Γνωρίστηκα με την Εουτζένια στο Σαν Τσιμινιάνο, μια μεσαιωνική πόλη με ψηλούς στενούς πύργους που ξεχωρίζουν από μακριά, σαν πέτρινα άνθη χωρίς πέταλα, ακίνητο και παραμυθικό φόντο για τους εραστές που μόλις μαθαίνουν τι σημαίνει έρωτας. Οι δρόμοι είναι στενοί και η πλακόστρωτη πλατεία μικρή αλλά αρκετή για ένα ζαχαροπλαστείο, ένα οπωροπωλείο, το τέρμα του λεωφορείου και λίγο χώρο μπροστά, να βουτάει ο ήλιος ελεύθερος από τις γύρω στενωπούς. Έφτασα εδώ για να τακτοποιήσω εκκρεμείς υποθέσεις σχετικά με ένα παλιό πατρογονικό σπίτι, προτού επιστρέψω στο Μιλάνο για να εργαστώ σε κάποιο δημοτικό γραφείο. Το ίδιο βράδυ έφαγα με μια παρέα ντόπιων. Το τραπέζι σε μια ψηλή αυλή, ο βραδιασμένος σκούρος μπλε ουρανός, το περίγραμμα των δέντρων, η γύρω φύση, μαγευτική και καταπραϋντική: σκέφτηκα πως δεν θέλω να φύγω ποτέ, πως όλη μου η ζωή έγινε για να καταλήξω εδώ και, όπως έγραψα αργότερα στον φίλο μου Λεονάρντο, για να γνωρίσω την Εουτζένια. Η Εουτζένια εργαζόταν στην φορολογική υπηρεσία της γειτονικής Φλωρεντίας και στον ελεύθερο χρόνο της διοργάνωνε θεατρικές παραστάσεις για παιδιά μ’ ένα παλιό όσο και η πόλη θέατρο δρόμου. Έτσι την πρωτοείδα, φωτεινή και χαμογελαστή πάνω στα ξυλοπόδαρα, και την ακολούθησα μαγεμένος. Πως την λένε; ρώτησα έναν μικρό της κουστωδίας της κι αυτός μου είπε το όνομά της και πρόσθεσε με πειραχτικό χαμόγελο ότι «τραβιέται» ήδη με τον Έντσο.
Η πολύχρωμη πορεία έφτασε ως τα περίχωρα της πόλης και μια δυνατή βροχή την έστειλε σ’ ένα παλιό σπίτι. Όταν έφυγαν τα παιδιά κι ενώ απ’ έξω ερχόταν η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος, κουβεντιάσαμε όπως οι άγνωστοι, φτάνοντας δηλαδή σε συνήθως αμίλητα θέματα, όπως η ευτυχία. Η Εουτζένια μου είπε ότι πιστεύει στην ευτυχία γιατί βεβαιώθηκε πως υπάρχει, καθώς την γνώρισε· ήταν όταν η οικογένειά της αναγκάστηκε να μετοικήσει κι έτσι όπως ήταν πάνω στην καρότσα του φορτηγού με όλα τους τα πράγματα και είδε από ψηλά τον δρόμο μπροστά της, οπουδήποτε κι αν τους πήγαινε, ένιωσε ευτυχισμένη. Η δική μου εκδοχή της ευτυχίας ήταν μετά από ένα κινηματογραφικό έργο, όταν κατάλαβα ότι η ζωή αξίζει αν μπορείς να επικοινωνείς με τους άλλους με κάποιο μέσο και για μένα αυτό το μέσο ήταν το σινεμά· δεν ήξερα κανέναν από τους θεατές αλλά ένας από αυτούς όταν βγήκε, φώναξε Holla! συνεπαρμένος κι αυτός απ’ το έργο κι εγώ του αντιφώναξα το ίδιο. Όταν αργότερα η Εουτζένια με ρώτησε — Γιατί τρέμεις; Κρυώνεις; της απάντησα Τρέμω επειδή σ᾽ αγαπώ. Θα γίνει ποτέ έτσι η ζωή έξω από τον κινηματογράφο, τόσο γρήγορη και τόσο ακαριαία στα πλέον ουσιώδη;
Για δυο μέρες κλειστήκαμε στο σπίτι μου, στο δωμάτιο του πάνω ορόφου, με το παράθυρο που έβλεπε στα γύρω λιβάδια και στον μικρό αγροτικό δρόμο. Μείναμε αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι ή ξαπλωμένοι στο πάτωμα, πάνω σ’ ένα σεντόνι. Την επόμενη μέρα μού γνώρισε τον Έντσο, έναν άνεργο επιστήμονα της αγροτικής οικονομίας που φιλοδοξούσε να εφαρμόσει ένα σχέδιο μετατροπής των ακαλλιέργητων και παρατημένων εδαφών της περιοχής σε κολεκτίβες. Οι δυο τους ήταν μέλη μιας παρέας που ονειρευόταν να ξαναδώσει ζωή στα λιβάδια, εργασία στους νέους, και μια ακριβοδίκαιη διανομή των δώρων της γης. Τους άκουγα προσεκτικά και ανέκφραστα, αλλά μέσα μου ήδη έβραζε η έξαψη μιας νέας ζωής όπου όλοι μας θα είμαστε ευτυχισμένοι. Αν όμως η γη μπορεί να αποτελεί ελεύθερο δώρημα για όλους, κτήμα κοινό και δίκαια μοιρασμένο, τότε το ίδιο δεν αξίζουν και οι ερωτευμένοι; Δεν μπορεί μια γυναίκα να αγαπά και να αγαπιέται από δυο άντρες;
Όταν καθίσαμε οι τρεις μας στο μικρό ζαχαροπλαστείο της πλατείας ήμασταν αμήχανοι· κανείς μας δεν πίστευε πως μπορούμε να αγαπάμε μόνο ένα πρόσωπο αλλά τώρα καλούμασταν να κάνουμε πράξη την τριαδική αγάπη. Απορούσα πώς μπορούσε ο Έντσο να με δεχτεί ανάμεσά τους. Ο Έντσο με κάλεσε να σεβαστώ τα συναισθήματά του και τα συναισθήματα της Εουτζένια· χωρίς αυτό τον σεβασμό δεν θα ήταν ήδη τέσσερα χρόνια μαζί της. Η Εουτζένια παραδέχτηκε πως ως τώρα επικροτούσε την ελεύθερη αγάπη μα ένιωθε ακόμα μπερδεμένη. Ένα μήνα πριν θα γελούσε με αυτή την ιδέα, τώρα όχι. Όμως είχε ήλιο και ήδη μια άλλη ζωή ζέσταινε μαζί μου. Έτσι ανέβαλα την αναχώρησή μου για μια μέρα, κι ύστερα για άλλη μια και άλλη μια…
Οι φίλοι τους έφτασαν στο λιβάδι μ’ ένα μικρό τρακτέρ και το κατέλαβαν συμβολικά. Προτίμησα να σταθώ παράμερα, όπως έγραψα στον Λεονάρντο, όχι τόσο για να μην χαθώ στις κοινοβιακές ψευδαισθήσεις όσο επειδή τους ζήλευα για την βεβαιότητά τους. Παρατηρούσα που μιλούσαν για την γη σα να ήταν ήδη δική τους. Άγγιζαν την τύρφη κι έλεγαν πως αν της αφαιρεθούν τα φυτοφάρμακα και αποσυντεθεί στα φυσικά της συστατικά μπορεί να αποτελέσει ένα ιδανικό χημικό εργαστήριο. Παρατηρούσα και την Εουτζένια να φτάνει σε μια κατάσταση ευδαιμονίας έτσι όπως αγαπιόταν από δυο άντρες. Το απόγευμα εξαντλημένοι επιστρέφαμε από τον χωματόδρομο. Κάποιος πάτησε ένα κουμπί στο φορητό κασετόφωνο και ακούστηκε ένα εξαίσιο τραγούδι, μελαγχολικό και ελπιδοφόρο μαζί. Περπατούσαμε σιωπηλοί και ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς πόσο σκεφτικοί ή αισιόδοξοι ήμασταν και σε ποια αναλογία. Η Εουτζένια γυρνούσε κάθε τόσο να με κοιτάξει που βάδιζα στην άκρη, μόνος μου. Ένας σκύλος μας ακολουθούσε πιστά. Στο βάθος οι πύργοι του Σαν Τσιμινιάνο, ήταν διαφορετικοί. Όλα έδειχναν αλλιώς.
Το βράδυ η Εουτζένια ετοιμαζόταν για μια παράσταση στην πλατεία. Γνώριζε ότι οι ιδιοκτήτες μπορεί να μην έχουν πρόθεση να πουλήσουν τα εγκαταλειμμένα λιβάδια, πόσο μάλλον να τα παραχωρήσουν. «Οι συνηθισμένοι φασίστες!», είχε πει, «λίγοι αλλά υπάρχουν παντού». Τότε έμαθε πως πληροφορήθηκαν τα πάντα και αντέδρασαν αλλά συνέχισε να προσκαλεί όπως πάντα το κοινό της: «Μη στέκεστε μπροστά στην τηλεόραση, ελάτε στην πλατεία!». Ήταν ήδη πάνω στα ξυλοπόδαρα, μ’ έναν βυσσινί μανδύα όταν δυο αστυνομικοί την ρώτησαν αν έχει άδεια για δημόσια παράσταση. Έχασε την ισορροπία της και έπεσε, η παράσταση ματαιώθηκε και αρχίσαμε να μαζεύουμε τους πάγκους.
Όταν επιστρέψαμε στο σπίτι μου είχε πυρετό. Όλοι ήμασταν ανήσυχοι, ιδρωμένοι, ο Έντσο στράφηκε προς το μέρος μου και με ρώτησε με εμφανή αγωνία: Είναι δυνατόν άνθρωποι σαν εμάς τους τρεις να χάσουμε τους εαυτούς μας για πάντα; Αργότερα θα τους ξαναβρούμε, και οι άνθρωποι θα ανακαλύψουν και πάλι τον εαυτό τους, τον καθησυχάσαμε. Η Εουτζένια αναρωτιόταν αν γελούσαν στο χωριό επειδή έπεσε. Φοβόταν να κοιμηθεί, γνώριζε πως έπρεπε να μείνει ξύπνια, να μη χειροτερεύσει, και μας ζήτησε να της λένε ιστορίες. Της διηγήθηκα μια παραλλαγή του Μαγικού Αυλού και με άκουγε με προσοχή μέχρι που αποκοιμήθηκε. Και τότε, σαν όνειρο ή παραίσθηση, ξετυλίχτηκε μπροστά της μια εξαίσια σεκάνς.
Είδε τον εαυτό της να παίζει με τον αυλό ένα μαγευτικό κομμάτι· είδε την πλατεία ηλιόλουστη και γεμάτη από ανθρώπους πεσμένους, νεκρούς εξαιτίας όσων διέπραξαν. Είδε από κοντά τα γυμνά πόδια ενός μικρού κοριτσιού, που βάδιζε προσεκτικά ανάμεσα στα σώματα και που μαζί με δεκάδες άλλα παιδιά με πολύχρωμα ρούχα την ακολούθησαν όπως έφευγε με την μουσική της σ’ ένα στενό, ενώ γυρνούσε κάθε τόσο το κεφάλι της πίσω, για να βεβαιωθεί πως έρχονται. Και ύστερα τα είδε πιασμένα όλα χέρι χέρι να διασχίζουν το λιβάδι και μ’ ένα τελευταίο χαμογελαστό της νεύμα να μπαίνουν στο βαθύ πράσινο δάσος, όπου θα ζούσαν, όπως διηγούνταν ο αφηγητής, σε μια κοινωνία δίκαιη και ευτυχισμένη. Αργότερα μαθεύτηκε πως τα παιδιά έγιναν ενήλικοι και συνέχισαν να ζουν την ευτυχισμένη ζωή. Στην τελευταία εικόνα είδε τον εαυτό της να κάθεται κάτω από ένα σκιερό δέντρο μαζί με τους δυο αγαπημένους της και να χειροτεχνούν αντικείμενα που άρχιζαν την Ιστορία από την αρχή, ενώ μια άμαξα μ’ έναν φτερωτό μονόκερo περνούσε από δίπλα τους.