Γεννημένη Καρυάτιδα
Τώρα το καλοκαίρι,
οι περισσότερες γυναίκες κόβουν τα μαλλιά τους κοντά.
«Αγορίστικα» τα αποκαλούν,
με πνιχτό χαμόγελο,
σαν να κάνουν ζαβολιά,
σαν να’ ναι η δροσιά,
προνόμιο των αγοριών
και η διάφανη γραμμή ιδρώτα
στο χνούδι του λαιμού,
το περήφανο τίμημα της
θηλυκότητας.
Κάνει ζέστη.
Το λαστιχάκι,
περασμένο στον καρπό,
μέτρα τους σφυγμούς μου
μαζί και τα δευτερόλεπτα.
Ζέστη, πολλή ζέστη,
το δωμάτιο με πνίγει
και η Αθήνα μου απάνθρωπη.
Τραβάω τα μαλλιά
πίσω από τ’ αυτιά
και κοιτάζομαι στον καθρέφτη.
Δεν μου πάει το κοντό.
Μου το λέγε η μαμά από μικρή.
Κι εγώ πίστευα πάντα
ό,τι μου έλεγε η μαμά.
«Που ακούστηκε Καρυάτιδα,
με κοντό μαλλί!»
Φέρνω μια σβούρα τις μπούκλες πάνω στο κεφάλι
και τις καρφώνω με το κίτρινο, δαγκωμένο μολύβι
που βρήκα στο συρτάρι μου.
Πετάω το βρακί μου στο πάτωμα
και τρέχω στο μπάνιο.
Χώνομαι στο ντους
κι αφήνω το νερό να αποφασίσει για τη διαδρομή του.
Το νερό τρέχει από την υδρορροή,
κυλά στο πεζοδρόμιο και φτάνει στον Ιερό βράχο.
Τώρα από το μικροσκοπικό παραθυράκι του μπάνιου,
ανθίζει μπροστά μου η Ακρόπολη.
Βγαίνω αγωνιώντας,
με τα νερά, να σχηματίζουν λιμνούλες σε κάθε μου βήμα.
Κοιτάζω το ξέστρωτο κρεβάτι.
Ένα άσπρο σεντόνι,
μονό,
η ιστορία της ζωής μου.
Το αρπάζω,
το τυλίγω δυο τρεις φορές γύρω από το βρεγμένο μου κορμί,
παρατηρώ τις πτυχώσεις που σχηματίζονται
και το στερεώνω με το λαστιχάκι
στον αριστερό μου ώμο.
Τρέχω στον καθρέφτη ξανά.
Μέσα του φαίνονται πιο καθαρά τα αετώματα.
Κι όπως με κοιτάζω, λυγίζω αργά
το γόνατο
κι επιτέλους
παίρνω τη θέση μου
στο Ερεχθείο.
Θα παραμείνω εδώ, ακίνητη,
δίπλα στις υπόλοιπες.
Να λούζομαι κάθε μέρα στο Αττικό φως,
με τη φόρμουλα «όχι πια δάκρυα»
μηδίζοντας στην ευτυχία.
Και μη μου πει κανείς για το μολύβι...