Μια Τετάρτη Νοεμβρίου το 1978, στις δέκα το πρωί, ένα ανοιχτό Datsun έτρεχε με ταχύτητα τον παραλιακό δρόμο που οδηγεί από το χωριό Άγιος Φωκάς στη Μονεμβασιά. Ο οδηγός φρενάρισε απότομα μπροστά στο Σταθμό Χωροφυλακής. Ο Θύμιος Πετράς ενημέρωσε ασθμαίνοντας τους χωροφύλακες πως ο ξάδερφός του Αγησίλαος Δρακόπουλος, ετών πενήντα δύο, είναι νεκρός από δηλητηρίαση με λανέιτ. Όπως τους είπε, ο ίδιος έκανε αγροτικές εργασίες από το πρωί στο δικό του κτήμα, όταν κατέφθασε αναστατωμένη η Πολυξένη, η γυναίκα του Αγησίλαου και ζήτησε βοήθεια.
Ο αγροτικός γιατρός ήδη είχε ειδοποιηθεί και τώρα βρισκόταν στο κτήμα του πεθαμένου. Όταν είχε φτάσει ο Θύμιος παρατήρησε μια μακάβρια εικόνα. Ο ξάδερφός του προσπαθώντας να κάνει μείγμα για να ψεκάσει τα ξινά του, παραπάτησε κι έπεσε με τα μούτρα πάνω στο νάιλον που είχε απλωμένο στην αυλή του. Η εισπνοή του δραστικού δηλητηρίου λανέιτ τον σκότωσε σχεδόν ακαριαία. Είδε τον Αγησίλαο με αφρούς στο στόμα να ψυχορραγεί. Αμέσως η Πολυξένη έφερε νερό και προσπάθησαν να του ξεπλύνουν αρχικά το στόμα, μετά σκέφτηκαν με ένα λάστιχο ποτίσματος να αποπειραθούν να του κάνουν πλύσεις στομάχου. Όμως μάταια. Ο Αγησίλαος με τις κόρες των ματιών κόκκινες και διασταλμένες πέθανε στα χέρια τους.
Οι άνθρωποι της περιοχής αναστατώθηκαν από τον άδοξο θάνατο του συντοπίτη τους και στα καφενεία τις επόμενες εβδομάδες το θέμα του άδοξου θανάτου του κυριαρχούσε. Όμως, παράλληλα με τις επίσημες ανακοινώσεις και εκδοχές του μοιραίου συμβάντος, αυτοί είχαν για συζήτηση άμεση ή με υπονοούμενα κάποιες άλλες δικές τους εκδοχές. «Τον έφαγε ο καριόλης ο Θύμιος», έλεγε ένας καχύποπτος, «για τα σύνορα των χωραφιών τους». «Τον ξαπόστειλε το λανέιτ», απαντούσε ο άλλος ατάραχα. «Τον καθάρισε ο ξάδερφος για τα αρχαία κι από ζήλεια», συμπλήρωνε ένας τρίτος ψυχρά. «Τώρα του έμειναν η όμορφη χήρα και τα πολλά κτήματα του Αγησίλαου δικά του», αποφάνθηκε κάποιος άλλος σαν ηγέτης ενός πανάρχαιου χορού. Μόνο ο νεαρός δάσκαλος Γιώργος Μελανίτης αφού άκουγε προσεκτικά, κάποιες φορές προσπάθησε να παρέμβει θέλοντας να πει τη δική του εκδοχή, όμως η αναστάτωση από το θάνατο και οι πολλές υποψίες έκαναν το ακροατήριό του να τον διακόπτει ανυπόμονο και να τον παρακάμπτει. Έτσι ο δάσκαλος έμενε με ανολοκλήρωτη τη δική του υπόθεση, εφόσον ο πρόλογός του ξεκινούσε από τα πολύ παλιά χρόνια, με ομηρικά αποσπάσματα και περίεργες και ακατανόητες γεωγραφίες, αλλά και με αναφορές σε αρχαία χώματα που συντηρούν την αγριότητα και το μίσος μέσω των τροφών.
Μετά από δυο χρόνια, όπως όλα τα συνταρακτικά που τυχαίνουν σε κάθε κοινωνία, το συμβάν του θανάτου του Αγησίλαου ξεχάστηκε και καταχωνιάστηκε. Οι θαμώνες των καφενείων παράλληλα με τα κουτσομπολιά ασχολούνταν πια με άλλα θέματα, η Χωροφυλακή με τα δικά της, ο αγροτικός γιατρός που υπέγραψε το πιστοποιητικό θανάτου του Αγησίλαου πήρε μετάθεση για την Άρτα, η ζωή επανήλθε στους γνωστούς χαμηλούς ρυθμούς της Μονεμβασιώτικης αγροτικής ρουτίνας. Οι ελιές, τα ξινόδεντρα, τα κηπευτικά, ο δάκος και τα κοπάδια αιγοπροβάτων αποσπούσαν την προσοχή και το ενδιαφέρον όλων. Παράλληλα όμως πάνω από το σπίτι του νεκρού πλανιόταν κάτι μυστήριο, κάτι που απέτρεπε τους κατοίκους να ασχολούνται ενδελεχώς. Σαν παρατηρητές και μάλιστα κρυφοί κοίταζαν και σχολίαζαν από απόσταση όσα φαντάζονταν πως διαδραματίστηκαν στο μεγάλο υποστατικό. Η συγκεκριμένη οικογένεια από παλιά ζούσε ξεκομμένη από την ευρύτερη Μονεμβασιώτικη κοινωνία. Τα μεγάλα και πλούσια κτήματα έφερναν μια οικονομική αυτάρκεια κι αυτή μια σχετική απόσταση από τον ντόπιο πληθυσμό. Άσε που ο Αγησίλαος μόλις επέστρεψε οριστικά από το Ζαΐρ έδειχνε πιο σπουδαίος και πιο αυταρχικός. Η θέση του έμοιαζε να έχει εκτοξευτεί σε άλλο σημείο, δυσπρόσιτο και μοναχικό. Μια υπόθεση αρχαιοκαπηλίας που μουρμούρισαν για κάνα δυο μήνες στα καφενεία σύντομα κι αυτή πέρασε στη λήθη. Έλεγαν πάντως με μισόλογα πως ο Αγησίλαος στάθηκε τυχερός και στα κτήματά του βρήκε σπουδαία αρχαία. Γι αυτό κι εκείνη την περίοδο έκανε αλλεπάλληλα ταξίδια στην Αθήνα.
Ο Θύμιος συμπαραστάθηκε με σθένος στην ξαδέρφη Πολυξένη. Την βοηθούσε καθημερινά στις αγροτικές δουλειές και στο μεγάλωμα των δύο ορφανών. Της δεκαπεντάχρονης Φρόσως και του δεκάχρονου Οδυσσέα. Τα κτήματά του ήταν όμορα με του Αγησίλαου. Τον Οδυσσέα μόλις τελείωσε το δημοτικό τον έστειλαν σε οικοτροφείο στον Πειραιά κι αργότερα έφηβος αυτός γράφτηκε σε σχολή ναυτικών. Επειδή του άρεσαν η θάλασσα, τα καράβια και τα ταξίδια σύντομα μπαρκάρισε και ταξίδευε στα πελάγη. Η Φρόσω παρέμεινε κοντά στην μάνα της, να σκέφτεται τα δικά της, να ασχολείται μανιακά με τα βότανα, μέχρι που στα είκοσί της αποφάσισε και κλείστηκε σε μοναστήρι. Τα δυο αδέρφια απομακρύνθηκαν σωματικά, όμως ψυχικά και πνευματικά ήταν πάντα κοντά. Στην αλληλογραφία τους το επίμαχο θέμα που συντηρούσαν ήταν το μίσος για τη μάνα και το Θύμιο γιατί ήταν βέβαια πως ο πατέρας τους πέθανε από δική τους συνωμοσία.
Το δικό τους τραγικό δράμα της ορφάνιας ποτέ δεν το ξεπέρασαν. Και το μίσος είναι όπως ο αέρας που αναπνέει κανείς. Αόρατος αλλά υπαρκτός και απαραίτητος. Έχει τεράστια δύναμη, συντηρεί νοοτροπίες αλλόκοτες καθώς ζητά μια δικαιοσύνη που ούτε ο ουρανός ούτε η γη θα αποδώσουν ποτέ. Όπου όμως υπάρχει ανταπόδοση, υπάρχει δικαιοσύνη. Κι όπου υπάρχει δικαιοσύνη το πεπρωμένο δαμάζεται και όλα προσαρμόζονται στο ανθρώπινο μέτρο. Με τον καιρό τους έγινε συνείδηση πως οι σφαίρες του λογικού, της τάξης και του δικαίου είναι πεπερασμένες κι ότι καμία πρόοδος στον πολιτισμό ή στα τεχνικά μέσα δεν κατορθώνει να μεταθέσει τα περιορισμένα όριά τους. Μόνη λύτρωση και χρέος για τα αδέρφια φάνταζε πλέον η ανταπόδοση.
Η Φρόσω με τον Οδυσσέα συναντήθηκαν στην Σπάρτη κρυφά δυο τρεις φορές, «καλύτερα να με ξεχάσουν» εμένα έλεγε ο Οδυσσέας. «Να νομίζουν πως με έφαγε η θάλασσα ή πως ξεμπαρκάρισα στην Ασία για πάντα, μέχρι να έρθει η ώρα να εκδικηθούμε.» Μέσα τους είχε χαραχτεί ένα μονοπάτι όπου το πνεύμα συναντήθηκε με το κακό. Οι περιστάσεις δεν επέτρεψαν κάποια δράση τα πρώτα χρόνια. Ήταν και μικρά τα αδέρφια, ο Θύμιος φάνταζε πελώριος και τρομακτικός, με τη θέα του απέτρεπε οποιαδήποτε σκέψη. Ο Οδυσσέας, που σαν αρσενικός θα δρούσε δολοφονικά ενάντιά του, ξόδεψε πολλά χρόνια στη σχολή κι ύστερα σε ταξίδια. Η Φρόσω, που είχε μάθει να μην μιλάει πολύ, αλλά να σκέφτεται, μες το μυαλό της έκλωθε σχέδια για χρήση δηλητηριωδών βοτάνων. Από μικρή είχε έφεση σε αυτόν τον τομέα και κοντά στη Βγενιά είχε μάθει τα πάντα. Η Βγενιά, γερασμένη πια, θεωρούνταν η μάγισσα της περιοχής. Όλα τα χωριά εκείνα τα χρόνια είχαν μια δική τους βοτανού, η ιατρική δεν έκανε και θαύματα. Όλοι κατέφευγαν στη βοήθειά της πότε για απλές πότε για πιο σύνθετες παθήσεις. Η Φρόσω ένιωθε μια μυστήρια έλξη για ρίζες, φύλλα και χυμούς που στη φύση υπάρχουν απλόχερα. Είχε μάθει να κάνει μαντζούνια και παρασκευάσματα για κολικούς, για έλκη, για πέτρες στα νεφρά, για στομαχόπονους, αλλά και ερωτικά φίλτρα που πάντα είναι περιζήτητα. Έμαθε όμως και τη χρήση του ακόνιτου του λυκοκτόνου, που στη Λακωνία υπάρχει άφθονο, λες κι ο τόπος αυτός να φτιάχτηκε από το δημιουργό γι αυτό το φυτό.
Ο Θύμιος παντρεύτηκε τη χήρα του ξαδέρφου του, έριξε τους φράχτες κι έγινε κάτοχος μιας μεγάλης αγροτικής έκτασης με ελιές, πορτοκαλιές, μανταρινιές και με κηπευτικά η οποία έκταση άρχιζε διακόσια μέτρα από την παραλία του Αγίου Φωκά κι έφτανε ψηλά στο βουνό. Για να καταλάβει κανείς αυτές τις αλλαγές στη ζωή της Πολυξένης και του Θύμιου δεν χρειάζονται γνώσεις κοινωνιολογίας και ψυχολογίας. Η Πολυξένη έσφυζε από ζωή. Πανέμορφη, γοητευτική και με ύφος αρχόντισσας, μιας και καταγόταν από σπουδαία οικογένεια γιατρών από τη Σπάρτη, έστεκε απέναντι από τον Θύμιο που κι αυτός εμφανισιακά μέτραγε. Ψηλός, ξανθός και ιδιαίτερα δραστήριος. Τριάντα οκτώ ο Θύμιος, σαράντα η Πολυξένη. Κάποια κουτσομπολιά που διαδόθηκαν σύντομα ξεχάστηκαν. Πώς δηλαδή όταν ο Αγησίλαος έλειψε δώδεκα χρόνια στο Ζαΐρ κι αφού εν τω μεταξύ μια φορά ερχόμενος για σύντομη επίσκεψη από την Αφρική έσπειρε τον Οδυσσέα, ο Θύμιος τακτικά αναπλήρωνε το κενό στο συζυγικό κρεβάτι του ξαδέρφου του. Όμως κανείς δεν είχε στοιχεία να αποδείξει κάτι επιλήψιμο, ώσπου ο Αγησίλαος δυο χρόνια πριν δηλητηριαστεί και πεθάνει άδοξα επέστρεψε οριστικά από την Αφρική φέρνοντας μαζί του και μια μεγάλη περιουσία από δραστηριότητες στη Μαύρη ήπειρο που κανείς δεν έμαθε ποιες ακριβώς ήταν αυτές.
Το παρελθόν που ο μέσος άνθρωπος μπορεί να επεξεργαστεί φτάνει μέχρι και πενήντα χρόνια βάθος. Όμως αυτό είναι το παρελθόν μου; Το παρελθόν σου; Συχνά σε πολλά μέρη απλώνονται αόρατες διαδρομές, αόρατες επιδράσεις, που κανείς δεν καταλαβαίνει από πού προέρχονται και πώς συντηρούνται. Κάποιοι μιλάνε για νοοτροπίες που συντηρούνται όσα χρόνια κι αν περάσουν. Κάποιοι άλλοι λένε για τον αέρα που ηλεκτρίζεται και για τα χώματα που κάθε φθινόπωρο κυοφορούν τις ίδιες τροφές. Και όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσες αλλαγές κι αν γίνουν θα παραμένει διάχυτο στην ατμόσφαιρα αυτό το πανάρχαιο και αόρατο κάτι.
Ο νεαρός δάσκαλος ήταν καχύποπτος και φιλομαθής, κουβαλούσε δε μια σοφία δυσανάλογη με την ηλικία του, προσκολλήθηκε σε δικές του λαβυρινθώδεις σκέψεις, έγραφε, μελετούσε και στοχαζόταν. Τα χρόνια περνούσαν, διάφορα τοπικά συμβάντα απασχολούσαν τους Μονεμβασιώτες, όμως ο δάσκαλος εκεί, να ξεψαχνίζει την παλιά ιστορία του Αγησίλαου. Του είχε κολλήσει στο κεφάλι σαν ένα λίπωμα, σχολούσε από το μάθημα και αμέσως μετά το μεσημεριανό φαγητό κατέφευγε σε βιβλία. Σημείωνε, αντέγραφε, διόρθωνε. Τον είχε εντυπωσιάσει αυτό που είχε διαβάσει στον Όμηρο και συγκεκριμένα στην Οδύσσεια στο δ 514. Εκεί ο Όμηρος βάζει τον Αγαμέμνονα επιστρέφοντας από την Τροία να προσπερνάει την Κόρινθο, το Άργος και το Ναύπλιο και να κατευθύνεται νότια. Προσπερνά και την Μονεμβασιά και φτάνοντας στον Κάβο Μαλιά δυνατοί αντίθετοι θυελλώδεις άνεμοι τον γύρισαν ξανά πίσω. Μετά στη δεύτερη απόπειρα παρακάμπτει τον Κάβο και φτάνοντας στο παλάτι του δολοφονείται. Αυτή η παλινδρόμηση στάθηκε μοιραία για τον Αγαμέμνονα, γιατί έδωσε το χρόνο στον Αίγισθο να προετοιμαστεί. Στην Μονεμβασιά, όπως λέει ο Όμηρος, υπήρχαν τα κτήματα Αίγισθου και ο εκεί βιγλάτορας είδε τα πλοία του Αγαμέμνονα κι έτρεξε να τον ειδοποιήσει να είναι έτοιμος για την άφιξη του στρατηλάτη.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τάχ᾽ ἔμελλε Μαλειάων ὄρος αἰπὺ
ἵξεσθαι, τότε δή μιν ἀναρπάξασα θύελλα
πόντον ἐπ᾽ ἰχθυόεντα φέρεν βαρέα στενάχοντα,
ἀγροῦ ἐπ᾽ ἐσχατιήν, ὅθι δώματα ναῖε Θυέστης
τὸ πρίν, ἀτὰρ τότ᾽ ἔναιε Θυεστιάδης Αἴγισθος.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ καὶ κεῖθεν ἐφαίνετο νόστος ἀπήμων,
ἂψ δὲ θεοὶ οὖρον στρέψαν, καὶ οἴκαδ᾽ ἵκοντο,
ἦ τοι ὁ μὲν χαίρων ἐπεβήσετο πατρίδος αἴης,
καὶ κύνει ἁπτόμενος ἣν πατρίδα· πολλὰ δ᾽ ἀπ᾽ αὐτοῦ
δάκρυα θερμὰ χέοντ᾽, ἐπεὶ ἀσπασίως ἴδε γαῖαν.
τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ἀπὸ σκοπιῆς εἶδε σκοπός, ὅν ῥα καθεῖσεν
Αἴγισθος δολόμητις ἄγων, ὑπὸ δ᾽ ἔσχετο μισθὸν
χρυσοῦ δοιὰ τάλαντα· φύλασσε δ᾽ ὅ γ᾽ εἰς ἐνιαυτόν,
μή ἑ λάθοι παριών, μνήσαιτο δὲ θούριδος ἀλκῆς.
βῆ δ᾽ ἴμεν ἀγγελέων πρὸς δώματα ποιμένι λαῶν.
——————
Όμως σαν κοντοζύγωνε τον αψηλό Μαλέα,
μπόρα τον παίρνει ξαφνική, και τον πετάει πελάγου,
καθώς βαριαναστέναζε, προς ξενικό ακρογιάλι,
που ο Θυέστης είχε μια φορά τους πύργους του και ζούσε,
και τώρα ο γιός του ο Αίγιστος τους είχε κατοικιά του.
Μα κι αποκείθε βολικός σα φάνη ο γυρισμός τους,
και πρύμο οι θεοί τους φύσηξαν, και στην πατρίδα φτάσαν,
χαίροντας τότες πάτησε το πατρικό το χώμα,
και το 'πιασε, και με πολλά θερμά το φίλαε δάκρυα,
που πάλε την αξιώθηκε την ποθητή πατρίδα.
Κι από τη βίγλα ο φύλακας αμέσως τον ξανοίγει,
που ο πονηρός ο Αίγιστος τον είχε εκεί στημένο·
τού 'χε ταμένη πλερωμή δυο τάλαντα χρυσάφι·
μέρα και νύχτα φύλαγε να μην κρυφοπεράσει
και πέσει καταπάνω τους με τ' άρματα στο χέρι.
Και τρέχει φέρνει μήνυμα του βασιλιά στον πύργο.
Όπως στοχαζόταν ο δάσκαλος, στην Ομηρική γεωγραφία λίγα σημεία αναφερόμενα από τον ποιητή παραμένουν σταθερά και αναγνωρίσιμα ως τις μέρες μας. Ο Όμηρος στο σύνολό του μοιάζει με έναν περιηγητή που περιγράφει κάποιον άλλον τόπο, όχι τον γνωστό Ελλαδικό της ιστορικής περιόδου, με τη Θεσσαλία, τη Φθιώτιδα, την Πελοπόννησο, την Κρήτη. Από τις ονομαστικές του αναφορές τα αμετάβλητα και αναμφισβήτητα μέρη όπως ο Όλυμπος, η Πίνδος, η Αθήνα, η Θήβα, ο Κάβο Μαλιάς και η Κρήτη είναι συγκεκριμένα. Για όλα σχεδόν τα υπόλοιπα μέρη υπάρχει αβεβαιότητα και ασάφεια, δύσκολο να προσδιοριστούν πού βρίσκονταν. Το Άργος, η Πύλος, η Σπάρτη, η Έφυρα, αλλά και το ακμαίο νησί των Επτανήσων Δουλίχιον είναι εντελώς απροσδιόριστα. Κι αυτό γιατί οι αιώνες οπισθοδρόμησης, ο επονομαζόμενος ελληνικός Μεσαίωνας, που ακολούθησαν από τα χρόνια του ποιητή μέχρι τα ιστορικά χρόνια, όχι μόνο έσβησαν από τη μνήμη τόπους, κατορθώματα και δράσεις, παρά άλλαξαν και τα ονόματα των μερών. Όλοι ήθελαν να συνδεθεί η πόλη τους με κάποιον ομηρικό στίχο, όλοι ήθελαν να έχουν καταγωγή από τους ήρωες του Τρωικού πολέμου. Έτσι μέσα σε 400 με 500 χρόνια όλα σχεδόν τα ονόματα πόλεων, πηγών, κρηνών και ποταμών μεταβλήθηκαν.
Όταν ο ποιητής έλεγε Αχαϊκόν Άργος με τις λέξεις αυτές εννοούσε την ελληνική επικράτεια και όχι την πόλη και μάλιστα αυτήν που σήμερα αποκαλούμε Άργος. Ο Παυσανίας παλιά κι αργότερα ο Σλίμαν τα έκαναν τα πράγματα χειρότερα. Αυτό που ανέσκαψε ο Γερμανός και που σήμερα το λέμε Μυκήνες ήταν κατά πάσα πιθανότητα το κάστρο της πόλης του γνωστού μας μεταγενέστερου Άργους ή κάποια άλλη πόλη με καταγωγή και δράση πανάρχαιη. Και μάλιστα τα ευρήματα που βρέθηκαν χρονολογούν αυτό το κάστρο με τις λεόντειες πύλες και τα κυκλώπεια τείχη πολύ παλιότερα από την εποχή του Αγαμέμνονα. Όμως πια έχει καθιερωθεί να λέγεται το μέρος Μυκήνες παρόλο που οι αρχαιολόγοι γνωρίζουν πως αυτό είναι λάθος.
Ακόμη πώς να εξηγήσει κανείς ότι ο αρχιστρατηλάτης Αγαμέμνονας, ο πλανητάρχης της εποχής του, είχε την πρωτεύουσά του βασιλείου του - που σε αποστάσεις εκτείνονταν σε 200 χιλιόμετρα από Ανατολή σε Δύση – δέκα χιλιόμετρα μόνο από το Άργος, την πρωτεύουσα του σπουδαίου βασιλείου του Τυδέα; Και μάλιστα τον πατέρα του Διομήδη, τον Τυδέα, όπως γράφει ο ποιητής, ο Αγαμέμνονας δεν έτυχε ποτέ να τον συναντήσει ούτε σε μάχη ούτε κατά λάθος. Ακόμη παράδοξο είναι ο βασιλιάς των βασιλέων να μην είχε άμεση πρόσβαση στη θάλασσα. Οι εξ αποστάσεως επαφές μεταξύ του Τυδέα και του Αγαμέμνονα δείχνει πως κάτι τέτοιο είναι ασυνήθιστο, αλλόκοτο και παράδοξο για δυο πρωτεύουσες που απέχουν μόνο δέκα χιλιόμετρα. Ούτε καν πρεσβείες δεν χρειάζονταν τα δυο βασίλεια. Αλλά και οι τραγικοί ποιητές μας όταν περιγράφουν σκηνές στις τραγωδίες τους αναφερόμενοι στην τοπογραφία των μερών εκεί τα μπλέκουν γιατί τους είναι άβολο να στήσουν την πλοκή στις υποτιθέμενες Μυκήνες, στο Άργος και στην Τίρυνθα.
Και τι διάολο ήθελε εκεί κάτω στον Κάβο Μαλιά ο Αγαμέμνονας; Μετά από τόσα χρόνια πολέμου στην Τροία και απουσίας από τις Μυκήνες και την οικογένειά του έπιασε να κάνει κρουαζιέρα περιπλέοντας την Πελοπόννησο; Ή μήπως θα ισχυριστεί κάποιος πως δεν γνώριζε πού είναι οι Μυκήνες και πού το βασίλειό του; Αυτή η κάθοδος μέχρι νότια στο περιώνυμο ακρωτήρι δείχνει εντελώς παράδοξη αν την υπολογίσουμε με τις δικές μας γεωγραφικές γνώσεις. Αν όμως τη διαβάσουμε με άλλη θεώρηση και με τη βεβαιότητα πως ο Όμηρος γνώριζε καλά και γεωγραφία και ιστορία τότε στα μάτια μας θα προβληθεί άλλη εικόνα.
Μήπως οι Μυκήνες ΔΕΝ ήταν εκεί που σήμερα είμαστε βέβαιοι πως είναι; Ποια επικράτεια προσδιορίζει ο Όμηρος με τη λέξη Λακεδαιμονία; Όταν μας λέει για τη Σπάρτη πού τοποθετεί την πόλη; Με λίγα λόγια κι ύστερα από προσεκτική ανάγνωση των Ομηρικών επών ο δάσκαλος κατέληξε πως η Ομηρική Σπάρτη βρισκόταν στη θέση της σημερινής Καλαμάτας. Και οι Ομηρικές Μυκήνες που ο ποιητής τις τοποθετεί δυτικά του Κάβο Μαλιά μάλλον ήταν η βυθισμένη πόλη Παυλοπέτρι στην Ελαφόνησο απέναντι από τη σημερινή Νεάπολη. Όμως μαρτυρίες άλλες εκτός από τις φιλολογικές του Ομήρου δεν υπήρχαν. Ούτε η αρχαιολογία κατάφερε να φέρει στο φως κάτι που να στηρίζει αυτές τις υποθέσεις. Και στην προφορική ιστορία της μετέπειτα πόλης, γνωστής ως Σπάρτη, υπάρχουν αναφορές για την επικράτεια του Αγαμέμνονα. Ακόμη και λατρευτικούς χώρους έδειχναν λέγοντας πως εκεί έχει θαφτεί. Αλλά και του Ορέστη τα οστά διεκδικούσαν. Όμως αυτά για τους Σπαρτιάτες, που ένιωθαν αποστροφή προς τους ποιητές και την ποίηση, ήταν μόνο προφορικές ιστορίες, που με το κύλισμα των αιώνων ξεχάστηκαν. Οι Αθηναίοι με τον καιρό επέβαλαν τη δική τους ιστορία και τη δική τους γεωγραφία. Γι αυτό και επί Πεισίστρατου κατέγραψαν τα έπη κι επέβαλαν την ανάγνωσή τους με την δική τους οπτική.
Αν, κατέληγε στους συλλογισμούς του ο δάσκαλος, τα κτήματα του Αίγισθου που αναφέρει ο Όμηρος βρίσκονταν έξω από την Μονεμβασιά, κοντά στον Άγιο Φωκά, ο βιγλάτοράς του, βλέποντας το πέρασμα των καραβιών του Αγαμέμνονα και παρακολουθώντας την κρίσιμη παλινδρόμηση λόγω της θύελλας, θα προλάβαινε άνετα με ένα άλογο να διασχίσει τα ορεινά μονοπάτια, να φτάσει στο Παυλοπέτρι, και να ειδοποιήσει τον Αίγισθο. Με τα σημερινά δεδομένα δυο ώρες δρόμος είναι. Η παλινδρόμηση των πλοίων του Αγαμέμνονα εκτός από το ποιητικό μεγαλείο της αύξησης της αγωνίας προσφέρει από τον Όμηρο και τη λογικοφανή εξήγηση: Ο βιγλάτορας του Αίγισθου που ήταν τοποθετημένος στα κτήματά του λίγο πιο νότια από τη Μονεμβασιά, πρόλαβε και ειδοποίησε τον Αίγισθο κι αυτός προετοίμασε την ενέδρα και τη σφαγή του Αγαμέμνονα. Όλα αυτά συνεπάγονται πως ο Όμηρος που γνώριζε καλά τη γεωγραφία μας υποδεικνύει έμμεσα και το χώρο των Μυκηνών οι οποίες βρίσκονταν αφού παρακαμφθεί ο Κάβο Μαλιάς. Για να επιστρέψει ο Αγαμέμνονας από την Τροία στις Μυκήνες έπρεπε να στρίψει στο ακρωτήριο που από τα πανάρχαια χρόνια είναι σταθερό και αναγνωρίσιμο σημείο για στεριανούς και για ναυτικούς.
Το θέμα που τον απασχολούσε πλέον τον δάσκαλο ήταν οι αρχαιότητες, που όπως έλεγαν στα καφενεία της Μονεμβασιάς βρέθηκαν στα κτήματα του Αγησίλαου. Τι ακριβώς αρχαία ήταν; Και πού διοχετεύτηκαν; Γιατί ίσως εκεί, στα κτήματα του Αίγισθου, να υπήρχε μια αρχαιολογική μαρτυρία, ένα εύρημα καθοριστικό, ένα ξίφος, μια περικεφαλαία, ένα διάδημα ή κάτι τέτοιο σημαντικό, το οποίο θα πιστοποιεί την αλήθεια της ομηρικής εξιστόρησης. Διαφορετικά θα πρέπει να περιμένουν τις ενάλιες ανασκαφές, που πριν λίγα χρόνια είχαν αρχίσει στο Παυλοπέτρι από ξένους και Έλληνες αρχαιολόγους δύτες, μήπως και ανασυρθεί κάποιο πολύτιμο αντικείμενο. Ίσως και μια επιγραφή.
Εκείνο που τον άγχωνε ήταν η θεωρία του πως ο αέρας και τα χώματα συντηρούν ίδιες νοοτροπίες από τα πανάρχαια χρόνια. Οι τροφές που οι κάτοικοι μιας αγροτικής περιοχής καταναλώνουν συνήθως είναι όμοιες, και με ίδια βασικά συστατικά με εκείνες των αρχαίων ετών. Κάθε τόπος παράγει στα δικά του χώματα δικές του ξεχωριστές τροφές. Στα χώματα κυκλοφορούν και μεταφέρονται όμοια συστατικά και σε παρόμοιες αναλογίες (μαγνήσιο, ασβέστιο, άζωτο, σίδηρος, άλατα κ.λπ.) κι αυτά διαμορφώνουν όμοιους οργανισμούς και όμοιες ψυχοσυνθέσεις. Ακόμη κάθε μέρος έχει την προσωπική, ξεχωριστή του ταυτότητα. Στη Λακωνία, λόγου χάριν, το πιο δηλητηριώδες φυτό της Ελλάδας, το ακόνιτο, φύεται και θρέφεται με ευχέρεια. Αν κάποιος θέλει να δηλητηριάσει έναν αντίπαλό του εύκολα μπορεί να παρασκευάσει το δηλητήριο από τα φύλλα, τις ρίζες και το υπόλοιπο μέρος του φυτού που ολόκληρο μεταφέρει δραστικότατες ουσίες όπως: αλκαλοειδή της διτερπενικής ομάδας, ναπελλίνη, ακονιτίνη, και φλαβονικά γλυκοσίδια, λουτεολίνη και απιγενίνη σε μεγάλες ποσότητες. Τα πανέμορφα μοβ φύλλα του σε ξεγελούν όμως περιέχουν βασικές αζωτούχες οργανικές ουσίες, που περνούν στα αιμοφόρα αγγεία και επενεργούν στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Έχουν τοξικές ιδιότητες και η δοσολογία τους έχει μεγάλη σημασία, γιατί η κατάχρηση προκαλεί θανατηφόρες δηλητηριάσεις. Φτάνει μόνο ο δράστης να βρει τον τρόπο να το διοχετεύσει.
Τυλιγμένος μέσα στις σκέψεις του ο δάσκαλος, όσο περνούσε ο καιρός πνιγόταν στο άγχος του, καθώς, μελετώντας, εμπέδωνε πιο ισχυρά τη θεωρία του. Προσπαθούσε στα καφενεία πίνοντας το ούζο του να εξηγήσει στους φίλους συντοπίτες το κακό που έβλεπε να έρχεται με βεβαιότητα, όμως αυτοί, είτε γιατί μιλούσαν μιαν εντελώς διαφορετική γλώσσα, είτε γιατί έπιναν κι αυτοί τα ούζα τους, δεν τον πρόσεχαν.
Έπρεπε η Χωροφυλακή να ψάξει καλύτερα για τα αίτια θανάτου του Αγησίλαου, κατέληγε. Έπρεπε να μεταφερθεί το πτώμα του στους ιατροδικαστές κι όχι με βάση το απλό πιστοποιητικό θανάτου του αγροτικού γιατρού να θαφτεί άρον άρον. Οι χωροφύλακες έπρεπε να διερευνήσουν τα κίνητρα, το μέσον θανάτωσης και τις τελευταίες επαφές και ενέργειες του πεθαμένου. Τι έφαγε, τι ήπιε, πότε και σε τι ποσότητες. Γιατί ο Αγησίλαος ήταν πανέξυπνος και κωλοπετσομένος. Αν χρησιμοποιούσε το λανέιτ για τους ψεκασμούς του θα πρόσεχε πάρα πολύ. Όμως, όπως είπε κάποτε ένας γνωστός τού πεθαμένου, ο Αγησίλαος ήταν λαίμαργος, σχεδόν βουλιμικός. Καλοφαγάς, τρελαίνονταν για χορτόπιτες.
Κι αν η θεωρία του περί αναπαραγωγής των ίδιων ορμέμφυτων, και της ίδιας νοοτροπίας που πηγάζει από τον αέρα και τα χώματα βγουν αληθινές τότε τα γερόντια Θύμιος και Πολυξένη κινδυνεύουν με τη σειρά τους κι αυτά. Ο δάσκαλος ήταν βέβαιος πως κάποια μέρα θα δολοφονούνταν. Το ερώτημα που τον απασχολούσε ήταν με ποιον τρόπο θα θανατώνονταν οι δυο εραστές από τα παιδιά του Αγησίλαου, τον Οδυσσέα και τη Φρόσω. Με μαχαίρι; Όπως ο Αίγισθος με την Κλυταιμνήστρα καθάρισαν τον Αγαμέμνονα; Ή με δηλητήριο, όπως ο Θύμιος με την Πολυξένη ξεπάστρεψαν τον Αγησίλαο;