Αχ, οι ψυχές των πραγμάτων!

——————
Σπουδή σε έξι αγαπημένα κείμενα

——————

Έχετε ποτέ αναρωτηθεί τι νιώθουν για σας τα έπιπλά σας; Μην ξαφνιάζεστε. Σοβαρολογώ. Το λέω για να τ’ ακούω πρώτα ο ίδιος, αφού συχνά κι εγώ ξεχνιέμαι. Δείτε, για παράδειγμα. Τώρα που γράφω, νιώθω την πολυθρόνα μου σκληρή, άκαμπτη. Ανησυχεί για το σημερινό μου κείμενο. Μπορεί να νομίζει πως τρελάθηκα, πως θα με διώξουν από την εφημερίδα. Καιρό τώρα με κοιτάζει περίεργα, ακριβώς όπως εσείς τώρα. Ίσως σκέφτεται ότι φταίνε τα βιβλία που διαβάζω. Δεν ξέρει πως αυτά τα βιβλία με έκαναν να τη γνωρίσω καλύτερα. Παλιότερα καθόμουν σε αυτή χωρίς να της δίνω καμία σημασία. Όταν ήθελα να καθαρίσω το γραφείο, την έσπρωχνα στην άκρη κι άφηνα επάνω της ό, τι άχρηστο έβρισκα, χαρτιά για ανακύκλωση, παλιές εφημερίδες. Δεν την άκουσα ποτέ να παραπονεθεί κι έτσι κοιμόμουν με ελαφριά συνείδηση. Μέχρι που διάβασα κάπου ότι τα ξύλινα έπιπλα έχουν ψυχή, ένα μικρό σκουρόχρωμο πουλί που έρχεται κατευθείαν από τα δάση, από τον καιρό που αυτά ήταν δέντρα με ρίζες και δροσερά φύλλα. Φαίνεται πως αυτό το πουλί είναι ταραχοποιό στοιχείο, ξεσηκώνει τα έπιπλα, τις αθώες καρέκλες της κουζίνας, τα ήσυχα κομοδίνα, τον βαρύ κι ασήκωτο καναπέ. Μη διανοηθείτε ποτέ, σε οικογενειακό τραπέζι, αν οι καλεσμένοι δεν χωράνε να κάτσουν στην τραπεζαρία, να φέρετε καρέκλες από την κουζίνα. Ό, τι πιο επικίνδυνο, ειδικά αν το σαλόνι ή το καθιστικό σας έχει επίσημη ατμόσφαιρα- πίνακες, ασημικά, χαλιά ή, ακόμα χειρότερα, ένα πιάνο. Δεν ξέρετε πώς μπορεί να αισθανθούν οι καρέκλες της κουζίνας όταν πατήσουν τα πόδια τους στα παχιά χαλιά, όταν καθρεφτιστεί επάνω τους η γυαλάδα των ασημένιων βάζων, όταν ακούσουν την οικοδέσποινα να παίζει ρομαντικά τραγούδια στο πιάνο. Φουσκώνουν εύκολα τα μυαλά των επίπλων, ιδίως καθώς μιλάνε μεταξύ τους το βράδυ, την ώρα που οι ιδιοκτήτες του σπιτιού κοιμούνται μακάρια στα κρεβάτια τους. Υπάρχει φόβος να ξεσπάσει επανάσταση, κι αυτό, πιστέψτε με, είναι κάτι που δεν θέλετε να ζήσετε. Ούτε είναι τυχαίο που αυτά γίνονται όταν οι ένοικοι κοιμούνται ή απουσιάζουν. Τα δωμάτια των σπιτιών είναι γεμάτα με φοβισμένα πλάσματα, φώτα και σκιές, κουρτίνες που τις σηκώνει ο αέρας, πέταλα λουλουδιών που πέφτουν, πράγματα που δεν συμβαίνουν όταν κάποιος κοιτάζει.

