Η ζωή μοιάζει με το πόκερ: με ό,τι χαρτιά σου έχει μοιράσει, καλά ή κακά, πρέπει ν’ αποφασίσεις πώς θα παίξεις. Μπορείς να κάνεις υπομονή μέχρι να έρθει το καλό φύλλο, και τότε να μπεις με φόρα στην παρτίδα (έχοντας τις πιθανότητες με το μέρος σου), μπορείς και να δοκιμάσεις την τύχη σου με το μέτριο ή το κακό φύλλο, ρισκάροντας να φας το κεφάλι σου. Σε κάθε περίπτωση, στη ζωή όπως και στο πόκερ, δεν παίζεις ενάντια στο καζίνο, παίζεις τους άλλους παίκτες. Μ’ αυτούς και κόντρα σ’ αυτούς γίνονται όλα. Όποιο κι αν είναι το χαρτί σου, στο τέλος εκείνοι θα καθορίσουν την πραγματική του αξία — με όσα θα κάνουν και με όσα δεν θα κάνουν. Στη ζωή όπως και στο πόκερ, το καλό ή το κακό παιχνίδι εξαρτάται απ’ τους άλλους.
Ο William Tel (ένας σ-υ-γ-κ-λ-ο-ν-ι-σ-τ-ι-κ-ό-ς Όσκαρ Άιζακ, στην κορυφαία του ερμηνευτική στιγμή μετά το αγαπημένο «Inside Llewyn Davis»), έχοντας περάσει δέκα χρόνια σε στρατιωτική φυλακή, εξαιτίας των παράνομων ανακριτικών μεθόδων που χρησιμοποίησε ως πεζοναύτης προκειμένου να αποσπάσει πληροφορίες από αιχμαλώτους κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ, ξαναμπαίνει στην παρτίδα της ζωής με χάλια φύλλο. Στοιχειωμένος από το παρελθόν, με το βάρος των πράξεών του να τον λυγίζει σε κάθε βήμα και τις αναμνήσεις απ’ την κόλαση να μην τον αφήνουν σε ησυχία, είναι ένας άνθρωπος-φάντασμα. Ξοδεύει τις ώρες του στα καζίνο παίζοντας μπλακ τζακ και πόκερ, και καταφέρνει να κερδίζει μικροποσά, αξιοποιώντας την ικανότητα που απέκτησε όσο ήταν έγκλειστος, να μετράει τα φύλλα που περνάνε απ’ το τραπέζι. Δεν ποντάρει ποτέ πολλά γιατί δεν θέλει να κερδίζει πολλά, για να καταφέρνει να περνά απαρατήρητος. Τις νύχτες καταλύει σε δωμάτια ξενοδοχείων που βρίσκονται κοντά στα καζίνο, φροντίζοντας πριν κάνει οτιδήποτε να καλύψει όλα τους τα έπιπλα με λευκά σεντόνια (τι πιο ταιριαστό για ένα φάντασμα; ). Δεν θέλει να αφήνει ίχνη απ’ το πέρασμά του, θα προτιμούσε, ει δυνατόν, όσοι τον συναντούν να τον διαγράφουν απ’ τη μνήμη τους λίγα λεπτά αργότερα. Παρά τις προσπάθειές του να είναι «αόρατος» ωστόσο, δύο άνθρωποι θα καταφέρουν να τον «δουν». Μια γυναίκα που του προτείνει να συνεργαστούν προκειμένου να βγάλουν πολλά χρήματα χάρη στο ταλέντο του κι ο γιος ενός άνδρα που υπηρέτησε στο Ιράκ μαζί του, ο οποίος και θα του ζητήσει βοήθεια ώστε να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο του πατέρα του. Κάπως έτσι ο μοναχικός χαρτοπαίκτης θα βρει έναν λόγο να παίζει, όχι πια απλώς για να περνάει την ώρα του αλλά προκειμένου να πετύχει ένα είδος εξιλέωσης. Χάρη στους άλλους, η παρτίδα της καθημερινότητάς του θα αποκτήσει ενδιαφέρον.
