Στη Σίλβια Πλαθ ξαναγυρνάμε
Κι αν αυτός ο κόσμος δεν υπάρχει
παρά ως μια εκδοχή
και μόνο του τραυματικού
η Σύλβια Πλαθ αναζητούσε έναν αποχωρισμό
κομμάτια του εαυτού της
ή μια λίμνη να πνιγεί
και γέμισε μ’ αέριο τα πνευμόνια
αφού είχε αφήσει φαγητό και γάλα στα παιδιά της
όπως και ο Τζόνι που μετρούσε τα ψιλά στο μαγαζί του
και δέχτηκε ένα χτύπημα στον κρόταφο
ο Αχέροντας που κατάπιε τον παππού μου
που τραγουδούσε στις γιορτές
τον πόνο μίας ορφανής Κυβέλης
και μίας Πυθίας που δεν μπόρεσε
τον θάνατο της να μαντέψει
σαν δυο εραστές ξαπλωμένοι ανάσκελα
που τυφλώθηκαν από τον έναστρο ουρανό
Τι κι αν ανακαλύψαμε το Πάλο Άλτο
το σύμπαν των τεχνητών θεών
τον πόνο μιας απώλειας κουβαλάμε
δολοφόνοι και αυτόχειρες
στη Σίλβια Πλαθ ξαναγυρνάμε