Ένας ντροπαλός κλόουν

Marie Bracquemond (1840-1916): «Απογευματινό τσάι»
Marie Bracquemond (1840-1916): «Απογευματινό τσάι»


Αγαπούσε στο ρελαντί και με αναμμένα τα αλάρμ
σαν μεταμεσονύχτια κούρσα ταξί σταματημένη έξω από σιδηροδρομικό σταθμό
ή έξω από κινηματογράφο περιμένοντας ν’ ανάψουν τα φώτα
για να ξεκινήσει προς άγνωστη κατεύθυνση με μοναδικές οδηγίες κατεύθυνσης
τις τελευταίες φράσεις των πρωταγωνιστών προς τους εραστές τους.

«Βάφω τα χείλη μου κόκκινα εις μνήμη όλων των φιλιών που μου αρνήθηκαν οι άντρες που χόρεψα μαζί τους»,
αρκούσε η ψιθυριστή εξομολόγηση μιας ξανθιάς Ιταλίδας βήτα διαλογής και έσπευδε να προλάβει όλα τα φανάρια στο κόκκινο
να κλείσει ο κύκλος του χρώματος και της απόρριψης.
Μια άλλη φορά, ένας Αμερικάνος ηθοποιός με μαύρα μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω και μέτωπο χαραγμένο με δεκάδες στεγνά
ρυάκια,
φώναζε σε κάποιον συνομιλητή του στο τηλέφωνο, πως η καρδιά του δεν είναι λάστιχο αυτοκινήτου την οποία μπορεί να αλλάζει κάθε φορά που κάποιος την τρυπάει.
Και μέχρι τα χαράματα είχε σταματήσει μπροστά σε κάθε βουλκανιζατέρ της περιοχής
σχηματίζοντας μ' έναν μαύρο μαρκαδόρο μια καρδιά στο σημείο που ήταν γραμμένο το νούμερο του τηλεφώνου.

Αγαπούσε σαν τον χαρτοπαίκτη που αποσύρεται κάθε φορά που κερδίζει,
ο ήχος από τις μάρκες που στοιβάζονταν μπροστά του, ήταν ο ήχος από τις πόρτες που έκλειναν πίσω του.
Πάνω στην τσόχα τεμάχιζε χαμόγελα και κλεφτές ματιές και οργασμούς,
εκείνες τις στιγμές ήταν ντετέκτιβ, κουρέας, σκηνοθέτης, νευροχειρούργος,
ήταν σανίδι θεάτρου και βαλές κούπα.
Θα ήθελε να είναι η σταφυλή του Τζον Μπέριμαν και το στρίφωμα στο φόρεμα της Βιρτζίνια Γουλφ
αλλά ήταν απλά ένας ντροπαλός κλόουν.

Αγαπούσε σαν ποιητής, με σβηστά τα φώτα πορείας, νύχτα στο αντίθετο ρεύμα.

Τον αγάπησαν γυναίκες που έμοιαζαν με χρώματα ιμπρεσιονιστών.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: