Πογκρόμ

Μια ξε­νι­τιά η πα­τρί­δα σου.
Σαν έρω­τα που τον ζη­τάς
μό­νον για να τον χά­σεις.
Πα­ντε­λής Μπου­κά­λας, «Στην ξε­νι­τιά της γλώσ­σας»


Ποιος εί­μαι εγώ;
Εί­μαι ο Ποιος.
Δεν εί­μαι καν Αυ­τός
                    εί­μαι Εκεί­νος.

                *

Να μέ­νω
που­θε­νά δεν θέ­λω
να φεύ­γω θέ­λω συ­νε­χώς
να φεύ­γω
                        πριν να προ­λά­βουν
                                                να με διώ­ξουν.

                *

Εγώ κι η Θά­λασ­σα
δυο λα­τρε­μέ­νες ξέ­νες.

Κι ήμουν στην πλώ­ρη κόκ­κι­νου
καϊ­κιού με εβέ­νι­νο σκα­ρί
και κοί­τα­ζα στο βά­θος
να δω στε­ριά, να δω έναν άν­θρω­πο
με μά­τια υγρά
από χα­ρά και προ­σμο­νή

Πού να ’ναι; Πό­τε θα φα­νεί;

Φο­βά­μαι.

Κι όταν την εί­δα τη στε­ριά
                                                το κύ­μα
πό­τε με σή­κω­νε στο ύψος της χα­ράς
πό­τε την βύ­θι­ζε με­μιάς
στο αχόρ­τα­γο νε­ρό

Όταν την εί­δα τη στε­ριά
                                                το κύ­μα

Νιώ­θω τα πό­δια μου υγρά

Γυρ­νώ να δω στα μά­τια τον παπ­πού μου
πή­γαι­να νύ­φη
γυρ­νώ να δω τα μά­τια του
πά­λευε ανή­συ­χος με το ένα το κου­πί
κι όλο τον έπνι­γε το άσπρο μου μα­ντί­λι
το άσπρο μου φό­ρε­μα γύ­ρευε να τον κα­τα­πιεί
κι ήταν της θά­λασ­σας αφρός.

Τί­πο­τα δεν θυ­μά­μαι να σας πω ακρι­βώς.

Όμως
πο­λύ νε­ρό θα ήπια
μέ­σα σε κεί­νον τον χα­μό
ψά­χνο­ντας για στε­ριά
ψά­χνο­ντας για έναν άν­θρω­πο
με την ανά­σα μου βα­ριά και βάρ­κα τρύ­πια.

                *

Τα χέ­ρια μου ανέ­μη
τυ­λί­γουν τα σγου­ρά μαλ­λιά τους οι ανέ­μοι
και ξε­τυ­λί­γουν μια στε­ριά
χα­μέ­νη πια

Πώς δέ­θη­καν τα χέ­ρια μου;

                *

Ξέ­ρω τη λέ­ξη «κα­τσα­ρί­δα».
Αστείο και γε­λώ.

Πα­τέ­ρα Πο­τα­μέ, Μη­τέ­ρα Νη­ρη­ί­δα,
εσείς που με οδη­γή­σα­τε
να βρω Νέα Πα­τρί­δα
να μην στε­ρέ­ψε­τε πο­τέ

Ελ­λη­νι­κά δεν ξέ­ρω να μι­λώ.

Κοί­τα στα μά­τια μου.
Η μό­νη γλώσ­σα που μι­λώ εί­ναι η Ελ­πί­δα.

                *

Στη δια­δρο­μή
από την πε­ριο­χή που οι ντό­πιοι λέ­νε «Αμπε­λό­κη­ποι»
ως τα Εξάρ­χεια
κι ενώ στον ώμο κου­βα­λού­σα τα βι­βλία μου
εί­δα στις άκρες των ονεί­ρων μου
να αν­θί­ζουν
Βυσ­σι­νό­κη­ποι.

                *

Βία και Βία
κι οι δυο από νό­θα επι­λο­γή
κι οι δυο κρα­δαί­νουν άμυ­να
στο πα­τρι­κό μου πέ­ντε χρό­νια
θα ’μει­να — δεν θα ’μει­να
το πιο αστείο εί­ναι όμως
να χαι­ρε­τί­ζω με χα­μό­γε­λο κά­θε ήχο
που κρέ­με­ται απει­λη­τι­κός
απ’ της δα­σκά­λας μου το υπε­ρώο
έτσι όπως σχί­ζε­ται για να με πεί­σει πως
εί­μαι άν­θρω­πος
(δεν εί­μαι ζώο)

                *

Με πέν­θος για το βέν­θος θα στε­φτεί το κά­θε έθνος
στο πιο ψη­λό σκα­λί
κι ο λή­ρος τους λό­γος αξό­δευ­τος.
Η αμ­φι­λύ­κη εί­ναι ένο­χη απ’ άκρη σ’ άκρη, φως μου.
Στα υψί­κε­να του κό­σμου
εί­μαι ασυ­νό­δευ­τος.

                *

Πιά­στη­κα πια από μια σα­νί­δα
κι αυ­τή δεν ήταν
σω­τη­ρί­ας.

                *

Με λέ­νε Χε­ρι­τάζ, Μο­χά­μεντ, Ρο­χου­λάχ,
Σο­τί­κο, Τσιαν, Έμ­ρο, Παρ­νέτ, Μι­λάντ.
Με λέ­νε Έρ­φαν.
Με λέ­νε Λί­να, Ιμάν, Φαζλ, Σράν­γκα,
Γκλό­ρια, Άχ­μεντ, Μο­στα­φά.
Με λέ­νε Αλί.
Δεν εί­μαι μό­νος.
Εί­μα­στε μα­ζί.
Κι εσύ που τρέ­μεις
ένα βλέμ­μα τό­σο αλη­θι­νό
κι εκεί­νο το υψω­μέ­νο μαύ­ρο χέ­ρι.
Μα­ζί σου.
Πώς εθε­λο­τυ­φλείς, βα­ριό­μοι­ρε,
πώς εθε­λο­τυ­φλείς μπρο­στά
                                                στην αδιάλ­λα­κτη φυ­γή σου

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: