Λήθη & Φόβος
Ο Χάρολντ Χαρτ Κρέιν γεννήθηκε στις 21 Ιουλίου 1899 στο Γκάρετσβιλ του Οχάιο. Άρχισε να γράφει στίχους στην εφηβεία. Αν και δεν φοίτησε ποτέ σε πανεπιστήμιο, ο Κρέιν διάβαζε τακτικά μόνος του, κυρίως τα έργα των Ελισαβετιανών δραματουργών και ποιητών William Shakespeare, Christopher Marlowe, John Donne και των Γάλλων ποιητών του 19ου αιώνα Charles Vildrac, Jules Laforgue και Arthur Rimbaud. Ο πατέρας του, ζαχαροπλάστης, προσπάθησε να τον αποτρέψει από μια καριέρα στην ποίηση, αλλά ο Κρέιν ήταν αποφασισμένος να ακολουθήσει το πάθος του. Ζώντας στη Νέα Υόρκη, συνδέθηκε με πολλές σημαντικές προσωπικότητες της λογοτεχνίας της εποχής, όπως Allen Tate, Katherine Anne Porter, E. E. Cummings, Jean Toomer, αλλά η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και η χρόνια αστάθειά του δεν του επέτρεψαν να συνάψει μαζί τους φιλικές σχέσεις. Θαυμαστής του T. S. Eliot, ο Κρέιν συνδύασε επιρροές της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και της παραδοσιακής στιχουργίας με μια ιδιαίτερη αμερικανική ευαισθησία. Το σημαντικότερο έργο του, Η Γέφυρα (The Bridge), εκφράζει με εκστατικούς όρους ένα όραμα της ιστορικής και πνευματικής σημασίας της Αμερικής. Όπως ο Έλιοτ, ο Κρέιν χρησιμοποίησε το τοπίο της σύγχρονης, βιομηχανοποιημένης πόλης για να δημιουργήσει μια ισχυρή νέα συμβολική γραφή. Ο Χαρτ Κρέιν αυτοκτόνησε στις 27 Απριλίου 1932, σε ηλικία τριάντα δύο ετών, ενώ επέστρεφε στη Νέα Υόρκη από το Μεξικό.
___________
Ακόμα τέσσερα ποιήματα του Χαρτ Κρέιν σε μετάφραση Σάββα Κοκκινίδη έχουν δημοσιευτεί στον Χάρτη:
«Λευκά Κτήρια» / Χαρτ Κρέιν - Χάρτης (hartismag.gr)
Λήθη
Η λήθη μοιάζει με τραγούδι
Που, απαλλαγμένο από ρυθμό και μέτρο, περιπλανιέται.
Η λήθη μοιάζει με πουλί με φτερά συμφιλιωμένα,
Απλωμένα και ακίνητα, —
Πουλί που ακούραστα τσουλάει πάνω στον άνεμο.
Η λήθη είναι βροχή τη νύχτα,
Ή παλιό σπίτι στο δάσος, — ή παιδί.
Η λήθη είναι λευκή, — λευκή σαν δέντρο μαραμένο,
Και μπορεί να ζαλίσει τον προφήτη σε προφητεία,
Ή να θάψει τους Θεούς.
Μπορώ έντονα να θυμηθώ τη λήθη.
Φόβος
Ο οικοδεσπότης, λέει πως όλα είναι εντάξει
Και το φως απ’ τα καυσόξυλα αστράφτει.
Η μυρωδιά του φαγητού είναι ζεστή και δελεάζει,—
Αλλά στο παράθυρο η νύχτα γλείφει.
Σωρός τα κούτσουρα... Δώστε μου τα χέρια σας,
Φίλοι! Όχι,— δεν είναι φόβος...
Μα κρατήστε με... κάπου άκουσα απαιτήσεις...
Και στο παράθυρο η νύχτα γλείφει.