Into the Box / Το Πρώτο Τρίμηνο της Δεύτερης Ώρας
Κείμενο & φωτογραφία του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Ποτέ Δεν Καβγάδιζαν Δίχως Λόγο
Κι Όταν Καβγάδιζαν, Δίκιο Είχε Πάντα Εκείνη
Λες και το βλέμμα της δεν ανοιγόταν στο Γαλαξία, ένα βλέμμα που ήταν καλειδοσκοπικό περισκόπιο και ψυχεδελικό ραντάρ —πρόσεξε, αγάπη μου, στ᾽ αγγλικά το radar είναι καρκινικό—, ένα βλέμμα μυριάδες πολύχρωμοι γυάλινοι βώλοι από τα παιδικά μας χρόνια —ω η παιδική ηλικία! μα δεν βγήκαμε ποτέ απ᾽ αυτήν—· λες και δεν είχε ένα στρατηγικό μυαλό ξουράφι / οι εφτά σαμουράι πάντα πρόθυμοι για το καλό / τριάντα τουπαμάρος έτοιμοι για το Μεγάλο Χτύπημα / σαράντα Ιρλανδοί του IRA από τον Ιανουάριο του 1919 σε μεθυσμένη παράταξη μάχης· ναι, ένα τζετ μυαλό Μπόινγκ Εφτά Σαράντα Εφτά, ένα μυαλό Φόρμουλα Ένα με τον Νίκι Λάουντα στο τιμόνι και τον Βίνσεντ Γκάλο ν᾽ αλλάζει λάστιχα στα πιτς, ένα μυαλό καλπάζων Γιόχαν Κρόιφ, ένα μυαλό που επέλυε στον πίνακα της έκρυθμης βιοπάλης προβλήματα διαφορικού λογισμού ασκαρδαμυκτί·
ναι, λες και δεν ήταν τ᾽ αυτιά της κοχύλια απ᾽ όπου ξεπετάγονταν λιλιπούτειες, λικνιζόμενες θελκτικά, αφροδίτες του Μποτιτσέλι, και λολίτες του Ναμπόκοφ· λες και τα στήθη της δεν ήταν ξέχειλα ποτήρια σαμπάνιας· λες και τα δάχτυλά της δεν ήταν ολόιδια με αυτά του νηπίου που ήταν ο Γκλεν Γκουλντ στις 23 Μαρτίου του 1935· λες και η μέση της δεν ήταν ισθμός που ένωνε δύο πρασινογάλαζες παραδείσους —την Άνω Παράδεισος (με τα στρόγγυλα βαθυκόκκινα ρόδια, με τα χρυσαφένια στάχυα, με τον στραφταλιστό ομφαλό της γης, με τους σπινθήρες του στέρνου ενός ανθισμένου Γιβραλτάρ), και την Κάτω Παράδεισος (με τους κυλιόμενους λειμώνες, με τις λίμνες που λάμπουν και όπου λάμνουν παιδίσκες οι προγιαγάδες της —· λες και η μέση της δεν ήταν δαχτυλίδι, η μέση της λες και δεν ήταν κλεψύδρα (κλεμμένο, κανάγια! σε τσακώσαμε, κλεμμένο απ᾽ τον Μπρετόν!)· λες και το βλέμμα της (άντε πάλι με το βλέμμα της!) δεν ήταν μπλουζ αγέρωχο γαλάζιο — δύο λεπίδες καλοήθεις, λεπίδες/ελπίδες του Καλού·
λες και δεν ήταν πλάσμα εκστρατείας, ανά πάσα ώρα και στιγμή σε εγρήγορση, οι αισθήσεις τις (και οι έξι) πάντα σε επιφυλακή· μια post-modern Ινδιάνα, Απάτσι, Σιού, Μοϊκάνα· λες και δεν είχε εμπλακεί από την εφηβεία της σ᾽ έναν κλεφτοπόλεμο, γκερίλα, αντάρτισσα πόλεων, όλων των κορυφαίων πόλεων της υδρογείου —έτρεχε, ίπτατο, εποχούτο προς Νέα Υόρκη και Βερολίνο και Βασιλεία και Κάσελ και Πράγα και Μεδιόλανο και Βουδαπέστη και Ερμούπολη και Βόλο και Κυψέλη—, όλων των γειτονιών τού φεγγαριού, για ν᾽ αναστατώσει, να διαγείρει, να ταράξει, ν᾽ ανασύρει, να πλάσει, να δημιουργήσει, να αποδομήσει, να αναδομήσει με επιμήκεις ελαιογραφίες, με ξεβρασμένα ξύλα, με ατσάλινα ελάσματα, με ηφαιστειογενείς πέτρες, με ξεραμένα φύκια, με θρυμματισμένους τσιμεντόλιθους — και με τη φωνή της, με το είναι της, με το κορμί της, οπλισμένη μ᾽ έναν υπνόσακο και μ᾽ ένα θερμός και μ᾽ ένα δερμάτινο βαθυκάστανο σημειωματάριο·
λες κι η φωνή της δεν ήταν κρύσταλλο γάργαρο νερό, λες και τα χείλη της δεν ήταν γιαρμάδες, λες και δεν ήταν το στόμα της σαν τον εμφύλιο πόλεμο στην Ισπανία (κλέβει, κυρία, κυρία, κλέβει! Εγγονόπουλος, κυρία, κυρία!)· λες και τα μαλλιά της δεν ήταν αυτό που μόνο τα μαλλιά της θα μπορούσαν να είναι· λες και οι αγκώνες της δεν ήταν κυβισμός στη νιοστή· λες και οι αστράγαλοί της δεν τίναζαν στον αέρα την μπάνκα κάθε μοιρογνωμόνιου και κάθε διαβήτη· λες και οι κνήμες της δεν ήταν μνήμες από τον καιρό του Μαρσέλ, παρντόν: των Μαρσέλ, του Μαρσέλ Προυστ και της ευλογημένης μαντλέν, και του Μαρσέλ Ντισάν και του ακαριαίας επιδράσεως Γυμνού που Κατεβαίνει τη Σκάλα· λες και η μύτη της δεν ήταν η υπέρβαση και η πραγμάτωση της Γαλλίας·
λες και δεν του έκανε τον νου πυραυλοκίνητο, δεν έκανε μάτια αντισφαιριστή τα μάτια του, πόδια ωκύπου Ερμή τα πόδια του, μα και του Τομ Κόρτνεϊ πόδια στη Μοναξιά Ενός Δρομέα Μακρινών Αποστάσεων· χέρια γκολκίπερ λες και δεν έκανε τα χέρια του καθώς στην Αγωνία του Τερματοφύλακα τη Στιγμή του Πέναλτι· λες και δεν πότιζε, έφτανε μία ματιά και μία μόνο λέξη της, την ύπαρξή του όλη με νοερές αμφεταμίνες· λες και δεν τον είχε προικίσει γενναιόψυχα τον νεόπτωχο γερομπαμπαλή με του έρωτος την αρογκάντσια το έτος (σωτήριον, λυτρωτικό, αδιανόητο, απαράμιλλο) δύο χιλιάδες δέκα εννέα — το τελευταίο πριν από το ζόφο και τον εγκλεισμό—· λες και δεν του είχε, επίσης γενναιόψυχα, πάντα γενναιόψυχα, αείποτε γενναιόψυχα, υποβάλει την ιδέα ότι επιτέλους, ότι τελικά, ότι σε έσχατη ανάλυση, ναι και ναι και ναι, και δώστου πάλι ναι, χωράνε δύο θεία βρέφη στην ίδια φάτνη·
