Στη μνήμη του πατέρα μου και των προγόνων μας από τη Μαγνησία
Με αφορμή την επέτειο των εκατό ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ευρύτερη συζήτηση που προκλήθηκε για το πολιτισμικό αποτύπωμά της, διατυπώθηκε η εκτίμηση ότι η πρόσφατη πεζογραφία που φαίνεται ότι ανήκει στον νεοελληνικό λογοτεχνικό κανόνα[1] –ή τουλάχιστον δείχνει ότι έχει τη σχετική δυνατότητα– δεν έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με το καθοριστικό αυτό ιστορικό γεγονός, σε αντίθεση με τα λεγόμενα ευπώλητα μυθιστορήματα, που συχνά επικεντρώνονται στην αφηγηματική αναπαράστασή του.[2]
Πρόκειται για μία άποψη που γεννά ένα ενδιαφέρον ζήτημα προς διερεύνηση, το οποίο αφορά στην Κοινωνιολογία της Ανάγνωσης αλλά και στην πρόσληψη ενός κομβικού γεγονότος της νεότερης Ιστορίας από τους Έλληνες του 20ού και του 21ου
αιώνα.
Σε μια διερευνητική καταμέτρηση, εντοπίζονται αρκετές δεκάδες έργα, τα οποία προς το παρόν εντάσσονται στην κατηγορία των ευπώλητων, όπως αυτή σχηματίζεται και εδραιώνεται στην ελληνική συγγραφική παραγωγή κι εκδοτική πολιτική της τελευταίας τριακονταετίας[3] και τα οποία ασχολούνται άμεσα ή έμμεσα με τα χαμένα εδάφη της Ιωνίας και τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Από τις Μάγισσες της Σμύρνης της Μ. Μεϊμαρίδη (εκδ. Καστανιώτη 2002) έως Το δάκρυ της Ανατολής της Α. Κιλάρογλου (εκδ. Ψυχογιός 2019) κι από το Η αγάπη δεν έχει τέλος του Κ. Καρακάση (εκδ. Ψυχογιός 2006) μέχρι τα Γράμματα από τη Σμύρνη του Θ. Κονδύλη (εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2022) κ.ά. Αυτή η διερεύνηση δείχνει ότι πράγματι η μικρασιατική τραγωδία με τις συνέπειές της γενικά και η Σμύρνη ως πρωταγωνιστικός τόπος της ειδικά, ασκούν έλξη σε μία μεγάλη μερίδα του αναγνωστικού κοινού που καταναλώνει ευπώλητη λογοτεχνία.
Σε μία πρώτη απόπειρα, η παραπάνω προτίμηση μπορεί να εξηγηθεί με βάση μερικά χαρακτηριστικά της
ευπώλητης λογοτεχνίας, όπως αυτά προκύπτουν από την προσπάθεια μυθοπλαστικής αφήγησης μιας παρελθούσας, ιστορικής εποχής. Αρχικά, η ιωνική μεγαλούπολη, η οποία, πριν από την εκδίωξη των Ελλήνων, είναι μια κοσμοπολίτικη κοινωνία, όπου οι φτωχοί συμπορεύονται με τους πλούσιους, η λαϊκή ζωή με την πολυτέλεια, η Δύση με την Ανατολή, οι έμποροι Έλληνες με τους γαιοκτήμονες Τούρκους και άλλες εθνότητες, δημιουργεί έναν χρονότοπο, ιστορικά φορτισμένο αλλά γοητευτικό, απομακρυσμένο αλλά ταυτόχρονα και οικείο, ώστε να προσελκύσει τον αναγνώστη του 21ου αιώνα, ο οποίος, εθισμένος σε έναν πολιτισμό της εικόνας, μαγεύεται εύκολα από τέτοια «κινηματογραφικά» σκηνικά (Μ. Μεϊμαρίδη, Οι μάγισσες της Σμύρνης). Επιπλέον, το ταξίδι στοn χρόνο, η ανάπλαση εποχών και ανθρωπότυπων, η σύγκρουση, η εθνική τραγωδία, η διάψευση των ονείρων, η προσφυγιά και η νέα ζωή συνδυάζονται εύκολα με την ατομική περιπέτεια των χαρακτήρων. Πρόκειται για έναν μυθοπλαστικό σχεδιασμό που πάντα έλκει τον αναγνώστη (Θ. Δεύτος, Σμύρνη συγγνώμη, εκδ. Καστανιώτη 2008).
Περαιτέρω, αν ληφθεί υπόψη και το κριτήριο της έμφυλης ταυτότητας, το σημερινό γυναικείο κοινό που έχει υπολογιστεί ως ο βασικός καταναλωτής της ευπώλητης (ή και πιο χαρακτηριστικά «ροζ»)[4]
λογοτεχνίας, βρίσκει μέσα στα μικρασιατικά ή προσφυγικά σκηνικά γυναικείους χαρακτήρες, οι οποίοι περιορίζονται μεν από τον ρόλο τους λόγω των πατριαρχικών δομών, αλλά συνάμα αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, ειδικά όταν η μυθιστορηματική δράση αναπτύσσεται στη Σμύρνη, όπου πριν την Καταστροφή, οι δυτικός κοινωνικός νεοτερισμός ήταν έντονος. Συνεπώς, για τη σύγχρονη αναγνώστρια είναι εύκολη η αναγνωστική ταύτιση με ηρωίδες που θέτουν στόχους και προσπαθούν να τους πετύχουν, που κινούνται πολύ πιο προοδευτικά από το κοινωνικό status quo, που παρουσιάζονται ως φιλελεύθερες και ανεξάρτητες (Μ. Μεϊμαρίδη, Οι μάγισσες της Σμύρνης, Σ. Βόικου, Το κόκκινο σημάδι, εκδ. Ψυχογιός 2009· Θ. Σίδερης, Κανέλα από τη Σμύρνη, εκδ. Μπατσιούλας, Αθήνα-Θήβα, 2015).
Παράλληλα, ο έρωτας –κυρίαρχο θέμα της ευπώλητης λογοτεχνίας– μέσα σε μια πολυεπίπεδη κοινωνία, όπως η Σμύρνη πριν από το 1922, αλλά και μέσα στους καπνούς του πολέμου ή τις στάχτες της προσφυγιάς, αναδεικνύεται λαμπερός πρωταγωνιστής και στην κατηγορία των ευπώλητων που εξετάζονται. Η πίστη στην αιώνια αγάπη, ο μοιραίος χαρακτήρας της, οι περιπέτειες των δύο ερωτευμένων, ο ρομαντισμός είναι μόνιμα συστατικά στοιχεία πλοκής και ύφους, τα οποία, συνδυαζόμενα με την Καταστροφή, μετατρέπουν το δράμα σε τραγωδία, τόσο εθνική όσο και προσωπική (Κ. Καρακάσης, Η αγάπη δεν έχει τέλος, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2006· Δ. Μανθεάκη, Άγγιγμα από πάγο, εκδ. Ωκεανός 2014).
Περισσότερο προκλητικός και σαγηνευτικός είναι, βέβαια, ο έρωτας με τον/την εθνικά «άλλο/η», καθώς ο «εχθρός» Τούρκος είναι πάντα στο προσκήνιο.[5]
Επομένως, ένας έρωτας Ελληνίδας-Τούρκου (Π. Τραυλού, Ήθελα μόνο ένα αντίο, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2003· Θ. Κονδύλης, Η αρχόντισσα της Σμύρνης, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2012· Στ. Στυλιανού, Μιχριμπάν, η νεράιδα της Σμύρνης, εκδ. Χάρτινη Πόλη, Ραφήνα 2017) ή Έλληνα-Τουρκάλας συνδέει το εθνικό μίσος με το ξεπέρασμα τέτοιων εμποδίων.[6] Και, βέβαια, η Σμύρνη, ακριβώς επειδή αποτελεί την επιτομή της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης μέσα στον 20ό αιώνα, αναδεικνύεται σε πρόσφορο έδαφος, ώστε το άγος της ήττας να ενισχυθεί από την πίκρα μιας ματαιωμένης σχέσης. Στην κατασκευή της ευπώλητης μυθοπλασίας η στρατιωτική δράση συναντά το ερωτικό δράμα, ο πόλεμος τον έρωτα, η τραγωδία το μελό.
Η προσφυγιά και ο ξεριζωμός, ο πόνος των χαμένων πατρίδων, ο θάνατος των αθώων θυμάτων –ειδικά των παιδιών– προκαλούν εύκολη και δυνατή συγκινησιακή φόρτιση στον αναγνώστη, κάτι που συνήθως επιδιώκει η ευπώλητη λογοτεχνία, στην οποία τα γεγονότα παραμένουν περισσότερο στην ατομική σφαίρα και σπανιότερα ανάγονται στο πολιτικό επίπεδο. Τα πρόσωπα ζουν την Ιστορία, όχι όμως από τη σκοπιά των μεγάλων αφηγήσεων, αλλά από την οπτική των προσωπικών τραυμάτων.
Μελετώντας την πρόσληψη και τη μυθοπλαστική αναπαράσταση της Καταστροφής του 1922 από την ευπώλητη λογοτεχνία, ο σκοπός δεν είναι να συζητηθούν τα όρια και τα χαρακτηριστικά του νεοελληνικού λογοτεχνικού κανόνα αλλά στο πλαίσιο της Κοινωνιολογίας της Ανάγνωσης να διερευνηθούν τόσο η στάση των συγγραφέων και των αναγνωστών/αναγνωστριών απέναντι στην Ιστορία, όσο και το πώς η μυθοπλαστική αφήγηση του ιστορικού γεγονότος της Καταστροφής της Σμύρνης «προδίδει» τη στάση των Νεοελλήνων (ή τουλάχιστον μιας μερίδας τους) απέναντι στην εθνική Ιστορία. Ο Γ. Μπασκόζος το διατυπώνει ξεκάθαρα: «Δυστυχώς, πλην εξαιρέσεων, τα περισσότερα από αυτά τα ιστορικά μυθιστορήματα είναι προσχηματικά. Χρησιμοποιούν το ιστορικό πλαίσιο για να εντάξουν δακρύβρεχτες οικογενειακές και ερωτικές ιστορίες καπηλευόμενοι το αμείωτο ενδιαφέρον των αναγνωστών για τις “χαμένες πατρίδες”».[7]
Πράγματι, η ευπώλητη λογοτεχνία, εκτός από τα στερεότυπα και τον επιφανειακό φεμινιστικό[8] και προοδευτικό χαρακτήρα της, εγκλωβίζεται ακριβώς σ’ αυτά τα όρια, από τα οποία υποτίθεται ότι θέλει να ξεφύγει. Με τη χρήση της μεταποικιακής κριτικής ως ερμηνευτικού εργαλείου, ο τρόπος που εκλαμβάνει την Ανατολή αναδεικνύεται σε χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του εγκλωβισμού της: η τουρκική Μικρασία, οι Μουσουλμάνοι σε αντίθεση με τους Έλληνες, το βαθύ οθωμανικό παρελθόν είναι μαγευτικά, επειδή είναι μυστηριώδη αλλά σχεδόν πάντα είναι και κατώτερα σε σχέση με το δυτικό στοιχείο, που ενσαρκώνουν οι τολμηροί Έλληνες και Ελληνίδες. Στην Ανατολή ανευρίσκονται οι αξίες που ο δυτικός άνθρωπος βλέπει αλλά δεν θέλει να αναγνωρίσει στον εαυτό του: σκληρότητα, ένστικτο, φιληδονία, νωθρότητα, παρακμή, προκαταλήψεις, μοιρολατρία κ.ά.[9] Στα ευπώλητα, λοιπόν, παρατηρείται ό,τι και σε ένα ποσοστό της μυθοπλασίας του 19ου αι. κ.εξ., «μια σειρά [δηλαδή] αξιολογικές θέσεις σχετικά με τον πρωτογονισμό, την υπανάπτυξη, την οπισθοδρόμηση, τον ανορθολογισμό, τον σεξισμό και κυρίως την αδιαφοροποίητη φύση και τη στατικότητα των κοινωνιών της Ανατολής».[10]
Περαιτέρω, είναι ενδιαφέρον να εξεταστεί πώς τα έργα μυθοπλασίας, που απευθύνονται στο μαζικό αναγνωστικό κοινό, κείνται απέναντι στην Ιστορία, πώς, δηλαδή, το κοινό τους, που ζει με τη φαντασμαγορία της εικόνας και την ταχύτητα της μικροαφήγησης των social media εγκολπώνεται το ιστορικό ορόσημο στη δική του κοσμοαντίληψη.
Σε αυτό χρήσιμη αποβαίνει η ανάλυση του Κ. Καστοριάδη περί «φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας»[11], όπου ο φιλόσοφος ορίζει το «φαντασιακό» και με αυτή τη σύλληψη δείχνει πώς οι κοινωνίες θεσμίζουν τη λειτουργία τους. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτήν τη θεωρία, η κοινωνία δεν είναι μια πραγματική και ορθολογική κατάσταση, αλλά (και) μια φαντασιακή κατασκευή, ενώ η αίσθηση της ιστορίας είναι προϊόν της ανθρώπινης φαντασίας, που νοηματοδοτεί την πραγματικότητα με τις δικές της εικόνες. Με απλά λόγια, ένα κοινωνικό ή ιστορικό γεγονός, ενώ είναι υπαρκτό, αποκτά τη σημασία που του δίνει η κοινωνική φαντασία. Οι κοινωνίες επικαθορίζουν καθετί με δικά τους οράματα, νοήματα, συμβολισμούς, αποδίδουν αξία ή απαξία και στοχάζονται συχνά με έναν ανορθολογικό τρόπο πάνω στη ζωή και την ιστορική κίνηση.
Συνεπώς με βάση την παραπάνω θεώρηση, το κοινό των ευπώλητων μυθιστορημάτων μπορεί να αποτελεί μια φαντασιακή κοινότητα, όπως ορίζει τις «φαντασιακές κοινότητες» (imagined communities) ο Μπένεντικτ Άντερσον,[12] ως ένα σύνολο δηλαδή ατόμων που δεν βρίσκεται στον ίδιο χώρο, αλλά συνδέεται με άτυπες ή και τυπικές σχέσεις και αντιλήψεις. Χωρίς να είναι ενιαίο και συμπαγές, ορθώνει μια αντίληψη περί ζωής που την αναζητεί και τη βρίσκει μέσα στην ευπώλητη λογοτεχνία/παραλογοτεχνία. Έτσι, από το ένα έργο στο άλλο, μια κοινή συνισταμένη διαμορφώνει και επηρεάζει μαζικά τους αναγνώστες, αλλά συνάμα κάθε μυθιστόρημα βασίζεται σε φαντασιακές σημασίες που το τυπικό κοινό της ευπώλητης λογοτεχνίας έχει δημιουργήσει για το τραυματικό 1922, είτε το έχει ζήσει μέσω της μεταμνήμης των προγόνων του είτε όχι.
Το 1922 θεωρείται το έτος της μεγάλης απώλειας της Ιωνίας, της οδυνηρής ήττας και του ξεριζωμού εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων, το ορόσημο των χαμένων πατρίδων, το τέλος ενός κραταιού ελληνικού κοσμοπολιτισμού και η αρχή μιας επώδυνης μετεγκατάστασης ελληνικού πληθυσμού με τη σκληρή μοίρα των προσφύγων. Μέσα σε ένα τέτοιο ιστορικό συγκείμενο, φορτισμένο με οδυνηρά συναισθήματα, ο αναγνώστης-καταναλωτής του 2022 αρπάζει τη συγκίνηση, εντάσσει το ατομικό μέσα στο εθνικό και μαθαίνει την Ιστορία ως μικρές, καθημερινές τραγωδίες. Τα ευπώλητα αξιοποιούν ακριβώς αυτήν τη συνθήκη, κατασκευάζουν έναν ιδανικό παράδεισο για τα πριν την Καταστροφή συμβάντα και μια μερική κόλαση για τα μετά, αλλά κυρίως βρίσκουν στο ίδιο το μεταίχμιο του 1922 το πρόσφορο έδαφος για να χτίσουν το δράμα των προσώπων τους.
Αυτό το δράμα γράφεται με τα χαρακτηριστικά του μελοδράματος, καθώς «τα συνταρακτικά επεισόδια και οι ισχυρές συγκινησιακές εντυπώσεις» οδηγούν συνήθως σε αίσιο τέλος.[13]
«Οι θεματικοί άξονες […] ανάγονται στον οικογενειακό κύκλο που περιέχει προσωπικά, κοινωνικά προβλήματα και συγκρούσεις, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τους ιδεολογικούς, ταξικούς και ψυχολογικούς προβληματισμούς».[14]
Ωστόσο, η επιχειρούμενη ταύτιση με τον αναγνώστη, προκύπτει από την πρόκληση ενός κοινού φαντασιακού, που εστιάζει στη δυστυχία και τον έρωτα, λιγότερο έως καθόλου στα κοινωνικά ζητήματα και ανάγει το 1922 σε ορόσημο όλου του 20ού αιώνα. Το ευπώλητο μυθιστόρημα απευθυνόμενο στο ευρύ κοινό, χρησιμοποιεί γνωρίσματα του λαϊκού μυθιστορήματος, ώστε με υλικά που αναγνωρίζει ο μέσος αναγνώστης να προσεγγίσει ένα ιστορικό μεταίχμιο, με ρέουσα γλώσσα, ομαλή εξιστόρηση των γεγονότων, ετεροδιηγητική συνήθως αφήγηση, μανιχαϊστικά μοντέλα αντιθέσεων, στερεοτυπικούς χαρακτήρες[15]
κ.ά., στοιχεία που ενισχύουν μια συγκεκριμένη οπτική, ένα συντηρητικό αναγνωστικό προφίλ και μια μελοδραματική προσέγγιση της Ιστορίας.
Με βάση τα παραπάνω, η πόλη της Σμύρνης βρίσκει απήχηση στα ευπώλητα μυθιστορήματα, ως ο φαντασιακός χρονότοπος της αναγνωστικής φαντασιακής κοινότητάς τους, επειδή το εγνωσμένο ιστορικό συγκείμενο, η εθνική τραγωδία που κορυφώθηκε στα αποκαΐδια της και στο πλημμυρισμένο με πτώματα Μικρασιατών λιμάνι της, προσφέρει το καταλληλότερο έδαφος για να εκτυλιχθούν προσωπικά δράματα, περιπετειώδεις έρωτες αλλά και βιωθούν οι ατομικοϊστορικές συγκινήσεις του σημερινού αναγνώστη.
Τελικά, μέσα στο πλαίσιο της νεοελληνικής μυθιστορηματικής παραγωγής του 21ου αιώνα, η λογοτεχνία που ασχολείται με τη Μικρασιατική Καταστροφή ίσως είναι περισσότερο αυτοαναφορική από όσο η ίδια αντιλαμβάνεται, καθώς μοιάζει να φέρει τη σφραγίδα «Bon pour l’ Orient», ενώ απευθύνεται σε ένα αναγνωστικό κοινό που θέλει να ορίζεται ως πρωτίστως δυτικό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αθανασάτου, Γιάννα, «Ο ελληνικός μεταπολεμικός κινηματογράφος, 1950-1970», στο Γ. Αθανασάτου, Ε.Α. Δελβερούδη, Β. Κολοβού (επιμ.), Νεοελληνικό Θέατρο (1600-1940) – Κινηματογράφος, τόμ. Β', Ο Ελληνικός Κινηματογράφος, Ε.Α.Π., Πάτρα 2002, σ. 75-120.
