Στις έντεκα, βγαίνω στο μπαλκόνι και καπνίζω. Όχι κανονικό τσιγάρο, απ’ τα άλλα.
Βλέπω και άλλους που το κάνουν. Ο από κάτω. Όχι ο δίπλα. Αυτός είχε καλέσει την αστυνομία μια φορά. «Να είστε πιο προσεκτική, κυρία μου», είπε το όργανο, «τουλάχιστον να μην ενοχλείται ο δίπλα». Είχα σκεφτεί να του κλέβω τα γράμματα για ένα ολόκληρο μήνα. Τελικά δεν το έκανα.
Και από τις δίπλα πολυκατοικίες, και τις πιο μακρινές ακόμα, βγαίνουν άνθρωποι τις νύχτες και καπνίζουν. Βλέπω την καύτρα τους να ανάβει και είναι σαν να αναπτύσσουμε ένα σιωπηλό τρόπο επικοινωνίας με τα φωτεινά σηματάκια μας.
Μας έχει φάει όλους η αϋπνία. Δε χαλαρώνουμε. Μα τι πράγμα είναι αυτό; Άγχος για τη δουλειά, ένταση στις σχέσεις, αμφισβήτηση από τους γύρω, και συνεχώς να θέλουμε κάτι άλλο που δεν μπορούμε να το προσδιορίσουμε.
Να, εγώ για παράδειγμα. Η προθεσμία για το πρότζεκτ της Σοπεκνεφέρου λήγει τη Δευτέρα. Ούτε το όνομα της δεν μπορώ να προφέρω. Σο-πε-κνε-φέ-ρου. Αιγύπτια φαραώ, μπορεί να ‘ταν και η πρώτη. Τον Ιούνη έχουμε στο μουσείο την έκθεση για τις γυναίκες στην αρχαία Αίγυπτο. Δε θα δεχθώ άλλη παράταση, μου είπε ο μάνατζερ. Αν με ήξερε καλά, θα γνώριζε ότι η δουλειά δεν με ενδιαφέρει πλέον.
Μετά είναι ο Φίλιπ, που πρέπει να του στείλω δυο μηνύματα για να μου στείλει ένα. Δεν καταλαβαίνω τι τρέχει μαζί του. Όταν τον συναντώ δείχνει να απολαμβάνει την παρέα μας. Όταν αποχωριζόμαστε, είναι σαν να στέλνω μηνύματα σε ένα άγνωστο.
Γιατί δε γυρνάς, να παντρευτείς κανένα παλιό συμμαθητή σου; Η κόρη του φωτογράφου παντρεύεται το Σάββατο. Που να καταλάβει η μάνα μου ότι η αυτή ζωή μπορεί και να μου αρέσει.
Χρησιμοποίησα την τελευταία ταμπλέτα στο πλυντήριο πιάτων. Αύριο πρέπει οπωσδήποτε να περάσω από το σουπερμάρκετ.
Κάποιοι από μας ανάβουν και δεύτερο, οι υπόλοιποι δοκιμάζουν να πάνε για ύπνο. Τι καλό θα ήταν να μιλούσαμε κιόλας! Όχι ολόκληρες κουβέντες. Μονάχα για πράγματα που μας προκαλούν άγχος. Σο-πε-κνε-φέ-ρου, Φίλιπ, ταμπλέτες πλυντηρίου.
Υποτίθεται ο ουρανός πρέπει να ναι μαύρος. Είναι συννεφιασμένος συνέχεια, αντανακλά τα φώτα της πόλης και παίρνει το θαμπό κιτρινιάρικο φως της λάμπας του δρόμου. Φυσάω ψηλά τον καπνό να διώξω τα σύννεφα.
Κοντεύω να κάψω τα χείλη μου, προτού αποφασίσω να πνίξω το τσιγάρο στο πλαστικό μπουκάλι με νερό που κρύβω προσεχτικά πίσω από το σωλήνα της υδρορροής. Δε θα παραδεχόμουν ποτέ ότι κάπνιζα, για να πάρω σταχτοδοχείο.
Κρυώνω. Πάω μέσα, να συνεχίσω την αϋπνία στο κρεβάτι. Επαναλαμβάνω ψιθυριστά τις λέξεις Σο-πε-κνε-φέ-ρου, Φίλιπ, ταμπλέτες πλυντηρίου. Τουλάχιστον να μην ενοχλείται ο δίπλα.