Ανάμεσα στις εννιά και δέκα το πρωί

(Απόσπασμα)



Ανάμεσα στις εννιά και δέκα το πρωί καταλαγιάζουν πάντα οι πιο μεγάλοι θόρυβοι της πόλης, αμβλύνονται, υποχωρούν, γίνονται απόμακροι. Είναι η ώρα που κάτι σαν λήθη απλώνεται για λίγο παντού και από μέσα της ξεμυτίζουν νέα βάθη της συνείδησης, απλώνονται σε μια διάφανη επιφάνεια είτε για να επιβεβαιωθεί καθησυχαστικά η παρουσία τους, η ύπαρξή τους, είτε για ν’ ανακινηθούν, ν’ αποτιμηθούν και, στην καλύτερη περίπτωση, να ξαναβρούν την επάγρυπνη ισορροπία τους. Οι μορσικές φωνές από μια ή δυο αθέατες δεκαοχτούρες εδώ γύρω, ο κώδικάς τους είναι διαφορετικός σε μια τουλάχιστον άλλη χώρα, αν πρόκειται όπως νομίζω για το ίδιο πουλί, κάνει την ησυχία που για μικρό χρονικό διάστημα επικρατεί λιγότερο ή πάλι ίσως περισσότερο δυσοίωνη, δίνει πάντως στην παρένθεση που ανοίγει ανεξάρτητο χαρακτήρα, κάτι απρόσιτο αλλά και απτό την ίδια στιγμή, πολύ κοντινό, την καταπραϋντική εγγύτητα της άφωνης και άοσμης απόστασης, τον απόηχο της διάφανης και αδιάφανης πολυπλοκότητας των εγκοσμίων. Είναι η συνείδησή μου που απευθύνεται σε μένα, που παίρνει θάρρος να μου μιλήσει, που έχει τη ρουτίνα αυτή, η οποία ακολουθεί τη ρουτίνα του πρωινού ποτίσματος των λουλουδιών στα παρτέρια και τις γλάστρες, του καθαρίσματος των ξεραμένων και κιτρινισμένων φύλλων, πριν την επέλαση και πάλι της θολής ασυνειδησίας ή της απάθειας και ανημπόριας που η ασυνειδησία έχει σαν κάστορας συσσωρεύσει και επιβάλει. Πρόκειται πράγματι για επιβολή με καταστρεπτικά αποτελέσματα, με επικές διαστάσεις, αποτυπωμένες σε κάθε σημείο και κάθε στιγμή στο σώμα της χώρας, αλλά και για αποτελέσματα που είναι δυσδιάκριτα ή όχι πάντα άμεσα και που δυσχεραίνουν τη λειτουργία της καρδιάς της χώρας. Και αυτή η καρδιά με αντικρύζει συχνά και με αναστατώνει, υγραίνει τα μάτια μου, μου παίρνει τη φωνή, μου φανερώνει πώς η ζωή και ο θάνατος ή η ζωή και η άλλη της πλευρά, οι άλλες της πλευρές είναι τόσο κοντά η μία στην άλλη, και τόσο μακριά, υπάρχει μια παρηγοριά στη συνειδητοποίηση αυτή, στιγμιαία αλλά πάντα η ίδια, υπάρχει μια συγχώρεση, μια κατανόηση, χωρίς την οποία η ζωή δεν θα είχε κανένα νόημα, υπάρχει ένα κοινό χτύπημα καρδιάς, μέσα στην ηρεμία της μέρας οι καρδιές μας συχνά χτυπούν στον ίδιο ρυθμό, τον μοιράζονται, είναι μια πιθανότητα αυτή, πρέπει να είναι, πρέπει να είναι δυνατό να συμβεί από μόνο του αυτό σαν ένα γεγονός, και θα πρέπει να είναι δυνατό να προκαλέσουμε το γεγονός αυτό, θα πρέπει όποτε το θέλουμε να μπορούμε να μοιραζόμαστε την ίδια καρδιά. Έχω ποτίσει τα λουλούδια για σήμερα, έχω δει τη γειτόνισσα ν’ αφήνει φαγητό για τις γάτες στο απέναντι πεζοδρόμιο. Τις βλέπω τώρα να συγκεντρώνονται και ν’ αρχίζουν να τρώνε, είναι τουλάχιστον εφτά, όλες με διαφορετικά χρώματα, σκυμμένες, εστιασμένες στην όρεξή τους, βλέπω τους τεράστιους γλάρους να προσγειώνονται στα γύρω μπαλκόνια, βλέπω ν’ απομακρύνεσαι οπισθοχωρώντας, να με κοιτάς σαν να πλησιάζεις, ν’ απλώνεις το χέρι και να σκουπίζεις τα φυλλαράκια στο πρόσωπό μου, ενώ τα μάτια μου συνεχίζουν να τσούζουν.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: