Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μου.
Μέσα από ένα ξένο ποίημα
γνώρισα τα κίτρινα κεράσια της Ουκρανίας,
τις κίτρινες φορσίθιες των κήπων,
τα μικρά κίτρινα τριαντάφυλλα,
αμύριστα πλέον,
του Κανενός τα ρόδα.
Έχασε εκείνος ο ποιητής το δικό του Λβιβ,
πικρός πρόσφυγας της ιστορίας.
Το ονειρευόταν ροδάκινο χρυσό σε ασημένιο δίσκο,
σχεδιάζοντας την επιστροφή του
όπως οι προσκυνητές στα Ιεροσόλυμα.
Είναι παντού το Λβιβ, έλεγε.
Ονειρευόμουνα κάποτε κι εγώ να κάνω προσκύνημα
στην πόλη εκείνη,
τιμής ένεκεν, σε ανάμνηση
δικής μου ιδιότυπης απώλειας.
Κοινά προσκυνήματα είναι άλλωστε
όλες οι χαμένες γενέθλιες πόλεις.
Τελικά γνώρισα μόνο την κίτρινη λωρίδα μιας σημαίας.
Το μαύρο κοράκι είπε, «ποτέ πιά»
Ήξερα και τα σκαλοπάτια του Ποτέμκιν στην Οδησσό,
ένα-ένα και όλα μαζί, σκαλιά του Ιακώβ, ανέβαιναν στον ουρανό,
αφήνοντας κάτω το τέλειο ρυμοτομικό σχέδιο, γυμνό από σπίτια,
έτσι, για να φαίνεται καθαρά ο σκελετός,
η τεράστια σκακιέρα του πολέμου,
για ένα παιχνίδι χωρίς κανόνα,
για ένα παράνομο ματ.
Αντίγραφο της Οδησσού το σχέδιο της δικής μου πόλης,
όταν κάποτε την πήραν αυτοί που τώρα ισοπεδώνουν πόλεις.
Δεν πρόκειται ποτέ εγώ να την γνωρίσω.
Το μαύρο κοράκι είπε «ποτέ πια»,
Ούτε στη Μαριούπολη, την πόλη την ελληνική,
πρόκειται να πάω,
στην θάλασσα την Αζοφική.
Δεν ξέρω αν υπάρχει πλέον.
«Ποτέ πια», είπε πάλι το μαύρο πουλί.
Μαύρη κι έρημη είναι τώρα η χώρα
κι ο Άγγελος τής Ιστορίας του κυρίου Κλέε, με τρόμο την κοιτά.
Ο Βαν Γκογκ δε θα έχει ποτέ πια ηλιοτρόπια να ζωγραφίσει,
εγώ δε θα 'χω ηλιόσπορους στην παιδική μου τσέπη,
δε θα έχει λάδι για τα φαγητά.
Το χρυσό σιτάρι δεν θα φυτρώσει στη ματωμένη γη.
Άδειος ο σιτοβολώνας του κόσμου.
Σπάνιο το ψωμί.
Ούτε ψωμί και αλάτι για τις φιλίες.
Δεν τρώγεται μόνο του το αλάτι.
Οι άνθρωποι δε θα τραγουδούν
δε θα γράφουν ποιήματα.
Η φρίκη δε χωρά στα ποιήματα.
Μετά το Άουσβιτς, είπε ο κύριος Αντόρνο,
δε γράφεται ποίηση.
Ξέχασε βέβαια να συμπληρώσει πως γράφεται, ναι γράφεται,
μόνο από τα θύματα, από τους επιζήσαντες.
Μόνο αυτοί δικαιούνται να γράφουν.
Όλοι οι άλλοι περιγράφουμε εκ του ασφαλούς.
Αν και η ποίηση δεν περιγράφει,
δημιουργεί εκ του μηδενός,
απρόβλεπτη και επικίνδυνη πολύ.
Δεν μπορώ εγώ να μιλήσω για όσους χάθηκαν
ή έχασαν κάποιον τον Απρίλη αυτόν.
Είναι πολύ σκληρός μήνας.
Το ξέρουν καλά όσοι έχασαν Απρίλη μήνα
αγαπημένους, μητέρες ή άλλους ίσως.
Ανασκαλεύει αυτός ρίζες φυτών και κόκαλα νεκρών.
Ήταν πολύ σκληρός ο φετινός Απρίλης.
Ήταν σκληρός και κάποτε στην Καλλίπολη.
Είναι σκληρός ο θάνατος.
Δεν παίζεται ούτε στιχουργείται.
Πικρό είναι το κεντρί του.
Τέτοιο κεντρί έχουν κι οι ασπάλαθοι,
κίτρινοι και φέτος, ως συνήθως, εκτυφλωτικοί,
να μη φαίνονται σάρκες, κόκαλα και φρίκη.
Επί ασπαλάθων, σκέφτομαι, ναι, επί ασπαλάθων.
Είναι σκληρός κι ο Απρίλης.
Με λάμα ατσάλινη ανακατεύει τη γη,
κόβει τις ρίζες, ανοίγει μέρος για τους σφαγμένους
και τους λαβωμένους
ακόμη και για άμοιρα μικρά σκυλιά
που διέσχισαν ένα δρόμο και
ξαπλώσαν στη μαύρη άσφαλτο,
χωρίς να γαβγίσουν, χωρίς να βογγήξουν.
Υπάρχει όμως Ανάσταση.
Η πεθαμένη μητέρα ενός νέου ποιητή από την Ουκρανία
χορεύει στην Οδησσό,
γεμίζοντας το παρελθόν με ροδάκινα.
Το κεντρί του Άδη σπάζει στη μέση.
Η γη γεμίζει άνθη.
Μέλισσες στα θυμάρια και στις πορτοκαλιές,
πεταλούδες στα άγρια κρίνα, καρδερίνες στις ανθισμένες κερασιές.
Αδιαχώρητο ανθέων.
Δεν έχει δρόμο να περάσεις,
πατώντας μόνο ανάμεσα στα ζουμπούλια και πάνω στους κόκκινους υάκινθους,
πατώντας τον θάνατο με την Αγάπη και τον Έρωτα,
ελπίζοντας το Ανέλπιστο.
Δεν ξέρω να γράφω ποιήματα εγώ.
Οι λέξεις μου, ατίθασες πολύ, με τρομάζουν.
Προσεκτικά συγκολλώ τις λέξεις άλλων,
πολλών ανθρώπων λέξεις,
προσδοκώντας κάποτε τις δικές μου.