Η τραγική ιστορία των Ουρανοσκοπίδων

Η τραγική ιστορία των Ουρανοσκοπίδων





Όταν ο Δί­ας ερω­τεύ­τη­κε την Ευ­ρώ­πη, με­τα­μορ­φώ­θη­κε σε ταύ­ρο και, αφού την ξε­γέ­λα­σε με τα παι­χνί­δια του, την απή­γα­γε και με τη συ­νο­δεία Νη­ρη­ί­δων και Τρι­τώ­νων την οδή­γη­σε στο Δι­κταίο Άντρο στην Κρή­τη. Φο­βού­με­νος ότι στον θα­λάσ­σιο δρό­μο του θα συ­να­ντή­σει εμπό­δια ανυ­πέρ­βλη­τα ακό­μη για έναν θεό και για να έχει το κε­φά­λι του ήσυ­χο, ζή­τη­σε από τις Νη­ρη­ί­δες να του υπο­δεί­ξουν έναν θα­λάσ­σιο ορ­γα­νι­σμό που θα πη­γαί­νει μπρο­στά σαν προ­πο­μπός, σαν ανι­χνευ­τής. Οι Νη­ρη­ί­δες του πρό­τει­ναν ένα ψά­ρι που ήταν διά­ση­μο στις θά­λασ­σες και ήταν το μό­νο που εί­χε τέ­τοιες εμπει­ρί­ες για­τί συμ­με­τεί­χε στις πιο γνω­στές απα­γω­γές: της Περ­σε­φό­νης από τον Πλού­τω­να στον Κά­τω Κό­σμο, γε­γο­νός που δεν φα­νέ­ρω­σαν στον Δία μια και η Περ­σε­φό­νη ήταν κό­ρη του, της Κυ­ρί­νης από τον Απόλ­λω­να και της Αί­θρας από τον Πο­σει­δώ­να. Με λί­γα λό­για ήταν ένας έμπει­ρος ανι­χνευ­τής που ρί­σκα­ρε τη ζωή του στην εκτέ­λε­ση των κα­θη­κό­ντων που ανα­λάμ­βα­νε.

Σαν έφτα­σε ο Δί­ας και η Ευ­ρώ­πη, ασφα­λείς και οι δυο τους, στο Δι­κταίο Άντρο, στην Κρή­τη ρώ­τη­σε το ψά­ρι προ­πο­μπό τι θα ‘θε­λε να του χα­ρί­σει. Το ψά­ρι, ανα­λο­γι­ζό­με­νο τους κιν­δύ­νους που εί­χε πε­ρά­σει και το με­γά­λο ρί­σκο που έπαιρ­νε κά­θε φο­ρά αλ­λά και το μί­σος των Τρι­τώ­νων, που ένιω­θαν ότι η φή­μη του θα σκιά­σει τη δι­κή τους, ζή­τη­σε από τον Δία να του χα­ρί­σει την πιο ισχυ­ρή και άτρω­τη πα­νο­πλία. Πράγ­μα­τι, ο Δί­ας του χά­ρι­σε αυ­τό που ζη­τού­σε: τα λέ­πια του με­τα­τρά­πη­καν σε οστέι­νες πλά­κες, η ου­ρά του γέ­μι­σε με ισχυ­ρά, με­γά­λα, δη­λη­τη­ριώ­δη αγκά­θια και στην κε­φα­λή του εμ­φα­νί­στη­καν δυο δυ­να­τές κε­ραί­ες σαν κέ­ρα­τα ελα­φιού. Κα­νείς δεν δια­νο­εί­το να τα βά­λει μα­ζί του, ακό­μη και τα με­γά­λα κή­τη και οι άγριοι θη­ρευ­τές της θά­λασ­σας απέ­φευ­γαν να το συ­να­ντή­σουν.

Σύ­ντο­μα, όμως, και αφού πέ­ρα­σε η πρώ­τη χα­ρά για την ισχυ­ρό­τα­τη πα­νο­πλία που του εξα­σφά­λι­ζε από­λυ­τη ασφά­λεια, το ψά­ρι προ­πο­μπός δια­πί­στω­σε ότι δεν μπο­ρού­σε να κι­νη­θεί με την άνε­ση που κο­λυ­μπού­σε πρώ­τα. Οι ξα­κου­στές κο­λυμ­βη­τι­κές του ικα­νό­τη­τες μειώ­θη­καν και αυ­τό ήταν ανα­γκα­σμέ­νο, λό­γω της βα­ριάς του πα­νο­πλί­ας, να κι­νεί­ται λι­γό­τε­ρο στην επι­φά­νεια της θά­λασ­σας και πε­ρισ­σό­τε­ρο στον βυ­θό κι εκεί να ανα­ζη­τά την τρο­φή του. Στα­δια­κά, η πα­ρου­σία του στην επι­φά­νεια όλο και λι­γό­στευε και ανα­γκά­στη­κε να προ­σαρ­μο­στεί σε όλο και με­γα­λύ­τε­ρα βά­θη και στις συν­θή­κες που επι­φυ­λάσ­σουν τα σκό­τη της αβύσ­σου κι έτσι, ασφα­λές μεν, αλ­λά σε απέ­ρα­ντη μο­να­ξιά έζη­σε την υπό­λοι­πη ζωή του. Σύμ­φω­να με τον βιο­λό­γο Λά­γιο ντε Νά­τις, το ψά­ρι προ­πο­μπός, αυ­τό το ξε­χω­ρι­στό ψά­ρι των θα­λασ­σών, εί­ναι ο πα­τέ­ρας των ψα­ριών της αβύσ­σου, της οι­κο­γέ­νειας των Ου­ρα­νο­σκο­πί­δων, που ζουν από­λυ­τα προ­φυ­λαγ­μέ­να, χω­μέ­να μέ­σα στη λά­σπη του πυθ­μέ­να. Τα μά­τια τους μό­νο εξέ­χουν και προς τον ου­ρα­νό κοι­τά­ζουν με θλί­ψη, να δια­τρέ­ξουν προ­σπα­θώ­ντας τον όγκο του νε­ρού ως την επι­φά­νεια, εκεί που κά­πο­τε ο μα­κρι­νός τους πρό­γο­νος διέ­σχι­ζε άφο­βος τα κύ­μα­τα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: