Η λογοθεραπεία
Ο μικρός Οδυσσέας μέχρι τα πέντε του δυσκολευόταν να πει κάποια σύμφωνα. Κυρίως το σίγμα το έλεγε θου. Θταθμός, θκηνή, Θπύρος κ. ά. Αξιωματικός ο πατέρας τον πήγε στην υπηρεσία, να τον εξετάσουν οι ειδικοί και να του εγκρίνουν μαθήματα λογοθεραπείας, πριν πάει στο δημοτικό. Μόλις τον παρέλαβε ο λογοθεραπευτής και άρχισε να τον ρωτά: πες σταθμός∙ σταθμός απαντά ο μικρός. Πες σάλα∙ σάλα επαναλαμβάνει. Πες σέλινο∙ σέλινο λέει χωρίς καμία δυσκολία.
Το παιδί είναι μια χαρά αποφαίνεται ο ειδικός, δεν έχει κανένα πρόβλημα.
Βγαίνοντας από το νοσοκομείο, ρωτά ο εμβρόντητος μπαμπάς:
— Βρε, γιατί τα είπες όλα καθαρά και θα μας κόψουν το επίδομα.
— Χέθτηκα, απαντά ανέμελα ο μπόμπιρας.
——————
Η παροιμία
Η λιλιπούτεια Νεφέλη πήγαινε στην πρώτη δημοτικού, όταν η “κυρία” τούς μίλησε για τις παροιμίες και, στη συνέχεια, για να βεβαιωθεί ότι τα παιδάκια κατάλαβαν, τα ρώτησε αν ξέρουν να πουν κάποια παροιμία. «Κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος», απάντησε με βεβαιότητα η Νεφέλη, το λέει ο μπαμπάς μου, κυρία. Στο δικό μας σπίτι η παροιμία ήταν λίγο παραλλαγμένη αλλά πιο ακριβής: «κώλος που κλάνει, γιατρό δεν φοβάται».
Η κυρία έκρυψε το γέλιο της, πήγε παρακάτω και το ανέφερε με τρόπο και με διάθεση αστεϊσμού στη μαμά, όταν εκείνη ήρθε το μεσημέρι να πάρει το παιδί από το σχολείο. Επανελήφθη αρκετές φορές η ατάκα στο σπίτι και γελούσαν όλοι. Η Νεφέλη άρχισε να ενοχλείται και να διαμαρτύρεται κλαίγοντας. Και η καλή θεία, για να ελαφρύνει την κατάσταση: «Σιγά τον πολυέλαιο, πάλι καλά που το κορίτσι είπε αυτή την παροιμία και δεν είπε: οι μούτσοι που γαμούσαμε γίναν καπεταναίοι». Η αθυροστομία ήταν τρόπος έκφρασης στην οικογένειά τους.
——————
Επτανησιακά χούγια
Είναι γνωστή η αθυροστομία και η σκωπτική διάθεση των Επτανησίων. Στους Κεφαλλονίτες πιο έντονη. Εκτός των άλλων βλαστημούν ασύστολα. Πολλοί προσπαθούν να το περιορίσουν ή να το κόψουν. Έτσι βρίσκουν διάφορους τρόπους υπεκφυγής. Υπάρχει στο Αργοστόλι ένα κατάστημα με εκκλησιαστικά είδη, του Αραβαντινού. Όταν λοιπόν θέλουν να αποφύγουν απευθείας τη βλαστήμια λένε: «Γαμώ το μαγαζί του Αραβαντινού». Αναφέρουν ακόμη την περίπτωση ενός χαρτοπαίχτη, ο οποίος την ώρα του τζόγου κατέβαζε καντήλια. Όταν του είπαν ότι χάνει γιατί βλαστημάει, για να πολεμήσει την γκίνια είχε καταλήξει στο ανώδυνο «Θεός σχωρές’ τον Πιλάτο».
——————
«Ο κόσμος είναι εύκολος, ένας απλός παλμός»
Δεκαπενταύγουστος του 1990. Η φίλη μου η Κλειώ μάς έχει καλέσει, για να μας φιλοξενήσει, στο εξοχικό της στο Πήλιο. Άνθρωπος έξυπνος, καλόβολος και δοτικός. Οι μέρες περνούν ευχάριστα και κάποια στιγμή μάς ενημερώνει ότι αύριο θα προστεθεί στην παρέα η δεκαεξάχρονη Λυδία, πρώην κόρη του γιού της. Είχα ακούσει για πρώην σύζυγο, πρώην πεθερά, πρώην γκόμενα, αλλά αυτό, το πρώην κόρη, πρώτη φορά το άκουγα. Εξέφρασα την απορία και η Κλειώ, χαμογελώντας πονηρά, μάς εξήγησε: Ο γιός της ο Αλέξης είχε παντρευτεί στα τριάντα του, από κεραυνοβόλο έρωτα. Όπως συμβαίνει στις μεγάλες εκρήξεις, δεν κράτησε πολύ. Και οι δύο άρχισαν να κάνουν νερά. Συμβιώνανε με ανοχές και αντοχές. Γιατί όχι, και με αγάπη. Κάποια στιγμή εκείνη έμεινε έγκυος από τον τότε φίλο της που όμως ήταν παντρεμένος και, με τις συνθήκες της εποχής, δεν μπορούσε να αναγνωρίσει το παιδί. Δεν είχαμε εξελιχθεί τόσο, τότε. Ο Αλέξης την καθησύχασε και χωρίς κανένα πρόβλημα αναγνώρισε το νεογέννητο και του έδωσε το επώνυμό του. Όταν ο κανονικός πατέρας αποδεσμεύτηκε ο Αλέξης το ξε-αναγνώρισε και η μικρή Λυδία πήρε το επώνυμο του πατέρα της. Τόσο απλά.
——————
Αδύναμος ο άνθρωπος έως θανάτου
Στην αρχή χανόταν κάπου κάπου και πότε τη βρίσκαμε στην εξοχή να μαζεύει ανεμώνες ή κυκλάμινα, μες την καλή χαρά, πότε την έφερνε κάποιος περιπατητής της Πεντέλης στον οποίο είχε πει τη διεύθυνση του σπιτιού, αυτήν δεν την ξεχνούσε ακόμη, πότε μας τηλεφωνούσαν από το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς που είχε μπει για να ψωνίσει, χωρίς να θυμάται ότι δεν είχε πάρει πορτοφόλι μαζί της – εξάλλου από τότε που άρχισαν οι περίεργες αντιδράσεις δεν την άφηναν τα παιδιά της να το παίρνει, της το έκρυβαν. Όταν μας έβλεπε χαμογελούσε σαν παιδί που το έπιασαν να κλέβει το γλυκό και μας αγκάλιαζε με αγαλλίαση. «Η καρδιά έχει τους λόγους της που η λογική δεν ξέρει», έλεγε ο Πασκάλ.
Μου ήταν αδύνατο να συνδέσω αυτό το άλαλο, χαμένο πλάσμα, με τη γλύκα στην όψη και τη φευγάτη ματιά, που διατηρούσε ακόμη τα σημάδια της ομορφιάς του, με την δραστήρια, αποτελεσματική και αξιαγάπητη αδελφή μου. Με παρηγορούσε κάπως το ότι η ίδια δεν είχε επίγνωση της κατάστασής της. Όταν όμως το βράδυ, πριν κοιμηθεί, ή τη νύχτα, που συχνά ξυπνούσε, την έπιανε ένα παραλήρημα και θυμότανε ανακατεύοντας ευτυχίες και δυστυχίες, ζωντανούς και πεθαμένους, εχθρούς και φίλους και μιλούσε ασταμάτητα και ένιωθα να πάσχει και να βασανίζεται, με κατέκλυζαν οι ενοχές και οι πίκρες όλου του κόσμου, που δεν μπορούσα να κάνω τίποτε.
——————
Αλτσχάιμερ
Η πρώτη φορά που εκδηλώθηκε το πρόβλημα του Μιχάλη, και που τότε δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι ο ψαράς είχε δίκιο, ήταν όταν διαφώνησε μαζί του για την πληρωμή των ψαρικών.
— Εξήντα ευρώ, είπε ο κυρ Θανάσης.
— Σου τα έδωσα, απάντησε ο Μιχάλης, μια ζωή πελάτης και καλός μάλιστα, υπεράνω πάσης υποψίας.
— Όχι κύριε Μιχάλη, δεν μου τα έδωσες, επέμενε ο ψαράς.
Δεν σήκωνε αντίρρηση, θύμωσε μάλιστα που τον αμφισβητούσαν, αυτόν, έναν από τους εμπειρότερους πιλότους της Πολεμικής Αεροπορίας, κυρίως άνθρωπο δίκαιο και αμερόληπτο. Δεν ξαναπάτησε στο ψαράδικο. Τα ψάρια δεν πληρώθηκαν ποτέ.
Το αλτσχάιμερ φούντωνε μέρα με τη μέρα.
——————
Της ζωής τα μαθήματα
Γερόντια, συνταξιούχοι, στο παρά πέντε του φινάλε, πίνουν στον καφενέ της πλατείας τα μεσημεριανά τους ουζάκια και αμπελοφιλοσοφούν: Εγώ μπορώ να κάνω παρέα με οποιονδήποτε παραβατικό. Τρεις κατηγορίες δεν αντέχω με τίποτε: τον ρουφιάνο, τον τσιγκούνη και τον βλάκα, λέει ο κυρ Νίκος, τέως τομεάρχης στον ΟΤΕ.