Είναι μοναδικός ο τρόπος με τον οποίο ο εκλεκτός Πολ Σρέιντερ έβαλε σ’ αυτό το καταπληκτικό φιλμ, όλα όσα διαχρονικά τον απασχολούν ως δημιουργό κι όλα όσα αγαπάει ως θεατής, έτσι ώστε το «The Card Counter» να πραγματεύεται συγχρόνως την ενοχή και τη λύτρωση με όρους χριστιανικού υπαρξισμού, να μιλά για το μείζον ζήτημα της Συγχώρεσης (του εαυτού, μέσω της συγχώρεσης με την οποία τον ευλογεί πρώτα ο άλλος, όπως το διατυπώνει έξοχα κάποια στιγμή ο κεντρικός ήρωας), να τιμά τον αγαπημένο του Μπρεσόν με ευδιάκριτες αναφορές στο «Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου» και στον «Πορτοφολά» —ειδικά στο φινάλε που είναι ένας πεντακάθαρος φόρος τιμής στο συγκεκριμένο αριστούργημα—, να απεικονίζει την αστική μοναξιά και το αδιέξοδο του ατομικισμού με στιλιστική μεγαλοπρέπεια που δεν θυσιάζει τη δωρικότητα του οπτικού ύφους στο βωμό του εύκολου εντυπωσιασμού (αλλά τι όμορφα κάδρα που ξέρει να στήνει ο άτιμος!) κι όλα αυτά χωρίς να βαραίνει ποτέ η σκηνοθεσία του από πληροφορίες, διατηρώντας μέχρι το τελευταίο πλάνο τη μυσταγωγική ατμόσφαιρα μιας νυχτερινής βόλτας (ακόμα κι όταν είναι μέρα) ηθελημένου ρίσκου και επισφαλούς κατάληξης.
Πολιτικό όσο ο «Ταξιτζής» (με πολύ πιο άμεσο τρόπο, όμως — εδώ οι τύψεις που βασανίζουν τον ήρωα έχουν σαφές ιστορικό περίγραμμα και αναλύονται λεπτομερώς), ακόμα πιο συνειδητό στην πρόθεσή του να μην ελαφρύνει το ένοχο υποκείμενο απ’ το δυσβάσταχτο φορτίο των πεπραγμένων του, μεταθέτοντας την ευθύνη γι’ αυτά στην οποιαδήποτε αρχή (το σύστημα καθορίζει τις πράξεις, βεβαίως, αλλά τίποτα δεν αναιρεί το αυτεξούσιο της προσωπικής επιλογής : υπό αυτή την έννοια, οι μαρξιστές που δεν συμπάθησαν ποτέ τον «Ταξιτζή», θα έβλεπαν με ακόμα μεγαλύτερη καχυποψία τούτο εδώ), ψυχολογικά πολυσχιδές, τονικά αλάνθαστο και αφηγηματικά τεταμένο (σε σημείο που να σου κόβεται η ανάσα ακόμα και σε σκηνές όπου —φαινομενικά— δεν συμβαίνει τίποτα το πολύ σημαντικό), το «The Card Counter» είναι ένα διαμάντι στιλπνού σινεμά, καλλιγραφικά ρετρό και μοντέρνο ταυτόχρονα (ο μοντερνισμός του είναι δε τόσο έξυπνος, ώστε δεν του χρειάζεται να φαίνεται στη φόρμα, γιατί εμπεριέχεται οργανικά στο περιεχόμενο και την εκτέλεση), που μας παρουσιάζει έναν 75αρη Σρέιντερ at the top of his game, όπως κι αν το δεις.
Ως σεναριογράφος, ως σκηνοθέτης, ως δημιουργός που έχει κάτι σοβαρό να πει και —το πιο σπουδαίο— ξέρει πώς να το πει, ο Σρέιντερ εδώ είναι απαράμιλλος. Πολλοί επίδοξοι κινηματογραφιστές θα μπορούσαν να διδαχτούν απ’ τη μέθοδό του. Είναι δε κάτι παραπάνω από ελπιδοφόρο να διαπιστώνει κανείς ότι την ίδια χρονιά που χαιρετίζονται ως «πρωτοποριακές», κάτι ανοικονόμητες σε όλα τους, φαντασμαγορικές ανοησίες όπως το «Everything Everywhere All At Once», βγαίνουν ακόμα (αλλά για πόσο; ) και ταινίες όπως το «The Card Counter», η αληθινή πρωτοπορία των οποίων δεν έγκειται στη βιντεοκλιπίστικη μονταζιακή φρενίτιδα που ενθουσιάζει εθισμένους στα βιντεοπαιχνίδια εφήβους, τον υφολογικό αχταρμά και την αμπελοφιλοσοφική παπαρολογία αλλά στην αθόρυβη ανατροπή της παραδοσιακής φόρμουλας ανάπτυξης του δράματος και την προσέγγιση της αφηγηματικής κλιμάκωσης με τρόπο τέτοιο ώστε να συνοψίζεται, να συγκεκριμενοποιείται και να καθίσταται συμπαγής η βασική φιλοσοφική προκείμενη του έργου (spoiler alert: όσοι δεν έχουν δει την ταινία καλύτερα να διαβάσουν όσα ακολουθούν μετά την προβολή της). Ενώ ο θεατής αναμένει μια κλασσική τελική αναμέτρηση στο τραπέζι του πόκερ, μεταξύ του κεντρικού ήρωα κι αυτού που μέχρι εκείνη τη στιγμή σκιαγραφούνταν ως αντίπαλο δέος, ο Tel εγκαταλείπει το παιχνίδι και φεύγει απ’ το καζίνο, διαψεύδοντας τις προσδοκίες μας. Θα περιμέναμε μια σκηνή με ανοίγματα των χαρτιών σε αργή κίνηση, με κοντινά στα φύλλα του ήρωά μας και στα πρόσωπα των αντιπάλων, ενδεχομένως με μουσική αγωνίας, μια πλημμυρισμένη στο σασπένς μακρόσυρτη σεκάνς σαν τόσες και τόσες που έχουμε δει σε άλλες ταινίες με θέμα τη χαρτοπαιξία και τίποτα απ’ τα προηγούμενα δεν συμβαίνει, μένουμε ξεκρέμαστοι.
Τα πράγματα δεν έγιναν όπως τα περιμέναμε γιατί δεν έγιναν κι όπως τα περίμενε ο ήρωας. Ένα μήνυμα στο κινητό του απ’ τον απερίσκεπτο πιτσιρικά Cirk, αρκεί για να αλλάξει τα πάντα. Σε αντίθεση με τα χαρτιά, όπου εκεί τουλάχιστον έχεις τη δυνατότητα να υπολογίσεις στο περίπου τις κινήσεις σου με βάση τις πιθανότητες, η ζωή πάντα σε αιφνιδιάζει, μας λέει ο Σρέιντερ. Τα δικά της φύλλα κανείς δεν μπορεί να τα μετρήσει, όσο καλά εκπαιδευμένος και να είναι σ’ αυτό το κόλπο, όση ευφυΐα ή εξαιρετικό μνημονικό κι αν διαθέτει, όσο αποτελεσματική κι αν είναι κατά τα άλλα η στρατηγική που ακολουθεί. Η ελευθερία του ανθρώπου, καθιστά άχρηστη κάθε τακτική κι αυτός είναι ο λόγος που το πόκερ της ύπαρξης δεν έχει νικητές αλλά μόνο —λιγότερο ή περισσότερο— χαμένους. Πρόκειται για τεράστια σκηνή. Λίγο αργότερα ο Σρέιντερ, επιλέγει να αποκρύψει απ’ το βλέμμα μας την ασχήμια της βίας που θα ολοκληρώσει το δράμα (θα ακούσουμε —κι αυτό για λίγο— μόνο τον ανατριχιαστικό ήχο της), αφήνοντας μόνα τους σ’ ένα δωμάτιο δυο άγρια θηρία να κατασπαράξουν το ένα το άλλο. Το αν ένα απ’ τα δύο είναι πιο ένοχο απ’ το άλλο, δεν έχει τόση σημασία, είναι και τα δύο υπεύθυνα για το Κακό που έπραξαν, για τον πόνο που προκάλεσαν, και σ’ αυτό τον πόνο πρέπει να επιστρέψουν, να τον αφήσουν να τα καταπιεί για να κλείσουν τους λογαριασμούς τους μαζί του, μια και καλή.
Για να μιλήσουμε με όρους του πόκερ, το «The Card Counter» παρουσιάζει εξαρχής πολύ δυνατά χαρτιά, από τη μοιρασιά και το «flop» του πρώτου μισού φαίνεται ότι είναι δική του η παρτίδα : αυτές οι δύο σκηνές, όμως, είναι το «turn» και το «river» που διασφαλίζουν τη θριαμβευτική νίκη του.
Μια απ’ τις καλύτερες ταινίες της κινηματογραφικής χρονιάς που διανύουμε.