.
Από την σκηνή στην οθόνη: «Σμύρνη μου αγαπημένη», μεταφερόμενη μνήμη και το πληθυντικό παρόν της
Καθώς έγραφα αυτό το δοκίμιο, ήρθε στο μυαλό μου η ανάμνηση της δικής μου πρώτης γνωριμίας με τον ελληνικό κινηματογράφο. Περιέργως αυτή η πρώτη γνωριμία δεν έγινε μέσω οθόνης, αλλά με μια ιστορία. Το καλοκαίρι του 2006 επισκέφθηκα για πρώτη φορά την Ελλάδα για να παρακολουθήσω μαθήματα ελληνικής γλώσσας – μια γλώσσα που είχα ξεκινήσει να μαθαίνω μόλις δέκα μήνες πριν. Ο Έλληνας οικοδεσπότης μου, ο οποίος γενναιόδωρα μου άνοιξε το σπίτι του, ήταν εντελώς συνεπαρμένος με μια ταινία που είχε βγει τρία χρόνια πριν – το καταξιωμένο δράμα του Τάσου Μπουλμέτη, Πολίτικη Κουζίνα. Τώρα πλέον δεν θυμάμαι πώς ακριβώς ήρθε στη συζήτηση αυτή η ταινία, αλλά αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι πολύ πριν καταφέρω να τη δω, ήξερα ήδη την ιστορία του μικρού Φάνη και του μαγικού κόσμου του που ήταν γεμάτος γεύσεις, αρώματα, αστέρια και ζωηρή φαντασία, καθώς και τον σπαρακτικό ξεριζωμό του από το σπίτι των παιδικών του χρόνων στην Κωνσταντινούπολη. Όταν, έξι εβδομάδες αργότερα, επέστρεφα από την Ελλάδα, είχα στην τσάντα μου, ως ενθύμιο εκείνης της γνωριμίας, το cd με το soundtrack της ταινίας και το σενάριο για μια άλλη ταινία που ο οικοδεσπότης μου είχε γράψει εμπνευσμένος από το έργο του Μπουλμέτη.
Η στιγμή εκείνη, όπως τη θυμάμαι σήμερα, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της συγκινησιακής δύναμης που έχουν οι μνήμες των λεγόμενων χαμένων πατρίδων στη σύγχρονη Ελλάδα. Μπορούν πολύ εύκολα να επαναφέρουν έναν χείμαρρο από εμπειρίες και να δώσουν το έναυσμα για περαιτέρω δημιουργική ενασχόληση κατά την οποία ιστορίες του παρελθόντος γίνονται αντικείμενο αναδιήγησης για να μην ξεχαστούν, σχηματίζοντας δεσμούς μεταξύ αυτών που συμμετέχουν σε αυτή την ανάκληση. Αποτελεί επίσης παράδειγμα του γεγονότος ότι όχι μόνο ιστορίες, αλλά και γεύσεις, κινήσεις και μουσικές λειτουργούν ως ‘δοχεία’ με μνήμες από την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και τον Πόντο, μνήμες οι οποίες διατηρούνται στη σημερινή Ελλάδα.
Σήμερα, η μνήμη της Μικράς Ασίας είναι αναμφισβήτητα ένα ορόσημο της νεοελληνικής ιστορίας. Κι όμως, οι τρόποι με τους οποίους μνημονεύονται αυτά τα γεγονότα δεν ήταν πάντα οι ίδιοι, καθώς ανασχηματίζονταν ανάλογα με τις ανάγκες αυτών που τα μνημονεύουν κατά τη διάρκεια αυτών των εκατό χρόνων. Στο πρόσφατο βιβλίο της, Humanism in Ruins, η ιστορικός Asli Igsiz χρησιμοποίησε με παραγωγικό τρόπο την έννοια του παλίμψηστου για να μιλήσει για την κληρονομιά που άφησαν οι ανταλλαγές πληθυσμών στην Τουρκία. Κάθε φορά που ανακαλούμε την ιστορία, αναδύονται και εγγραφές από διαφορετικές μορφές του παρόντος συγκριτικά με τη στιγμή που αυτή η ιστορία είχε ανακληθεί, και ξεδιπλώνονται όπως ένα παλίμψηστο.
Ποιες είναι αυτές οι διαφορετικές μορφές του παρόντος που εγγράφονται η μία επί της άλλης στις επετειακές εκδηλώσεις του 1922 το 2022; Μόλις πριν έναν χρόνο, η Ελλάδα γιόρτασε τα διακόσια χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, μιαν επέτειο που σημαδεύτηκε από επιδείξεις εθνικής υπερηφάνειας καθώς και από προσεκτικές απόπειρες να επαναπροσδιοριστεί η ελληνική εθνική ταυτότητα προς ένα πιο συμπεριληπτικό μέλλον. Αναπόφευκτα επομένως, οι εκδηλώσεις μνήμης για το 1922 είναι εγγεγραμμένες στο παλίμψηστο των εορτασμών για το 1821, άρρηκτα συνδεδεμένες με τις αντιλήψεις περί ελληνικής εθνικής ταυτότητας στη σημερινή Ελλάδα. Κρίνοντας από τις περσινές εκδηλώσεις, αναμένουμε ένα κάποιο εθνικό κιτς. Υπάρχουν όμως ήδη και πολλές προσπάθειες προς μια διαφορετική κατεύθυνση.
Η ταινία Σμύρνη μου αγαπημένη είναι από τα πρώτα επετειακά έργα που δίνουν τον τόνο. Βγήκε στους κινηματογράφους τον Δεκέμβριο του 2021 και είναι η ακριβότερη παραγωγή στην ιστορία του ελληνικού σινεμά. Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό έργο της Μιμής Ντενίση και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο σε συνεργασία με τον Martin Sherman. Ο σκηνοθέτης της ταινίας Γρηγόρης Καραντινάκης φέρνει στο έργο την πολύχρονη εμπειρία του στη σκηνοθεσία ιστορικών ταινιών και τηλεοπτικών ντοκυμαντέρ, συμπεριλαμβανομένου και ενός πρόσφατου ντοκυμαντέρ για το 1821.
Από τον Οκτώβριο του 2014 που το θεατρικό έργο Σμύρνη μου αγαπημένη ανέβηκε πρώτη φορά, το είδαν πάνω από 600.000 θεατές, κυρίως στην Αθήνα, αλλά και στη Θεσσαλονίκη και στην Κύπρο (με το σίκουελ Κι από Σμύρνη…Σαλονίκη να ακολουθεί δύο χρόνια αργότερα). Ήταν ένα αληθινό υπερθέαμα, γεμάτο χρώματα, μουσική και συναίσθημα, που συγκινούσε βαθιά το κοινό σε κάθε παράσταση. Στο βιβλίο μου, Memories of Asia Minor in Contemporary Greek Culture, αναλύω λεπτομερώς το συγκεκριμένο θεατρικό έργο. Έτσι, με το βιβλίο να έχει μόλις κυκλοφορήσει, είχα μεγάλη περιέργεια να δω πώς είχε μεταφερθεί το έργο από τη σκηνή στην οθόνη.
Όταν το θεατρικό έργο Σμύρνη μου αγαπημένη έκανε πρεμιέρα τον Οκτώβριο του 2014, το άμεσο παρόν που επρόκειτο πολύ γρήγορα να εγγραφεί στο παλίμψηστο της μνήμης του 1922 ήταν η λεγόμενη προσφυγική κρίση που εξελισσόταν στην Ελλάδα το 2015. Τη δεύτερη φορά που πήγα να δω την παράσταση, τον Μάιο του 2015, ο απόηχος αυτής της σύγχρονης κρίσης ήταν παντού και οι παραλληλισμοί μεταξύ παρελθόντος και παρόντος ήταν εμφανείς στο κοινό. Η ταινία ανταποκρίθηκε στην αναγκαιότητα εκείνου του παρόντος τοποθετώντας την αρχή της ιστορίας στο νησί της Λέσβου, με οικείες εικόνες από λέμβους φορτωμένες κόσμο να φτάνουν στις ακτές. Η γιαγιά Φιλιώ Williams (στον ρόλο της η Jane Lapotaire), συνοδευόμενη από την εγγονή της, έχει έρθει από τις ΗΠΑ για να βοηθήσει τους σημερινούς πρόσφυγες, παρακινημένη από αναμνήσεις της δικής της οικογένειας που είχαν φτάσει στη Λέσβο ως πρόσφυγες από τη Σμύρνη πριν από έναν αιώνα. ‘Οι Έλληνες τους φέρθηκαν καλά’, δηλώνει η Φιλιώ στην αρχική σκηνή. Και παρ’ όλο που αυτή η δήλωση σε πολλές περιπτώσεις δεν επαληθεύεται, όπως πολλές ιστορικές μαρτυρίες αποκαλύπτουν, νιώθει ότι είναι τώρα η σειρά της να ανταποκριθεί στον πόνο των άλλων.
Η ταινία Σμύρνη μου αγαπημένη αφηγείται με πολλούς τρόπους μια ιστορία οικεία στο ελληνικό κοινό, που έχει αποτελέσει πολλές φορές αντικείμενο αναδιήγησης στη λογοτεχνία, στον κινηματογράφο και σε μαρτυρίες κατά τον περασμένο αιώνα. Όπως ακριβώς και στο θεατρικό έργο, η υπόθεση της ταινίας ξεκινάει από το 1916, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η ελληνική κοινωνία ήταν διχασμένη ως προς το αν θα έπρεπε να συμμετάσχει στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων (το οποίο τελικά και έκανε) ή αν θα έπρεπε να παραμείνει ουδέτερη, ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία, σε συνεργασία με τη Γερμανία, πολεμούσε στο αντίπαλο στρατόπεδο. Η ταινία ακολουθεί τα γεγονότα στον απόηχο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου: τα ελληνικά πλοία που φτάνουν στο λιμάνι της Σμύρνης, τη Μικρασιατική εκστρατεία και την καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Διαφορετικές χρονικές στιγμές γίνονται διακριτές μέσα από τη χρήση εφέ παλιού κινηματογραφικού φιλμ: η πανοραμική βόλτα μέσα στην πόλη της Σμύρνης, οι βραδιές στην όπερα, οι ξένοιαστες καλοκαιρινές μέρες στην εξοχή, οι ελληνικές σημαίες που ανεμίζουν στην υποδοχή του ελληνικού ναυτικού στο λιμάνι, τα στιγμιότυπα από το μέτωπο του πολέμου. Ενώ στο θεατρικό έργο υπήρχε ζωντανή αναπαράσταση πολλών φωτογραφιών αρχείου, στην ταινία οι φωτογραφίες είναι συνυφασμένες μέσα στην ίδια της την δομή και ζωντανεύουν από τους χαρακτήρες.
Η ιστορία της ευημερίας και της μετέπειτα καταστροφής της Σμύρνης εκτυλίσσεται μέσα από τη ζωή μιας εύπορης σμυρναίικης οικογένειας, της οικογένειας Μπαλτατζή. Την ίδια στιγμή, στον μικρόκοσμο της οικογένειας αντανακλάται ολόκληρη η κοινωνία της Σμύρνης. Η ελληνική οικογένεια διχάζεται ανάμεσα σε αυτούς που υποστηρίζουν την ένωση με την Ελλάδα και σε αυτούς που θέλουν τη Σμύρνη αυτόνομη, ενώ στην καθημερινή τους ζωή αναμειγνύονται και συνυπάρχουν με Τούρκους, Αρμένιους και Λεβαντίνους. Όμως, καθώς διαφορετικοί χαρακτήρες σε όλη την ταινία προσδιορίζουν διαρκώς την Σμύρνη ως ελληνική πόλη («Δική μας είναι αυτή η χώρα»), κατακερματίζουν τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της σε προσεκτικά διατηρημένες ιεραρχίες.
Το δυνατό καστ της ταινίας έχει ως αποτέλεσμα ένα απολαυστικό θέαμα. Η Μιμή Ντενίση έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο ως Φιλιώ Μπαλτατζή: η αφήγηση των γεγονότων γίνεται από τη δική της οπτική, όπως έχουν καταγραφεί σε έναν παλιό ‘βιβλίο συνταγών’ όπου στην πραγματικότητα καταγράφει τα γεγονότα της επικαιρότητας. Ο Burak Hakki είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό από δημοφιλείς τούρκικες τηλεοπτικές σειρές, μεταξύ των οποίων και το Dudaktan Kalbe (γνωστό στην Ελλάδα με τον τίτλο Κισμέτ). Ενσαρκώνει τον Halil, ο οποίος έχει μεγαλώσει μαζί με τη Φιλιώ στο οικογενειακό τους κτήμα και δεν κρύβει τα αισθήματά του για αυτήν. Όμως λόγω διαφορετικής εθνικότητας και κοινωνικής τάξης εργάζεται ως σωφέρ της οικογένειας. Στον ρόλο της οικονόμου Ευταλίας είναι η Ντίνα Μιχαηλίδου, η οποία είχε εμφανιστεί και παλαιότερα στην Πολίτικη Κουζίνα. Ο Χρήστος Στέργιογλου, γνωστός για τον ρόλο του πατέρα που είχε στον διάσημο Κυνόδοντα του Γιώργου Λάνθιμου, πρωταγωνιστεί στον ρόλο του Αριστείδη Στεργιάδη, ύπατου αρμοστή της Σμύρνης. Η τρυφερή ερμηνεία του 95χρονου Γιάννη Βογιατζή στον ρόλο του Πολύκαρπου, πατέρα της Φιλιώς, η πνευματώδης και αρχοντική Susan Hampshire ως λαίδη Whittall, ο Rupert Graves ως George Horton, Αμερικανός Γενικός Πρόξενος στη Σμύρνη, συμβάλλουν στο θέαμα.
Βέβαια, όπως δηλώνει και ο τίτλος, Σμύρνη μου αγαπημένη, η Σμύρνη έχει τον κυρίαρχο πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία. Και πράγματι προσφέρει στους θεατές μια εντυπωσιακή αναπαράσταση της πόλης: η πρώτη σκηνή της περιπλάνησης στις διάφορες συνοικίες της Σμύρνης, όπου ακούγονται διαφορετικές γλώσσες· οι βόλτες στη διάσημη προκυμαία της Σμύρνης (που γυρίστηκε στο σύγχρονο Φάληρο, στην Αθήνα)· οι σκηνές που λένε τον καφέ και που αποτελούν προάγγελo της τύχης που περιμένει τη Σμύρνη· η σκηνή που το νυφικό βυθίζεται στη θάλασσα στο τέλος της ταινίας, όλα αυτά είναι κάποιες μόνο από τις ζωηρές εικόνες που αφηγούνται την ευημερία και τη μετέπειτα τραγωδία που βρήκε την πόλη αυτή.
Το θεατρικό έργο περιλάμβανε πολλά τραγούδια που ερμηνεύονταν ζωντανά στη σκηνή κατά τη διάρκεια της παράστασης. Η ταινία Σμύρνη μου αγαπημένη είναι και αυτή γεμάτη τραγούδια που κουβαλάνε το συγκινησιακό φορτίο της μικρασιατικής μνήμης στη σημερινή Ελλάδα («το «Rambi rambi», το τούρκικο τραγούδι, το λέγαμε σε κάθε οικογενειακό γάμο που θυμάμαι», μου είπε μια φίλη αφότου είδαμε μαζί την ταινία. Ενώ ένας άλλος φίλος είχε τόσο συγκινηθεί από τη μουσική της ταινίας, που την επομένη μου έστειλε να ακούσω πολλά από τα αγαπημένα του σμυρναίικα τραγούδια).
Είναι επίσης γεμάτη πόνο: οι ρεαλιστικές σκηνές που αναπαριστούν τον πόλεμο είναι φρικτές και βίαιες και προκαλούν τα συναισθήματα των θεατών χωρίς όμως να ρέπουν προς τον υπερβολικό μελοδραματισμό.
Παρ’ όλο που αναδιηγείται μια οικεία ιστορία, το Σμύρνη μου αγαπημένη εγείρει επίσης σημαντικά ερωτήματα. Πώς βίωσαν τον πόλεμο οι διαφορετικές γενιές και εθνικές κοινότητες; Τι είδους δεσμοί έχουν καλλιεργηθεί μεταξύ γενεών στη μνήμη αυτού του γεγονότος; Τι ρόλο παίζουν οι μικρασιατικές μνήμες στην εθνική ιστορία της Ελλάδας και πώς συμμετέχουμε εμείς ως άτομα; Παρ’ όλο που η ταινία αναπαριστά κάποια από τα γνωστότερα επεισόδια της νεοελληνικής ιστορίας, προκαλεί και την ανάκληση περαιτέρω γεγονότων. Πιο συγκεκριμένα, μέσα από την καταστροφή της Σμύρνης, ξεδιπλώνεται την ίδια χρονική στιγμή και ένα άλλο συμβάν το οποίο έχει αποτυπωθεί ως καταστροφικό, αυτό του διχασμού μεταξύ των Ελλήνων, ο λεγόμενος εθνικός διχασμός, τα σημάδια του οποίου είναι ορατά μέχρι και σήμερα.
«Τι μας κάνει να θέλουμε να ξαναζήσουμε την ίδια ιστορία, ξανά και ξανά;» με ρώτησε η φίλη μου αφού είδαμε μαζί την ταινία. «Και τι μαθαίνουμε από αυτό το παρελθόν;». Η μνήμη διατηρείται και τρέφεται μέσα από αναδιηγήσεις ιστοριών και τις συζητήσεις που δημιουργούν, ενώ τα συναισθήματα σφραγίζουν τη μνήμη και καλλιεργούν τους συγκινησιακούς δεσμούς μεταξύ των μελών της κοινότητας που μοιράζεται αυτές τις ιστορίες. Συνήθως δεν διηγούμαστε απλώς οποιεσδήποτε ιστορίες, αλλά ιστορίες που θεωρούμε σημαντικό να μοιραστούμε: αυτές οι ιστορίες πρέπει να συμβαδίζουν με τις προσδοκίες των ακροατών, με τα πιστεύω τους και τις ελπίδες τους για το μέλλον.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία φιλτραρίσματος των ιστοριών, η λήθη αναμφισβήτητα κατέχει κεντρική θέση στην πρακτική συγκρότησης μνήμης: οι ιστορίες που δεν ταιριάζουν με τα πολιτισμικά μνημονικά πλαίσια δεν γίνονται αντικείμενα αναδιηγήσεων και επομένως είναι καταδικασμένες να ξεχαστούν. Στην περίπτωση της μνήμης του ελληνοτουρκικού πολέμου, ο πόνος που βίωσαν οι μουσουλμάνοι που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους στον ελληνικό χώρο μετά τις ανταλλαγές, η χλιαρή υποδοχή που έλαβαν οι Έλληνες πρόσφυγες κατά την άφιξή τους στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1920, η προκατάληψη και οι διακρίσεις εναντίον όλων όσων η μητρική γλώσσα ήταν η τούρκικη και όχι η ελληνική, είναι κάποιες από αυτές τις συχνά λησμονημένες ιστορίες.
Την ίδια στιγμή, μνήμες που γίνονται αντικείμενα αφηγήσεων και αναδιηγήσεων, συμπυκνωμένες και συνδεδεμένες με συγκεκριμένα σημαίνοντα, μεταφέρονται εύκολα – ταξιδεύουν στον χρόνο, στις καταστάσεις και στις γενιές – και αποτελούν εργαλεία κατασκευής της θέσης του ατόμου στην ιστορία και μέσα μελλοντικής μαρτυρίας. Τι μπορούμε να μάθουμε από ένα τέτοιο παρελθόν; Όσο περισσότερο ασχολούμαι με των τομέα πολιτισμικής μνήμης, τόσο περισσότερο πείθομαι ότι δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Δεν υπάρχει ακριβής ταύτιση μεταξύ του «ήμουν κάποτε πρόσφυγας» και επομένως «είμαι αλληλέγγυος προς τους σημερινούς πρόσφυγες». Κι όμως, μέσα από την επιστροφή στο παρελθόν, μέσα από την ενεργό ενασχόληση με το τι σημαίνει η ανάκληση αυτού του παρελθόντος σήμερα, μέσα από τη συνειδητοποίηση ότι, ενώ θυμόμαστε κάποια πράγματα, την ίδια στιγμή πολλά άλλα ξεχνιούνται, μέσα από ερωτήσεις που καταργούν γραμμικές αφηγήσεις αιτιότητας και αποκαλύπτουν διαφορετικά σενάρια μέλλοντος που θα μπορούσαν να είχαν γίνει πραγματικότητα – ακόμη και αν δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ – μπορεί όντως να μάθουμε κάτι. Και όπως ακούστηκε σε ένα ντοκυμαντέρ (Three minutes: A Lengthening, σκηνοθεσία Bianca Stigter, 2021), με αυτόν τον τρόπο μπορεί να καταφέρουμε να παρατείνουμε τον χρόνο αυτών που οι ζωές τους σταμάτησαν απότομα σε μια καταστροφή.
Όταν πρωτοείδα την ταινία Σμύρνη μου αγαπημένη τον Ιανουάριο του 2022, το άμεσο παρόν που την περικύκλωνε ήταν η πανδημία του COVID-19, η οποία μετέτρεψε τα τελευταία δύο χρόνια σε μια παράξενα μετέωρη περίοδο. Για πολλούς, ο καιρός της πανδημίας μετέτρεψε αναμνήσεις σε ένα είδος σκαλωσιάς, για να διατηρούνται οι δομές της καθημερινής μας ζωής ενώ σχέδια, ρουτίνες και παλιές συνήθειες δεν γινόταν πλέον να διατηρηθούν καθώς ο κόσμος ολόκληρος είχε συρρικνωθεί μέσα σε τέσσερεις τοίχους. Όταν πλέον ολοκλήρωνα αυτό το δοκίμιο, ο πόλεμος στην Ουκρανία είχε μετατρέψει την επέτειο της καταστροφής σε ένα ολέθριο παρόν. Εργαλεία από διαφορετικά παρελθόντα επανήλθαν γρήγορα για να δοκιμαστούν και να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε αυτό το παρόν. «Αυτός είναι πάνω απ’ όλα ένας εμφύλιος πόλεμος», μου είπε μια κυρία από τη Βόρεια Ιρλανδία τις πρώτες μέρες του πολέμου. «Είναι αποκαρδιωτικό να βλέπεις έναν πόλεμο στην Ευρώπη, σε μια δημοκρατική χώρα», απάντησε μια Αμερικανίδα κυρία. «Το ΝΑΤΟ φταίει για όλα αυτά», είπε ένας Έλληνας συνάδελφος. «Διάβασα τις οδηγίες αντιμετώπισης έκτακτης ανάγκης και κατάφερα να ηρεμήσω»: για πολλούς Λιθουανούς που φοβούνται ότι ο πόλεμος θα χτυπήσει σύντομα την πόρτα τους αυτός ήταν ένας μηχανισμός διαχείρισης της κατάστασης. «Σταμάτα να διαδίδεις την προπαγάνδα του Πούτιν!» με κατηγόρησε μία άλλη Λιθουανή όταν παρατήρησα ότι, παρά τη συγκινητική και αλληλέγγυα υποδοχή Ουκρανών προσφύγων, οι φυλετικές ιεραρχίες που ταυτόχρονα έγιναν αντιληπτές σχετικά με τον κατηγοριοποίηση του ποιος είναι πρόσφυγας και ποιος είναι λαθρομετανάστης είναι οδυνηρές. Όμως όταν κανείς βρίσκεται σε κατάσταση επαγρύπνησης για έναν επερχόμενο κίνδυνο, οτιδήποτε δεν ακολουθεί την επίσημη γραμμή πρέπει να απορριφθεί ως εχθρική προπαγάνδα. Και έπειτα, ένα νέο από την Ουκρανία έφτασε επιτέλους στα εισερχόμενά μου: «Σήμερα είμαστε ασφαλείς». Η λέξη «σήμερα» στάθηκε στη σκέψη μου για πολλή, πάρα πολλή ώρα, καθώς συνειδητοποιούσα πόσο εύθραυστος είναι στ’ αλήθεια ο χρόνος.
Καθώς το παρόν του πολέμου εγγράφεται στο παλίμψηστο της επετείου του 1922, ελπίζω πως, αναδιηγούμενοι την ιστορία της καταστροφής της Σμύρνης, θα έχουμε ακόμη περισσότερες ευκαιρίες να αναρωτηθούμε αυτό που ρώτησαν εμένα όταν παρακολούθησα την ταινία Σμύρνη μου αγαπημένη: «Τι μας λέει σήμερα η ιστορία της Σμύρνης;». Με κάθε απάντηση, αναλαμβάνουμε την ευθύνη, όχι μόνο για το παρελθόν, αλλά και για το μέλλον. Εκατό χρόνια μετά το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου, είναι αναμφισβήτητα μια στιγμή-ορόσημο για την νεοελληνική ιστορία. Ας ελπίσουμε πως οι φετινές επετειακές εκδηλώσεις θα μας οδηγήσουν και σε απροσδόκητες αλλά και ελπιδοφόρες συνδέσεις πολλαπλών κατευθύνσεων που επεκτείνονται πέρα από τα σύνορα της Ελλάδας.