Κάποτε βρέθηκα σε μια παρέα ανθρώπων με τους οποίους δεν είχα πολλά κοινά, αναγκαστική συνύπαρξη στα πλαίσια της κοινωνικότητας, ομολογουμένως συγκινητικής από τη μεριά τους, αφού με φιλοξενούσαν στο εξοχικό τους. Ήταν χειμώνας με πολύ κρύο έξω. Μέσα το τζάκι έκαιγε δυνατά, μια φωτιά με όρθιες, χορευτικές φλόγες στην αρχή και αργότερα μια πυκνή ζεστασιά που μας πύρωνε. Ένα νέο μέλος είχε μπει στην οικογένεια των φίλων μου, ο αρραβωνιαστικός της μικρής κόρης. Ακούγεται παλιομοδίτικο, όμως ο αρραβώνας ως γεγονός διατηρούσε ακόμα μια αίγλη γι’ αυτούς. Ο αρραβωνιαστικός ξυπνούσε αργά, σχεδόν τις μεσημεριανές ώρες, και ήθελε αμέσως τον καφέ του. Τον θυμάμαι εκείνο το μεσημέρι, να κατεβαίνει την εσωτερική σκάλα του σπιτιού με την κούπα στο χέρι. «Τι καίμε σήμερα; Τον καναπέ;» ρώτησε την οικοδέσποινα. Τότε μόλις συνειδητοποίησα ότι έλειπε ο σκαλιστός καναπές που άλλοτε στεκόταν στη μια γωνιά του καθιστικού. Οι φίλοι μου άλλαζαν συχνά τη διαρρύθμιση του χώρου· από ανία, νόμιζα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Θυμόμουν τον καναπέ με την πράσινη βελούδινη ταπετσαρία και τα σκαλίσματα στα πόδια και στα μπράτσα. Είχα ακούσει την οικοδέσποινα να τον αποκαλεί «παλιατζούρα» και, παρόλο που τότε ακόμα δεν ήξερα για την ψυχή των επίπλων, είχα νιώσει μια βαθιά λύπη. Τα πράγματα πρέπει να πεθαίνουν πριν από μας. Δεν γίνεται να σε κληρονομεί ο καναπές σου, είχα διαβάσει κάπου. Δυσκολευόμουν να το αποδεχτώ. Στο υπόγειο του δικού μου σπιτιού φύλαγα όλα τα παλιά έπιπλα, εξαρθρωμένες πολυθρόνες με στρεβλωμένα, αρθριτικά πόδια, τραπέζια που τα κατάτρωγε το σαράκι, με το ξεκούρδιστο βιολί του ν’ αντηχεί ολημερίς στα έγκατα της σιωπής. Και να ήταν μόνο το σαράκι. Τα γερασμένα έπιπλα είχαν τη δική τους γκρίνια, την αρρωστημένη φλυαρία τους, έτριζαν αδιάκοπα και χωρίς αιτία. Ίσως ήταν εκείνο το πουλί της ψυχής που πάλευε να βγει, να βρει τρόπο να πετάξει πίσω στη φωλιά του, στα φρέσκα, καταπράσινα φύλλα των ζωντανών δέντρων. Εκτός όμως από τα παλιά έπιπλα, στο υπόγειο φυλάω ψιλοκομμένο ένα ολόκληρο δάσος· σε άλλο δωμάτιο, χώρια από τις γερασμένες καρέκλες και τα καχεκτικά τραπέζια. Ξύλα κομμένα ισοϋψώς, στοιβαγμένα με απόλυτη τάξη σε μια επιτοίχια μεταλλική ραφιέρα, που εκτείνεται από το δάπεδο ως το ταβάνι. Μοσχοβολάει αυτό το δωμάτιο, μια πανδαισία αρωμάτων, πεύκο, κυπαρίσσι, καρυδιά, δρυς. Καμιά φορά, εδώ μέσα, ακούω φωνές πουλιών, κυρίως το βράδυ, όταν παύουν οι θόρυβοι και μένει μόνη της η σιωπή.

Ξέφυγα πάλι. Έχει δίκιο ο επιμελητής της εφημερίδας, τώρα τελευταία τα κείμενά μου τραβάνε τον δικό τους δρόμο, χάνω τον έλεγχο σχεδόν απ’ την αρχή. Λες και είναι άλλο μυαλό κι όχι το δικό μου, που οδηγεί το χέρι μου στην κέλευθο των αφηγήσεων. Σας έλεγα για την ψυχή των επίπλων. Θα σας διηγηθώ την ιστορία μιας καρέκλας. Μάλλον κάπου τη διάβασα, όμως με συγκλόνισε τόσο που νομίζω ότι την έζησα κιόλας. Είναι περίεργο πώς κάποιοι συγγραφείς τρυπώνουν στην ψυχή μας και οι ιστορίες τους γίνονται αναμνήσεις της δικής μας ζωής. Πίσω στην ιστορία όμως. Ήταν μια μοναδικής εμφάνισης καρέκλα, με καμπύλες γραμμές, ψάθινο κάθισμα και πλάτη σαν τιμόνι πλοίου. Περιστρέφονταν κιόλας οι ακτίνες του τιμονιού γύρω από το σταθερό πλαίσιο της πλάτης. Αυτή η σπάνια καρέκλα στεκόταν επί δεκαετίες στην ίδια θέση, στον εσωτερικό διάδρομο ενός σπιτιού. Ήταν λες και η θέση αυτή της είχε δοθεί με άνωθεν επιταγή. Την πρώτη φορά που κατοικήθηκε το σπίτι, νεόδμητο τότε, μια υπηρέτρια άφησε την καρέκλα στη θέση αυτή, στον διάδρομο, ασυναίσθητα, προσωρινά. Η καρέκλα ήταν μόνη της, παράξενο, γιατί οι καρέκλες είναι τα πιο κοινωνικά έπιπλα· πάντα κυκλοφορούν παρέα και πιάνουν εύκολα φιλίες με τραπέζια, πολυθρόνες και καναπέδες. Αυτή η μοναχική καρέκλα έζησε πολλές συγκινήσεις στην κατά τα άλλα ακίνητη ζωή της. Πάνω της κατέρρευσε η πρώτη κυρά του σπιτιού μαθαίνοντας τον θάνατο του γιου της, πάνω της άφησε την τελευταία χορτασμένη του πνοή ένας γέροντας μετά από πλούσιο φαγοπότι, ακόμα κι ένα μωρό είχε γκρεμοτσακιστεί από το ψάθινο κάθισμα, χωρίς ευτυχώς να πάθει τίποτα· τα μωρά είναι εφτάψυχα, όπως οι γάτες. Είχαν περάσει κι άλλες οικογένειες από το σπίτι, η επίπλωση άλλαζε με τους καιρούς, τα παιδιά μεγάλωναν, έκαναν δικά τους παιδιά κι εγγόνια, όμως η μοναχική καρέκλα έμενε εκεί, στο ίδιο σημείο, λες και τα πόδια της είχαν ριζώσει στη συγκεκριμένη θέση του μακρόστενου εσωτερικού διαδρόμου. Ήταν γραφτό το σπίτι να πεθάνει πριν από την καρέκλα. Οι τελευταίοι ένοικοι το έδωσαν αντιπαροχή κι έφυγαν, εν αναμονή της ανέγερσης πολυτελών οροφοδιαμερισμάτων, αφήνοντας πίσω αρκετά παλιά έπιπλα, μαζί και την καρέκλα. Στην πρώτη του επίσκεψη στο εγκαταλειμμένο σπίτι, ο εργολάβος της οικοδομής, εθισμένος στην ηδονή της καταστροφής των παλαιών και στην ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας του δημιουργού, στάθηκε με ειρωνική διάθεση απέναντι στην αιωνόβια, θαλερή καρέκλα. Γύρισε κοροϊδευτικά μερικές φορές το τιμόνι της πλάτης και στη συνέχεια, την έπιασε και άρχισε να την κοπανάει με δύναμη στο δάπεδο. Η καρέκλα αντιστάθηκε αρκετά. Στα πρώτα χτυπήματα δεν έβγαλε ούτε ήχο. Με την πείρα του καταστροφέα ο εργολάβος την κοπάνησε σε ένα από τα μπροστινά πόδια που φαινόταν πιο αδύναμο. Το πόδι αυτό, ραγισμένο από μια παλιά περιπέτεια, δεν τα κατάφερε, έσπασε κι έπεσε άψυχο στο δάπεδο, μπροστά στην κουτσή πια καρέκλα. Ο εργολάβος αποτέλειωσε το έργο του με ορμή, αφήνοντας την καρέκλα κατεστραμμένη, έναν θανατερό σωρό από συντρίμμια ξύλων, ψάθινα ράκη και ένα τιμόνι πλοίου χωρίς άξονα περιστροφής. Εβδομάδες αργότερα, στην κατεδάφιση του σπιτιού, όταν είχαν ολοκληρωθεί οι εργασίες των εκσκαφέων και είχαν έρθει τα φορτηγά να απομακρύνουν τα μπάζα, το συνεργείο και οι περαστικοί έμειναν άφωνοι μπροστά στο απίστευτο θέαμα. Στην κορυφή του σωρού των μπάζων στεκόταν η καρέκλα, σαν καινούργια, με το ψαθί της άθικτο και το τιμόνι της να περιστρέφεται χωρίς σταματημό. «Αχ, οι ψυχές των πραγμάτων!» μουρμούρισε μια ηλικιωμένη γυναίκα και απομακρύνθηκε κάνοντας τον σταυρό της.

Ήθελα να τα μάθετε όλα αυτά εσείς οι πιστοί μου αναγνώστες, δεν θέλω να έχω μυστικά από σας, κι ας ξέρω ότι πάλι θα με κατσαδιάσει ο διευθυντής σύνταξης. Έχω και μία τελευταία συμβουλή να σας δώσω. Μην αφήνετε καθρέφτες κρεμασμένους στα δωμάτιά σας. Παγιδεύουν τις εικόνες, τις φυλακίζουν μέχρι που αυτές γίνονται φαντάσματα· επισκέπτες εραστές, προσφιλείς νεκροί, ο κούριερ με το δέμα, η καθαρίστρια τα Σάββατα, οι καλεσμένοι στα γιορτινά τραπέζια, ο υδραυλικός κι ο ηλεκτρολόγος με τις εργαλειοθήκες τους, όλοι όσοι καθρεφτίζονται έστω και στιγμιαία, ζουν για πάντα μέσα στους καθρέφτες και οι επίμονες αντανακλάσεις τους πλημμυρίζουν το δωμάτιο, αθέατες, όμως αδιάλυτες κι ενοχλητικές. Δεν έχετε ποτέ αισθανθεί, μπαίνοντας σε ένα άδειο δωμάτιο, ότι είναι κάποιος άλλος εκεί εκτός από σας; Οι καθρέφτες, με τις αόρατες αντανακλάσεις του παρελθόντος, προκαλούν αυτή την αίσθηση της παρουσίας. Κανείς δεν ξεφεύγει από το ακίνητο και διαπεραστικό βλέμμα τους που καταπίνει ανθρώπους, έπιπλα, ακόμα και εικόνες από το εξωτερικό του σπιτιού, ανάλογα με το σημείο όπου κρέμονται.

Αυτά ήθελα να ξέρετε, πιστοί μου αναγνώστες. Κρατήστε αυτό το άρθρο μου σαν ευχή και κατάρα. Μην αγνοείτε τις ψυχές των πραγμάτων. Φιλιώστε μαζί τους, φροντίστε τις, ακροαστείτε τις φωνές τους. Εξάλλου, κάποτε κι εσείς πράγματα θα γίνετε. Μην τους κάνετε, λοιπόν, όσα δεν θέλετε να υποστείτε.

Οφείλω συγγραφικές χάριτες στους παρακάτω δημιουργούς, όχι μόνο για τα αναφερόμενα κείμενα, αλλά και γενικότερα:
Βιρτζίνια Γουλφ, Η κυρία στον καθρέφτη, Διήγημα (μτφ. Βάνια Σύρμου-Βεκρή), Το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου τχ. 55, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2006
Μαλβίνα Κάραλη, Οι Έκνταλ γιορτάζουν, στο: Σαββατογεννημένη, εκδ. Τσαγκαρουσιάνος 2005
Γιώργος Μανιώτης, Η επανάσταση των επίπλων, στο: Τα μαύρα παραμύθια, Κέδρος 1987
Αντώνης Φωστιέρης, Κατοικίδιο δάσος, από τη συλλογή: Το θα και το να του θανάτου. Καστανιώτης 1987
Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, Η καρέκλα στον διάδρομο, στο: Φυσικές ιστορίες. Το Ροδακιό 2006
Αργύρης Χιόνης, Στο υπόγειο, Νεφέλη 2004

Ο τίτλος προέρχεται από το διήγημα Η καρέκλα στον διάδρομο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: