γο­να ξέ­σπα­σαν τα μί­ση. (...) Προ­μή­νυ­μα τρα­γι­κό του με­γά­λου θρή­νου ολό­κλη­ρης της Μι­κρα­σί­ας» (42-3).
Εί­ναι αξιο­πρό­σε­κτο πως η Σω­τη­ρί­ου της Δι­βά­νη θυ­μά­ται τον επί­γειο πα­ρά­δει­σο της μι­κρα­σια­τι­κής πα­τρί­δας. Σε αντί­θε­ση όμως με τον Δού­κα του Ακρί­βου, πα­ρα­δέ­χε­ται πως ερ­χό­με­νη στην Ελ­λά­δα ως πρό­σφυ­γας δεν βρή­κε μια πα­τρί­δα-μη­τέ­ρα, αλ­λά μια πα­τρί­δα-μη­τριά (86). Πε­ρι­γρά­φει την εχθρό­τη­τα των Ελ­λα­δι­τών απέ­να­ντι στους Μι­κρα­σιά­τες πρό­σφυ­γες. Η Δι­βά­νη, με τη σει­ρά της, στέ­κε­ται στη «μοί­ρα του πρό­σφυ­γα» που έρ­χε­ται αντι­μέ­τω­πος με τον φό­βο και την προ­κα­τά­λη­ψη: «Τι Σύ­ριος, τι Κύ­πριος, τι Μι­κρα­σιά­της, όλοι την ίδια πί­κρα πή­ραν» (87).
Η ήτ­τα του 1922 και το τραύ­μα που έπρε­πε να δια­χει­ρι­στούν οι πρό­σφυ­γες, οι από­γο­νοί τους και όχι μό­νο, απο­τε­λούν ένα κε­φά­λαιο στην πλού­σια και γε­μά­τη πε­ρι­πέ­τειες ζωή της Δι­δώς Σω­τη­ρί­ου. Δια­βά­ζου­με ανα­λυ­τι­κά στη βιο­γρα­φία της Δι­βά­νη για τις πε­ρι­πέ­τειες που αντι­με­τώ­πι­σε η Σω­τη­ρί­ου με τα Μα­τω­μέ­να χώ­μα­τα, τα οποία στη­ρί­χθη­καν στην αφή­γη­ση του Μι­κρα­σιά­τη Μα­νό­λη Αξιώ­τη, αλ­λά και την ανα­γνώ­ρι­ση που της χά­ρι­σαν. Ωστό­σο, η Σω­τη­ρί­ου βί­ω­σε ως γνω­στόν στο πε­τσί της τα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα γε­γο­νό­τα του 20ού αιώ­να (Κα­το­χή, Αντί­στα­ση, Εμ­φύ­λιος, Δι­κτα­το­ρία) και τα απο­τύ­πω­σε στο με­τέ­πει­τα πλού­σιο και ση­μα­ντι­κό έρ­γο της. Η Μι­κρα­σια­τι­κή κα­τα­γω­γή και Κα­τα­στρο­φή εί­ναι ένα μέ­ρος της πε­ρι­πε­τειώ­δους ζω­ής της. Στις πιο συ­γκι­νη­τι­κές σε­λί­δες τού Ονει­ρεύ­τη­κα τη Δι­δώ ανή­κουν η πε­ρι­γρα­φή της φυ­λά­κι­σης της αδελ­φής της Έλ­λης Παπ­πά και η στά­ση που κρά­τη­σε η Δι­δώ Σω­τη­ρί­ου. Άλ­λο ένα πα­ρά­δειγ­μα από τα πολ­λά που ανα­δει­κνύ­ουν στο βι­βλίο τον δυ­να­μι­σμό της. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή η σκη­νή, όπου η τε­λευ­ταία κα­τα­φθά­νει στη φυ­λα­κή με ξώ­πλα­το φό­ρε­μα: «Δεν πρό­κει­ται να βά­λω το κε­φά­λι μου κά­τω και να κλα­φτώ. Θα εμ­φα­νι­στώ γκρά­ντε και θα τρί­βουν τα μά­τια τους οι εχθροί». Ξε­νί­ζει ωστό­σο τον ανα­γνώ­στη η συ­νέ­χεια, όταν η Δι­δώ της Δι­βά­νη σχο­λιά­ζει:

Εσείς δεν τα πιά­νε­τε αυ­τά τα ψι­λά γράμ­μα­τα για­τί εί­στε μαλ­θα­κοί, χρυ­σή μου. Βου­τυ­ρο­μπε­μπέ­δες. Δε ζή­σα­τε και κα­μιά δυ­σκο­λία να ψη­θεί­τε. Ξέ­ρεις αυ­τό εί­ναι και τύ­χη και ατυ­χία. Σας πα­ρα­κο­λου­θώ τώ­ρα που κά­νε­τε σαν τρε­λοί για­τί φτω­χύ­να­τε με την κρί­ση ή κλει­στή­κα­τε στο σα­λο­νά­κι λό­γω του ιού. Σι­γά τη συμ­φο­ρά! Σας φω­νά­ζουν απο­κεί ψη­λά ψυ­χές και ψυ­χές, στρα­τιές ολό­κλη­ρες κο­λα­σμέ­νων. Συμ­φο­ρά εί­ναι να βλέ­πεις το παι­δί σου να του­μπα­νιά­ζει και να πε­θαί­νει απ’ την πεί­να, όχι να σε απο­λύ­ει το αφε­ντι­κό σου και να κρέ­με­σαι από το επί­δο­μα ανερ­γί­ας... (269-270).[4]

Δί­κιο έχεις, θα απα­ντή­σει η Δι­βά­νη, σχο­λιά­ζο­ντας την λι­πο­ψυ­χία των συγ­χρό­νων της: «Σαν μω­ρά κά­νου­με» (270). Για­τί, ανα­ρω­τιέ­ται ο ανα­γνώ­στης, να βά­λει κα­νείς στη ζυ­γα­ριά ένα παι­δί που πει­νά­ει στην Κα­το­χή και έναν άνερ­γο; Εν­δυ­να­μώ­νει μια τέ­τοια σύ­γκρι­ση την αλ­λη­λεγ­γύη ή μή­πως όλοι πο­ρευό­μα­στε μο­νή­ρεις συ­να­πα­ντώ­ντας επι­φα­νεια­κά φί­λους, αγα­πη­μέ­νους, τον άλ­λο (ξέ­νο ή οι­κείο); Αξί­ζει να θυ­μη­θού­με το πα­ρα­κά­τω κεί­με­νο της Δι­δώς Σω­τη­ρί­ου:

Συ­μπό­νια γι’ αυ­τούς που σε μια στιγ­μή χά­νουν τη νιό­τη της καρ­διάς και συ­νε­χί­ζου­νε να ζού­νε έτσι... Σαν να μην πί­στε­ψαν πο­τέ. Πο­τέ να μην κά­ναν όνει­ρα. Σαν να μη νιώ­σαν πο­τέ σκιρ­τή­μα­τα, αι­σθή­μα­τα.
Σ’ έναν πα­γω­μέ­νο κό­σμο ζού­νε. Αγάλ­μα­τα που δεν κλαί­νε μη­δέ γε­λού­νε δεν αγα­πού­νε, δε μι­σού­νε. Στέ­κουν νε­κρά, με δα­νει­σμέ­νη αξιο­πρέ­πεια. Ένας πραγ­μα­τι­κός θά­να­τος θα τα λύ­τρω­νε. Ποιος τα εκ­δι­κεί­ται τό­σο απάν­θρω­πα, και το πέ­τρι­νο, συ­ντη­ρη­μέ­νο μί­σος δεν εξα­ντλεί­ται...[...]
Τώ­ρα... τι θες να πεις; Άφη­σέ το το ‘τώ­ρα’. Οι συ­γκρί­σεις με το πα­ρελ­θόν δεν εί­ναι πά­ντα σω­στές, ού­τε και δί­καιες. Άλ­λω­στε δε θα προ­λά­βεις να το δώ­σεις αυ­τό το ‘τώ­ρα’. Άλ­λοι θα το γρά­ψουν με νέ­ες γρα­φές. (101-2)[5]

Συ­μπό­νια, ακό­μα και (ή μάλ­λον κυ­ρί­ως) όταν ο άν­θρω­πος χά­νει το κου­ρά­γιο του, σύμ­φω­να με τη Δδώ Σω­τη­ρί­ου. Επι­πλέ­ον, απο­φυ­γή των εύ­κο­λων συ­γκρί­σε­ων του πα­ρελ­θό­ντος με το πα­ρόν. Δια­πι­στώ­σεις που γεν­νούν νέα ερω­τή­μα­τα: Πώς βιώ­νω την κα­τα­στρο­φή; Τι ση­μαί­νει την ξε­περ­νώ; Πώς τη θυ­μά­μαι ή ανα­με­τριέ­μαι μα­ζί της; Τα πα­ρα­πά­νω ερω­τή­μα­τα με τον ένα ή τον άλ­λο τρό­πο επα­νέρ­χο­νται στο μυα­λό του σύγ­χρο­νου ανα­γνώ­στη εί­τε δια­βά­ζει την Ιστο­ρία ενός οδοι­πό­ρου: Στρα­τής Δού­κας, όπου οι άν­θρω­ποι της Ανα­το­λής έχουν ψυ­χές σαν μω­ρά παι­διά, εί­τε το Ονει­ρεύ­τη­κα τη Δι­δώ, όταν δια­βά­ζου­με για όλους όσοι κά­νου­με σαν μω­ρά.
Η Δι­δώ Σω­τη­ρί­ου εί­χε δώ­σει τις απα­ντή­σεις της. Εί­χε επι­ση­μά­νει τους κιν­δύ­νους: «Όταν βου­τάς την πέ­να σου σε αί­μα και προ­σπα­θείς ν’ ανα­βιώ­σεις επο­χές, χρειά­ζε­ται προ­σο­χή. Ο ρό­λος της μνή­μης κό­βει και ρά­βει. Ο χρό­νος, η από­στα­ση από τα παι­δι­κά χρό­νια και η διά­θε­ση της μνή­μης να δη­μιουρ­γεί, ακό­μα και να εξω­ρα­ΐ­ζει».[6] Επί­σης, εί­χε δια­τυ­πώ­σει τις επι­φυ­λά­ξεις της απέ­να­ντι σε μια άνευ όρων και ορί­ων αι­σιο­δο­ξία ή αγω­νι­στι­κό­τη­τα, υπε­ρα­σπι­ζό­με­νη τους νέ­ους (πα­ρά τις αντιρ­ρή­σεις ή τους φό­βους που εί­χε εκ­φρά­σει):

Εσείς της ηρω­ι­κής γε­νιάς βρί­σκε­τε τε­λι­κά τρό­πο να εξω­ρα­ΐ­ζε­τε κά­πως, να ανοί­γε­τε πορ­το­πα­ρά­θυ­ρα, να αυ­γα­τί­ζε­τε τις δό­σεις μιας μά­ται­ης αι­σιο­δο­ξί­ας. Αλή­θεια, οι νέ­οι τι λέ­νε για όλα αυ­τά; Οι νέ­οι, που εί­ναι τέ­λος πά­ντων, το κα­μά­ρι και η ελ­πί­δα μας, το λα­μπρό μέλ­λον της αν­θρω­πό­τη­τας... Ώρα εί­ναι να ζη­τή­σου­με τώ­ρα δα τα ρέ­στα από τη νε­ο­λαία. Δε φτά­νει που τους μπλέ­ξα­με ως το λαι­μό με άλυ­τα δι­κά μας προ­βλή­μα­τα και δι­λήμ­μα­τα... Πά­ντως δεν θα δι­στά­σω να πω πως για την ώρα μέ­νουν απα­θείς, ως να μην τους αφο­ρούν τα όσα γί­νο­νται γύ­ρω τους. (...) Το ρί­χνουν, λοι­πόν, στο σο­ρο­λόπ, σεξ, πο­τό, μου­σι­κή, έξαλ­λα συ­γκρο­τή­μα­τα ρο­κά­δων, νέ­γρι­κα τρα­γού­δια απελ­πι­σί­ας... (...) Δεν ακούς για πο­λι­τι­κούς κρα­του­μέ­νους, εκτε­λέ­σεις, φυ­λα­κές, εξο­ρί­ες. (...) Φο­βά­μαι το πας ξα­νά στις εύ­κο­λες ρη­το­ρι­κές αι­σιο­δο­ξί­ες, στους εξω­ραϊ­σμούς, που και τα δύο προ­κα­λούν δυ­σπι­στία και κα­χυ­πο­ψία στους νέ­ους. Τι από τα δυο σ’ απα­σχο­λεί τέ­λος πά­ντων; Η ζωή ή ο θά­να­τος; Τα νέα μη­νύ­μα­τα των και­ρών μην επι­χει­ρή­σεις να τα πιά­σεις στον αέ­ρα....


Εκατό χρόνια μετά την Καταστροφή


Δεν κο­μί­ζει κα­νείς γλαύ­κα εις Αθή­νας ση­μειώ­νο­ντας πώς τό­σο ο Στρα­τής Δού­κας όσο και η Δι­δώ Σω­τη­ρί­ου απο­τύ­πω­σαν στα έρ­γα τους την οδύ­νη των αν­θρώ­πων που ξε­ρι­ζώ­θη­καν, χω­ρίς να στρα­φούν ενα­ντί­ον των Τούρ­κων ή να προ­χω­ρή­σουν σε εθνι­κι­στι­κά σχό­λια (έστω και αν ο πρώ­τος δεν προ­χώ­ρη­σε σε πο­λι­τι­κές ερ­μη­νεί­ες, όπως η Δι­δώ Σω­τη­ρί­ου).[7][8] Δύο νε­ό­τε­ροι δη­μιουρ­γοί, ο Ακρί­βος και η Δι­βά­νη, επι­χει­ρούν να δώ­σουν, και αυ­τοί με τη σει­ρά τους, μια πα­ναν­θρώ­πι­νη διά­στα­ση στο τραύ­μα του πρό­σφυ­γα και τη δια­χεί­ρι­σή του. Ει­δι­κό­τε­ρα, εί­δα­με πως το 1922 κα­θο­ρί­ζει τον Δού­κα ως άν­θρω­πο και καλ­λι­τέ­χνη. Ωστό­σο, αν ο αιχ­μά­λω­τος του Στρα­τή Δού­κα ήταν αιχ­μά­λω­τος των Τούρ­κων στα 1922, ο Στρα­τής Δού­κας του Κώ­στα Ακρί­βου εί­ναι αιχ­μά­λω­τος της τέ­χνης μάλ­λον πα­ρά της Ιστο­ρί­ας, νο­σταλ­γός που ανα­ζή­τη­σε την υπέρ­βα­ση του τραύ­μα­τος στην ομορ­φιά (το απο­δει­κνύ­ει και το με­τέ­πει­τα —άδι­κα πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νο— έρ­γο του Μι­κρα­σιά­τη καλ­λι­τέ­χνη):

Τους πρώ­τους χρό­νους της ζω­ής μου τους θυ­μά­μαι πά­ντο­τε με βα­ριά νο­σταλ­γία. Και κά­θε φο­ρά νιώ­θω τα δά­κρυα να ανε­βαί­νουν στα μά­τια μου. Έλ­λη­νες και Τούρ­κοι, όλοι αντά­μα. Μέ­χρι που ήρ­θε ο πό­λε­μος...’ (24) [...] Η φύ­ση έχει τη δύ­να­μη να στά­ζει μπάλ­σα­μο στην τα­ραγ­μέ­νη καρ­διά. Περ­πα­τού­σα και ξε­χνού­σα τα βά­σα­να. Βά­δι­ζα μες στην ψαλ­μου­διά της λε­πτής βρο­χού­λας. Ένιω­θα έρω­τα για τα χορ­τα­ρά­κια, τους αγκα­θω­τούς θά­μνους, τα που­λιά. Νό­μι­ζα πως έτσι θα ’ναι η ζωή μου για τα επό­με­να χρό­νια. Μου έμοια­ζε ο χρό­νος σαν μια ατέρ­μο­νη στιγ­μή. (50).

Η Δι­δώ Σω­τη­ρί­ου της Δι­βά­νη δεν εί­ναι μια Μι­κρα­σιά­τισ­σα συγ­γρα­φέ­ας που αξί­ζει να τη θυ­μό­μα­στε μό­νο για τα Μα­τω­μέ­να χώ­μα­τα. «Για μέ­να η Εντο­λή εί­ναι το κα­λύ­τε­ρο βι­βλίο σου, Δι­δώ. Ό,τι αρ­χεια­κό υλι­κό κι αν διά­βα­σα, ό,τι βι­βλίο, εγώ από την Εντο­λή κα­τά­λα­βα τι θα πει με­τεμ­φυ­λια­κό κρά­τος», ομο­λο­γεί η Δι­βά­νη (σ. 248). Και το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο, στο Ονει­ρεύ­τη­κα τη Δι­δώ ο σύγ­χρο­νος ανα­γνώ­στης ανα­κα­λύ­πτει πως η Σω­τη­ρί­ου έζη­σε έντο­να, τό­σο στη δη­μό­σια όσο και την ιδιω­τι­κή σφαί­ρα.
Ο Στρα­τής Δού­κας του Ακρί­βου, νο­σταλ­γός της χα­μέ­νης εξι­δα­νι­κευ­μέ­νης πα­τρί­δας και της στιγ­μιαί­ας αιω­νιό­τη­τας που βιώ­νει το υπο­κεί­με­νο στην επα­φή του με τη φύ­ση, πέ­ρα από την Ιστο­ρία. Η Δι­δώ Σω­τη­ρί­ου της Δι­βά­νη, βου­τηγ­μέ­νη μέ­χρι το κόκ­κα­λο στην Ιστο­ρία, κοι­τά πά­ντα μπρο­στά αγέ­ρω­χη και δυ­να­τή. Δύο στά­σεις που αντι­κα­το­πτρί­ζουν πώς οι δύο νε­ό­τε­ροι δη­μιουρ­γοί επι­στρα­τεύ­ουν δύο κλα­σι­κές μορ­φές της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας, για να μι­λή­σουν και για το 1922, στην αρ­χή του 21ου αιώ­να: άλ­λο­τε ανα­ζη­τώ­ντας σε αυ­τό ένα πα­ρά­δειγ­μα του πώς ο ξε­ρι­ζω­μός γί­νε­ται δη­μιουρ­γία, άλ­λο­τε φω­τί­ζο­ντας πο­λυ­πρι­σμα­τι­κά τη Μι­κρα­σια­τι­κή Εκ­στρα­τεία και ήτ­τα, κα­τα­δι­κά­ζο­ντας τον εθνι­κι­σμό από όπου κι αν προ­έρ­χε­ται, συν­δέ­ο­ντας την Ιστο­ρία με υπαρ­ξια­κά, ιδε­ο­λο­γι­κά ή αι­σθη­τι­κά ζη­τή­μα­τα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: