Ο κύριος Κάπα, λογιστής στο επάγγελμα, καθόταν στο γραφείο του σπιτιού του και εργαζόταν προσπαθώντας να κλείσει κάποιες εκκρεμότητες, όταν τον επισκέφτηκαν οι φίλοι του. Ήρθαν κι οι τρεις μαζί, απρόσκλητοι. Μπήκαν χωρίς μιλιά κι όταν τους είπε να καθίσουν, έκαναν πως δεν άκουσαν. Αυστηροί και άκαμπτοι, ο ένας πλάι στον άλλο, του θύμισαν στρατιωτικούς που επιβλέπουν μια εκτέλεση, ξημερώματα σε προαύλιο φυλακής. Ύστερα ακροβολίστηκαν στο δωμάτιο, βάζοντάς τον στη μέση.
«Δεν ήρθες χθες», του είπε ο Α. κοιτώντας έξω από το παράθυρο.
«Πού;»
«Στην κηδεία του Τάσου. Ήμασταν όλοι εκεί, μόνο εσύ έλειπες».
«Ναι, δυστυχώς».
«Κρίμα».
«Ναι, κρίμα».
«Ήταν ωραία κηδεία».
«Χαίρομαι. Δηλαδή...»
«Είναι λυπηρό», επενέβη ο Β.
«Ναι», είπε, «λυπηρό. Και τόσο ξαφνικό!»
«Δεν λέω για τον Τάσο».
Δεν πρόλαβε να τον ρωτήσει τι εννοούσε, τον λόγο πήρε ο Γ.
«Υποτίθεται πως είμαστε φίλοι. Έχουμε περάσει δια πυρός και σιδήρου, στηρίζαμε μια ζωή ο ένας τον άλλο. Πιστεύαμε πως αυτό που μας ενώνει έχει διάρκεια. Και πως στην ανάγκη θα παραστέκαμε ο ένας τον άλλο».
«Έτσι είναι».
«Όχι, λοιπόν, φαίνεται πως δεν είναι. Κάναμε λάθος. Τουλάχιστον όσο αφορά εσένα«, είπε ο Α., που έφυγε από το παράθυρο κι ήρθε και κάθισε στον καναπέ δίπλα στον Β.
«Για ποιο πράγμα μιλάτε;»
«Δεν ήρθες στην κηδεία χθες».
«Ωραίος φίλος!» γέλασε ειρωνικά ο Γ. και στάθηκε κοντά στους άλλους.
Αυτό πια πήγαινε πολύ.
«Αυτά που λέτε είναι ανοησίες. Το ξέρετε ότι σας έχω σαν αδέρφια μου. Απλά δεν έμαθα για την κηδεία».
Γέλασαν και οι τρεις μαζί.
«Λες ψέμματα».
«Κοιτάξτε, ακόμα κι αν το ήξερα, ακόμα κι αν δεν ήρθα γιατί είχα να τακτοποιήσω κάποιες εκκρεμότητες…»
«Ώστε το παραδέχεσαι!»
«Ναι, και λοιπόν; Στο κάτω-κάτω», ξέσπασε ο κύριος Κάπα, «όταν είσαι πεθαμένος, καθόλου δεν πρέπει να σε νοιάζει ποιος θα έρθει ή δεν θα έρθει στην κηδεία σου. Πάει, πέθανες, πάρ΄ το απόφαση. Ούτε μπορεί κανείς να είναι φίλος πια με κάποιον που έχει πεθάνει, ούτε να του παρασταθεί μπορεί, κανένα νόημα δεν έχει».
Το είπε και το είχε κιόλας μετανιώσει. Μα ήταν αργά, δεν μπορούσε να το πάρει πίσω.
«Απαράδεκτο!»
«Απίστευτο!»
«Ασυγχώρητο!»
Κούμπωσαν βλοσυροί τα σακάκια τους.
«Χθες βράδυ ήρθε ο Τάσος. Ήρθε σε όλων μας τον ύπνο και μας έλεγε, “σε είδα που ήρθες, χάρηκα πολύ, σε ευχαριστώ. Εκείνος όμως πού είναι;” Εσένα εννοούσε. “Γιατί δεν ήρθε;” ρώταγε. Δεν ξέραμε τι να του πούμε».
Ανατρίχιασε. Γιατί μετά απ’ αυτούς είχε έρθει και σε εκείνου τον ύπνο και τον ρώταγε «γιατί δεν ήρθες;» και δεν ήξερε ούτε αυτός τι να του πει, πώς να το πει, και είχε ξυπνήσει κάθιδρος μέσα στη νύχτα.
Στην πόρτα γύρισαν κι οι τρεις. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, διστάζοντας φανερά ποιος θα αναλάμβανε να εκφωνήσει την βαρυσήμαντη ανακοίνωση που ήταν καταπώς φαίνεται και ο λόγος της επίσκεψής τους.
Τελικά ήταν ο Α. που, αφού πήρε μια βαθιά ανάσα, το ξεστόμισε.
«Τον τελευταίο καιρό, αφότου σε άφησε η γυναίκα σου, έχεις γίνει άλλος άνθρωπος. Καταθλιπτικός, μονόχνοτος, αγέλαστος. Λες και μας κάνεις χάρη που έρχεσαι στην παρέα μας. Να το ξέρεις, όμως. Στην πραγματικότητα εμείς σου κάναμε χάρη τόσο καιρό, έτσι όπως συμπεριφερόσουν. Το χθεσινό συμβάν ξεχείλισε το ποτήρι. Λοιπόν, όπως έστρωσες θα κοιμηθείς. Η φιλία μας τελειώνει εδώ. Μια καλημέρα μόνο από μακριά, τίποτα άλλο. Ίσως, ούτε κι αυτό».
Αυτό ήταν όλο, λοιπόν; Σχεδόν του έφερε ανακούφιση αυτή η αναγγελία. Επιτέλους, θα έβρισκε την ησυχία του και θα τακτοποιούσε με ηρεμία τις εκκρεμότητές του. Τέρμα οι ατέλειωτες, πληκτικές βραδιές με τις χιλιοειπωμένες ιστορίες, τα κρύα αστεία, τις σαχλαμάρες. Έψαχνε κάτι ειρωνικό και αρκούντως δηκτικό για απάντηση, μα ο Α. τον πρόλαβε.
«Και το σημαντικότερο. Αποφασίσαμε ομόφωνα —και δώσαμε όρκο μάλιστα— πως κανείς μας δεν πρόκειται να έρθει στην κηδεία σου. Τελείωσε! Κανείς!»
Και με τα λόγια αυτά βγήκαν και οι τρεις από το σπίτι.
Έμεινε για ώρα εκεί κοιτώντας σαστισμένος την πόρτα που είχαν φεύγοντας βροντήξει πίσω τους. Τα τελευταία λόγια του Α. ηχούσαν σε επανάληψη. Δεν του είχε περάσει ποτέ πριν από το μυαλό αυτό το ενδεχόμενο. Και ποιος θα ερχόταν στην κηδεία του, όταν έφτανε η ώρα; Κανείς; Αυτό πια πήγαινε πολύ, δεν άξιζε τέτοια σκληρότητα. Πώς μπόρεσαν να σκαρφιστούν —αυτοί, οι δήθεν φίλοι του—μια τόσο καταφανώς άδικη τιμωρία;
Έβαλε ένα λικέρ και προσπάθησε να ηρεμήσει. Μα όσο το σκεφτόταν, τόσο πιο απαίσια φάνταζε η προοπτική να τον πηγαίνουν τέσσερις (πέντε, μαζί με τον παπά, άντε έξι-εφτά αν βάλεις και τους νεκροθάφτες), άγνωστοι όλοι τους, και γύρω άλλος κανείς που να έχει κάτι να θυμάται από αυτόν. Κάποιος, όχι να κλάψει —αυτό ούτε που το έλπιζε καθόλου, οι άνθρωποι που θα έχυναν για εκείνον κάποιο δάκρυ είχαν φύγει προ καιρού—, να έχει, όμως, να πει ένα καλό λόγο. Έστω κάτι τυπικό. Ακόμα και μια χιλιοειπωμένη ιστορία, ένα κρύο αστείο, μια σαχλαμάρα.
Τις επόμενες μέρες προσπάθησε να έρθει σε επαφή μαζί τους με σκοπό να διαπραγματευτεί την μείωση της ποινής του, προσέκρουσε όμως σε ένα τείχος αδιαλλαξίας και κατάλαβε πως η ετυμηγορία τους ήταν αμετάκλητη και δεν υπήρχε τρόπος να τους μεταπείσει. Αυτή η επίγνωση του έφερε μεγάλη απελπισία.
——————
Ο Ισιδώρου, εισαγγελέας πρωτοδικών, καθόταν στο συνηθισμένο τραπεζάκι, στη γωνία, και διάβαζε την εφημερίδα του.
«Έχετε απευθύνει αυτή την πρόσκληση και σε άλλους, κύριε Κάπα;» τον ρώτησε αφού τον άκουσε με ενδιαφέρον.
«Όχι, ένας σαν εσάς μου αρκεί».
«Και οι συγγενείς; Οι φίλοι σας;»
«Οι συγγενείς είναι ελάχιστοι και τόσο μακρινοί που -στην περίπτωση που με θυμούνται- απλά θα εκπλαγούν αν μάθουν ότι ζω ακόμα. Φίλους δεν έχω πια. Όσοι είχα δεν θα ευαρεστηθούν, έχουν τους λόγους τους».
«Μάλιστα. Και, αν επιτρέπεται, γιατί σας απασχολεί αν θα είστε μόνος στην κηδεία σας, αφού θα έχετε πεθάνει;»
Κάτι παρόμοιο είχε πει κι αυτός στους άλλους. Και το είχε μετανιώσει.
«Η μοναξιά της ζωής είναι υποφερτή, κύριε Ισιδώρου. Θα μπορούσε κάποιος να τη συνηθίσει. Μα να είσαι και στην κηδεία σου μόνος;»
«Μα δεν θα έχετε αντίληψη του γεγονότος, αν το καλοσκεφτείτε. Αφού θα είστε πεθαμένος».
«Αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση. Εν πάση περιπτώσει, το γνωρίζω σίγουρα από πριν, αυτό είναι το θέμα. Και δεν το αντέχω αυτό, κύριε Ισιδώρου. Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Λοιπόν, μου το υπόσχεστε;»
Ο Ισιδώρου έσβησε το τσιγάρο του, άναψε ένα άλλο και έγειρε πίσω στην καρέκλα σκεφτικός.
«Δεν είστε τόσο ηλικιωμένος και φαίνεστε υγιής. Δεν καταλαβαίνω το άγχος σας και τη βιασύνη σας να ρυθμίσετε ένα τόσο απευκταίο γεγονός. Τέλος πάντων, σας το υπόσχομαι. Θα έρθω στην κηδεία σας. Θα προσευχηθώ μάλιστα για εσάς, εάν βεβαίως το επιθυμείτε».
«Πολύ θα χαρώ. Θα πείτε κι ένα καλό λόγο σε όποιον σας ρωτήσει;»
«Δεν γνωριζόμαστε και τόσο, αλλά ευχαρίστως. Κάτι θα σκεφτώ. Θα ρίξω και μια χούφτα χώμα στο φέρετρό σας».
«Κι ένα λουλούδι, μήπως;»
«Κι ένα λουλούδι. Οπωσδήποτε κι ένα λουλούδι!»
«Ωραία λοιπόν, είμαστε σύμφωνοι, αυτό ζητώ από εσάς, δεν θέλω τίποτα άλλο. Σας ευχαριστώ πολύ!»
Του έσφιξε θερμά το χέρι.
Η συμφωνία αυτή του έφερε ανακούφιση και αναπτέρωσε το ηθικό του. Ήξερε πως οι άλλοι θαύμαζαν και σέβονταν τον Ισιδώρου. Έλπιζε λοιπόν βάσιμα πως αν το μάθαιναν —θα φρόντιζε επιδέξια αυτός να διασπείρει τις σχετικές φήμες— θα ζήλευαν και θα μετάνιωναν για την απόφασή τους. Θα του έδιναν χάρη άρον-άρον και —όταν έφτανε εκείνη η ώρα— θα έσπευδαν να τον συνοδεύσουν στο τελευταίο ταξίδι.
——————
Μια βδομάδα μετά, ο κύριος Κάπα βρήκε τον Ισιδώρου στην ίδια θέση. Του φάνηκε χλωμός και καταπονημένος και -αν και του έδειξε ο ίδιος την καρέκλα δίπλα του- δεν έβγαζε μιλιά. Θα είχε τις στεναχώριες του ο άνθρωπος, σκέφτηκε.
Μετά από αρκετά λεπτά αμήχανης σιωπής, ο Ισιδώρου ρούφηξε την τελευταία γουλιά από τον καφέ του και σηκώθηκε. Έκανε να φύγει, ύστερα το μετάνιωσε, γύρισε και κάθισε ξανά.
«Πρέπει να σας εξομολογηθώ κάτι», του είπε. «Σχετικά με όσα λέγαμε την τελευταία φορά. Φοβάμαι πως δεν θα καταφέρω να τηρήσω την υπόσχεσή μου».
Σχεδόν πετάχτηκε από την καρέκλα.
«Ορίστε; Σας έπιασαν μήπως και σας αυτοί οι αχρείοι;»
«Ποιοι αχρείοι; Σε ποιους αναφέρεστε;»
«Ξέρετε πολύ καλά!»
«Δεν έχω ιδέα. Ακούστε με όμως, οφείλω να σας ενημερώσω”, ψιθύρισε ο Ισιδώρου κι αφού κοίταξε δεξιά κι αριστερά έσκυψε μπροστά, χαμηλώνοντας κι άλλο τη φωνή του. “Θα σας το πω κι ας μείνει μεταξύ μας, σας παρακαλώ. Η συμφωνία μας ισχύει ασφαλώς, αλλά μάλλον η ισχύς της είναι τυπική. Δεν θα προλάβω. Πάσχω από καρδιά. Σε δυο τρεις μήνες το πολύ, πάω, αφήνω γεια. Μπορεί να συμβεί από μέρα σε μέρα. Σύμφωνα με τις στατιστικές, είπε ο γιατρός. Σας ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη».
Ο κύριος Κάπα έμεινε αμήχανος για λίγο. Σιγά-σιγά ηρέμησε.
«Λυπάμαι πολύ, κύριε Ισιδώρου».
Στα αλήθεια λυπόταν.
«Να μην ανησυχείτε», του είπε μετά. «Οι στατιστικές υπάρχουν για να διαψεύδονται».
Ο Ισιδώρου σηκώθηκε ξανά και, χαμογελώντας πικρά, τον αιφνιδίασε με την ερώτησή του.
«Κι εσείς; Θα έρθετε, φαντάζομαι, στην κηδεία μου κι εσείς, έτσι δεν είναι; Όπως εγώ στη δική σας».
«Μα ασφαλώς! Σας το υπόσχομαι».
Γέλασαν πρόσχαρα και οι δυο και έσφιξαν τα χέρια εγκάρδια.
Όταν ο Ισιδώρου έφυγε, αυτός κάθισε λίγο ακόμα στο καφενείο, κοιτάζοντας έξω από τη τζαμαρία τον κόσμο που έκοβε βόλτες στον ηλιόλουστο δρόμο, τα ζευγάρια στα παγκάκια, τα παιδιά που έπαιζαν στο απέναντι πάρκο. Ήταν μια όμορφη μέρα, κατά τα άλλα.
Τα δεδομένα δεν είχαν αλλάξει και πολύ, σκέφτηκε μετά. Η συμφωνία με τον Ισιδώρου εξακολουθούσε να ισχύει, όπως τον είχε διαβεβαιώσει ο ίδιος λίγο πριν, και οι εκκρεμότητές του είχαν ρυθμιστεί. Μόνο που θα έπρεπε να επισπεύσει κάπως τα πράγματα, ακόμα κι αν δεν είχε ψυχολογικά προετοιμαστεί επαρκώς. Δεν μπορούσε να το ρισκάρει.
Πήγε στο σπίτι, έστρεψε τη φωτογραφία της γυναίκας του προς τον τοίχο, να μη βλέπει, κρέμασε το σκοινί από τον γάντζο του φωτιστικού, έφτιαξε μια ωραία θηλιά και έστησε από κάτω μια καρέκλα. Ύστερα, με όμορφα, καλλιγραφικά γράμματα, έγραψε ένα σημείωμα, απευθυνόμενο στον κύριο Ισιδώρου, και το άφησε στο τραπεζάκι.
Κύριε Ισιδώρου, η ζωή είναι απρόβλεπτη. Έτσι που ήρθαν τα πράγματα, εγώ θα είμαι εκείνος που δεν θα τηρήσει την υπόσχεσή του. Μην αμελήσετε όμως την δική σας, θα σας περιμένω.
Σας ευχαριστώ θερμά εκ των προτέρων.
Εις το επανιδείν.