Ως γνωστόν, συχνά αρκεί ένα γεγονός, όπως και μια γεύση ή μια
μυρωδιά, ώστε να ξεπηδήσει κάποια ανάμνηση, πολλές φορές πολύ παλιά,
λησμονημένη, που δεν την επαναφέραμε εδώ και 30 ή 50 χρόνια, και να
προβάλλει πεντακάθαρη μπροστά στα μάτια μας, σαν πρόσφατο γεγονός.
Η ταινία Week-end
γυρίστηκε από τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ το 1967. Τα λοιπά στοιχεία της
ταινίας (ηθοποιοί, συντελεστές, διάρκεια, κλπ.) καθώς και κριτικές
υπάρχουν στο διαδίκτυο, για κάθε ενδιαφερόμενο. Εκείνη τη χρονιά, ο
Γκοντάρ ήταν 37 χρονών, εγώ 13. Την ταινία αυτή την είδα, αλλά όχι το
1967, τότε ήμουνα ακόμα μικρός και εξ άλλου δεν πιστεύω ότι παίχτηκε
στην Ελλάδα την ίδια χρονιά· τότε παιζόντουσαν εδώ άλλα πράγματα, εκτός
κινηματογραφικών αιθουσών, κάτι σαν cinéma-verité, ας πούμε – κάνοντας
αθέλητο χιούμορ.
Η μνήμη συχνά παίζει παιχνίδια, ανακατεύει γεγονότα, ημερομηνίες,
τόπους και πρόσωπα, καθώς βάζει λάθος πρόσωπα σε λάθος τόπους, γεγονότα
σε λάθος χρονιές, κ.ο.κ. – γνωστά και αυτά. Η δική μου όμως βεβαιότητα
ότι έχω δει την ταινία αυτή, βασίζεται στην ορμή με την οποία ξεπήδησε η
ανάμνηση μαζί με εικόνα και ήχο, αλλά και σε κάποιες άλλες σχετικές
ενδείξεις, στις οποίες θεωρώ ότι μπορώ να βασιστώ, που υπάρχουν
(επιπλέουν, πήγα να πω) πολύ ζωντανά στη μνήμη μου: ότι ήμουνα τότε
ακόμα μαθητής του εξαταξίου Γυμνασίου, σε κάποια από τις τελευταίες
τάξεις, πράγμα που τοποθετεί το γεγονός αυτό το 1970 ή το 1971 και ότι
είχα πάει με τον τότε συμμαθητή και φίλο μου Δημήτρη στον κινηματογράφο Ιντεάλ
της οδού Πανεπιστημίου. Εδώ είναι χρήσιμο να σημειώσω ότι η αίθουσα
αυτή, που λειτουργεί μέχρι σήμερα σε άλλο ύφος, τα χρόνια εκείνα
ειδικευόταν σε ταινίες ερωτικές (τότε τις λέγαμε «τσόντες»), καράτε
και, αναπόφευκτα, ταινίες του Γκουζγκούνη.
Να ξεκαθαρίσω, επίσης, για την αποφυγή παρεξηγήσεων ότι δεν ήμασταν
σινεφίλ, δεν ψάχναμε ταινίες τέχνης· ήμασταν 15 χρονών παιδιά, απλά
θέλαμε να δούμε κάποια ευχάριστη ταινία, όπως συνηθίζαμε τα Σάββατα,
καθώς την άλλη μέρα δεν είχαμε σχολείο, όταν παρέες συμμαθητών, με
διαφορετική συχνά σύνθεση, βλέπαμε κωμωδίες (Φράνκο-Τσίτσο, «Ερωτιάρη», «Μπρανκαλεόνε»), περιπέτειες ή αστυνομικά (Στιβ ΜακΚουίν, «Εξαφάνιση»)
και, σαν αγόρια από σχολείο αρρένων, πότε-πότε και άλλες επιμορφωτικές
για το σώμα και την ψυχή μας ταινίες. Με αυτή την λογική, πήγαμε με τον
Δημήτρη στο Ιντεάλ, χωρίς κανείς από τους δύο μας να ξέρει τι
ταινία παιζόταν. Ο τίτλος και οι φωτογραφίες στην πρόσοψη του σινεμά δε
νομίζω ότι θα μας φώτισαν παραπάνω, ίσως η παρουσία της Μιρέιγ Νταρκ να
μας ανέβασε το ηθικό, κι έτσι, μπήκαμε.
Το «Week-end»
είναι μια ταινία που δεν έτυχε να ξαναδώ από τότε –ούτε το επιδίωξα.
Ομολογώ ότι δεν θυμάμαι πολλά από την υπόθεση: μόνο διάφορους άντρες και
γυναίκες να πηγαινοέρχονται και να μιλάνε, πολλά αυτοκίνητα –
τρακαρισμένα και αναποδογυρισμένα και άλλα να καίγονται. Και πολλή
κουβέντα. Δεν καταλάβαμε τι γινόταν εκεί μέσα. Βγαίνοντας από την
αίθουσα ίσως κοιταχτήκαμε με ύφος «τι ήταν αυτό ρε συ;» και όταν είχαμε
βγει πια στο δρόμο, μπορεί να κάναμε κάποιο σχόλιο για τον άσχετο τίτλο·
μπορεί όμως και όχι, αυτά είναι υποθέσεις.
Υποθέσεις, λοιπόν, και ασάφειες και θολούρες. Θυμάσαι κάποιο γεγονός
και η εικόνα του που σου έρχεται στο μυαλό απαρτίζεται από ασύνδετα
στιγμιότυπα, χωρίς χρονική συνέχεια, από σκόρπιες φωτογραφίες ακόμα και
άσχετων γεγονότων. Και προσπαθείς να τα βάλεις σε μια σειρά, να
αφαιρέσεις τα άσχετα, να ανασυστήσεις όλες τις ενδιάμεσες στιγμές: άλλες
με υποθέσεις, άλλες με τις συνήθειες που είχες τότε. Κι όλα αυτά ενώ
κινείσαι στο σκοτάδι.
Εδώ λοιπόν, όσον αφορά εμένα, προβάλλουν (με
ορμή, όπως είπαμε) δύο στοιχεία που τα παραθέτω με απόλυτη βεβαιότητα
που δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση: το ένα είναι εικόνα, το άλλο ένας
ήχος. Ο ήχος είναι ανεξάρτητος από την εικόνα.
Είναι η φωτισμένη πρόσοψη του Ιντεάλ
και άνθρωποι που στέκουν μπροστά. Δεν ξέρω ποιοί είναι, υποθέτω
περιμένουν την προβολή. Η εικόνα είναι αναμφισβήτητα παλιά, είμαι κι εγώ
εκεί, τους βλέπω. Και είμαι σίγουρα 15 ή 16 ετών.
Ο ήχος είναι
ακόμα πιο έντονο στοιχείο, φτάνει πολύ καθαρά στα αυτιά μου μέχρι
σήμερα: Πρόκειται για τα σφυρίγματα και τις αποδοκιμασίες των θαμώνων
της αίθουσας, οι οποίοι, στο τέλος της προβολής, ίσως επειδή δεν ήταν
θαυμαστές της Νουβέλ-Βαγκ, ίσως γιατί ήταν απογοητευμένοι που δεν είδαν
κάτι πιο ενδιαφέρον (αυτό για το οποίο είχαν έρθει δηλαδή), εκδήλωναν,
θυμωμένοι, δυνατά τα αισθήματά τους.
Εδώ, επιτρέψτε μου να κάνω άλλη μια σημείωση σχετικά με το θέμα της
δημιουργικής φαντασίας των γραφείων εισαγωγής, που μεταμόρφωνε τους
αρχικούς τίτλους πολλών ταινιών σε κάτι άλλο, συχνά άσχετο, με προφανή,
υποθέτω, σκοπό να δελεάσουν κατά κάποιον τρόπο το κοινό, ώστε να το
φέρουν στις αίθουσες.
Χωρίς να βασίζομαι σε τίποτα συγκεκριμένο, πέρα από την ιδέα ότι βγαίνοντας από την αίθουσα κάναμε κάποιο σχόλιο για τον τίτλο, είμαι απόλυτα πεπεισμένος ακόμα και σήμερα, ότι το «Week-end» δεν παίχτηκε με τον, αδιάφορο για ένα σινεμά της Ομόνοιας, τίτλο «Σαββατοκύριακο» ή έστω «Ένα Σαββατοκύριακο», ούτε καν «Σαββατοκύριακο μιας ξανθιάς»
για παράδειγμα. Σίγουρα ήταν τελείως διαφορετικός (και λυπούμαι για την
αδυναμία μου να το τεκμηριώσω), τέτοιος που θα μπορούσε να ενδιαφέρει
και το τότε κοινό του Ιντεάλ. Πράγμα το οποίο, μάλλον, έγινε
και είχε σαν αποτέλεσμα τα σφυρίγματα και την δυσαρέσκεια των θαμώνων –
γιατί περί θαμώνων αυτών των κινηματογράφων επρόκειτο και όχι απλών
θεατών – οι οποίοι έφυγαν εμφανώς δυσαρεστημένοι.
Για να ολοκληρώσω
τις δραστηριότητες εκείνης της βραδιάς, προχωρώ βασιζόμενος αποκλειστικά
στις συνήθειες που είχαμε στις Σαββατιάτικες εξόδους μας, χωρίς κανένα
απτό στοιχείο, ούτε εικόνα, ούτε ήχο. Θεωρώ λοιπόν πολύ φυσικό, μετά την
προβολή και μετά το σχόλιο που κάναμε (ή δεν κάναμε) για την ταινία και
τον τίτλο της, να πήγαμε για σουβλάκια στον Ταϋγετο, κάτω από το Μινιόν, που ήταν κοντά και είχε εξαιρετικό ντονέρ που μας άρεσε.
Ας
συγχωρεθούν όλα τα «νομίζω», τα «μάλλον θα...», που δείχνουν προφανώς
την αμηχανία του υποφαινόμενου και την προσπάθεια να βρει τον δρόμο του
μέσα από το σκοτάδι της μνήμης, που συχνά επικαλείται, αλλά δείχνουν
επίσης και την θέλησή του να ζητήσει προκαταβολικά συγγνώμη από τον
αναγνώστη για τις όποιες λάθος πληροφορίες.
Έτσι κι αλλιώς, έχει
φτάσει πια η ώρα που επιστρέφω σπίτι, μετά τα υποθετικά σουβλάκια. Αυτή
είναι η στιγμή που το σκοτάδι διαλύεται και προβάλλει πεντακάθαρα το
σημάδι εκείνης της βραδιάς· ότι η ταινία αυτή που είδα πριν από λίγες
ώρες και δεν την κατάλαβα, δεν ήταν μόνο διαφορετική από αυτές που
συνήθως έβλεπα τότε, αλλά και πολύ πιο σημαντική – κι ας μη μπορούσα να
προσδιορίσω το γιατί.
[ 14/9/2022 (Θάνατος του Jean-Luc Godard) ]