Αφήγηση και πολιτισμική μνήμη: Κ. Πολίτη, «Στου Χατζηφράγκου, «Πάροδος» και Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Έξοδος», τ. Α΄

Μαρτυρίες από τις επαρχίες των Δυτικών Παραλίων της Μικρασίας. Μια συνανάγνωση

Αφήγηση και πολιτισμική μνήμη:  Κ. Πολίτη, «Στου Χατζηφράγκου, «Πάροδος» και  Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Έξοδος», τ. Α΄



Παρα­τη­ρεί η Έρη Σταυ­ρο­πού­λου, συ­νο­ψί­ζο­ντας και θέ­σεις πα­λιό­τε­ρων ερευ­νη­τών, στο κα­τα­στα­τι­κό δο­κί­μιό της: «Η πα­ρου­σία της Μι­κρα­σια­τι­κής Κα­τα­στρο­φής στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή πε­ζο­γρα­φία (συ­νέ­χειες, ασυ­νέ­χειες, ρή­ξεις)»,[1] πως η αφη­γη­μα­τι­κή πα­ρα­γω­γή που ανα­πα­ρι­στά τη ζωή των ελ­λη­νι­κών κοι­νο­τή­των στη Μι­κρά Ασία πριν, όσο και κα­τά, την Κα­τα­στρο­φή του 1922, ανα­πτύσ­σε­ται σε τρεις θε­μα­τι­κές πε­ριο­χές: στην πε­ριο­χή που εστιά­ζει στην ανα­πα­ρά­στα­ση της ευ­τυ­χι­σμέ­νης ζω­ής στη Mι­κρά Aσία πριν από την Κα­τα­στρο­φή (πα­ρά­δειγ­μα: Ηλί­ας Βε­νέ­ζης, Αιο­λι­κή Γη, 1943· Κο­σμάς Πο­λί­της, Στου Χα­τζη­φρά­γκου, 1962)· στην πε­ριο­χή που εστιά­ζει στην πε­ρι­γρα­φή των πο­λε­μι­κών γε­γο­νό­των στη Μι­κρά Ασία από την απο­βί­βα­ση του ελ­λη­νι­κού στρα­τού έως την υπο­χώ­ρη­ση και την κα­τα­στρο­φή (πα­ρά­δειγ­μα: Ηλί­ας Βε­νέ­ζης, Το Νού­με­ρο 31328, 1931)· στην πε­ριο­χή που εστιά­ζει στην με­τα­γε­νέ­στε­ρη δια­δι­κα­σία με­τοι­κε­σί­ας, και κοι­νω­νι­κής έντα­ξης των μι­κρα­σια­τών προ­σφύ­γων στον ελ­λα­δι­κό χώ­ρο με­τά την Κα­τα­στρο­φή (πα­ρά­δειγ­μα: Ηλί­ας Βε­νέ­ζης, Γα­λή­νη, 1939).

Η ορι­στι­κή απώ­λεια της πα­τρί­δας, της πε­ριου­σί­ας, των αγα­πη­μέ­νων προ­σώ­πων, συ­νε­τέ­λε­σε στο να εξι­δα­νι­κευ­τεί, σε αυ­τό το σώ­μα κει­μέ­νων, ο τό­πος ζω­ής πριν από την Κα­τα­στρο­φή σε Γη της Επαγ­γε­λί­ας: πρό­κει­ται για ένα πρώ­το εί­δος με­τά­πλα­σης της ιστο­ρι­κής ύλης σε δη­μό­σια μνή­μη, που πρω­τί­στως κοι­νο­ποιεί και μνη­μειώ­νει το τραυ­μα­τι­κό γε­γο­νός, δευ­τε­ρευό­ντως δε, δυ­νη­τι­κά, επου­λώ­νει τις πλη­γές που άνοι­ξε το τραυ­μα­τι­κό γε­γο­νός.[2] Για τον λό­γο αυ­τό, σύμ­φω­να με την Έρη Σταυ­ρο­πού­λου, αρ­κε­τές με­λέ­τες για το εί­δος εστιά­ζουν στη χρή­ση του ως πη­γής ιστο­ρι­κής πλη­ρο­φο­ρί­ας (ανα­φέ­ρει εν­δει­κτι­κά τη με­λέ­τη της Τ. Κα­φε­τζά­κη, Προ­σφυ­γιά και λο­γο­τε­χνία, 2003), χω­ρίς να εμ­βα­θύ­νουν πά­ντα στο ζή­τη­μα των ρη­το­ρι­κών τρό­πων με­τά­πλα­σης του ιστο­ρι­κού υλι­κού σε δη­μό­σια μνή­μη, με προ­τά­σεις οι οποί­ες να υπερ­βαί­νουν το αυ­το­νό­η­το, για την πε­ζο­γρα­φία, σχή­μα της αντα­νά­κλα­σης του έξω κό­σμου μέ­σα στο έρ­γο.

Στο πα­ρόν κεί­με­νο, ορ­μώ­με­νη από τις επι­ση­μάν­σεις της Σταυ­ρο­πού­λου, προ­σεγ­γί­ζω, ανα­λυ­τι­κό­τε­ρα, το ζή­τη­μα των ρη­το­ρι­κών τρό­πων απο­τύ­πω­σης της δια­δι­κα­σί­ας κρυ­στάλ­λω­σης της μνή­μης του τραυ­μα­τι­κού γε­γο­νό­τος, στη σχε­τι­κή πε­ζο­γρα­φι­κή πα­ρα­γω­γή. Σε πα­ραλ­λη­λία, σχο­λιά­ζω τους τρό­πους με τους οποί­ους κοι­νο­ποιεί­ται η ανά­μνη­ση, με­τα­τρε­πό­με­νη σε δη­μό­σια μνή­μη, στις αυ­θε­ντι­κές προ­φο­ρι­κές/γρα­πτές μαρ­τυ­ρί­ες των προ­σφύ­γων της Κα­τα­στρο­φής, όπως αυ­τές από­κει­νται στο Αρ­χείο Προ­φο­ρι­κής Πα­ρά­δο­σης (ΑΠΠ), του Κέ­ντρου Μι­κρα­σια­τι­κών Σπου­δών στην Αθή­να. Επι­διώ­κω να δεί­ξω τις, τε­λι­κώς όχι τό­σο απο­κλί­νου­σες, τε­χνι­κές απο­τύ­πω­σης της λει­τουρ­γί­ας της μνή­μης στα δύο σώ­μα­τα κει­μέ­νων, ιδί­ως όσον αφο­ρά στο τε­λι­κό στά­διο της δη­μο­σιο­ποί­η­σής τους. Πα­ρα­δειγ­μα­τι­κό έρ­γο από την πλευ­ρά της λο­γο­τε­χνί­ας για τη ζή­τη­σή μου, το μυ­θι­στό­ρη­μα της εφη­βεί­ας Στου Χα­τζη­φρά­γκου (1962), που ο Κο­σμάς Πο­λί­της συ­νέ­θε­σε όταν ήταν ήδη 74 ετών.[3] Πα­ρα­δειγ­μα­τι­κό έρ­γο από την πλευ­ρά της «μαρ­τυ­ρί­ας», ο 1ος τό­μος του πο­λύ­το­μου έρ­γου, Η Έξο­δος (11980) του Κέ­ντρου Μι­κρα­σια­τι­κών Σπου­δών, που συ­γκε­ντρώ­νει και κοι­νο­ποιεί μαρ­τυ­ρί­ες των Ρω­μιών προ­σφύ­γων από τα δυ­τι­κά πα­ρά­λια της Μι­κράς Ασί­ας και τη Σμύρ­νη, την πε­ρί­ο­δο που εκτυ­λίσ­σε­ται το μεί­ζον τραυ­μα­τι­κό γε­γο­νός.[4]

Ξε­κι­νώ από το μυ­θι­στό­ρη­μα Στου Χα­τζη­φρά­γκου. Το έρ­γο εκτυ­λίσ­σε­ται το 1902-03. Κύ­ρια πρό­σω­πά του: τα παι­διά της ρω­μέι­κης φτω­χο­γει­το­νιάς του Χα­τζη­φρά­γκου. Πρω­τα­γω­νι­στές, στην πα­ρέα των παι­διών: ο Αρί­στος Μαυ­ρέ­ας, μα­θη­τής άρι­στος και ευαί­σθη­τος, κι ο Σταυ­ρά­κης του Αμα­να­τζή, κα­κός μα­θη­τής που περ­νά δύ­σκο­λα στη φτω­χή, δυ­σλει­τουρ­γι­κή οι­κο­γέ­νειά του. Ξε­χω­ρί­ζουν επί­σης ο δε­κα­ο­κτά­χρο­νος Πα­ντε­λής, που ερω­τεύ­ε­ται την Εβραία σιό­ρα Φιό­ρα· ο Ζα­χα­ρί­ας Σι­μω­νάς, σύ­ζυ­γος της σιό­ρας Φιό­ρας· ο πα­πα-Νι­κό­λας, πνεύ­μα ανή­συ­χο με μόρ­φω­ση, καλ­λιέρ­γεια και πνευ­μα­τι­κές ανα­ζη­τή­σεις πο­λύ ευ­ρύ­τε­ρες του μέ­σου κλή­ρου. Τέ­λος, ο Για­κου­μής, που ερω­τεύ­ε­ται το Κα­τε­ρι­νά­κι, την πα­ντρεύ­ε­ται, και τη χά­νει στην πυρ­κα­γιά της Σμύρ­νης το ‘22, για να κα­τα­λή­ξει πρό­σφυ­γας στην Ατ­τι­κή.

Χα­λα­ρός άξο­νας του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος η φι­λία του Αρί­στου με τον Σταυ­ρά­κη. Ο πρώ­τος δεί­χνει οί­κτο και αγά­πη για το δεύ­τε­ρο. Όμως ο Σταυ­ρά­κης ζει κα­θη­με­ρι­νά δρά­μα­τα στην οι­κο­γέ­νειά του. Έτσι, ενώ συ­μπα­θεί τον Αρί­στο, η ζή­λεια του για την ήσυ­χη οι­κο­γε­νεια­κή του ζωή, θα τον οδη­γή­σει στον φό­νο του Αρί­στου και την αυ­το­κτο­νία του ίδιου. Μέ­σα σε δώ­δε­κα κε­φά­λαια γύ­ρω από την υπό­θε­ση αυ­τή, ο Πο­λί­της ξε­τυ­λί­γει μυ­θι­κές ιστο­ρί­ες για τη Σμύρ­νη, φτιαγ­μέ­νες από ανα­μνή­σεις, άλ­λο­τε εξω­ραϊ­σμέ­νες από την χρο­νι­κή από­στα­ση, άλ­λο­τε στο­χα­στι­κά κοι­ταγ­μέ­νες μες από το φα­κό της με­τα­γε­νέ­στε­ρης εμπει­ρί­ας.



Ο Κοσμάς Πολίτης
Ο Κοσμάς Πολίτης



Για τη δο­μή της μνή­μης που συ­νέ­χει το μυ­θι­στό­ρη­μα, έχει μι­λή­σει εκτε­τα­μέ­να ο τε­λευ­ταί­ος εκ­δό­της του, Peter Mackridge. Εξη­γεί:

Αφη­γη­τής Στου Χα­τζη­φρά­γκου εί­ναι, λοι­πόν, η ίδια η μνή­μη. Η πο­λι­τεία δεν υπάρ­χει πια πα­ρά μέ­σα από τη μνή­μη. Αλ­λά, η μνή­μη, κα­θώς κα­ταρ­γεί το χρό­νο, αγνο­εί τη χρο­νο­λο­γι­κή κα­τά­τα­ξη. Η μνή­μη πε­ρι­πλα­νά­ται ελεύ­θε­ρα, συ­χνά με τη βο­ή­θεια της φα­ντα­σί­ας και της επι­θυ­μί­ας. […] Η αφή­γη­ση της μνή­μης […] ακο­λου­θεί τη σει­ρά των συ­νειρ­μών.[5]

Έτσι, λοι­πόν, στην πε­ρί­φη­μη «Πά­ρο­δο», το δί­χως αρίθ­μη­ση κε­φά­λαιο που πα­ρεμ­βάλ­λε­ται με­τα­ξύ των κε­φα­λαί­ων 7 και 8 στο έρ­γο, μες από την αφή­γη­ση του Για­κου­μή, ο Πο­λί­της κά­νει ένα άλ­μα στο μέλ­λον, δί­νο­ντας τη μο­να­δι­κή πε­ρι­γρα­φή της ομορ­φιάς της Σμύρ­νης με τα τσερ­κέ­νια πριν από την κα­τα­στρο­φή («Εί­δες πο­τέ σου πο­λι­τεία να ση­κώ­νε­ται ψη­λά; Δε­μέ­νη από χι­λιά­δες σπάγ­γοι ν’ ανε­βαί­νει στα ου­ρά­νια; Έ, λοι­πόν, ού­τε εί­δες ού­τε θα μα­τα­δείς ένα τέ­τοιο θά­μα»),[6] αλ­λά και το τρα­γι­κό τέ­λος αυ­τής της ομορ­φιάς, με την πυρ­πό­λη­ση της πό­λης, τον Σε­πτέμ­βριο του 1922.

Εί­ναι ση­μα­ντι­κό να θυ­μη­θού­με ότι η κα­τα­γρα­φή (στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα: η εύ­ρε­ση) της ύλης, στο ση­μα­ντι­κό αυ­τό κε­φά­λαιο, προ­κύ­πτει μέ­σα από τη σύμ­βα­ση μιας προ­φο­ρι­κής συ­νέ­ντευ­ξης, που διε­ξά­γε­ται στα πε­ρί­χω­ρα της Αθή­νας, στο πα­ρόν της προ­σφυ­γιάς του Για­κου­μή, σα­ρά­ντα χρό­νια με­τά την Κα­τα­στρο­φή.[7] Πρό­κει­ται για μια συν­θή­κη, η οποία, εξ όσων γνω­ρί­ζω, δεν έχει τύ­χει αυ­τό­νο­μης ερ­μη­νευ­τι­κής προ­σο­χής.[8] Τη θε­ω­ρώ κρί­σι­μη. Ξε­κι­νά το κε­φά­λαιο: «Κα­λώς το­νε… Τι; Συγ­γρα­φέ­ας; Δη­λα­δή; Ά; γρά­φεις βι­βλία. Χά­ρη­κα πο­λύ. Τους έχω σε με­γά­λη υπό­λη­ψη αυ­τούς που γρά­φου­νε βι­βλία –μι­λάω σο­βα­ρά. Κά­τσε, λοι­πόν. Να, σ’ εκεί­νο το πε­ζού­λι, δεν πε­ρισ­σεύ­ει άλ­λη κα­ρέ­γλα...».[9] Πιο κά­τω, συ­στη­μα­τι­κά, και σε όλη την έκτα­σή του, οδη­γού­μα­στε να συ­να­γά­γου­με τις ερω­τή­σεις του ερευ­νη­τή-ερ­μη­νευ­τή, προς τον πλη­ρο­φο­ρη­τή του, τις οποί­ες και δεν ακού­με, από τις συ­νε­χι­ζό­με­νες ερω­τη­μα­τι­κές φρά­σεις με τις οποί­ες ανοί­γει η δια­πραγ­μά­τευ­ση κά­θε νέ­ου θέ­μα­τος της μνη­μο­νι­κής εξι­στό­ρη­σης: «Τι; Αν μου λεί­πει ο μπα­ξές μου; Για φα­ντά­σμα­τα τώ­ρα θα μι­λά­με; Να ο μπα­ξές μου: αυ­τός ο τε­νε­κές με το γε­ρά­νι κ’ η γλά­στρα με το βα­σι­λι­κό».[10] Και αμέ­σως πιο κά­τω:

Τι; Ά δε σου μι­λή­σω για κεί­νη την πο­λι­τεία, δε θα μπο­ρέ­σεις να γρά­ψεις το βι­βλίο σου; Και ήρ­θες επί­τη­δες σ’ εμέ­να κι όχι σε κά­ποιον άλ­λον απ’ ού­λο το συ­νοι­κι­σμό, για­τί έχεις ακου­στά το Για­κου­μή τον μπα­ξε­βά­νη; Λέ­γε το κι ας εί­ν’ και ψέμ­μα­τα. Μ’ έφε­ρες στο φι­λό­τι­μο. Κά­τσε, λοι­πόν. Θα σου μι­λή­σω για τα τσερ­κέ­νια.[11]

Σε όλη την έκτα­ση της «Πα­ρό­δου», επί­σης, οι μεί­ζο­νες παύ­σεις του πλη­ρο­φο­ρη­τή Για­κου­μή υπο­δει­κνύ­ο­νται με την φρά­ση: «Αυ­τά εί­χα να σου πω», ή την πα­ρα­πλή­σιά της: «Δεν έχω τί­πο­τ’ άλ­λο να σου πω», οι οποί­ες επα­να­λαμ­βά­νο­νται τρεις φο­ρές. Την πρώ­τη φο­ρά, με­τά τον υπαι­νιγ­μό για το θά­να­το της Κα­τε­ρί­νας, της γυ­ναί­κας του Για­κου­μή (σ. 140: «Δεν ξέ­ρω αν κα­τα­γί­νε­σαι με την κη­που­ρι­κή, μα πριν από της Αγί­ας Κα­τε­ρί­νας, δεν πιά­νουν οι γα­ρου­φα­λιές. Εγώ θα τη φυ­τέ­ψω ανή­με­ρα. Έχω το λό­γο μου»). Την δεύ­τε­ρη φο­ρά, με­τά την ολο­κλή­ρω­ση της θε­α­μα­τι­κής ει­κό­νας της ανυ­ψω­νό­με­νης από τους χαρ­τα­ε­τούς Σμύρ­νης (σ. 143: «Εί­τα­νε θά­μα να βλέ­πεις, ολά­κε­ρη την πο­λι­τεία ν’ ανε­βαί­νει στα ου­ρά­νια»). Την τρί­τη, ως προ­α­νά­κρου­σμα της πε­ρι­γρα­φής της Πυρ­κα­γιάς που έκα­ψε την πό­λη (σ. 143: «Για την κα­μπά­να και το ρά­σο που φτε­ρου­γί­σα­νε στον ου­ρα­νό; […] Μου ξέ­φυ­γε, και θά ‘θε­λα να στα­μα­τή­σω εδώ»), πε­ρι­γρα­φή που θα ολο­κλη­ρω­θεί λί­γες σε­λί­δες αρ­γό­τε­ρα. Πλαι­σιω­μέ­νες από τις συ­γκε­κρι­μέ­νες φρά­σεις, οι παύ­σεις αυ­τές υπο­δει­κνύ­ουν ότι, κα­τά την αντί­λη­ψη του Πο­λί­τη (όπως την ερ­μη­νεύω εγώ), η δια­πραγ­μά­τευ­ση κά­θε τραυ­μα­τι­κού γε­γο­νό­τος, για το υπο­κεί­με­νο, λαμ­βά­νει χώ­ρα αρ­χι­κά μες από την απο­σιώ­πη­σή του.

Πε­ρι­γρά­φε­ται, ακό­μα, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, στο μέ­σον πε­ρί­που αυ­τού του μνη­μο­νι­κού μο­νο­λό­γου, η δια­δι­κα­σία της δύ­σκο­λης εν­θύ­μη­σης ως εξής: «το θυ­μη­τι­κό μου εί­ναι μπα­ξές χορ­τα­ρια­σμέ­νος, τα μο­νο­πά­τια του πνιγ­μέ­να μες στην τσου­κνί­δα, και την αγριά­δα. Δύ­σκο­λα πια βρί­σκω το δρό­μο».[12] «Η ιδιαι­τε­ρό­τη­τα της προ­φο­ρι­κής μαρ­τυ­ρί­ας, συ­νί­στα­ται στην προ­φο­ρι­κό­τη­τα και στη δια­με­σο­λά­βη­σή της από τη μνή­μη», φαί­νε­ται να συμ­φω­νεί εδώ ο Κο­σμάς Πο­λί­της. «Δεν μπο­ρού­με, λοι­πόν, να ανα­λύ­σου­με τη μαρ­τυ­ρία, χω­ρίς να ανα­λύ­σου­με τη μνή­μη». Και η μνή­μη, σε αυ­τή την κω­δι­κο­ποι­η­μέ­νη ανά­λυ­ση που μας προ­σφέ­ρει ο Πο­λί­της, διά του στό­μα­τος του ήρωά του Για­κου­μή, «εί­ναι μια ενερ­γή δια­δι­κα­σία δη­μιουρ­γί­ας νοη­μά­των».[13] Έχει εν­δια­φέ­ρον, τέ­λος, να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με ότι ο μυ­θο­πλα­στι­κός πλη­ρο­φο­ρη­τής της «Πα­ρό­δου», ο «μπα­ξε­βά­νης» Για­κου­μής, ανα­ζη­τώ­ντας κα­τά τη δια­δι­κα­σία της συ­νέ­ντευ­ξης το «μο­νο­πά­τι» που θα τον οδη­γή­σει στον «μπα­ξέ» της μνή­μης, απη­χεί, ίσως όχι τό­σο τυ­χαία, τις τε­χνι­κές των ει­δι­κών της προ­φο­ρι­κής ιστο­ρί­ας, οι οποί­οι φέρ­νουν στην κου­βέ­ντα το «lightbulb event», το δη­μό­σιο γε­γο­νός ή αξιο­μνη­μό­νευ­το φυ­σι­κό φαι­νό­με­νο, που έχει ού­τως ή άλ­λως απο­τυ­πω­θεί στη συ­νεί­δη­ση του πλη­ρο­φο­ρη­τή, ως ερέ­θι­σμα, ως έναυ­σμα για το ξε­τύ­λιγ­μα της ιδιω­τι­κής μνή­μης του πλη­ρο­φο­ρη­τή, γύ­ρω από το ερευ­νώ­με­νο θέ­μα.[14]

Η «Πά­ρο­δος» του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος Στου Χα­τζη­φρά­γκου, με άλ­λα λό­για, εί­ναι ένα εξαι­ρε­τι­κά επε­ξερ­γα­σμέ­νο ημι-αυ­τό­νο­μο κε­φά­λαιο μέ­σα στο μυ­θι­στό­ρη­μα, το οποίο μπο­ρεί να δια­βα­στεί με δύο του­λά­χι­στον του­λά­χι­στον τρό­πους: κα­τ’ αρ­χάς θε­μα­τι­κά, ως δε­ξιο­τε­χνι­κή μυ­θο­πλα­στι­κή «κα­τα­γρα­φή» της «ανά­μνη­σης» της Κα­τα­στρο­φής, και, στη συ­νέ­χεια, σε δεύ­τε­ρο επί­πε­δο, ως συ­στη­μα­τι­κός ανα­στο­χα­σμός γύ­ρω από τη λει­τουρ­γία της μνή­μης που πα­ρά­γει την ανά­μνη­ση και την αφή­γη­ση, αλ­λά και ως πλη­ρο­φο­ρη­μέ­νος ανα­στο­χα­σμός γύ­ρω από τις τε­χνι­κές «εξό­ρυ­ξης» της μνή­μης. Η «Πά­ρο­δος» του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος Στου Χα­τζη­φρά­γκου δο­μεί­ται ως προ­φο­ρι­κή συ­νέ­ντευ­ξη, την οποία κα­τευ­θύ­νουν οι ερω­τή­σεις του ερευ­νη­τή, που δεν ακού­με, ενώ προ­φα­νώς (αφού μι­λού­με για «συγ­γρα­φέα») στη συ­νέ­χεια κα­τα­γρά­φε­ται. Πρό­κει­ται για μια κρί­σι­μη σκη­νο­θε­σία, που θα προ­σπα­θή­σω να ιστο­ρι­κο­ποι­ή­σω αμέ­σως.

Ας στρέ­ψου­με, τώ­ρα, τη συ­ζή­τη­ση στην άλ­λη πλευ­ρά του φά­σμα­τος, στο «Αρ­χείο Προ­φο­ρι­κής Πα­ρά­δο­σης» του Κέ­ντρου Μι­κρα­σια­τι­κών Σπου­δών, ένα εκτε­νέ­στα­το αρ­χείο προ­φο­ρι­κών-γρα­πτών μαρ­τυ­ριών της πε­ριό­δου που εκτεί­νε­ται από τα τέ­λη του 19ου αιώ­να (πε­ρί­ο­δο αρ­μο­νι­κής συ­νύ­παρ­ξης Μου­σουλ­μά­νων και μη - στη Μι­κρά Ασία) ως την Κα­τα­στρο­φή και την ανταλ­λα­γή του 1923, κι από εκεί ως την πε­ρί­ο­δο πρώ­της εγκα­τά­στα­σης των προ­σφύ­γων στην Ελ­λά­δα.[15] Εμπνεύ­στρια και πρώ­τη συ­νερ­γά­τρια του αρ­χεί­ου, η Θρα­κιώ­τισ­σα μου­σι­κο­λό­γος Μέλ­πω Λο­γο­θέ­τη-Μερ­λιέ (1890-1979). Η Μερ­λιέ ξε­κί­νη­σε τη δρα­στη­ριό­τη­τα της συλ­λο­γής και κα­τα­γρα­φής το 1930 (με το ίδρυ­μά της να ονο­μά­ζε­ται τό­τε, στην πρώ­τη του πε­ρί­ο­δο, «Μου­σι­κό Λα­ο­γρα­φι­κό Αρ­χείο»), σε επο­χή κα­τά την οποία το «Ελ­λη­νο­τουρ­κι­κό Σύμ­φω­νο Φι­λί­ας», που εί­χαν υπο­γρά­ψει Ατα­τούρκ και Βε­νι­ζέ­λος, έτει­νε να εξα­φα­νί­σει από τη δη­μό­σια συ­ζή­τη­ση τη μι­κρα­σια­τι­κή πε­ρι­πέ­τεια. Το πλά­νο κα­τα­γρα­φής της Μερ­λιέ ξε­κί­νη­σε, σύμ­φω­να με τη μου­σι­κο­λο­γι­κή παι­δεία που έλα­βε στο Πα­ρί­σι, από τη μου­σι­κή πα­ρά­δο­ση των χα­μέ­νων κοι­νο­τή­των του Πό­ντου. Με­τα­πο­λε­μι­κά, η ερευ­νη­τι­κή της μο­νά­δα, που το 1949 με­το­νο­μά­στη­κε σε «Κέ­ντρο Μι­κρα­σια­τι­κών Σπου­δών - Ίδρυ­μα Μέλ­πως και Οκτα­βί­ου Μερ­λιέ», πέ­ρα­σε από τη Λα­ο­γρα­φία στην Ιστο­ρία. Με την αρω­γή του συ­ζύ­γου της, Οκτά­βιου Μερ­λιέ (1897-1976), ελ­λη­νι­στή και επί σει­ρά ετών διευ­θυ­ντή του Γαλ­λι­κού Ιν­στι­τού­του Αθη­νών, προ­χώ­ρη­σε σε κα­τα­γρα­φή των οι­κι­σμών από τους οποί­ους τα τρα­γού­δια αυ­τά προ­έρ­χο­νταν, από εκεί πέ­ρα­σε στους κα­τοί­κους τους, φθά­νο­ντας να πα­ρα­δώ­σει, στο τέ­λος της δρά­σης (1975), ένα εξαι­ρε­τι­κά ογκώ­δες αρ­χείο, στο οποίο κα­τα­γρά­φη­καν 2.163 οι­κι­σμοί, με­λε­τή­θη­καν 1.375 οι­κι­σμοί, ενώ έδω­σαν συ­νε­ντεύ­ξεις 5.000 άτο­μα πε­ρί­που, συμ­βάλ­λο­ντας στη δη­μιουρ­γία τεκ­μη­ρί­ων έκτα­σης 300.000 χει­ρό­γρα­φων σε­λί­δων πε­ρί­που.[16] Ση­μα­ντι­κό, πα­ρεν­θε­τι­κά, να ση­μειώ­σου­με πως το Κέ­ντρο στη­ρι­ζό­ταν οι­κο­νο­μι­κά, χά­ρη στη με­σο­λά­βη­ση του Μερ­λιέ, και από τη γαλ­λι­κή κυ­βέρ­νη­ση ως το 1963, και πως πρό­σφε­ρε ερ­γα­σία σε αρι­στε­ρούς δια­νο­ου­μέ­νους, οι οποί­οι, λό­γω φρο­νη­μά­των, απο­κλεί­ο­νταν από θέ­σεις στο Δη­μό­σιο. Ερ­γά­στη­καν πε­ρι­στα­σια­κά σε αυ­τό με­τέ­πει­τα λα­μπροί Έλ­λη­νες ερευ­νη­τές: ανα­φέ­ρω εν­δει­κτι­κά την Ελέ­νη Γλύ­κα­τζη-Αρ­βε­λέρ.