λες και είκοσι δευτερόλεπτα κοντά της δεν ήταν μια αιωνιότητα, πόσο μάλλον τρία και τέσσερα εικοσιτετράωρα στο σπίτι της ή/και στο σπίτι του (ω μεγαλειώδη Δεκέμβρη του 2019! ω ευλογημένε Γενάρη του 2020!), στο δίπατο μικροσκοπικό της ιγκλού, σ᾽ εκείνο το Palais idéal, το αριστούργημα του Ταχυδρόμου Σεβάλ, στα Εξάρχεια, ή/και στο δικό του γραφειόσπιτο, το Νέο Άλαμουτ της Κυψέλης —το ινγκλού της με τα βινύλια της Γιόκο Όνο και με το επιτοίχιο έργο του αλησμόνητου αναρχικού μετακαλλιτέχνη Κεν Ναμπ και με την καλαγχόη στο γαλάζιο γλαστράκι· το γραφειόσπιτό του με τα cd της Γιόκο Όνο και με το έργο του αλησμόνητου καταστασιακού μετακαλλιτέχνη Ραλφ Ράμνεϊ και με την καλαγχόη στο γαλάζιο γλαστράκι· ναι, λες και τρία και τέσσερα εικοσιτετράωρα μαζί της δεν ήταν πολλές αιωνιότητες και μία μέρα· λες και ο χρόνος, από αδυσώπητος μακελάρης, δεν είχε γίνει, χάρη στα μαγευτικά μαγεμένα μαγικά της, ένα παιδικό άθυρμα, ένα σείστρον, ένα τόπι· λες και τα δευτερόλεπτα δεν είχαν γίνει τα ηχογόνα σώματα (μικρούτσικα χαλίκια, κρεμ κοχυλάκια, ποικιλόχρωμες χάντρες) μες στα κόκκινα κελύφη καρπών που ήταν οι μαράκες στα αφηνιασμένα λεπτεπίλεπτα δάχτυλά της·
λες και δεν ήταν κήπος η κάμαρα, λες και δεν τον είχε ωθήσει να αντιληφθεί, βαθιά να νιώσει, μια για πάντα, επιτέλους, αυτός ο παθητικοεπιθετικός στούρνος, ο αμφιδέξιος γραφιάς της συμφοράς, ο πρωτοδεύτερος καπετάνιος της άσφαιρης μαξιμαλιστικής ξεχειλωμένης επιδειξιομανίας, μόλις μ᾽ ένα φευγαλέο βλεφάρισμά της (χρειάζεται κάτι περισσότερο όταν πρόκειται για το βλεφάρισμα Εκείνης;) πως το πουλί της Αθηνάς, η γλαύκα του Εγέλου, άλλο δεν κάνει απ᾽ το να μας υπενθυμίζει ότι το μεγαλείο της τέχνης δεν αχνοφαίνεται παρά μόνον στο λυκόφως της ζωής, ότι η έως τότε περιλάλητη επιπολαιότητά του δεν ήταν παρά η κατακαημένη μπατζανάκισσα του εξίσου περιλάλητου ναρκισσισμού του, ενός γοητευτικού πιτερπανικού, η αλήθεια είναι, περιλάλητου ναρκισσισμού, πλην όμως, επίσης η αλήθεια είναι, ελεεινού και φαιδρού, κωμικοτραγικού ναρκισσισμού· ναι, λες και δεν τον είχε ωθήσει να αντιληφθεί —επιτέλους!, επιτέλους πια!, έλεος!, ήμαρτον!, μπάστα!, φτάνει, φτάνει! αλληλούια! παλαμάκια! παλαμάκια! παλαμάκια! ποδοκροτήματα!— ναι, να αντιληφθεί, για τα καλά, άπαξ και διά παντός να αντιληφθεί, μαζί με τον ε.ε. κάμινγκς, ότι το Ένα Δεν Είναι το Μισό του Δύο αλλά τα Δύο Μισά του Ένα, και να το αντιληφθεί βαθιά, να το νιώσει στο κωλοπετσωμένο του πετσί, κι όχι απλώς να το τσιτάρει φιγουρατζίδικα ο χαλιαμπάλιας στες κοσμικές συνάξεις, στες φοβερές ταβέρνες, και μες στην πολλή συνάφεια —