Άντερσον, Μπένεντικτ, Φαντασιακές κοινότητες. Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού, μτφ. Π. Χαντζαρούλα, Νεφέλη 1997.
Γιατρομανωλάκης, Γιώργης, «Για ένα βιβλίο αδειανό. Για ένα μπεστ-σέλερ», περ. H λέξη, τεύχ. 99-100, Nοέμβρης-Δεκέμβρης ’90, σελ. 734-740.
Καστοριάδης, Κορνήλιος, Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, μτφ. Σ. Χαλικιάς, Κ. Σπαντιδάκης, Γ. Σπαντιδάκη, Κέδρος 2010.
Kαφετζάκη, Tόνια, Προσφυγιά και λογοτεχνία. Eικόνες του Mικρασιάτη πρόσφυγα στη µεσοπολεµική πεζογραφία, Πορεία 2003.
Μήλλας, Ηρακλής, Εικόνες Ελλήνων και Τούρκων. Σχολικά βιβλία, ιστοριογραφία, λογοτεχνία και εθνικά στερεότυπα, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2001.
Μικέ, Μαίρη, Έρως (αντ)εθνικός. Ερωτική επιθυμία και εθνική ταυτότητα τον 19ο αιώνα, Πόλις 2007.
Μουλλάς, Παναγιώτης, Ο χώρος του εφήμερου. Στοιχεία για την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα, Σοκόλη 2007.
Σαΐντ, Έντουαρντ, Οριενταλισμός, μτφ. Φ. Τερζάκης, Νεφέλη 1996.
Στάμου, Εύα, Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας. Δοκίμιο για την ευδοκίμηση μιας μορφής αφηγηματικού λόγου, Gutenberg 2014.
Σταυροπούλου, Έρη, «Η παρουσία της Μικρασιατικής Καταστροφής στη νεοελληνική πεζογραφία (συνέχειες, ασυνέχειες, ρήξεις)», στο Συνέχειες, ασυνέχειες, ρήξεις στον ελληνικό κόσμο (1204-2014): οικονομία, κοινωνία, ιστορία, λογοτεχνία. Πρακτικά, τόμ. Γ΄, Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, Αθήνα 2015, σελ. 379-398.
Τζανετοπούλου, Αρετή Σ., Λογοτεχνικές αναπαραστάσεις της μικρασιάτισσας. Η "οικεία ξένη" στην Ιωνία και η πρόσφυγας στην πατρίδα της, Ήρα Εκδοτική, Βόλος 2017.
Ψηφιακή Βιβλιογραφία
Γαζή, Έφη, «“Οριενταλισμός”. Το κείμενο ως γεγονός», περ. Μνήμων, τεύχ. 21, 1999, σελ. 237–246. (https://doi.org/10.12681/mnimon.795, τελευτ. επίσκεψη: 25.9.2022).
Γρομπανοπούλου, Ελένη, «Το Μελόδραμα και τα ιδεολογικά του χαρακτηριστικά», www.culturebook.gr, 16.2.2022. (https://www.culturebook.gr/meletes-dokimia/to-melodrama-kai-ta-ideologika-tou-charaktiristika-tis-elenis-grobanopoulou.html, τελευτ. επίσκεψη: 30.9.2022).
Μπασκόζος, Γιάννης, «Ιστορικό μυθιστόρημα», εφ. Το Βήμα, 14.12.2012. (https://www.tovima.gr/2012/10/14/opinions/istoriko-mythistorima-2, τελευτ. επίσκεψη: 26.9.2022).
Περαντωνάκης, Γεώργιος, «Θυμάται η σύγχρονη πεζογραφία μας το ’22», 1922-2022: Η συμμετοχή των Μικρασιατών προσφύγων στην εξέλιξη της σύγχρονης Ελλάδας, Επιστημονικό Συμπόσιο της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), 3 Μαρτίου 2022 (https://www.blod.gr/lectures/thymatai-i-syghroni-pezografia-mas-to-22, τελευτ. επίσκεψη: 20.9.2022).