Περιηγήσεις στο μυθικό σύμπαν της ποίησης του Νίκου Καρούζου

«Πολυπλάνο» 1977. Ο Νίκος Καρούζος με τον Νίκο Παπαδάκη και τη Νατάσα Χατζιδάκη
«Πολυπλάνο» 1977. Ο Νίκος Καρούζος με τον Νίκο Παπαδάκη και τη Νατάσα Χατζιδάκη

Ο Νίκος Καρούζος ανήκει στους Έλληνες ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς,[1] οι οποίοι μέσα από τα ποιήματά τους επιχείρησαν να εκφράσουν την υπαρξιακή αγωνία τους, τη μεταφυσική ανησυχία και τον προβληματισμό τους απέναντι σε καίρια οντολογικά ζητήματα και κοινωνικοπολιτικά προβλήματα της σύγχρονης ζωής. Χαρακτηρίστηκε εύλογα ως φιλοσοφικός ποιητής, ενώ συγκαταλέχθηκε επίσης στους ποιητές της μεταπολεμικής περιόδου που το ποιητικό τους έργο συνδέθηκε με την κληρονομιά του υπερρεαλισμού,[2] μολονότι η σχέση αυτή είναι αμφισβητούμενη.[3]

Μέσα από μια ποιητική γραφή που διακρίνεται για τις υπαινικτικές συνδηλώσεις της συχνά με συμβολικές προεκτάσεις, ο Καρούζος, όπως και άλλοι μεταπολεμικοί ποιητές, συνδιαλέγεται με γνωστούς αρχαιοελληνικούς μύθους, εντάσσοντας στο ποιητικό του έργο στοιχεία τους και προσκαλώντας τον αναγνώστη να προβεί στη διακειμενική συσχέτιση για την απόδοση του νοήματος. Οι μυθικές καταβολές των ποιημάτων του γίνονται συνήθως αντιληπτές μέσα από άμεσες η έμμεσες αναφορές μυθικών προσώπων ή άλλων μυθικών δεδομένων και περιγραφές μυθικών συμβάντων ή χαρακτηριστικών εικόνων.

Υιοθετεί κυρίως μια εκδοχή της μυθικής μεθόδου στην οποία δεν αναπαράγει πιστά το νόημα των μυθολογικών στοιχείων, αλλά προτιμά την εφαρμογή της παρασημίας, προχωρώντας σε προσθαφαιρέσεις ή διαφοροποιήσεις σε θεματικά, ηθολογικά, σημασιολογικά, υφολογικά και ιδεολογικά σήματά τους, χωρίς να οδηγείται στην πλήρη αμφισβήτηση ή αντιστροφή του νοήματος του επιλεγμένου αρχαιοελληνικού προτύπου με την υιοθέτηση της αντιρρητικής ή ανατρεπτικής μεθόδου της ετεροσημίας.[4] Επιπλέον, όπως συμβαίνει και στην ποίηση του Γ. Ρίτσου, χρησιμοποιεί σε ορισμένες περιπτώσεις την άμεση εκφορά λόγου από τη μυθολογική περσόνα αντί του έμμεσου λόγου,[5] ενώ στα ποιήματά του εκτός από τις ρητές αναφορές σε δεδομένα των αρχαιοελληνικών μύθων εντοπίζονται κυρίως κρυπτικές αναφορές.[6]

Μέσα από τους στίχους του Καρούζου προβάλλεται η οπτική γωνία του κοινωνικού αγωνιστή και μέσω της συμβολικής αναγωγής των μυθικών δεδομένων που αξιοποιεί με γόνιμο και ιδιότυπο τρόπο αναδεικνύεται ο αγώνας του για τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Εύλογα, έχει υποστηριχθεί από τη Μαρία Αρμύρα πως η «επιλογή του χριστιανικού μυθικού αξιακού συστήματος ή του αρχαιοελληνικού μυθικού αξιακού συστήματος αποτελεί εστίαση σε πρώτο επίπεδο στην ηθική διάσταση του ιδεολογικού αντιστασιακού αγώνα ενάντια στην ιστορική κατασταλτική εξουσία και σε δεύτερο επίπεδο στην κοινωνική του διάσταση».[7] Όπως διαπιστώνει η ίδια κριτικός, η «ιστορική καταστολή […] είτε πρόκειται για εξωομαδική, που αποδίδεται με το «Κράτος», είτε για ενδοομαδική, που αποδίδεται με την «Πολιτική», είναι χαρακτηριστικό της λειτουργίας της εξουσίας μέσα στον ιστορικό χρόνο και τον ιστορικό χώρο […], εξασφαλίζοντας την ισχύ της, […] και την ιστορική της συνέχεια ως εξουσία-«ήλιος» με την ιστορική ανακύκλωση της καταστολής που ευνοεί την ιστορική στασιμότητα, […] και η ιστορική στασιμότητα αποκαλείται απατηλά ιστορική "τάξη", ιστορική ισορροπία».[8]

Για να εκφράσει το αίτημα της αντίστασης σε κάθε είδους κατασταλτική εξουσία κατά τη μεταπολεμική περίοδο ο ποιητής επιστρατεύει καταρχήν βιβλικές μορφές του χριστιανικού μύθου, όπως του Ιακώβ και του Ιωάβ. Ο Ιακώβ παρουσιάζεται ως υπαίτιος μαζικής καταστροφής («Ιδού ο Ιακώβ… / προσωπογραφία του θανάτου. / Σήκωσε κύμα το αίμα των ανθρώπων»),[9] ενώ ο Ιωάβ, ο οποίος παρακούοντας την εντολή του βασιλιά Δαυίδ σκότωσε τον γιο του, Αβεσαλώμ, προβάλλεται ως φορέας της «ευρωπαϊκής κατασταλτικής εξουσίας» («Μην τρέχεις ω Αβεσαλώμ, / […] Ω νέε […] λυπάμαι την ευρωπαϊκή περιβολή σου, / […] είναι μοιραίο να σου πάρει ο Ιωάβ το κεφάλι.»)[10] και παρoμοιάζεται με τον κεραυνοφόρο Δία («Τώρα που βασιλεύει νύχτα κίτρινη στον κόσμο / και κρατούν αστραπές τα χέρια, / […] Η χολή της μοίρας πρασινίζει τα πρόσωπα»).[11] Με την ευρωπαϊκή κατασταλτική εξουσία συνδέεται και ο ληστής Βαρραβάς («Ευρώπη, Ευρώπη δεν είσαι τίποτ’ άλλο, / είσαι μονάχα η συνέχεια του Βαραββά!»),[12] ενώ η μεταστροφή του ειδωλολάτρη Σαύλου στον χριστιανό Παύλο, που αποτελεί διακειμενικό δάνειο από την Καινή Διαθήκη, συμβολίζει τον ιδεολογικό αναπροσανατολισμό του επαναστατικού αγώνα.[13] Αναφορά, επίσης, γίνεται στη βιβλική μορφή του Μωυσή και τις εντολές του στο ποίημα «Εβασίλευσεν ο θάνατος από Αδάμ μέχρι Μωσέως»,[14] καθώς και στη βιβλική μορφή του Νώε και στην ιερή αποστολή του στο ανέκδοτο ποίημα «Νώε 1969, Τρίτη 17.45».[15]

Ως ιδιαίτερο σύμβολο για τον κοινωνικό αγωνιστή που στη μεταπολεμική εποχή έχει καταδικαστεί για την παράνομη αντιστασιακή του δράση ο Καρούζος επιλέγει τη μορφή του Ιησού Χριστού, η νεκρανάσταση του οποίου χαρακτηρίζεται από τον ίδιο ως κορυφαίο θαύμα («Αν οι νεκροί δεν ανασταίνονταν / τίποτα στρογγυλό δε θα υπήρχε»),[16] δεδομένου ότι συμβολίζει τη νίκη της ζωής έναντι του θανάτου. Την έλευση του θανάτου, που αποτελεί σύμβολο της ιδεολογικής αλλοτρίωσης και της ιστορικής ήττας της Αριστεράς, ακολουθεί στα ποιήματά του η ελπίδα της κοινωνικής αναγέννησης και της νίκης της ζωής, στην οποία παραπέμπει, άλλωστε, και η ανάσταση του Χριστού.

Η μαρτυρική σταύρωση του Ιησού Χριστού και το έργο της αγάπης που επιτελεί, αλλά και η νίκη Του κατά του θανάτου θίγονται, επίσης, στα ποιήματα «Ο λυτρωτής» και «Σίμων ο Κυρηναίος».[17] Στο τελευταίο μάλιστα πρωταγωνιστεί ο Σίμων ο Κυρηναίος, ο οποίος σύμφωνα με τα ευαγγέλια Κατά Ματθαίον, Κατά Μάρκον και Κατά Λουκάν κουβάλησε τον σταυρό του Ιησού Χριστού, κατά την πορεία μέχρι τον τόπο της σταύρωσης.

Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Γιάννης Πατίλης, η ποίηση του Καρούζου είναι εστιασμένη στη μεταφυσική πλευρά της αγωνίας του και γι’ αυτό «από το πρώτο του βιβλίο, την Επιστροφή του Χριστού (1953), έως τους τελευταίους, ένα μήνα πριν πεθάνει, στίχους του, είναι -άλλοτε λυτρωτικώς αλλά συχνότερα αγωνιωδώς- διαβρωμένη από την πνευματική επενέργεια του σημείου-Χριστός».[18] Ενδεικτική αναφορά μπορεί να γίνει στη συλλογή Διάλογοι [1956],[19] αλλά και στα ποιήματα του Καρούζου «Διαλεκτική του έαρος»,[20] «Το έαρ με θύει κ’ εφέτος»,[21] «Χρονικό της αταραξίας»,[22] «Πέρ’ απ’ την κατανάλωση»,[23] «Λογισμός» και «Τριαδική πτώση»,[24] σε ορισμένα από τα οποία εμφανίζεται, επίσης, και η μορφή της Παναγίας.

Ο Χριστός, ως σύμβολο των κοινωνικών αγωνιστών του παρελθόντος που έχουν ηττηθεί ή τιμωρηθεί στο ιστορικό παρόν, παρουσιάζεται στο ποιητικό έργο του Καρούζου συνδεδεμένος με μυθικές φιγούρες που αντλούνται από διαφορετικούς αρχαιοελληνικούς μύθους και παρουσιάζουν αναλογίες. Η ποικιλία των μυθικών μορφών που επιλέγονται φανερώνει την έμπνευση του ποιητή από ένα ευρύ πλέγμα της αρχαιοελληνικής μυθολογίας. Έτσι, ο Χριστός συνδέεται αρχικά με τον Προμηθέα, που αλυσοδεμένος στον βράχο υφίσταται την ανελέητη τιμωρία του παντοδύναμου Δία για την κλοπή της ζωοδότρας φωτιάς και υπομένει το βάναυσο καθημερινό ράμφισμα των πλευρών του, το οποίο παραπέμπει στο τρύπημα με τη λόγχη του εσταυρωμένου Χριστού από τον Ρωμαίο στρατιώτη:


Γυρίζω στον πολύκλαυστο Προμηθέα
και στην αγριότητα του μύθου που τον στεφανώνει.
Δεν τη βλέπετε και σεις ν’ ανατέλλει
με μόνη την κλοπή του φωτός;
[25]

Η θυσία του Προμηθέα δικαιώνεται από την επερχόμενη πρόοδο της ανθρωπότητας, όπως η θυσία του Χριστού οδηγεί τελικά στην Ανάσταση, ενώ ο ληστής δίπλα στον εσταυρωμένο Χριστό παρουσιάζεται επίσης δικαιωμένος, παρά την άνομη δράση του, όπως διαφαίνεται και από τους παρακάτω στίχους του ποιήματος «Λεκτισμός του έαρος»:[26]

Κι απόμεινε ο ταπεινός ληστής ο αγαθιάρης
περίπου σε απoκρήμνιση
μ’ ένα πουλί που ράμφισε απάνω στο σταυρό
ολάξαφνα το μάγουλο του
τίκτοντας αίμα για να φτερουγίσει αμέριμνα
σε αστάθμητο ύψος. […]
ανατέλλοντας αναγέννηση

Με το κύριο σύμβολο του Χριστού συνδέεται με τρόπο υπαινικτικό, χωρίς να αναφέρεται το όνομά του, και ο μυθικός ήρωας Ηρακλής. Στο ποίημα «Κεντήματα pour passer le temps»,[27] γίνεται έμμεση αναφορά στην κάθοδό του στον Άδη κατά τον δωδέκατο άθλο του και στη νίκη του έναντι του Κέρβερου, φύλακα του Άδη («Νικημένο το τέρας / με τα στόματα χίλια»), που παραπέμπει στην τριήμερη παραμονή του Χριστού στον Άδη μέχρι την Ανάστασή Του και στη νίκη του θανάτου με αυτήν.

Το όραμα της Αναγέννησης εκφράζεται και από τον τυφλό μυθικό μάντη Τειρεσία, ο οποίος συνδέεται επίσης με το σύμβολο του νεκραναστημένου Χριστού, καθώς παρουσιάζεται αποτεφρωμένος να προφητεύει το ξαναγέννημα στους παρακάτω στίχους του ποιήματος με τίτλο «Δυσημερία του στήθους»:

Έρχεται πάλι τεφρώδης ο Τειρεσίας […]
Η νύχτα πρήστηκε κι ο Τειρεσίας μυρίζει άσχημα
[…]

Ο Τειρεσίας αναπνέει με τα βράγχια του απόλυτου
τον ξεκλειδώνει κάποτε ξαφνική ανατριχίλα
γυρίζοντας το αίμα
καθώς γυρίζει ο φτωχός
το παλιωμένο ρούχο και το ξανανιώνει.
[28]

Τολμηρές αφομοιώσεις δεδομένων του μύθου των Λαβδακιδών,[29] που αποτελεί πηγή έμπνευσης πολλών ξένων και Ελλήνων λογοτεχνών,[30] πραγματοποιεί ο Καρούζος σε μια σειρά ποιημάτων του. Στο ποίημα του «Οιδίπους τυραννούμενος», αποτυπώνεται με υπαινικτικό τρόπο το τραγικό αδιέξοδο του μυθικού ήρωα που οδηγήθηκε στην αιμομιξία:

Εζούσα τις πιο βαθιές μου λεπτομέρειες
καθώς αργά ο έρμος
διανύω την κόλαση
περιμένοντας καρπούς απ' τα ψέματα πάλι
την όσφρηση του βίαιου μυαλού μου κι ο θάνατος
αχολογούσε άρωμα μητέρας
βόσκοντας έρωτα στην αναισθησία των άστρων ανεπαίσχυντα.
[31]

Ο Οιδίποδας, ο οποίος σκότωσε τον πατέρα του και τον διαδέχτηκε στο θρόνο, προβάλλεται αρχικά ως σύμβολο της άσκησης βίας για τη διεκδίκηση της ηγεσίας και την κατάκτηση της εξουσίας στο ποίημα «Τρίπτυχο: Το λιόδεντρο».[32] Με την αυτοτύφλωσή του, ωστόσο, με την οποία τιμώρησε τον εαυτό του, παρουσιάζεται τελικά να επιτυγχάνει την κάθαρση από το ιστορικό μίασμα,[33] καταλήγοντας από βασιλιάς «κουρελής» («Τι αίμα στους Λαβδακίδες / κι απ’ το σκοτάδι των ματιών / σ’ άλλο σκοτάδι πέφτει ο κουρελής Οιδίπους / έρημος με τους θεούς / παθαίνοντας τις πράξεις του»).

Στην τυφλότητα του Οιδίποδα, όπως και στα αλυσιδωτά πάθη της οικογένειας των Λαβδακιδών γίνεται κρυπτική αναφορά και στο ποίημα του Καρούζου με τίτλο «Αγορανομία, Ιοκάστη και Οιδίπους»,[34] ενώ η απάρνηση της όρασης από τον μυθικό ήρωα προβάλλεται ως σωτήρια στο ποίημα του με τίτλο «Να συνέρχεσαι στο ωραιότερο μαύρο».[35] Θίγεται, ακόμη, η αιμομικτική σχέση του με τη μητέρα του, Ιοκάστη («κι όπως ένα τροχαίο μνήμης θανατηφόρο χαντακώνει για πάντα / την Ιοκάστη κ’ η μοίρα πυρπολιέται από τρόμο / κι όλο το Σύμπαν αποβαίνει Δυσφωνία»), η οποία υποδηλώνεται και στο ποίημα με τίτλο «Δυσημερία του στήθους». Επίσης, πίσω από την τυφλότητα του Οιδίποδα και του ιερομάντη Τειρεσία υπονοείται η ιδεολογική αφύπνιση και η κατάκτηση της αληθινής γνώσης στο ποίημα με τίτλο «Το υπεραστικό στιχούργημα»,[36] τις μυθικές καταβολές του οποίου συγκροτούν η αιμομιξία και η αλαζονεία του Οιδίποδα, καθώς και ο ρόλος των χρησμών.

Η απώλεια της όρασης διατηρεί ζωντανή τη μνήμη του αγωνιστικού παρελθόντος και επιτρέπει τη γνώση της «βαθιάς ζωής» στο ποίημα «Σύνολο φιλοδοξίας»,[37] όπως συνέβη και στην περίπτωση του μυθικού ήρωα («Πρόλαβα τ' άνθη κι απ' τους ανέλπιδους όπως τ' άνθη / μαθαίνω τη βαθειά ζωή και δικαιώνω του Οιδίποδα / τη γενετήσια τυφλότητα»). Επιπλέον, η τριάδα Αδάμ-Οιδίποδας-Χριστός παρουσιάζεται ως μια άλλη μορφή της χριστιανικής τριαδικής θεότητας στο ποίημα «Τύχη Τρίτη: Κατέβηκε τη φύση κι ανέβηκε την πράξη-10»,[38] ενώ προβάλλεται ο θρήνος του Οιδίποδα μετά την αποκάλυψη της αλήθειας στο ποίημα «Τα πολύτιμα βάσανα του Scardanelli» («εκείθε στον ορίζοντα της Θήβας ωρυόμενος / δίχως ιμάτιο διψαλέο για καταιγίδα / δίχως το κλειδοκύμβαλο του Τειρεσία»).[39]

Η μυθική Αντιγόνη, η οποία βιώνει την οδύνη, ενώ θα έπρεπε να χαίρεται τον έρωτα, παρουσιάζεται να εκφράζει ηθική ικανοποίηση για τη θυσία της στο ποίημα του Καρούζου «Τρίπτυχο δεύτερο: Ο δυόσμος της Αντιγόνης».[40] Η νεαρή ηρωίδα εμφανίζεται να οδηγεί τον τυφλό πατέρα της στην Αθήνα και στο ποίημα «Μένουσα πόλις»,[41] ενώ αργότερα πεθαίνει έγκλειστη στο βράχο, τιμωρημένη από τον Κρέοντα για τον ενταφιασμό του αδελφού της που είχε ηθικά καταδικαστεί, όπως είναι γνωστό και από την τραγωδία του Σοφοκλή Αντιγόνη. Το «γυμνό», «ταπεινωμένο» σώμα της γίνεται έτσι σύμβολο της ηθικής ήττας της ίδιας και του πατέρα της και συνάμα σύμβολο της ήττας και της αλλοτρίωσης της Αριστεράς κατά την μετεμφυλιακή εποχή.[42]

Η ιδεολογική χειραγώγηση που είχε ως αποτέλεσμα τον εκμαυλισμό των διαπροσωπικών σχέσεων στους κόλπους της Αριστεράς θίγεται και στο ποίημα «Τρίπτυχο: Η Ιφιγένεια και ο πατέρας της», όπου γίνεται αντιληπτός ο διακειμενικός διάλογος με τον μύθο των Ατρειδών.[43] Ο δισταγμός του βασιλιά Αγαμέμνονα μπροστά στην επιβαλλόμενη για το κοινό καλό θυσία της κόρης του, Ιφιγένειας συμβολίζει την ιδεολογική προδοσία που συντελείται στους κόλπους της Αριστεράς και την ανατροπή της ιστορικής ισορροπίας, για την οποία απαιτείται η θυσία του ατόμου για το κοινό καλό:

Γέρνει ο χρόνος του σώματος γέρνει σε θάνατο […]
η παραλία ηχούσε καθώς ένας θρησκευτικός εφιάλτης
[…]
έγραφε θαλάσσια βήματα στην παραλία ο Αγαμέμνων.
Η μοίρα είν’ ανάλαφρη στον ήλιον άσπρη
και συ ω μάντη κρύβεις άγριο λιλά για την απόγνωση –
έλεγε των Μυκηνών ο ήλιος
ακούγοντας τρομερά μικρά τύμπανα
και μια γυναικεία φωνή που θρυμμάτιζε το αίμα του –
μα εγώ βρίσκομαι σ’ ουράνιο μεσημέρι
για να σφάξω τριγυρισμένος από φως την κόρη μου
.[44]

Ο τραγικός πατέρας, που αποτελεί σύμβολο του εκάστοτε φορέα της εξουσίας, παρουσιάζεται να αδυνατεί να ανταποκριθεί στην αποδοχή της θυσίας ως αναγκαίας για το κοινωνικό σύνολο και εκφράζει ανοιχτά την ηθική αναστολή και τον ψυχικό σπαραγμό του.

Η ματαιότητα του κοινωνικού αγώνα αποκαλύπτεται και στο ποίημα «Τα λυπηρά: Η Ελένη των ποιητών».[45] Μέσα από το προσωπείο της γνωστής μυθικής ηρωίδας της οικογένειας των Ατρειδών ανακαλείται στη θύμηση του υποψιασμένου αναγνώστη το «είδωλο» του Ευριπίδη ή το «αδειανό πουκάμισο» του Γ. Σεφέρη. Γι’ αυτό και η ανάμνηση του αγώνα αυτού στο παρόν ύστερα από τις αδικοχαμένες θυσίες και την οδυνηρή προδοσία χαρακτηρίζεται «στυφή». Εξάλλου, στο θέμα της ματαιότητας του αγώνα επανέρχεται ο ποιητής και στους παρακάτω στίχους του: «Χαμένη πια εικoσαετία. / Σήμερα συλλογιέμαι πόσο πιότερο / πλησίασα στο μηδέν της λαίμαργης πληρότητας. / Περιέχω λιγότερα προστάζοντας αρίφνητα / χειρίζομαι μόνος αερόστατα θνησιγένειας».[46]

Εκφράζοντας την αγωνία του για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης, ο ποιητής μνημονεύει τη μυθική Μήδεια και τους φόνους που διέπραξε εστιάζοντας στην ψυχική οδύνη που γεννά η αδικία και στη μανία της εκδίκησης στο ποίημα «Τρίπτυχο Δεύτερο: Η χαρά της Μήδειας».[47] Στην ίδια μυθική ηρωίδα επανέρχεται και στο ποίημα του «Τρίπτυχο Δεύτερο: Ο ποιητής για τη Μήδεια»,[48] για να υπογραμμίσει την κάθαρση που επιφέρει η κατάληξη της τραγικής ερωτικής της ιστορίας στη λησμονιά («η Μήδεια καθαρή κοιμάται με τους φόνους στο κόρφο της / δεν υπάρχει ο έντρομος δαίμονας των ημερών / όπου χύθηκε για πάντα στη φωτιά / η εύφλεκτη ύλη του έρωτα»).

Κατά την περίοδο του Εμφυλίου ο αγώνας της ελληνικής Αριστεράς για την ελευθερία συνδέεται με κάθε ελληνικό αγώνα του παρελθόντος για την ελευθερία. Το σύμβολο της μυθικής Αλκυόνης αποτελεί ένα ακόμη μυθικό σύμβολο που αξιοποιείται από τον Καρούζο για τους αγωνιστές της Αριστεράς, οι οποίοι μετά τη σύγκρουσή τους με την ιστορική εξουσία και τον οδυνηρό αλληλοσπαραγμό, εξακολουθούν να διατηρούν ζωντανό το όραμα της ελευθερίας. Το ερωτικό τραγούδι του πουλιού αυτού στο ποίημα με τίτλο «Δυνάμεις που εξουσιάζουν τα νερά: Εγκάρσια μουσική στις βροχές» συμβολίζει τη διέξοδο από την άθλια ιστορική πραγματικότητα προς το όνειρο της ελευθερίας:

Εδώ στο γέρικο ποτάμι
θρηνώ την ύπαρξή μου χαμένη—
ακούγονται στον άνεμον οι φωτιές.
Ώρα πολλή έρχομαι
απ’ τους μακρινούς αγρούς μου
[…]
Βλέπω τα στήθη σου Αλκυόνη ώς τον καταυλισμό […]
Αλκυόνη βγάλε τα έμορφα ποδήματα
μύρωσε τ’ αφτιά σου⋅
νερένιος ο λαιμός σου κρούει τα χείλη
[…]
Αλκυόνη πετάς αληθινά
[…]
είσαι το ποτάμι…
[49]

Στον αναγκαίο αγώνα της ελευθερίας οδηγεί και η παραδοχή του αδιεξόδου στο ποίημα με τίτλο «Άλγος του έαρος»,[50] όπου γίνεται υπόμνηση του μίτου της Αριάδνης και του μινωικού λαβύρινθου, όπως και η λαχτάρα της κοινωνικής δικαιοσύνης, η οποία αποτυπώνεται ποιητικά από τον Καρούζο ως ερωτική αναδυόμενη Αφροδίτη («Ολόξανθη / θα φεύγεις απ’ τα κράτη / έχοντας και τα δυο σου χέρια / πάνω στην ήβη που σκιρτά / ολόξανθη / γυρίζεις υγρή τις πρωτεύουσες / ένα κοχύλι του θαλάσσιου κρημνού η μαργαρίτα των άκρων σου / και οι νύχτες γλυκά μακροσκελείς…»).[51]

Στο ποίημα με τίτλο «Στο δάσος του Μάλερ»,[52] η ιστορική κατασταλτική εξουσία παρουσιάζεται ως «δράκος» που, ενώ κατασπαράζει τα περισσότερα θύματά του, αφήνει να διασωθούν κάποια για να θυμούνται την αναγκαία για την κοινωνική αναγέννηση καταστολή και να υποδαυλίζεται με τον τρόπο αυτό κάθε ενδεχόμενη απόπειρα ανταρσίας («ο ύπνος του δράκου π’ αφήνει στα παιδιά / την ανάσα και θυμούνται ήσυχα πως ο τρόμος / απλώνει το νυχτερινό δίχτυ στο δάσος / όταν οι φαιόχροες άνεμοι πνέουν αργά»). Στο συγκεκριμένο ποίημα γίνεται έμμεση υπόμνηση στον μύθο του Κάδμου που σκότωσε τον δράκοντα–φύλακα μιας πηγής κοντά στη Θήβα και με τον τρόπο αυτό ίδρυσε την πόλη της Θήβας,[53] αφού από τη σπορά των δοντιών του δράκου φύτρωσαν άγριοι πολεμιστές και όσοι από αυτούς επέζησαν μετά από την αλληλοεξόντωσή τους αποτέλεσαν τους πρώτους πολίτες της Θήβας.

Στο ίδιο ποίημα η δεμένη στο βράχο μυθική Ανδρομέδα, η οποία θυσιάζεται προκειμένου να εξασφαλιστεί το νερό της πόλης που φυλάει ο δράκος της πηγής,[54] αξιοποιείται ως σύμβολο της αναγκαίας θυσίας για την καταπολέμηση του αιματηρού αλληλοσπαραγμού. Η Ανδρομέδα, ωστόσο, στο ποίημα αυτό παρουσιάζεται να τρομοκρατεί τους άλλους («Άλλη μια χαρά και πάλι το αίμα να χύνεται / δεν έχω στήθη, δεν έχω στήθη / λέει βαθιά στον άνεμο η Ανδρομέδα / είμαι γκρεμός από φως και φοβερίζω τα δέντρα νυχταγκαλιασμένα»), με αποτέλεσμα η θυσία της να προβάλλεται ως μέσο εκφοβισμού για την αποκατάσταση της εσωτερικής τάξης.

Σε δεδομένα από τον μύθο της ομηρικής Οδύσσειας γίνονται διάσπαρτες αναφορές στο ποιητικό έργο του Καρούζου, αρκετές από τις οποίες είναι κρυπτικές. Έτσι, οι μορφές της Πηνελόπης και των μνηστήρων αξιοποιούνται για να προβληθούν μηδενιστικές διαπιστώσεις στους στίχους: «Ιθάκη δεν υπάρχει, Πηνελόπη / και οι μνηστήρες είναι / μια δική σου μουσική / χωρίς οργανοπαίχτες»,[55] ενώ τον πειρασμό που εγείρει το μαγευτικό τραγούδι των Σειρήνων και την ανάγκη αντίστασης σ’ αυτόν υπονοούν οι παρακάτω στίχοι του ποιήματος με τίτλο «Βαθμίδες»:[56]

Ό,τι να σε καλέσει
δεν είναι για επιστροφή
τα δάκρυα κι ο πόνος κοφτερός
είναι μέσ’ στο παιχνίδι.
Όποιες φωνές ακούσεις μη σε παρασύρουν
σφάξε τη μια την ομορφιά να πιει το αίμα η άλλη.

ή ακόμη οι ακόλουθοι στίχοι από το ποίημα «Ελεύσεις-Μητέρα της Ανοίξεως»:[57]

Έρχομαι απ’ τον ήλιο γεμάτος πνεύματα
ηχώντας ακόμη τα ουράνια τύμπανα
κι ολόγυρα πνέει μικρός αέρας με τους πειρασμούς ακοίμητους
ένας ύπνος
ένας ύπνος …

Υπόμνηση των ομηρικών Λωτοφάγων πραγματοποιείται επίσης στους ακόλουθους στίχους του ποιήματος «Είχα βαθύτατες επιγνώσεις»:[58] «Λέω φως και προφέρω σκοτάδι / τα Άλγεα φορτωμένα σε λεκτικά γαϊδουράκια / οι Λωτοί μουδιασμένοι και οι Υάκινθοι / μ' αλύγιστoυς κραδασμούς απέχοντες απ' την κίνηση / καθώς υψώναμε βαθουλωμένα αινίγματα δίχως άρμη». Στο συγκεκριμένο ποίημα γίνεται αναφορά στους «λωτοφάγους των εφημερίδων», που επιδιώκοντας τη λήθη του αγώνα αποσκοπούν στον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης.

Με έξοχο τρόπο ο Καρούζος αποτυπώνει και την ερωτική μέθη που προκαλεί η ομηρική Καλυψώ και οδηγεί στη λησμονιά στο ποίημα με τίτλο «Τ’ άνθη βροχερά στον κήπο των ωρών μου»:[59]

Έρωτα καταστρέφεις
αφαιρείς την ψυχή απ’ τα ουράνια
σχίζεις τα σωθικά
πώς να φανερώσω τη σκοτεινή σου προέλευση
[…]
αρχίζει λησμοσύνη
[…]
Ίσως εδώ ν’ αναστηθώ
πόση χαρά πορεύεται,
χόρεψε
φίλη: Ο θάνατος
με κλέβει.
Καλύψο άι
.

Αλλά και η μνημονική ανάκληση των άγριων και απολίτιστων ομηρικών κυκλώπων, που έρχονται σε αντιπαράθεση με τη φενάκη του ανθρώπινου πολιτισμού, επιχειρείται στο ποίημα με τίτλο «Τίρυνθα»,[60] προκειμένου να υπογραμμιστεί η ανάγκη αφύπνισης και του παραμερισμού των ψευδαισθήσεων («Κι ωστόσο είμαι σήμερα στην Τίρυνθα / με το όνομα επισκέπτης / αναπνέοντας ολομόναχος την κoίμηση στα κυκλώπεια τείχη. / Χρόνος και χώρος τον έρωτα τον έχουν επάγγελμα. / Τώρα τι κάνω την όραση;»).

Η προδοσία του ομηρικού Αίαντα,[61] η οποία παραπέμπει στην προδοσία που βιώνει ο αγωνιστής της Αριστεράς λόγω της ατελέσφορης και τελικά μάταιης θυσίας του, μνημονεύεται, τέλος, στο ποίημα με τίτλο «Γρήγορη μαγνητοταινία»[62] («αλλά σ’ αυτήνε τη μουρλή ζωή πληρώνεις πρώτα / το ανέστιο μυαλό σου / του θεϊκού τις μπόρεσες τ’ αστέρια των μανάδων / η γραβάτα εξασφαλίζει την απάτη / δεινά που βλέπουμε στον Αίαντα κι ανυψωνόμαστε / απελπισμένοι»), ενώ αναφορά στην αλαζονική και χλευαστική απέναντι στον ομηρικό Οδυσσέα στάση του Μελάνθιου, ενός από τους μνηστήρες της μυθικής Πηνελόπης εντοπίζεται επίσης στο ποίημα του με τίτλο «Η νυχτώδης ηδυπάθεια του Σατάν εκτός κειμένου»[63] («Ανενυπνίαστος αυτόγυμνoς και κρυονέρης. / Εντοσθιακός˙ απ’ τα σπλάχνα μου τραγoυδώντας.[…] Σας ομιλεί ο Μελάνθιος. / Θεού οντολόγηση / Σατάν κοστολόγηση»).[64] Κρυπτική αναφορά στο οδυνηρό ταξίδι επιστροφής του Οδυσσέα γίνεται και στο ποίημα με τίτλο «Σύντομη μαγνητοφώνηση»[65], όπου το ταξίδι αυτό αξιοποιείται ως σύμβολο της ζοφερής περιπέτειας του ποιητικού υποκειμένου.

Ας σημειωθεί ακόμη ότι στο ποίημα «Λυχναράκι στο απερινόητο» γίνεται αντιληπτή η αναφορά του Απόλλωνα και της Άρτεμης,[66] δύο θεοτήτων του ολύμπιου δωδεκάθεου που εμφανίζονται να έχουν ρόλο εγκληματικό στην Ιλιάδα. Στο συγκεκριμένο ποίημα, όπου είναι εμφανή τα φραστικά δάνεια από την Ιθάκη του Καβάφη, οι δύο αυτές θεότητες παρουσιάζονται επίσης συνδεδεμένες με τον θάνατο και το έγκλημα, καθώς το περιπετειώδες ταξίδι του ποιητικού υποκειμένου διαφέρει από το καβαφικό ταξίδι που οδηγεί στην Ιθάκη και καταλήγει να είναι οδυνηρό:


Να μην τα 'βλεπα ετούτα τα αιματωμένα κι ασάλευτα κυνήγια
η γκόμενα του έαρος Αρτέμιδα δεν κάνει σαββατιάτικη πολιτική
καταλάμπει φιλήδονα τα ψεύτικα φλουριά της αντηλιάς μου
τα ανταλλάζει με γλυκιά φθαρτότητα μεσημεράκι
καθώς ο χρόνος είναι μάρτυρας πως έσεται η μαύρη νύχτα
οπού φιμώθηκε από Εφτά Μελλούμενα της λάμψεως ο τρίποδας
του βύσσινου Φωτός ο ανθηρότατος γυιόκας
το στόμα του πια δεν ξανανοίγει στις αγέλαστες Φαιδριάδες.
[…]
Σαν βγεις στον πηγαιμό για το ρυάκι
να μην εύχεσαι τίποτα
μονάχα το νεράκι να ξαναδοξάζει
.

Τέλος, η ομηρική εικόνα του ανάπηρου θεού Ηφαίστου εν ώρα εργασίας για την κατασκευή όπλων από τη ραψωδία Σ της Ιλιάδας (στ. 368-380) αξιοποιείται σε στίχους από το ποίημα του Καρούζου με τίτλο «Το γεγονός της πτήσεως»[67] («δε βλέπαμε παρά μονάχα του Ολύμπου τον ανάπηρο / να παίζει κλαίγοντας με το φυσερό του / σε τσουχτερό κι αδάκρυτο καταχείμωνο ο παλιόγυφτος / τον είδες; πάει με το σάλιο ο γελοιωδέστατος / να πάψει να στομώσει τη φωτιά που άναψε μόλις»). Στους στίχους αυτούς το εγχείρημα του μυθικού ήρωα ακυρώνεται και παρουσιάζεται ως ματαιοπονία, υποδηλώνοντας την αναποτελεσματικότητα του εγχειρήματος της ποιητικής σύνθεσης.

Τα μυθικά στοιχεία, όπως είναι γνωστό, ανήκουν σ’ ένα σύστημα κληροδοτημένων από την αρχαιότητα ιστοριών που αποσκοπούσαν στην ερμηνεία φυσικών φαινομένων και της λειτουργίας του κόσμου ή την επικύρωση των κανόνων που όριζαν τη ζωή των ανθρώπων.[68] Γι’ αυτό και ο Καρούζος παρατηρεί ότι «ο μύθος υποτάζοντας τη γλώσσα μας δωρίζει την έσχατη ανωτερότητα της γλώσσας, εξαίρει το μυστήριο, λαμπρύνει την ανυποταξία του θεού μες τον κόσμο, λέει το θαύμα της ζωής και του θανάτου».[69]

Η στροφή του ποιητή στον μύθο και η συστηματική αξιοποίηση μυθικών δεδομένων ουσιαστικά επιβεβαιώνει την ανάγκη του για υπέρβαση της γλώσσας του λογισμού και κοινωνία της θείας ουσίας μέσω της ποιητικής έκφρασης. Ο ίδιος, άλλωστε, επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Μονάχα ο μύθος υποτάζει τη γλώσσα. […] Μονάχα ο μύθος οδηγεί στη θεότητα, που είναι αχώρητη και άχρονη, αόρατη και ανήκουστη, ανέγγιχτη και άγευστη, και που, ενώ χαρίζει του κόσμου τις ευωδιές, ωστόσο κανένα μύρο δεν την προσδιορίζει».[70]

Ο ποιητής επιλέγει να εφαρμόσει τη μυθική μέθοδο με την «αποσπασματική και συνεχή αναφορά των χαρακτήρων ή της δράσης τους ή και μεμονωμένων επεισοδίων σε γνωστά […] μυθικά παράλληλα με άμεσο αποτέλεσμα την ένταξη των απλών και τυποποιημένων χαρακτήρων και επεισοδίων σ’ ένα ευρύτερο ηθικό και διανοητικό πλαίσιο ή σε ένα διαχρονικό σύστημα αξιών και αναφορών».[71] Επιδιώκοντας «να χειριστεί έναν αδιάκοπο παραλληλισμό ανάμεσα στον σύγχρονο κόσμο και την αρχαιότητα»,[72] μυθοποιεί «επίκαιρες ιστορικές εμπειρίες […] δίνοντας στα μυθολογικά του πρότυπα διάσταση ιστορίας».[73]

Η αξιοποίηση του δάνειου μυθικού υλικού με τρόπο ώστε ο αρχαίος μύθος να «χρησιμοποιείται ελεύθερα, δίχως την έγνοια να τηρηθούν κατά γράμμα οι αντιστοιχίες»,[74] επιτρέπει το «γεφύρωμα ανάμεσα στο παρόν και το μέλλον, ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, ανάμεσα στο άτομο και την ομάδα».[75] Γι’ αυτό και, αποδίδοντας την αξιοποίηση του μύθου από τον Καρούζο στην ανάγκη υπέρβασης της ιστορίας, εύλογα ο Ν. Κεντρωτής καταλήγει: «Οι εικόνες που επιλέγει ο ποιητής, είναι διαθλάσεις ιστορικών γεγονότων που γίνονται μυθικά, επειδή υπερβαίνουν τα όρια της Ιστορίας —του εγνωσμένου για μας και του συμβεβηκότος για τους αγγλοσάξονες— και τρέφονται από τους καρπούς εξωλογικών δέντρων της γνώσεως. Ο ποιητής, λοιπόν, με τις και μες στις εικόνες του είναι πρόσωπο μυθικό, άρα τραγικό: γι' αυτό και με τις μεταμορφώσεις του —γιατί τελικά αυτός μεταμορφώνεται— άγεται στην κάθαρση των παθημάτων του».[76]


 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: