Αλέκος Λούντζης
I. Μελαγχολία χωρίς αναμέτρηση:
Η «αριστερή μελαγχολία» του Βασίλη Λαμπρόπουλου (2015 [1] επ.) μπορεί να διαβαστεί και ως επιμήκυνση, ίσως και μια διόρθωση τροχιάς στην «ποίηση της ήττας» του Βύρωνα Λεοντάρη (1963). Με όλες τις κλειστές και ανοιχτές στροφές του, ως κάθε σχήμα, είναι ενδεχομένως το μόνο που δοκιμάζει να ρίξει μια μεθοδική ματιά, εντός Ιστορίας, καταμεσής ή προς το τέλος και της δικής μας μικρής πόλης· έστω στα πέριξ μιας λογοτεχνίας που φιλοδοξεί να σηκώσει και το αρνητικό φορτίο, που ενδιαφέρεται ακόμη για κάποια αναμέτρηση πέραν του περιγράμματος της συντεχνίας — για παράδειγμα με κάποιο φαντασιακό αναγνωστικό κοινό. Οι εξαρχής θρυμματισμένες βεβαιότητες, χωρίς πρωτογενείς απώλειες και ορίζοντα απτής διεκδίκησης —άρα ούτε τη μακρινή πιθανότητα πένθους—, αφήνουν, ίσως, χώρο στη διαλεκτική, αλλά εξίσου αφήνουν και στους μεσάζοντες· σε λόγιους διαφημιστές και διαφημιζόμενους, στους αυθεντικούς ερμηνευτές παντός καιρού, που καταλαβαίνουν από ιδέες —ιδίως όταν αυτές αλλάζουν ρότα— και αποτάσσονται τα πάθη — ιδίως των άλλων. Είναι, άλλωστε, γνωστό πως το περιβάλλον ανθίζει μόνο όταν ξεριζώσεις τα ζιζάνια. Στο ίδιο μελαγχολικό σχήμα, ωστόσο, καραδοκεί και η ρωγμή της αδιατάρακτης συνέχειας — σαν πειραγμένη αντίστροφη μέτρηση. Η δική μας εμπειρία πλοήγησης δεν ανταποκρίνεται διόλου στην εξελικτική ραστώνη του ύστερου μεταπολεμικού κόσμου· η νέα μεσοπολεμική εγρήγορση, που κοχλάζει καθώς εδραιώνεται, επιταχύνει σε αυτοκινητόδρομο με τυφλή στροφή μπροστά.
II. Ιστορική παράμετρος και απόπειρα υπερβάσεων:
Όταν ο Μανόλης Λαμπρίδης ανέπτυσσε διεξοδικά, το 1955-56 στην Επιθεώρηση Τέχνης,[2] γιατί αφορισμοί όπως «αντιδραστικό» και «προπαγάνδα» δεν είναι και δεν μπορεί να είναι αισθητικές κατηγορίες, και άρα λογοτεχνική κριτική, δεν παραβίαζε τις (επιλεκτικά) αόρατες θύρες της «ανοιχτής κοινωνίας». Η δίκοπη πράξη υπονόμευε κάθε οριακή ισορροπία και οι λέξεις δεν έκοβαν μόνο με τις ερμηνείες της πρωτοπορίας αλλά και με την ουρά των άμεσων —ιστορικών— συνειρμών. Η κριτική βροντούσε με παρρησία τα μανταλωμένα παράθυρα, τις ματαιώσεις ή/και τις εμμονές εκείνων για τους οποίους η ήττα, είτε την παραδέχονταν είτε όχι, ήταν καθημερινή, σκληρή κυριολεξία. Ωστόσο, ο Λαμπρίδης επιχειρηματολόγησε επίμονα και προδρομικά πως για να πούμε (ενδεχομένως και αλλιώς) τη δική μας, θα πρέπει να ακούσουμε ολόκληρη την ιστορία των άλλων. Θα έλεγε κανείς πως σταδιακά το έλυσε η επιστήμη ή έστω πως τελικά κάπως το χώνεψε —δύσκολα και αργά— η κρίσιμη μειοψηφία που, κι όταν έσβησε στα πράγματα, διατηρούσε ακόμη κάποια επιρροή στα γράμματα. Στα διαδοχικά επεισόδια της μεταπολίτευσης, μέχρι και σήμερα, γίνεται όλο και ευκρινέστερο πώς η εμπορική/διαφημιστική παράμετρος σταδιακά διαβρώνει κάθε άλλη κριτική προσέγγιση —την πολιτική, την αισθητική κ.ά.— κάθε αφήγησης, από τα πάνω, τα κάτω και όσων ταλανίζονται στον ημιώροφο.
III. Κριτική μετά το τέλος της ιστορίας
Δεν γράφεται πλέον, με τον μανδύα ή το φύλο συκής κάποιας ντροπαλής φιλολογίας, προκάτ ιδεολογική ή/και κατηχητική κριτική στα μέρη μας. Ούτε στην Athens Review of Books ούτε στη διάσπαση της Books’ Journal ούτε καν όταν εργαλειοποιούνται μυθιστορήματα για την κλινική αποτύπωση μιας παλιάς μα πάντοτε επικίνδυνης ιστορικής «παθολογίας» — της αριστερής. Η χρήση ιατρικής ορολογίας για την προσέγγιση του Πολιτικού από τη σύγχρονη κριτική είναι μάλλον η τελευταία ζώνη πειθάρχησης πριν χάσει τελείως την ψυχραιμία και την αξιοπιστία της. Είναι αλήθεια πως όταν οι ίδιοι «πρώην» γίνονται μείζονες επόμενοι, η ιστορία δεν γνωρίζει κενά. Άνθρωποι που ίσως αισθάνονται άβολα στην πλευρά της ιστορίας που καταστάλαξαν, ενδεχομένως όσο και στην άλλη, μοιάζουν να πασχίζουν διαρκώς να πείσουν —κάποιον εσωτερικό επόπτη ή/και την οικουμένη ολόκληρη— για τις επιλογές τους, για το δίκιο τους —και τότε και τώρα—, για την επιφοίτηση που τους έσωσε από τις μεταδοτικές ασθένειες. Σε κάθε εμμονική πολιτική αναφορά, σε κάθε ανάθεμα αχνοφαίνονται ίχνη απολογίας — φαντάσματα της νικηφόρας «ωρίμανσης». Αν εντοπίζεται κι εδώ ένα τραύμα, αυτό, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον την σύγχρονη κριτική, δεν έχει πλέον τη φόρτιση του μεταπολεμικού κόσμου ούτε την τήξη υλικών της μεταπολίτευσης. Είναι προτιμότερο να βρίσκεσαι στον αφρό με όλους τους καιρούς, με το σηκωμένο φρύδι και τον επαγγελματισμό υπευθύνου πωλήσεων· να υπηρετείς τον σκοπό της ιδεολογικής «εξυγίανσης» και της προσωπικής ατζέντας με την ίδια στεκιά, αλλά να έχεις ταυτόχρονα ένα κείμενο έτοιμο για κάθε ενδεχόμενο. Γι’ αυτό και ο κριτικός λόγος της εποχής μοιάζει περισσότερο με στρατευμένη διαφήμιση παρά με υπερχείλιση όποιου πολιτικού πάθους. Είναι συνειδητά και αποφασιστικά μέτριος, χωρίς πικρίες για το παρελθόν και χωρίς γλύκες που κινδυνεύει να τις βρει μπροστά του στο μέλλον. Προσαρμοστικός σε κάθε βολικό συγκείμενο, ανεκτικός σε ό,τι ενσωματώνεται, αμείλικτα συσπειρωμένος αν τύχει να αμφισβητηθεί η κατακτημένη «αμεροληψία» του είτε στη μία τονικότητα είτε στην άλλη, εδώ ή οπουδήποτε αλλού. Αυτή η «ετοιμότητα μετακίνησης» εντός περιφραγμένου πεδίου είναι το κάδρο και το κάστρο της ηγεμονίας σήμερα.
IV. Η ώριμη αδράνεια της γραμμένης σελίδας:
Τι σόι «μελαγχολία» είναι τούτη που κουβαλάμε και μας κουβαλάει καθηλωμένους στον ανεμόμυλο; Πώς γίνεται να μην διεκδικήσει κανείς έστω μια μικρή χαραμάδα νίκης στον καιρό του; Πόσο καταναλωτές του εαυτού μας γινόμαστε συντάσσοντας αυτοβιογραφίες από τα 30; Σ’ έναν κρίσιμο επόμενο τόνο, ο Λεοντάρης θα γράψει πως το πρόβλημα της “πολιτικής ποίησης” δεν το θέτει εκείνη για τον εαυτό της αλλά «η πολιτική εξουσία εναντίον του ποιητή και της ποίησης».[3] Η πυκνή αυτή φράση είναι ενδεικτική της πολυσημίας και της ιστορικότητας κάθε ανάλογης απόφανσης· είναι ενδεχομένως και έναυσμα για μια γενναία παραδοχή. Οι προτεραιότητες και οι συνθήκες κορεσμού ήταν εκείνες —έτσι ιδωμένες, για παράδειγμα, στο μέσον της δεκαετίας του 1950 από τον Λαμπρίδη και του 1970 (τη στιγμή της μεταπολίτευσης) από τον Λεοντάρη— και είναι αυτές που είναι, όπως τουλάχιστον φαίνονται σε μας, στο παρόν. Δεν μπορούμε να τις σηκώσουμε μόνο με μοχλό παλιών σημειώσεων [4] ούτε να τις παραποιήσουμε για να ταιριάζουν γάντι σε κάθε επόμενη σελίδα — ιδίως σε μια ριζικά διαφορετική «στιγμή» που εξαϋλώνει κυνικά όσα κοινά έχουν απομείνει· αν τυχόν ερωτηθεί, τα προσφωνεί με παιγνιώδεις κωδικές ονομασίες, π.χ. κλιματική «αλλαγή». Σήμερα, κάποιες και κάποιοι αναζητούμε εσπευσμένα μια λογοτεχνία με πολιτικό έρεισμα, χωρίς διδακτισμό και υμνολογία, αναμετρώμενη με τις αντιφάσεις της/μας, με γλώσσα ικανή να μεταφέρει τα πολύτιμα φορτία του παρελθόντος, αλλά και να ζυμωθεί με τα υλικά που ζυγίζονται στο παρόν. Και ποιος δεν θα την ήθελε δηλαδή; Ο ηγεμονικός λόγος θα ήταν ο πρώτος που θα την χαιρέτιζε, έστω στην ανακλαστική προσπάθεια προσάρτησης, κι εμείς θα βρίσκαμε οικεία πρότυπα να μιμηθούμε ή να μετρηθούμε — μήπως μπορέσουμε κάποτε να φέρουμε ως παράδειγμα και ζωντανούς, διαταράσσοντας τη μακαριότητά μας. Άλλως, ας μείνουμε με ό,τι υπάρχει, χωρίς μεμψιμοιρία, και ας περιμένουμε την επικράτηση της αγίας επετηρίδας για να λογαριαστούμε με τους επόμενους· εκεί οι πιθανότητες είναι με το μέρος μας, ακόμη και αν δεν κουνήσουμε δαχτυλάκι.
V. Ανταγωνισμοί της δικής μας βάρδιας:
Τα τελευταία χρόνια η πλέον συγκροτημένη διεκδίκηση χώρου και λόγου στο πεδίο σφραγίζεται από την ανάδυση της queer λογοτεχνίας και ως αίτημα και ως εύφλεκτη πρώτη ύλη (αν όχι στίχοι που ανατρέπουν ή κινητοποιούν καθεστώτα και μάζες, τουλάχιστον πρόζα που επηρεάζει κάποιων τη ζωή ή έστω εμφανίζει μέρος του φιλμ της). Όπως σε όλα τα δυναμικά φανερώματα, παρατηρούνται αντιφάσεις, εντάσεις, προβολή και απαξίωση — όλα τα χαρακτηριστικά που χωράνε στο επίθετο «ανταγωνιστικό» και ταλανίζονται από το ουσιαστικό «ενσωμάτωση». Μεταξύ τους και η διακριτική έλξη της αποκλειστικής προτεραιότητας. Γιατί, τουλάχιστον στη λογοτεχνία, κάθε ταυτότητα, άρα και η έμφυλη, δεν μπορεί παρά να είναι ένα σχήμα αφαίρεσης —όσο πιο διεκδικητικό τόσο πιο ευρύχωρο— και όχι δελτίο με τη φάτσα μας ή/και τον λογαριασμό μας στα κοινωνικά δίκτυα. Το συνεχές, ανάμεσα σε λόγο που απαιτεί ορατότητα και αμφισβητεί κριτικά —ενίοτε εκρηκτικά— τις εδραιωμένες ερμηνείες και σ’ ένα μοτίβο επιτέλεσης πράξεων παραχώρησης —για να βρούμε κι εμείς μια θεσούλα στην πλατεία—, είναι διαχρονικό όσο και ανοιχτό στην έκβαση. Είναι, επίσης, είτε το θέλει είτε το περιφρονεί, ενταγμένο σε έναν ευρύτερο ανταγωνισμό πολιτικών, ιεραρχιών και ταυτοτήτων. Επ’ αυτού όλα συνεχίζονται…
VI. Η μισή γοητεία του «αρνητικού»:
Απέχουμε σταθερά από τον δοκιμιακό λόγο, ίσως γιατί δεν είναι πολύ «καλλιτεχνική» ενασχόληση — πάντως σίγουρα πιο σχολαστική. Δεν τολμάμε να γράψουμε μισή αρνητική κριτική ούτε και να σταθούμε δυο λεπτά σε διασταύρωση με τα ονόματά μας· καλύτερα να τα ’χεις καλά με όλους — δεν ξέρεις πού και πότε θα σου χρειαστούν. Με ζηλευτή, είναι αλήθεια, ακρίβεια μιμηθήκαμε τις βασικές γραμμές που μας στένευαν ή μας εξόργιζαν στο ξεκίνημα. Όταν και όσο χρειάστηκε τις προσαρμόσαμε, τις φέραμε για να χωράμε και στις εκδόσεις επί πληρωμή και στη διγλωσσία αναλόγως ακροατηρίου —στις ίσες αποστάσεις ακόμη κι όταν δεν κινείται τίποτα—, στην υπεροψία των μεσαζόντων —ή ημών στη θέση τους— έναντι της αγωνίας των χειρογράφων, στην προχειρότητα της δουλειάς που πολλαπλασιάζει τις εμφανίσεις στη «σκηνή», στην αυτοδιαφήμιση με παλιά και νέα μέσα, σε ό,τι απαιτεί η συγκυρία. Κατά μόνας, είμαστε ενίοτε εξίσου καταγγελτικοί με την εφηβεία μας — στην ανάγκη πετάμε στη φωτιά ένα αθυρόστομο ψευδώνυμο.
VII. Η φαντασία μιας τομής:
Κανείς δεν θέλει πάνω του τη στάμπα του νικητή —κυρίως τον φθόνο της—, σε κανέναν δεν αρέσει να χάνει — τουλάχιστον όχι χωρίς εξασφαλισμένο παρηγορητή. Ούτε νίκη, λοιπόν, ούτε ήττα επί του πεδίου. Τ’ ανάμεσό τους θα ήταν ίσως μία άοσμη ισοπαλία που δεν κάνει όχι για αισθητική κατηγορία αλλά ούτε για λόγο εκφώνησης βραβείων. Γυρίζοντας στην αρχή, ενδεχομένως και γύρω από τον γρίφο κάθε εποχής, η σχηματοποίηση μιας «τομής» είναι το πιο δύσκολο των εγχειρημάτων — η πιο γλυκιά αοριστία. Ακούγεται ωραία η φράση «μην το αναμασάμε άλλο, ας ξεπεράσουμε το τραύμα», αλλά τι σημαίνει ακριβώς και τι έχουμε ν’ αντιπροτείνουμε; Η τυμβωρυχία δεν θέλγει κανέναν, αλλά πού βρίσκεται η έξοδος στο ξέφωτο; Να αφιερωθούμε αποκλειστικά σε φαντασίες για κινήματα ή καταστροφές του μέλλοντος, να λουφάξουμε σε κάποιον μετασυμβολισμό που θα τον ερμηνεύσει η επόμενη υπηρεσία; Μια δειλή εκκίνηση θα ήταν, ίσως, να γράψουμε λίγες προγραμματικές αράδες για τις ραφές που είναι περασμένες πάνω μας και για το ξήλωμα που επιδιώκουμε, κυρίως για τον τρόπο του — με χειραφετητικό, ανανεωτικό, συμπεριληπτικό, κάποιο τέλος πάντων θετικό πρόταγμα. Ν’ ανοίξουμε ονομαστικό λογαριασμό στο πεδίο με τις δικές μας μικρές καταθέσεις, πρωτότυπες ή/και κριτικές. Να σχηματίσουμε έναν κύκλο, ο οποίος τουλάχιστον να ονομάσει μια ορατή περίμετρο, μακάρι και να την υπερβεί. Να συνεισφέρουμε σε έντυπα χωρίς τον φόβο της επόμενης σελίδας ή/και να φτιάξουμε ένα Σωματείο «γραφιάδων» διεκδικώντας σεβασμό για το αποτέλεσμα της εργασίας και τον κόπο μας. Να αντιγράψουμε, να διαγράψουμε και να υπογράψουμε ό,τι προκύψει ως πρόταση — ας είναι και λειψή. Εν τέλει να κριθούμε κι εμείς για αλλαγή.