Στη Σίλβια Πλαθ ξαναγυρνάμε / Άσκεπες κι αχόρταγες

Στη Σίλβια Πλαθ ξαναγυρνάμε


Κι αν αυτός ο κόσμος δεν υπάρχει
παρά ως μια εκδοχή
και μόνο του τραυματικού

η Σύλβια Πλαθ αναζητούσε έναν αποχωρισμό
κομμάτια του εαυτού της
ή μια λίμνη να πνιγεί
και γέμισε μ’ αέριο τα πνευμόνια
αφού είχε αφήσει φαγητό και γάλα στα παιδιά της
όπως και ο Τζόνι που μετρούσε τα ψιλά στο μαγαζί του
και δέχτηκε ένα χτύπημα στον κρόταφο
ο Αχέροντας που κατάπιε τον παππού μου
που τραγουδούσε στις γιορτές
τον πόνο μίας ορφανής Κυβέλης
και μίας Πυθίας που δεν μπόρεσε
τον θάνατο της να μαντέψει
σαν δυο εραστές ξαπλωμένοι ανάσκελα
που τυφλώθηκαν από τον έναστρο ουρανό

Τι κι αν ανακαλύψαμε το Πάλο Άλτο
το σύμπαν των τεχνητών θεών
τον πόνο μιας απώλειας κουβαλάμε
δολοφόνοι και αυτόχειρες
στη Σίλβια Πλαθ ξαναγυρνάμε



Λεπτομέρεια από πίνακα του Αργεντινού ζωγράφου Carlos Gorriarena
Λεπτομέρεια από πίνακα του Αργεντινού ζωγράφου Carlos Gorriarena

Άσκεπες κι αχόρταγες


τριγυρνούσαν η Μήδεια, η Χρυσάνθη
και η Ιώ,
τρελαμένη αγελάδα
και νεαρή γυναίκα η Ιώ,
με ένα κρανίο ξυρισμένο
κι ένα στήθος μόνο
να κατεβαίνει την Καλλιδρομίου,
το κομμένο,
δοσμένο σε έναν απρόσμενο εραστή

σύγχρονες και αρχαϊκές πηγαινοέρχονταν
ανάμεσα από Κυψέλη και Ομόνοια
χωρίς ενοχές και ταλαντεύσεις
στην κόψη ενός τριγώνου
με την εικόνα ενός νεκρού στρατιώτη
που δεν θα γυρνούσε στη μνηστή του
κι ενός τυφλού Ομήρου που ακόμη διηγούνταν
ιστορίες της ανθρώπινης γειτονιάς
για ήρωες και ημίθεους ξιφουλκημένους
νάρκισσους βασιλείς
και κόρες ερωμένες
στον κάτω Άδη

Μήδεια, Χρυσάνθη και Ιώ
κι από πίσω η Μυρτώ ερωτευμένη,
η Μέδουσα ακολουθούσε
χωρίς να μπορεί το πρόσωπο της
να κοιτάξει στον καθρέφτη

Γυναίκες ανελέητες
κι ευάλωτες
στο τραύμα και στον έρωτα
η Μέδουσα δεν φανταζόταν ότι θα καταλήξει
στην ασπίδα μιας θεάς παρθένας,
δυο ερωτευμένα μάτια είχε
δυο μάτια που θελαν να αποπλανούν,
όχι να σκοτώνουν

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: