Παρειές
της Α.-Ξ. Π.
το υπεραστικό γεμάτο γέρους ηθοποιούς Έχει σταθμεύσει στις Παρειές για ούρηση & καύσιμα Σιμά περνούν και με καπνό πολλοί δεκαεπτάχρονοι Το παρουσιαστικό τους: το μαθητικό Το βλέμμα τους λοξά λοξό Το βήμα τους αλλόκοτο: δύο μέρη ξεκάρφωτο και ένα μέρος στρατιωτικό
στα τζάμια πέφτουν παγανιστικές οι σκιές των σαλτιμπάγκων Το λεωφορείο φαίνεται να αδιαφορή ή και να επιδεικνύεται Αργά γυρίζει και ομιλούν πολλές από τις στρώσεις του Η πρώτη άχυρο χαρτί, η άλλη από διαφάνεια, η τρίτη εντόμου έλυτρο, ιριδισμός!, χειμώνας
στο βάθος τρέχουν μηχανές Και το νυχτερινό γυμνάσιο μετράει με το κουδούνι: τριάντα τυρόπιτες, δύο αποβολές και απουσίες ένδεκα, έξη, εννιά Ο απουσιολόγος παίζει
οι επιβάτες σαν να ανησυχούν Μα προσποιούνται πως γελούν και χαιρετούν συνέχεια Δείχνουν τα άσπρα γάντια τους που είναι από χαρτί Και τα κοντά φαρδύστομα βαζάκια της βανίλλιας: μέσα στα σάλια κολυμπούν χιλιάδες παλαούνια
σε μια γωνιά φαίνονται-κρύβονται μαζί κεφάλι αλόγου και μια σάλπιγγα Κάποιος που ζωγραφίζει την σκηνή χάνει λεφτά Στα γρήγορα ανάβει ένα τσιγάρο Κοιτάζει το έργο του Τα σώματα καχεκτικά Τα χρώματα θυμίζουν εισιτήρια που ξεχασμένα πλένονται τις Κυριακές μέσα στα παντελόνια
κουνιέται κάπως ἡ σκηνή Και οι φύλακες πλησιάζουν με μαστίγια Θέλουν να κάνουν κύματα Θέλουν να δουν επί σκηνής ένα χριστουγεννιάτικο καράβι με λαμπιόνια
όμως για λίγο σταματούν
Και εκεί αλλάζει ἡ μουσική
δες, παίρνει εμπρός ἡ μηχανή
και οι ηθοποιοί, ἄ, οι ηθοποιοί, δεν πάνε πίσω:
κακολογούν, χοροπηδούν, ψέλνουνε κάλαντα, μουγκρίζουν
σε μια ακακία όλο πουλιά
μία γυναίκα όλο σπυριά
Τους χαιρετά καπνίζοντας
Θέρμανση
α΄
σε κατάστημα Δίχως κάθόλου θέρμανση ή χαρτί για να στρίψουν τσιγάρα Οι πελάτες
Είχαν δείχναν στο πέτο τους μικρές άσπρες καρφίδες
Και τα ράφια; Ήταν άδεια και ξύλινα Και οι πελάτες;
σαν πελάτες Άαά… διαρκώς διασκέδαζαν Μαννιθάρκα & όνειρα έγλυφαν
και γυμνές άσπρες ρίμες
ο υπάλληλος ξαφνικά Σαν να ούχτισε Ο υπάλληλος ξαφνικά τίττυ-φίου
ο υπάλληλος τερα-λά και εσημάδεψε
Άι τσαφ-τσάφ Και στο χέρι του έσβησε Το λαμπρό άσπρο σπίρτο
μουΣικές και τα πόδια του έβαλε σε κουτί άδειο-άδειο Και κοιτάζοντας τα χαρτιά του θυμήθηκε Και σφυρίζοντας λυπημένα κοιμήθηκε Να το σώμα του γρήγορά πώς καλύφθηκε / ψιλεπτή σκόνη-σκόνη Η γύψος
ψιλεπτή σκόνη-σκόνη Σαν γύψος
— ήταν σκύλος και ποτέ δεν τον σκέπαζαν: τα μεγάλατα χόρταρ Ο ύπνος -
β΄
όμως
είχετος Μόνος είχεντος μιαν εποχή:
κερασιές, λεμονιές και κερήθρες Βζζζ λοιπόν και τα έντομα
νάι λοιπόν και οι κηρήθρες
Και αγκαλιές τα νεράγκαθα & Όλα τα άλλα πολύτιμα
και οι βροχές; Της Μαρίας
και όλα άλλα; καλά Σαν φιλιά και ανεμόμουρα
σαν μικρά αποδημία
που ποτέ της δὲν έλαβεν… Τα πετούμενα έμειναν
στουτονένα τὸν έσχατο Κήπο της αφθαρσίας
όπου και έκαιεν έτι Τὸ χρυσό μαραφέτι Των παλαιών εραστών
το χωνί της μαγείας
και έξων έπεφτε κάτι Σαν να πέφταν ψιλές Και ποιητές με φορτία
και βιβλία διάφορα που ‘τα έλεγαν όλα’
ἄ, στο ποίημα ζωγραφείς ό,τι θες Πειρατές, πικραντές και απουσίες
τίτλος τέλους: «το φούγονγος των εραστών, το αίμας της λαγνείας»
Περαματάτα
όχι προφήτης οδηγός θεραπευτής, Ν. Μαραγκού
πέτρινο σπίτι με σκορπιούς
ψιθυμίνθη βαράθρονος
σταχυπέτρα βαράμαυρη
παρανάλαν παράκρανας
κλαδιά κλαδιών γριβυσσινί
και ένας περίσσευε
σταυρός,
κλαδιά κλαδιών γριβυσσινί
σύννεφο, μονοπάτι
και έλα χορό παλιόμουτρο
με χείλη από βατόμουρο
γιατί είμαι
ο αλάτης σου
γιατί είμαι ο αλήτης,
ο αλάτης,
ο ἁλάτιστής
και ίσως γιατί στις αλυκές
λαλεῖ πουλί, παίρνει σπυρὶ
ίσως γιατί στις αλυκές
είναι τα πράγματα
για να
κοροϊδευόμαστε
κλαδιά κλαδιών γριβυσσινί
σύννεφο, μονοπάτι
Διασχίζοντας
χαλαπένιος ων, όμενος
μένος καὶ ίζοντας, είμενος, κείμενος
τερερέμ-μέ διασχίζοντας
τους αντιθέτως βαίνοντες παραμερίζοντας
φόρές μαινόμενος, άλλες γρυλλίζοντας
τα πλην αθροίζοντας, ψίλολοΐζοντας
βρόχη-βροχὴ τονθρύζουσα,
τονίζουσα, μένη και ίζουσα,
τα κείμενά μου
ων, όμενος, μένος και ίζοντας
παρεννοών, βρεχόμενος, γρυλίζοντας
ύγρα λυγρά
χάρά γαράν λυγρίζοντας
διάσχι
διασχίζοντας, ο χαλαπένιος
Ο χαλαπένιος
ώχρα ώς τα γόνατα, κόκκινη γη,
ήλιος στρογγύλος
με χαραγμένες τις ώρες μου
Βηχώ
κήπος με λεμονιές
παρατηρώ
παραμερίζω φύλλωμα
θέλω να δω
και τοίχος
νέκρά ραδιόφωνα εδώ
μιλοκοιτώ και βήχω
μαγγανοπήγαδο ξερό
σκύβω, ακούω την βηχώ
και αφήνω ένα δαμάσκηνο
σχίνος στο φως, στο φως ιστός
λάστός εδώ, ίσως και παραπέρα,
κάποιαν ημέρα θα 'ναι
θα
μια κάποια θαυμασκήνωσις
Νέδα ταράγα
ά-α-ά
κεριά μόνο τα μάτια σου
πάει το κόκκινο καρότσι Ο κόσμος τραγουδάει
όνο δορόμο πάγανο και ένα ομοίωμα βαθύ
σαν περπατάς Σαν χορευτάς ανάποδα Σαν περπατάς
παράποα Εσύ με τα τετράποδα Συ γελαστά
φωνάζοντας
Έλα και εσύ
Παίζεις με τα παραθυρόφυλλα Με ένα κρασί
έρχεται ο άνεμος ντορής
ὁ χορευτής και ανάποδα
άνα μαγγάνα γόνατα βαθύ
σού γλύφει το φουστάνι
σου
Αραμπαρούτ παράποα
σαν μεθυστά και ανάποδα
Νέδα ταράγα μού κρασί
παραμουρμού
νεφάνη