Το υλι­κό των συ­νε­ντεύ­ξε­ων του «Αρ­χεί­ου Προ­φο­ρι­κής Πα­ρά­δο­σης» του Κέ­ντρου Μι­κρα­σια­τι­κών Σπου­δών, ει­δι­κό­τε­ρα, εί­ναι τα­ξι­νο­μη­μέ­νο σε φα­κέ­λους γε­ω­γρα­φι­κά, με βά­ση τον τό­πο προ­έ­λευ­σης των πλη­ρο­φο­ρη­τών. Ανα­πτύσ­σε­ται, δε, σε τρείς τύ­πους κα­τα­γρα­φών: α) τις προ­φο­ρι­κές, εν τέ­λει κα­τα­γε­γραμ­μέ­νες, συ­νε­ντεύ­ξεις των πλη­ρο­φο­ρη­τών, που έχουν προ­κύ­ψει μες από ερω­τή­σεις που τους απηύ­θυ­ναν οι συ­νερ­γά­τες του Κέ­ντρου, βά­σει ενός εκ των προ­τέ­ρων έτοι­μου, τυ­πο­ποι­η­μέ­νου, ερω­τη­μα­το­λο­γί­ου:[17] οι συ­νερ­γά­τες απευ­θύ­νουν τις ερω­τή­σεις στους πλη­ρο­φο­ρη­τές, στη συ­νέ­χεια κα­τα­γρά­φουν τις απα­ντή­σεις, με σχε­δόν φω­νο­γρα­φι­κή πι­στό­τη­τα, δια­τη­ρώ­ντας τους γραμ­μα­τι­κούς τύ­πους, το συ­ντα­κτι­κό, τις παύ­σεις στην ομι­λία των πλη­ρο­φο­ρη­τών τους (δεν χρη­σι­μο­ποιεί­ται μα­γνη­τό­φω­νο)· β) τα «Δελ­τία Με­τά­βα­σης» των συ­νερ­γα­τών του Κέ­ντρου στους συ­νοι­κι­σμούς και τις κα­τοι­κί­ες όπου μέ­νουν πλη­ρο­φο­ρη­τές, με πλη­ρο­φο­ρί­ες σχε­τι­κές και με το πώς εντο­πί­στη­καν τα πρό­σω­πα αυ­τά (μέ­σω ποιου συν­δέ­σμου) και ποιες οι τυ­χόν ιδιαι­τε­ρό­τη­τες της επι­κοι­νω­νί­ας τους στη διάρ­κεια των συ­ντεύ­ξε­ων· τέ­λος: γ) το σύ­ντο­μο βιο­γρα­φι­κό ση­μεί­ω­μα των πλη­ρο­φο­ρη­τών, που συ­ντάσ­σουν εκ των υστέ­ρων οι ερευ­νη­τές, και το οποίο συ­χνά πε­ρι­λαμ­βά­νει πλη­ρο­φο­ρί­ες σχε­τι­κά με το πό­σο «κα­λοί» ή «κα­κοί» πλη­ρο­φο­ρη­τές στά­θη­καν οι συ­γκε­κρι­μέ­νοι, με βά­ση την ηλι­κία τους την επο­χή της με­τά­βα­σής τους ή τη μορ­φω­τι­κή τους κα­τά­στα­ση. Θυ­μού­νται, ή δεν θυ­μού­νται, πολ­λά πράγ­μα­τα οι πλη­ρο­φο­ρη­τές; Ήταν συ­νερ­γά­σι­μοι, ή όχι; Η δια­σταύ­ρω­ση των πλη­ρο­φο­ριών για τους ίδιους τό­πους, τους ίδιους θε­σμούς, τα ίδια κομ­βι­κά πρό­σω­πα (μη­τρο­πο­λί­τες, κτλ.), όπως αντλού­νται από πε­ρισ­σό­τε­ρους κα­τοί­κους ενός οι­κι­σμού, εξα­σφα­λί­ζουν μια, κα­τά το δυ­να­τό, αντι­κει­με­νι­κή ανα­σύ­στα­ση της ει­κό­νας της ζω­ής στις κοι­νό­τη­τες προ­έ­λευ­σης που ερευ­νώ­νται από το Αρ­χείο.

Από το πλού­σιο αυ­τό πε­ρι­κει­με­νι­κό υλι­κό που πλαι­σιώ­νει τις συ­νε­ντεύ­ξεις, και που από­κει­ται μό­νο στο Αρ­χείο Προ­φο­ρι­κής Πα­ρά­δο­σης του Κέ­ντρου Μι­κρα­σια­τι­κών Σπου­δών, εν­δει­κτι­κά πα­ρα­θέ­τω ορι­σμέ­να στοι­χεία, κα­τό­πιν αυ­το­ψί­ας στο Αρ­χείο, κα­τ’ αρ­χάς για το ερω­τη­μα­το­λό­γιο που βοη­θού­σε τους συ­νερ­γά­τες του Κέ­ντρου να προσ­διο­ρί­σουν την ταυ­τό­τη­τά του πρό­σφυ­γα-πλη­ρο­φο­ρη­τή, δη­λα­δή για το «Δελ­τίο Πλη­ρο­φο­ρη­τή». Στις σω­ζό­με­νες εκ­δο­χές του «Δελ­τί­ου Πλη­ρο­φο­ρη­τή» (πολ­λές εκ­δο­χές των ερω­τη­μα­το­λο­γί­ων, πα­ρα­δό­ξως, χά­θη­καν), οι αρ­χι­κές ενό­τη­τες ρω­τούν «Πό­τε γεν­νη­θή­κα­τε;», «Πού γεν­νη­θή­κα­τε;», «Ποιο το ση­με­ρι­νό σας επάγ­γελ­μα;», «Ποια η ση­με­ρι­νή σας διεύ­θυν­ση;». Έπο­νται ερω­τή­σεις για τις πό­λεις ή τα χω­ριά στα οποία έζη­σε ο πλη­ρο­φο­ρη­τής πριν τη με­τα­νά­στευ­ση, για το διά­στη­μα που διέ­μει­νε εκεί, για τα επαγ­γέλ­μα­τα που άσκη­σε. Ακο­λου­θούν ερω­τή­σεις για τη χρο­νο­λο­γία και τις αι­τί­ες της με­τα­νά­στευ­σης. Για το ποια ήταν η «Μη­τρι­κή Γλώσ­σα», για τις «Άλ­λες Γλώσ­σες» που τυ­χόν μι­λού­σε, για το αν δια­τή­ρη­σε στην Ελ­λά­δα τη μη­τρι­κή γλώσ­σα, που μι­λού­σε εκεί. Ακο­λου­θούν πα­ρό­μοιες ερω­τή­σεις «δελ­τί­ου ταυ­τό­τη­τας» χω­ρι­στά για τον κα­θέ­να από τους δύο γο­νείς του πλη­ρο­φο­ρη­τή. Πρό­κει­ται για ένα θε­τι­κι­στι­κό αρ­χείο κα­τα­γρα­φής και ταυ­το­ποί­η­σης του πρό­σφυ­γα-πλη­ρο­φο­ρη­τή, που στό­χο έχει (με­τα­ξύ άλ­λων) να κα­τα­στή­σει αξιο­λο­γή­σι­μη την αξιο­πι­στία της μαρ­τυ­ρί­ας του.

Πα­ρα­θέ­τω επί­σης εν­δει­κτι­κά, τις πε­ρι­κει­με­νι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες που πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται στον φά­κελ­λο ΚΜΣ ΑΠΠ Ιω­νία 43 (Μαι­νε­μέ­νη) για την «Αγλα­ΐα Κό­ντου», μια, με βά­ση τα δε­δο­μέ­να των πη­γών, «κα­λή πλη­ρο­φο­ρή­τρια». Στο «Δελ­τίο Με­τά­βα­σης» της ερευ­νή­τριας-συ­νερ­γά­τριας Λου­κο­πού­λου (13.6.62), δια­βά­ζου­με για την Κό­ντου:

[...] Όταν με εί­δε η πλη­ρο­φο­ρή­τρια πα­ρα­ξευ­νεύ­τη­κε λί­γο και αντέ­δρα­σε, όπως άλ­λω­στε οι πε­ρισ­σό­τε­ροι πλη­ρο­φο­ρη­τές. Της εί­πα όμως ότι μ’ έστει­λε ο Στέ­φα­νος της Όλ­γας (τ’ όνο­μα του υδραυ­λι­κού) κι έτσι άλ­λα­ξε δια­θέ­σεις απέ­να­ντί μου. // Στην αρ­χή η συ­νερ­γα­σία μας δεν πή­γαι­νε και τό­σο κα­λά. Η πα­ρου­σία μιας φι­λε­νά­δας της από τη Σμύρ­νη, που συ­νε­χώς πα­ρεμ­βάλ­λε­το, μ’ εμπό­δι­ζε στη δου­λειά μου και μ’ ενο­χλού­σε. Ευ­τυ­χώς σε λι­γά­κι βα­ρέ­θη­κε κι έφυ­γε κι έτσι ερ­γα­στή­κα­με κα­λά με την πλη­ρο­φο­ρή­τρια.

Στο, δε, σχε­τι­κό «Δελ­τίο Πλη­ρο­φο­ρή­τριας» (δηλ., στο «βιο­γρα­φι­κό ση­μεί­ω­μα» της Κό­ντου) δια­βά­ζου­με:

Η Αγλα­ΐα Κό­ντου γεν­νή­θη­κε το 1893 στη Μαι­νε­μέ­νη, από γο­νείς Μαι­νε­με­νή­δες. / Γράμ­μα­τα ξέ­ρει λί­γα. Τε­λεί­ω­σε την δ’ του δη­μο­τι­κού. / Σε ηλι­κία 24 ετών πα­ντρεύ­τη­κε». Και πιο κά­τω: «Στην Ελ­λά­δα ήλ­θε το 1922 με την κα­τα­στρο­φή. / Τώ­ρα εί­ναι χή­ρα. Ο άν­δρας της πέ­θα­νε πριν από 6 χρό­νια. / Τα παι­διά της εί­ναι πα­ντρε­μέ­να και μέ­νει μό­νη σ’ ένα πο­λύ φτω­χι­κό σπί­τι». Και, κα­τα­λη­κτι­κά, την κρί­σι­μη πλη­ρο­φο­ρία: «Εί­ναι κα­λή πλη­ρο­φο­ρή­τρια. Έφυ­γε με­γά­λη από την πα­τρί­δα της και θυ­μά­ται πολ­λά πράγ­μα­τα. / Την γνώ­ρι­σα στις 13.6.62.


Ακο­λου­θεί ξα­νά το ονο­μα­τε­πώ­νυ­μο, και η διεύ­θυν­ση της πλη­ρο­φο­ρή­τριας: «Αγλα­ΐα Κό­ντου / Χί­ου 30 / Και­σα­ρια­νή».[18]

Από το πο­λύ­χρω­μο και πο­λυ­σύν­θε­το αυ­τό υλι­κό του Αρ­χεί­ου, ας πε­ρά­σου­με τώ­ρα στην δη­μο­σιο­ποι­η­μέ­νη απο­τύ­πω­σή του, στην δη­μο­σιευ­μέ­νη εκ­δο­χή του, μέ­σω της συλ­λο­γής μαρ­τυ­ριών Η Έξο­δος, που στα­δια­κά, και έως τις μέ­ρες μας, επε­ξερ­γά­ζε­ται και επε­κτεί­νει το επι­στη­μο­νι­κό δυ­να­μι­κό του Κέ­ντρου Μι­κρα­σια­τι­κών Σπου­δών.[19] Στον 1ο τό­μο της Εξό­δου, με υπό­τι­τλο: Μαρ­τυ­ρί­ες από τις επαρ­χί­ες των Δυ­τι­κών Πα­ρα­λί­ων της Μι­κρα­σί­ας, ο «Πρό­λο­γος» του κα­θη­γη­τή Γε­ωρ­γί­ου Τε­νε­κί­δη, δί­νει τις με­θο­δο­λο­γι­κές προ­δια­γρα­φές, σχε­τι­κά με τις αφη­γή­σεις που πε­ριε­λή­φθη­σαν στο έρ­γο. Δη­λώ­νει ότι τα δη­μο­σιευ­μέ­να κεί­με­να: «απο­τε­λούν επι­λο­γή από άλ­λα πολ­λα­πλά­σια που μέ­νουν στους φα­κέλ­λους του Αρ­χεί­ου του Κ.Μ.Σ.»· ότι: «τα έχουν αφη­γη­θεί στους συ­νερ­γά­τες του Κέ­ντρου –που τα κα­τέ­γρα­ψαν αμέ­σως– άν­θρω­ποι απλοί· αγρό­τες, ερ­γά­τες, επαγ­γελ­μα­τί­ες, πα­πά­δες, δά­σκα­λοι και νοι­κο­κυ­ρές», ενώ βε­βαιώ­νε­ται ότι:

Στην τε­λι­κή του σύ­ντα­ξη οι συ­νερ­γά­τες απέ­φευ­γαν συ­στη­μα­τι­κά να προ­σθέ­τουν ή να αφαι­ρούν και το πα­ρα­μι­κρό σχε­τι­κά με τα πραγ­μα­τι­κά πε­ρι­στα­τι­κά των αφη­γή­σε­ων. Κρα­τού­σαν ακό­μη με τη με­γα­λύ­τε­ρη πι­στό­τη­τα τη γλώσ­σα, τό­σο από την άπο­ψη της μορ­φής και του λε­ξι­λο­γί­ου, όσο και από την άπο­ψη της δια­τύ­πω­σης.[20]

Σε άλ­λες, όμως, πε­ρι­πτώ­σεις, εξη­γεί: «με­ρι­κοί πλη­ρο­φο­ρη­τές έγρα­ψαν εκτε­τα­μέ­να κεί­με­να ως ανα­μνή­σεις ή αυ­το­βιο­γρα­φί­ες· ένα τμή­μα τους αφο­ρά πά­ντο­τε την Έξο­δο»· και στις πε­ρι­πτώ­σεις αυ­τές, δια­βε­βαιώ­νει ο Τε­νε­κί­δης: «Οι επεμ­βά­σεις των συ­νερ­γα­τών δεν ήταν πα­ρά επου­σιώ­δεις, που απέ­βλε­παν στο να εί­ναι η αφή­γη­ση, ως γρα­πτό πια κεί­με­νο, κα­τα­νοη­τή και ευ­κο­λο­διά­βα­στη». Στη συ­νέ­χεια, εξη­γού­νται τα κρι­τή­ρια επι­λο­γής των μαρ­τυ­ριών που δη­μο­σιεύ­τη­καν, από θε­μα­τι­κή άπο­ψη. Επε­λέ­γη­σαν μαρ­τυ­ρί­ες που: α) πα­ρέ­χουν όσο το δυ­να­τό πε­ρισ­σό­τε­ρες πλη­ρο­φο­ρί­ες για τις συν­θή­κες που οδή­γη­σαν στον ξε­ρι­ζω­μό· β) κα­λύ­πτουν, στο μέ­τρο του δυ­να­τού, όλες τις ποι­κι­λί­ες των μορ­φών διωγ­μού· γ) απει­κο­νί­ζουν στην πιο πλα­τειά δυ­να­τή κλί­μα­κα τις εσω­τε­ρι­κές κα­τα­στά­σεις και δια­κυ­μάν­σεις των συ­ναι­σθη­μά­των των μαρ­τύ­ρων· δ) εμ­φα­νί­ζουν κά­ποια δο­μή, συ­νο­χή και αλ­λη­λου­χία, μέ­σα στην πολ­λα­πλό­τη­τα των στοι­χεί­ων που δί­νουν.[21]

Κα­θί­στα­ται σα­φές από τα πα­ρα­πά­νω ότι το πο­λύ εν­δια­φέ­ρον υλι­κό του τό­μου, έχει συ­ντα­χθεί με μει­κτές τε­χνι­κές, και έχει πα­ρα­δο­θεί στο κοι­νό σε μορ­φή επι­με­λη­μέ­νη. Προ­φο­ρι­κές μαρ­τυ­ρί­ες κι η κα­τα­γρα­φή τους από τη μια πλευ­ρά (για­τί δεν δί­νο­νται, άρα­γε, στους εκ­δε­δο­μέ­νους τό­μους πλη­ρο­φο­ρί­ες για την ταυ­τό­τη­τα των ερευ­νη­τών, τις ερω­τή­σεις που υπέ­βα­λαν, και τις γε­νι­κό­τε­ρες τε­χνι­κές –πι­θα­νώς ψυ­χο­λο­γι­κού τύ­που– εξό­ρυ­ξης της πλη­ρο­φο­ρί­ας που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν;) συ­νυ­πάρ­χουν με ήδη κα­τα­γε­γραμ­μέ­νες βιοϊ­στο­ρί­ες, που μας πα­ρου­σιά­ζο­νται εδώ κα­τό­πιν της ελά­χι­στης, έστω, επι­λο­γής και επι­μέ­λειας. Το υλι­κό εί­ναι εξαι­ρε­τι­κά εν­δια­φέ­ρον, και εί­μα­στε ευ­γνώ­μο­νες για την έκ­δο­σή του. Με τους όρους μιας πιο αυ­στη­ρής με­θο­δο­λο­γί­ας της προ­φο­ρι­κής ιστο­ρί­ας, πά­ντως, δεν εί­ναι πα­ρά­λο­γο να πει κα­νείς πως πρό­κει­ται για ένα υλι­κό πολ­λα­πλώς δια­με­σο­λα­βη­μέ­νο.[22]

Αγα­πη­μέ­νη, για μέ­να, ανά­με­σα σε αυ­τές τις αφη­γή­σεις, η μαρ­τυ­ρία της «Κλειώς Νι­κο­λή­ντα­για», από το Σε­βδί­κιοϊ της πε­ρι­φέ­ρειας Σμύρ­νης, για το οδοι­πο­ρι­κό προ­σφυ­γιάς που πε­ρι­γρά­φει, και που μας περ­νά­ει από τον Μπου­τζά, στην Χίο, από εκεί στον Πει­ραιά, ύστε­ρα στην κω­μό­πο­λη Επι­σκο­πή και στο χω­ριό Μι­σί­ρια του Ρε­θύ­μνου, από εκεί στη Θή­βα, και εν τέ­λει στην Αθή­να, και στο Χα­λάν­δρι.[23] Και, φυ­σι­κά, ποιος μπο­ρεί να ξε­χά­σει τις μαρ­τυ­ρί­ες του «Αλέ­ξη Αλε­ξί­ου» από την πε­ρι­φέ­ρεια Σμύρ­νης, ο οποί­ος πα­ρα­μο­νές της Εξό­δου, σε κέ­ντρο πα­ρα­λια­κό, εί­δε: «ένα πτώ­μα, ανά­σκε­λα, απο­κε­φα­λι­σμέ­νο, ντυ­μέ­νο μό­νο μ’ ένα που­κά­μι­σο και μαύ­ρο πα­ντε­λό­νι» το κε­φά­λι του οποί­ου, λί­γο πιο πέ­ρα «το τσι­μπο­λο­γού­σαν οι κό­τες».[24] Η, την μαρ­τυ­ρία της «Ελέ­νης Κα­ρα­ντώ­νη» από το Μπου­νάρ­μπα­σι της πε­ρι­φέ­ρειας Σμύρ­νης, που, ενώ κρυ­βό­ταν τη νύ­χτα που τους επι­τέ­θη­καν οι Τσέ­τες (πα­ρα­μο­νές της Κα­τα­στρο­φής), πλη­σιά­ζο­ντας μια χα­βού­ζα, για να «πά­ει προς νε­ρού της», βλέ­πει πως: «Γύ­ρω γύ­ρω, στα χεί­λια της χα­βού­ζας σπαρ­τα­ρού­σαν κορ­μιά, και μέ­σα η χα­βού­ζα ήταν γε­μά­τη κε­φά­λια».[25] Εί­ναι κεί­με­να συ­γκλο­νι­στι­κά. Η λο­γο­τε­χνία της σκλη­ρό­τη­τας που συ­να­ντού­με στο Συ­να­ξά­ρι Αν­δρέα Κορ­δο­πά­τη: Βι­βλίο Δεύ­τε­ρο. Βαλ­κα­νι­κοί-‘22, του Θα­νά­ση Βαλ­τι­νού, μπρο­στά τους ωχριά.

Δια­βά­ζο­ντας, ωστό­σο, σε αντι­δια­στο­λή τα κεί­με­να των δη­μο­σιευ­μέ­νων μαρ­τυ­ριών προς το υλι­κό του αρ­χεί­ου, πα­ρα­τη­ρεί κα­νείς μια τά­ση επι­λο­γής των αφη­γή­σε­ων όχι μό­νο με βά­ση τα κρι­τή­ρια που έθε­σε στον πρό­λο­γο του 1980 ο Τε­νε­κί­δης, αλ­λά και με βά­ση αφη­γη­μα­τι­κές αρε­τές όπως η σκλη­ρό­τη­τα των κει­μέ­νων αυ­τών, ή το χα­μη­λό κοι­νω­νι­κό status των πλη­ρο­φο­ρη­τών, στον τό­πο προ­έ­λευ­σης. Ανα­ρω­τιέ­ται κα­νείς για­τί δεν πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται, λ.χ., στους δη­μο­σιευ­μέ­νους τό­μους μαρ­τυ­ρί­ες όπως αυ­τή που απέ­σπα­σε η Λου­κο­πού­λου, που εί­χε μι­λή­σει και με την Κό­ντου, νω­ρί­τε­ρα τον ίδιο χρό­νο (28.2.62), από την Τι­τί­κα Δη­μο­πού­λου, από το Νυμ­φαίο της Σμύρ­νης. Στην αδη­μο­σί­ευ­τη μαρ­τυ­ρία της Τ. Δη­μο­πού­λου, πα­ρα­κο­λου­θού­με το οδοι­πο­ρι­κό μιας οι­κο­γέ­νειας ευ­κα­τά­στα­της. Εδώ τί­πο­τε δεν συμ­βαί­νει με τη σκλη­ρό­τη­τα που συ­να­ντού­με στην αφή­γη­ση της «Άν­νας Κα­ρα­μπέ­τσου», λό­γου χά­ριν, κα­τοί­κου Νυμ­φαί­ου επί­σης, που δη­μο­σιεύ­ε­ται στην σχε­τι­κή ενό­τη­τα της Εξό­δου.[26] Η δια­φεύ­γου­σα οι­κο­γέ­νεια της Δη­μο­πού­λου δεν έρ­χε­ται πρό­σω­πο-με-πρό­σω­πο με τους Τούρ­κους πο­τέ. Το δί­κτυο των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων λει­τουρ­γεί, οι διευ­κο­λύν­σεις με­τα­ξύ με­λών των ανω­τέ­ρων τά­ξε­ων στην πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κή Σμύρ­νη, ανε­ξαρ­τή­τως εθνι­κής προ­έ­λευ­σης, κα­θι­στούν τη διά­σω­ση δυ­να­τή, χω­ρίς τε­ρά­στιες απώ­λειες. Πα­ρα­θέ­τω τη βα­σι­κή πλο­κή της μαρ­τυ­ρί­ας της, με πολ­λές πε­ρι­κο­πές.

Ο πα­τέ­ρας της ήταν πα­ρα­γω­γός στα­φί­δας («Ήταν η επο­χή της στα­φί­δας, κι εί­χα­με άλ­λο ει­σό­δη­μα στο σπί­τι, άλ­λο στα σερ­γκιά κι άλ­λο ακό­μα ατρύ­γη­το»). Η οι­κο­γέ­νεια, προ­βλέ­πο­ντας την τα­ρα­χή, τέ­λος Αυ­γού­στου του ’22, εγκα­τα­λεί­πει τις καλ­λιέρ­γειες («Πλη­ρώ­σα­με τους ερ­γά­τες κι απο­φα­σί­σα­με να φύ­γο­με») και κα­τα­φεύ­γει στο Μπουρ­νό­βα, όπου ένας αδελ­φός της αφη­γή­τριας, ο Νί­κος, υπη­ρε­τεί «διευ­θυ­ντής της Αγρο­φυ­λα­κής». Ανα­φέ­ρε­ται, εδώ, πως ο άλ­λος αδελ­φός, ο Σω­κρά­της, ερ­γά­ζε­ται ως «υπάλ­λη­λος της Banque Ottomane». Με­τά από με­ρι­κών ημε­ρών πα­ρα­μο­νή στο Μπουρ­νό­βα, και ανα­χω­ρώ­ντας πε­ζή για τη Σμύρ­νη, η οι­κο­γέ­νεια πλη­ρο­φο­ρεί­ται την επέ­λα­ση των Τσε­τών στο Μπουρ­νό­βα, με απο­λο­γι­σμό τη δο­λο­φο­νία 2.000 ατό­μων. Ακο­λου­θεί, μέ­σω Χαλ­κά Μπου­νάρ και Πού­ντας, η άφι­ξη στη Σμύρ­νη, όπου, κα­τά την αφη­γή­τρια, χτυ­πούν πόρ­τες για νε­ρό, και αντι­με­τω­πί­ζο­νται απα­ξιω­τι­κά. Ωστό­σο, η τα­ρα­χή κο­ρυ­φώ­νε­ται, κα­θώς: «μα­ζί μας ερ­χό­ντου­σαν κι άλ­λοι», που, τρο­μαγ­μέ­νοι, εγκα­τέ­λει­παν τα ζώα τους, από­τι­στα, ατάϊ­στα, κι εκεί­να ούρ­λια­ζαν. Η οι­κο­γέ­νεια βρί­σκει τε­λι­κά κα­τα­φύ­γιο στην τρά­πε­ζα του Σω­κρά­τη. Στη δια­δρο­μή, η αφη­γή­τρια έχει χρό­νο να πα­ρα­τη­ρή­σει στοι­βαγ­μέ­νο πλή­θος, μπό­γους, χα­λιά στην Προ­κυ­μαία. Οι Τούρ­κοι λε­η­λα­τούν τα αγα­θά αυ­τά σε πρώ­τη ευ­και­ρία, πα­ρα­τη­ρεί. Στην τρά­πε­ζα πια, προ­μη­θεύ­ο­νται «χαρ­τιά» δια­φυ­γής: όλοι φεύ­γουν ανε­νό­χλη­τοι, «ακό­μα κι οι Αρ­με­ναί­οι». Ωστό­σο, εκεί­νη ει­δι­κώς τη φο­ρά, Τούρ­κοι στρα­τιώ­τες χα­στού­κι­σαν τον Άγ­γλο πρό­ξε­νο, που προ­σπα­θού­σε να δια­σώ­σει έναν Αρ­μέ­νη. Η συμ­βου­λή των Άγ­γλων στρα­τιω­τών που πα­ρί­στα­νται, στην οι­κο­γέ­νεια, εί­ναι να φύ­γουν άμε­σα για τα πλοία. Εκεί­νοι κα­τα­φεύ­γουν στη συ­νοι­κία του Τρά­σα, στο σπί­τι Ελ­λη­νο­γάλ­λου συ­να­δέλ­φου του Σω­κρά­τη, με γυ­ναί­κα Ελ­λη­νί­δα. Μέ­νουν εκεί με­ρι­κές μέ­ρες. Τους έρ­χε­ται η πλη­ρο­φο­ρία πως το σπί­τι τους κά­η­κε, πα­ρά­πλευ­ρη απώ­λεια της πυρ­πό­λη­σης του σπι­τιού αν­θυ­πο­μοί­ραρ­χου γεί­το­νά τους, που εί­χε «μπα­τσί­σει» ένα «τσο­πα­νό­που­λο», και εκεί­νο εκ­δι­κή­θη­κε. Εσω­τε­ρι­κή πλη­ρο­φό­ρη­ση φέρ­νουν «κά­τι με­γά­λοι Τούρ­κοι», στη συ­νέ­χεια, πως θα πυρ­πο­λη­θεί και η «λέ­σχη των Αρ­με­ναί­ων για να πιά­σο­με τους Κιρ­κα­σί­ους». Από την τα­ρά­τσα, η οι­κο­γέ­νεια πα­ρα­κο­λου­θεί την πυρ­κα­γιά, η οποία εξα­πλώ­νε­ται, τε­λι­κά, σε άλ­λες χρι­στια­νι­κές συ­νοι­κί­ες –οι κά­τοι­κοι: «ξυ­πό­λη­τοι, με μαλ­λιά ξέ­πλε­κα, αλ­λό­φρο­νες έτρε­χαν». Με­τά από αυ­τό, η οι­κο­γέ­νεια δια­φεύ­γει, με τις γυ­ναί­κες «κου­κου­λω­μέ­νες να μην τις γνω­ρί­σουν», στου «Σό­λω­να Ξε­νά­κη» στην προ­κυ­μαία. Από εκεί με­τα­φέ­ρε­ται «στου Πα­ντα­λέ­ων του εφο­πλι­στή το σπί­τι». Εί­ναι η μέ­ρα της πυρ­κα­γιάς: η φω­τιά φθά­νει στον κή­πο του σπι­τιού του εφο­πλι­στή και καί­ει τα δέ­ντρα. Η οι­κο­γέ­νεια δρα­πε­τεύ­ει προς την προ­κυ­μαία: «Όλη η Μι­κρα­σία ήταν εκεί», σχο­λιά­ζει η αφη­γή­τρια. Οδη­γί­ες δί­νο­νται σε όσους σχε­τί­ζο­νται με την Τρά­πε­ζα, να στα­θούν πα­ρά­με­ρα: θα πε­ρά­σει πλοίο να τους πά­ρει. Οι ώρες περ­νούν, χω­ρίς απο­τέ­λε­σμα. Τρο­με­ρή, πά­λι, η δί­ψα, κα­τά την ανα­μο­νή. Νε­ρό τους προ­σφέ­ρει ένας «Αρ­μέ­νης βρω­μιά­ρης», η βο­ή­θεια του οποί­ου εκλαμ­βά­νε­ται από τη μη­τέ­ρα ως θεία τι­μω­ρία. Το βρά­δυ η οι­κο­γέ­νεια κα­τα­φεύ­γει «σ’ ένα σπί­τι με αμε­ρι­κά­νι­κη ση­μαία, στου Σα­βε­λή». Στο πλου­σιό­τα­το αυ­τό σπί­τι, βρί­σκουν κα­τα­φύ­γιο, κα­τά την εκτί­μη­ση της αφη­γή­τριας: «καμ­μιά πε­ντα­κο­σα­ριά άν­θρω­ποι» συ­νο­λι­κά. Προ­φύ­λα­ξη που ήταν απα­ραί­τη­τη, κα­θώς: «Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι που δεν εί­χαν πού να μεί­νουν και γύ­ρι­ζαν στους δρό­μους, αυ­τοί την πά­θαι­ναν». Στο ίδιο σπί­τι, δύο μέ­ρες αρ­γό­τε­ρα: «ήλ­θαν δύο Έλ­λη­νες με αμε­ρι­κά­νι­κες κορ­δέ­λες στα χέ­ρια, που εί­χαν βα­πο­ρά­κι, κι έκο­ψαν ει­σι­τή­ρια να μας πά­νε στο με­γά­λο βα­πό­ρι». Τώ­ρα, η οι­κο­γέ­νεια χω­ρί­ζε­ται· η αφη­γή­τρια κα­τα­φέρ­νει να φύ­γει «με την πρώ­τη απο­στο­λή», με τον πα­τέ­ρα και το ανή­ψι της, με το ιτα­λι­κό πλοίο «Κων­στα­ντι­νού­πο­λη», για Μυ­τι­λή­νη. «Εκεί δε μας θέ­λα­νε», δη­λώ­νει απε­ρί­φρα­στα. Μέ­νουν στο ύπαι­θρο, κοι­μού­νται κά­τω από τα δέ­ντρα, στην πε­ριο­χή Τσα­μά­κια. Η πα­ρα­μο­νή τους στο νη­σί εί­ναι, άλ­λω­στε, υπό προ­θε­σμία· σύ­ντο­μα δεν θα επαρ­κούν τα αγα­θά, για την τρο­φο­δο­σία τους. Η ίδια πε­ρι­μέ­νει τη μη­τέ­ρα και τη νύ­φη της, για να φύ­γει. Ωστό­σο, ακό­μα κι όταν έχουν πλέ­ον απο­βι­βα­στεί 50.000 άτο­μα στο νη­σί, οι δι­κοί της δεν εμ­φα­νί­ζο­νται. Τό­τε δη­μο­σιεύ­ει αγ­γε­λία σε εφη­με­ρί­δα. Η «οδύσ­σεια» έχει αί­σιο τέ­λος: «τις βρή­κα­με» κα­τα­λή­γει. «Η μη­τέ­ρα με την αδελ­φή μου βγή­καν στην Τή­νο. Η νύ­φη μας στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Τε­λι­κά συ­να­ντη­θή­κα­με όλοι στην Αθή­να, στο σπί­τι της θεί­ας μου στην Πλά­κα» κλεί­νει, συμ­βο­λι­κά με ανα­φο­ρά στο χω­νευ­τή­ρι της πρω­τεύ­ου­σας, το οδοι­πο­ρι­κό διά­σω­σης της Τι­τί­κας από το Νυμ­φαίο Σμύρ­νης. Η οι­κο­γέ­νεια Δη­μο­πού­λου έχει δια­σω­θεί, χω­ρίς αν­θρώ­πι­νες απώ­λειες.[27]

Ανα­ρω­τιέ­ται κα­νείς τι εί­ναι εκεί­νο που κα­τέ­στη­σε την συ­γκε­κρι­μέ­νη μαρ­τυ­ρία μη-δη­μο­σιεύ­σι­μη. Το τα­ξι­κό της πρό­ση­μο; Το πλή­θος πραγ­μα­το­λο­γι­κών στοι­χεί­ων που προ­ϋ­πο­θέ­τει γνω­στά, για να την κα­τα­νο­ή­σει (δηλ. τις σχέ­σεις των ρω­μέϊ­κων ελίτ με την οθω­μα­νι­κή διοί­κη­ση, την αρ­με­νι­κή κοι­νό­τη­τα, το αμε­ρι­κα­νι­κό-προ­τε­στα­ντι­κό στοι­χείο); Μή­πως η κά­ποια αδε­ξιό­τη­τα και επα­να­λη­πτι­κό­τη­τα στην αφή­γη­ση; Αυ­τή η άτε­χνη εναλ­λα­γή μι­κρο­σκο­πι­κών (η εστί­α­ση στους μπό­γους, στα ζώα, κ.τ.λ.) και μα­κρο­σκο­πι­κών πλά­νων; Ίσως δεν εί­ναι μό­νο αυ­τό.

Στο εν­δια­φέ­ρον άρ­θρο του: «Children of Memory. Narratives of the Asia Minor Catastrophe and the making of refugee identity in interwar Greece»,[28] ο Χά­ρης Εξερ­τζό­γλου τα­ξι­νο­μεί τους τύ­πους προ­σφυ­γι­κής μνή­μης που προ­κύ­πτουν από τις αφη­γή­σεις της Εξό­δου, σε εκεί­νες που κοι­τά­ζουν προς τα πί­σω και επι­μέ­νουν στη θυ­μα­το­ποί­η­ση των προ­σφύ­γων, και σε κεί­νες που, χω­ρίς να απο­σιω­πούν τον διωγ­μό και την Κα­τα­στρο­φή, κοι­τά­ζουν προς τα εμπρός, επι­διώ­κο­ντας να κα­τα­σκευά­σουν μια θε­τι­κή «θε­σμι­κή προ­σφυ­γι­κή μνή­μη», με στό­χο να βοη­θή­σουν την έντα­ξη των εκτο­πι­σμέ­νων στη χώ­ρα υπο­δο­χής. Θε­ω­ρεί τις αφη­γή­σεις του πρώ­του τύ­που πε­ρισ­σό­τε­ρο δια­με­σο­λα­βη­μέ­νες, από συλ­λο­γείς και εκ­δό­τες. Ανα­φέ­ρει, σχε­τι­κά, έρ­γα όπως τις Αυ­το­βιο­γρα­φί­ες Προ­σφύ­γων Κο­ρι­τσιών. Παι­δι­καί πε­ρι­γρα­φαί των διωγ­μών της Μι­κρα­σί­ας (Αθή­να, 1926) του Διε­θνούς Συν­δέ­σμου Γυ­ναι­κών, και τις αντα­πο­κρί­σεις από την εμπό­λε­μη Σμύρ­νη του Κ. Μι­σαη­λί­δη, πρω­το­δη­μο­σιευ­μέ­νες στην Εφη­με­ρί­δα της Ανα­το­λής και συ­γκε­ντρω­μέ­νες σε βι­βλίο το 1928.[29] Στις θε­τι­κές ανα­πα­ρα­στά­σεις της προ­σφυ­γι­κής ταυ­τό­τη­τας, εντάσ­σο­νται, κα­τά Εξερ­τζό­γλου, οι δη­μο­σιεύ­σεις που συ­να­ντού­με στην εφη­με­ρί­δα Προ­σφυ­γι­κός Κό­σμος, στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του ’30, και, βε­βαί­ως, το υλι­κό που πα­ρά­γουν οι προ­σφυ­γι­κοί σύλ­λο­γοι.

Θέ­λω να πω, με όλα τα πα­ρα­πά­νω, ότι (όπως πα­ρα­τη­ρεί σε αρ­κε­τά ση­μεία του βι­βλί­ου της, Η Συ­γκρό­τη­ση της Προ­σφυ­γι­κής Μνή­μης. Το πα­ρελ­θόν ως ιστο­ρία και πρα­κτι­κή, η Αι­μι­λία Σαλ­βά­νου),[30] οι μνη­μο­νι­κές αφη­γή­σεις, τε­λι­κά, δεν εί­ναι Ιστο­ρία, αλ­λά ο «άλ­λος» της Ιστο­ρί­ας. Επο­μέ­νως, τό­σο η αφη­γη­μα­τι­κή πε­ζο­γρα­φία της Μι­κρα­σί­ας, στις τρεις βα­σι­κές εκ­δο­χές της, που ανα­φέρ­θη­καν πιο πά­νω, όσο και οι «κει­με­νο­ποι­η­μέ­νες» μαρ­τυ­ρί­ες της Εξό­δου, που συ­να­ντού­με στο πο­λύ­το­μο έρ­γο του Κέ­ντρου Μι­κρα­σια­τι­κών Σπου­δών, Η Έξο­δος, δεν απέ­χουν με­τα­ξύ τους τό­σο όσο θα φα­ντα­ζό­ταν κα­νείς, με βά­ση το γραμ­μα­τεια­κό εί­δος στο οποίο ανή­κουν, από την άπο­ψη της κα­τα­σκευα­στι­κής διά­στα­σης της μνή­μης που τα αρ­θρώ­νει. Και στις δύο πε­ρι­πτώ­σεις γραμ­μα­τεια­κών σω­μά­των, η μνή­μη σκη­νο­θε­τεί­ται ως Ιστο­ρία, με συ­γκε­κρι­μέ­νη στό­χευ­ση και τε­χνι­κές. Ομο­λο­γη­μέ­να στο μυ­θι­στό­ρη­μα, υπόρ­ρη­τα στην πε­ρί­πτω­ση των «μαρ­τυ­ριών» της «Εξό­δου».

Και στις δύο πε­ρι­πτώ­σεις γραμ­μα­τεια­κών σω­μά­των, οι μνη­μο­νι­κές κα­τα­σκευ­ές ή αφη­γή­σεις υπη­ρε­τούν στο­χεύ­σεις και ταυ­τό­τη­τες στο πα­ρόν της αφή­γη­σης, όχι στο πα­ρελ­θόν του αφη­γη­μέ­νου χρό­νου. Αρ­χι­κά προ­φο­ρι­κές (αλ­λά, τε­λι­κά, γρα­πτές κι επε­ξερ­γα­σμέ­νες) οι μαρ­τυ­ρί­ες της Εξό­δου συμ­βάλ­λουν στην εν­δυ­νά­μω­ση της συλ­λο­γι­κής μνή­μης, εκ­φρά­ζο­ντας συ­ναι­σθη­μα­τι­κές και υπο­κει­με­νι­κές κα­τα­στά­σεις της επο­χής πα­ρα­γω­γής τους. Θραυ­σμα­τι­κές και ανε­πι­βε­βαί­ω­τες στην πρώ­τη τους εκ­φο­ρά, στη συ­νέ­χεια πα­ρου­σια­σμέ­νες σε συλ­λο­γι­κό σώ­μα, οι κα­τα­γε­γραμ­μέ­νες αυ­τές μαρ­τυ­ρί­ες απο­κτούν κα­τεύ­θυν­ση και νό­η­μα με βά­ση τα αι­τή­μα­τα του συλ­λο­γι­κού υπο­κει­μέ­νου των προ­σφύ­γων στο πα­ρόν της εξι­στό­ρη­σης και, ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο, στο πα­ρόν της έκ­δο­σής τους. Πα­ρό­μοια, ίσως, κί­νη­τρα συ­να­ντού­με στο αρ­χε­τυ­πι­κό «Μι­κρα­σια­τι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα».

Έχει κα­τ’ επα­νά­λη­ψη πα­ρα­τη­ρη­θεί ότι το έρ­γο Στου Χα­τζη­φρά­γκου, εκ­δί­δε­ται στην επέ­τειο των πε­νή­ντα χρό­νων από τους Βαλ­κα­νι­κούς Πο­λέ­μους, και των σα­ρά­ντα από τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή.

Οι επί­ση­μοι θε­σμοί τί­μη­σαν την πρώ­τη επέ­τειο, αλ­λά απο­σιώ­πη­σαν τη δεύ­τε­ρη. Η κυ­βέρ­νη­ση Κα­ρα­μαν­λή, που εί­χε κα­τη­γο­ρη­θεί για εν­δο­τι­σμό με­τά τις συμ­φω­νί­ες για την ανε­ξαρ­τη­σία της Κύ­πρου και τον από­η­χο των διώ­ξε­ων των ομο­γε­νών στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, απέ­φευ­γε να ανα­κι­νή­σει τη μνή­μη του τραυ­μα­τι­κού γε­γο­νό­τος. Αντί­θε­τα, η Αρι­στε­ρά, με αφιε­ρώ­μα­τα στην Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέ­χνης και την Αυ­γή, μνη­μό­νευ­σε εκτε­τα­μέ­να τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή, υιο­θε­τώ­ντας τη μαρ­ξι­στι­κή ερ­μη­νεία [...] υπαί­τιοι της κα­τα­στρο­φής [...] οι ιμπε­ρια­λι­στι­κοί αντα­γω­νι­σμοί των Με­γά­λων Δυ­νά­με­ων στη Μέ­ση Ανα­το­λή. Οι λα­οί (Έλ­λη­νες και Τούρ­κοι) ήταν θύ­μα­τα και ένο­χοι όσοι αφύ­πνι­σαν τον εθνι­κι­σμό για να τους εκ­με­ταλ­λευ­θούν,

εξη­γεί την πνευ­μα­τι­κή-πο­λι­τι­κή ατμό­σφαι­ρα της επο­χής η Μα­ρία Νι­κο­λο­πού­λου. Υιο­θε­τώ­ντας την αρι­στε­ρή οπτι­κή της επο­χής, ο Κο­σμάς Πο­λί­της πα­ρου­σιά­ζει τη Σμύρ­νη ως έναν πο­λυ­ε­θνι­κό χώ­ρο –μο­λο­νό­τι κά­τω από την αρ­μο­νι­κή επι­φά­νεια της συ­νύ­παρ­ξης υπο­φώ­σκουν εντά­σεις.[31]

Με βά­ση το σκε­πτι­κό αυ­τό, θα πρό­τει­να να δού­με σε πα­ραλ­λη­λία, την ανα­πα­ρά­στα­ση της ανά­δυ­σης της μνή­μης στην εμ­βό­λι­μη ενό­τη­τα «Πά­ρο­δος» του Στου Χα­τζη­φρά­γκου, προς την αφη­γη­μα­το­ποί­η­ση της μνή­μης στις μαρ­τυ­ρί­ες της πρώ­της ενό­τη­τας της Εξό­δου. Η συλ­λο­γι­κή μνή­μη γύ­ρω από την μι­κρα­σια­τι­κή πε­ρι­πέ­τεια που τα δύο σώ­μα­τα κει­μέ­νων κα­τα­σκευά­ζουν στα­δια­κά με­τα­τρέ­πε­ται σε μνή­μη πο­λι­τι­σμι­κή: σε γα­λα­ξία δια­τη­ρη­μέ­νης γνώ­σης που πε­ρι­λαμ­βά­νει αι­σθή­μα­τα, σκέ­ψεις, κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις, δη­μό­σιες και ιδιω­τι­κές συ­ναλ­λα­γές. Σε προ­ϊ­ό­ντα ταυ­τό­τη­τας για την Ελ­λά­δα της επο­χής πα­ρα­γω­γής και διά­χυ­σής τους, με­ρι­κώς ανε­ξάρ­τη­τα από τις συν­θή­κες που τα δη­μιούρ­γη­σαν. Ίσως, δε, η συμ­βο­λή του Στου Χα­τζη­φρά­γκου (1963), του Πο­λί­τη, στον ανα­στο­χα­σμό της δια­δι­κα­σί­ας απο­τυ­πώ­σε­ων των προ­σφυ­γι­κών μαρ­τυ­ριών, και της επί­δρα­σης στη δη­μό­σια σφαί­ρα του επί των ημε­ρών του συ­γκρο­τού­με­νου Αρ­χεί­ου Προ­φο­ρι­κής Πα­ρά­δο­σης, με βά­ση τη συ­να­νά­γνω­ση που επι­χεί­ρη­σα, θα πρέ­πει να υπο­λο­γι­στεί με­γα­λύ­τε­ρη από ό,τι του έχει προη­γου­μέ­νως πι­στω­θεί.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: